ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. ΙΩΑΝΝΗ ΓΡ. ΠΛΕΞΙΔΑ Πτυχιούχου Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής

Σχετικά έγγραφα
Συγκρίσεις ιατονικής Κλίµακας ιδύµου µε άλλες διατονικές κλίµακες.

Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Κριτικὴ πάνω στὸ ἄρθρο τοῦ κ. Γιανναρᾶ «Ψυχανάλυση καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀνθρωπολογία»)

ποταμιτου εκδοσεισ ποταμιτου καταλογοσ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ θεροσ 2012

Τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ορθοδοξίας» *

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Στους κήπους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ

μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα. Ἔτσι ὁ ἅγιος Νέστωρ, παρότι ἦταν τόσο νέος, δὲν λυπήθηκε τὴν ζωή του καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό.

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Γιατὶ τὸ Βυζάντιο. Ἐκδόσεις «Ἑλληνικὰ Γράμματα», Ἀθήνα 2009, σελίδες 292.

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

ιδαγµένο κείµενο 'Αριστοτέλους 'Ηθικά Νικοµάχεια (Β6, 4-10)

Εἰσαγωγὴ. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. ICAMSoft Law Applications Σημειώ σεις

ΣΤΗΝ ἐποχή μας ἐπικρατεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ ὁ λεγόμενος Συγκρητισμὸς

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Κουζανός: Η σοφία της αγνωσίας

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Κατάλογος τῶν Συγκερασµῶν ὅλων τῶν Βυζαντινῶν ιατονικῶν Κλιµάκων µέχρι καὶ σὲ 1200 µουσικὰ διαστήµατα (κόµµατα)

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ

Ὁ νεο-δαρβινισμὸς καὶ ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Θεοῦ*

ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Διδακτική ενότητα

Παραθέτουμε απόσπασμα του άρθρου: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ- Οι Ιεχωβάδες και οι Μασόνοι κεφάλαια εις το βιβλίον των θρ

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: ἡ ἐποχή, ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ

Μαρτυρία Πίστεως καὶ Ζωῆς

Ας υποθέσουμε ότι ο παίκτης Ι διαλέγει πρώτος την τυχαιοποιημένη στρατηγική (x 1, x 2 ), x 1, x2 0,

ΣΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του αποκτά πρόσβαση στο περιβάλλον του ιατρού που παρέχει η εφαρμογή.

ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΗΓΟΥΝ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΕΚΘΕΣΙΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΟΝΗΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΕΡΚΟΥΤΑΚΗ

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ π.ἀλέξανδρος Σμέμαν

65 B Cope (1877)

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο (στ ) ΧΟΡΟΣ ηλοῖ τὸ γέννηµ' ὠµὸν ἐξ ὠµοῦ πατρὸς 471 τῆς παιδὸς εἴκειν δ'οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2014 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

Τὰ Προλεγόμενα. (π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνὸς)

Τευχος πρωτο. αρχεία. Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Ένα σύγχρονο αρχείο. Το ΙΑ/ΕΤΕ ανοίγει τα χαρτιά του

Νικηφόρος Βρεττάκος

Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.

Ο Β ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ: Υπολογιστικά Συστήματα και Εφαρμογές Πληροφορικής Pragmatic Computer Science

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2017 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

ΧΡΗΣΤΟΥ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ

Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: δύο διαφορετικοὶ δρόμοι, ἕνας κοινὸς σκοπὸς*

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

Ἔκθεση πλανῶν καὶ σφαλμάτων σὲ σχέση μὲ τὴν Πίστη καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Δημοσθένη Λιακοπούλου*

Ο Θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἀνθρώπου *

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικοµάχεια Β, 1, 4-7

ΚΑΘΕ ὥρα τηλεθέασης φέρνει στὰ μάτια μας εἰκόνες βίας, φόνων,

Έγκατάσταση καὶ Χρήση Πολυτονικοῦ Πληκτρολογίου σὲ Περιβάλλον Ubuntu Linux.

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ἑλληνικὰ σταυρόλεξα μὲ τὸ L A T E X

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

Παραδείγµατα ερωτήσεων ανοικτού τύπου και σύντοµης απάντησης. Εισαγωγή: Ο Σωκράτης διηγείται τη συζήτησή του µε τον Πρωταγόρα σε έναν φίλο του.

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Η KΑΚΟΜΕΤΑΧΕΙΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΠΕΡΙ ΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΑ. Μιχαήλ Μανωλόπουλος

Ἐμπειρική δογματική τόμος Α

Τὴν ὥρα ποὺ γραφόταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ θλιβερὲς καὶ αἱματοβαμμένες

ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Για πρώτη φορά τη λέξη Εὐαγγέλιο σαν ό- νομα ενός βιβλίου τη συναντούμε στον Ιουστίνο τον μάρτυρα.

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α] Δρ. Ἰωάννης Ἀντ. Παναγιωτόπουλος

{ i f i == 0 and p > 0

Οἱ Πηγὲς μου : Κυρίως Spade (σσ , ), Copleston, Gilson. Ἡ Αυγουστίνεια κριτικὴ κατὰ τοῦ Σκεπτικισμοῦ

Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας

Χρήσιμες ὁδηγίες γιὰ τοὺς ἐνηλίκους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτισθοῦν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι.

ΤΟΝ τελευταῖο καιρὸ ἄρχισαν νὰ γράφωνται

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν

HY 280. θεμελιακές έννοιες της επιστήμης του υπολογισμού ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ. Γεώργιος Φρ.

Νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη των Προκαθημένων καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη η Κύπρος αν ο στόχος δεν επιτευχθεί

Η ανισότητα α β α±β α + β με α, β C και η χρήση της στην εύρεση ακροτάτων.

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Δελφῶν καί Μιαούλη) Τηλ: Ἡ Θεία Κοινωνία.

ΘΕΜΑ: Διαφορές εσωτερικού εξωτερικού δανεισμού. Η διαχρονική κατανομή του βάρους από το δημόσιο δανεισμό.

