Υιοθεσία και Αναδοχή: Οι Συνέπειές τους στην Ανάπτυξη των Παιδιών

Σχετικά έγγραφα
Παράγοντες Προστασίας και Κινδύνου

Παράγοντες κινδύνου και προστατευτικοί παράγοντες για τη χρήση ουσιών στους εφήβους. Καραμπίνου Κυριακή Ρουσάλη Θωμαϊς Χατζή Γεωργία Χριστάκη Ελένη

Βασιλόπουλος Φ. Στέφανος. Παιδαγωγικό Τμήμα Δ. Ε. Πανεπιστήμιο Πατρών

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΑΙ ΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΓΕΝΙΚΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΙ ΟΨΥΧΙΑΤΡΟΣ ΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΠΑΙ ΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ»

Παιδική και Νεανική Πρόνοια

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ-ΧΡΗΣΙΜΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

ΠΑΙ ΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΙ ΜΕ ΓΟΝΕΙΣ ΜΕ ΨΥΧΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

Η Επιθετικότητα στα Παιδιά που Έχουν Βιώσει Τραύμα. Victoria Condon and Panos Vostanis Μετάφραση: Ματίνα Παπαγεωργίου

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ YΠΟΨΗΦΙΩΝ ΑΝΑ ΟΧΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Για να μπορέσουν να κατανοήσουν πλήρως τη νέα κατάσταση και να αποδεχτούν πως είναι οριστική, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες.

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΙΟΥ-ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ

Οι γνώμες είναι πολλές

Λόγοι και παράγοντες που οδηγούν τους νέους σε χρήση αλκοόλ. Παιπέτης Νίκος Τσάκα Μαρία Κρητικός Γιώργος Μέριανος Αλέξανδρος

«Άγχος στην εφηβεία και ο ρόλος των γονέων»

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο. Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Η ευθραστότητα της εφηβείας

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΦΡΑΓΚΙΑΔΆΚΗ ΚΥΡΙΑΚΉ, ΣΧΟΛΙΚΉ ΨΥΧΟΛΌΓΟΣ, ΚΟΙ.ΚΕ.Ψ.Υ.Π.Ε. ΒΕΝΙΖΈΛΕΙΟ ΠΑΝΆΝΕΙΟ ΓΕΝΙΚΌ ΝΟΣΟΚΟΜΕΊΟ ΗΡΑΚΛΕΊΟΥ

* Μήπως είστε γονείς ενός παιδιού που: * Μήπως είστε εκπαιδευτικοί που στην τάξη σας έχετε μαθητή ή

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Γράφει: Μαρία Παπαδοπούλου, Συμβουλευτική Ψυχολόγος Παίδων & Ενηλίκων, Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Παιδιών Εφήβων, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

S06.2 Απόψεις και πρακτικές των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολική ηλικίας: Ποιοτική ανάλυση

Έρευνα: Γνώσεις και στάσεις των μαθητών/τριών του Λυκείου Αγίου Γεωργίου Λακατάμειας σχετικά με την σεξουαλική και αναπαραγωγική τους υγεία.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Α. ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

«Οικογένεια σε Κρίση Διαχείριση της Απώλειας». Δρ. Μάγια Αλιβιζάτου Ψυχολόγος / Διασχολική Συντονίστρια Ψυχοπαιδαγωγικών Τμημάτων Κολλεγίου Αθηνών

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ YΠΟΨΗΦΙΩΝ ΘΕΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

θέραπειν Αγίας Σοφίας 3, Ν. Ψυχικό, Τ ,


Κάθε χρόνο ένας σηµαντικός αριθµός παιδιών, ακόµα και της πιο τρυφερής βρεφικής ηλικίας, παραπέµπονται σε παιδιατρικά νοσοκοµεία µε ανεξήγητους

Εναντιωματική και προκλητική συμπεριφορά στο σχολείο ο ρόλος του εκπαιδευτικού. Γιώργος Γεωργίου, PhD Κλινικός Ψυχολόγος

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ «ΛΗΤΩ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ» ΚΑΙ ΒΡΕΦΟΚΟΜΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟY

Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη Παιδιών και Εφήβων μετά από Φυσικές Καταστροφές

Έφηβοι και αυτοεκτίμηση

Ασφαλής χρήση διαδικτύου και κινητού τηλεφώνου σε παιδιά και εφήβους

Διεπιστημονικό Συνέδριο Ιατρική Ευθύνη και Βιοηθική ΙΙ

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Συντάχθηκε απο τον/την administrator Τρίτη, 27 Δεκέμβριος :03 - Τελευταία Ενημέρωση Τρίτη, 27 Δεκέμβριος :20

Γράφει: Βασιλειάδης Γρηγόρης, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D.)

Κοινωνική Αλληλεγγύη Ευπαθών Κοινωνικά Ομάδων Δήμος Solna Σουηδία

Τα βασικά δικαιώματα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε 4 ομάδες:

Η Ψυχολογική Διάσταση της Κώφωσης. Ελενα Τρύφωνος Εκπαιδευτική Ψυχολόγος Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων (Ι.Ψ.Υ.Π.Ε.) Ψυχιατρική Περίθαλψη στο Σπίτι του Ασθενούς (Ψ.Π.Σ.Α.)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΙΛΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ (Α & Β ΚΥΚΛΟΣ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

ΜΈΡΟΣ I ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Μορφές, Μοντέλα, Ατομικοί, Ψυχοκοινωνικοί, Σχολικοί, Οικογενειακοί παράγοντες

Γράφει: Δανιηλίδου Νικολίνα, Ψυχολόγος, MSc στην Ψυχολογία της Υγείας

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην πρόληψη και καταπολέµηση του αλκοολισµού στην εφηβεία

Πώς το τραύμα επηρεάζει τα παιδιά και τα νέα άτομα

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

Θέμα πτυχιακής Μαθησιακές δυσκολίες και Κακοποίηση παιδιών

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ ΣΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (ΓΟΝΕΙΣ-ΕΦΗΒΟΙ) Λιοδάκη Νεκταρία Κοινωνική Λειτουργός Κοινωνική Υπηρεσία- Αλκοολογικό Ιατρείο ΠαΓΝΗ

ιαχρονική παρακολούθηση της υγείας των Ελληνοπαίδων από τη γέννηση ως τα 18 χρόνια Χρύσα Μπακούλα Καθηγήτρια Παιδιατρικής Πανεπιστηµίου Αθηνών

ΠΡΟΩΡΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ (Π.Ε.Σ.) ΠΡΑΓΑ 25-29/1/2016

ΑΡΧΕΣ/ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΜΕ ΠΑΙΔΙΑ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Οδηγός γονέων Διαταραχή Ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα (ΔΕΠ/Υ)

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ YΠΟΨΗΦΙΩΝ ΘΕΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4. Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό. Ορισμός του παιδιού. Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών.

«Κοινωνική και Συναισθηματική Αγωγή στο σχολείο» H προαγωγή της συναισθηματικής νοημοσύνης ως μέσο πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας

Πυξιδίσματα: Ένα καινοτόμο πρόγραμμα πρόληψης και αγωγής υγείας για τους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς

Μαρία Πρίφτη, Ψυχολόγος MSc, Προϊσταμένη Τμήματος Προστασίας Οικογένειας, Παιδιού, Νεολαίας και Παιδείας, Διεύθυνση Κοινωνικής Πολιτικής

Προϋποθέσεις τέλεσης διακρατικής υιοθεσίας τέκνου από την ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

Πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα και εκδηλώσεις θυμού σε ενήλικο πληθυσμό Έφη Αλεξανδρή, Σοφία Βασιλειάδου, Όλγα Πάβλοβα, Γρηγόρης Σίμος

Διπολική διαταραχή μανιοκατάθλιψη,

"Η Ενίσχυση της Κοινωνικής Λειτουργικότητας του Χρόνιου Ασθενή και της Οικογένειάς του μέσα από την Κατ Οίκον Φροντίδα"

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ

Β Α Σ Ι Κ Ε Σ Ε Ν Ν Ο Ι Ε Σ

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

«Η απασχόληση Ψυχολόγων και Παιδαγωγών στις δράσεις της Ιατρικής Παρέμβασης»

Η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα.

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΠΑΑ ΑΠO ΤΙΣ ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ. Μαρία Χατζηστυλιανού-Σιδηροπούλου

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

888 ΧΡΟΝΙΑ. Πρόγραμμα Κοινωνικής Υπηρεσίας χεν θεσσαλονίκης ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Αντιμετώπιση Αναγκών Ψυχικής Υγείας των Ανήλικων Παραβατών. Victoria Condon and Panos Vostanis Μετάφραση: Ματίνα Παπαγεωργίου

ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ. Ευγενία Β. Γκιντώνη Ψυχολόγος, MSc Επιστημονική Συνεργάτης Ψ.Ν.Τ ΚΕΔΔΥ Αρκαδίας

Σχολικό πλαίσιο Οικογένεια με αυτιστικό παιδί Δώρα Παπαγεωργίου Κλινική Ψυχολόγος

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ

Ο ρόλος της οικογένειας στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των μαθητών

Στατιστικά Στοιχεία 2018 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗΣ ΝΕΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η δημιουργία κι η διατήρηση της φιλικής σχέσης βασίζεται στην ελεύθερη βούληση των ατόμων, χωρίς να επιβάλλεται.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

Επιπολιτισμός, οικογενειακοί παράγοντες και προσαρμογή μεταναστών εφήβων: Διαχρονική προσέγγιση

1. Σκοπός της έρευνας

ΤσικολάταςΑ. (2015) Review. Public awareness, attitudes and beliefs regarding intellectual disability. Αθήνα

ΚΟΙΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Μαθησιακές Δυσκολίες. Τίτλος: Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) Αγγελική Μουζάκη. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

Έφηβος και Διαδίκτυο Ο Ρόλος του Γονέα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Οι απόψεις των εκπαιδευτικών των Τ.Ε. των Δημοτικών σχολείων για το εξειδικευμένο πρόγραμμα των μαθητών με νοητική ανεπάρκεια

ANTIKOIΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ KAI TΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗ

Transcript:

Ψυχοκοινωνικά θέµατα κατά τη σχολική και την εφηβική ηλικία Επιµ.: Φ. Μόττη-Στεφανίδη Αθήνα: Εστία Υιοθεσία και Αναδοχή: Οι Συνέπειές τους στην Ανάπτυξη των Παιδιών Παναγιώτα Βορριά Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης ιεύθυνση: Τµήµα Ψυχολογίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη, 541 24. Ηλεκτρον. διεύθυνση: vorria@psy.auth.gr Τηλ. 2310 997326 Fax: 2310 997384 1

