ΠΩΛΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ (FORFAITING)

Σχετικά έγγραφα
Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

- Δυνατότητα συνεχούς σχέσης χρηματοδότησης. - Ελαφρά υψηλότερο κόστος δανεισμού.

Factoring & Forfaiting Η ανάπτυξή τους στην Ελλάδα & στο εξωτερικό

Τεχνολογία και Καινοτομία - Οικονομική Επιστήμη και Επιχειρηματικότητα

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΦΑΡΣΑΡΩΤΑΣ F O R F A I T I N G. Τι είναι το forfaiting

Τ.Ε.Ι ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Χρηματοδότηση Εξασφαλιζόμενη με Απαιτήσεις ή Πρακτορεία Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (Factoring)

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Η επιχείρηση που έχει στην κατοχή της ένα γραμμάτιο προς είσπραξη μπορεί να το εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως:

Λογιστική ΙΙ. Υποχρεώσεις. Ν. Ηρειώτης Δ. Μπάλιος Β. Ναούμ. Ν. Ηρειώτης Δ. Μπάλιος Β. Ναούμ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ. Επιμέλεια Ανδρουλιδάκη Γαλάτια

Σύγχρονες μορφές Χρηματοδότησης

ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΙΙ ΔΡΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΕΠΙΧ ΙΙ Υποπρόγραμμα 2

ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ FACTORING & Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Πλεονεκτήματα της Χρηματοδοτικής Μίσθωσης για τον Μισθωτή

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Leasing (Χρηματοδοτική μίσθωση)

Μάθημα: Λογιστική ΙΙ

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης. Διάλεξη 2 Εμπορική Πίστωση

ΙΔΡΥΜΑ: ΤΕΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:

Όροι Χρεωστικού Υπολοίπου σε Χρήματα DEGIRO

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ. ΘΕΜΑ: Έκδοση στοιχείων κατά την καταβολή δικαστικής δαπάνης και τόκων υπερηµερίας.

ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ (θεωρητική προσέγγιση και πρακτικές εφαρμογές)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Δυνατότητα Χρηματοδότησης των Ελληνικών Εξαγωγικών Επιχειρήσεων, με όπλο την ασφάλιση τους στον Οργανισμό Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων (ΟΑΕΠ)

Άρθρο 6. Τιμολόγηση Συναλλαγών

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ. Ενότητα 10: Επενδυτικά Κεφάλαια Κυριαζόπουλος Γεώργιος Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

Η ασφάλιση στον Ο.Α.Ε.Π. εργαλείο ενίσχυσης της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας

Προσωπικά Δάνεια. Ποιο είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της Τράπεζας; Χορηγήσεις με υψηλή απόδοση και μικρή διάρκεια αποπληρωμής

Δυνατότητες Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων που προσφέρει ο Ο.Α.Ε.Π.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ. Ταυτότητα Ο.Α.Ε.Π.

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ FACTORING

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Έλενα Φ. Κοσσένα

ΚΕΦ. 10 ΤΑΜΕΙΟ Βιβλίου Ταμείου. Βιβλίο Μικρού Ταμείου. ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Ενότητα 6. Άρθρο 6 Τιµολόγηση Συναλλαγών (Παράγραφοι 1-18)

Αναπτυξιακές Λύσεις ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ. ΦΛΩΡΟΣ ΣΠΥΡΟΣ Διευθυντής Πιστοδοτήσεων Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ


ΕΡΕΥΝΑ ΑΝΕΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΑΠΟ / ΣΕ ΜΗ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ

Πολιτική Οικονομία Ι: Μακροθεωρία και Πολιτική Νίκος Κουτσιαράς. Κυριάκος Φιλίνης

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (θεωρητική και πρακτική προσέγγιση)

Ανάλυση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ

Α.Τ.Ε.Ι ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: LEASING & FACTORING

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ (θεωρητική και πρακτική προσέγγιση)

ΚΥΑ 1191 (ΦΕΚ 969/Β/ )

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΥΣ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ. ΑΜΟΙΒΗ: ,00 (με Φ.Π.Α. 24%) Στη Σαμοθράκη σήμερα 30/05/2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 13:00 μεταξύ:

AΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

1. Σε ποια υπηρεσία πρέπει να απευθυνθώ και με ποια διαδικασία για την έκδοση εγγυητικής επιστολής με την εγγύηση της ΕΤΕΑΝ ΑΕ;

Νομισματική Πολιτική. Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ - ΤΕΠΙΧ ΔΡΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ Υποπρόγραμμα 1

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΔΩΝ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΩΝ ΕΔΡΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ Ν. ΕΒΡΟΥ Σ. Οικονόμου ΑΡ. Μ.Α.Ε /65/Β/86/03 ΑΡ. ΓΕ.ΜΗ.

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

γραμμάτια Ορισμοί Προεξόφληση Αντικατάσταση Μέση λήξη Ασκήσεις

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΚΕΡΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ & ΣΙΑ ΕΕ»

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 : ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ

ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Βασικές Χρηματοοικονομικές έννοιες

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΑΠΜ-41623

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Θαλάσσιες Κατασκευές: Χρηματοδότηση

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΠΚΕΕΒΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ «ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΔΜΗΕ Α.Ε.» ΤΕΥΧΟΣ 3 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ TΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ»

Οι εξαγωγικές πωλήσεις μέσω διαδικτύου και οι παγίδες του ΦΠΑ ΠΕΡΙΠΤΏΣΕΙΣ ΠΩΛΉΣΕΩΝ ΕΝΤΌΣ ΚΑΙ ΕΚΤΌΣ Ε.Ε.

για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙ Δράση «Επιχειρηματική Χρηματοδότηση ΤΕΠΙΧ ΙΙ»

ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με τον έλεγχο που πραγματοποιείται στα πλαίσια της Αμοιβαίας

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

ΓΙΑΝΝΗ Τ. ΛΑΖΑΡΙΔΗ Οικονομολόγου - Νομικού - Βοηθού στην ΑΒΣΘ Η ΤΕΧΝΙΚΗ TOT FORFAITING ΣΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

ΤΕΠΙΧ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ Ν. 3556/2007 ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

2) Στην συνέχεια υπολογίζουμε την ονομαστική αξία του πιστοποιητικού με το συγκεκριμένο αυξημένο επιτόκιο όπως και προηγουμένως, δηλαδή θα έχουμε:

Μισθώσεις ΔΛΠ 17. Leases IAS 17

Μεθοδολογία κατάρτισης της νέας σειράς επιτοκίων τραπεζικών καταθέσεων και δανείων

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Ι ΙΑ ΚΕΦ. & ΥΠΟΧΡ. ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΡΑΜ. ΕΙΣΠΡΑΚΤΕΑ ΑΣΦΑΛ. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ 500

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Κεφαλαίου

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2016

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ ΠΩΛΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ (FORFAITING) ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ: Ματίνα Κορδή- Αντωνοπούλου Ουρανία Χατζηνικολάου- Αγγελίδου Τέλλης Δ. Νικόλαος Σπύρος Δ. Ψυχομάνης ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: Παπαδοπούλου Τ. Ελένη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2007

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ..σελ Α. ΕΝΝΟΙΕΣ FORFAITING- FACTORING ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Α.1 FORFAITING - Εννοιολογική προσέγγιση..σελ Α.2 FACTORING- Εννοιολογική προσέγγιση. Β. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΘΕΣΜΩΝ FORFAITING- FACTORING. Γ. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ FORFAITING. Δ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ.. Ε. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ.. ΣΤ. ΕΝΝΟΙΑ FORFAITING Ζ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FORFAITING- ΤΕΧΝΙΚΗ.. Η. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ- ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ FORFAITING Θ. ΒΑΣΙΚΑ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FORFAITING.. 1. Τα συμβαλλόμενα μέρη και οι μεταξύ τους σχέσεις. 1.α Ο Προμηθευτής- Forfaitist 1.β Πράκτορας- Forfaiter 2. Τυπική ή Άτυπη Σύμβαση 3. Παροδική Σύμβαση 4. Η εκχωρούμενη απαίτηση στη σύμβαση forfaiting 4.1 Αξιογραφική απαίτηση 4.2 Επιχειρηματική απαίτηση 4.3 Μεσο-Μακροπρόθεσμη απαίτηση τιμήματος «επί πιστώσει». 4.4 Απαιτήσεις έναντι επιτηδευματιών και όχι απλών καταναλωτών Ι. ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ FORFAITING 1. Ως Σύμβαση πώλησης δικαιωμάτων 1.1. Σύμβαση Forfaiting με εκχώρηση απαιτήσεων 1.2. Σύμβαση Forfaiting με οπισθογράφηση απαιτήσεων. 2. Ως σύμβαση Δανείου 2