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

η ἀκτινοβολιἀ τῶν ἑλληνικῶν δικἀιικῶν ιδἑῶν κἀι θἑσμῶν στο ἑὐρῶπἀϊκο στἑρἑῶμἀ

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

HISTÒRIA DE LA LLENGUA GREGA: DEL GREC CLÀSSIC AL GREC MODERN MORFOLOGIA DELS PRONOMS PERSONALS (teoria, praxi, autoavaluació) 2015

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Ποικιλία τέρπουσα. Πρωτοψάλτου τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας. Κωνσταντίνου τοῦ Βυζαντίου ( 30 Ἰουνίου 1862) 1

Σεραφείμ Πειραιώς: «Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ο ευλογημένος καιρός»

Ελεύθερη συμβίωση: Διέξοδος ἢ παγίδα;*

Οι γέφυρες του ποταμού... Pregel (Konigsberg)

Ἀσκητὲς καὶ ἀσκητήρια στὴ νῆσο Σκόπελο

ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο ( )

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ

- 1 - Ποιοι κερδίζουν από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών; Γιατί η άμεση ανταλλαγή αγαθών, ορισμένες φορές, είναι δύσκολο να

The copyright and the Intellectual Property of the Edition of the Codex Vindobonensis phil. Gr. 65 (ff. 11r-126r)

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗ ΓΡ. ΠΛΕΞΙΔΑ Πτυχιούχου Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

ΙΩΑΝΝΗ ΓΡ. ΠΛΕΞΙΔΑ Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, Τομέας Φιλοσοφίας Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 19 Φεβρουαρίου, 2010 Εξεταστική Επιτροπή: Καθηγητής Σωκράτης Δεληβογιατζής, Επιβλέπων Επίκ. Καθ. Γιώργος Ζωγραφίδης, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Λέκτορας Στυλιανός Δημόπουλος, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Καθηγητής Θεοδόσης Ν. Πελεγρίνης, Εξεταστής Καθηγητής Ανδρέας Μάνος, Εξεταστής Αν. Καθ. Χαράλαμπος Αποστολόπουλος Εξεταστής Επίκ. Καθηγητής Παναγιώτης Δόικος 2

Ιωάννης Γρ. Πλεξίδας Α.Π.Θ. Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΎ. ΤΟ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ISBN «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202. παρ. 2) 3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εἰσαγωγή.... 6 Κεφάλαιο πρῶτο. Ἡ παρουσία τοῡ κακοῡ στὸν χῶρο τοῡ ὑπερβατικοῡ. 1.1. Τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο ὡς διακριτὰ ἐπίπεδα τῆς πραγματικότητας.... 27 1.2. Τὸ ἐνδεχόμενο ἐφαρμοσιμότητας τῶν ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν στὸν χῶρο τοῦ ἐπέκεινα. Ἡ κατηγορία τῆς οὐσίας.... 33 1.2.1. Θεὸς ἀλλοιούμενος; Ἡ παρουσία τῶν συμβεβηκότων στὸν Θεό.... 43 1.3. Πέρα ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Οἱ ἔννοιες τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ὡς κατηγορήματα τῆς ἐνδοθεϊκῆς τάξης. 59 1.4. Ἡ μεταφυσικὴ ὑποστασιοποίηση τοῦ κακοῦ καὶ ἡ κριτικὴ τοῦ Νύσσης στὸν μεταφυσικὸ πεσιμισμὸ τῶν Μανιχαίων.... 67 Κεφάλαιο δεύτερο. Ἡ παρουσία τοῡ κακοῡ στὸν χῶρο τῆς ἐμμένειας. 2.1. Ἡ ἀνυποστασία τοῦ κακοῦ.... 76 2.2. Αὐτεξούσιο καὶ καταστροφικότητα: ἡ ἐλλειμματικότητα τοῦ δημιουργήματος.... 99 4

2.3. Ἐπιλέγοντας τὸ κακό: Ἡ ἀτευξία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας.... 119 2.4. Ἡ φαινομενολογία τοῦ ἀγαθοῦ.... 138 Κεφάλαιο τρίτο. Ἡ ἐμφάνεια τοῡ κακοῡ: ἡ ὓλη, τὸ σῶμα καὶ ὁ θάνατος. 3.1. Ὁ ἀρνητισμὸς τῆς ὑλικῆς πραγματικότητας.... 143 3.2. Ὁ Γρηγόριος Νύσσης καὶ ὁ George Berkeley γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ ὑλικοῦ ὑποστρώματος τῶν ὄντων.... 155 3.3. Ὁ ἄνθρωπος ὡς σύζευξη ψυχῆς καὶ σώματος.... 164 3.3.1. Τὸ σῶμα καὶ ἡ σάρκα ὡς διαφοροποιημένες φυσικὲς πραγματικότητες.... 185 3.3.2. Ἡ συμβιωτικὴ ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος.... 193 3.4. Τὸ ἀφύσικο τοῦ θανάτου.... 207 3.5. Ὁ θάνατος ὡς ἐφαλτήριο θετικῶν καὶ ἀρνητικῶν ἐνεργοποιήσεων.... 215 Κεφάλαιο τέταρτο. Ὁ ὁριστικὸς ἀφανισμὸς τοῦ κακοῦ. 4.1. Εἶναι ἀναγκαία ἡ κόλαση;... 231 4.2. Ὁ μεταφυσικὸς ὀπτιμισμὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Ἡ περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων θεωρία.... 239 4.3. Ἡ ἀτελεύτητη ἀπειρία τῆς μακαριότητας.... 249 Ἐπίλογος.... 255 Βιβλιογραφία.... 264 Βραχυγραφίες.... 293 Summary.... 295 5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τ ὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ εἶναι ἕνα λογικὸ καὶ συγχρόνως ἐμπειρικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἔχει νόημα καὶ περιεχόμενο μόνο γιὰ ἕναν θεϊστή, γιὰ κάποιον, δηλαδή, ποὺ ἀποδέχεται τὴν ὕπαρξη μίας ὑπερβατικῆς ἀρχῆς ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ ποὺ βρίσκεται σὲ ἄ μεση σχέση μὲ αὐτόν. Βεβαίως, δὲν ἀρκεῖ ἡ παραδοχὴ τῆς ὕπαρξης μίας ἐξωκοσμικῆς ἀρχῆς, ὥστε ἡ παρουσία τοῦ κακοῦ νὰ ἀποτελέσει ἀντικείμενο προβληματισμοῦ. Σὲ αὐτὴν τὴν ὑπερβατικὴ ἀρχὴ θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθοῦν τὰ κατηγορήματα τῆς παντοδυναμίας, τῆς παντογνωσίας καὶ τῆς παναγαθότητας. Ἡ παραδοχὴ μιᾶς τέτοιας ἀρχῆς ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἀκατανόητο δισύλλαβο [Θε ός] 1, εἶναι ἀπείρως ἀγαθὸ καὶ ἀπείρως δυνατό, τότε εἶναι ἱκανὸ νὰ ἀφανίσει κάθε μορφὴ κακοῦ καὶ σαφῶς, ὡς παντοδύναμο ὄν, δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐπιτύχει. Ἑπομένως, ἡ παρουσία τοῦ κακοῦ στὸν 1 Steiner George, Δέκα (πιθανοὶ) λόγοι γιὰ τὴ μελαγχολία τῆς σκέψης, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Scripta, σειρά: Πολιτισμικὴ Θεωρία Κριτική, 2007, μτφρ. Βελέντζας Σεραφείμ, σ. 79. 6