Εισαγωγή Τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστηµόνων για λιγότερο παραδοσιακές µορφές οικογένειας αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουµε δύο διαφορετικές µορφές οικογένειας, της υιοθεσίας και της αναδοχής, µε στόχο την παρουσίαση των συνεπειών τους στην ανάπτυξη και στην προσαρµογή των παιδιών. Η ανασκόπηση χωρίζεται σε δύο µέρη, το πρώτο µέρος αφορά στην υιοθεσία και το δεύτερο στην αναδοχή. Αρχικά παρουσιάζονται οι ιστορικές και οι σύγχρονες τάσεις που αφορούν στην υιοθεσία, αναφέρονται συνοπτικά οι αλλαγές στην πολιτική από τα µέσα του προηγούµενου αιώνα έως σήµερα. Παρακάτω, παρουσιάζονται οι επιπτώσεις της υιοθεσίας στην ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων καθώς και οι παράγοντες οι οποίοι συµβάλουν στις επιπτώσεις αυτές, αναφέρονται, επίσης, οι παράγοντες επικινδυνότητας και οι προστατευτικοί παράγοντες. Κατόπιν παρουσιάζεται η υιοθεσία ως «θεραπευτική» παρέµβαση, ο ρόλος των θετών γονέων και της οικογένειας στην ανάπτυξη των παιδιών, το ευαίσθητο θέµα της αποκάλυψης της υιοθεσίας, της αναζήτησης των ριζών και του τραύµατος της εγκατάλειψης. Το πρώτο µέρος του κεφαλαίου καταλήγει σε συµπεράσµατα και πρακτικές για την υιοθεσία. Στο δεύτερο µέρος παρουσιάζεται ο θεσµός της αναδοχής, οι διαφορετικές µορφές αναδοχής, οι επιπτώσεις της αναδοχής στην ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων, η αναδοχή ως παράγοντας επικινδυνότητας, η αναδοχή ως εναλλακτική µορφή προστασίας παιδιών που αντιµετωπίζουν ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονοµικές δυσκολίες. Κατόπιν παρουσιάζεται το πολύπλοκο ζήτηµα των σχέσεων µεταξύ αναδόχων και βιολογικών γονέων καθώς και οι σχέσεις του παιδιού και των αναδόχων γονέων. Τέλος, το δεύτερο µέρος του κεφαλαίου καταλήγει σε συµπεράσµατα και σε πρακτικές για την αναδοχή. Υιοθεσία Η υιοθεσία ορίζεται ως η µόνιµη και νόµιµη τοποθέτηση ενός παιδιού, του οποίου οι βιολογικοί γονείς αδυνατούν να το φροντίσουν, σε µια συγγενική ή µη οικογένεια. Η υιοθεσία αντιµετωπίζεται, επίσης, ως «καλοσύνη των ξένων» (Boswell, 1988), σε αβοήθητα και στερηµένα παιδιά εγκαταλελειµµένα στους δρόµους ή έκθετα βρέφη που τους παρέχεται µια δεύτερη ευκαιρία σε µια συναισθηµατικά ζεστή και προστατευτική οικογένεια (Tizard, 1977). Στη χώρα µας έναυσµα για την υιοθεσία αποτελεί κυρίως η υπογονιµότητα και η ανάγκη των άτεκνων ζευγαριών να αποκτήσουν παιδί. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής κίνητρο για την υιοθεσία αποτελούν και τα συναισθηµατικά τηλεοπτικά ντοκιµαντέρ σχετικά µε τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ανατρέφονται τα ορφανά σε φτωχές χώρες. Μετά τη δεκαετία του 80 παρατηρείται διεθνώς ραγδαία αύξηση του αριθµού των υιοθετηµένων παιδιών. Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν στατιστικά δεδοµένα για τον ακριβή αριθµό των υιοθετηµένων παιδιών, αλλά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της ζήτησης 2

παιδιών για υιοθεσία διότι όλο και περισσότερα ζευγάρια αντιµετωπίζουν το πρόβληµα της υπογονιµότητας. ιεθνώς αλλά και στη χώρα µας, υιοθετούνται παιδιά και σε µονογονεϊκές οικογένειες. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι από την υιοθεσία επωφελούνται το παιδί που υιοθετείται και οι βιολογικοί γονείς εξασφαλίζοντας ασφαλή επιβίωση και ευηµερία στο βιολογικό τους απόγονο και µετέπειτα µεταβίβαση του γενετικού τους υλικού στην επόµενη γενεά (Van IJzendoorn & Juffer, 2006). Ασφαλώς το γεγονός αυτό δεν απαλείφει το «συναισθηµατικό κόστος» των βιολογικών γονέων που εµπεριέχει η απώλεια του παιδιού τους, η οποία συχνά έχει ως αποτέλεσµα µακροχρόνιες επιπτώσεις όπως κατάθλιψη (Brodzinsky, 1990). Ιστορική αναδροµή και σύγχρονες τάσεις στην υιοθεσία Παλαιότερα, η πρακτική της υιοθεσίας εξυπηρετούσε διαφορετικούς σκοπούς απ αυτούς που εξυπηρετεί σήµερα. Tα παιδιά αντιµετωπίζονταν ως κοινό εµπόρευµα στις «αγορές βρεφών» µε βάση το νόµο της αγοράς και της ζήτησης, ακόµα και όταν δεν ήταν ορφανά ή εγκαταλελειµµένα από τους βιολογικούς τους γονείς. Στις αρχές του 18 ου αιώνα, η αυξανόµενη φτώχεια σε µεγάλες πόλεις είχε ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία ορφανοτροφείων, τα οποία συνήθως ήταν ψυχρά, απάνθρωπα ιδρύµατα και στα οποία οι ανάγκες των παιδιών δεν καλύπτονταν. Από την αρχαιότητα µέχρι τα τέλη του 19 ου αιώνα, η υιοθεσία αντιµετωπίζονταν πρωταρχικά ως ένα µέσο για την κάλυψη των αναγκών των ενηλίκων, όπως για την εξασφάλιση της περιουσίας, για θρησκευτικούς σκοπούς, για την κάλυψη των προϋποθέσεων για την κατοχή µιας θέσης στο δηµόσιο τοµέα, για την εξασφάλιση επιπλέον εργατικού δυναµικού για την οικογένεια, για την εξασφάλιση φροντίδας στα γηρατειά, παρά για τις ανάγκες των παιδιών. Η νοµοθεσία για την υιοθεσία και η δηµιουργία του σύγχρονου συστήµατος υιοθεσίας άρχισε στις αρχές του 19 ου αιώνα και οδήγησε σταδιακά σε ουσιαστική διαφοροποίηση της άποψης για την υιοθεσία, ώστε το επίκεντρο να είναι πλέον το «συµφέρον του ίδιου του παιδιού» (Goldstein, Freud, & Solnit, 1973). Τις τελευταίες δεκαετίες, η χρήση αντισυλληπτικών µεθόδων και η αύξηση του αριθµού των νόµιµων αµβλώσεων συνέβαλαν στη µείωση του αριθµού των γεννήσεων. Επίσης, η κοινωνική αποδοχή των παιδιών εκτός γάµου και της µονογονεϊκής οικογένειας, οι ηµερήσιοι παιδικοί σταθµοί και άλλα υποστηρικτικά συστήµατα συνεισέφεραν ώστε πολλές ανύπανδρες µητέρες να µπορούν να µεγαλώσουν µόνες τους τα εκτός γάµου παιδιά τους, µε αποτέλεσµα τη µείωση του διαθέσιµου αριθµού βρεφών για υιοθεσία. Ο αριθµός των ζευγαριών που ζητούν να υιοθετήσουν σαφώς υπερβαίνει τον αριθµό των διαθέσιµων για υιοθεσία βρεφών. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσµα να υιοθετούνται παιδιά τα οποία θεωρούνταν παλαιότερα «µη υιοθετήσιµα», όπως παιδιά µεγαλύτερης ηλικίας, παιδιά που υπέστησαν παραµέληση ή κακοποίηση, παιδιά µε συναισθηµατικές δυσκολίες και προβλήµατα συµπεριφοράς, παιδιά µε 3

νοητική υστέρηση, µε προβλήµατα υγείας, καθώς και παιδιά που είχαν τοποθετηθεί σε πολλές διαφορετικές ανάδοχες οικογένειες. Επίσης, έχει αυξηθεί σηµαντικά ο αριθµός των διακρατικών και διαφυλετικών υιοθεσιών, ενώ παρατηρείται µεγαλύτερη ετερογένεια στα άτοµα που υιοθετούν παιδί. Η πλειονότητα των ατόµων που υιοθετούν παιδί είναι λευκά άτεκνα ζευγάρια µέσης ή ανώτερης κοινωνικοοικονοµικής τάξης, ωστόσο, τις τελευταίες δύο δεκαετίες δίνεται η δυνατότητα να υιοθετήσουν παιδί άτοµα τα οποία παλαιότερα αποκλείονταν, όπως ανύπανδρα άτοµα, ζευγάρια που έχουν βιολογικά παιδιά, άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας, καθώς και άτοµα χαµηλής κοινωνικο-οικονοµικής τάξης (Brodzinsky, Schechter, & Henig, 1992). Η υιοθεσία παραµένει εµπιστευτική και υποστηρίζεται νοµικά, βασιζόµενη στην άποψη ότι προστατεύει το παιδί από το στίγµα της γέννησης εκτός γάµου, προφυλάσσει την ανωνυµία της βιολογικής µητέρας και προασπίζει την ενότητα της θετής οικογένειας. Ωστόσο, η αναζήτηση των ριζών ενός µεγάλου αριθµού ενηλίκων υιοθετηµένων οδήγησε στην αµφισβήτηση της σκοπιµότητας των κλειστών αρχείων και της µυστικότητας της υιοθεσίας (Grotevant, 1997). Καινοτοµία στο θεσµό της υιοθεσίας αποτελεί η χρήση της «ανοιχτής» υιοθεσίας, κατά την οποία οι πληροφορίες που αφορούν στους βιολογικούς και στους θετούς γονείς είναι εκατέρωθεν απολύτως διαθέσιµες, σε ορισµένες περιπτώσεις µάλιστα, οι βιολογικοί γονείς επιλέγουν οι ίδιοι το ζευγάρι που θα υιοθετήσει το παιδί τους (Brodzinsky, Smith, & Brodzinsky, 1998). Στη χώρα µας δεν έχει θεσπισθεί ακόµα νοµικά ο θεσµός της «ανοικτής» υιοθεσίας. Νοµικό καθεστώς της υιοθεσίας στην Ελλάδα Στην Ελλάδα νόµος για την υιοθεσία θεσπίστηκε το 1966, ο οποίος τροποποιήθηκε το 1996. Σύµφωνα µε τον εληγιάννη (2000), το δεύτερο µισό του αιώνα µας η κοινωνική διάσταση του θεσµού της υιοθεσίας διαφοροποιήθηκε µετατοπίζοντας το βάρος από τη βοήθεια προς το άτεκνο ζευγάρι στην κοινωνική πολιτική για την προστασία των ανηλίκων. Με την υιοθεσία διακόπτεται πλήρως κάθε δεσµός του ανηλίκου µε τη βιολογική του οικογένεια και εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια των θετών γονέων. Η υιοθεσία τελείται µε δικαστική απόφαση, κατόπιν αιτήµατος των υποψηφίων θετών γονέων. ιασφαλίζεται η εχεµύθεια, ως προς το γεγονός της υιοθεσίας, καθώς και το απόρρητο της ταυτότητας των θετών γονέων έναντι των βιολογικών. Ωστόσο, το θετό παιδί µετά την ενηλικίωσή του έχει το δικαίωµα να αναζητήσει και να πληροφορηθεί για τους βιολογικούς του γονείς. Πριν την τέλεση της υιοθεσίας διεξάγεται κοινωνική έρευνα για την υγεία, την προσωπικότητα, την οικονοµική κατάσταση, τα κίνητρα και την αµοιβαία ικανότητα προσαρµογής των υποψηφίων θετών γονέων. Οι αρµόδιοι φορείς για την διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας είναι οι ιευθύνσεις Κοινωνικής Πρόνοιας των Νοµαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, οι φορείς ΕΟΠ, ΠΙΚΠΑ, το Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα» και το ηµοτικό Βρεφοκοµείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός» για την υιοθεσία των παιδιών που φιλοξενούν και προστατεύουν. 4

