ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Διπλωματική Εργασία «Στρωματογραφική μελέτη Πλειστοκαινικών ιζημάτων από την περιοχή Ξυλοφάγου (Κύπρου) και μελέτη οστεολογικού υλικού νάνων ελεφάντων που εντοπίστηκε εκεί» ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Α.Μ: 09155 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ :ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΤΡΑ 2014
Περιεχόμενα Πρόλογος... σελ. 1 1.Εισαγωγή...σελ.1 1.1 Σκοπός μελέτης.........σελ. 1 1.2 Γεωλογία της Κύπρου.....σελ.2 1.2.1 Γεωγραφική θέση της Κύπρου.......σελ. 2 1.2.2 Παλαιογεωγραφία......... σελ. 3 1.2.3 Μορφολογικά χαρακτηριστικά........σελ. 5 1.2.4 Γεωλογικό πλαίσιο..........σελ. 5 1.3 Τεκτονοστρωματογραφικές ενότητες της Κύπρο...σελ.7 1.4 Εξέλιξη της Κύπρου κατά την Πλειστοκαινική περίοδο...σελ.7 1.5 Πλειστοκαινική πανίδα της Κύπρου.....σελ.8 2. Η Γη που αλλάζει...σελ.9 2.1 Θεωρία της κίνησης των ηπείρων...σελ. 9 2.2 Κλιματολογικές αλλαγές κατά το Πλειστόκαιν....σελ. 10 3. Εξέλιξη νησιώτικων ενδημικών...σελ.10 3.1 Γενική εξέλιξη νησιώτικων ενδημικών...σελ.10 3.1.1 Αλλαγές στο σωματικό μέγεθος......σελ. 11 3.2 Νησιώτικα θηλαστικά της Μεσογείου...σελ.11 3.2.1 Σχηματισμός της Μεσογείου... σελ.11 3.2.2 Εξέλιξη θηλαστικών της Μεσογείου... σελ.12 3.3 Η εξέλιξη των προβοσκιδωτών...σελ.13 3.3.1 Η εξέλιξη των γομφίων... σελ.14 3.3.2 Προβοσκιδωτά στα νησιά της Μεσογείου.......σελ.15 3.3.3 Προβοσκιδωτά στην Κύπρο......σελ.15 4. Μεθοδολογία...σελ.16 4.1 Μεθόδοι συλλογής και έρευνας μικροαπολιθωμάτων...σελ.16 4.1.1 Ανάλυση δειγμάτων...σελ. 16 4.2 Μεθόδοι συλλογής και έρευνας μάκροαπολιθωμάτων...σελ.17 5.Μικροπαλαιοντολογία...... σελ.18
5.1 Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων.........σελ.18 5.2 Οστρακώδη......σελ.23 5.2.1 Συστηματική ταξινόμηση οστρακωδών......σελ.24 5.3 Τρηματοφόρα.... σελ.25 5.3.1 Συστηματική ταξινόμηση τρηματοφόρων......σελ.27 5.4 Βιοστρωματογραφία.........σελ.30 5.5 Συζήτηση...σελ.33 5.6 Συμπεράσματα.........σελ.35 6.Μάκροπαλαιοντολογία...σελ.35 6.1 Γενική περιγραφή...σελ.35 6.2 Παρουσίαση οστών... 6.2.1 Οδοντολογία...σελ.36 6.2.2 Οστεολογία...σελ.37 6.3 Ταφονομικές παρατηρήσεις...σελ.49 6.4 Συζήτηση...σελ.50 6.5 Συμπεράσματα....σελ.50 Βιβλιογραφία.......σελ.52 Παράρτημα......... σελ.54
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα πτυχιακή εργασία πραγματοποιήθηκε στο τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, στον τομέα Γενικής Θαλάσσιας Γεωλογίας και Γεωδυναμικής, στα πλάισια του προπτυχιακού κύκλου σπουδών. Οδεύοντας προς την ολοκλήρωση της συγγραφή της πτυχιακής εργασίας, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα της πτυχιακής μου, Καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας, Γεώργιο Ηλιόπουλο, για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε αναθέτοντας μου τη συγκεκριμένη εργασία, την επιστημονική του καθοδήγηση, τις πολύτιμες συμβουλές του, αλλά και τη γενικότερη συμβολή του στη διεξαγωγή της. Επίσης θα ήθελα να τον ευχαριστήσω γιατί αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα της εξέλιξης μου στον τομέα της Γεωλογία και πιο συγκεκριμένα της Παλαιοντολογίας, μιας και με την εμπιστοσύνη που μου έδειξε μου δημιούργησε ζήλο και όρεξη για να προσπαθήσω. Αποτέλεσε τον παράγοντα στο να δεθώ και να αγαπήσω την Γεωλογία ως επιστήμη και ως τρόπο ζωής. Τον ευχαριστώ θερμά που ήταν δίπλα μου από τα πρώτα μέχρι τα τελευταία μου βήματα στν εκπόνηση της εργασίας μου ως καθηγητής και πάνω από όλα ως άνθρωπος.. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω την υποψήφια διδάκτορα του τμήματος Γεωλογίας, κ. Πηνελόπη Παπαδοπούλου, για την πολύτιμη βοήθεια της όσο αφορά τον προσδιορισμό των οστρακωδών και για τις γενικότερες συμβουλές της στην ολοκλήρωση της εργασίας. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου για την υποστήριξη και σημαντική προσφορά τους στην συλλογή των απολιθωμάτων που πραγματοποιήθηκαν στο χωριό μου. Καθώς επίσης και για την υλική και ηθική στήριξη του σε όλη την διάρκεια τον σπουδών μου. 1.Εισαγωγή 1.1. Σκοπός μελέτης Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε στρωματογραφική μελέτη Τεταρτογενών αποθέσεων στην περιοχή Ξυλοφάγου(Λάρνακα-Κύπρος) Πιο συγκεκριμένα έγινε μελέτη σε νάνο-ελεφαντοειδή απολιθωμάτα τα οποία εντοπίστηκαν στην αναφερθήσα περιοχή. Βασικός σκοπός η συλλογή παλαιοντολογικού υλικού και μελέτη αυτού, συγκρίνοντας το με τις άλλες γνωστές εμφανίσης νανο-ελεφάντων στο Μεσογειακό χώρο. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε και συλλογή μικροαπολιθωμάτων από τον ακριβη χώρο συλλογής του οστεολογικού υλικού για τον προσδιορισμό του παλαιοπεριβάλλοντος της περιοχής. Όλο το υλικό μεταφέρθηκε στο Γεωλογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου έτυχε επεξεργασίας και μελέτης.
1.2 Γεωλογία της Κύπρου 1.2.1 Γεωγραφική θέση Η Κύπρος είναι ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της Μεσογείου με συνολική έκταση 9250 Km 2. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Μεσόγειου θάλασσας, με γεωγραφικό πλάτος από 34 ο, 34 έως 35 ο, 42 βόρεια του ισημερινού και γεωγραφικό μήκος από 32 ο, 16 μέχρι 34 ο, 36, ανατολικά του μεσημβρινού του Γκρήνουιτς. Απέχει 75km νότια των ακτών της Τουρκίας προς βορρά, 105km από τις δυτικές ακτές της Συρίας προς ανατολή, 380km βόρεια της Αιγύπτου καθώς και 380km ανατολικά της Ρόδου. Η απόσταση του ανατολικοτερου άκρου (Ακρωτήριο Απόστολου Αντρέα) και του δυτικότερου άκρου (Ακρωτήριο Αρναούτη- Ακάμας) είναι περίπου 221km ενώ η κάθετη απόσταση στην διεύθυνση αυτή είναι 95km μεταξύ των ακρωτηρίων Κορμακίτη και Γάτας. Εικόνα 1:Η θέση της Κύπρου στον Ευρωπαϊκό και Μεσογειακό χώρο (από Google earth)
1.2.2.Παλαιογεωγραφία Η γένεση και γεωλογική εξέλιξη της Κύπρου διαμορφώθηκα από μια σειρά τεκτονικών επεισοδίων. Ο σχηματισμός της Κύπρου οφείλεται στη μετακίνηση της αφρικανικής προς την ευρασιατική λιθοσφαιρική πλάκα. Η καταβύθιση της αφρικανικής πλάκας κάτω από την ευρασιατική πλάκα είχε ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των θαλάσσιων ιζημάτων, τη συμπίεσή τους και τελικά την αναγκαστική ανύψωσή τους επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (Hübscher et al., 2009). Με την ανύψωση αυτή σχηματίστηκε η «σπονδυλική στήλη» της Κύπρου, δηλαδή η οροσειρά του Τροόδους. Πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια (Πρώιμο Μειόκαινο) εμφανίστηκε η πρώτη ξηρά στην περιοχή του Τροόδους ως ένα μικρό νησί που αναδύθηκε από τη θάλασσα, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Όλυμπος (Robertson,1998). Η πιο ευρέως αποδεκτή θεωρία για την τεκτονική εξέλιξη της Κύπρου αναφέρει ότι η συγκλίνουσα κίνηση της αφρικανικής και της ευρασιατικής πλάκας, διατάραξε τη διάταξη μικροπλακών που κινήθηκαν βορειότερα. Οι μικροπλάκες αυτές είχαν δημιουργηθεί από τον κατατεμαχισμό του βόρειου περιθωρίου της Αφρικής. Μία σύγκρουση μιας μικροπλάκας με τον σχηματισθέντα ωκεάνιο φλοιό του Τροόδους και ταυτόχρονα η συνεχιζόμενη πίεση της αφρικανικής πλάκας, ανάγκασαν το Τρόοδος σε μία σταδιακή αριστερόστροφη περιστροφή 90 ο (Robertson & Woodcock,1979). Η περιστροφή αυτή, σε συνδυασμό με την πίεση της αφρικανικής πλάκας, επηρέασε μια μικροπλάκα και δημιούργησε έντονες τεκτονικές διαταραχές βόρεια έως βορειοανατολικά του Τροόδους. Επακόλουθο ήταν η μεταμόρφωση, η πτύχωση και ο θρυμματισμός των εναποτιθέμενων ασβεστολιθικών ιζημάτων και άλλων πετρωμάτων που αναδύθηκαν από τη θάλασσα, σχηματίζοντας έτσι την οροσειρά του Πενταδακτύλου κατά το Ύστερο Μειόκαινο. Έτσι πριν από 15 εκατομμύρια χρόνια περίπου, έχουμε το σχηματισμό δύο νησιών, το Τρόοδος και τον Πενταδάκτυλο. Η προσκόλληση της οροσειράς του Πενταδακτύλου στη βόρεια πλευρά της Ζώνης του Τροόδους και η ανύψωση της Κύπρου στη σημερινή ενιαία μορφή ξεκίνησε το Μειόκαινο (10-15 εκ. χρόνια) και αποτέλεσε το προτελευταίο τεκτονικό επεισόδιο. Ο θαλάσσιος χώρος μεταξύ των δύο νησιών, δηλαδή η σημερινή κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, η Μεσαορία, καθώς και οι υπόλοιπες περιοχές γύρω από τα δύο νησιά, καλύπτονταν από αβαθή μέχρι και βαθιά νερά. Ο βυθός της θάλασσας στις περιοχές αυτές δεχόταν υλικά προερχόμενα από τη διάβρωση τόσο των πετρωμάτων του Τροόδους όσο και του Πενταδακτύλου. Ανατολικά της Κύπρου η Τηθύς Θάλασσα έκλεισε και το δυτικότερο τμήμα της, η Μεσόγειος, απέκτησε σχεδόν το σημερινό της σχήμα. Η απότομη ανύψωση του χώρου της Κύπρου έγινε κατά το τέλος του Πλειοκαίνου, πριν από 2 περίπου εκατομμύρια χρόνια (τελευταίο τεκτονικό επεισόδιο), οπότε το σημερινό Τρόοδος και ο Πενταδάκτυλος ανυψώθηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι σήμερα. Σιγά σιγά
δημιουργήθηκαν λιμνοθάλασσες που αποκόπηκαν από την υπόλοιπη θάλασσα, ενώ συνεχιζόταν και η ανυψωτική κίνηση μέχρι και το Πλειστόκαινο. Η ανύψωση αυτή, συνδυασμένη με έντονες βροχοπτώσεις, είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη διάβρωση των οροσειρών, κυρίως εκείνης του Τροόδους (Poole & Robertson, 1998), και τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων προϊόντων διάβρωσης (κλαστικά ιζήματα) που αποτέθηκαν στις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών και στο χώρο της Μεσαορίας, σχηματίζοντας τις κλαστικές πλειστοκαινικές αποθέσεις. Η τελική διαμόρφωση της Κύπρου ήταν αποτέλεσμα αφενός της διακύμανσης της στάθμης της θάλασσας κατά τις περιόδους των παγετώνων του Πλειστοκαίνου και αφετέρου της διαφορικής ανύψωσης του νησιού. Εικόνα 2:Σχηματική απεικόνιση (Α) της δημιουργίας του οφιολιθικού συμπλέγματος του Τροόδους και (Β-Δ) των φάσεων της γεωλογικής εξέλιξης της Κύπρου (Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης Κύπρου)
1.2.3. Μορφολογικά χαρακτηριστηκά Καθορίζονται από τις δύο μεγάλες οροσειρές, του Τροόδους και του Πενταδακτύλου. Η οροσειρά του Τροόδους κατέχει την κυρίαρχη θέση στο κέντρο του νησιού, με την υψηλότερη βουνοκορφή του, τον Όλυμπο με 1,951m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Πενταδάκτυλος τοποθετείται στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Ανάμεσα στις δύο οροσειρές προβάλλεται η πεδιάδα της Μεσαορίας. 1.2.4. Γεωλογικό πλαίσιο Η Κύπρος διαιρείται σε τέσσερις γεωλογικές ζώνες: (α) Ζώνη Πενταδακτύλου ή Κερύνειας, (β) Ζώνη ή Οφιόλιθος Τροόδους, (γ) Ζώνη ή Σύμπλεγμα Μαμωνιών, και (δ) Ζώνη των Αυτοχθόνων Ιζηματογενών Πετρωμάτων. Η ζώνη του Πενταδακτύλου είναι ένα τεκτονικό πολύπλοκο σύνολο από ιζηματογενή και σε περιορισμένο βαθμό μεταμορφωσιγενή και πυριγενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από μια ακολουθία αλλόχθονων συμπαγών και ανακρυσταλλωμένων ασβεστόλιθων, δολομίτων και μαρμάρων ηλικίας Περμο- Λιθανθρακοφόρου μέχρι Κατώτερου Κρητιδικού (μεταξύ 350 και 135 Ma). Στρωματογραφικά οι πιο πάνω σχηματισμοί ακολουθούνται από νεότερα αυτόχθονα ιζηματογενή πετρώματα ηλικίας από Ανώτερο Κρητιδικό μέχρι Μέσο Μειόκαινο (67-15 Ma), στα οποία οι παλαιότεροι αλλόχθονοι σχηματισμοί έχουν επωθηθεί νότια. Ο Οφιόλιθος Τροόδους, δεσπόζει του κεντρικού τμήματος του νησιού και αποτελεί το γεωλογικό πυρήνα της Κύπρου. Εμφανίζεται σε δύο περιοχές, στην κύρια μάζα της οροσειράς Τροόδους και στην περιοχή του Δάσους Λεμεσού και Ακαπνούς στα νότια της οροσειράς με χαρακτηριστικό επίμηκες και θολωτό σχήμα. Μικρότερες εμφανίσεις του υπάρχουν επίσης στην χερσόνησο του Ακάμα και στην περιοχή του χωριού Τρούλλοι. Σχηματίστηκε κατά το Ανώτερο Κρητιδικό στον πυθμένα της Τηθύος Θάλασσας. Θεωρείται ως ο πιο πλήρης και μελετημένος οφιόλιθος στον κόσμο. Αποτελεί κομμάτι ενός πλήρως αναπτυγμένου ωκεάνιου φλοιού, αποτελούμενο από πλουτώνια,φλεβικά, ηφαιστειακά πετρώματα και χημικά ιζήματα. Η στρωματογραφική του πληρότητα το κάνει μοναδικό. Αναδύθηκε και τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση μέσα από πολυσύνθετες τεκτονικές διεργασίες, που καθορίζονταν από τις δύο συγκλίνουσες λιθοσφαιρικές πλάκες: της Ευρασιατικής στο βορρά και της Αφρικανικής νότια. Παρουσιάζει τοπογραφική αναστροφή όπου τα στρωματογραφικά κατώτερα πετρώματα εμφανίζονται στην κορυφή του, ενώ τα στρωματογραφικά ανώτερα στις παρυφές του. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στον τρόπο ανύψωσης του και στη διαφορική του διάβρωση. Η ανοδική διαπειρική πορεία του πυρήνα του Τροόδους έγινε διαχρονικά κυρίως όμως με επεισόδια απότομης ανύψωσης κατά το Πλειστόκαινο.