κόσμο εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὰ κατηγορήματα ποὺ ἀ ποδίδονται στὸν Θεό, καθὼς περιορίζει τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει τὸ ἀγαθὸ χωρὶς νὰ ὑπάρχει τὸ κακό. Εὔλογα, λοιπὸν, θὰ μπορούσε νὰ ὑποθέσει κάποιος ὅτι εἴτε δὲν ὑφίστανται τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ποὺ ἀποδίδονται στὸν Θεὸ 2 εἴτε ὅτι τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει 3. Ἐπειδή, ὅμως, καὶ τὸ κακὸ ὑπάρχει καὶ τὰ θεϊκὰ ἰδιώματα θεωροῦνται ἀναγκαῖα συμπαρομαρτούντα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον στὴ χριστιανικὴ σκέψη, εὔλογα, λοιπόν, ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα: «πόθεν τὰ κακά;» 4. Ὁ Γρηγόριος Νύσσης (335/40 μ.χ. 394 μ.χ.) 5 ἦταν ἕ νας ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους Καππαδόκες πατέρες τῆς ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ τὸν Βασίλειο Καισαρείας καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἐπιχείρησαν μιὰ συστηματι 2 Ὁ Feuerbach ἰσχυρίζεται ὅτι πρόκειται γιὰ τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ προβολὲς τους πάνω στὴ θεότητα, βλ. Feuerbach Ludwig, The Essence of Religion, New York, Prometheus Books, σειρά: Great Books in Philosophy, 2004, μτφρ. Loos Alexander, σσ. 69 71: «As the wishes of men, so their Gods The Gods are realized wishes». 3 Adams McCord Marilyn καὶ Adams Merrihew Robert [Ἐπιμ.], The Problem of Evil, Oxford, Oxford University Press, σειρά: Oxford Readings in Philosophy, 1990, σ. 2. 4 Πρόκλος, Εἰς τὴν πολιτείαν τοῦ Πλάτωνος, Procli Diadochi in Platonis rem publicam commentarii, 2 vols, Leipzig, Teubner, 1899 1901, 1.37.3 4: «Τούτων δὲ ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος δεδειγμένων πρὸς μὲν τὸ πρῶτον ἀπορεῖται, πόθεν τὰ κακά». 5 Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ. Meredith Anthony, The Cappadocians, London, Goeffrey Chapman, σειρά: Outstanding Christian Thinkers, 1995. 7

κὴ καὶ ἐξαντλητικὴ θεώρηση τοῦ προβλήματος τοῦ κακοῦ 6. Εἶχε βαθιὰ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας 7. Στὴ δογματικὴ διατύπωση, μάλιστα, τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῶν προσώπων στὴν Τριάδα, χρησιμοποίησε κατὰ κόρον τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἀριστοτελικὴ λογική. Ἦταν ἔγγαμος 8 καὶ ἐργαζόταν ὡς ρήτορας. Ἐπίσκοπος ἔγινε παρὰ τὴ θέλησή του καὶ ὕστερα ἀπὸ πιέσεις τοῦ ἀδερφοῦ του Βασιλείου 9. Ἂν καὶ ἄρχισε νὰ γράφει σὲ σχετικὰ μεγάλη ἡλικία, 6 Ἀπὸ τοὺς προγενέστερους βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ὁ Ὠριγένης ἀσχολήθηκε συστηματικὰ μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, ὁ ὁ ποῖος, μάλιστα, ἐπηρέασε τὸν Νύσσης, βλ. Quasten Johannes, Patrology. Vol. III. The Golden Age of Greek Patristic Literature From the Council of Nicaea to the Council of Chalcedon, Utrecht/Antwerp, Spectrum Publishers, 1975 4, (1960 1 ), σ. 289. 7 Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὶς σπουδὲς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Ὁ ἴδιος, σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν διάσημο σοφιστὴ Λιβάνιο, θὰ ἀναφέρει ὡς δασκάλους του τὸν ἀδερφὸ του Βασίλειο καὶ τοὺς ἀποστόλους, βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Ἐπιστολὴ ιγ, G.N.O. VIII.II, σ. 45.15 24: «Διδασκάλους δὲ τοὺς ἡμετέρους, εἰ μὲν ὧν τι δοκοῦμεν μεμαθηκέναι ζητοίης, Παῦλον εὑρήσεις καὶ Ἰωάννην καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους τε καὶ προφήτας εἰ δὲ περὶ τῆς ὑμετέρας λέγοις σοφίας ταῦτα γὰρ ἢ κουσα πρὸς πάντας δεξιόντος τοῦ σοῦ μὲν μαθητοῦ, πατρὸς δὲ ἐμοῦ καὶ διδασκάλου τοῦ θαυμαστοῦ Βασιλείου». Σὲ ἄλλο κείμενό του θὰ ὀνομάσει «διδάσκαλο» τὴν ἀδερφὴ του Μακρίνα, βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, P.G. 46, 12A: «περιῆν δὲ ἔτι τῷ βίῳ ἡ ἀδερφὴ καὶ διδάσκαλος». 8 Γιὰ τὸ θέμα τοῦ γάμου τοῦ Νύσσης βλ. Χρήστου Παναγιώτης, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία. Πατέρες καὶ θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, Τόμος Αʹ, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Κυρομάνος, 1994 4, (1971 1 ), σ. 187. 9 Τσάμης Δημήτριος, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία. Ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ ὣς τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, 2001 6, (1983 1 ), σ. 148. 8