ΙΑ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FORFAITING 1. ΤΡΟΠΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ 1.1 ΤΡΙΤΕΓΓΥΗΣΗ 1.2 ΕΓΓΥΗΤΙΚΉ Ή ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ 1.3 ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑΣ 2. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ FORFAITING ΕΠΙΜΕΤΡΟ Βιβλιογραφία Αρθρογραφία 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μία ευφυής μορφή χρηματοδότησης, αλλά και επιχειρηματικής συνεργασίας, που αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς στο εξωτερικό και έγινε ευρύτατα γνωστή και εφαρμοστέα μόλις τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι οι σύγχρονοι χρηματοοικονομικοί θεσμοί. Ένας εξ αυτών, ανάμεσα στο Leasing, Franchising και το Factoring, είναι και το Forfaiting, ένα ιδιαίτερο είδος πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, το οποίο θα μας απασχολήσει στην παρούσα μελέτη. Ο θεσμός της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, ως ένα μέσο χρηματοδότησης των Ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθιερώθηκε στη χώρα μας με το νόμο 1905/1990 και έκτοτε έχει βρει ευρεία αποδοχή. Στην ουσία, ο ως άνω νόμος αποδίδει τον όρο «Πρακτορεία Επιχειρηματικών Απαιτήσεων» σε δύο παρεμφερείς οικονομικούς θεσμούς, το Factoring και το Forfaiting. Κύριο και πολύ γενικευμένο χαρακτηριστικό των ως άνω συμβάσεων αποτελεί η ανάληψη υποχρέωσης από τον πράκτορα, έναντι αμοιβής, να παρέχει στον πελάτη του (προμηθευτή) υπηρεσίες σχετικές με παρακολούθηση, είσπραξη απαιτήσεων, εκτέλεση έργων 1. Έπειτα εναπόκειται στα συμβαλλόμενα μέρη να επιλέξουν το ειδικότερο περιεχόμενο της σύμβασης πρακτορείας και να προσδώσουν σε αυτή τον ειδικότερο χαρακτηρισμό της, ως είδος Factoring ή Forfaiting, ανάλογα με τις ανάγκες των συναλλαγών τους. Σήμερα, τόσο το Factoring όσο και το Forfaiting αποτελούν, από τη μία πλευρά ένα μέσο απαλλαγής των επιχειρήσεων από το βάρος των πιστωτικών κινδύνων και την ανάγκη λογιστικής και νομικής παρακολούθησης καθώς και είσπραξης των απαιτήσεων τους και από την άλλη, μία αποδοτική πηγή κεφαλαίων κίνησης μιας επιχείρησης 2. 1 Δ. Τσιμπανούλης, Ένα νομοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων (Factoring), ΝοΒ 38, σελ 412 2 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 1. 4

Α. ΕΝΝΟΙΕΣ FORFAITING- FACTORING ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Α.1 FORFAITING - Εννοιολογική προσέγγιση Ως σύμβαση Forfaiting, χαρακτηρίζεται μία μορφή χρηματοδότησης των εξαγωγικών δραστηριοτήτων, κατά την οποία ο εξαγωγέας (Forfaitist) πωλεί και εκχωρεί στον πράκτορα- Forfaiter, που είναι συνήθως μία Τράπεζα ή μία εταιρία Factoring, την εξαγωγική του, μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη απαίτηση. Η ως άνω εξαγωγική απαίτηση, καλύπτεται από αξιόγραφα, συναλλαγματικές ή γραμμάτια εις διαταγή, χωρίς όμως ο εκδοχέας (Forfaiter) να έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του εκχωρητή (εξαγωγέα-forfaitist), στην περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί από τον πρωτοφειλέτη 3 (εισαγωγέα). Αυτή η εξαγωγική απαίτηση του πωλητή (Forfaitist) προέρχεται κυρίως από συναλλαγές παροχής υπηρεσιών ή προμήθειας αγαθών στο εξωτερικό. Στην πράξη, όλες σχεδόν οι «a forfait» συναλλαγές αφορούν προμήθεια αγαθών. Ειδικότερα, ο γαλλικός όρος «a forfait» σημαίνει «κατ αποκοπήν» και δηλώνει την έλλειψη δυνατότητας αναγωγής του Forfaiter κατά του Forfaitist. Σύμφωνα δε, με τον όρο αυτό, συμφωνείται ότι «η σημερινή αξία της εκχωρούμενης απαίτησης δεν βρίσκεται δια προεξοφλήσεως αλλά δια κατ αποκοπήν κανονισμού του καταβλητέου ποσού (τίμημα αγοράς) της απαίτησης από τον πράκτορα 4». Η φιλοσοφία του Forfaiting, βασίζεται κατά κύριο λόγο στη μεταφορά του επιχειρηματικού κινδύνου (π.χ. εξόφληση τίτλων) και του πολιτικού κινδύνου (χώρες χωρίς πολιτική σταθερότητα) από τον εξαγωγέα στον Forfaiter. Ο δε Forfaiter λειτουργεί σαν ανεξάρτητος, αυτόνομος, χρηματοδοτικός οργανισμός- Επιχείρηση, που αγοράζει τίτλους για λογαριασμό του, έχοντας ως σκοπό το κέρδος από τους τόκους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Forfaiter να μην εξασφαλίζει 3 Schmitthoff s, Export Trade, Ninth edition, Steven and Sons, London 1990 σελ 460, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 1. 4 Λ.Ν. Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, Τόμος Β, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1999, σελ 445 5

ή καλύπτει απλώς τους κινδύνους, που αναλαμβάνει, αλλά και να καρπώνεται ένα αντίστοιχο οικονομικό όφελος, σαν γνήσιος επαγγελματίας 5. Α.2 FACTORING- Εννοιολογική προσέγγιση. Με μία σύμβαση Factoring, από την άλλη πλευρά, παρέχεται σε μία επιχείρηση μία δέσμη υπηρεσιών, που περιλαμβάνει πέρα από τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση και ασφάλιση απαιτήσεων, στοιχείο που δεν συναντάται στη σύμβαση Forfaiting. Ως Factoring μπορεί να χαρακτηριστεί μία σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο προμηθευτής, κατά κανόνα, εκχωρεί το σύνολο των γεννημένων και μελλοντικών, βραχυπρόθεσμων, τιμολογιακών απαιτήσεων του στον πράκτορα, ο οποίος υποχρεούται συνολικά ή σε συνδυασμό τουλάχιστον δύο παροχών- να προεξοφλήσει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την αξία κάθε απαίτησης, να αναλάβει, κατά περιστάσεις, τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών, να παρακολουθεί λογιστικά και νομικά τις απαιτήσεις και τέλος να τις εισπράττει (ως εκδοχέας ή απλώς κατά εξουσιοδότηση), δικαιούμενος για τις δραστηριότητες του αυτές προμηθειών και τόκων επί των προκαταβολών 6 (προεξοφλητικό τόκο). Το Factoring ως προς τη νομική του φύση θεωρείται μία μικτή, διαρκής, ενοχική σύμβαση και αποτελεί ένα ιδιαίτερο κομμάτι της χρηματοοικονομικής ύλης, με σημαντική θέση τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς συναλλαγές. Οι τρεις βασικότερες λειτουργίες του που απορρέουν από τον ως άνω ορισμό είναι οι ακόλουθες: α) η μεταβίβαση βραχυπρόθεσμων τιμολογιακών απαιτήσεων από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον Factor-πράκτορα, ο οποίος καταβάλλει συνήθως το μέγιστο μέρος της αξίας τους στην επιχείρηση. β) την πλήρη ανάληψη του κινδύνου της αφερεγγυότητας των οφειλετών κατά την κρίση του πράκτορα και τις επιλογές της επιχείρησης και 5 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000., σελ 119 6 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 7 6

γ) την παροχή υπηρεσιών παρακολούθησης, διαχείρισης και είσπραξης απαιτήσεων και οι οποίες αποτελούν αντίστοιχα τη χρηματοδοτική, ασφαλιστική και διαχειριστική του λειτουργία και οι οποίες πρέπει να ασκούνται συνολικά ή σε συνδυασμό τουλάχιστον δύο λειτουργιών για να χαρακτηρίζεται η σύμβαση ως Factoring. 7