Η Ζώνη των Μαμωνιών εμφανίζεται μόνο στην περιοχή της Πάφου, στα νοτιοδυτικά του νησιού. Αποτελεί μια ξεχωριστή και τεκτονικά πολύπλοκη συγκέντρωση εκρηξιγενών, ιζηματογενών και μεταμορφωμένων πετρωμάτων, των οποίων η ηλικία κυμαίνεται από το Μέσο Τριαδικό μέχρι το Ανώτερο Κρητιδικό (230-75 εκ. χρόνια). Τα πετρώματα αυτά, που θεωρούνται αλλόχθονα σε σχέση με τα υπερκείμενα αυτόχθονα ανθρακικά πετρώματα και τα οφιολιθικά πετρώματα του Τροόδους, τοποθετήθηκαν κατά το Μαιστρίχτιο (πριν 75 εκ. χρόνια) πάνω και δίπλα στον Οφιόλιθο Τροόδους. Η Ζώνη των αυτόχθονων ιζηματογενών πετρωμάτων, ηλικίας Ανώτερου Κρητιδικού - Πλειστόκαινου (70 εκ. χρόνια μέχρι πρόσφατα), καλύπτει κυρίως την περιοχή της Μεσαορίας καθώς και το νότιο τμήμα του νησιού. Αποτελείται από μπεντονίτες, ηφαιστειοκλαστικά, συνονθύλευμα πετρωμάτων, μάργες, κρητίδες, κερατόλιθους, ασβεστόλιθους, ασβεστιτικούς ψαμμίτες, εβαπορίτες και κλαστικά ιζήματα. Εικόνα 3: Γεωλογικός χάρτης της Κύπρου (Τμήμα Γεωλογικής επισκόπησης Κύπρου) Μεταφράζεται το υπόμνημα με την εξής σειρά. Μπεζ:Αλουβιακές αποθέσεις, αναβαθμίδων Μαργών και Μαργαικών ασβεστόλιθων. Πορτοκαλί: Υφαλογενείς ασβεστόλιθοι,γύψος και μάργες. Καφέ: Φλύσχης. Ανοιχτό πράσινο: Κρητίδα, Άργιλοι και Ούμβρες. Σκούρο πράσινο:ασβεσόλιθοι, Ψαμμίτες, Σχιστόλιθοι και εκρηξιγενή πετρώματα. Μπλε: μικροκρυσταλλικοί ασβαστόλιθοι. Μωβ:Υπερβασίτες, Βασάλτες, Σπιλίτες και Διαβάσεις. Ροζ: Βασάλτες, Ανδεσίτες και Διαβάσεις. Σκούρο πράσινο: Περιδοτίτες, Σερπεντινίτες, Γάββροι και Γρανοφύρες.
1.3.Τεκτονοστρωματογραφικές ενότητες της Κύπρου Σύμψωνα με τους Robertson, A. et. al. 1993, το νησί υποδιαιρείται σε τρεις τεκτονικές ενότητες. Οι ενότητες αυτές αποδίδονται στον οφιόλιθο του Τροοδους, στο σύμπλεγμα των Μαμωνίων και στην περιοχή Κερύνειας. Οι στρωματογραφικές ενότητες της Κύπρου επηρεάστηκα σημαντικά από την τεκτονική της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου. Εικόνα 4:Σημερινό τεκτονικό πλαίσιο της περιοχής της Κύπρου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στην εικόνα φαίνονται τα ενεργά τεκτονικά γεγονότα της Μεσογείου (Robertson et. al)
1.4.Εξέλιξη της Κύπρου κάτα το Πλειστόκαινο ή Τεταρτογενές Η Πλειστοκαινική περίοδος συνοδεύεται απο την απότομη ανύψωση του χώρου της Κύπρου, τα τελευταία 2,5 περίπου εκατομμύρια χρόνια, κατά την οποία αναδύθηκαν το σημερινό Τρόοδος και ο Πενταδάκτυλος σε υψόμετρα πολύ πιο ψηλά από τα σημερινά. Έντονες κλιματικές αλλαγές κατά την διάρκεια της ανύψωσης του Πλειστοκαίνου, είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη διάβρωση των οροσειρών, κυρίως εκείνης του Τροόδους, και τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων προϊόντων διάβρωσης (κροκάλες, άμμο και ιλύς) που αποτέθηκαν στις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών και στο χώρο της Μεσαορίας, σχηματίζοντας τα κλαστικά Πλειστοκαινικά ιζήματα (Σύναγμα). 1.5.Πλειστοκαινική πανίδα της Κύπρου Η Κύπρος από την αρχή της δημιουργείας της αποτελούσε πάντα ένα νησί της Μεσογείου. Κατά την περίοδο του Πλειστοκαίνου, πριν 1,5 εκατ. χρόνια, μετανάστευσα στην Κύπρο τα πρώτα ζώα της ξηράς. Από τα οποία σημαντικά ήταν ελέφαντες και ιπποπόταμοι, είδη τα οποία θεωρούνταν άριστοι καλυμβητές της τότε εποχής. Στην Κύπρο έφτασαν από γειτονικές περιοχές. Με το πέρασμα του χρόνου προσαρμόστηκαν τόσο στην μορφολογία της περιοχής όσο και σε διατροφικές συνηθειες που τους επέτρεπε η περιοζή. Έτσι λόγω της απομόνωσης και της περιορισμένης τροφής εξελίχθηκαν σε πυγμαία είδη.έτσι και η πανίδα του Πλειστοκαίνου της Κύπρου χαρακτηρίζεται από υψηλό ενδημισμό και χαμηλή βιοποικιλότητα. Η πλειστοκαινική ενδηµική πανίδα της Κύπρου περιλαµβάνει κυρίως νάνους ιπποποτάµους και ελέφαντες, προσαρµοσµένους στο νησιωτικό περιβάλλον, τα οποία αναφέρεται ότι εντοπίστηκαν σε πάνω από 40 θέσεις. Ένα από τα σπανιότερα ενδηµικά θηλαστικά της Κύπρου είναι η µοσχογαλή Genetta plesictoides,το μοναδικό σαρκοφάγο στην περιοχή και η οποία είναι γνωστή από πολύ λίγα δείγµατα, που προέρχονται από δύο απολιθωµατοφόρες θέσεις.αξιοσημείωτο είναι και η εύρεση ελαφιών και τρωκτικών.
2.Η Γη που αλλάζει Η επιφάνεια της Γης αλλάζει με συνεχή τρόπο κατά τη διάρκεια της ιστορίας των γεωλογικών χρόνων.έρευνες δείχνουν ότι οι ήπειροι έχουν μετακινηθεί, οι θάλασσες έχουν διευρυνθεί και μικρύνει, οροσειρές έχουν ανυψωθεί και διαβρωθεί, νησιά έχουν εμφανιστεί και εξαφανιστεί, και οι παγετώνες έχουν επεκταθεί και υποχωρήσει. Όλες αυτές οι μεταβολές έχουν συντελέσει στην δημιουργεία της γης. Σε όλα αυτά όμως υπάρχει το αρχείο των απολιθωμάτων, το οποίο προδίδει το κλίμα της Γης. Το εύρος των μεταβολών έχει επηρεάζοντας τα παγκόσμια πρότυπα της βλάστησης και της ζωικής ζωής. Οι θέσεις του ισημερινού και των πόλων δεν έχουν αλλάξει, αλλά επειδή οι ήπειροι έχουν μετακινηθεί, περιοχές που σήμερα είναι τροπικές ή πολικές δεν ήταν έτσι στο παρελθόν.μέσα στην αλλαγές αυτές η ζωική ζωή παίρνει διαστάσεις και μορφή ανάλογα με το είδος και τις συνθήκες που καλείται ένα να επιβειώσει. 2.1.Θεωρία της κίνησεις των ηπείρων Η θεωρία της κίνησεις των ηπείρων καθορίζει τις μεγάλης κλίμακας οριζόντιες κινήσεις των ηπείρων μέσα στο γεωλογικό χρόνο. Κατά το ανώτερο Πλαιοζωικό όλες οι ήπειροι ήταν ενωμένες σε μία που την ονόμασε Πανγαία. Γύρω από την Πανγαία υπήρχε η Πανθάλασσα.Η ύπαρξει 2 «υπερ-ήπειρων»,τοποθετούνται η μία στο βορρά που λέγονταν Λαυρασία και η άλλη στον νότο που λέγονταν Γκοντβάνα. Η Γκοντβάνα άρχισε στη να διαλύεται σε επιµέρους τεµάχητα οποία κινήθηκαν µε το δικό τους τρόπο. Έτσι από το ανατολικό τµήµα της Γκοντβάνα αποκόπηκαν τρία κοµµάτια: η Ινδία, η Αυστραλία και η Ανταρκτική. Κατά το Κρητιδικό δηµιουργήθηκε µια τεράστια σχισµή που εξελίχθηκε αργότερα στον Ατλαντικό Ωκεανό, διασπώντας συγχρόνως τη Λαυρασία σε δύο τµήµατα, τη Βόρεια Αµερική και την Ευρασία. Ταυτόχρονα απέκοψε τη Νότια Αµερική από τη Γκοντβάνα. Η Ινδία στη συνέχεια κινήθηκε προς Βορρά και συγκρούστηκε µε την Ευρασία δηµιουργώντας τα Ιµαλάια, ενώ ταυτόχρονα η Αφρική κινήθηκε και αυτή προς Βορρά συγκρούστηκε µε τη Ευρασία και δηµιούργησε το υπόλοιπο αλπικό σύστηµα στη Μεσόγειο. Πριν από περίπου 15-20 εκ. χρόνια άρχισε να αποµακρύνεται η Αραβία από την Αφρική και στη συνέχεια συγκρούστηκε µε την Ευρασία δίνοντας τα βουνά στο Ιράν και την ανατολική Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε η Ερυθρά θάλασσα. Στις µέρες µας βρίσκεται σε εξέλιξη η
διαδικασία απόσπασης ενός ακόµη κοµµατιού της Αφρικής, που περιλαµβάνει τη χερσόνησο του Αφάρ στην Αιθιοπία, τη Σοµαλία, τη Μοζαµβίκη µαζί µε τη Μαδαγασκάρη. 2.2.Κλιματικές αλλαγές του Πλειστοκαίνου Κατά το Πλειστόκαινο συνέβησαν αρκετοί παγετώδεις - μεσοπαγετώδεις κύκλοι. Οι παγετώνες ήταν τεράστιοι όγκοι πάγους που μετασχημάτισαν. Κατά τη μεγαλύτερή τους έκταση καταλάμβαναν το 1/3 της ξηράς στη Γη. Το 80% των παγετώνων υπήρξε στο βόρειο ημισφαίριο. Στο νότιο ημισφαίριο οι παγετώνες περιορίστηκαν στα ψηλά υψόμετρα σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη. Παράγοντες που συνέβαλα στις ακραίες κλιματικές αλλαγές κατά την Πλειστοκαινική περίοδο αποδίδονται στον τεκτονισμο της εποχής, εξαιτίας του σπάσιμου της Πανγαίας που συνοδεύεται από αλλαγές τόσο σε ξηρά όσο και σε θάλασσα. Καθώς και από αστρονομικές κινήσεις της γης, ή αλλιώς οι κύκλοι Milankovitch. 3.Εξέλιξη νησιώτικων ενδημικών 3.1.Γενική εξέλιξη νησιώτικων ενδημικών Οι οργανισμοί μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενδημικοί σε μία τοποθεσία γιατί πρωτοεμφανίστηκαν σε αυτή και δεν διασπάρθηκαν ποτέ, ή γιατί τώρα επιβιώνουν μόνο σε ένα μικρό τμήμα της προηγούμενής τους εξάπλωσης. Στα νησιά οι οργανισμοί έχουν μεταναστεύει από γειτονικές περιοχές και διαφοροποιήθηκαν ανάλογα με τις νέες συνθήκες. Κάποιοι οργανισμοί προσαρμόστικα και κάποιοι άλλοι εξαφανήστικα.τα νησιά έχουν πάντοτε λιγότερα είδη από αυτά που βρίσκονται σε αντίστοιχα στις γειτονικές ηπειρωτικές περιοχές. Μπορούν να διακριθούν δύο κύριοι τύποι νησιών: ταηπειρωτικά νησιά και τα ωκεάνια νησιά. Τα ηπειρωτικά νησιά ήταν τμήματα ευρύτερων ηπειρωτικών περιοχών ή υπολείμματα μετακίνησης των ηπείρων. Όλα τα μεγάλα νησιά ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Βρίσκονται πολύ κοντά στην χέρσο.έχουν την ίδια γεωλογική σύσταση με τις γειτονικές ηπειρωτικές περιοχές.η πανίδα και η χλωρίδα των ηπειρωτικών νησιών είναι παρόμοια με αυτή των γειτονικών τους ηπειρωτικών περιοχών.