Όσον αφορά στον ακριβή αριθµό των παιδιών που έχουν υιοθετηθεί ή υιοθετούνται ετησίως στη χώρα µας δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί, επειδή η συντριπτική πλειονότητα των υιοθεσιών διενεργούνται µέσω ιδιωτικών υιοθεσιών ή, σε περιπτώσεις αλλοδαπών παιδιών, εκδικάζονται στη χώρα καταγωγής του παιδιού. Οι υιοθεσίες αυτές είχαν αυξηθεί µετά τη διµερή συµφωνία που συνήψε η Ελλάδα µε τη Ρουµανία (Ευθυµίου, 2000), ωστόσο, τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει διακρατική συµφωνία µε συγκεκριµένο κράτος. Οι έλληνες υποψήφιοι θετοί γονείς συνήθως απευθύνονται σε κράτη της ανατολικής Ευρώπης, τα οποία έχουν υπογράψει τη συνθήκη της Χάγης. Υιοθεσία και ψυχική υγεία των παιδιών Τα τελευταία 40 χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει δοθεί από τους ειδικούς της ψυχικής υγείας και από τους κοινωνικούς λειτουργούς στην υιοθεσία. Ωστόσο, οι θεωρήσεις τους διαφέρουν, οι ειδικοί της ψυχικής υγείας ενδιαφέρονται για τους παράγοντες επικινδυνότητας για την ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων που υιοθετούνται, ενώ οι κοινωνικοί λειτουργοί αντιµετωπίζουν την υιοθεσία ως λύση σε πολλά διαφορετικά κοινωνικά προβλήµατα. Στη κοινή γνώµη η άποψη για την υιοθεσία είναι αµφιλεγόµενη. Τα υιοθετηµένα παιδιά εξαιτίας των προκαι περι-γενετικών αλλά και των γενετικών προβληµάτων που παρουσίασαν και των επώδυνων πρώιµων εµπειριών που βίωσαν σε οικογένειες που τα κακοποιούσαν ή τα παραµελούσαν είναι ψυχικά τραυµατισµένα και συνεπώς δύσκολα (Miller, 2005). Η υπερ-αντιπροσώπευση των υιοθετηµένων παιδιών στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας (Juffer & Van IJzendoorn, 2005. Van IJzendoorn, Juffer, & Klein Poelhuis, 2005) ενισχύει την άποψη ότι τα υιοθετηµένα παιδιά θα έχουν χαµηλή σχολική επίδοση, χαµηλή εικόνα εαυτού και θα εµφανίσουν εξωτερικευµένα και εσωτερικευµένα προβλήµατα συµπεριφοράς στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία, ενώ στην ενήλικη ζωή θα παρουσιάσουν ψυχικές διαταραχές (Van IJzendoorn & Juffer, 2006). Η υιοθεσία αποτελεί την καλύτερη εναλλακτική λύση για τα παιδιά, που απαιτείται να διαµένουν εκτός της βιολογικής τους οικογένειας, ωστόσο, το γεγονός αυτό, το ότι δηλαδή αποµακρύνονται από την οικογένειά τους, αποτελεί από µόνο του παράγοντα επικινδυνότητας. Σύµφωνα µε τον Brodzinsky (1987), η υιοθεσία προκαλεί ψυχική πίεση, η οποία µπορεί να έχει επιπτώσεις στην προσαρµογή του παιδιού. Η υιοθεσία πάντοτε εµπεριέχει απώλειες, οι θετοί γονείς βιώνουν την απώλεια που σχετίζεται µε την υπογονιµότητά τους και την µη απόκτηση βιολογικού απογόνου, ενώ τα υιοθετηµένα παιδιά βιώνουν την απώλεια των βιολογικών τους γονέων και της καταγωγής τους. Οι απώλειες αυτές ενδεχοµένως να οδηγήσουν σε συναισθηµατικές αντιδράσεις και σε προβλήµατα συµπεριφοράς που σχετίζονται µε το πένθος. Η υιοθεσία ως παράγοντας επικινδυνότητας Πληροφορίες για τις επιπτώσεις της υιοθεσίας στα παιδιά και στους εφήβους αντλούµαι από τρεις κατηγορίες ερευνών: (1) επιδηµιολογικές µελέτες, (2) συγκριτικές µελέτες µεταξύ υιοθετηµένων και µη παιδιών και εφήβων σε κλινικό πληθυσµό και (3) συγκριτικές 5

µελέτες µεταξύ υιοθετηµένων και µη παιδιών σε µη-κλινικό πληθυσµό (Brodzinsky & Pinderhughes, 2002). (1) Επιδηµιολογικές µελέτες. Τα ερευνητικά δεδοµένα καταδεικνύουν ότι υπάρχει υπερ-αντιπροσώπευση των υιοθετηµένων παιδιών και εφήβων σε υπηρεσίες της ψυχικής υγείας. Tο ποσοστό των υιοθετηµένων παιδιών στο γενικό πληθυσµό είναι 1% - 2%, µεταξύ του 3% και 13% από αυτά επισκέπτονται τα εξωτερικά ιατρεία ψυχιατρικών κλινικών (Goldberg & Wolkind, 1992). Το αντίστοιχο ποσοστό για νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική κυµαίνεται από 9% έως 21% (Dickson, Heffron, & Parker, 1990). Η έρευνα των Hjern, Lindblad και Vinnerljung, (2002), κατέδειξε ότι τα υιοθετηµένα παιδιά και οι υιοθετηµένοι έφηβοι, σε σύγκριση µε τα µη υιοθετηµένα παιδιά και τους µη υιοθετηµένους εφήβους, παραπέµπονται συχνότερα από τους γονείς τους σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Μολονότι, η ερµηνεία των αποτελεσµάτων αυτών εύλογα οδηγεί στο συµπέρασµα ότι τα παιδιά που υιοθετούνται εµφανίζουν περισσότερα ψυχολογικά προβλήµατα σε σύγκριση µε τα µη υιοθετηµένα, ωστόσο, µια πιθανή εξήγηση θα µπορούσε να είναι ότι οι θετοί γονείς, συγκρινόµενοι µε τους βιολογικούς, όταν αντιµετωπίζουν κάποιο πρόβληµα µε το παιδί τους καταφεύγουν ευκολότερα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας (Brodzinsky et. al.,1998). Είναι, επίσης, πιθανόν οι θετοί γονείς να καταφεύγουν ευκολότερα στον ειδικό για λιγότερο σοβαρά προβλήµατα, σε σύγκριση µε το µέσο γονέα, εξαιτίας της εξοικείωσής τους µε τις κοινωνικές υπηρεσίες και τους ειδικούς της ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της προετοιµασίας τους για την υιοθεσία, ίσως και λόγω του υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και εισοδήµατος (Cohen, Coyne, & Duvall, 1993). Ένας άλλος λόγος είναι ότι, ενδεχοµένως, ορισµένοι θετοί γονείς έχουν µια αρνητική προκατάληψη συνδέοντας την υιοθεσία µε αύξηση της πιθανότητας εµφάνισης προβληµάτων στο παιδί. Επειδή τα παιδιά τους είναι υιοθετηµένα, είναι προετοιµασµένοι, στην πρώτη εκδήλωση µιας µη συνηθισµένης συµπεριφοράς, να καταφύγουν στον ειδικό. Επίσης, µπορεί να καταφεύγουν στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας επειδή θεωρούν ότι τα προβλήµατα του παιδιού απειλούν σοβαρά τη συνοχή της οικογένειας. Με άλλα λόγια, οι περισσότερο τεταµένες οικογενειακές σχέσεις, σε συνδυασµό µε τον κοινωνικό στιγµατισµό που σχετίζεται µε την υιοθεσία, µπορεί να οδηγήσει τους γονείς να ανταποκρίνονται περισσότερο στα προβλήµατα των παιδιών τους, µε αποτέλεσµα να καταφεύγουν πιο εύκολα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας (Brodzinsky & Pinderhughes, 2002). Οι Warren (1992) και οι Miller, Fan, Grotevant, Christensen, Coyl και Van Dulmen, (2000) κατέδειξαν ότι ακόµα και όταν δεν υπήρχαν διαφορές στη σοβαρότητα των ψυχολογικών προβληµάτων, µεταξύ των υιοθετηµένων παιδιών και εκείνων που ζούσαν µε τους βιολογικούς γονείς τους, τα υιοθετηµένα παιδιά είχαν περισσότερες πιθανότητες να παραπεµφθούν από τους γονείς τους στον ειδικό για βοήθεια. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι η υπερ-αντιπροσώπευση των υιοθετηµένων παιδιών και εφήβων στην ενδο- και εξω-νοσοκοµειακή περίθαλψη είναι αποτέλεσµα των σοβαρότερων ψυχολογικών προβληµάτων που αντιµετωπίζουν τα υιοθετηµένα παιδιά, σε σύγκριση µε τα 6