Β. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΘΕΣΜΩΝ FORFAITING-FACTORING Το Factoring, με τη γνήσια 7 μορφή του (και πιο συγκεκριμένα το γνήσιο εξαγωγικό Factoring) και το Forfaiting αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν δύο θεσμούς, που έχουν μία βασική ομοιότητα και πολλές επιμέρους διαφορές. Η βασική τους ομοιότητα έγκειται στο ότι και με τους δύο θεσμούς μπορεί να γίνει εκχώρηση (ανάληψη) απαιτήσεων, προερχόμενες από διεθνείς πωλήσεις, με χρηματοδότηση (προεξόφληση) και να αποκλεισθεί το αναγωγικό δικαίωμα του αποκτώντα (πράκτορα-forfaiter), απέναντι στον μεταβιβάζοντα (προμηθευτήεξαγωγέα-forfaitist) στις περιπτώσεις που ο πρώτος δεν ικανοποιηθεί από τον πρωτοφειλέτη και η ευθύνη του εξαγωγέα περιορίζεται, κατά τη συμφωνία των μερών, μόνο στην ύπαρξη της απαίτησης 8. Οι δύο παραπάνω θεσμοί, όμως, παρουσιάζουν και κάποιες πολύ ουσιώδεις διαφορές 9 : 1. Το Forfaiting αποτελεί ένα σύγχρονο μέσο χρηματοδότησης του εξαγωγικού κυρίως εμπορίου και δεν διατίθεται σε διάφορα είδη και μορφές, ενώ το Factoring εφαρμόζεται και στο εγχώριο εμπόριο με διάφορους τύπους, όπως είναι το γνήσιο και το νόθο factoring, το εγχώριο και διεθνές κλπ. 2. Το Factoring ασκείται ως κύρια εργασία από τους ειδικούς επιχειρηματίες ή ιδιαίτερα τμήματα τραπεζών, ενώ το Forfaiting αποτελεί συνήθη τραπεζική εργασία, παρεπόμενη των λοιπών δραστηριοτήτων των τραπεζών. 7 Υπάρχει μία πληθώρα ειδών και μορφών του Factoring και κανείς μπορεί να διακρίνει τα παρακάτω είδη: το γνήσιο Factoring ή αλλιώς το Factoring «χωρίς δικαίωμα αναγωγής», το νόθο, το εμφανές, το αφανές, το καταληκτικό Factoring, το Factoring προπληρωμών, το αυτοεξυπηρετούμενο Factoring, το εγχώριο και διεθνές Factoring, το συμμετοχικό Factoring και οι καταχρηστικές μορφές του Factoring, όπως το αμιγώς χρηματοδοτικό και το «Διαχειριστικό» Factoring κλπ. Βλ. Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 47 επ. 8 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 3. 9 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 5,6, Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 267 επ., Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000., σελ 128 επ. 8

3. Το Forfaiting αποτελεί μία παροδική, συμβατική σχέση, με αντικείμενο μία μεμονωμένη, ήδη γεννημένη απαίτηση. Ενώ η σύμβαση Factoring συνιστά μια σύμβαση διαρκείας, εν ισχύ της οποίας ο πράκτορας αγοράζει όλες τις απαιτήσεις του προμηθευτή, ενεστώσες και μέλλουσες. 4. Οι απαιτήσεις του Forfaiting είναι κυρίως μέσο- και μακροπρόθεσμες, με περίοδο εκκρεμότητας από 6 μήνες έως 5 χρόνια. Σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του Factoring, που είναι πάντα βραχυπρόθεσμες, έχοντας περίοδο πιστωτικής εκκρεμότητας έως 180 ημέρες. Συνήθως δε, οι απαιτήσεις του Factoring καθίστανται ληξιπρόθεσμες μετά από 30 έως 120 ημέρες από τη γέννησή τους. 5. Στο Factoring αποκτώνται κυρίως λογιστικές-τιμολογιακές απαιτήσεις, στο δε Forfaiting ο εξαγωγέας μεταβιβάζει, εκχωρεί κατά κανόνα, συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγή. 6. Οι Factors και οι Forfaiters απευθύνονται σε διαφορετικές αγορές και κατηγορίες εξαγωγών, τις οποίες καθορίζουν ανάλογα με το είδος και το χρόνο της πιστωτικής πολιτικής που κάνουν. Ειδικότερα, το Forfaiting αφορά κεφαλαιουχικά κυρίως αγαθά, μακράς οικονομικής ζωής, όπως λ.χ. επενδυτικά αγαθά, πρώτες ύλες, ημικατεργασμένα προϊόντα, βαρέα μηχανήματα, βιομηχανικά συγκροτήματα κ.α., εν αντιθέσει με το Factoring που αφορά κυρίως καταναλωτικά και ελαφρά επενδυτικά αγαθά. 7. Ο Factor προσφέρει στον πελάτη του μία δέσμη διαρκών υπηρεσιών, όπως λογιστική παρακολούθηση, έλεγχος φερεγγυότητας πελατών, είσπραξη απαιτήσεων, που όμως στο Forfaiting δεν παρέχεται καμία. 8. Οι προϋποθέσεις χρηματοδότησης για τη σύμβαση Factoring είναι η επαρκής φερεγγυότητα των πελατών, των εξαγωγέων και της χώρας εισαγωγής, ενώ για τη σύμβαση Forfaiting οι προϋποθέσεις είναι ο οφειλέτης να είναι υψηλής πιστωτικής ικανότητας ή να έχει δοθεί για αυτόν μία εγγύηση κάποιας φερέγγυας Τράπεζας της χώρας εισαγωγής. 9. Στο Forfaiting, ο Forfaiter πέρα από τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη, αναλαμβάνει και λοιπούς πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, πολεμικούς, νομισματικούς και μεταφορικούς κινδύνους, ενώ το Factoring καλύπτει μόνο επιχειρηματικούς και πιστωτικούς κινδύνους και αυτό όχι πάντα. 9

10. Οι απαιτήσεις στο Factoring δεν κρίνεται αναγκαίο να ναι ασφαλισμένες με ιδιαίτερη εγγύηση ή τριτεγγύηση ή εγγυητική επιστολή τράπεζας. Ενώ στο Forfaiting απαιτούνται οι εν λόγω ασφάλειες, καθώς ο Forfaiter αναλαμβάνει περισσότερες ευθύνες 10. 11. Το Forfaiting γίνεται πάντα χωρίς δικαίωμα αναγωγής, ήτοι ο Forfaiter αν δεν ικανοποιηθεί από τον πρωτοφειλέτη δε μπορεί μετά να στραφεί με αναγωγή κατά του εκχωρητή-εξαγωγέα, ενώ το Factoring γίνεται με ή χωρίς το δικαίωμα αναγωγής. 12. Ο νομικός χαρακτηρισμός του Factoring διαφέρει από το Forfaiting, καθώς αποτελεί μία μικτή 11 σύμβαση, δυνάμει της οποίας παρέχονται στον προμηθευτή πολλές υπηρεσίες, ποικίλης φύσης (ασφαλιστικές, διαχειριστικές, χρηματοδοτικές). Το Forfaiting από την άλλη αποτελεί μία απλή σύμβαση πώλησης δικαιώματος. 13. Το ποσοστό χρηματοδότησης του εξαγωγέα σε μία σύμβαση Forfaiting φθάνει το 100% και δεν υπάρχει προκαθορισμένη προμήθεια για τον Forfaiter. Το προεξοφλητικό επιτόκιο αποτελεί την λεγόμενη προμήθεια του Forfaiter, όπου κυμαίνεται ανάλογα με το είδος και την έκταση του επιρριπτόμενου στην Τράπεζα κινδύνου 12. Στο δε Factoring, το ποσοστό χρηματοδότησης φθάνει το 80% και το υπόλοιπο 20% του κινδύνου μοιράζεται μεταξύ Factor και εκχωρητή, ανάλογα με κάποια ειδική μεταξύ τους συμφωνία 13 και ο Factor παίρνει, συνήθως, για τις υπηρεσίες του, μία προκαθορισμένη προμήθεια. 10 Το Forfaiting συνίσταται πάντα χωρίς το δικαίωμα αναγωγής, συνεπώς ο Forfaiter έχει τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη. 11 Στη μικτή αυτή σύμβαση ενυπάρχουν στοιχεία περισσότερων συμβάσεων, όπως μίσθωση έργου, εντολής, εγγυητικής σύμβασης, πώλησης και πιστωτικής σύμβασης, Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ. 160 επ. 12 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 119. 13 Στο Factoring συνήθως ο πράκτορας καταβάλει το 80 με 90% της απαίτησης, αμέσως μόλις λάβει το σχετικό τιμολόγιο από τον προμηθευτή. Το υπόλοιπο 10-20% καταβάλλεται όταν πληρώσει ο πελάτης ή με την πάροδο μιας συμφωνημένης προθεσμίας 90-120 ημερών από την ημερομηνία που έπρεπε να γίνει η καταβολή, έτσι ώστε ο Factor να προστατευθεί από πιθανή αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Βέβαια υπάρχει και η πιθανότητα της εφάπαξ εξόφλησης του συνολικού ποσού του ανταλλάγματος για την εκχώρηση, καθώς επίσης και το γεγονός ο πελάτης να μην έχει ανάγκη χρηματοδότησης, οπότε η προκαταβολή του 80-90% της απαίτησης δεν λαμβάνει χώρα, αντιθέτως ολόκληρο το ποσό πληρώνεται αμέσως μετά την είσπραξή του από τον πρωτοφειλέτη ή την πάροδο της συμφωνημνένης προθεσμίας. 10