Τα ωκεάνια νησιά έχουν ηφαιστειακή προέλευση, βρίσκονται στο ωκεάνιο τμήμα των τεκτονικών πλακών και δεν υπήρξαν τμήματα άλλων ηπειρωτικών περιοχών. Τα ωκεάνια νησιά έχουν φτωχές ταξινομικά, χλωρίδες και πανίδες. Εμφανίζουν μεγάλο ενδημισμό, που υποδεικνύει εξελικτική διαφοροποίηση και ειδογένεση. Η ζωή των οργανισμών στα νησιά επηρεάζεται απο οικολογικές συνθήκες και ιδιαίτερα απο το κλιμα. Tο κλίμα στα νησιά είναι ηπιότερο από ότι στις γειτονικές ηπειρωτικές περιοχές. Eπίσης είναι υγρότερο και με ισχυρότερους ανέμους. Χαρακτηριστική ωστόσο είναι η περιορισμένη έκταση και το μικρό εύρος των τύπων των ειδών. 3.1.1.Αλλαγές στο σωματικό μέγεθος Οι νησιωτικοί οργανισμοί παρουσιάζονται πολύ μεγαλύτεροι ή πολύ μικρότεροι από τους συγγενικούς τους στις ηπειρωτικές περιοχές.δηλαδή έχουμε την εμφάνιση των φαινομένων του γιγαντισμού και του νανισμού αντίστοιχα. Τα μεγαλύτερα άτομα μπορούν να εκμεταλλεύονται μεγαλύτερη ποικιλία πόρων, να γεννούν περισσότερα μικρά, να είναι πιο καλοί ανταγωνιστές και έχουν μεγαλύτερα αποθέματα ενέργειας και νερού. Τα μικρότερα άτομα έχουν λιγότερες απαιτήσεις σε πόρους, είναι πιο ειδικευμένα στην εκμετάλλευσή τους και μπορούν να βρουν περισσότερα καταφύγια ώστε να αποφύγουν θηρευτές και αντίξοες συνθήκες. 3.2.Νησιώτικα Θηλαστικά της Μεσογείου 3.2.1.Σχηματισμός Μεσογείου Η μεσόγειος σχηματίσθηκε από την σύγκλιση των τεκτονικών πλακών της Αφρικής και της Ευρώπης ή οποία απέκλεισε τον Ωκεανό Τύθη και οδήγησε στην ορογένεση των Άλπεων. Αφού αποκόπηκε από τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, η Αφρική άρχισε κινείται αριστερόστροφα προς την Ευρασία και έκλεισε την πρώην εκτεταμένη θάλασσα της Τυθύος. Σχηματίστηκε μία γέφυρα μεταξύ της Ασίας και της Αφρικής μέσω της Αραβίας που ακολούθησε τη σύγκρουσή τους στο Μέσο Τεταρτογενές, που περίκλεισε τη Μεσόγειο στο ανατολικό της όριο. Καθώς η Αφρική πλησίασε τη νότια Ευρώπη, ξεκίνησαν μία σειρά από μετασχηματισμοί. Στο τέλος του ανώτερου Μειοκαίνου έκλεισαν τα Στενά του Γιβραλτάρ, προκαλώντας αποξήρανση και αύξηση της αλατότητας κατά 6% στη
Μεσόγειο.Ο Ατλαντικός είναι πιο κρύος και πλουσιότερος σε θρεπτικά συστατικά και έτσι τα θαλάσσια είδη της Μεσογείου έπρεπε να προσαρμοσθούν σε διαφορετικές συνθήκες στα 5 εκατομμύρια χρόνια από όταν η λεκάνη επανπληρώθηκε. Η επαναπλήρωση απέκοψε την επικοινωνία με την Αφρική, με αποτέλεσμα την εξέλιξη ειδών σε απομόνωση στα νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι νάνοι ελέφαντες και ιπποπόταμοι στα διάφορα νησιά της Μεσογείου (Κύπρος, Τήλος, Σικελία κλπ) οι οποίοι δεν είχαν ανάγκη το μεγάλο μέγεθος λόγω έλλειψης αρπακτικών και λόγω περιορισμένης βλάστησης. 3.2.2.Εξέλιξη θηλαστικών της Μεσογείου Για τα θηλαστικά των νησιών ισχύει ο κανόνας ότι τα μεγάλα θηλαστικά τείνουν να μειώνουν το μέγεθός τους, ενώ τα μικρά θηλαστικά τείνουν να το αυξάνουν (κανόνας Cope). Τα αίτια ανπαπτυξης του φαινομένου του νανισμού φαίνεται να σχετίζονται με την απουσία θηρευτών, τους περιορισμένους πόρους, την μικρή έκταση των νησιών, την μείωση γονιδιακής δεξαμενής και την ενδογαμία. Τα πτητικά θηλαστικά που έχουν μεγαλύτερες ικανότητες διασποράς και μεγαλύτερες ενεργειακές απαιτήσεις ο περιοριστικός παράγοντας είναι ο περιορισμός των πόρων με αποτέλεσμα την συχνότερη εμφάνιση στα νησιά ειδών με μικρότερο μέγεθος. Τα ερπετά, έχουν μικρότερες ενεργειακές απαιτήσεις και για αυτό συνήθως παρουσιάζουν γιγαντισμό στα νησιά. Τα πτηνά σταματούν να χρησιμοποιούν τα φτερά τους ούτως ώστε να εξοικωνομούν ενέργεια. Ο ερχομός του ανθρώπου ωστόσο σήμανε το τέλος αυτών των ενδημικών νησιώτικων πανίδων. 3.3.Η εξέλιξη των προβοσκιδωτών Όπως κάθε ζωντανός οργανισμός πάνω στη γη, έτσι και οι ελέφαντες είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς αλυσίδας προγόνων που υπέστησαν με το πέρασμα του χρόνου την επίδραση της εξέλιξης και της φυσικής επιλογής. Τα πρώτα ζώα που συνδέονται με τους πρόγονους των ελεφάντων έζησαν κατά το Ηώκαινο και Ολιγόκαινο στην Αίγυπτο. Ήταν μικρά σε μέγεθος με μακρύ κορμό αλλά ογκώδη και βαριά. Ανήκαν στο γένο Moeritherium. Από το Ολιγόκαινο είναι γνωστά προβοσκιδωτά με μεγαλύτερο μέγεθος. Τα ζώα αυτά υποδιαιρούνται σε γένη, από τα οποία το πιο σημαντικό είναι ο Παλαιομαστόδοντας (Palaeomastodon) και η Φιομία (Phiomia). Τα περισσότερα από αυτά έζησαν στην Αφρική και είχαν μια μικρή προβοσκίδα.στην αρχή του Μειοκαίνου είχαν εξαφανιστεί οι αντιπρόσωποι
του Moeritherium και μέχρι εκείνη την εποχή τα προβοσκιδωτά περιορίζονται στην Αφρική. Τα προβοσκιδωτά του Μειόκαινου, παρόλο που δεν έχουν το μέγεθος των σημερινών ελεφάντων, μπορούν να θεωρηθούν μεγάλα ζώα, φέρουν την ονομασία μαστόδοντες και υποδιαιρούνται σε πολλά γένη όπως Zygolophodon (Mammut), Anancus, Gomphotherium και ζούσαν κυρίως σε περιοχές σαβάνας. Ένα άλλο σημαντικό προβοσκιδωτό του Μειόκαινου είναι το Δεινοθήριο (Deinotherium).Αργότερα κατά το Πλειόκαινο τα Δεινοθήρια και αρκετοί από τους μαστόδοντες, συνεχίζουν να υπάρχουν. Στη διάρκεια τουπλειστοκαίνου, από την ομάδα των Μαστόδοντων εξελίχθηκαν δύο νέες οικογένειες, οι Στεγόδοντες (Stegodontidae), με κυριότερο γένος το Stegodon και η οικογένεια των Ελεφαντοειδών (Elephantidae) με διάφορα γένη, όπως Primelephas, Mammutus, Elephas και Loxodonta. Οι Στεγόδοντες απομονώθηκαν στην Αφρική και εξαφανίστηκαν περίπου στο τέλος του Πλειστόκαινου. Οι ελέφαντες διαφοροποιήθηκαν και εξαπλώθηκαν στην Αφρική, Ευρώπη και Β.Αμερική. Το γένος Elephas περιλαμβάνει το μεγαλύτερο αριθμό ειδών, με χαρακτηριστηκό των σημερινό ασιατικό ελέφαντα. Σε αντίθεση ο σημερινός αφρικάνικος ελέφαντας ανήκει στο γένος Loxodonta. Ο κυριότερος προιστορικός αντιπρόσωπος του ασιατικού ελέφαντα είναι τα Μαμούθ (Mammutus primigenius). Κατά το τέος της Πλειστοκαινικής περιόδου τα περισσότερα από τα προβοσκιδωτά εξαφανίστηκαν απότομα. Eικόνα5: Η εξέλιξη των προβοσκιδωτών από το Ηώκαινο μέχρι σήμερα (κατά Shoshani, National Geographic Society 1991)
Οι ελέφαντες από την αρχαιότητα εώς και σήμερα εντυπωσίαζαν τον άνθρωπο. Στην αρχαιότητα τα οστά των ελεφάντων χρησιμοποιήθηκαν στους πολέμους και έδωσαν το έναυσμα να πλάσουν οι αρχαίοι διάφορους μύθους σχετικά με γίγαντες και τέρατα. Η εξέλιξη τους τα τελευταία 60 εκατομμύρια χρόνια είναι εντυπωσιακή. Δίνει πολύτιμα στοιχεία για την γεωλογία, τη βιολογία, την παλαιογεωγραφία, το παλαιοπεριβάλλον και την γεωμυθολογία. Τα μαμούθ και οι μαστόδοντες είναι από τα πιο σημαντικά προβοσκιδωτά του παρελθόντος μιας και διαφέρουν τόσο από τους σημερινούς ελέφαντες. 3.3.1.Η εξέλιξη των δοντιών των προβοσκιδωτών
Εικόνα 6 :Στο σκίτσο αναπαριστάνονται οι τρίτοι άνω δεξιοί γομφίοι. Αριστερά απεικονίζονται σε πλάγια όψη και δεξιά απεικονίζεται η μασητική τους επιφάνεια. (κατά Thenius 1960) Κατά την πάροδο του χρόνου παρατηρούμε την αύξηση του μεγέθους των δοντιών και τη μετατροπή των φυμάτων σε ελάσματα, τα οποία τοποθετούνται κάθετα σον επιμηκή άξονα του δοντιού. Το πάχος της αδαμαντίνης δίνει στοιχεία για το είδος του ζώου, καθώς επίσης και για την τροφή του. 3.3.2.Προβοσκιδωτά στα νησιά της Μεσογείου Μικρόσωμοι νάνοι ελέφαντες κάνουν την εμφάνιση τους σε διάφορα νησιά της Μεσογείου. Αυτά διαφέρουν από τα συγγενικά τους είδη που ζουν στις ηπειρωτικές περιοχές και χαρακτηρίζονται ως ενδημικά.οι ελέφαντες είναι πολύ καλοί κολυμβητές και έχουν την δυνατότητα να φτάσουν και σε απομακρυσμένα από τις ακτές νησιά. Οι ελέφαντες που φτάνουν σε ένα τέτοιο νησί καλούνται να προσαρμοστούν ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής για να μπορούν να επιβιώσουν. 3.3.3.Προβοσκιδωτά στην Κύπρο Η μετανάστευση των ζώων έλαβε χώρα κατά τις παγετώδεις περιόδους όταν χαμηλές θερμοκρασίες επικρατούσαν σε ολόκληρη τη Γη. Στις περιόδους αυτές η μείωση της θάλασσας ήταν σημαντική. Το αποκορύφωμα της τελευταίας παγετώδους περιόδους σημειώνεται πριν από 25 χιλιάδες χρόνια. Αποτέλεσμα αυτού πολύ μεγάλες εκτάσης της γης να έιναι καλυμμένες με στρώμα πάγου, άρα και μειωμένη στάθμη της θάλασσας. Αυτή η στάθμη της θάλασσας παρέμεινε σταθερή περίπου για 7 χρόνια με την έκταση της Κύπρου να είναι σημαντικά μεγαλύτερη. Το νησί μας όπως και τα υπόλοιπα νησιά της Μεσογείου πιστεύεται ότι λειτούργισαν σαν γέφυρες επικοινωνίας και πρόσβασης με την Ηπειρωτική Ασία. Τα προβοσκιδωτά εποίκησαν στο νησί και πήραν μορφή νανισμού εξαιτίας των οικολογικών συνθηκών του νησιού. Τα απολιθώματα τους έχουν βρεθεί σε χερσαίους Πλειστοκαινικούς σχηματισμούς σε περισσότερες από σαράντα τοποθεσίες. Αναφέρονται
κυριότερες τοποθεσείες τα σπήλαια στους πρόποδες του Πενταδακτύλου, στο χωριό Ξυλοφάγου και στα σπήλαια της Αγίας Νάπας. Εικόνα 7: Χάρτης με τις θέσεις ενδημικών Πλειστοκαινικών θηλαστικών στην Κύπρο από το μουσείο Θαλάσσας στην Αγία Νάπα 4.Μεθοδολογία 4.1.Μέθοδοι συλλογής και έρευνας μικροαπολιθωμάτων Αρχικά η έρευνα ξεκίνησε από μια πρώτη επαφή με την γεωλογική τομή της εκάστοτε περιοχής και στην συνέχεια ακολούθησε γεωλογική χαρτογράφηση, λιθολογικός προσδιορισμός, συλλογή δειγμάτων καθώς και μετρήσεις στις κροκάλες με την χρήση γεωλογικής πυξίδας. Έγινε επιλογή της πιο αντιπροσωπευτικής θέσης στην τομή για να παρθούν τα δείγματα. Σκοπός της συλλογής των δειγμάτων είναι η επεξεργασία τους στο εργαστήριο και η εύρεση μικροαπολιθωμάτων με σκοπό την παλαιοοικολογία της περιοχής μελέτης. Αξιοσημείωτο είναι να αναφερθέι και η ύπαρξει απολιθωμάτων κυρίως πουλιών, ελεφάντων και ιπποποτάμων. Για την συλλογή των δειγμάτων χρησιμοποιήθηκε γεωλογικό σφυρί και τα δείγματα φυλάγονταν σε σακουλάκια δειγματοληψίας. Δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε σε όλα τα στρώματα της τομής που συνάντησαμε. Τα πετρώματα που εντοπίσαμε είναι ψαμμίτης, μαργαικός ασβεστόλιθος και κροκαλοπαγές. 4.1.1 Ανάλυση δειγμάτων (ιζημάτων) Έγινε συλλογή 6 (έξι) σακούλων ιζήματος, κατακόρυφα στην τομή σε διαφορετικά σημεία. Στο εργαστηριακό κομμάτι γίνεται αρχικά προετοιμασία των δειγμάτων που συλλέχθηκαν και ακολούθως ερμηνεία αυτών. Πραγματοποίησα κοσκίνισμα και των 6 δειγμάτων, με σκοπό την αποσυμπέτρωση του ιζήματος
και των διαχωρισμό του ανάλογα με τις κλάσεις του. Τα κόσκινα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν 1Φ και 4Φ. Η διαδικασία ξεκίνησε αφού τοποθετήθηκαν τα ιζήματα σε μεταλλικά δοχεία, προσθέτοντας νερό για 24 ώρες. Έτσι ακολούθησε η φάση του κοσκινίσματος. Παρουσιάστηκε ποσότητα ιζήματος και στα δύο είδη κόσκινων διαφορετικών κλάσεων. Έγινε ξέπλυμα στο κάθε κόσκινο και μεταφορά τους σε ποτηράκια ζέσεως, αφήνοντας τα 2-3 μέρες μέχρι να στεγνώσουν καλά. Στην συνέχεια και αφότου τα δείγματα στέγνωσαν τοποθετήθηκαν σε πλαστικά ταψάκια, συνοδευόμενα από κωδικό για την καταγραφή τους. Σε όλα τα δείγματα προέκυψαν δύο διαφορετικές κλάσεις ιζήματος, άρα συνολικά μελετήθηκαν έξι δείγματα. Τα δείγματα είχαν τον εξής κωδικό από κάτω προς τα πάνω στρωματογραφικά : b, 1F, ai, d, e, h. Στο τελευταίο στάδιο αυτής της μελέτης έγινε συλλογή και αναγνώρηση τουλάχιστον 300 μικροαπολιθωμάτων από το κάθε δείγμα ξεχωριστά με την βοήθεια του στερεοσκοπίου. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το στερεοσκόπιο Wild Heerbrugg τύπου plan M8, με προσοφθάλμιο 10x και αντικειμενοφόρο φακό με εύρος μεγέθυνσης από 1x μέχρι και 5x. Απαραίτητα εργαλεία για την συλλογή ήταν ταψάκια μαύρου χρώματος, μεταλλική βελόνα, λεπτό πινέλο και ένα τετράδιο καταγραφής βημάτων και αποτελεσμάτων. Αφού έγινε η αναγνώρηση ακολούθησε η ταξιθέτηση τους όσο αφορά οικογένεια, γένος και είδος. Φυλάχθηκαν σε κυψελίδες με ετικέτες που έφεραν τον κωδικό που τους δόθηκε, την κλάση τους και την ονομασία τους, ούτως ώστε αν υπάρχει ασάφεια στα αποτελέσματα που είναι να παρθούν να μπορούν ξανά να μελετηθούν και στο τέλος να φωτογραφηθούν. Η ταξινόμηση βασίστηκε στα κύριο μορφολογικά χαρακτηριστηκά των μικροαπολιθωμάτων, όπου έγινε καταγραφή τους και σύγκριση αυτών μέσω βιβλιογραφίας. Οι βιβλιογραφικές πηγές από τις οποίες έγιναν οι συγκρίσεις μορφολογικών χαρακτηριστικών των μικροαπολιθωμάτων ήταν επιστημονικές ιστοσελίδες μικροπαλαιοντολογίας (foraminifera.eu), και βιβλία μικροπαλαιοντολογίας (Δερμιτζάκης 1985, Δερμιτζάκης-Τριανταφύλλου 1993). 4.2.Μέθοδοι συλλογής και έρευνας μακροαπολιθωμάτων (οστών) Έγινε συλλογή 172 μακροαπολιθωμάτων και συγκεκριμένα όστων, από τα οποία τα 4 ανήκουν σε κάποιο είδος πουλιού, τα 6 σε νάνους ιπποπόταμους και τα υπόλοιπα σε νάνους ελέφαντες. Σκοπός της συλλογής των οστών είναι ο προσδιορισμός των μορφολογικών και βιομετρικών χαρακτηριστικών των νάνων ελεφάντων, ούτως ώστε να δοθούν οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν.