ὑπῆρξε πολυγραφότατος συγγραφέας. Συνέχισε δὲ τὸν ἀγώνα τοῦ ἀδερφοῦ του κατὰ τοῦ Εὐνομίου 10, ἐνῶ ἔγραψε μιὰ σειρὰ ἐξηγητικῶν ἔργων μὲ σκοπὸ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἀσκητικῶν κοινοτήτων ποὺ εἶχε ὀργανώσει ὁ ἀ δερφός του 11. Ἡ προσπάθεια τοῦ Νύσσης νὰ ἐξηγήσει τὴν ἀντινομικὴ συμπαρουσία ἑνὸς πανάγαθου καὶ παντοδύναμου Θεοῦ καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, διέπει τὸ σύνολο ἔργο του καί, συγχρόνως, καθορίζει τὴν ἐσχατολογία του, τὴν ἀντίληψή του, δηλαδή, γιὰ τὴν ἔσχατη ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τῆς κρίσης. Ὁ ἀνυποψίαστος ἀναγνώστης εὔλογα μπορεῖ νὰ ἀναρωτηθεῖ γιὰ ποιὸ λόγο ἐπιλέξαμε, μέσα ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων, τὸν Γρηγόριο Νύσσης. Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι τὸ ἴδιο τὸ ἔργο τοῦ Νύσσης προσφέρεται γιὰ ἐπισταμένη φιλοσοφικὴ ἔρευνα. Εἶναι ὁ πιὸ φιλοσοφικὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς 10 Ὅπως θὰ δείξουμε καὶ στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς παρούσης ἐργασίας, στοὺς λόγους του ἐναντίον τοῦ Εὐνομίου ὁ Γρηγόριος κάνει συνεχὴ χρήση τῆς φιλοσοφίας μὲ σκοπὸ νὰ ἀνατρέψει τὰ φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Εὐνόμιου. Οἱ ἀναφορές του στὴν «ἀπάτη τῆς ὁμωνυμίας», στὴν «ἐν ταῖς κατηγορίαις τεχνολογίαν» καὶ στὴν «ἀριστοτελικὴν κακοτεχνίαν», ὅπως ὁ ἴ διος ἀναφέρει χαρακτηριστικά, καθὼς καὶ ἡ χρήση τῶν στωικῶν ὅρων «ἐπίνοια» καὶ «κοινὲς ἔννοιες», φανερώνουν βαθὺ γνώστη τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ἐπισημαίνουμε, ὡστόσο, ὅτι ὁ Γρηγόριος στέκεται κριτικὰ ἀπέναντι στὸν Ἀριστοτέλη, γιατὶ ἡ ἐσφαλμένη χρήση τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας ὁδηγεῖ σὲ αἱρετικὲς ἀποκλίσεις, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Εὐνομίου. 11 Harrison E. Verna, Grace and Human Freedom according to St. Gregory of Nyssa, New York Ontario, The Edwin Mellen Press, σειρά: Studies in the Bible and Early Christianity, ἀρ. 30, 1992, σσ. 5 6. 9

Καππαδόκες 12 καὶ ὁ πιὸ ἀποστασιοποιημένος ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σκέψη γενικότερα 13. Στὴ διατύπωση τῶν σκέψε ών του χρησιμοποιεῖ σχήματα καὶ ἔννοιες ποὺ ἄντλησε ἀπὸ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς θύραθεν παιδείας, ἐνῶ θὰ χαρακτηρίσει τὴ φιλοσοφία «ἰατρικὴ τῆς ψυχῆς» 14. Ὁ ἴδιος, ἐ ξάλλου, ἐπισημαίνει τὸ θετικὸ ρόλο τῆς ἔξω παιδεύσεως στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας 15. Θὰ ὑποστηρίξει, μάλιστα, ὅτι ἂν ὅ,τι παρουσιάζεται ὡς ἀληθὲς δὲν ἐρευνηθεῖ μὲ τὴ συνεργασία τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου, τότε δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀσύστατο καὶ μύθευμα 16. Ἡ διατύπω 12 Jaeger Werner, Early Christianity and Greek Paideia, Cambridge, Massachusetts London, Harvard University Press, 1962, σ. 92, πρβλ. Κωνσταντίνου Εὐάγγελος, «Γρηγόριος ὁ Νύσσης», στὴ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 12 ος, σσ. 754 771, ἰδ. 756 757. 13 Brooks Otis, «Cappadocian thought as a coherent system», στὸ περιοδικὸ Dumbarton Oaks Papers, τεῦχος 12, 1958, σσ. 96 124, ἰδ. σ. 97. 14 Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ παρθενίας, G.N.O. VIII.1, σ. 335.15 16: «τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τῆς τῶν ψυχῶν ἰατρικῆς, τῆς φιλοσοφίας λέγω», πρβλ. Levinas Emmanuel, Ἐλευθερία καὶ ἐντολή, Αθήνα, ἐκδόσεις Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, σειρά: ἑστία ἰδεῶν, 2007, μτφρ. Πάγκαλος Μιχάλης, σ. 45: «Ἡ φιλοσοφία ἐγγράφεται στὴν οὐσία τῆς ψυχῆς, ὡς τὸ βαθύτερο κίνητρό της καὶ φέρει ἐντός της ὅλα τὰ ἂλλα». 15 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Μωυσέως, G.N.O. VII.I, σ. 43.21 25: «Ἔστι γάρ τι καὶ τῆς ἔξω παιδεύσεως πρὸς συζυγίαν ἡμῶν εἰς τεκνογονίαν ἀρετῆς οὐκ ἀπόβλητον. Καὶ γὰρ ἡ ἠθικὴ τε καὶ φυσικὴ φιλοσοφία γένοιτο ἄν πότε τῷ ὑψηλοτέρῳ βίῳ σύζυγός τε καὶ φίλη καὶ κοινωνὸς τῆς ζωῆς». 16 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸ ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων, G.N.O. VI, σ. 11.5 7: «εἰ μή τις διὰ φιλοσοφίας ἐνθεωρήσειε τὴν ἀλήθειαν, ἀσύστατον ἢ μυθῶδες εἶναι τοῖς ἀνεπισκέπτοις τὸ λεγόμενον δόξει», πρβλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Διαλεκτικὰ, 3.17 22, Kotter I: «Φιλοσοφία ἐστὶ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστη 10