Από όλα τα ανωτέρω, συνάγεται ότι το Forfaiting αποτελεί έναν αυτοτελή χρηματοδοτικό θεσμό, ο οποίος λειτουργεί συμπληρωματικά προς το Factoring, χωρίς να αποτελεί εναλλακτική του λύση, εντούτοις προσφέρεται σε τομείς και σε θέματα, όπου το Factoring είναι αδύνατο να αναπτυχθεί. 11

Γ. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ FORFAITING Το Forfaiting, ως μέθοδος χρηματοδότησης, έκανε την εμφάνισή του στην διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην τραπεζική κοινότητα της Ζυρίχης, η οποία και φημολογούνταν για τις τραπεζικές εργασίες της και της ιδιαίτερες επιδόσεις της στον τομέα του Διεθνούς Εμπορίου 14. Ειδικότερα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις ελβετικές τράπεζες κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου για την χρηματοδότηση των εξαγωγών βασικών ειδών (δημητριακών κλπ) από τις ΗΠΑ σε χλωρες της ανατολικής Ευρώπης 15. Σήμερα, ο θεσμός παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στη Αγγλία και το Λονδίνο αποτελεί μία αγορά, όπου αφομοίωσε και έθεσε σε εφαρμογή ιδιαίτερα σύντομα τις συναλλαγές μέσω Forfaiting, λόγω και του γεγονότος ότι για πολύ καιρό οι εξαγωγές διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών χρηματοδοτούνταν από λονδρέζικες τράπεζες στο City του Λονδίνου 16. Τώρα πια, αρκετές συναλλαγές μέσω Forfaiting διεξάγονται και στις αγορές της Γερμανίας. Ο θεσμός, ενώ πρωτοεμφανίστηκε ως μορφή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης για τη διακίνηση βασικών κεφαλαιουχικών αγαθών, στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε μεσοπρόθεσμες απαιτήσεις, όπως σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης 17. Μέχρι σήμερα όμως, το κύριο πεδίο εφαρμογής της παραμένει η μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση συμβάσεων βιομηχανικού εξοπλισμού (π.χ. ναυπήγηση πλοίων και αεροσκαφών) καθώς και κατασκευής έργων υποδομής 18. 14 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 116. 15 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 116, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 4. 16 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 116, Schmitthoff s, Export Trade, Ninth edition, Steven and Sons, London 1990 σελ 460, υποσ. 33 17 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 117. 18 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 4 12

Δ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ Για τους όρους Forfaiting και Factoring, λόγω της ξενικής προέλευσής τους, έγινε αρχικά μία προσπάθεια να αποδοθούν στα Ελληνικά με περιφραστικό τρόπο, γεγονός όμως, που οδήγησε σε σύγχυση τόσο αναφορικά με το όνομα όσο και με το περιεχόμενο των εν λόγω οικονομικών θεσμών. Οι μάλλον άστοχες περιφραστικές αποδόσεις των εν λόγω όρων ήταν οι ακόλουθες: «διενέργεια πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων», ή ως «ανάληψη εμπορευματικών απαιτήσεων τρίτων», ή ως «εκχώρηση εμπορευματικών απαιτήσεων» ή ως «χρηματοδοτική ανάληψη απαιτήσεων» κ.λ.π. 19. Στην πραγματικότητα και στους δύο ως άνω θεσμούς δεν μπορούμε να μιλάμε μονάχα για «είσπραξη απαιτήσεων», το οποίο εύκολα διενεργείται άλλωστε και από έναν απλό πληρεξούσιο ή εκδοχέα, αλλά κυρίως για «μεταβίβαση απαιτήσεων» ως μέσο χρηματοδότησης του εκχωρητή, εξασφάλισής του από τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών του και πιθανόν παροχής σχετικών διαχειριστικών υπηρεσιών. Επιπροσθέτως, δε μπορεί να γίνει λόγος μόνο για διακίνηση «εμπορευματικών απαιτήσεων», αλλά και για απαιτήσεις από παροχές υπηρεσιών. Εξάλλου στο Forfaiting και στο γνήσιο Factoring ο πράκτορας δεν αναλαμβάνει την είσπραξη απαιτήσεως «τρίτου», αλλά την είσπραξη δικής του απαιτήσεως, αφού λειτουργεί ως εκδοχέας και δικαιούχος (αγοραστείς) της απαίτησης 20. Έπειτα, ο όρος «εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων» εξομοιώνει τους θεσμούς Factoring και Forfaiting εννοιολογικά με την κοινή εκχώρηση του ενοχικού δικαίου. Ενώ ο όρος «χρηματοδοτική ανάληψη απαιτήσεων», αναφέρεται μόνο στο Factoring με χρηματοδοτική λειτουργία, αφήνοντας του υπόλοιπους θεσμούς από έξω. Για όλους τους παραπάνω λόγους θα ήταν προτιμότερο να διατηρηθούν και να αφομοιωθούν οι ξενόγλωσσοι όροι Factoring και Forfaiting από την ελληνική επιστήμη και τους συναλλασσόμενους για αποφυγή σύγχυσης και παρεξηγήσεων. 19 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ. 8. 20 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 9 13

Ο Νόμος, όμως, 1905/1990 δεν ακολούθησε τον παραπάνω συλλογισμό και αρκέστηκε στο να αποδώσει τους όρους Factoring και Forfaiting στα ελληνικά ως «πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων» και τους όρους Factor και Forfaiter ως «πράκτορα», ενώ τον πελάτη ως «προμηθευτή», όροι εύχρηστοι μεν, νομικά όμως ανακριβείς. Ο λόγος είναι ότι με τον όρο «πρακτορεία» στο ελληνικό δίκαιο χαρακτηρίζεται η «έναντι αμοιβής ανάληψη της επιμέλειας συγκεκριμένων υποθέσεων, άλλων προσώπων, και ως σύμβαση θα μπορούσε κατά τις περιστάσεις να είναι εντολή, μίσθωση έργου ή σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Αντίθετα, το Factoring και to Forfaiting δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αμιγείς συμβάσεις πρακτορείας 21. Και αυτό γιατί στους ως άνω θεσμούς, προέχει κατά κανόνα η χρηματοδότηση ή και η ασφαλιστική τους προσφορά στον πελάτη και μέσα στα πλαίσια αυτής αναλαμβάνεται η επιμέλεια των υποθέσεων του, ήτοι η παρακολούθηση και είσπραξη των απαιτήσεων του 22. Σήμερα, όμως, η εφαρμογή του Ν. 1905/1990 τόσο στο Factoring όσο και στο Forfaiting επιβάλει τη χρησιμοποίηση ορολογίας, που ο ίδιος ο νόμος χρησιμοποιεί, ενώ η χρήση των διεθνώς καθιερωμένων όρων Forfaiting και Factoring συνίσταται στις περιπτώσεις διάκρισης των διαφόρων συμβάσεων, που εμπερικλείει η ευρεία έννοια της «πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων 23». 21 Πλην της απλής μορφής Factoring, όπου εκεί λαμβάνει χώρα μόνο η απλή νομική και λογιστική παρακολούθηση των απαιτήσεων σε συνδυασμό με τη διαχείριση και είσπραξή τους, βλ. Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 11 22 Αυτό το τελευταίο αρμόζει μόνο στη σύμβαση Factoring. 23 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 11 14