Αρχικά εντοπίστηκε η θέση και ακολούθως ξεκίνησαν οι ανασκαφές για την έρευση των οστών. Συγκεκριμένα, οι ανασκαφές συνάντησαν ψαμιτικό πέτρωμα και σε βαθύτερα σημεία συμπαγοποιημένο ψαμιτικό υλικό, πλουσιότατο σε οστά απολιθωμένων νάνων ελεφάντων, νάνων ιπποποτάμων καθώς και πουλιών. Το οστεολογικό υλικό, που συλλέχθηκε, μεταφέρθηκε στο Εργαστήριο του Γεωλογικού τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών για επεξεργασία, συντήρηση και περαιτέρω μελέτη. Η εργασία έγινε κατά συγκεκριμένες περιοχές, οι οποίες και έχουν καταγραφή. Τα κύρια ανασκαφικά εργαλεία είναι γεωλογικό σφυρί, βελόνες,μαχαίρια, κατσαβίδια και σακούλες φύλαξης τους και μεταφοράς τους. Στο εργαστηριακό κομμάτι έγινε καθαρισμός των οστών από το ψαμμιτικό υλικό, με την χρήση βελόνας, πινέλου και στην περίπτωση πιο σκληρού υλικού έγινε χρήση τροχού. Τα οστά προστατεύτηκα με μεθυλοακεταλδεύδη (paraloid) για αποτροπή τυχόν σπασιμάτων. Όσα οστά ήταν σπασμένα έγινε κόλληση τους με γόμα και τοποθέτηση τους σε άμμο κατακόρυφα για 24 ώρες. Ακολούθως δόθηκαν κωδικοί στα οστά και μετά έγινε αναγνώριση αυτών και καταγραφή τους. Τέλος πάρθηκαν συγκεκριμένες μετρήσεις όλων των οστών για μετέπειτα σύγκριση ατών με άλλους ελέφαντες. Οι βιβλιογραφικές πηγές από τις οποίες έγιναν οι συγκρίσεις για ταυτοποίηση και αναγνώριση των οστών ήταν κυρίως βιβλία ( Γεώργιου Ε.Θεοδώρου 1983) και άλλες επιστημονικές έρευνες που έγινα στην περιοχή ( Herridge 2010) 5.Μικροπαλαιοντολογία 5.1Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων κλαστικών δειγμάτων Στο δείγμα h βρέθηκαν οστρακώδη και τρηματοφόρα. Το ποσοστό των βενθονικών τρηματοφόρων ανέρχεται σε 0,7% ενώ τα οστρακώδη 99,3%. Κυρίαρχα τάξα είναι τα Ammonia beccarii (0,7 %), Cyprideis torosa (69,3%) και Candona (30%). Ο συνολικός αριθμός τρηματοφόρων και οστρακωδών έφτασε τα 410 σε ποσοστό 25,31% ιζήματος. ΔΕΙΓΜΑ h ΤΡΗΜΑΤΟΦΟΡΑ ΒΕΝΘΟΝΙΚΑ Άτομα Ποσοστό Ammonia beccarii 3 0,7 ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ Άτομα Ποσοστό Cyprideis torosa 284 69,3
Candona 123 30 Σύνολο 410 Πίνακας Ι: Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων στο Δείγμα h Στο δείγμα e βρέθηκαν τα ίδια τρηματοφόρα όπως και στο δείγμα h με διαφορά στο ποσοστό που παρουσιάζονται. Το ποσοστό των βενθονικών τρηματοφόρων ανέρχεται σε 0,2% ενώ τα οστρακώδη 99,8%. Κυρίαρχα τάξα είναι τα Ammonia beccarii (0,2%), Cyprideis torosa (69,4%) και Candona (3,4%). Ο συνολικός αριθμός τρηματοφόρων και οστρακωδών έφτασε τα 580 σε ποσοστό 2,03% ιζήματος ΔΕΙΓΜΑ e ΤΡΗΜΑΤΟΦΟΡΑ ΒΕΝΘΟΝΙΚΑ Άτομα Ποσοστό Ammonia beccarii 1 0,2 ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ Άτομα Ποσοστό Cyprideis torosa 559 96,4 Candona 20 3,4 Σύνολο 580 Πίνακας ΙΙ: Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων στο Δείγμα e Στο Δείγμα d βρέθηκαν τρηματοφόρα, οστρακώδη και ελάχιστες βελόνες αχινών με ποσοστό 1,3 %.Το ποσοστό των βενθονικών τρηματοφόρων είναι 24,3%, και των οστρακωδών 74,4 %. Κυρίαρχα τάξα είναι τα Ammonia beccarii (18 %), Quinqueloculina seminulum (1,3%), Quinqueloculina sp. (0,3%), Bolivina incrassate (0,6%), Cibicides refulgens (0,6%), Elphidium crispum (1,9%), Heterostegina depressa (0,3%), Neoconorbina terquemi (1,3%). Ο συνολικός αριθμός τρηματοφόρων και οστρακωδών έφτασε τα 308 σε ποσοστό 4,19% ιζήματος. ΔΕΙΓΜΑ d ΤΡΗΜΑΤΟΦΟΡΑ ΒΕΝΘΟΝΙΚΑ Άτομα Ποσοστό Quinqueloculina seminulum 4 1,3 Quinqueloculina sp. 1 0,3
Bolivina incrassata 2 0,6 Cibicides refulgens 2 0,6 Ammonia beccarii 56 18 Elphidium crispum 6 1,9 Heterostegina depressa 1 0,3 Neoconorbina terquemi 3 1,3 ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ Άτομα Ποσοστό Cyprideis torosa 229 74,4 Βελόνες αχινών 4 1,3 Σύνολο 308 Πίνακας IIΙ: Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων στο Δείγμα d Στο Δείγμα 1F βρέθηκαν τρηματοφόρα και οστρακώδη.το ποσοστό των βενθονικών τρηματοφόρων είναι 3,7%, των πλακτονικών τρηματοφόρων 1,6 % και των οστρακωδών 98,4 %. Κυρίαρχα τάξα είναι τα Ammonia beccarii (1,1%), Quinqueloculina seminulum (0,2%), Cibicides refulgens (0,6%), Elphidium crispum (0,7%), Neoconorbina terquemi (0,2%), Uvigerina acuminate (0,9%), Globigerinoides ruber (0,6%), Globigerina bulloides (0,6%), Globigerina sp.(0,4%) και Cyprideis torosa (98,4%). Ο συνολικός αριθμός τρηματοφόρων και οστρακωδών έφτασε τα 535 σε ποσοστό 1,85% ιζήματος. ΔΕΙΓΜΑ 1F ΤΡΗΜΑΤΟΦΟΡΑ ΒΕΝΘΟΝΙΚΑ Άτομα Ποσοστό Quinqueloculina seminulum 1 0,2 Cibicides refulgens 3 0,6 Ammonia beccarii 6 1,1 Elphidium crispum 4 0,7 Neoconorbina terquemi 1 0,2 Uvigerina acuminata 5 0,9 ΠΛΑΓΚΤΟΝΙΚΑ
Globigerinoides ruber 3 0,6 Globigerina bulloides 3 0,6 Globigerina sp. 2 0,4 ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ Άτομα Ποσοστό Cyprideis torosa 507 98,4 Σύνολο 535 Πίνακας VI: Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων στο Δείγμα 1F Στο Δείγμα ai βρέθηκαν τρηματοφόρα, οστρακώδη και ελάχιστες βελόνες αχινών με ποσοστό 1,6 %.Το ποσοστό των βενθονικών τρηματοφόρων είναι 48,3%, εμφανής είναι πλέον και η παρουσία τον πλακτονικών τρηματοφόρων με ποσοστό 42 % και των οστρακωδών που παρουσιάζουν σημαντική μείωση 6,1 %. Κυρίαρχα τάξα είναι τα Ammonia beccarii (37%), Quinqueloculina seminulum (1,2%), Cibicides refulgens (2%), Elphidium crispum (4,9%), Neoconorbina terquemi (2%), Uvigerina acuminate (1,2%), Globigerinoides ruber (26%), Globigerina bulloides (14%), Globigerina sp.(2%) και Cyprideis torosa (6,1%). Ο συνολικός αριθμός τρηματοφόρων και οστρακωδών έφτασε τα 246 σε ποσοστό 3,76% ιζήματος. ΔΕΙΓΜΑ ai ΤΡΗΜΑΤΟΦΟΡΑ ΒΕΝΘΟΝΙΚΑ Άτομα Ποσοστό Quinqueloculina seminulum 3 1,2 Cibicides refulgens 5 2 Ammonia beccarii 91 37 Elphidium crispum 12 4,9 Neoconorbina terquemi 5 2 Uvigerina acuminata 3 1,2 ΠΛΑΓΚΤΟΝΙΚΑ Globigerinoides ruber 35 26 Globigerina bulloides 5 14 Globigerina sp. 4 2 ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ
Άτομα Ποσοστό Cyprideis torosa 15 6,1 Βελόνες αχινών 3 1,6 Σύνολο 246 Πίνακας ΙV: Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων στο Δείγμα ai Στο Δείγμα b βρέθηκαν τρηματοφόρα και οστρακώδη.το ποσοστό των βενθονικών τρηματοφόρων είναι 63,7%, των πλακτονικών τρηματοφόρων 17,4 % και των οστρακωδών 1,2%. Κυρίαρχα τάξα είναι τα Ammonia beccarii (16%), Quinqueloculina seminulum (5,2%), Cibicides refulgens (10%), Elphidium crispum (14%), Neoconorbina terquemi (0,6%), Bolivina incrassata (0,6%), Bolivina sp.(0.3%), Hyalinea balthica (17%), Heterostegina depressa (17%), Globigerinoides ruber (11%), Globigerina bulloides (6,4%), Cyprideis torosa (0.6%), Fabaeriformis candona (0,3%) και Loxoconcha rhomboidea (0,3%). Ο συνολικός αριθμός τρηματοφόρων και οστρακωδών έφτασε τα 343 σε ποσοστό 4,19% ιζήματος. ΔΕΙΓΜΑ b ΤΡΗΜΑΤΟΦΟΡΑ ΒΕΝΘΟΝΙΚΑ Άτομα Ποσοστό Quinqueloculina seminulum 18 5.2 Bolivina incrassata 2 0.6 Bolivina sp. 1 0.3 Cibicides refulgens 35 10 Hyalinea balthica 59 17 Ammonia beccarii 56 16 Elphidium crispum 47 14 Heterostegina depressa 60 17 Neoconorbina terquemi 2 0.6 ΠΛΑΓΚΤΟΝΙΚΑ Globigerinoides ruber 37 11
Globigerina bulloides 22 6.4 ΟΣΤΡΑΚΩΔΗ Άτομα Ποσοστό Cyprideis torosa 2 0.6 Fabaeriformis candona 1 0.3 Loxoconcha rhomboidea 1 0.3 Σύνολο 343 Πίνακας VII: Αποτελέσματα μικροαπολιθωμάτων στο Δείγμα d 5.2 Οστρακώδη Βασίλειο : Animalia Φύλο : Arthropoda Υποφύλο : Crustacea Οµοταξία : Ostracoda LATREILLE,1806 Υφοµοταξία : Podocopa G.W.MULLER, 1894 Τάξη : Podocopida, SARS, 1866 Τα οστρακώδη είναι μια πολυπληθής ομάδα μικρών καρκινοειδών, τα οποία ζουν σε δίθυρο ασβεστολιθικο όστρακο.κατασκευάζουν τις θυρίδες από ασβεστίτη, οι οποίες περιβάλλουν και προστατεύουν το υπόλοιπο σώμα τους.πρακτικά ζουν σε όλα τα υδρόβια περιβάλλοντα και διατηρούνται άριστα στα ιζήματα ως απολιθώματα. Τα πρώτα οστρακώδη καταγράφηκαν σε πετρώματα του Ορδοβισίου, γεγονός που υποδηλώνει την παρουσία της συγκεκριμένης ομάδας τα τελευταία 500 εκατομμύρια χρόνια. Πιστεύεται ότι η προέλευσή τους είναι από θαλάσσια περιβάλλοντα.. Τα είδη που ζούνε σήμερα στη θάλασσα έχουν την ικανότητα να κολυμπάνε και μπορούν να φθάσουν σε μήκος τα 25 mm. Χαρακτηριστικό τους απότελεί η αμφίπλευρη συμμετρία του κελύφους τους. Τα μέρη του σώματος τους περικλείονται από δύο θυρίδες που αποτελείται από ασβεστίτη με μικρές περιεκτικότητες σε μαγνήσιο. Οι θυρίδες προέρχονται από πλευρικές αναδιπλώσεις της επιδερμίδας και η κάθε μια έχει ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό έλασμα. Τα οστρακώση περιέγραψαν για πρώτη φορά ο Carl Linneus το 1758 και ο Φ. Μuller to 1776 (Τσουρού, 2008).Το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα αρχίσε να εκδηλώνεται το μεγάλο ενδιαφέρον των παλαιοντολόγων για την μελέτη των οστρακωδών που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην συνεχώς αυξανόμενη αναζήτηση πετρελαίου. Η στρωματογραφική και παλαιοοικολογική σημασία των
οστρακωδών οδήγησαν στη γρήγορη εξέλιξη της έρευνας. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η μελέτη των οστρακωδών μπήκε στο στάδιο της σύνδεσης και αλληλοσυσχέτισης των νεοντολογικών και παλαιοντολογικών στοιχείων και δεδομένων. Έτσι τα οστρακώδη θεωρούνται χρήσιμοι δείκτες περιβαλλοντικών διακυμάνσεων στην εποχή μας. Σήμερα ο μεγαλύτερος αριθμός των ειδών των οστρακωδών κατοικεί σε θαλάσσιο περιβάλλον. Αρκετά είδη αναπτύσσονται σε υφάλμυρα ή γλυκά ύδατα και κάποια άλλα μπορεί να διαβιούν σε υπερύαλα περιβάλλοντα. Τα οστρακώδη εξαπλώνονται από την ακτή μέχρι και σε 3000m βάθους και από τον ισημερινό έως τις πολικές περιοχές. Ένας πολύ μικρός αριθμός των οστρακωδών έχουν πελαγική διαβίωση και ελάχιστα ζουν στην επιφάνεια του νερού ή είναι κατανεμημένα κατά μήκος της στήλης του. Η κατανομή τους εξαρτάται από ένα μεγάλο αριθμό φυσικών, χημικών και βιολογικών παραγόντων. Οι σπουδαιότεροι παράγοντες από αυτούς είναι η αλμυρότητα, η θερμοκρασία, η κοκκομετρική τάξη των ιζημάτων του υποβάθρου, η διατροφή ενώ λιγότερο σημαντικοί είναι το ph, η ποσότητα οξυγόνου, η διατροφή, η κίνηση των νερών κ.α. Εικόνα 8:Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των οστρακωδών (Θ.Τσουρού, 2008) 5.2.1 Συστηματική ταξινόμηση οστρακωδών Είδος :Cyprideis torosa (Jones, 1850) Βασίλειο : Animalia Φύλο : Arthropoda Υποφύλο : Crustacea Οµοταξία : Ostracoda LATREILLE,1806 Υφοµοταξία : Podocopa G.W.MULLER, 1894 Τάξη : Podocopida, SARS, 1866 Oικογένεια : Cytherideidae