βιολογικά, καθώς και της µεγαλύτερης ευκολίας µε την οποία οι θετοί γονείς απευθύνονται στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας για βοήθεια (Brodzinsky & Pinderhughes, 2002). (2) Συγκριτικές µελέτες µεταξύ υιοθετηµένων και µη παιδιών και εφήβων σε κλινικό πληθυσµό. Σε οποιαδήποτε ψυχιατρική µονάδα ή ιατρο-παιδαγωγικό κέντρο που αναλαµβάνει τη θεραπεία παιδιών και εφήβων, σε ενδο-νοσοκοµειακή ή κοινοτική υπηρεσία, είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει κάποιος οικογένειες µε υιοθετηµένο παιδί. Ερωτήµατα προκύπτουν εάν υπεραντιπροσωπεύονται τα υιοθετηµένα παιδιά και οι έφηβοι στον κλινικό πληθυσµό ή εάν υπάρχουν κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες οι οποίοι διαφοροποιούν τα υιοθετηµένα παιδιά και τους υιοθετηµένους εφήβους και τις οικογένειές τους από εκείνες των βιολογικών παιδιών και εφήβων. Καθώς επίσης, και εάν οι ψυχιατρικές διαταραχές που εµφανίζουν τα υιοθετηµένα παιδιά διαφέρουν όσον αφορά την κατανοµή του φύλου, τη σοβαρότητα και την έκταση των συµπτωµάτων και τη διαγνωστική κατηγορία σε διαφορετικές ηλικίες. Στη δεκαετία του 1960, είχε υποστηριχθεί ότι ένα υψηλό ποσοστό των υιοθετηµένων παιδιών εµφανίζουν ψυχιατρικές διαταραχές και η υπόθεση αυτή βασίστηκε σε µελέτες σε κλινικό πληθυσµό (Schechter, 1960. Toussieng, 1962). Ωστόσο, τα ευρήµατα των µελετών αυτών αµφισβητούνται εξ αιτίας της απουσίας οµάδας σύγκρισης καθώς και της αδυναµίας τους να ελέγξουν την επίδραση κοινωνικο-οικονοµικών παραγόντων. Οι ελάχιστες µελέτες που χρησιµοποίησαν οµάδα σύγκρισης παρείχαν κάποια βάση για γενικεύσεις των αποτελεσµάτων τους. Οι Humphrey και Ounsted (1963,1964) βρήκαν ότι το ποσοστό των ψυχιατρικών παραποµπών αυξάνεται στην αρχή της εφηβείας, ενώ τα παιδιά, κυρίως τα αγόρια, που υιοθετήθηκαν µετά την ηλικία των έξι µηνών, έκλεβαν και κατέστρεφαν. Τα ερευνητικά δεδοµένα των τριών τελευταίων δεκαετιών καταδεικνύουν ότι τα παιδιά που έχουν υιοθετηθεί έχουν περισσότερες πιθανότητες, σε σύγκριση µε εκείνα που µεγαλώνουν στις οικογένειές τους, να έχουν χαµηλότερη σχολική επίδοση και περισσότερες κοινωνικές δυσκολίες (Brodzinsky, Schechter, Braff, & Singer, 1984), να εµφανίσουν εξωτερικευµένα προβλήµατα, όπως προβλήµατα συµπεριφοράς, ελλειµµατική προσοχή και υπερκινητικότητα, παραβατικότητα και χρήση ουσιών, ωστόσο, παρουσίαζαν λιγότερα προβλήµατα σε σύγκριση µε εκείνα που µεγάλωναν µόνο µε τη µητέρα τους (Fergusson, Lynskey, & Horwood, 1995). Άλλες µελέτες κατέδειξαν αντιδραστική και διασπαστική συµπεριφορά (Kotsopoulos, Cote, Joseph, Pentland, Stavrakaki, Sheahan, & Oke,1988. Kotsopoulos, Walker, Copping, Cote, & Stavrakaki, 1993), και χρήση ουσιών (Marshall, Marshall, & Heer, 1994), ενώ εντόπισαν πολύ µικρές διαφορές στα εσωτερικευµένα προβλήµατα, όπως κατάθλιψη και άγχος (Kotsopoulos et. al., 1988, 1993), και ψυχωσικές διαταραχές (Goldberg & Wolkind, 1992). Επιπλέον, οι υιοθετηµένοι έφηβοι, συγκρινόµενοι µε τους βιολογικούς, είχαν παραπεµφθεί σε ψυχιατρική υπηρεσία σε µικρότερη ηλικία και είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν νοσηλευθεί για ψυχιατρικά προβλήµατα και µάλιστα για µεγαλύτερα χρονικά διαστήµατα (Dickson et al., 1990), καθώς και να το σκάνε από την ενδο- 7

νοσοκοµειακή νοσηλεία (Fullerton, Goodrich, & Burman,1986). Είναι ενδιαφέρον ότι οι γονείς των υιοθετηµένων παιδιών, σε αντίθεση µε εκείνους των µη υιοθετηµένων, δεν συνέδεαν τα προβλήµατα των παιδιών τους µε συζυγικές ή οικογενειακές δυσκολίες, αντίθετα, ισχυρίζονταν ότι αυτές ήταν απόρροια βιολογικών παραγόντων καθώς και των πρώιµων εµπειριών που είχαν βιώσει τα παιδιά αυτά. Επίσης, θεωρούσαν ότι η αποµάκρυνση του παιδιού από το σπίτι θα αποτελούσε λύση στα προβλήµατά του. Σύµφωνα µε τους Brodzinsky και Pinderhughes (2002), το εύρηµα αυτό εγείρει ανησυχίες για τον τρόπο µε τον οποίο οι θετοί γονείς ανταποκρίνονται στο γονεϊκό τους ρόλο, όταν τα παιδιά τους αντιµετωπίζουν δυσκολίες προσαρµογής ενοχοποιούν το ίδιο το παιδί και τις εµπειρίες του πριν από την υιοθεσία, ενώ αρνούνται τη δική τους συνυπευθυνότητα. (3) Συγκριτικές µελέτες µεταξύ υιοθετηµένων και βιολογικών παιδιών σε µηκλινικό πληθυσµό. Όσον αφορά στα βρέφη, οι διαφορές µεταξύ υιοθετηµένων και βιολογικών βρεφών εντοπίζονται κυρίως σε ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά (Carey, Lipton, & Myers, 1974), και στην ποιότητα του δεσµού µητέρας βρέφους (Singer, Brodzinsky, Ramsay, Steir, & Waters, 1985). Μελέτες σε παιδιά σχολικής ηλικίας καταδεικνύουν ότι τα υιοθετηµένα παιδιά, σε σύγκριση µε τα µη-υιοθετηµένα, εµφανίζουν περισσότερες δυσκολίες στο σχολείο, χαµηλότερη σχολική επίδοση και περισσότερα προβλήµατα στις κοινωνικές τους δεξιότητες (Brodzinsky, Schechter, Braff, & Singer, 1984). Τα ερευνητικά δεδοµένα από µελέτες σε εφήβους είναι αµφιλεγόµενα, η έρευνα των Borders, Black, & Pasley, (1998), σε εφήβους δεν κατέδειξε διαφορές µεταξύ υιοθετηµένων και µη εφήβων. Ωστόσο, από πολλές µελέτες καταδεικνύεται ότι οι υιοθετηµένοι έφηβοι, συγκρινόµενοι µε τους µη-υιοθετηµένους συµµαθητές τους, εµφανίζουν σε µεγαλύτερο βαθµό προβλήµατα συµπεριφοράς, σχολικής επίδοσης, και ψυχολογικές δυσκολίες (Miller et al., 2000). Στις περισσότερες περιπτώσεις τα προβλήµατα αυτά εντοπίζονται σε δυσκολίες προσαρµογής στο πλαίσιο του σχολείου καθώς και σε εξωτερικευµένα προβλήµατα, όπως παρορµητική συµπεριφορά και υπερκινητικότητα, αντικοινωνικότητα και χρήση τοξικών ουσιών (Fergusson et al., 1995). Ωστόσο, τα αποτελέσµατα της µελέτης των Tieman, Van der Ende, & Verhulst, (2005, 2006), είναι ενθαρρυντικά και καταδεικνύουν ότι η πλειονότητα των υιοθετηµένων νεαρών ενηλίκων προσαρµόζονται µε επιτυχία. Η ηλικία που υιοθετήθηκε το παιδί, οι εµπειρίες του πριν από την υιοθεσία, το φύλο του και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του αποτελούν διαµεσολαβητικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν σε σηµαντικό βαθµό την προσαρµοστικότητα του παιδιού. 8

Προστατευτικοί Παράγοντες / Παράγοντες Επικινδυνότητας Η ηλικία του παιδιού κατά την υιοθεσία. Η ηλικία του παιδιού κατά την υιοθεσία αποτελεί µια από τις σηµαντικότερες παραµέτρους για την πρόβλεψη της προσαρµογής του παιδιού. Όσο µεγαλύτερη είναι η ηλικία του παιδιού όταν υιοθετείται, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να παρουσιάσει δυσκολίες προσαρµογής (Brodzinsky et al., 1998). Οι Marcovitch, Goldberg, Gold, Washington, Wasson, Krekewich, και Handley-Derry (1997) κατέδειξαν ότι τα βρέφη τα οποία είχαν παραµείνει σε ίδρυµα στη Ρουµανία λιγότερο από έξι µήνες προσαρµόζονταν καλύτερα σε σύγκριση µε εκείνα που παρέµειναν για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα. Τα ερευνητικά δεδοµένα µιας συγκριτικής µελέτης µεταξύ βρεφών που υιοθετήθηκαν µετά την ηλικία των οκτώ µηνών, βρεφών που υιοθετήθηκαν πριν από την ηλικία των τεσσάρων µηνών και βρεφών που ζούσαν στις βιολογικές τους οικογένειες, κατέδειξαν ότι τα βρέφη που υιοθετήθηκαν µετά την ηλικία των οκτώ µηνών εµφάνιζαν ανασφαλή δεσµό µε τη µητέρα τους και αδιαφοροποίητη φιλικότητα, ενώ τα παιδιά που υιοθετήθηκαν πριν από την ηλικία των τεσσάρων µηνών δεν διέφεραν από εκείνα της οµάδας σύγκρισης (Chisholm, 1998). Oι Sharma, McGue και Benson, (1996), µελέτησαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα υιοθετηµένων εφήβων και κατέδειξαν ότι όσο µεγαλύτερη ήταν η ηλικία του παιδιού κατά την υιοθεσία, τόσο µειωνόταν ο δείκτης προσαρµογής των εφήβων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρηµα ότι οι δείκτες προσαρµογής δεν διαφοροποιούνταν εάν το παιδί είχε υιοθετηθεί µεταξύ δύο και δέκα ετών, το οποίο υποδηλώνει ότι η κρίσιµη περίοδος για την προσαρµοστική ικανότητα του παιδιού είναι τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του. Ωστόσο, άλλα ερευνητικά δεδοµένα κατέδειξαν ότι η ηλικία υιοθεσίας δεν σχετίζεται µε την εµφάνιση προβληµάτων συµπεριφοράς (Andresen, 1992. Verluis-den Bieman & Verhulst,1995. Wierzbicki,1993). Η εξήγηση για τα αντιφατικά αυτά ευρήµατα, είναι ότι η ηλικία που υιοθετείται ένα παιδί σχετίζεται µε άλλους παράγοντες οι οποίοι αφορούν στις εµπειρίες και στις συνθήκες διαβίωσης του παιδιού πριν υιοθετηθεί. Εµπειρίες του παιδιού πριν από την υιοθεσία. Η έκθεση σε εµπειρίες που προκαλούν ψυχική πίεση κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής κάνει τα άτοµα περισσότερο ευάλωτα, όσον αφορά την ικανότητά τους να αντιµετωπίζουν τις αντιξοότητες και να αντεπεξέρχονται σε δύσκολες καταστάσεις µε τις οποίες θα έρθουν αντιµέτωπα µετέπειτα στη ζωή τους. i) Παραµέληση ή/και κακοποίηση.: Η πρώιµη παραµέληση και κακοποίηση καθώς και οι συχνές αλλαγές περιβάλλοντος αυξάνουν την πιθανότητα για δυσκολίες προσαρµογής σε εφήβους που υιοθετήθηκαν διακρατικά (Verlhulst, Althaus, & Verluis-den Bieman, 1992). Ωστόσο, η µελέτη των Bohman και Sigvardsson (1990), κατέδειξε ότι παιδιά ηλικίας 11 ετών µε ιδρυµατική εµπειρία εµφάνιζαν περισσότερα προβλήµατα προσαρµογής σε σχέση µε εκείνα της οµάδας σύγκρισης, ανεξαρτήτως από το εάν τοποθετούνταν σε ανάδοχη, θετή ή στη βιολογική 9