Ε. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ Ο Ν. 1905/1990 «για τη σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και άλλες διατάξεις» αποτελεί ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο και για τους δύο σύγχρονους θεσμούς Factoring και Forfaiting. Οι ανωτέρω δύο θεσμοί αντιμετωπίστηκαν ενιαία γιατί επικράτησε εσφαλμένα η αντίληψη ότι ουσιαστικά αποτελούν δύο εκφάνσεις του ίδιου θεσμού και ότι οι διαφορές τους συνίστανται μόνο στην πρακτική και στο είδος των απαιτήσεων, που εκχωρούνται προς είσπραξη 24. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές ακριβώς οι διαφορές είναι που καθιστούν τους δύο θεσμούς σε δύο διακριτέα μορφώματα της συναλλακτικής πρακτικής με διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο και νομικό χαρακτήρα. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτού του νόμου προκαλούν περισσότερο σύγχυση, παραβλέποντας τις ιδιαιτερότητες της καθεμίας συμβάσεως, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένες διατάξεις του δεν μπορούν να εφαρμοστούν και στα δύο είδη συμβάσεων. Ειδικότερα προβλήματα παρουσιάζει η προσαρμογή του Forfaiting στις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ανωτέρω νόμου 25. Συγκεκριμένα το άρθρο 1 παρ. 1δίνει έναν κοινό ορισμό, ήτοι τον όρο «πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων» και για τις δύο συμβάσεις Factoring και Forfaiting, αφήνοντας απ έξω τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η καθεμία. Για την ακ ριβεια η λογιστική και νομική παρακολούθηση των απαιτήσεων του προμηθευτή δεν μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο της σύμβασης Forfaiting και παροχή του ίδιου του Forfaiter, αντίθετα είναι στοιχείο που ενυπάρχει μόνο στη σύμβαση Factoring, ως υπηρεσία που παρέχει ο πράκτορας. Επιπρόσθετα, επειδή χαρακτηριστικό της σύμβασης Forfaiting είναι η εκχώρηση απαιτήσεων, χωρίς δικαίωμα αναγωγής του πράκτορα κατά του εξαγωγέα, σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί ο τελευταίος από τον πρωτοφειλέτη εισαγωγέα, δεν θα μπορεί να γίνει λόγος με Forfaiting με δικαίωμα αναγωγής, αυτό το στοιχείο χαρακτηρίζει μόνο τη σύμβαση Factoring και μάλιστα στη νόθο μορφή της. Περαιτέρω και η εκχώρηση μελλοντικών απαιτήσεων αρμόζει μόνο στη 24 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 320 25 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 11, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 173 15

σύμβαση Factoring, ενώ στο Forfaiting μεταβιβάζονται κατά κανόνα γεννημένες απαιτήσεις, καθώς ως προς τη νομική της φύση συνιστά σύμβαση πώλησης μεμονωμένης επιχειρηματικής απαίτησης 26. Συμπληρωματικά με τα ανωτέρω στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1905/1990 γίνεται λόγος για κατάρτιση της σύμβασης εγγράφως, θεωρώντας τον έγγραφο τύπο ως συστατικό στοιχείο της σύμβασης, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διεθνή εμπορική πρακτική, όπου επικρατεί το άτυπο των συμβάσεων Forfaiting. Αντιθέτως, η παράγραφος 3 του άρθρου 1 αφορά αποκλειστικά στο Forfaiting και μόνο στο εξαγωγικό Factoring, καθώς προβλέπει ότι περιεχόμενο μίας σύμβασης «πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων» μπορεί να είναι και οι απαιτήσεις εξαγωγέων προμηθευτών έναντι πελατών τους στο εξωτερικό ή απαιτήσεις οίκων εγκατεστημένων στην Ελλάδα από επιχειρηματική δραστηριότητα στο εξωτερικό, όπως επίσης και απαιτήσεις οίκων του εξωτερικού έναντι πελατών τους στην Ελλάδα. Όσον αφορά στο άρθρο 1 παρ 5, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο μπορεί η διάταξη αυτή να βρει εφαρμογή στη σύμβαση Forfaiting. Συγκεκριμένα, στο άρθρο αυτό υποστηρίζεται ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου και σε συμβάσεις που συνάπτουν οι πράκτορες επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ τους, προκειμένου να εκτελέσουν τις προηγούμενες συμβάσεις (Factoring- Forfaiting). Στην περίπτωση του Factoring η συνεργασία δύο πρακτόρων διευκολύνει αισθητά την αρχική σύμβαση Factoring, κάτι τέτοιο όμως δε θα μπορούσε να υποστηριχθεί για τη σύμβαση Forfaiting. Στο Forfaiting, όταν ο Forfaiter επιλέγει μία περαιτέρω μεταβίβαση της απαίτησης, το κάνει ανεξάρτητα από την αρχική σύμβαση Forfaiting και ισχύει μόνο ως νέα προεξόφληση 27. Δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 1905/1990 ο πράκτορας δεν αποκτά τα συμφωνηθέντα με τη σύμβαση εκχώρησης δικαιώματα δηλαδη τις απαιτήσειςαπέναντι στον οφειλέτη και του τρίτους, προτού συντελεστή η εκ του νόμου προβλεπόμενη αναγγελία. 26 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 12, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 173 27 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 174 16

Η εν λόγω διάταξη δεν κάνει διάκριση μεταξύ των δύο μορφών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, ορθότερο όμως είναι να λεχθεί, ότι η διάταξη αυτή έχι διατυπωθεί για να ρυθμίσει τη μεταβίβαση απαιτήσεων κυρίως στο Factoring. Η ρύθμισει περί αναγγελίας αφορά στο Forfaiting μόνο στην περίπτωση που η μεταβίβαση των απαιτήσεων (τιμολογιακών ή και αξιογραφικών ακόμη) γίνεται με απλή εκχώρηση. Αντίθετα, στη συνήθη περίπτωση, όπου η μεταβίβαση των αξιογραφικών μόνο απαιτήσεων γίνεται με οπισθογράφηση, αυτή ως τυπική δικαιοπραξία είναι ενεργός και χωρίς την οχληρή διατύπωση της αναγγελίας 28. Στην περίπτωση όμως που η μεταβίβαση απαιτήσεων στο Forfaiting γίνεται με απλή εκχώρηση, τότε απαιτείται αναγγελία, η οποία θα πρέπει να γίνεται κατ επιταγήν του άρθρου 2 του Ν. 1905/1990. Πρέπει, δηλαδή, να γίνει εγγράφως, να προσδιορίζεται με αυτήν επαρκώς η απαίτηση, στην οποία η πρακτορεία αφορά, καθώς και η ταυτότητα του πράκτορα, αφετέρου δε να αποδεικνύεται παραχρήμα και να γίνεται με τρόπο πρόσφορο όχι υποκειμενικά αλλά αντικειμενικά, σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις ή τις ειθισμένες στις συναλλακτικές πρακτικές 29. Οι λοιπές διατάξεις του ανωτέρω νόμου εφαρμόζονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, χωρίς πρόβλημα τόσο στη σύμβαση Factoring όσο και στη σύμβαση Forfaiting, χωρίς να λησμονείται η ιδιαιτερότητα της καθεμίας χωριστά. 28 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 13, Αλίκη Κιάντου- Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, 5η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1997, σελ 172. 29 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 195 17

ΣΤ. ΕΝΝΟΙΑ FORFAITING Το Forfaiting αποτελεί μία σύγχρονη μορφή συναλλαγής, με την οποία χρηματοδοτείται κατά κανόνα η εξαγωγική δραστηριότητα μιας επιχείρησης 30. Σε μία σύμβαση Forfaiting τα συμβαλλόμενα μέρη είναι αφενός μεν ο εξαγωγέας, ο λεγόμενος Forfaitist και αφετέρου μία τράπεζα ή μία εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, αποκαλούμενη συνήθως Forfaiter. Δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης ο εξαγωγέας πωλεί και εκχωρεί στον Forfaiter μία και μόνο απαίτησή του, η οποία είναι συνήθως μέσο- ή μακροπρόθεσμη, ήτοι από 6 μην έως και 5 χρόνια, προερχόμενη από εξαγωγική δραστηριότητα και ενσωματωμένη κατά κανόνα σε αξιόγραφα, ήτοι συναλλαγματική ή γραμμάτιο εις διαταγήν. Βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης Forfaiting είναι ότι ο Forfaiter δεν έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του εξαγωγέα στην περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης εισαγωγέας φανεί αφερέγγυος και δεν τον πληρώσει. Κατά συνέπεια, ο Forfaiter αναλαμβάνει όλους τους κινδύνους μη πληρωμής της απαίτησης που αγοράζει, ήτοι τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη, τους συναλλαγματικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, πολεμικούς κινδύνους, χωρίς να έχει δυνατότητα αναγωγής κατά του εξαγωγέα-πωλητή 31. Βέβαια, για την ανάληψη όλων των παραπάνω κινδύνων ο Forfaiter φροντίζει να μην μείνει ακάλυπτος, γι αυτό το λόγο πριν ακόμη προβεί στην αγορά των 30 Όσον αφορά το μέγεθος της επιχείρησης, άλλοι υποστηρίζουν ότι το Forfaiting αναφέρεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως το Factoring και άλλοι σε σημαντικού μεγέθους επιχειρήσεις. (Βλ. Χ. Παμπούκης, Τα διάφορα είδη διεθνούς Factoring και η ρύθμιση νομικών ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ΝοΒ 46, σελ 924) 31 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 159, Χ. Παμπούκης, Τα διάφορα είδη διεθνούς Factoring και η ρύθμιση νομικών ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ΝοΒ 46, σελ 924), Γιάννης Ε. Βελέντζας, Δίκαιο της Οικονομίας (Οικονομικό Δίκαιο) ΙΙ, Ειδικό Οικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Ius 2007, σελ 130, Ιωάννης Ρόκας, Εμπορικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), Εκδόσεις Κ και Π Σμπίλιας ΑΕΒΕ, 3 η έκδοση, Αθήνα 1999, σελ 139, Μ. Σταθόπουλος, η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997, σελ 14, Νικόλαος Κ. Ρόκας, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2002, σελ 113 18