Περιγραφή: Το κέλυφος τους παρουσιάζει ωοειδές σχήμα. Οι θυρίδες τους έχουν εμφανή συμμετρία. Η εμπρόσθια πλευρά παρουσιάζεται σαφώς πιο αποστραγγυλομένη.στην εσωτερική όψη υπάρχει το κλείθρο. Έντονη η ύπαρξη φυλιετικού διμορφισμού. Τα θηλυκά είναι πιο ογκώδη και στρογγυλά από τα αρσενικά τα οποία είναι επιμηκυμένα προς τα πίσω και εμφανίζονται πιο μυτερά στο οπίσθιο μέρος. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο και η επιφάνεια του παρουσιάζεται λεία. Οικολογία: Τυπικό είδος υφάλμυρων νερών με αλατότητα που κυμαίνεται κοντά στο 9% (N. Ikeya, A. Tsukagoshi & D.J., 2005) Στρωματογραφική εξάπλωση: από το Μειόκαινο έως σήμερα. Είδος: Candona Baird, 1845 Βασίλειο : Animalia Φύλο : Arthropoda Υποφύλο : Crustacea Οµοταξία : Ostracoda LATREILLE,1806 Υφοµοταξία : Podocopa G.W.MULLER, 1894 Τάξη : Podocopida Υπόταξη : Platycopina Oικογένεια : Candonidae Kaufmann, 1900 Περιγραφή: Το κέλυφος έχει νεφροειδές σχήμα. Το εμπρόσθιο περιθώριο είναι αποστρογγυλεμένο ενώ το οπίσθιο περιθώριο είναι στρογγυλεμένο. Ξεχριστώ χαρακτηριστικό του από τα υπόλοιπα οστρακώδη θεωρείται το ραχιαίο περιθώριο που παρουσιάζεται καμπυλωτό. Απουσιάζει ο δυλετικός διμορφυσμός. Δεν έχει εξωτερικό διάκοσμο και η επιφάνεια του είναι λεία. Οικολογία: Εμφανίζει παγκόσμια εξάπλωση και δεν μπορεί να αντέξει σε αυξημένη αλμυρότητα. Απαντάται σε ύδατα με αλμυρότητα μέχρι 1,0 Στρωματογραφική εξάπλωση: 5.3 Τρηματοφόρα Βασίλειο: Πρώτιστα Συνομοταξία: Πρωτόζωα Ομοταξία: Ριζόποδα Τάξη: Tρηματοφόρα
Τα τρηματοφόρα είναι μονοκύτταρα πρωτόζωα που ζουν είτε στον θαλάσσιο πυθμένα είτε στη στήλη του νερού μαζί με το θαλάσσιο πλανγκτόν.είναι μικροσκοπικά σε μέγεθος το οποίο κυμαίνεται από 0,1 εώς 1 mm.οι μικροσκοπικοί αυτοί οργανισμοι προστατεύονται από σκληρό κέλυφος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά. Το κέλυφος μπορεί να αποτελείται από από έναν θάλαμο, ή από περισσότερους θαλάμους,οι οποίοι και συνδέονται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα. Τα τρηματοφόρα είναι γνωστά από το Πρώιμο Κάμβριο μέχρι σήμερα. Διαχωρίζονται σε πλαγκτονικά και βενθονικά τρηματοφόρα ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους. Τα βενθονικά τρηματοφόρα ζουν στα ιζήματα του θαλάσσιου πυθμένα, είναι τα πιο κοινά και χρησιμοποιούνται ευρέως για στρωματογραφία. Τα πλαγκτονικά, θεωρούνται παθητικά και ζουν επιπλέοντας στα θαλάσσια επιφανειακά ύδατα. Είναι ευρέως διαδεδομένα και μέχρι τώρα είχαν πολύ ταχεία εξέλιξη Γενεαλογίας. Τα τρηματοφόρα είναι ιδιαίτερα σημαντικά ως βιοστρωματογραφικοί δείκτες σε θαλάσσια πετρώματα του Ύστερου Παλαιοζωικού, Μεσοζωικού και Καινοζωικού καθώς είναι άφθονα, ποικίλα και μελετούνται σχετικά εύκολα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα τους αποτελεί το γεγονός ότι τα αναπτυξιακά στάδια και η ιστορία ζωής τους είναι διατηρημένα στο κέλυφος και αυτό τα καθηστά κατάλληλα για εξελικτικές μελέτες. Εμφανίζονται από χερσαία μέχρι περιβάλλοντα βαθιάς θάλασσας και από πολικά μέχρι τροπικά. Είναι σημαντικά στον προσδιορισμό παλαιοπεριβάλλοντων, στον εντοπισμό αλλαγών της κυκλοφορίαα των υδάτινων μαζών και στο βάθος του νερού. Κέλυφος : Το κυτόπλασμα προστατεύεται από το κέλυφος. Ωστόσο έχουμε διάφορους τύπους κελυφών. Τα χιτινώδει κελύφη δεν μπορούν να απολιθωθούν και εμφανίζονται σε τρηματοφόρα γλυκών υδάτων. Τα βενθονικά τρηματοφόρα χαρακτηρίζονται από συμφυρματοπαγές κέλυφος, το οποίο σχηματίζεται από κόκκους ιζημάτων. Το ασβεστολιθικό κέλυφος παρουσιάζεται και σε βενθονικά αλλά και πλαγκτονικά τρηματοφόρα. Εξέλιξη θαλάμων : Το κέλυφος αναπτύσσεται περιοδικά σε τακτά χρονικά διαστήματα. Οι διαφορετικοί ρυθμοί ανάπτυξης ενώς κελύφους είναι και η αιτία για την εμφάνιση διαφόρων τύπων: επιπεδοσπειροειδή, τροχοσπειροειδή, μονόσειρα και πολύσειρα. Διάκοσμος Ποικιλή ανάλογα με τα διάφορα περιβάλλοντα. Η εξωτερική επιφάνεια του κελύφους μπορεί να φέρει άκανθες, καρίνες, ρητιδώσεις (rugose), ραβδώσεις, πλευρές, κόκκους ή έναν δικτυωτό διάκοσμο.
Εικόνα 9: Παραδείγματα κατασκευής του κελύφους στα τρηματοφόρα (Brasier,1980) 5.3.1 Συστηματική ταξινόμηση τρηματοφόρων Είδος: Ammonia beccarii Linnaeus, 1758 Υπεροικογένεια: Rotalioidea Οικογένεια: Rotaliidae Ehrenberg, 1839 Υποοικογένεια: Ammoniinae Saidova, 1981 Περιγραφή: Ασβεστολιθικό κέλυφος,αμφίκυρτο και τροχοσπειροειδές.. Η ραχιαία όψη εμφανίζεται ανειλιγμένη, με εμφανές την γραμμή σπείρας, γραμμές ραφών και την πρωτοκόγχη. Στην πλάγια όψη διακρίνεται η μετωπική επιφάνεια με το στοματικό άνοιγμα. Η ομφαλική όψη είναι ενειλιγμένη. Οικολογία : Ευρύαλο είδος κυρίως σε ιλυώδη άμμο, σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και ιδιαίτερα ανθεκτικό στις διακυμάνσεις της αλµυρότητας. Στρωματογραφική εξάπλωση: Ολιγόκαινο σήμερα (Loeblich & Tappan, 1988) Είδος: Quinqueloculina (Linnaeus, 1758) Υπεροικογένεια: Milioloidea (Ehrenberg, 1839) Οικογένεια: Hauerinidae (Schwager, 1876)
Υποοικογένεια: Hauerininae (Schwager, 1876) Περιγραφή: Το κέλυφος έχει σχήμα αγαθιστεγές. Οι θαλάμοι είναι περιελιγμένοι σε πέντε επίπεδα. Κάθε νέος θάλαμος σχηματίζεται σε θέση αντίθετη του προηγούμενου. Το στοματικό άνοιγμα είναι κυκλικό. Οικολογία : Ζουν σε θερμά και εύκρατα ύδατα. Προσαρμόζονται σε υφάλμυρα νερά. Στρωματογραφική εξάπλωση: Ιουρασικό εως σήμερα Είδος: Bolivina incrassata (Reuss, 1851) Οικογένεια: Bolivinitidae (Cushman, 1927) Περιγραφή: Επιμηκές κέλυφος, με θαλάμπους πλατιούς αναπτυσσόμενους σε διπλά σειρά. Το τοίχωμα παρουσιάζεται ασβεστολιθικό, διάτρητο και ακτινωτό. Το στοματικό άνοιγμα είναι στενό. Είναι κοσμοπολίτικο γένος. Οικολογία: Πρόκειται για ενδοβιόν-επιβιόν τρηματοφόρο, το οποίο ζει σε ιλυώδες ίζημα. Ορισμένα είδη του αντέχουν σε δισοξικές συνθήκες. (Sen Gupta, 2003). Είναι φυτοφάγο, θαλάσσιο, ζει σε ψυχρά - θερμά κλίματα, στην έσω νηρητική και βαθύαλη ζώνη. Στρωματογραφική εξάπλωση: Κρητιδικό εως σήμερα Είδος: Cibicides refulgens (Montfort, 1808) Οικογένεια: Cibicididae (Cushman, 1927) Υποοικογένεια: Cibicidinae (Cushman, 1927) Περιγραφή: Το κέλυφος είναι επιπεδόκυρτο.η ραχιαία όψη του είναι κοίλη, ενώ η κοιλιακή όψη είναι τελείως κυρτή και ενειλιγμένη. Το τοίχωμα του κελύφους είναι ασβεστιτικό, ακτινωτής δομής. Το στοματικό άνοιγμα εμφανίζεται ως μια λεπτή σχισμή επί της ραφής. Οικολογία: Επιβιόν είδος το οποίο ζει προσκολλημένο στον πυθμένα, συνήθως σε σκληρές επιφάνειες σε περιβάλλοντα υψηλής ενέργειας. Είναι παθητικό αιωρηματοφάγο, ζει σε ψυχρά-θερμά κλίματα, σε βάθος 0-2000 m, στην υφαλοκρηπίδα μέχρι και στη βαθύαλη ζώνη((sen Gupta, 2003). Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτερο Ηώκαινο-Μέσο Πλειόκαινο
Είδος: Elphidium crispum (Linnaeus, 1758) Οικογένεια: Elphidiidae (Galloway 1933) Γένος: Elphidium (Montfort, 1808) Περιγραφή : Επιπεδοσπειροειδές και ενειλιγμένο κέλυφος. Κατά μήκος των γραμμών ραφής υπάρχει ένα σύστημα αγωγών που αποτελείται από δύο σπειροειδείς αγωγούς, που συνδέονται με τόξα μεταξύ των γραμμών ραφής. Το στοματικό άνοιγμα είναι ενδοπεριθωριακό και βρίσκεται στο εσωτερικό περιθώριο του τελευταίου θαλάμου. Οικολογία: Υφάλμυρα υπεράλμυρα έλη και λιμνοθάλασσες με αλατότητα 0-70, φυτοφάγα. Στρωματογραφική εξάπλωση: Μαιστρίχτιο εως σήμερα (Δερμιτζάκης et al., 1985) Είδος: Heterostegina depressa (d'orbigny, 1826) Οικογένεια : Nummulitidae (de Blainville, 1827) Γένος: Heterostegina (d'orbigny, 1826) Περιγραφή: Είναι φακοειδούς μορφής. Υποδιαιρίται σε ορθογώνιους θαλαμίσκους με δευτερεύοντα διαφράγματα. Οικολογία: Ζουν στο παράκτιο τμήμα της νηριτικής ζώνης σε τροπικά, υποτροπικά θαλάσσια νερά. Στρωματογραφική εξάπλωση: Ηώκαινο εως σήμερα Είδος: Globigerinoides ruber (d'orbigny, 1839 Οικογένεια : Globigerinidae Carpenter et al., 1862 Γένος: Globigerinoides Cushman, 1927 Περιγραφή: Το κέλυφος του γένους Globigerinoide είναι ασβεστιτικό, υελώδες και τροχοσπειροειδές. Ο ομφαλός είναι αρκετά μικρός, το κύριο στοματικό άνοιγμαεντοπίζεται στην ομφαλική περιοχή. Οικολογία: Πλανγκτονικό είδος το οποίο ζει ρηχά στη στήλη του νερού Στρωματογραφική εξάπλωση: Ανώτατο Ολιγόκαινο-Κατώτερο Μειόκαινο
5.4 Βιοστρωματογραφία Η Μικροπαλαιοντολογική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε σε 6 συνολικά δείγμα από την τόμη έδωσε μια πλούσια μικροπανίδα αποτελούμενη κυρίως από οστρακώδη, με εντυπωσιακές εμφανίσεις βενθονικών και πλαγκτονικών τρηματοφόρων. Στο σύνολο των δειγμάτων κυριαρχεί όσο αφορά τα οστρακώση κατά πολύ το κοσμοπολίτικο είδος Cyprideis torosa ενώ σημαντική είναι και η εμφάνιση του είδους Candona. Αναλυτικότερα, βρέθηκαν συνολικά 4 είδη οστρακωδών: Candona(Baird, 1845 ), Cyprideis torosa (Jones, 1850),Fabaeriformis candona και Loxoconcha rhomboidea.επιπλέον αναγνωρίστηκαν 12 είδη τρηματοφόρων από τα οποία το εννέα είναι βενθονικά και τα υπόλοιπα τρια πλαγκτονικά. Τα πλαγκτονικά είδη που εντοπίστηκαν είναι Globigerinoides ruber (d'orbigny, 1839), Globigerina bulloides(d'orbigny, 1826 )και Globigerina sp(bolli, 1957). Όσο αφορά τα βενθονικά κυριαρχεί Ammonia beccarii(linnaeus, 1758) και ακολουθούν τα υπόλοιπα με σχετικά μικρά ποσοστά Quinqueloculina seminulum (Linnaeus, 1758), Cibicides refulgens(de Montfort, 1808), Elphidium crispum (Linnaeus, 1758), Neoconorbina terquemi (Rzehak, 1888), Uvigerina acuminata, Bolivina incrassate(reuss, 1851), Bolivina sp., Hyalinea balthica (Schröter, 1783) και Heterostegina depressa(d'orbigny, 1826).
Εικόνα 10:Στρωματογραφηκή στήλη και θέσεις δειγμάτων Στην συνέχεια γίνεται περιγραφεί όσο αφορά την βιοστρωματογραφία των οριζόντων, στους οποίους πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία. Δείγμα h: Μικροαπολιθώματα: Cyprideis torosa, Candona, Ammonia beccarii Παλαιοπεριβαλλοντικά αποτελέσματα: Στην συνάθροιση κυριαρχεί το είδος Cyprideis torosa το οποίο απαντάται τυπικά σε υφάλμυρο περιβάλλον.η παρουσία του Candona υποδηλώνει ποτάμιες επιδράσεις σε ένα κατά κύριο λόγο υφάλμυρο περιβάλλον. Δείγμα e: Μικροαπολιθώματα: Cyprideis torosa, Candona, Ammonia beccarii Παλαιοπεριβαλλοντικά αποτελέσματα: Στην συνάθροιση κυριαρχεί το είδος Cyprideis torosa το οποίο απαντάται τυπικά σε υφάλμυρο περιβάλλον.εξαιτίας τις παρουσίας Candona η αλατότητα είναι πιθανόν χαμηλή λόγω πρόσμειξης γλυκών υδάτων. Δείγμα d: Μικροαπολιθώματα : Cyprideis torosa, Quinqueloculina seminulum, Quinqueloculina sp., Bolivina incrassate, Cibicides refulgens, Ammonia beccarii, Elphidium crispum, Heterostegina depressa, Neoconorbina terquemi Παλαιοπεριβαλλοντικά αποτελέσματα: Στην συνάθροιση κυριαρχεί το είδος Cyprideis torosa, το οποίο συνυπάρχει με τα βενθονικά τρηματοφόρα Ammonia beccarii, Elphidium crispum και αυτός ο συνδυασμός απαντάται κυρίος σε υφάλμυρα περιβάλλοντα. Επίσης η ύπαρξει του Cibicides refulgens μας δίνει περιβάλλον υψηλής ενέργειας. Δείγμα 1F: Μικροαπολιθώματα : Cyprideis torosa, Quinqueloculina seminulum,, Cibicides refulgens, Ammonia beccarii, Elphidium crispum,, Neoconorbina terquemi, Uvigerina acuminate, Globigerinoides ruber, Globigerina bulloides, Globigerina sp.