ση τῶν χριστιανικῶν ἀπόψεών του μέσα ἀπὸ ἕναν φιλοσοφικό, καὶ εἰδικότερα πλατωνικὸ λόγο 17, εἶχε ὡς φυσικὸ ἐπακόλουθο νὰ χαρακτηριστεῖ φιλόσοφος 18. Ἡ ἰδιομορφία, ὅμως, τῆς σκέψης τοῦ Γρηγορίου δὲν βρίσκεται στὸ ὅτι ἀντλεῖ εἰκόνες καὶ λέξεις ἀπὸ τὴ φιλοσοφικὴ ὁ ρολογία καὶ μεθοδολογία, ὥστε νὰ διατυπώσει τὶς ἀλήμῶν Τέχνη μὲν οὖν ἐστιν ἡ ἒν τισι σφαλλομένη κατά τινας, ἐπιστήμη δὲ ἡ μηδενὶ σφαλλομένη, μόνη δὲ ἡ φιλοσοφία οὐ σφάλλεται», Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος θεολογικὸς Α, Düsseldorf, Patmos Verlag, Die fünf theologischen Reden, 1963, 10.10 14: «Φιλοσόφει μοι περὶ κόσμου ἤ κόσμων, περὶ ὓλης, περὶ ψυχῆς, περὶ λογικῶν φύσεων βελτιόνων τε και χειρόνων, περὶ ἀναστάσεως, κρίσεως, ἀνταποδόσεως, Χριστοῦ παθημάτων. Ἐν τούτοις γὰρ καὶ τὸ ἐπιτυγχάνειν οὐκ ἂχρηστον καὶ τὸ διαμαρτάνειν ἀκίνδυνον». 17 Meredith Anthony, Gregory of Nyssa. The Early Church Fathers, London and New York, Routledge, σειρά: Early Christian Studies/Religion, 2002 2, (1999 1 ), σ. 129, πρβλ. Pellegrino Michele, «Il Platonismo di San Gregorio Nisseno nel dialogo Intorno all anima e alla risurrezione», στὸ περιοδικὸ Rivista di Filosofia Neoscolastica, τεῦχος 30, 1938, σσ. 437 474, ἰδ. σ. 444. 18 Godet P., «Grégoire de Nysse», στό: Dictionnaire de Théologie Catholique, τεῦχος 6.2, 1920, σσ. 1847 1852, ἡ ἀναφορὰ στὸ βιβλίο τοῦ Μαρᾶ Ἀναστάσιου, Ἡ ἐσχατολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς πηγές. Δευτέρα Παρουσία, Παράδεισος, Κόλαση, Ἀποκατάσταση, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Ἡρόδοτος, 2002, σ. 22, σημ. 8, πρβλ. Γεωργούλης Δ. Κ., Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Παπαδήμα, 2000 3, (χ.χ. 1 ), σ. 638: «ὁ Γρηγόριος Νύσσης εἶναι φιλοσοφικὸν πνεῦμα μεγίστης σπουδαιότητος, τὸ ὁποῖον ἤσκησε καὶ ἀσκεῖ ἀκόμη καὶ σήμερον σημαντικώτατην ἐπίδρασιν». Γιὰ τὴ φιλοσοφικὴ σπουδαιότητα τοῦ Νύσσης βλ. Pépin Jean, «Ἡ πατερικὴ φιλοσοφία. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ρεύματα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας», στό: Châtelet François, Ἡ Φιλοσοφία. Ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὣς τὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη, Τόμος Β, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Γνώση, σειρά: Φιλοσοφικὴ καὶ Πολιτικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 5, 1984, μτφρ. Παπαγιώργης Κωστής, σσ. 260 261. 11

θειες τῆς πίστης καὶ νὰ ἐμβαθύνει μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα στὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια 19 ἀκολουθώντας τὴν ὁδὸ τοῦ ὀνομαζόμενου «πατερικοῦ ἐκλεκτισμοῦ» 20, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς ὅτι προκρίνει μιὰ μὴ δογματικὴ προσέγγιση τοῦ δόγματος 21, μιὰ διπλὴ προσέγγιση ἡ ὁποία εἶναι συγχρόνως θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἐγκλωβίζεται στὰ στενὰ ὅρια τοῦ δόγματος 22. Ὁ 19 Ἡ σκέψη του ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς κράμα βιβλικῆς καὶ θύραθεν παιδείας, βλ. Marcolungo L. Ferdinando, «Imagine e Signoria», στὸ περιοδικὸ Studia Patavina, τεῦχος 25, 1978, σσ. 5 42, ἰδ. σ. 13. 20 Ἡ χρήση τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν λογικῶν ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Νύσσης ἔκανε τὸν Φώτιο νὰ πεῖ ὅτι ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀντιευνομιανοὺς συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του, βλ. Φώτιος, Βιβλιοθήκη, P.G. 103, 52BC: «Πλεονάζει γὰρ τοῖς ἐνθυμήμασι καὶ τοῖς παραδείγμασιν. Ἔστι δὲ ἀδεκάστως εἰπεῖν ὡς ὃσον ὑπερβάλλει κάλλει τε και λαμπρότητι καὶ τῷ ἡδυτάτῳ Θεόδωρον, τοσοῦτον ἐκείνου τοῦτον τὸ πλῆθος τῶν ἐπιχειρημάτων καὶ τὸ γόνιμον εἰς τὸ προέχειν ἐκβιάζεται». Γιὰ τὴν ἐ κλεκτικὴ χρήση τῆς φιλοσοφίας ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς βλ. Μπέγζος Μάριος, Διόνυσος καὶ Διονύσιος, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἑλληνικὰ Γράμματα, σειρά: Θρησκειολογία, ἀρ, 25, 2000, σσ. 115 131, ἰδ. σ. 121: «Γενικὰ γίνεται ἀπολύτως ἀποδεκτὸς ὁ προπαιδευτικὸς ρόλος τῆς φιλοσοφίας ποὺ θεωρεῖται ὡς ἕνα εἶδος εὐαγγελικῆς προπαρασκευῆς συστοιχώντας πρὸς τὴ θεωρία τοῦ σπερματικοῦ λόγου ἢ ἀπομακρυνόμενη ἀπὸ αὐτὴν γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὰ ἴχνη τοῦ βασιλειανοῦ λόγου πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ὁ ὁ ποῖος ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ ὡριμότερος καρπὸς τοῦ πατερικοῦ ἐ κλεκτικισμοῦ». 21 Caputo D. John, The Weakness of God. A Theology of the Event, Bloomington, Indiana University Press, σειρά: Indiana Series in the Philosophy of Religion, 2006, σσ. 7 9. 22 Εὔστοχα ὁ Derrida θὰ ὑποστηρίξει ὅτι οἱ Kierkegaard καὶ Heidegger, ἀνήκουν σὲ αὐτὴν τὴν παράδοση τῆς δυνατότητας ὕπαρξης μιᾶς θρησκείας χωρὶς θρησκεία, βλ. Derrida Jacques, The Gift of Death, Chicago and London, The University of Chicago 12