αξιογράφων, βεβαιώνεται ότι η εκχωρημένη απαίτηση που ενσωματώνεται, συνοδεύεται από μία αμετάκλητη εγγύηση κάποιας φερέγγυας τράπεζας. Η εγγύηση αυτής της τράπεζας παρέχεται είτε με τη μορφή εγγυητικής επιστολής είτε per aval, δηλαδή με επισημείωση της εγγύησης στο αξιόγραφο 32. Έτσι, το Forfaiting θα μπορούσε να οριστεί και ως πώληση αξιογράφων, πλήρως διαπραγματεύσιμων και εγγυημένων από μία τράπεζα πρώτης τάξεως 33, που απορρέουν από διεθνή συναλλαγή προμήθειας κεφαλαιουχικών αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, χωρίς ο αγοραστής να έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πωλητή των τίτλων, σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί από τον πρωτοφειλέτηεισαγωγέα 34. 32 Schmitthoff s, Export Trade, Ninth edition, Steven and Sons, London 1990 σελ 460, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 159. 33 Με τον όρο «πρώτης τάξεως» τράπεζα νοείται στην τραπεζική πρακτική η οικονομική επιφάνεια και φερεγγυότητα μιας τράπεζας (βλ. Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 2, υποσ. 2) 34 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 2 19

Ζ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FORFAITING- ΤΕΧΝΙΚΗ 35. Προτού συναφθεί η σύμβαση Forfaiting, ή παράλληλα με αυτήν, ο ημεδαπός εξαγωγέας (προμηθευτής) καταρτίζει μία άλλη σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων ή μία σύμβαση έργου ως εργολάβος με έναν αλλοδαπό εισαγωγέα. Συνήθως δε, ο αλλοδαπός εισαγωγέας προέρχεται από χώρες υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου και ο εξαγωγέας του παρέχει πιστωτική διευκόλυνση διάρκειας από 6 μήνες έως 5 χρόνια. Την απαίτηση που έχει ο εξαγωγέας-προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών για το τίμημα ή την αμοιβή για το έργο, την ενσωματώνει σε συναλλαγματική ή γραμμάτιο εις διαταγή. Ειδικότερα, το γραμμάτιο εις διαταγή, εκδίδεται πάντα από τον αλλοδαπό εισαγωγέα σε διαταγή του εξαγωγέα-προμηθευτή. Ενώ η συναλλαγματική εκδίδεται είτε από τον αλλοδαπό εισαγωγέα είτε από τον εξαγωγέα προμηθευτή, είναι πάντα εις διαταγή του εξαγωγέα- προμηθευτή και αποδοχής του αλλοδαπού -εισαγωγέα. Τα αξιόγραφα αυτά συνοδεύονται πάντα από εγγύηση μιας τράπεζας της χώρας του αλλοδαπού, η οποία παρέχεται είτε με τη μορφή εγγυητικής επιστολής είτε «per aval» με επισημείωση της εγγύησης στο αξιόγραφο (π.χ. τριτεγγύηση). Στη συνέχεια ο προμηθευτής-εξαγωγέας οπισθογραφεί τους τίτλους αυτούς στον Forfaiter και ο τελευταίος του καταβάλλει την τρέχουσα, πραγματική αξία τους, αφαιρώντας πρώτα από την ονομαστική τους αξία τον προεξοφλητικό τόκο 36, την αμοιβή του για την επεξεργασία των στοιχείων, την ιδιαίτερη αμοιβή του για την περίπτωση της δεσμευτικής προσφοράς του προς τον προμηθευτή για κατάρτιση σύμβασης και αναμονής της αποδοχής του (αμοιβή για παραχώρηση δικαιώματος προαίρεσης) και την προμήθεια ετοιμότητας για το διάστημα αδράνειας μεταξύ 35 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 165, Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 262. 36 Ο προεξοφλητικός τόκος κυμαίνεται ανάλογα με το κόστος αναχρηματοδότησής του, καθώς επίσης και με το είδος και με την έκταση του επιρριπτόμενου στον Forfaiter κινδύνου. 20

του χρόνου κατάρτισης της σύμβασης και του χρόνου προσκόμισης των εγγράφων 37. Περαιτέρω, ο Forfaiter είτε εισπράττει τις απαιτήσεις στη λήξη τους είτε, ως είθισται, τις μεταβιβάζει περαιτέρω οπισθογραφώντας τα αξιόγραφα ή κάποια από αυτά. Έτσι δημιουργείται η λεγόμενη δευτερογενής συναλλαγή Forfaiting (Secondary Forfaiting Transactions 38 ). Έτσι, η ευθύνη του εξαγωγέα περιορίζεται αισθητά και υφίσταται μόνο ως προς την ύπαρξη της απαίτησης ή τη μεταγενέστερη αμφισβήτησή της, λόγω ελαττωμάτων των εμπορευμάτων ή του έργου και μόνο για τους λόγους αυτούς μπορεί ο Forfaiter να ασκήσει αναγωγή σε περίπτωση μη πληρωμής του από τον εισαγωγέα. Σπανιότερα, στα πλαίσια της σύμβασης Forfaiting, προεξοφλούνται λογιστικές απαιτήσεις χωρίς ενσωμάτωση σε αξιογραφικούς τίτλους, συνοδεύονται όμως, από εγγυητική επιστολή τράπεζας. Περαιτέρω, αντικείμενο του Forfaiting θα μπορούσαν να αποτελέσουν και απαιτήσεις από αμετάκλητες ενέγγυες πιστώσεις, όταν η ικανοποίησή τους έχει συμφωνηθεί σε έναν επακριβώς προσδιορισμένο xχρόνο, μετά την παράδοση των φορτωτικών εγγράφων στον Forfaiter 39. Συνηθέστερη όμως διαδικασία είναι η εξής: Εφόσον καταρτιστεί η σύμβαση πώλησης μεταξύ ημεδαπού-εξαγωγέα και αλλοδαπού εισαγωγέα, τα μέρη εκδίδουν αξιόγραφα, όπου ενσωματώνονται οι απαιτήσεις, καθ όλα έγκυρα, χωρίς όμως την αναγραφή χρονολογίας έκδοσης και λήξης. Στη συνέχεια, παραδίδονται από τον αλλοδαπό εισαγωγέα τα αξιόγραφα στην τράπεζα του, η οποία λειτουργεί κατ εντολή του ως θεματοφύλακας και θα τα παραδώσει στον εξαγωγέα μόλις ο τελευταίος προσκομίσει τα φορτωτικά έγγραφα, μέσω της ανταποκρίτριας στη χώρα του εξαγωγέα τράπεζας, συμπληρώνοντας προηγουμένως τις ελλειπούσες ημερομηνίες. Ο εξαγωγέας παραλαμβάνει τα 37 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 263. 38 Schmitthoff s, Export Trade, Ninth edition, Steven and Sons, London 1990, σελ 462, Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 264. 39 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 264. 21

αξιόγραφα και τα οπισθογραφεί και τα παραδίδει στη δική του τράπεζα, που λειτουργεί ως Forfaiter 40. 40 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 7 22

Η. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ- ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ FORFAITING Το Forfaiting αποτελεί ένα είδος έμμεσης χρηματοδότησης του εξαγωγικού εμπορίου και παρά το γεγονός ότι τα έξοδα που βαρύνουν συνήθως τον εξαγωγέα είναι μεγάλα, τα οφέλη όμως είναι περισσότερα, καθώς αποφεύγει την αναζήτηση άλλης συμπληρωματικής χρηματοδότησης, τα ήδη υφιστάμενα χρέη μειώνονται ή αποσβέννυνται και ο Forfaiter αναλαμβάνει κάθε κίνδυνο μη πληρωμής. Και ενώ τα μειονεκτήματα αυτού του είδους της χρηματοδότησης είναι περιορισμένα, όπως λ.χ. το ότι πρέπει ο εγγυητής που διαλέγει ο εξαγωγεάς πρωτίστως να εγκριθεί από τον forfaiter και ότι το κέρδος του forfaiter για τη χρηματοδότηση αναμένεται μεγαλύτερο, από αυτό του απλού εμπορικού δανειστή 41, το Forfaiting διακρίνεται και για τα ακόλουθα πλεονεκτήματά του: 1) Μικρές επιχειρήσεις, καθώς και επιχειρήσεις που δεν πληρούν τις απαιτούμενες προδιαγραφές για τραπεζικό δανεισμό καταφεύγουν στη χρηματοδότηση των εξαγωγικών τους δραστηριοτήτων, μέσω Forfaiting, με προεξόφληση του συνόλου της απαίτησης σε μετρητά, κερδίζοντας ταυτόχρονα πολύτιμο χρόνο και αποφεύγοντας τα εμπόδια και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του τραπεζικού δανεισμού. Μάλιστα, το επιτόκιο με το οποίο ο εξαγωγέας υπολογίζει το κόστος της χρηματοδότησης, το κόστος συμβολαίου και τη μετατροπή του ξένου νομίσματος στο δικό του, διατηρείται σταθερό σε αντίθεση με το τραπεζικό επιτόκιο 42. 2) Μέσω της χρηματοδότησης Forfaiting αυξάνεται η ρευστότητα της επιχείρησης του εξαγωγέα και απελευθερώνονται κάποιες χρηματοδοτικές πηγές για να μπορέσει να πραγματοποιήσει άλλες επενδύσεις ή δραστηριότητες. 41 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 125 42 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 124, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 3, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 162 23