Παλαιοπεριβαλλοντικά αποτελέσματα: Στην συνάθροιση κυριαρχεί το είδος Cyprideis torosa, το οποίο συνυπάρχει με τα βενθονικά τρηματοφόρα Ammonia beccarii, Elphidium crispum και αυτός ο συνδυασμός απαντάται κυρίος σε υφάλμυρα περιβάλλοντα. Η ύπαρξει του Cibicides refulgens μας δίνει περιβάλλον υψηλής ενέργειας. Χαρακτηριστική είναι επίσης η ξαφνική εμφάνιση των πλαγκτονικών τρηματοφόρων Globigerinoides ruber, Globigerina bulloides, Globigerina sp. που υποδηλώνει θαλάσσια επιρροή. Άρα το περιβάλλον είναι μεν υφάλμυρο όπως και στα προηγούμενα δείγματα όμως καθοριστικής σημασίας είναι η θαλάσσια επιρροή. Δείγμα ai: Μικροαπολιθώματα : Cyprideis torosa, Quinqueloculina seminulum,, Cibicides refulgens, Ammonia beccarii, Elphidium crispum,, Neoconorbina terquemi, Uvigerina acuminate, Globigerinoides ruber, Globigerina bulloides, Globigerina sp. Παλαιοπεριβαλλοντικά αποτελέσματα: Στην συνάθροιση αυτή βλέπουμε ότι μειώνεται το κυρίαρχο είδος των προηγούμενων δειγμάτων Cyprideis torosa, αυξάνεται το βενθονικό τρηματοφόρο Ammonia beccarii,ωστόσο υπάρχει και Elphidium crispum. Αυτός ο συνδυασμός απαντάται κυρίος σε υφάλμυρα περιβάλλοντα. Η ύπαρξει του Cibicides refulgens μας δίνει περιβάλλον υψηλής ενέργειας. Χαρακτηριστική επίσης είναι και η ξαφνική εμφάνιση των πλαγκτονικών τρηματοφόρων Globigerinoides ruber, Globigerina bulloides, Globigerina sp. που υποδηλώνει θαλάσσια επιρροήμε κυρίαρχο το Globigerinoides ruber. Άρα το περιβάλλον είναι μεν υφάλμυρο όπως και στα προηγούμενα δείγματα όμως καθοριστικής σημασίας είναι η θαλάσσια επιρροή. Δείγμα d: Μικροαπολιθώματα : Cyprideis torosa Fabaeriformis candona, Loxoconcha rhomboidea,bolivina incrassate, Bolivina sp., Quinqueloculina seminulum,, Cibicides refulgens, Ammonia beccarii, Elphidium crispum, Hyalinea balthica, Neoconorbina terquemi, Heterostegina depressa, Globigerinoides ruber, Globigerina bulloides, Παλαιοπεριβαλλοντικά αποτελέσματα: Στην συνάθροιση μειώνεται πλέον αισθητά το κυρίαρχο είδος των προηγούμενων δειγμάτων Cyprideis torosa, αυξάνονται τα βενθονικά τρηματοφόρα Ammonia beccarii, Elphidium crispum,
Hyalinea balthica, Heterostegina depressa. Αυτός ο συνδυασμός απαντάται κυρίος σε υφάλμυρα περιβάλλοντα. Η ύπαρξει του Cibicides refulgens μας δίνει περιβάλλον υψηλής ενέργειας. Χαρακτηριστική επίσης είναι και η ξαφνική εμφάνιση των πλαγκτονικών τρηματοφόρων Globigerinoides ruber, Globigerina bulloides,που υποδηλώνει θαλάσσια επιρροή με κυρίαρχο το Globigerinoides ruber, το οποίο έχει αισθητή μείωση στην συνάθροιση. Άρα το περιβάλλον είναι μεν υφάλμυρο όπως και στα προηγούμενα δείγματα όμως καθοριστικής σημασίας είναι η θαλάσσια επιρροή. 5.5. Συζήτηση
Εικόνα 11: Μεταβολές μικροαπολιθωμάτων σε σχέση με το βάθος. Με μπλε γραμμή παρουσιάζονται οι έντονες μεταβολές και με τον αριθμό οι ενότητες. Για την Παλαιοπεριβαλλοντική ερμηνεία διακρίθηκαν κάποιες ουσιώση μεταβολές που μας παρουσιάζουν την λιθολογία με τις περιεχόμενες συγκεντρώσεις των οστρακωδών-τρηματοφόρων αντικατοπτρίζοντας διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Με βάση τα στοιχεία μπορούμε να παρουσιάσουμε την Παλαιοπεριβαλλόντική εξέλιξη της περιοχής μελέτης. Αρχικά διαπιστώνουμε ότι σε όλη την τομή κυριαρχεί το είδος Cyprideis torosa,το οποίο είναι χαρακτηριστικό υφάλμυρων υδάτων. Στη βάση της στήλης έχουμε έντονα μειωμένο αριθμό ατόμων Cyprideis torosa σε σχέση με τα στρώματα που βρίσκονται πιο πάνω. Ενότητα 1: Παρατηρούμε έντονη παρουσία του είδους Cyprideis torosa χαρακτηριστικό υφάλμηρων υδάτων και σε μικρότερο ποσοστό το είδος Candona το οποίο υποδηλώνει ποτάμιες επιδράσεις σε ένα κατά κύριο λόγο υφάλμυρο περιβάλλον. Τα είδη αυτά μας οδηγούν στο συμπερασμα ύπαρξης υφάλμυρου περιβάλλοντος με επιρροή γλυκών υδάτων. Σε αυτή την ενότητα συναντάμε λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον με ύδατα χαμηλής αλατότητας. Ενότητα 2: Στα ίδια επίπεδα παραμένει το είδος Cyprideis torosa, ωστόσο εντοπίζεται το βενθονικό τρηματοφόρο Ammonia beccarii το οποίο προσαρμόζεται εύκολα σε υφάλμυρα ύδατα. Μειώνεται αισθητά το είδος Candona. Σε αυτήν την ενότητα επίσης συναντάμε λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον. Ενότητα 3: Παρατηρούμε απότομη μείωση του είδους Cyprideis torosa, ενώ το είδος Ammonia beccarii παραμένει σταθερό. Αισθητή γίνεται η παρουσία πλαγκτονικου τρηματοφόρου Globigerinoides ruber το οποίο αποτελεί είδος θαλάσσιου περιβάλλοντος. Στην ενότητα αυτή συναντάμε λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον με θαλάσσια επίδραση. Ενότητα 4: Επιστρέφουμε στην αυξημένη παρουσία του κοσμοπολίτικου είδους Cyprideis torosa και μείωση όλων των υπόλοιπων ειδών. Άρα μιλάμε για λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον. Συμπερασματικά από τα παραπάνω προκύπτει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον που υφίσταται στιγμιαία επιρροής της θάλασσας,το οποίο υποθέτουμε ότι είναι αιτία ενώς θαλάσσιου φυσικού φαινομένου.
5.6. Συμπεράσματα Από την Μικροπαλαιοντολογική μελέτη η μικροπανίδα που βρέθηκε στα ιζήματα της υπό μελέτη περιοχής βρέθηκαν συνολικά 4 είδη οστρακωδών: Candona(Baird, 1845 ), Cyprideis torosa (Jones, 1850),Fabaeriformis candona και Loxoconcha rhomboidea.επιπλέον αναγνωρίστηκαν 12 είδη τρηματοφόρων από τα οποία το εννέα είναι βενθονικά και τα υπόλοιπα τρια πλαγκτονικά. Τα πλαγκτονικά είδη που εντοπίστηκαν είναι Globigerinoides ruber (d'orbigny, 1839), Globigerina bulloides(d'orbigny, 1826 )και Globigerina sp(bolli, 1957). Όσο αφορά τα βενθονικά κυριαρχεί Ammonia beccarii(linnaeus, 1758) και ακολουθούν τα υπόλοιπα με σχετικά μικρά ποσοστά Quinqueloculina seminulum (Linnaeus, 1758), Cibicides refulgens(de Montfort, 1808), Elphidium crispum (Linnaeus, 1758), Neoconorbina terquemi (Rzehak, 1888), Uvigerina acuminata, Bolivina incrassate(reuss, 1851), Bolivina sp., Hyalinea balthica (Schröter, 1783) και Heterostegina depressa(d'orbigny, 1826). Από τα μικροαπολιθώματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω μελετήθηκαν κυρίως τα είδη που είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης τους. Έμφαση δόθηκε στην ομάδα των οστρακωδών που θεωρούνται σημαντική παλαιοπεριβαλλοντικοί δείκτες. Συμπερασματικά οι συναθροίσεις των οστρακωδών στα δείγματα που μελετήθηκαν προδίδουν γενικά υφάλμυρο-λιμνοθαλάσσιο περιβάλλον που δέχεται στιγμιαία την επίδραση του θαλάσσιου περιβάλλοντος εξαιτίας ενως φυσικού γεγονότος. Στο ανώτερο τμήμα της στήλης το περιβάλλον παρουσιάζεται καθαρά υφάλμυρο με επιρροή ενός ποτάμιου συστήματος. Παρατηρήθηκε εν κατακλείδι μια υποβόσκουσα κυκλικότητα στις αποθέσεις της τομής. 6.Μάκροπαλαιοντολογία 6.1 Γενική περιγραφή Μικρόσωμοι νάνοι ελέφαντες κάνουν την εμφάνιση τους σε διάφορα νησιά της Μεσογείου, όπως και στο νησί της Κύπρου.. Αυτά διαφέρουν από τα συγγενικά τους είδη που ζουν στις ηπειρωτικές περιοχές και χαρακτηρίζονται ως ενδημικά.οι ελέφαντες πιστεύεται ότι είναι πολύ καλοί κολυμβητές και έχουν την δυνατότητα να φτάσουν σε απομακρυσμένα από τις ακτές νησιά. Οι ελέφαντες που φτάνουν σε ένα τέτοιο νησί καλούνται να προσαρμοστούν ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής για να μπορούν να επιβιώσουν. Πραγματοποιήθηκε ανασκαφή στο χωριό Ξυλοφάγου της Κύπρου και ακολούθως συλλογή και έρευνα σε διάφορα είδη οστών. Τα όστά για τα οποία θα γίνει
Αριθμός Ελασμάτων αναφορά ακολούθως είναι:μηρός, ωλένη, κερκίδα, κνήμη, άτλας, γόμφιος (lower Μ3), πτέρνα, πυραμοειδές, αγκιστρωτό, 5 ο μετακαρπικό. 6.2 Παρουσίαση οστεολογικού υλικού 6.2.1 Οδοντολογία Γόμφιοι Από τότε που ο άνθρωπος ανακάλυψε τα προβοσκιδωτά και ασχολήθηκε με την μελέτη τους, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στους γόμφιους. Αιτία αυτής της σημαντικότητας αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται συχνά για τον προσδιορισμό νέων ειδών. Ο γόμφιος που χρησιμοποιήθηκε βρίσκετε σε άριστη κατάσταση. Έχει μήκος 118,3mm, πλάτος 71,5mm, αριθμό ελασμάτων 11 και πάχος αδαμαντίνης 2,17mm. Είναι τμήμα της αριστερής κάτω γνάθους. Αριθμός δείγματος : X-35 25 20 15 10 5 0 0 50 100 150 200 250 300 350 400 Μήκος Τήλος Ξυλοφάγου Mamuthus from Italy M.primigenius P.antiquus M.meridionalis Mnaidra Gap Benghisa Gap Ghar Dalam Malta 1 Malta 2 Spinagallo Cave Luparello Cave C.di Carini P.cypriotes M.creticus Εικόνα 12: Αριθμός ελασμάτων προς το μήκος.
Πλάτος 120 100 80 60 40 20 0 0 50 100 150 200 250 300 350 400 Μήκος Τήλος Ξυλοφάγου Mamuthus from Italy M.primigenius P.antiquus M.meridionalis L.africana E.maximus Mnaidra Gap Benghisa Gap Ghar Dalam Malta 1 Malta 2 Spinagallo Cave Luparello Cave C.di Carini P.cypriotes M.creticus Εικόνα 12: Πλάτος προς το μήκος. Πάραπανω αποικονίζονται οι μετρήσεις για σύγκριση γομφίου του νάνοπροβοσκιδωτού με άλλα προβοσκιδωτα Το δείγμα μελέτης φέρει την ονομασία Ξυλοφάγου, το χωριό στο οποίο και βρέθηκαν. Εμφανίζεται σαφώς όσο αφορά τον γόμφιο με πολλές ομοιότητες με το νανοπροβοσκιδωτό P.cypriotes. 6.2.2 Οστεολογία Κρανιακά ευρήματα: από την ανασκαφή την οποία πραγματοποίησα στην περιοχή Ξυλοφάγου η παρουσία κρανιακών ευρημάτων ήταν σχεδόν μηδαμινή. Είναι ελάχιστα και σπασμένα τεμάχια το οποία δεν θα οδηγήσουν την έρευνα σε κάποια συμπεράσματα. Σπονδυλική στήλη: από την πρώτη στιγμή της ανασκαφής ήταν σαφές ότι οστά της σπονδυλικής στήλης αποτελούν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Έχουν βρεθεί από την δική μου ανασκαφή πάνω από 50 τμήματα της σπονδυλικής στήλης. Στην εργασία αυτή θα γίνει αναφορά σε δύο άτλαντες. Εμφανές είναι το γεγονός ότι και τα δύο ανήκουν σε ενήλικα άτομα. Αριθμός δείγματος: Ξ8 Αριθμός δείγματος: Χ7
Μήκος (mm) Πλάτος εμπρόσθιας αρθρικής επιφάνειας (mm) 140 130 120 110 100 90 80 70 60 50 40 40 60 80 100 120 140 160 180 200 Πλάτος οπίσθιας αρθρικής επιφάνειας (mm) Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 13: πλάτος εμπρόσθιας αρθρικής επιφάνειας προς πλάτος οπίσθιας αρθρικής επιφάνειας. 290 240 190 140 90 Τήλος Ξυλοφάγου P.mnaidriensis 40 40 60 80 100 120 140 160 Πλάτος (mm) Εικόνα 14: μήκος προς πλάτος. Επιστροφέας: Στην συλλογή υπάρχει μόνο ένας επιστροφέας για τον οποίο δεν κατέστησε δυνατή η σύγκριση του με άλλα δείγματα. Ωμοπλάτη: Δύο δείγματα ωμοπλάτης εμφανίζονται, τα οποία το ένα ανήκει σε ανήλικο και το άλλο σε ενήλικο άτομο. Βρίσκονται σε άριστη κατάσταση. Βραχίονας: Παρουσιάζεται στο υλικό μας ένα τεμάχιο το οποίο είναι αριστερό τμήμα και ανήκει σε ανήλικο άτομο. Αριθμός δείγματος: Ξ4
Μέγιστο ύψος Ελάχιστη διάμετρος στο μέσο της διαφύσεως 40 35 30 25 20 15 10 Τήλος Ξυλοφάγου 5 0 0 10 20 30 40 50 60 70 Μέγιστη διάμετρος στο μέσο της διαφύσεως Εικόνα 15: ελάχιστη διάμετρος προς την μέγιστη διάμετρο στο μέσο της διαφύσεως. Ωλένη: Τρια τεμάχια έχουμε στην διάθεση μας και είναι δεξιά τμήματα. Ωστόσο το ένα ανήκει σε ανήλικο άτομο και το άλλο σε ενήλικο άτομο το οποίο και βρίσκεται σε συνοστέοση.το τρίτο δείγμα δεν έχει διατηρηθεί σε καλή κατάσταση. Αριθμός δείγματος: Ξ2 Αριθμός δείγματος: Ξ3 450 400 350 300 250 200 150 100 50 0 0 50 100 150 200 250 300 350 400 450 500 Λειτουργικό ύψος Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 16: Διάγραμμα διασποράς μέγιστου ύψους προς λειτουργικού ύψους.
Μήκος κάτω επιφύσεως Πλάτος ωλεκράνου 40 35 30 25 20 15 10 Τήλος Ξυλοφάγου 5 0 0 20 40 60 80 100 120 140 Μήκος ωλεκράνου Εικόνα 17: Διάγραμμα διασποράς πλάτος προς μήκος ωλεκράνου. Κερκίδα: Η κερκίδα παρουσιάζεται στο υλικό μας σε δύο τεμάχια, έναν εκ τον οποίον δεν έχει βρεθεί σε καλή κατάσταση. Το άλλο τεμάχιο, είναι δεξιό τμήμα και ανήκει σε ενήλικο άτομο το οποίο και βρίσκεται σε συνοστέοση με τον βραχίονα που αναφέρθηκε πιο πάνω. Αριθμός δείγματος: Ξ2 Αριθμός δείγματος: Ξ6 100 90 80 70 60 50 40 30 Τήλος Ξυλοφάγου 20 10 0 0 10 20 30 40 50 60 70 Πλάτος κάτω επιφύσεως Εικόνα 18: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος κάτω επιφύσεως.