Γρηγόριος, τελικά, ὁμολογεῖ τὸν χριστιανισμὸ τοῦ φιλοσόφου 23. Αὐτὴ ἡ σκέψη ποὺ σκέπτεται τὸ ἄσκεπτο καὶ τὸ παραδεδομένο, προκειμένου νὰ τὸ θεμελιώσει φιλοσοφικά, ἂν καὶ ἔχει ὡς κινητήρια αἰτία της καὶ ὡς πρώτη ὕ λη της τὴν πίστη 24, τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα γιὰ τὴν ὕ παρξη μίας ὑπέρ κοσμικῆς καὶ πρό κοσμικῆς ἀρχῆς, ἐντούτοις στρέφεται στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας μέσα ἀπὸ σκέψεις καὶ στοχασμοὺς ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητοι καὶ ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε μορφὴ αὐθεντίας. Ἐνῶ ὁ ἀποκαλυπτικὸς χαρακτήρας τῆς γνώσης εἶναι δεδομένος, ὁ Νύσσης δὲν ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ νὰ ἀπεμπολήσει τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης του. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἡμεῖς δὲ καθ ὃσον χωροῦμεν στοχασμοῖς τισι καὶ ὑπονοίαις τὸ ἀληθὲς ἀνιχνεύοντες» 25. Γιὰ τὸν Γρηγόριο ὑφίσταται ἡ ἀνοιχτότητα τῆς σκέψης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ κατοχὴ τῆς Press, σειρά: Religion and Postmodernism, 1996 2, (1995 1 ), σ. 49, πρβλ. Caputo D. John, The Prayers and Tears of Jacques Derrida. Religion without Religion, Bloomington, Indiana University Press, 1997. 23 Γιὰ τὸν «χριστιανισμὸ τοῦ φιλοσόφου» σὲ ἀντιδιαστολὴ με τὸν «χριστιανὸ φιλόσοφο», βλ. Ricoeur Paul, Τὸ κακό. Μια πρόκληση γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Πόλις, 2005, μτφρ. Γρηγορίου Γιῶργος, σ. 9. 24 Ὁ Heidegger θὰ πεῖ ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἕνας τρόπος ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπινου Dasein, βλ. Heidegger Martin, «Phänomenologie und Theologie», στό: Wegmarken, Frankfurt am Main, Klostermann, σειρά: Klostermann Seminar, 2004, σ. 52: «der Glaube ist eine Existenzweise des menschlichen Daseins». 25 Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 180C: «Ἐμεῖς, ὅσο μποροῦμε, ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια μέσα ἀπὸ στοχασμοὺς καὶ ὑποθέσεις». 13

γνώσης δὲν εἶναι τελεσίδικη καὶ τετελεσμένη, ἀλλὰ μετέωρη ἀβεβαιότητα, ποὺ βρίσκεται πάντοτε καθ ὁδόν. Πρόκειται γιὰ μία γνώση ποὺ προσφέρεται σὰν ἕνα εἶδος ἄσκησης καὶ δοκιμῆς 26. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Νύσσης, τὸ ὅτι ἀγαπάει τὴ σοφία, εἶναι, δηλαδή, φιλόσοφος μὲ τὴν ἐτυμολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου 27, εἶναι ἐραστὴς τῆς σοφίας, τὸν καθιστὰ ἄτοπο, δηλαδή, ἀταξινόμητο 28. Ἡ σκέψη του δὲν εἶναι αὐστηρὰ δογματική, καθὼς δὲν ὑπόκειται στὴ νοητικὴ ἀ καμψία τοῦ δογματισμοῦ, καὶ ἀμφιβάλλει γιὰ τὰ δεδομένα 29, ἀλλά, συγχρόνως, στρέφεται πρὸς τὸ ἐπέκεινα, 26 27 28 29 Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 185A: «Ἡμεῖς δὲ, καθώς ἐστι δυνατὸν, διὰ στοχασμῶν τινων καὶ εἰκόνων φαντασθέντες τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἐπὶ νοῦν ἐλθὸν οὐκ ἀποφαντικῶς ἐκτιθέμεθα, ἀλλ ὡς ἐν γυμνασίας εἲδει τοῖς εὐ γνώμοσι τῶν ἀκροωμένων προσθήσομεν.» [Ἐμεῖς, ὅσο εἶναι δυνατόν, μέσα ἀπὸ κάποιες σκέψεις καὶ εἰκόνες, φανταζόμαστε τὴν ἀλήθεια. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἔρχεται στὸν νοῦ μας τὸ ἐκθέτουμε ὄχι μὲ τρόπο κατηγορηματικὸ [ἡ ὑπογράμμιση δική μου], ἀλλὰ τὸ προσφέρουμε στοὺς καλοπροαίρετους ἀπὸ τοὺς ἀκροατές μας ὡς ἕνα εἶδος ἄσκησης τοῦ νοῦ καὶ δοκιμῆς]. Πλάτωνας, Φαῖδρος, 278d: «Τὸ μὲν σοφόν, ὦ Φαῖδρε, καλεῖν ἒμοιγε μέγα εἶναι δοκεῖ καὶ θεῷ μόνῳ πρέπειν τὸ δὲ ἤ φιλόσοφον ἤ τοιοῦτόν τι μᾶλλόν τε ἂν αὐτῷ καὶ ἁρμόττοι καὶ ἐμμελεστέρως ἒχοι». Γιὰ τὴ χρήση καὶ τὴ σημασία τοῦ ὃρου «φιλοσοφία» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη βλ. Κουτσογιαννόπουλος Δημήτριος, «Φιλοσοφία. Ἐτυμολογία καὶ ἔννοια», στὸ περιοδικὸ Ἀθηνᾶ, τόμος 69 ος, 1966 1967, σσ. 191 197. Ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Pierre Hadot γιὰ τὸν Σωκράτη, βλ. Hadot Pierre, Ἀρχαίας φιλοσοφίας ἐγκώμιον, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἑξάντας, σειρά: Νήματα, 2004, μτφρ. Μιχαὴλ Ἀλεξάνδρα, σ. 33. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ Νύσσης δὲν ἦταν χωρὶς συνέπειες. Ἂν καὶ δὲν καταδικάστηκε ποτέ, ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἔπαψε νὰ μνημονεύεται μὲ σεβασμὸ ἀνάλογο μὲ αὐ 14

καὶ κατ ἐπέκταση στὸν Θεό, καθὼς κάθε φιλόσοφος ποὺ στρέφεται μὲ λογισμοὺς πρὸς τὴν ἰδέα τῆς αἰωνιότητας στρέφεται συγχρόνως καὶ πρὸς τὸ θεϊκό 30. Ἐπιπροσθέτως, ἐπιλέξαμε νὰ μελετήσουμε τὸν Γρηγόριο Νύσσης γιατί τὰ κείμενά του διαβάστηκαν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν βυζαντινῶν χρόνων καὶ ἐπηρέασαν τόσο δυτικοὺς συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἰωάννης Σκῶτος Ἐριγένης 31, ὅσο καὶ ἀνατολικούς, ὅπως ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 32. Τὸ πολυδιάστατο ἔργο του, τὸ ὁποῖο εἶναι μία προσπάθεια ἀλληλοπεριχώτὸν ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὸν ἀδερφὸ του Βασίλειο, βλ. Γαζὴ Ἔ φη, Ὁ δεύτερος βίος τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν. Μιὰ γενεαλογία τοῦ «ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ», Ἀθήνα, ἐκδόσεις Νεφέλη, σειρά: Ἱστορία, 2004 2, (χ.χ. 1 ), σ. 227, πρβλ. Στεφανίδης Βασίλειος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, 2000 7, (χ.χ. 1 ), σ. 463, ὅπου ἀναφέρεται, χωρὶς νὰ δίνει κάποιες περαιτέρω ἐξηγήσεις, στὸν παραγκωνισμὸ τοῦ Νύσσης: «Εἰς τὴν διεθνῆ θεολογίαν εἶναι γνωστὴ ἡ τριὰς τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ καὶ Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, ἀλλ εἶναι λίαν χαρακτηριστικὸν διὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, ὅτι ἀφήρεσε τὸν Νύσσης Γρηγόριον καὶ προσέθεσε τὸν μέγαν Ἰωάννην, τὸν Χρυσόστομον», Berdiaef Nikolai, Ἀλήθεια καὶ Ἀποκάλυψη, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Δωδώνη, 1967, μτφρ. Μαλεβίτσης Χρῆστος, σ. 195: «ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ποὺ κήρυσσε πὼς ἡ σωτηρία δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κοινὴ ἐμπειρία εὐφροσύνης, πέρασε στὴ σιωπή». 30 Πλάτωνας, Σοφιστής, 254a, ἡ ἀναφορὰ στὸ βιβλίο τοῦ Τζαβάρα Γιάννη, Ἡ ἀπαξίωση τῶν ἀξιῶν. Νίτσε καὶ Χάϊντεγγερ, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, 2005, σ. 71, σημ. 89. 31 von Balthasar Hans Urs, Presence and Thought. An Essay on the Religious Philosophy of Gregory of Nyssa, San Francisco, Ignatius Press, 1995, μτφρ. Sebanc Mark, σ. 16. 32 Meredith Anthony, Gregory of Nyssa. The Early Church Fathers, ὅ.π., σ. 139. 15