3) Βασικό πλεονέκτημα της σύμβασης Forfaiting, που την καθιστά και εξαιρετικής σπουδαιότητας μέθοδο χρηματοδότησης του εξαγωγικού εμπορίου, είναι η παραίτηση του Forfaiter από το δικαίωμα αναγωγής. Συγκεκριμένα, ο Forfaiter μόλις παραλάβει τους αξιογραφικούς τίτλους από τον εξαγωγέα, προεξοφλεί τις ενσωματωμένες σε αυτούς απαιτήσεις, παραιτούμενος ταυτόχρονα από το δικαίωμα του να στραφεί με αναγωγή κατά του εξαγωγέα-εκχωρητή, στην περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης εισαγωγέας δεν τον πληρώσει. Η παραίτησή του αυτή πρακτικά εκφράζεται με την επισημείωση της ρήτρας «χωρίς δικαίωμα αναγωγής» πάνω στο σώμα του αξιογράφου, τη στιγμή της παραλαβής του από τον Forfaiter. Με αυτόν τον τρόπο ο εξαγωγέας απαλλάσσεται από την ευθύνη του, ως λήπτης του αξιογράφου, και στη θέση του υπεισέρχεται η ευθύνη του εγγυητή, ήτοι της αφερέγγυας τράπεζας στην οποία και μεταβίβασε τον αξιογραφικό τίτλο. Ο εξαγωγέας ευθύνεται τώρα πια μόνο για την ύπαρξη της απαίτησης. Βέβαια ο Forfaiter προκειμένου να προστατευθεί και ο ίδιος από την πιθανή αφερρεγυότητα του πρωτοφειλέτη-εισαγωγέα, θέτει ως προυπόθεση για διενέργεια χρηματοδότησης, μία επαρκή κάλυψη από τον εισαγωγέα. Ζητά, δηλαδή, από την τράπεζα του εισαγωγέα, εφόσον αυτή εκτιμηθεί ως επαρκώς φερέγγυα, την έκδοση εγγυητικής επιστολής ή την τριτεγγύηση του πιστωτικού τίτλου, συναλλαγματική ή γραμμάτιο εις διαταγή, με την προϋπόθεση βέβαια η εγγύηση να είναι αμετάκλητη 43. 43 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 124, Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 3 24

Θ. ΒΑΣΙΚΑ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FORFAITING Προτού προβεί κανείς σε μία σύντομη ανάλυση των εννοιολογικών στοιχείων, που χαρακτηρίζουν μία σύμβαση Forfaiting ως μορφή πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, σκόπιμο κρίνεται να γίνει μία αναφορά στον ορισμό του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1905/1990, από όπου και απορρέουν τα εν λόγω στοιχεία. Κατά το άρθρο αυτό, η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίζεται εγγράφως, μεταξύ ενός κατά κύριο επάγγελμα προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών και ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, ο οποίος αναλαμβάνει να παρέχει στον προμηθευτή, έναντι αμοιβής, διάφορες πράξεις πρακτορείας. Ειδικότερα, όσον αφορά στο Forfaiting περιεχόμενο της σύμβασης μπορεί να αποτελέσει μόνο η εκχώρηση απαιτήσεων χωρίς δικαίωμα αναγωγής και καμία άλλη από τις λοιπές αναφερόμενες υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, σε μία σύμβαση Forfaiting ο προμηθευτής εκχωρεί λόγω πώλησης, μία μεμονωμένη απαίτησή του, έναντι τρίτου οφειλέτη στον πράκτορα, χωρίς δικαίωμα αναγωγής του τελευταίου κατά του εκχωρητή, αν δεν ικανοποιηθεί αυτός (ο Forfaiter) από τον οφειλέτη. Κατά συνέπεια τα βασικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά της σύμβασης Forfaiting είναι τα ακόλουθα: 1.Τα συμβαλλόμενα μέρη και οι μεταξύ τους σχέσεις. 1.α Ο Προμηθευτής- Forfaitist Από το άρθρο 1 παρ. 1 προκύπτει ότι σε μία σύμβαση Forfaiting συμβάλλονται δύο πρόσωπα, κατά κανόνα. Από τη μία πλευρά, ένας κατά κύριο επάγγελμα προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών και από την άλλη ένας πράκτορας επιχειρηματικών απαιτήσεων, που στη συγκεκριμένη σύμβαση ονομάζεται Forfaiter. Ως προμηθευτής νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παρέχει αγαθά η υπηρεσίες ή αναλαμβάνει ιδίως την εκτέλεση έργων σε επιτηδευματίες και όχι σε τελικούς αγοραστές-καταναλωτές και ως τέτοιος προμηθευτής στη σύμβαση Forfaiting είναι κατά κανόνα ένας παραγωγός προϊόντων, συνήθως επιχείρηση, ελεύθερος επαγγελματίας ή και εργολάβος με εξαγωγική δραστηριότητα. Μία 25

επιχείρηση που απευθύνεται μόνο σε απλούς καταναλωτές δε θα μπορούσε να αποτελέσει προμηθευτή και κατ επέκταση συμβαλλόμενο σε μία σύμβαση Forfaiting, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ασυμβίβαστο με την πρακτική και οικονομική λογική του θεσμού και θα ενίσχυε την υπέρμετρη κατανάλωση αγαθών, την οποία και δεν ευνοεί η ελληνική νομοθεσία 44. Έπειτα, ο προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών πρέπει να είναι κατά κύριο επάγγελμα προμηθευτής, ήτοι να διενεργεί τις παραπάνω πράξεις (εκτέλεση έργων, παραγωγή αγαθών) δημοσίως και αυτοτελώς, με σύστημα και μονιμότητα για να του επιφέρει κάποιο εισόδημα. Περαιτέρω, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών θα πρέπει να αποτελεί την κύρια και πρωταρχική δραστηριότητα του, αλλά όχι απαραίτητα και τη μοναδική. Το επάγγελμα, λοιπόν, μπορεί να είναι ένα από τα πολλά, ίσης σημασίας που ασκεί ή ακόμη και πάρεργο και ασφαλώς πρέπει να είναι και «σύνηθες 45». Τέλος, δεν συνιστά απαραίτητο χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός προμηθευτή της σύμβασης Forfaiting η εμπορική του ιδιότητα. Θα μπορούσε να είναι ελεύθερος επαγγελματίας, μηχανικός, γιατρός, ή να ασκεί γεωργικές ή κτηνοτροφικές δραστηριότητες, που δεν τον καθιστούν έμπορο. Συνήθως, όμως, ο προμηθευτής είναι έμπορος και μάλιστα εξαγωγέας είτε με το τυπικό είτε με το ουσιαστικό κριτήριο 46. 1.β Πράκτορας- Forfaiter Σύμφωνα με τον ειδικό νόμο 1905/1990 των υπαγόμενων σ αυτόν επιχειρήσεων 47, σε μία σύμβαση Forfaiting, ως πράκτορας επιχειρηματικών απαιτήσεων ή αλλιώς Forfaiter συμβάλλεται μόνο μία τράπεζα ή μία ανώνυμη εταιρία αποκλειστικού σκοπού. Η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, όμως, δεν μπορεί να αποτελέσει αποκλειστική δραστηριότητα των ανωτέρω συγκεκριμένων φορέων. Μια τέτοιου είδους απαγόρευση θα καταστρατηγούσε την αρχή της οικονομικής ελευθερίας, που διέπει τις διεθνείς συναλλαγές. Έτσι, λοιπόν, το κύρος των μεμονωμένων συμβάσεων πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων που εκτελούνται από οποιονδήποτε άλλο 44 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 104-105. 45 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 106. 46 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 107. 47 Μ. Σταθόπουλος, η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997, σελ 3. 26