τους οικογένεια. Στην ηλικία των 15 ετών η προσαρµογή των παιδιών αυτών εξαρτιόταν κυρίως από το πλαίσιο στο οποίο θα µεγάλωναν, µε τα παιδιά που υιοθετήθηκαν να εµφανίζουν τις λιγότερες δυσκολίες και να µη διαφέρουν σηµαντικά από τα παιδιά της οµάδας σύγκρισης. ii) Ιδρυµατική εµπειρία.: Όσον αφορά την ιδρυµατική εµπειρία κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής, τα ερευνητικά δεδοµένα καταδεικνύουν ότι βασικές παράµετροι της σωµατικής ανάπτυξης, όπως το ύψος, το βάρος και η περίµετρος της κεφαλής επηρεάζονται αρνητικά από την παραµονή των παιδιών στο ίδρυµα. Το βάρος είναι η πρώτη παράµετρος της σωµατικής ανάπτυξης η οποία επηρεάζεται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Η µελέτη των Groze και Ileana (1996) κατέδειξε ότι το 60% των παιδιών που υιοθετήθηκαν, είχαν κατά την τοποθέτησή τους στις οικογένειές τους, µικρότερο βάρος και ύψος από το φυσιολογικό. Ο Johnson (2000) υπολογίζει ότι τα παιδιά χάνουν ένα µήνα από την ανάπτυξή τους κάθε τρεις µήνες παραµονής τους στο ίδρυµα. Η υιοθεσία, ωστόσο, µπορεί να λειτουργήσει ως θεραπευτική παρέµβαση, βοηθώντας τα παιδιά να ανακάµψουν. Σύµφωνα µε την έρευνα της Miller (2000), στα περισσότερα παιδιά βελτιώνεται αισθητά η σωµατική τους ανάπτυξη αµέσως µετά την τοποθέτησή τους σε κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον που τους παρέχει τη δυνατότητα να ανακάµψουν. Η κλασσική διαχρονική µελέτη της Tizard και των συνεργατών της (1972, 1974, 1975, 1978. Hodges & Tizard, 1989a,b) σε παιδιά που έζησαν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους σε ίδρυµα και µετέπειτα κάποια επέστρεψαν στους βιολογικούς γονείς τους, κάποια παρέµειναν σε ίδρυµα και κάποια υιοθετήθηκαν, κατέδειξε ότι οι επιπτώσεις της ιδρυµατικής εµπειρίας είναι σηµαντικές και µακροχρόνιες και επηρεάζουν κυρίως τις κοινωνικές και φιλικές σχέσεις µε τους συνοµηλίκους. Οι διαφορές µε τα παιδιά της οµάδας σύγκρισης, στη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών, οι οποίες εντοπίστηκαν στη βρεφική και στην προσχολική ηλικία, εξαλείφθηκαν στη µέση παιδική ηλικία (Tizard & Hodges, 1978). Επίσης, τα παιδιά που υιοθετήθηκαν κατάφεραν να συνάψουν ουσιαστικές συναισθηµατικές σχέσεις µε τους θετούς γονείς τους και είχαν καλύτερη εξέλιξη συγκρινόµενα µε τα παιδιά που επέστρεψαν στους βιολογικούς τους γονείς ή µε εκείνα που παρέµειναν σε ίδρυµα. Ωστόσο, οι διαφορές στην κοινωνική συµπεριφορά των εφήβων παρέµεναν, οι επιπτώσεις ήταν εµφανείς ακόµα και για εκείνους τους εφήβους που είχαν περάσει το µεγαλύτερο µέρος της ζωής τους σε µια οικογένεια που νοιάζονταν πραγµατικά γι αυτούς (Hodges & Tizard, 1989a). Το εύρηµα αυτό υποδηλώνει ότι, παρά την αξιοσηµείωτη ανάκαµψη που µπορεί να παρατηρηθεί σε παιδιά που έζησαν σε ίδρυµα τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, οι επιπτώσεις της ιδρυµατικής εµπειρίας στην κοινωνική ανάπτυξη και στη δηµιουργία στενών διαπροσωπικών σχέσεων είναι µη αναστρέψιµες και οι µετέπειτα ευκαιρίες που δίνονται στο παιδί από την οικογενειακή ζωή δεν του παρέχουν τη δυνατότητα πλήρους ανάκαµψης. Η διαχρονική µελέτη των Rutter και των συνεργατών του (2010), The English and Romanian Adoptee study, σε µια οµάδα παιδιών τα οποία υιοθετήθηκαν στη Βρετανία, µετά από την παραµονή τους σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης σε ιδρύµατα της Ρουµανίας, µας δίνει πληροφορίες για τις µακροχρόνιες επιπτώσεις της πρώιµης στέρησης, αλλά και για τη δυνατότητα ανάκαµψης. Τα αποτελέσµατα κατέδειξαν ότι σχεδόν τα µισά παιδιά δεν 10

παρουσίασαν κανένα πρόβληµα ή καθυστέρηση σε κανέναν τοµέα της ανάπτυξής τους. Ωστόσο, η λειτουργικότητα των παιδιών σχετίζονταν µε την ηλικία τους όταν πήγαν στη Βρετανία, το 70% των παιδιών που, όταν πήγαν στη Βρετανία, ήταν µικρότερα των 6 µηνών δεν παρουσίασαν καθυστέρηση ή προβλήµατα σε κανέναν τοµέα της ανάπτυξής τους. Αντιθέτως, µόνο το 24% των παιδιών, που όταν πήγαν στη Βρετανία ήταν µεταξύ 24 και 42 µηνών, δεν παρουσίασαν καµία καθυστέρηση ή πρόβληµα. Οι αρνητικές επιπτώσεις που προέρχονταν από την πρώιµη στέρηση στο ίδρυµα παρέµεναν και στην ηλικία των 15 ετών και εκφράζονταν µε ψευδο-αυτισµό, αδιαφοροποίητο δεσµό, υπερκινητικότητα/ελλειµµατική προσοχή, και καθυστέρηση της γνωστικής ανάπτυξης (Kreppner, Kumsta, Rutter, Beckett, Castle, Stevens, Sonuga, & Barke, 2010). Η διαχρονική µελέτη µας στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα (ΚΒΜ)* σε βρέφη 12 έως 18 µηνών που υιοθετήθηκαν (Vorria, Papaligoura, Dunn, Van IJzendoorn, Steele, Kontopoulou, & Sarafidou, 2003. Vorria, Papaligoura, Sarafidou, Kopakaki, Dunn, Van IJzendoorn, & Kontopoulou, 2006) είναι από τις ελάχιστες που µελέτησε βρέφη κατά τη διάρκεια της παραµονής τους στο ίδρυµα και µετά την υιοθεσία τους στις οικογένειές τους και τα συνέκρινε µε παιδιά που µεγάλωναν µε τους βιολογικούς τους γονείς. Όσον αφορά στη συναισθηµατική ανάπτυξη, τα βρέφη που ζούσαν στο ΚΒΜ, κατά τη διάρκεια της παραµονής τους στο ίδρυµα, είχαν πολύ υψηλά ποσοστά ανασφαλούς δεσµού, τύπου αποδιοργάνωσης** µε τη βρεφοκόµο τους. Επίσης, υστερούσαν στην γνωστική ανάπτυξη, ήταν συνεσταλµένα, λιγότερο κοινωνικά και εκδήλωναν περισσότερο αρνητικό συναίσθηµα από τα παιδιά της οµάδας σύγκρισης. ύο χρόνια περίπου µετά από την υιοθεσία τους, στην ηλικία των 4 ετών, τα παιδιά παρουσίασαν σηµαντική ανάκαµψη στο σωµατικό τοµέα, καλύπτοντας τις διαφορές που υπήρχαν µε τα παιδιά της οµάδας σύγκρισης. Επίσης, τα παιδιά που υιοθετήθηκαν, δεν παρουσίασαν περισσότερα προβλήµατα συµπεριφοράς από τα παιδιά που µεγάλωσαν µε τις οικογένειές τους και δεν είχαν δυσκολίες µε τη νηπιαγωγό τους. Ωστόσο, παρουσίαζαν υψηλότερα ποσοστά ανασφαλών τύπων δεσµού µε τις θετές µητέρες τους, παρότι παρέµεναν στην οικογένειά τους για περίπου δύο χρόνια. Στον γνωστικό τοµέα, οι διαφορές µεταξύ των υιοθετηµένων και των µη υιοθετηµένων παιδιών παρέµεναν, τα υιοθετηµένα παιδιά είχαν χαµηλότερη βαθµολογία στο τεστ νοηµοσύνης και περισσότερες δυσκολίες στην κατανόηση των συναισθηµάτων των άλλων. Είναι σηµαντικό να σηµειώσουµε ότι τα παιδιά που υιοθετήθηκαν άλλαξαν πρόσωπο δεσµού από τη βρεφοκόµο, µε την οποία είχαν δηµιουργήσει δεσµό κατά τη παραµονή τους στο ίδρυµα, στη θετή τους µητέρα. Η ποιότητα του δεσµού -ο τύπος του δεσµού- εξαρτάται από την εσωτερίκευση και τη γενίκευση των προσδοκιών για το δεσµό κατά την πρώτη παιδική ηλικία. Η ανάκαµψη στην ασφάλεια του δεσµού, κατά την προσχολική ηλικία, των παιδιών που υιοθετήθηκαν ήταν περιορισµένη, ενδεχοµένως λόγω της µικρής διάρκειας παραµονής των παιδιών στη θετή τους οικογένεια. * Το Κέντρο Βρεφών Μητέρα είναι ένα ίδρυµα το οποίο βρίσκεται στην Αθήνα και φιλοξενεί βρέφη από την γέννησή τους µέχρι να επιστρέψουν στη βιολογική τους οικογένεια, να υιοθετηθούν ή να τοποθετηθούν σε ανάδοχη οικογένεια. Επίσης, φιλοξενεί µητέρες κατά τους τελευταίους µήνες της κύησης και µερικούς µήνες µετά από τον τοκετό. Η πλειονότητα των βρεφών έχουν τοποθετηθεί σε κάποια οικογένεια κατά την προσχολική ηλικία. 11