ρησης καὶ γειτνίασης τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ θεολογικοῦ λόγου μὲ τὴ φιλοσοφία 33, μὲ σκοπὸ τὴν ἐκ νέου νοηματοδότηση τῶν φιλοσοφικῶν κατηγοριῶν, ἀποτέλεσε σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τοὺς ἑπόμενους βυζαντινοὺς συγγραφεῖς 34. Ἐπιλέξαμε, ἀκόμη, νὰ μελετήσουμε τὰ κείμενα τοῦ Γρηγορίου, διότι ὁ Νύσσης, ὅπως θὰ δείξουμε καὶ 33 Δεληκωστόπουλος Ἀθανάσιος, Ἑλληνικὸς στοχασμὸς καὶ χριστιανικὴ διανόηση. Ἡ φιλοσοφία τῶν Πατέρων, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1993, σσ. 195 196, 198 καὶ 203, ὅπου ὁ Γρηγόριος χαρακτηρίζεται «συστηματικὸς φιλόσοφος». 34 Γιὰ τὴ νομιμότητα τῆς μελέτης ἑνὸς βυζαντινοῦ συγγραφέα στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας βλ. τὶς εὔστοχες ἐπισημάνσεις τοῦ Γιώργου Ζωγραφίδη μὲ ἀφορμὴ τὴ μελέτη του γιὰ ἕναν ἄλλο κορυφαῖο βυζαντινὸ συγγραφέα, τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, Ζωγραφίδης Γιῶργος, Βυζαντινὴ φιλοσοφία τῆς εἰκόνας. Μιὰ ἀνάγνωση τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἑλληνικὰ Γράμματα, σειρά: Θρησκειολογία, ἀρ. 12, 1997 2, (χ.χ. 1 ), σσ. 30 32. Ὅπως ὀρθὰ ἐπισημαίνει ὁ Γιῶργος Ζωγραφίδης, ἡ σχέση τῶν δυὸ αὐτῶν ἐπιστημῶν διέφερε οὐσιωδῶς ἀπὸ τὴ σημερινὴ ποὺ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὡστόσο ὅτι δὲν εἶναι ἑνιαία [σ. 30]. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικὰ τὸν Levinas, ὁ ὁποῖος δὲν νιώθει ὅτι πρέπει νὰ ὑπάρξει συμφιλίωση μεταξὺ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς θεολογίας, διότι ποτὲ δὲν ὑπῆρξε διχασμὸς αὐτῶν τῶν δυό, βλ. Levinas Emmanuel, Ἠθικὴ καὶ ἄπειρο, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, σειρά: Ἰδιόμελα, ἀρ. 2, 2007, μτφρ. Παπαγιώργης Κωστής, σσ. 10 11: «Πῶς συμφιλιώσατε τοὺς δυὸ τρόπους σκέψης τὸν βιβλικὸ καὶ τὸν φιλοσοφικό; Γιατί θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς συμφιλιώσω; Τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα ποὺ εἶχα λάβει μοῦ ἐνέπνεε μᾶλλον ἕναν σεβασμὸ γιὰ τὰ βιβλία Τὰ κείμενα τῶν μεγάλων φιλοσόφων, μὲ τὴ θέση ποὺ λαμβάνει ἡ ἑρμηνεία στὴν ἀνάγνωσή τους, μοῦ φάνηκαν πιὸ κοντὰ στὴ Βίβλο παρὰ ἀρνητικά στὰ νεανικά μου χρόνια δὲν εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ φιλοσοφία ἦταν οὐσιωδῶς ἄθεη καὶ βέβαια δὲν τὸ νομίζω οὔτε σήμερα». 16

στὴ συνέχεια, ἀντιπαρατίθεται μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ πιὸ ἀποφασιστικὰ καὶ πιὸ δραστικὰ ἀπὸ κάθε προηγούμενο συγγραφέα, θεολόγο ἢ φιλόσοφο, δεδομένου ὅ τι υἱοθετεῖ τὴν προηγούμενη φιλοσοφικὴ παράδοση γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, προσαρμόζοντάς την, ὅπου χρειάζεται, στὴ δική του, χριστιανική, προοπτική. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ μέθοδο ποὺ ἐπιλέξαμε γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ πηγαίου ὑλικοῦ ὀφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε τὸν ὁλιστικὸ χαρακτήρα τοῦ ἐγχειρήματός μας. Ἐπιλέξαμε, δηλαδή, νὰ μελετήσουμε τὶς πηγὲς συνολικά, ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε μία ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη ἀ ξιοποίηση τῶν συναφειῶν τοῦ κειμένου. Ἡ συνολικὴ ἀ νάγνωση τῶν πηγῶν σημαίνει ὅτι τὸ ἑκάστοτε ἔργο τοῦ Γρηγορίου μελετήθηκε ὁλοκληρωτικὰ καὶ ὄχι ἀποσπασματικά, ἀλλὰ καὶ ὅτι μελετήθηκε τὸ σύνολο ἔργο του, δεδομένου ὅτι σὲ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἀρχικὰ δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν κάποια σχέση μὲ τὴ θεματική μας, ὑποφώσκουν ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως φαντάζουν ἄλυτα. Σὲ ὅλη τὴ μελέτη μας κάθε κείμενο ἀναλύθηκε σὲ συνάφεια καὶ ἐξάρτηση μὲ τὸ τί ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας σὲ ἄλλα κείμενά του, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἔχουμε μία ὁλοκληρωμένη εἰκόνα καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὴ μονοδιάστατη ἀνάλυση τῆς σκέψης του, ἀνάλυση ἡ ὁποία θὰ ὁδηγοῦσε σὲ ἐσφαλμένες κρίσεις γιὰ τὸ ἔργο του 35. Παράλληλα θὰ ἀναφέρονται, ὅ 35 Γιὰ τὸ θέμα τῆς ὁλικῆς ἀνάγνωσης τοῦ ἔργου τοῦ Γρηγορίου βλ. τὰ θετικὰ σχόλια τοῦ Meredith Anthony γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χαράλαμπου Απστολόπουλου, «Phaedo Christianus. Studien 17