φορέα δεν πάσχει, αντιθέτως είναι καθ όλα έγκυρες, απλά δε θα υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 1905/1990, παρά στις διατάξεις του Αστικού κώδικα ή άλλων νόμων. Στην πράξη, ο Forfaiter, λειτουργώντας ως επενδυτής αγοράζει και προεξοφλεί προθεσμιακές απαιτήσεις με όσο το δυνατό υψηλότερο προεξοφλητικό επιτόκιο, αναλαμβάνοντας προς ίδιο επιχειρηματικό όφελος τον κίνδυνο μεταβολής είτε του επιτοκίου δανεισμού είτε των τιμών συναλλάγματος. Μάλιστα δε, το Forfaiting, όταν ιδιαίτερα ο Forfaiter είναι τράπεζα, αποτελεί τραπεζική εργασία και κατ επέκταση πρωτότυπα εμπορική πράξη, με την έννοια του άρθρου 2β.δ. 2/14 Μαΐου 1835 «περί αρμοδιότητας εμποροδικείων», όπως αυτή προσδιορίστηκε από τις διατάξεις του άρθρου 24 του Ν 2076/1992 περί «ανάληψης και άσκησης δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων 48». 2.Τυπική ή Άτυπη Σύμβαση Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1905/1990 μία σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων είτε με τη μορφή του Forfaiting είτε με τη μορφή του Factoring καταρτίζεται «εγγράφως» και μάλιστα με ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η μη τήρηση δε,του εγγράφου τύπου, καθιστά απολύτως άκυρη (158-159 ΑΚ) την σύμβαση, καθώς σύμφωνα με τον νόμο, αποτελεί συστατικό της στοιχείο. Ο λόγος που επιβλήθηκε ό έγγραφος τύπος ως συστατικό της στοιχείο, ήταν η ανάγκη προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των συμβαλλομένων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την καθαρότητα και πληρότητα έκφρασης στις δηλώσεις βούλησης των μερών 49, καθώς και η δυνατότητα ευχερούς απόδειξης των συμφωνηθέντων. Μάλιστα, εγγράφως πρέπει να διατυπώνονται όλα τα επιμέρους στοιχεία της σύμβασης, ακόμη και τα επουσιώδη, καθώς και οι παρεπόμενες ή πρόσθετες συμφωνίες, που θα μπορούσαν ενδεχόμενα να έχουν και αυτοτελή νομική ύπαρξη, όπως επίσης και οι τροποποιήσεις της. Με τον έγγραφο τύπο, εξυπηρετείται καλύτερα ο οικονομικός σκοπός του θεσμού και σε αυτό στόχευε εξαρχής η νομοθετική καθιέρωσή του, ως συστατικό στοιχείο της σύμβασης. 48 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ 181., Απ. Σ. Γεωργιάδης, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1998, σελ 170 49 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ174. 27

Βέβαια, δεν έλειψε και η υποστήριξη της αντίθετης άποψης, δυνάμει της οποίας μία σύμβαση Forfaiting θα μπορούσε έγκυρα να καταρτιστεί και ατύπως, ενώ η ρητή πρόβλεψη του νόμου για την τήρηση του εγγράφου τύπου, αφορά αποκλειστικά τη σύμβαση Factoring. Βασικό επιχείρημα τη ανωτέρω άποψης είναι ότι στη διεθνή εμπορική πρακτική, επικρατεί το άτυπο των συμβάσεων Forfaiting, συνεπώς η επιβολή του εγγράφου τύπου ως συστατικού από τον Έλληνα νομοθέτη, εμφανίζεται ως αδικαιολόγητη 50. 3.Παροδική Σύμβαση Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1905/1990 μία σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων θα έπρεπε να έχει κάποια διάρκεια συμφωνημένη από τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, μίας σύμβασης forfeiting επιβάλλουν τη συσταλτική ερμηνεία της διάταξης, έτσι ώστε η συμφωνία περί διάρκειας των συμβάσεων πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων να αφορά μονάχα στις συμβάσεις Factoring. Ειδικότερα, σε μία σύμβαση Forfaiting οι απαιτήσεις του προμηθευτή είναι πάντοτε μέσο- μακροπρόθεσμες, συνεπώς εξ αντικειμένου δε θα μπορούσαν ποτέ οι σχέσεις των συμβαλλομένων μερών να είναι διαρκείς. Ο κίνδυνος για το πράκτορα-forfaiter θα ήταν μεγάλος, καθώς θα αναλάμβανε την υποχρέωση να προσφέρει συνεχείς παροχές, για μεγάλο χρονικό διάστημα και μάλιστα χρηματοδοτήσεις και αναλήψεις κινδύνων, που θα αφορούσαν απαιτήσεις μεγάλου, συνήθως, ύψους και εκτεταμένης πιστωτικής εκκρεμότητας. Από την άλλη, ο ίδιος ο πράκτορας θα αδυνατούσε να εκτιμήσει με σχετική ακρίβεια τους κινδύνους σε ένα τόσο μακρινό χρονικό σημείο, ήτοι το χρόνο, όπου θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες οι απαιτήσεις στο Forfaiting. Δυνάμει όλων των παραπάνω, μία σύμβαση Forfaiting μόνο ως παροδική συμβατική σχέση θα μπορούσε να νοηθεί 51. 4.Η εκχωρούμενη απαίτηση στη σύμβαση forfaiting Ο εξαγωγέας-προμηθευτής προκειμένου να χρηματοδοτηθεί από τον Forfaiter πρέπει να του εκχωρήσει μία μέσο- μακροπρόθεσμη απαίτηση του, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο συναλλαγής στα ως άνω συμβαλλόμενα μέρη, ήτοι το λόγο ύπαρξης της 50 Απ. Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση Forfaiting, ΕΕμπΔ 1995, σελ 12 51 Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, Το Factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1996, σελ176. 28

ομώνυμης σύμβασης. Γι αυτό το λόγο κρίνεται σκόπιμη και η εξέταση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της απαίτησης στο forfeiting. 4.1 Αξιογραφική απαίτηση Ουσιώδες χαρακτηριστικό στοιχείο μιας σύμβασης Forfaiting συνιστά η αξιογραφική ενσωμάτωση της εκχωρούμενης απαίτησης, που έχει ο εξαγωγέας-προμηθευτής έναντι του εισαγωγέα-οφειλέτη, με τον οποίο και συνδέεται συμβατικά είτε με μία σύμβαση πώλησης ή παροχής υπηρεσιών κ.α. Μάλιστα, η απαίτηση αυτή μεταβιβάζεται από τον εξαγωγέα στον Forfaiter λόγω πώλησης και ενσωματώνεται κατά κανόνα σε συναλλαγματική ή γραμμάτιο εις διαταγή. Η συναλλαγματική συνήθως εκδίδεται από τον εξαγωγέα εις διαταγήν του και γίνεται αποδεκτή, σαν υποχρέωση προς εκπλήρωση, από τον αγοραστή εισαγωγέα. Το δε γραμμάτιο εις διαταγή εκδίδεται πάντα από τον εισαγωγέα, εκφράζοντας έτσι τη ρητή υπόσχεσή του να πληρώσει τον υπερ ου η διαταγή, ήτοι τον εξαγωγέα. Οι ανωτέρω τίτλοι μεταβιβάζονται με οπισθογράφηση από τον εξαγωγέα στον Forfaiter, προκειμένου να λάβει χώρα η χρηματοδότηση με την καταβολή ολόκληρης της αξίας της απαίτησης, αφαιρώντας τον προεξοφλητικό τόκο. Τα αξιόγραφα αυτά είναι αναιτιώδη και θα πρέπει να καλύπτουν υποχρεώσεις που δεν αμφισβητούνται. Επί του σώματος, δηλαδή, του αξιογράφου δεν θα πρέπει να αναφέρεται ότι αυτό αποτελεί υποκείμενο μιας εμπορικής σύμβασης, όπου η μη τήρηση ορισμένων όρων της θα καθίστατο λόγος μη εξόφλησης της απαίτησης 52. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω αξιόγραφα δεν πρέπει να αναφέρουν την αιτία (βασική σχέση), που έδωσε αφορμή στην έκδοσή τους, κυρίως όμως ενσωματώνουν απαίτηση αυτοτελή, η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα από την αιτία της 53. Σπάνια, τέλος, απλές λογιστικές (μη αξιογραφικές) απαιτήσεις συνιστούν αντικείμενο του Forfaiting 4.2Επιχειρηματική απαίτηση 52 Βασίλειος Π. Γαλάνης, Η λειτουργία των σύγχρονων χρηματοοικονομικών θεσμών στη χώρα μας (Leasing, Factoring, Forfaiting, Franchising, Venture, Capital) Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2000, σελ 120 53 Αλίκη Κιάντου- Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, 5η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νικη 1997 σελ. 21. 29