Η διαχρονική µελέτη των παιδιών αυτών στην εφηβεία (Βορριά & Ντούµα, σε προετοιµασία για δηµοσίευση), κατέδειξε ότι, όσον αφορά στη συναισθηµατική ανάπτυξη, οι διαφορές στην ποιότητα του δεσµού µεταξύ των υιοθετηµένων εφήβων και των εφήβων που µεγάλωσαν στις οικογένειές τους εξαλείφθηκαν. Το εύρηµα αυτό καταδεικνύει ότι τα παιδιά χρειαζόταν περισσότερο χρόνο µε τις οικογένειές τους προκειµένου να εµπιστευθούν τους θετούς γονείς τους και να είναι συναισθηµατικά ασφαλή. Ωστόσο, οι διαφορές µεταξύ των δύο οµάδων εφήβων, παρέµεναν όσον αφορά τη νοηµοσύνη, τη σχολική επίδοση και τα προβλήµατα συµπεριφοράς στο σχολείο, υποδηλώνοντας ότι η ανάκαµψη των υιοθετηµένων εφήβων δεν ήταν ολοκληρωτική, τουλάχιστον σ αυτή τη φάση ανάπτυξης. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ένα µεγάλο ποσοστό εφήβων έχουν προσαρµοστεί επιτυχώς στην οικογένειά τους και δεν παρουσίαζαν δυσκολίες σε κανέναν τοµέα της ζωής τους. Γενετικοί προδιαθεσικοί παράγοντες. Ορισµένοι από τους βιολογικούς γονείς των υιοθετηµένων παιδιών είναι γενετικά και κοινωνικά επιβαρηµένοι, εµφανίζουν προβλήµατα αλκοολισµού, αντικοινωνικότητας, κατάχρησης εξαρτησιογόνων ουσιών ή πάσχουν από κάποια σοβαρή ψυχική διαταραχή (Cadoret, 1990). Το γεγονός ότι οι βιολογικές µητέρες των υιοθετηµένων παιδιών αντιµετώπισαν, κατά τη διάρκεια της κύησης, σοβαρές κοινωνικές δυσκολίες όπως ανεργία, οικονοµικές δυσχέρειες, ή/και διαζύγιο έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών τους. Τα αυξηµένα προβλήµατα που παρατηρούνται στα υιοθετηµένα παιδιά είναι πιθανόν, σε κάποιο βαθµό, να σχετίζονται και µε γενετικούς παράγοντας, όπως την ψυχοπαθολογία των βιολογικών τους γονέων ή/και µε προγενετικούς παράγοντες, όπως την ψυχική πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης, την ελλιπή ιατρική φροντίδα, την ανεπαρκή διατροφή ή ακόµα και την έκθεση του εµβρύου σε αλκοόλ και άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες. Το φύλο του παιδιού. Τα ερευνητικά δεδοµένα είναι αντιφατικά όσον αφορά τις διαφορές φύλου σε υιοθετηµένα παιδιά και εφήβους. Οι περισσότερες µελέτες καταδεικνύουν ότι, σε σύγκριση µε τα κορίτσια, τα αγόρια που υιοθετήθηκαν παρουσίαζαν περισσότερες δυσκολίες και προβλήµατα συµπεριφοράς (Stams, Juffer, Rispens & Hoksbergen, 2000), καθώς και ψυχιατρικές διαταραχές (Lipman, Offord, Boyle, & Racine,1993). Ωστόσο, σε άλλες µελέτες δεν ** Ο δεσµός τύπου αποδιοργάνωσης/αποπροσανατολισµού απαντάται σε ειδικούς πληθυσµούς, παιδιά που έχουν κακοποιηθεί, παιδιά των οποίων οι µητέρες είναι αλκοολικές, χρήστες τοξικών ουσιών, καταθλιπτικές, ψυχικά ασθενείς, εχθρικές και εισχωρητικές. Τα βρέφη µε αυτόν τον τύπο δεσµού βιώνουν σύγκρουση ως προς το κίνητρο να πλησιάσουν ή να αποφύγουν τη µητέρα, η οποία είναι η µόνη πηγή ασφάλειας και ταυτόχρονα αποτελεί πηγή κινδύνου (Main, 1999). Τα βρέφη αυτά έχουν βιώσει µεγαλύτερη ψυχική πίεση από τα βρέφη των άλλων τύπων ανασφαλών δεσµών, τύπου αµφιθυµίας και τύπου αποφυγής. Ο δεσµός τύπου αποδιοργάνωσης/ αποπροσανατολισµού θεωρείται ισχυρός παράγοντας κινδύνου για τη δηµιουργία ψυχοπαθολογίας στην παιδική ηλικία και στην ενήλικη ζωή (Βορριά, 2004). 12

εντοπίστηκαν διαφορές φύλου (Westhues & Cohen,1997 Brodzinsky, et al., 1984). Η έρευνα των Goldberg & Wolkind, 1992, σε κλινικό πληθυσµό, δεν κατέδειξε διαφορές φύλου µεταξύ υιοθετηµένων και µη υιοθετηµένων παιδιών. Στη διαχρονική µελέτη σε παιδιά προσχολικής ηλικίας τα οποία παρέµειναν στο ΚΒΜ κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της ζωής τους και κατόπιν υιοθετήθηκαν επίσης δεν εντοπίστηκαν διαφορές φύλου (Vorria et al., 2006). Στην πρόσφατη διαχρονική µελέτη των παιδιών αυτών στην εφηβεία τους, επίσης δεν εντοπίστηκαν διαφορές φύλου (Βορριά & Ντούµα, σε προετοιµασία για δηµοσίευση). Παράγοντες της προσωπικότητας του παιδιού. Ο αριθµός των ερευνών που µελετούν την προσωπικότητα των υιοθετηµένων παιδιών είναι εξαιρετικά περιορισµένος (Plomin, Corley, Caspi, Fulker, & DeFries, 1998). Η µελέτη των Juffer, Stams, και Van IJzendoorn (2004), η οποία εξέτασε παράγοντες οι οποίοι είναι πιθανόν να σχετίζονται µε την εµφάνιση προβληµάτων σε υιοθετηµένα παιδιά, κατέδειξε ότι τα παιδιά τα οποία ήταν ανθεκτικά δεν παρουσίασαν προβλήµατα συµπεριφοράς. Τα παιδιά τα οποία είχαν υπερβολικά αυξηµένο αυτοέλεγχο εµφάνισαν κυρίως εσωτερικευµένα προβλήµατα, ενώ αντίθετα τα παιδιά µε χαµηλό αυτοέλεγχο παρουσίασαν εξωτερικευµένα προβλήµατα, κυρίως αντικοινωνικότητα και επιθετική συµπεριφορά. Η Υιοθεσία ως «Θεραπευτική» Παρέµβαση Η υιοθεσία είναι ένα «φυσικό πείραµα», το οποίο µπορεί να αποκαλύψει τις δυνατότητες και τους περιορισµούς της ανθρώπινης φύσης και να παρουσιάσει την πλαστικότητα ή την ακαµψία της ανάπτυξης του παιδιού σε τοµείς που συνήθως θεωρούνται ως γενετικά προκαθορισµένοι (Dicken & Flynn, 2001). Η πλειονότητα των παιδιών που υιοθετούνται αλλάζουν κοινωνικο-οικονοµική τάξη. Οι θετοί γονείς είναι κατά µέσο όρο σε καλύτερη οικονοµική κατάσταση και έχουν περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης από τους βιολογικούς γονείς των παιδιών που υιοθετούνται, µε αποτέλεσµα τα παιδιά που υιοθετούνται να επωφελούνται, να εκτίθενται σε ερεθίσµατα και να τους παρέχονται ευκαιρίες που δεν θα τις είχαν εάν παρέµεναν µε τους βιολογικούς τους γονείς. Επίσης, τα περισσότερα παιδιά που υιοθετούνται µεταφέρονται από ένα περιβάλλον στερηµένο, το οποίο δεν τους παρείχε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν φυσιολογικά, σε ένα περιβάλλον το οποίο τους προσφέρει συναισθηµατική ασφάλεια και σταθερότητα. Η αποτελεσµατικότητα της υιοθεσίας, ως κοινωνική παρέµβαση, καταδεικνύεται µε συγκρίσεις που αφορούν στην γνωστική, κοινωνική και τη συναισθηµατική ανάπτυξη παιδιών που µεγάλωσαν σε ίδρυµα και κατόπιν υιοθετήθηκαν σε οικογένειες που νοιάζονταν πραγµατικά γι αυτά και τα φρόντιζαν. Τα ερευνητικά δεδοµένα από πολλές µελέτες σε υιοθετηµένα παιδιά καταδεικνύουν ότι η ανάκαµψη των παιδιών σε όλους τους τοµείς της ανάπτυξής τους είναι εντυπωσιακή (Juffer, Bakermans-Kranenburg, LeMare, Palacios, Sonuga-Barke, Tieman, Van IJzendoorn, 13