Ελάχιστη διάσταση άνω άκρου διαφύσεως Ελάχιστη διάμετρος στο κάτω άκρο διαφύσεως Μέγιστη διάμετρος στο μέσο διαφύσεως 40 35 30 25 20 15 10 Τήλος Ξυλοφάγου 5 0 0 5 10 15 20 25 Ελάχιστη διάμετρος στο μέσο διαφύσεως Εικόνα 1: Διάγραμμα διασποράς μέγιστης προς ελάχιστης διαμέτρου στο μέσο της διαφύσεως. 70 60 50 40 30 20 10 0 0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 Μέγιστη διάμετρος στο κάτω άκρο διαφύσεως Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 20: Διάγραμμα διασποράς ελάχιστης προς μέγιστης διαμέτρου στο κάτω άκρο της διαφύσεως. 40 35 30 25 20 15 10 5 0 0 10 20 30 40 50 60 Μέγιστη διάσταση άνω άκρου διαφύσεως Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 21: Διάγραμμα διασποράς ελάχιστης προς μέγιστης διαμέτρου στο άνω άκρο της διαφύσεως.
Μήκος έδρας προς αγκιστρωτό Μήκος Σκαφοειδές: Αποτελεί το πρώτο και εσωτερικό οστό της άνω σειράς των καρπικών οστών. Υπάρχουν 2 τεμάχια. Μηνοειδές: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας αυτά τα τεμάχια. Πυραμοειδές: Είναι το τρίτο οστό της άνω σειράς των καρπικών όστών. Έχουμε τέσσερα δείγματα τα οποία και βρίσκονται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Αριθμός δείγματος: Ξ37 Αριθμός δείγματος: Χ46 Αριθμός δείγματος: Χ47 Αριθμός δείγματος: Χ48 80 70 60 50 40 30 20 Τήλος Ξυλοφάγου Elephas tiliensis 10 0 0 20 40 60 80 100 120 Πλάτος Εικόνα 23: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος 70 60 50 40 30 20 10 Τήλος Ξυλοφάγου Elephas tiliensis 0 0 20 40 60 80 100 120 Πλάτος έδρας προς αγκιστρωτό
Μήκος έδρας προς πυραμοειδές Μήκος Εικόνα 24: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος έδρας προς αγκριστρωτό Πισσοειδές: Δεν έχουν βρεθεί. Αγκιστρωτό: Είναι το τέταρτο οστό της κάτω σειράς των καρπικών οστών. Στην συλλογή υπάρχει μόνο ένα δείγμα. Στην εργασία ωστόσο χρησιμοποιήθηκαν και τέσσερα δείγματα που ανήκουν στον κύριο Γεώργιο Κωνσταντίνου. Αριθμός δείγματος: Ξ38 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 Πλάτος Τήλοσ Ξυλοφάγου Εικόνα 25: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος 70 60 50 40 30 20 Τήλος Ξυλοφάγου 10 0 0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 Πλάτος έδρας προς πυραμοειδές Εικόνα 25: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος έδρας προς πυραμοειδές.
Πλάτος κάτω άκρου Κεφαλωτό: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας. Τραπεζοειδές: Υπάρχουν τρια δείγματα κατά τα οποία οι άκριες δεν έχουν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση και έτσι αποφεύγετε η σύγκριση με άλλα δείγματα λόγο απουσίας λεπτομερούς μέτρησεις. Τραπέζιο: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας. 1 ο -4 ο μετακαρπικό: Eίναι αλλοιωμένα και δεν μετρήθηκα, για αποφυγεί λάθους. 5 ο μετακαρπικό: Χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι ότι στο πάνω μέρος του αναπτύσσει μια κοιλή σχεδόν τετράγωνη έδρα προς το αγκιστρωτό. Ακόμη αναπτύσσει και μια έδρα προς το τέταρτο μετακαρπικό και ακόμη μια με το πυραμοειδές. Στα δείγματα μας, ένα ανήκει στο πέμπτο μετακαρπικό οστό. Αριθμός δείγματος:x55 50 45 40 35 30 25 20 15 10 5 0 0 10 20 30 40 50 60 Μήκος κάτω άκρου Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 26: Διάγραμμα διασποράς πλάτος προς μήκος κάτω άκρου.
Μήκος στο μέσω του σώματος Πλάτος έδρας προς αγκιστρωτό 40 35 30 25 20 15 10 Tήλος Ξυλοφάγου 5 0 0 5 10 15 20 25 30 35 40 45 Μήκος έδρας προς αγκιστρωτό Εικόνα 27: Διάγραμμα διασποράς πλάτος προς μήκος έδρας προς αγκιστρωτό. 35 30 25 20 15 10 Τήλος Ξυλοφάγου 5 0 0 10 20 30 40 50 60 Πλάτος στο μέσω του σώματος Εικόνα 28: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος στο μέσω του σώματος. Φάλαγγες: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας. Μηρός: Στο υλικό μελέτης υπάρχουν ένα τεμάχιο μηρού. Το τεμάχιο αυτό εμφανίζεται σε άριστη κατάσταση και είναι το αριστερό τμήμα ενός ενήλικα ατόμου. Αριθμός δείγματος: Ξ1
Μήκος έξω κονδύλου(mm) Ύψος μηρού(mm) Ύψος μηρού(mm) 140 120 100 80 60 40 20 0 0 100 200 300 400 500 600 700 Μέγιστη απόσταση κάτω άκρου διαφύσεως (mm) Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 29: Διάγραμμα διασποράς ύψος προς μέγιστη απόσταση κάτω άρκου διαφύσεως. 60 50 40 30 20 Τήλος Ξυλοφάγου 10 0 0 100 200 300 400 500 600 700 Ελάχιστη διάμετρος στο μέσο διαφύσεως (mm) Εικόνα 30: Διάγραμμα διασποράς ύψος προς ελάχιστη διάμετρο στο μέσο διαφύσεως. 60 50 40 30 20 10 Τήλος Ξυλοφάγου 0 0 20 40 60 80 100 120 Πλάτος έξω κονδύλου(mm) Εικόνα 31: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος έξω κανδύλου.
Μήκος άνω επίφυσης Μήκος έξω αρθρωτικής επιφανειας Επιγονατίδα: : Στην συλλογή υπάρχουν δύο τεμάχια για τα οποία δεν κατέστησε δυνατή η σύγκριση του με άλλα δείγματα. Κνήμη: Απαντάται στο υλικό μας σε δύο τεμάχεια. Μια δεξιά και μια αριστερή ενήλικων ατόμων. Στην διάθεση μας υπάρχει ακόμη μια επίσης από τον κύριο Γεώργιο Κωνσταντίνου. Αριθμός δείγματος: Χ1 Αριθμός δείγματος : Χ2 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 0 20 40 60 80 100 120 140 Μήκος έσω αρθρωτικής επιφάνειας Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 32: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος έσω αρθρωτικής επιφάνειας 140 120 100 80 60 40 Τήλος Ξυλοφάγου 20 0 0 20 40 60 80 100 120 140 160 Πλάτος άνω επίφυσης
ΕΛάχιστη διάσταση εξωτερικής έδρας προσ αστράγαλλο Μήκος κάτω επιφύσεως Εικόνα 33: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος άνω επίφυσης 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 Πλάτος κάτω επιφύσεως Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 34: Διάγραμμα διασποράς μήκος προς πλάτος κάτω επίφυσης. Περόνη: Μόνο ένα τεμάχιο υπάρχει στην συλλογή, το οποίο δεν βρίσκετε σε καλή κατάσταση. Πτέρνα: Από τα ελάχιστα σε άριστη κατάσταση. Στο υλικό μας υπάρχουν τρια τεμάχια πτέρνας. Αριθμός δείγματος: Ξ33 Αριθμός δείγματος: Ξ34 Αριθμός δείγματος: Χ44 45 40 35 30 25 20 15 10 5 0 0 10 20 30 40 50 60 70 Μέγιστη διάσταση εξωτερικής έδρας προς αστράγαλλο Τήλος Ξυλοφάγου Εικόνα 35: Διάγραμμα διασποράς ελάχιστης προς μέγιστης διάστασης εξωτερικής έδρας προς αστράγαλλο
Μέγιστη έσω έξω διάσταση 120 100 80 60 40 Τήλος Ξυλοφάγου 20 0 0 20 40 60 80 100 120 Ύψος Εικόνα 36: Διάγραμμα διασποράς μέγιστης έσω έξω διάστασης προς ύψος. Αστράγαλλος: Υπάρχουν τρεις στην συλλογή, όμως δεν είναι δυνατή η ακριβής μέτρηση τους. Σκαφοειδές: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας. Κυβοειδές: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας. Σφηνοειδές: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας. 1 ο -5 ο μεταταρσικό: Δεν υπάρχουν στην διάθεση μας. 6.3 Ταφονομικές παρατηρήσεις Τα οστά που συλλέχθηκαν δεν ανήκουν σε ένα ζώο αλλά σε περισσότερα από ένα. Δεν έχει βρεθέι ολόκληρος σκελετός, αλλά οστά σκορπισμένα, τα οποία μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν στην σημερινή τους θέση. Έτσι γίνεται αντιλειπτό ότι οστά τα οποία δεν είναι ανθεκτικά έχουν αλλοιωθεί και κάποια άλλα έχουν διατηρηθεί σε πολύ καλή κατάσταση. Κάποια οστά βρίσκονταν πιο κοντά στην επιφάνεια σε μαλακό ψαμιτικό ίζημα και κάποια άλλα βαθύτερα τα οποία βρίσκονται σε ίζημα το οποίο έχει συμπαγοποιηθεί και έχει γίνει ένα με το οστό.
6.4 Συζήτηση Η εργασία αυτή παρουσιάζεται ελλειπής μιας και υπάρχουν πολύ λίγα οστά για σύγκριση, τα οποία να μπορούν να δώσουν με βεβαιότητα τα δικά τους συμπεράσματα. Στην Κύπρο έχουν βρεθεί σε πάνω από 40 τοποθεσίες απολιθώματα νανοπροβοσκιδοτών μέσα σε Πλειστοκαινικούς σχηματισμούς. Η περιοχή μελέτης μας ωστόσο βρίσκεται Νοτιοανατολικά της Κύπρου και φέρει την ονομασία Ξυλοφάγου. Μελετώντας τους νάνοελέφαντες της Κύπρου έγινε σύγκριση με αυτούς της Τήλου(Θεοδώρου,1983). Από τις μετρήσεις προκύπτει ότι τα οστά της Κύπρου έχουν μικρότερες διαστάσεις από αυτά της Τήλου. Όσο αφορά την μεταξύ σύγκριση των οστών της Κύπρου γίνεται αντιληπτό ότι αναφερόμαστε σε φυλετικό διμορφισμό. Οι συγκρίσεις μεταξύ των οστών έγιναν σε διαγράμματα διασποράς όπως είδατε πιο πάνω. 6.5 Συμπεράσματα Απολιθώματα νάνοπροβοσκιδωτών είναι γνωστά σε δώδεκα νησιά της Μεσογείου. Κάθε νησί έχει το δικό του είδος ή και περισσότερα από ένα, ανάλογα με την περιοχή την οποία εγκατάληψαν και τις συνθήκες που αντιμετώπισαν στο νέο τους περιβάλλον. Το μέγεθος των ζώων φάινεται εξελικτηκά να συρρικνώνεται ομοιόμορφα. Η διαδικασία προσδιορισμού ενώς νέου είδους αποτελεί πρακτικά αλλά και θεωρητικά μια δύσκολη διαδικασία. Σημαντικό στοιχείο για τον προσδιορισμό ενώς νέου είδους αποτελούν οι γόμφιοι των ζώων. Βάση της αλλομετρίας μπόρει να γίνει ο προσδιορισμός και διαχωρισμός των νέων ειδών. Γίνεται αντιληπτό ότι οι διαφορές στην αλλομετρία που παρατηράμε στις εικόνες 12 και 13,σχετίζονται κατα κύριο λόγο με το μέγεθος των ατόμων. Αναφορικά με τα οστεολογικά στοιχεία που έχουμε, βάση των διαγραμμάτων διασποράς που παρατάθηκαν πιο πάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο νάνοελέφαντας της Κύπρου είναι σαφώς μικρότερου μεγέθους από αυτό της Τήλου. Οι διαφορές μεταξύ του είδους της Κύπρου οφείλονται σε φυλετικό διμορφισμό. Υπάρχουν τα ανήλικα άτομα τα οποία δεν έχουν ολοκληρώση το σκελετό τους και τα ενήλικα τα οποία έχουν άρτιο σκελετό. Μεταξύ των ενήλικων ατόμων τα μικρότερα σε μέγεθος οστά ανήκουν σε θηλυκό ζώο ενώ τα μεγαλύτερα σαφώς σε αρσενικό ζώο. Συμπερασματικά οι νάνοελεφαντες της Κύπρου στρωματογραφικά βρίσκονται σε
Πλειστοκαινικά ιζήματα. Έζησαν κοντά σε ποτάμια συστήματα της περιοχής από το οποία τροφοδοτούνταν. Με τον θάνατο τους μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν στην σημερινή θέση από όπου τα εντοπίζουμε. Ο νανισμός προύλθε από νησιώτικης απομόνωσης του μεταφερθέντα ζώου, εξαιτίας της προσμαρμογής τους στο νέο περιβάλλον. Ένα νησί έχει λιγότερες πηγές τροφοδοσίας μιας και είναι περιορισμένο. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι η Κύπρος πάντοτε αποτελούσε ένα ωκεάνιο νησί, φτωχό ταξινομικά, σε χλωρίδες και πανίδες. Παρουσίασε μεγάλο ενδημισμό, που υποδεικνύει εξελικτική διαφοροποίηση και ειδογένεση. Οι νάνοι ελέφαντες δεν φέρουν τις ίδιες κολυμβητικές ικανότητες με τους κανονικούς ελέφαντες και αν οι νάνοι ελέφαντες επιχειρούσαν να κατακτήσουν ηπειρωτικό έδαφος θα είχαν περισσότερες δυσκολίες να αντιμετωπίσουν από ότι σε ένα νησί. Άρα ελέφαντες κανονικού μεγέθους, με άριστες κολυμβητικές ικανότητες αποίκησαν στο νησί και προσαρμόστηκα στα νησιώτικα δεδομένα. Το μέγεθος τους συρρικνώνεται εξελιχτηκά και η σμύκρινση τους γίνεται στρωτά, χωρίς να παρουσιάζεται κάποια αλλοίωση. Η εμφάνιση του ανθρώπου σήμανε το τέλος αυτών των ενδημικών νησιώτικων πανίδων. Κάποια άνθρωποι τα εξόντωσαν λόγω ανάγκης επιβίωσης και κάποιοι άλλοι βρήκαν απλά τα απομηνάρια τους.