Verhulst, Vorria (in press) O Connor, Rutter, & the English and Romanian Adoptees Study Team, 2000a O Connor, Rutter, Beckett, Keaveney, Kreppner, & the English and Romanian Adoptees Study Team, 2000b Rutter, Andersen-Wood, Beckett, Bredenkamp, Castle, Dunn, & the English and Romanian Adoptees Study Team, 1998 Rutter, O Connor & the English and Romanian Adoptees Study Team, 2004 Van IJzendoorn & Juffer, 2005, 2006 Vorria et al., 2003, 2006). Το συµπέρασµα από τις µελέτες αυτές είναι ότι, όταν δοθεί η δυνατότητα, σε παιδιά που ζούσαν σε αντίξοες κοινωνικές και συναισθηµατικές συνθήκες, να µεταφερθούν σε οικογένειες που τους παρέχουν τη βάση ασφάλειας που έχουν ανάγκη και κατάλληλα ερεθίσµατα, ανακάµπτουν και καλύπτουν τα κενά που παρουσίασαν στις προηγούµενες φάσεις της ανάπτυξής τους. Οι Θετοί Γονείς Η µετάβαση στη γονεϊκότητα είναι µια περίοδος δύσκολη για το ζευγάρι, ακόµα και για τους βιολογικούς γονείς. Ο λόγος για τον οποίο ένα ζευγάρι υιοθετεί παιδί ποικίλει, η πλειονότητα των ζευγαριών που επιλέγουν να υιοθετήσουν παιδί είναι άτεκνα ζευγάρια τα οποία αδυνατούν να τεκνοποιήσουν και καταφεύγουν στη λύση της υιοθεσίας όταν έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειές τους για την απόκτηση δικού τους βιολογικού απογόνου. Τα ζευγάρια αυτά έχουν επανειληµµένως βιώσει τη µαταίωση, την απογοήτευση και το πένθος γιατί το παιδί που προσδοκούσαν δεν ερχόταν (Παπαληγούρα, 2005). Άλλα ζευγάρια καταφεύγουν στην υιοθεσία από επιλογή, τα ζευγάρια αυτά έχουν ή δεν έχουν βιολογικά παιδιά αλλά επιθυµούν να µεγαλώσουν και να φροντίσουν ένα παιδί που χρειάζεται τη φροντίδα τους. Ωστόσο, οι θετοί γονείς, ανεξαρτήτως της αιτίας που τους οδήγησε στην υιοθεσία ενός παιδιού, πρέπει να εγκαταλείψουν τις προσδοκίες, τις φαντασιώσεις, τις εικόνες που είχαν για το δικό τους βιολογικό παιδί καθώς και την ενασχόλησή τους µε τους δεσµούς αίµατος. Πρέπει να αποδεχθούν την αδυναµία τους να τεκνοποιήσουν και να επενδύσουν συναισθηµατικά στο υιοθετηµένο παιδί τους δίνοντάς του χώρο για να αναπτύξει την ύπαρξή του. Οι θετοί γονείς που δεν αποδέχθηκαν την στειρότητά τους αισθάνονται ανασφαλείς, και µπορεί να είναι απορριπτικοί, υπερπροστατευτικοί, ενδοτικοί και συναισθηµατικά αµέτοχοι (Watkins & Fisher, 2007). Τα τελευταία χρόνια υιοθετούνται παιδιά από οµόφυλα ζευγάρια καθώς και από µονογονεϊκές οικογένειες, ωστόσο για να γίνει κάποιος θετός γονέας πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις και να είναι διατεθειµένος να ακολουθήσει τις προβλεπόµενες από το νόµο διαδικασίες, ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί το συµφέρον του παιδιού. Μόνο οι θετοί γονείς απαιτείται να έχουν γίνει αποδεχτοί προκειµένου να επιτύχουν το στόχο του να γίνουν γονείς. Συνήθως απαιτείται η κατάθεση αίτησης σε κάποιο φορέα υιοθεσίας και σε βάθος αξιολόγηση από ειδικούς προκειµένου να αποδειχθεί ότι το υποψήφιο ζευγάρι πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να γίνουν γονείς. Αποτέλεσµα αυτής της µακρόχρονης διαδικασίας είναι η αύξηση της ψυχικής πίεσης στο ζευγάρι και η µείωση της αυτοεκτίµησής τους. Επίσης, η περίοδος προσαρµογής µεταξύ των γονέων και του παιδιού, απαιτεί προσαρµογή στην καθηµερινή πίεση και είναι περίοδος αγωνίας για τους υποψήφιους 14

θετούς γονείς, διότι πρέπει να αποδείξουν ότι είναι επαρκείς για να γίνουν οι γονείς του συγκεκριµένου παιδιού και να καταφέρουν να κάνουν το παιδί να τους αποζητά και να επιθυµεί να βρίσκεται µαζί τους. Στις περιπτώσεις όπου η τοποθέτηση του παιδιού είναι προσωρινή, όταν για παράδειγµα υπάρχουν νοµικά προβλήµατα και συνεπώς η παραµονή του παιδιού στην οικογένεια µπορεί να διακοπεί για λόγους που δεν ελέγχουν οι ίδιοι, ενδέχεται να αποτρέπει τους γονείς από τη σύναψη συναισθηµατικών σχέσεων µε το παιδί, το οποίο σε άλλες συνθήκες θα συνέβαινε. Οι θετοί γονείς πρέπει να διεργαστούν την υπογονιµότητά τους και την αδυναµία απόκτησης βιολογικού απογόνου και να αποδεχτούν το παιδί. Η στάση των θετών γονέων είναι καθοριστικής σηµασίας στην προσαρµογή και στην ανάκαµψη του παιδιού από τις επώδυνες εµπειρίες που πιθανόν είχε στην αρχή της ζωής του. Ο ρόλος τους είναι δύσκολος, ιδίως όταν έρχονται αντιµέτωποι µε τις δυσκολίες του παιδιού, οι οποίες συχνά είναι αποτέλεσµα των βιωµάτων που είχε πριν υιοθετηθεί. Οι θετοί γονείς πρέπει να καλύψουν τα συναισθηµατικά κενά που είχε το παιδί, τις ανασφάλειες και τις αµφιβολίες για τη διαθεσιµότητα των γονέων και τους φόβους του παιδιού για την επανάληψη της εγκατάλειψης, να αποκτήσουν την εµπιστοσύνη του παιδιού και να αποτελέσουν τη βάση ασφάλειας γι αυτό. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί οι θετοί γονείς πρέπει να είναι φυσικά και συναισθηµατικά διαθέσιµοι και να ανταποκρίνονται µε ευαισθησία στις ανάγκες του παιδιού τους. Οι θετοί γονείς πρέπει επίσης να είναι σε θέση να προσφέρουν στο παιδί τους µια θέση στην οικογένειά τους και την αίσθηση ότι είναι ευπρόσδεκτο και ότι ανήκει σ αυτήν. Η διαδικασία αυτή είναι µακρόχρονη και σε αρκετές περιπτώσεις δύσκολη για τους θετούς γονείς, επειδή το παιδί στην προσπάθειά του να τους εµπιστευτεί, θα θελήσει να δοκιµάσει τις αντοχές τους, το εάν νοιάζονται πραγµατικά γι αυτό και ότι αποκλείεται να το εγκαταλείψουν ότι και εάν κάνει. Εάν οι θετοί γονείς είναι απροετοίµαστοι για τις αντιδράσεις του παιδιού η συµπεριφορά τους µπορεί να είναι απορριπτική απέναντι στο παιδί τους. Οι θετοί γονείς θα πρέπει να είναι ενήµεροι των δυσκολιών που έχει η υιοθεσία ενός παιδιού, ιδιαίτερα ενός παιδιού που έζησε δύσκολες καταστάσεις κατά τη διάρκεια των πρώτων µηνών ή των πρώτων χρόνων της ζωής του. Στις περιπτώσεις αυτές οι θετοί γονείς λειτουργούν, κατά ένα τρόπο, όπως και ο θεραπευτής, δίνοντας στο παιδί τη δυνατότητα να ξαναζήσει τις ίδιες εµπειρίες αλλά σε καλύτερες συνθήκες, αντί την εγκατάλειψη και την απώλεια να αποκτήσει µια βάση ασφάλειας και σταθερότητας που θα το επιτρέψει να εξορµά για νέες εξερευνήσεις σίγουρο ότι οι γονιός του είναι πάντα εκεί γι αυτό. Ο Ρόλος της Θετής Οικογένειας στην Ανάπτυξη των Παιδιών Ο ρόλος της θετής οικογένειας στην ανάπτυξη των παιδιών έχει µελετηθεί ελάχιστα. Οι µετα-αναλύσεις των Van IJzendoorn και Juffer, (2006), κατέδειξαν ότι η υιοθεσία είναι ιδιαιτέρως αποτελεσµατική παρέµβαση για παιδιά που έχουν αντιµετωπίσει σοβαρές δυσκολίες και αντιξοότητες κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής τους. Τα υιοθετηµένα παιδιά συνήθως καλύπτουν τα κενά που είχαν στην ανάπτυξή τους (Van IJzendoorn και Juffer, 2005, 15

2006) και έχουν πολύ καλύτερη εξέλιξη από τα παιδιά που παρέµειναν στο ίδρυµα. Πολλά από τα παιδιά που υιοθετούνται ανακάµπτουν από τις αρνητικές επιπτώσεις που είχαν στην αρχή της ζωής τους, αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι η θετή οικογένεια λειτουργεί θεραπευτικά. Όσον αφορά τον τοµέα των συναισθηµατικών σχέσεων, τα ερευνητικά δεδοµένα διαχρονικών ερευνών καταδεικνύουν ότι, ο τύπος του δεσµού γονέα - παιδιού και η ποιότητα της παρεχόµενης φροντίδας προβλέπουν την κοινωνική προσαρµογή των υιοθετηµένων παιδιών κατά τη µέση παιδική ηλικία και την εφηβεία. Τα παιδιά που είχαν ασφαλή δεσµό µε τους γονείς τους στην πρώτη παιδική ηλικία και οι θετοί γονείς τους ήταν ευαίσθητοι στην κάλυψη των αναγκών τους, ήταν πιο κοινωνικά σε σύγκριση µε τα υιοθετηµένα παιδιά που είχαν ανασφαλή δεσµό µε τους θετούς γονείς τους ή οι γονείς τους ήταν λιγότερο ευαίσθητοι στην κάλυψη των αναγκών των παιδιών τους (Jaffari-Bimmel, Juffer, Van IJzendoorn, Bakermans-Kranenburg, & Mooijaart, 2006 Stams, Juffer, & Van IJzendoorn, 2002).. Ωστόσο, αποκλείεται η πιθανότητα ορισµένες διαδικασίες λειτουργούν διαφορετικά στις θετές και στις βιολογικές οικογένειες. Η διαχρονική µελέτη των Tieman et. al., (2005) στο Ρότερνταµ, κατέδειξε ότι, η υψηλή κοινωνικοοικονοµική τάξη των θετών γονέων αποτέλεσε παράγοντα επικινδυνότητας για την εµφάνιση ψυχιατρικών προβληµάτων σε υιοθετηµένους ενηλίκους, ενώ αντίθετα για τους µη υιοθετηµένους ενήλικες, ήταν προστατευτικός παράγοντας. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η ύπαρξη µεγάλης απόστασης µεταξύ της σχετικά υψηλής λειτουργικότητας των θετών γονέων και των υιοθετηµένων παιδιών τους δεν διευκολύνει την προσαρµογή των παιδιών στη θετή τους οικογένεια. Τα υιοθετηµένα παιδιά ενδεχοµένως να µην είναι τόσο λειτουργικά όσο οι θετοί γονείς τους, πιθανώς εξαιτίας των αντίξοων εµπειριών που είχαν πριν από την υιοθεσία τους ή/και λόγω γενετικών παραγόντων. Μια άλλη πιθανή ερµηνεία είναι ότι οι θετοί γονείς υψηλής κοινωνικο-οικονοµικής τάξης έχουν υπερβολικές προσδοκίες από τα παιδιά τους στις οποίες τα παιδιά δεν µπορούν να ανταποκριθούν. Ο τύπος της γονεϊκότητας σε συνδυασµό µε την κοινωνικο-οικονοµική τάξη σχετίζεται µε τις διαφορές µεταξύ των υιοθετηµένων και των µη-υιοθετηµένων παιδιών. Τα ερευνητικά δεδοµένα από την έρευνα που διεξήχθη στον Καναδά, σε παιδιά που υιοθετήθηκαν από τη Ρουµανία, κατέδειξε ότι τα υιοθετηµένα παιδιά που είχαν ζήσει σε συνθήκες στέρησης, µεγάλο χρονικό διάστηµα των παιδικών τους χρόνων, είχαν µεγαλύτερη ανάγκη από έναν περισσότερο δοµηµένο τύπο γονεϊκότητας, το οποίο όµως δεν βρέθηκε να ισχύει για τα υιοθετηµένα παιδιά που δεν έζησαν µεγάλο χρονικό διάστηµα σε συνθήκες στέρησης, ή σε µη υιοθετηµένα παιδιά (Stevens, Sonuga-Barke, Kreppner, Beckett, Castle, Colvert, Groothues, Hawkins, & Rutter, (2008). Είναι σηµαντικό να τονιστεί ότι, εκτός από τους θετούς γονείς, ο τρόπος, µε τον οποίο τα ίδια τα υιοθετηµένα παιδιά και µετέπειτα οι έφηβοι και οι ενήλικες, αξιολογούν την υιοθεσία τους σχετίζεται µε την προσαρµογή τους στη θετή οικογένεια και µε την ευηµερία τους (Brodzinsky, 2005). 16

Η Αποκάλυψη της Υιοθεσίας Τα υιοθετηµένα παιδιά έχουν την µοναδική εµπειρία του να γεννηθούν σε µια οικογένεια και να µεγαλώσουν σε µια άλλη. Όσον αφορά το ευαίσθητο και σοβαρό θέµα της ενηµέρωσης του παιδιού για την υιοθεσία, οι ερωτήσεις του παιδιού υποδεικνύουν στο γονέα τι είναι σε θέση να κατανοήσει και να αποδεχθεί το παιδί. Το πότε οι θετοί γονείς θα ενηµερώσουν το παιδί για την υιοθεσία, εξαρτάται κυρίως από τους ίδιους, όταν αισθάνονται έτοιµοι να του µιλήσουν, συνήθως είναι ευκολότερο στην προσχολική ηλικία µε κάποιο σχετικό παραµύθι. Εάν το παιδί έχει ενηµερωθεί στην προσχολική ηλικία, έχει λιγότερες πιθανότητες να το µάθει από τρίτους, οπότε να πληγωθεί και να θεωρήσει ότι οι γονείς του του είπαν ψέµατα. Σύµφωνα µε τον Αµπατζόγλου, (2002), η αµηχανία και η σιωπή των θετών γονέων αποτελούν εµπόδιο στην προσπάθεια του παιδιού να κατανοήσει σηµαντικά ζητήµατα που το αφορούν και το απασχολούν. Οι θετοί γονείς ενδέχεται να εκφράσουν την αµηχανία τους µε συνεχείς αναφορές και συζητήσεις για το θέµα της υιοθεσίας ή µε υπερβολική δηµόσια κοινοποίησή της. Για το υιοθετηµένο παιδί ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η έννοια της απώλειας, η απώλεια προέρχεται από την εγκατάλειψή του από τους βιολογικούς του γονείς, καθώς και από την απώλεια της ευρύτερης οικογένειάς τους. Εάν δε η χώρα καταγωγής του παιδιού είναι διαφορετική από τη χώρα που υιοθετήθηκε, στις απώλειες προστίθεται και η απώλεια της γενέτειράς του καθώς και της πολιτισµικής του κληρονοµιάς. Όταν οι βιολογικοί γονείς παραιτούνται αµέσως µετά από τη γέννηση του παιδιού και το παιδί δίνεται αµέσως για υιοθεσία, είναι πιθανόν ευκολότερο για το παιδί να κατανοήσει τη θυσία των βιολογικών του γονέων, όπως ότι εγκατέλειψαν την προσπάθεια να το µεγαλώσουν οι ίδιοι, αυξάνοντας µε αυτή τους την πράξη τις πιθανότητες να ζήσει το ίδιο σε καλύτερες συνθήκες και να έχει περισσότερες ευκαιρίες για µια άνετη ζωή. Ωστόσο, οι θετοί γονείς είναι επιφυλακτικοί να πουν στο παιδί τους ότι «η µητέρα που το γέννησε το έδωσε για υιοθεσία επειδή το αγαπούσε», διότι το παιδί µπορεί να αναρωτηθεί µήπως οι θετοί γονείς που το αγαπούν το αφήσουν και πάλι (Melina, 1989). Είναι σηµαντικό να κατανοήσει το παιδί ότι το γεγονός ότι δόθηκε για υιοθεσία δεν είναι ασυµβίβαστο µε το να το αγαπούν και να το θέλουν οι βιολογικοί του γονείς. Οι θετοί γονείς πρέπει να αναθεωρήσουν την αντίληψη που υπήρχε παλαιότερα ότι τα υιοθετηµένα παιδιά ήταν ανεπιθύµητα. Οι θετοί γονείς έχουν την ευκαιρία να εξηγήσουν στο παιδί τους, όταν εκείνοι θεωρούν ότι το παιδί είναι στην κατάλληλη ηλικία, τη σηµασία της πράξης των βιολογικών του γονέων, ότι δηλαδή οι βιολογικοί του γονείς µε την απόφασή τους να επιτρέψουν την υιοθεσία του προσπάθησαν να είναι υπεύθυνοι γονείς επειδή ήθελαν το καλύτερο για το παιδί τους. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανόν, αντί το παιδί να αισθανθεί ότι οι βιολογικοί του γονείς το απέρριψαν, να κατανοήσει ότι προέβησαν στην πράξη αυτή προκειµένου να το προστατεύσουν και να του δώσουν δυνατότητες και ευκαιρίες που οι ίδιοι αδυνατούσαν να του προσφέρουν. Καθήκον των θετών γονέων είναι να µεταβάλουν το ανεπιθύµητο σε επιθυµητό, µεταδίδοντας στο παιδί τους το αίσθηµα πως αν και γεννήθηκε από άλλους γονείς τώρα είναι το αγαπηµένο τους παιδί και θα είναι για πάντα (Brinich, 1990). 17

Ωστόσο, είναι σύνηθες οι ενήλικοι να προβάλλουν στα συναισθήµατα του υιοθετηµένου παιδιού δικές τους εµπειρίες εγκατάλειψης, οι δε θετοί γονείς να προβάλλουν τη δική τους απώλεια για απόκτηση βιολογικού απογόνου και της τέλειας οικογένειας που επιθυµούσαν να αποκτήσουν. Οι επιπτώσεις της απώλειας, σε µεγάλο βαθµό, εξαρτώνται από το πως βιώνουν οι θετοί γονείς την υιοθεσία και πως την συζητούν µε το παιδί τους. Τα υιοθετηµένα παιδιά έχουν ένα ιστορικό καταγωγής, το οποίο, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι δυσάρεστο. Το παιδί µπορεί να έχει γεννηθεί από µητέρα άρρωστη ή η µητέρα του να έχει πεθάνει, ή να είναι ανύπανδρη, έφηβη και άπορη ή να ήρθε από άλλη χώρα, ή να είναι χρήστης εξαρτησιογόνων ουσιών, ή η εγκυµοσύνη να ήταν ανεπιθύµητη ή να προήλθε από βιασµό. Πολλά από τα υιοθετηµένα παιδιά τους πρώτους µήνες ή τα πρώτα χρόνια της ζωής τους είχαν υποστεί απόρριψη ή είχαν κακοποιηθεί ή τα φρόντιζαν πολλοί διαφορετικοί ενήλικες που δεν ήταν συναισθηµατικά διαθέσιµοι. Η συνειδητοποίηση των εµπειριών αυτών µπορεί να είναι επώδυνη για το παιδί. Επίσης, τα παιδιά που υιοθετούνται σε ηλικία µεγαλύτερη βιώνουν την απώλεια για τους ανθρώπους και τους τόπους που θυµούνται. Η περιέργεια για την υιοθεσία τους είναι συχνά συνυφασµένη µε την αναζήτηση των βιολογικών γονέων, η ικανότητα ανταπόκρισης όσον αφορά το τι επιθυµεί να µάθει κάποιος, ο προσδιορισµός της διαδικασίας απόκτησης των πληροφοριών και τέλος η ενσωµάτωση αυτών των πληροφοριών µπορεί να επηρεάσει την ταυτότητα του υιοθετηµένου ατόµου και των αναπαραστάσεων που διαµορφώνει το άτοµο για την οικογένεια. Η ανάγκη για πληροφορίες που αφορούν το ιστορικό του υιοθετηµένου ατόµου δεν οδηγεί απαραίτητα στην αναζήτηση των βιολογικών γονέων µπορεί να περιορίζεται στα στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελό του. Όσον αφορά το θέµα της αναζήτησης των ριζών των υιοθετηµένων παιδιών, στο ΚΒΜ τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ειδική υπηρεσία στην οποία µπορούν να καταφύγουν τα υιοθετηµένα άτοµα όταν ενηλικιωθούν και να τους δοθούν πληροφορίες σχετικές µε την υιοθεσία τους και τους βιολογικούς τους γονείς. Ωστόσο, οι πληροφορίες που είναι διαθέσιµες για τους βιολογικούς γονείς συνήθως είναι ελλιπείς και είναι δύσκολο το παιδί που έχει την επιθυµία ή την περιέργεια να γνωρίσει τη βιολογική του µητέρα να την βρει. Οι Wrobel & Dillon, (2009), µελέτησαν την περιέργεια και το ενδιαφέρον των υιοθετηµένων εφήβων για την ιστορία τους και τους βιολογικούς τους γονείς. Τα αποτελέσµατα κατέδειξαν ότι η συντριπτική πλειονότητα (78%) των εφήβων εκδήλωσαν µέτρια ή έντονη περιέργεια για τους βιολογικούς τους γονείς, ενώ 12% των εφήβων δεν εξέφρασαν καµία περιέργεια για τους βιολογικούς τους γονείς. Από εκείνους που θα ήθελαν να µάθουν περισσότερα, κάθε άτοµο εκδήλωνε ενδιαφέρον για διαφορετικές πληροφορίες σχετικά µε την υιοθεσία του. Σύµφωνα µε την µελέτη των Tieman, Van der Ende, & Verhulst, (2008), οι υιοθετηµένοι που αναζητούν τους βιολογικούς τους γονείς είναι πιο πιθανόν να έχουν περισσότερα ψυχιατρικά προβλήµατα σε σύγκριση µε εκείνους που δεν εκδηλώνουν κάποιο ενδιαφέρον για το ιστορικό τους. 18