Βιβλιογραφία Οι απολιθωμένοι νάνοι ελέφαντες του σπηλαίου Χαρκαδίου της νήσου Τήλου Δωδεκάνησου (Θεοδώρου,1983) Παλαιοντολογία Σπονδυλωτών. Εκδόσεις Ζήτη,Θεσσαλονίκη. (ΚΟΥΦΟΣ Γ.Δ.,2004) Τα Γρεβενά και η παλαιοντολογία ( Τσουκαλά, 2005) Παλαιοντολογία σπονδυλοτών (Πανεπιστήμιο Αθηνών) Κύπρος και Γεωλογία (Κωνσταντίνου-Παναγίδης) Γεωλογία της Κύπρου (Τμήμα Γεωλογικής επισκόπισης) Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Γης (Λυκούδη,2005) Σημειώσεις Βιογεωγραφίας Πανεπιστημίου Κρήτης (Γκιώκας,2000) Η εξέλιξη των προβοσκιδοτών ( Μουσείο φυσικής Ιστορίας, Μηλιάς Γρεβενών) Συμβολή στη μελέτη των προβοσκιδωτών του Αν. Μειοκαίνου του Πικερμίου και της Σάμου. Διατριβή ειδίκευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.( ΚΟΝΙΔΙΑΡΗΣ Γ.,2008) New dwarf elephant material from the Pleistocene of Cyprus (George ILIOPOULOS, Athanassios ATHANASSIOU, George KONSTANTINOU,2011) Οrigin and taxonomy of the fossil elephants of the island of Grete(Greece): problems and perspectives. (Nikos Poulakakis _, Moysis Mylonas, Petros Lymberakis,Charalampos Fassoulas,2002) New data on Elephas chaniensis (Vamos cave, Chania, Crete)( N.K. Symeonides, G.E. Theodorou, V.I. Giannopoulos, 2001) PLEISTOCENE ELEPHANTS FROM CRETE (GREECE) (GEORGEE.THEODOROU,1985) ENVIRONMENTAL FACTORS AFFECTING THE EVOLUTION OF ISLAND ENDEMICS: THE TILOS EXAMPLE FROM GREECE (GEORGE E. THEODOROV,1987) Elephant fossil record from Italy:knowledge, problems, and perspectives(maria R. Palombo, Marco P. Ferretti,2005) Elephas antiquus in Greece: New finds and a reappraisal of older material (Mammalia, Proboscidea, Elephantidae) (Evangelia Tsoukala a, Dick Mol Spyridoula Pappa, Evangelos Vlachos, Wilrie van Logchem,Markos Vaxevanopoulos, Jelle Reumer, 2011) Endemic elephants of the Mediterranean Islands: knowledge, problems and perspectives(m.r. Palombo,2011)
Further Note on the Remains of Elephas cypriotes from a Cave-Deposit in Cyprus(Dorothea M. A. Bate.,1905) THE EARLIEST PREHISTORY OF CYPRUS, FROM COLONIZATION TO EXPLOITATION(STUART SWINY,2001) An elephant skeleton from NW Peloponnese, Greece(Athanassios ATHANASSIOU,2010) «Παρασκευή σκελετού οπίσθιου άκρου αγελάδας, προβάτου και χοίρου» (Eμανουιλίδου,2009) Dwarf elephants on Mediterranean islands:a natural experiment in parallel evolution (Herridge) PLEISTOCENE FANGLOMERATE DEPOSITION RELATED TO UPLIFT OF THE TROODOS OPHIOLITE, CYPRUS1(Andrew Poole and Alastair Robertson,1998) BIOSTRATIGRAPHIC AND GEOLOGICAL SIGNIFICANCE OF PLANKTONIC FORAMINIFERA Atlas of Benthic Foraminifera World Register of Marine Species The life-cycle of Cyprideis torosa (crustacean,ostracoda).( Heip, C. 1976) Ecology and applications of Benthic Foraminifera, Cambridge University Press,( Murray, J. 2006) Εισαγωγή στην Θαλάσσια Μικροπαλαιοντολογία (Δερμιτζάκης,1985)
Παραρτήματα Πίνακας 1 Φωτογραφίες μικροαπολιθωμάτων δείγματος h και e. Η μπάρα συμβολίζει 1 mm 1)Cyprideis torosa, αρσενικό με 2 θυρίδες. 2)Cyprideis torosa, θηλυκό με 2 θυρίδες. 3)Cyprideis torosa, ανήλικο με 2 θυρίδες.
4)Cyprideis torosa, αρσενικό, εμπρόσθια όψη 5)Cyprideis torosa, αρσενικό, οπίσθια όψη 6)Cyprideis torosa, θηλυκό, εμπρόσθια όψη 7)Cyprideis torosa, θηλυκό, οπίσθια όψη
8)Cyprideis torosa, ανήλικο, εμπρόσθια όψη 9)Cyprideis torosa, ανήλικο, οπίσθια όψη 10)Candona
Πίνακας 2 Φωτογραφίες μικροαπολιθωμάτων δειγμάτων d,1f,ai και d. Η μπάρα συμβολίζει 1 mm 1) A. beccarii, ομφαλική όψη 2) A. beccarii, ραχιαία όψη 3) A. beccarii, στοματικό άνοιγμα
5)Quinqueloculina seminulum, εμπρόσθια όψη 6)Quinqueloculina seminulum, οπίσθια όψη 7) Bolivina incrassate, εμπρόσθια όψη 8) Bolivina incrassate, οπίσθια όψη
9) Cibicides refulgens, ραχιαία όψη 10) Cibicides refulgens, ομφαλική όψη 11) Elphidium crispum, ομφαλική όψη 12) Elphidium crispum, ραχιαία όψη
13) Neoconorbina terquemi, οπίσθια όψη 14) Neoconorbina terquemi, εμπρόσθια όψη 15) Uvigerina acuminata
16) G.bulloides, ραχιαία όψη 17) G.bulloides, ομφαλική όψη 18) Globigerina sp., ραχιαία όψη 19) Globigerina sp., ομφαλική όψη
20) Globigerinoides ruber, ραχιαία όψη 21) Globigerinoides ruber,ομφαλική όψη 22)Hyalinea balthica, ομφαλική όψη 23)Hyalinea balthica, ραχιαία όψη
24) Fabaeriformis candona, εμπρόσθια όψη 25) Fabaeriformis candona, οπίσθια όψη 26) Loxoconcha rhomboidea, εμπρόσθια όψη 27) Loxoconcha rhomboidea, οπίσθια όψη
Πίνακας 3 Μετρήσεις οστών Κωδικός δείγματος: Μηρός Ξ1 Ύψος μηρού ενήλικου: 454 Μέγιστη απόσταση έξω κονδύλου: 424 Πλάτος άνω τρήματος: 136 Mέγιστη απόσταση κάτω άκρου διαφύσεως: 91 Πλάτος κάτω επίφυσης: 80.35 Πλάτος μηριαίας τροχιλίας: 47.83 Πλάτος έσω κονδύλου: 40.44 Πλάτος έξω κονδύλου: 33.95 Μέγιστο ύψος κάτω επίφυσης: 58.02 Μήκος έσω κονδύλου: 96.69 Μήκος έξω κονδύλου: 80.3 Μέγιστη διάμετρος στο μέσο διαφύσεως: 46.07 Ελάχιστη διάμετρος στο μέσο διαφύσεως: 37.98 Μέγιστη διάμετρος βάσεως κεφαλής ενήλικων: 49.54 Ελάχιστη διάμετρος κεφαλής: 54.53 Ύψος κεφαλής: 57.19 Ύψος διαφύσεως ανηλίκων: 52.38 Ωλένη Κωδικός δείγματος: Ξ2 Ξ5 Ξ3 Ανήλικο Μέγιστο ύψος 233 186 Λειτουργικό ύψος 182 152 Ελάχιστη DAT διάμετρος διάφυσης 34.32 33.35 Ελάχιστη διάμετρος έσω,έξω διαφύσεως 29.74 26.65 Πλάτος έσω κονδυλοειδούς έδρας 45.7 26.22 Πλάτος έξω κονδυλοειδούς έδρας 29.08 28.6 22.54 Ελάχιστο πλάτος ωλεκράνου 30.52 25.57 Διάμετρος ωλεκράνου νεαρών ατόμων 32 24.88 Πλάτος έδρας προς πυραμοειδές 42.74 38.71 Μήκος έδρας προς πυραμοειδές 48.54 53.81 Μέγιστη DAT στο επίπεδο συνοστέωσης 50.43 Πλάτος στο επίπεδο συνοστέωσης με τη διάφυση 50.22 Μέγιστο ύψος κάτω επιφύσεως 46.18 40.82 Μέγιστο ύψος κονδυλοειδών εδρών 46.2 54.78 Μήκος ωλεκράνου 39.45 42.54
Κερκίδα Κωδικός δείγματος: Ξ2 Ξ6 Ύψος 216 Μέγιστη διάμετρος στο μέσο διαφύσεως 20.96 Ελάχιστη διάμετρος στο μέσο διαφύσεως 14.29 Μέγιστη διάμετρος στο κάτω άκρο διαφύσεως 30.2 Ελάχιστη διάμετρος στο κάτω άκρο διαφύσεως 30.2 Μήκος κάτω επιφύσεως 49.94 46.32 Πλάτος κάτω επιφύσεως 43 40.86 Μήκος άνω έδρας προς βραχίονα 46.63 Πλάτος άνω έδρας προς βραχίονα 37.21 Μέγιστη διάσταση άνω άκρου διαφύσεως 18.82 Ελάχιστη διάσταση άνω άκρου διαφύσεως 14.17 Ύψος κάτω επιφύσεως 39.2 41.24 Κωδικός δείγματος: Βραχίονας Ξ4 Ύψος 113.75 Λειτουργικό ύψος 113.75 ύψος επικονδύλιου ακρολοφίας 37.25 Μέγιστο πλάτος κάτω άκρου Πλάτος τοχιλίας DAT Διάμετρος εσωτερικού κονδύλου DAT Διάμετρος εξωτερικού κονδύλου Ελάχιστη διάμετρος στο μέσο της διαφύσεως 18.72 Πλάτος διαφύσεως στο ύψος της επικονδύλιου ακρολοφίας Μέγιστη διάμετρος στο μέσω της διαφύσεως 26.79 DAT διάμετρος μείζονος άνω ανοίγματος 33.49 DAT διάμετρος κεφαλής 31.89 Ελάχιστο ύψος άνω επιφύσεως Μέγιστο ύψος κάτω επιφύσεως Ελάχιστο ύψος κάτω επιφύσεως Μέγιστο ύψος άνω επιφύσεως Πλάτος άνω επιφύσεως 48.96
Κνήμη Κωδικός δείγματος: Χ1 (Δεξιά) Χ2 (Αριστερή) Ύψος 243 194 Ύψος διαφύσεως 183 140.23 Πλάτος στο μέσο της διαφύσεως 37.58 27.15 Μήκος στο μέσο της διαφύσεως 38.79 26.73 Πλάτος άνω επιφύσεως 76.26 63.68 Μήκος άνω επιφύσεως 58.56 43.59 Μήκος κάτω επιφύσεως 52.24 40.51 Πλάτος κάτω επιφύσεως 52.53 56.73 Μήκος έσω αρθρωτικής επιφάνειας 46.56 64.44 Μήκος έξω αρθρωτικής επιφάνειας 40.61 33.04 Πλάτος αρθρωτικής επιφάνειας 43.02 32.55 Μήκος αρθρωτικής επιφάνειας 69.02 57.5 Άτλας Κωδικός δείγματος: Ξ8 X7 Πλάτος 193 145.6 Ύψος 101.69 95.7 Ύψος σπονδυλικού τρήματος 44.8 Μέγιστο πλάτος σπονδυλικού τρήματος 52.3 Ελάχιστο πλάτος σπονδυλικού τρήματος 27.3 Μήκος στο ραχιαίο φύμα 42.4 Διαστάσεις εμπρόσθιας αρθρικής επιφάνειας 61.2 Διαστάσεις οπίσθιας αρθρικής επιφάνειας 42.2 Ύψος στο ραχιαίο φύμα 33.25 35.2 Πλάτος οπίσθιας αρθρικής επιφάνειας 92.47 86.8 Μέγιστο μήκος σπονδύλου 77.08 49.2 Πλάτος εμπρόσθιας αρθρικής επιφάνειας 112.05 98.9 Ύψος εμπρόσθιας αρθρικής επιφάνειας 67.36 61.2 Κωδικός δείγματος: Χ35-Μ3 - Μήκος 118.3 Αριθμός ελασμάτων 11 Πλάτος 71.5 Πάχος αδαμαντίνης 2.17 LLQ 10.75 LBQ 1.65 DLT 9.29
Πτέρνα Κωδικός δείγματος: Ξ33 Ξ34 Χ44 Μέγιστη έσω έξω διάσταση 55.71 68.56 62.71 Ύψος 62.92 79.02 82.96 Μέγιστη διάσταση κυρτώματος της πτέρνας 36.37 40.84 43.4 Μέγιστη διάσταση κάθετα στην έδρα προς αστράγαλλο 16.5 20.63 16.2 Πλάτος συνολικής επιφάνειας προς αστράγαλλο 51.51 60.9 59.62 Μέγιστη διάσταση εξωτερικής έδρας προς αστράγαλλο 30.56 37.74 36.12 Ελάχιστη διάσταση εξωτερικής έδρας προς αστράγαλλο 22.47 28.28 23.42 Μέγιστη διάσταση εσωτερικής έδρας προς αστράγαλλο 34.96 44.14 46.3 Ελάχιστη διάσταση εσωτερικής έδρας προς αστράγαλλο 20.86 30.55 17.8 Διάσταση βάσης κυρτώματος πτέρνας 27.32 38.43 27.9 Διάσταση βάσης κυρτώματος πτέρνας 30.17 43.55 42.6 DAT διάσταση επιφάνειας προς αστράγαλλο 28.69 39.18 38.2 Πυραμοειδές Κωδικός δείγματος: Ξ37 Χ46 Χ47 Χ48 Πλάτος 45.12 62.3 69.2 61.3 Μήκος 40.18 48.8 48.7 52.1 Ύψος 29 27.6 29.9 28.3 Πλάτος έδρας προς ωλένη 33.83 32.1 51.2 49.7 Μήκος έδρας προς ωλένη 30.43 42.7 44.2 36.1 Πλάτος έδρας προς αγκριστρωτό 44.8 46.3 58.2 57.3 Μήκος έδρας προς αγκιστρωτό 24.13 37.42 43.2 41.8 Διάσταση εδρών προς πισοειδές 16.1 19.3 19.1 Διάσταση εδρών προς πισοειδές 12.3 13.6 12.9 Κωδικός δείγματος: Αγκιστρωτό Ξ38 Πλάτος 45.13 Μήκος 33.133 Μέγιστο ύψος 29.21 Ελάχιστο ύψος 16.91 Μήκος έδρας προς 3ο μετακαρπικό 26.82 Μήκος άνω έδρος προς κεφαλωτό 32.72 Ελάχιστη διάσταση άνω έδρας προς κεφαλωτό 19.11 Πλάτος έδρας προς πυραμοειδές 41.71
Μήκος έδρας προς πυραμοειδές 31.73 Κωδικός δείγματος: 5o Μετακαρπικό Χ55 Ύψος 33.56 Πλάτος κάτω άκρου 32.54 Μήκος κάτω άκρου 29.21 Πλάτος στο μέσω του σώματος 30.05 Μήκος στο μέσω του σώματος 16.73 Μήκος έδρας προς Μt.IV 23.52 Ύψος έδρας προς Mt.IV 21.99 Μήκος έδρας προς αγκιστρωτό 19.92 Πλάτος έδρας προς αγκιστρωτό 18.6 Μήκος έδρας προς πυραμοειδές 14.33 Πλάτος έδρας προς πυραμοειδές 20.28 Μηρός Ξ1 Πίνακας 4 Φωτογραφίες μάκροαπολιθωμάτων Εικόνα 1: οπίσθιο τμήμα μηρού Εικόνα 2: πλάγια όψη μηρού
Εικόνα 3: επίφυση Εικόνα 4: κόνδυλοι Ωλένη Ξ3 Εικόνα 5: εμπρόσθια όψη
Ωλένη-Κερκίδα Ξ2 Εικόνα 6: πλάγια όψη Εικόνα 7: πλάγια όψη
Βραχίονας Ξ4 Εικόνα 10: εμπρόσθια όψη
Κνήμη Χ2 Εικόνα 11: εμπρόσθια όψη Άτλας Ξ8 Εικόνα 12
Πτέρνα Ξ33 Εικόνα 13 Εικόνα 14 Σκαφοειδές Ξ36-Πυραμοειδές Ξ37-Αγκιστρωτό Ξ38 Εικόνα 15 Εικόνα 16
5ο μετακαρπικό Εικόνα 17 Εικόνα 18 Μ3 Γόμφιος Χ35 Εικόνα 19 Εικόνα 20