που αὐτὸ κρίνεται ἀπαραίτητο καὶ ἀναγκαῖο, κείμενα ἄλλων συγγραφέων, βυζαντινῶν, τόσο προγενέστερων, ὅσο καὶ μεταγενέστερων, ἀλλὰ καὶ ἀρχαίων Ἑλλήνων, ὥστε νὰ καταστεῖ σαφὲς τὸ μέτρο τῆς ἐπίδρασης ποὺ ἀ πὸ τὴ μία μεριὰ ἄσκησε καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δέχτηκε ὁ Γρηγόριος Νύσσης. Ἀκολουθήθηκε αὐτὴ ἡ ὁδὸς προσέγγισης τοῦ πηγαίου ὑλικοῦ, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατόν, ἡ ἀνασύνθεση τῆς διαδικασίας γένεσης τῶν ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου, καθὼς καὶ ἡ κατανόηση καὶ ἀνάλυση τῶν ἐννοιῶν ποὺ χρησιμοποιεῖ, τῶν διαπλοκῶν ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ χρήση αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν ἀλλαγῶν ποὺ ἐπιφέρει στοὺς ἀντίστοιχους φιλοσοφικοὺς ὅρους καί, τέλος, τῆς ἰδιαίτερης ἰδιοσυγκρασίας του. Ἡ μέθοδος ποὺ προκρίναμε, ἂν καὶ ἔ χει ἱστορικὲς ἀναφορές, εἶναι ἑρμηνευτική ἐννοιολογική. Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ κινούμενοι προσπαθήσαμε νὰ ἀποφύγουμε τὴ μονοσήμαντη ἀνασυγκρότηση τῆς σκέψης τοῦ Γρηγορίου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θὰ σήμαινε τὴν ἁπλὴ ἐπαναδιατύπωση τῶν ἀπόψεων καὶ τῶν γνωμῶν τοῦ συγγραφέα, χωρὶς κάποιους ἐμβόλιμους προβληματισμούς. Κάτι τέτοιο θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἑρμηνευτικὴ zur Verindung und Abwägung des Verhältnisses zwischendem platonischen Phaidon und dem Dialog Gregors von Nyssa Über die Seele und die Aufersterung by Charalambos Apostolopoulos», στὸ περιοδικὸ The Journal of Theological Studies, τεῦχος, 39, 1988, σσ. 258 260, πρβλ. Μαρᾶς Ἀναστάσιος, Ἡ ἐσχατολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς πηγές. Δευτέρα Παρουσία, Παράδεισος, Κόλαση, Ἀποκατάσταση, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Ἡρόδοτος, 2002, σ. 32 καὶ σημ. 54. 18

τύφλωση, μὲ μία μάταια ἐπανάληψη, χωρὶς κάποιο οὐσιαστικὸ ἀντίκρισμα. Μέσα ἀπὸ τὴν ὑποκειμενικότητά μας ἐπιχειρήσαμε νὰ θέσουμε ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα, σὲ μία πρώτη τουλάχιστον ἀνάγνωση, δὲν τίθενται ἀπὸ τὸν συγγραφέα 36. Ἐπιχειρήσαμε νὰ ἔρθουμε σὲ διάλογο μὲ τὸν συγγραφέα, ἕναν διάλογο ποὺ θεμελιώνεται στὴν ἀδιαιρετότητα τοῦ σύγχρονου μὲ τὸ παρελθοντικό, ἕναν διάλογο ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς σκοποθεσία του τὸν φωτισμὸ τοῦ παρελθόντος μέσα ἀπὸ τὴν προοπτική τοῦ παρόντος ἢ καὶ ἀντίστροφα, νὰ τὰ ἐξετάσουμε ὑπὸ ἕνα νέο φῶς, θέλοντας ἀκριβῶς νὰ ἀποκλείσουμε τὰ κείμενα αὐτὰ ἀπὸ μία συγκεκριμένη τοπολογία καὶ νὰ τὰ ἐντάξουμε στὴ διαχρονία τῆς ὕπαρξης, ἂν κάτι τέτοιο εἶναι ἐφικτὸ37. Αὐτὸς ὁ ριζοσπαστικὸς τρόπος προσέγγισης τῶν κειμένων, ἡ προσπάθεια ἐπικαιροποίησής τους, προϋποθέτει τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμὸ καὶ τὴν ἀπορία ποὺ αὐτὸς ὁ στοχασμὸς θέτει, διότι φιλοσοφῶ σημαίνει 36 Αὐτὴ ἡ ἀποδομητικὴ ἀνάγνωση τοῦ Νύσσης δὲν εἶναι μία ἀρνητικὴ ἀνάγνωση. Εἶναι μία προσπάθεια νὰ διαβάσουμε μία παράδοση ἐνάντια στὸν ἑαυτό της, νὰ διαβάσουμε ἕναν συγγραφέα ἑναντίον τῶν ὅσων πιστεύει καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ «ἡ ἀπομυθοποίηση καὶ ἡ ἀποδόμηση, τὸ νὰ διαβάσουμε προσεκτικὰ καὶ νὰ ξαναδιαβάσουμε, εἶναι πράξεις θετικὲς καὶ προσπάθειες ἐπαναμυθοποίησης», βλ. Caputo D. John, Demythologizing Heidegger, Bloomington, Indiana University Press, 1993, σσ. 7 8. 37 Βλ. τὶς εὔστοχες ἐπισημάνσεις τοῦ Merleau Ponty γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας ὡς ἀντιπαράθεσης τοῦ φιλοσόφου μὲ τὰ κείμενα, Merleau Ponty Maurice, The Incarnate Subject. Malebrance, Biran, and Bergson on the union of Body and Soul, New York, Humanity Books, σειρά: Contemporary Studies in Philosophy and the Human Sciences, 2001, μτφρ. Burke Patrick και Milan B. Paul, σσ. 30 31. 19

ψάχνω νὰ βρῶ, σημαίνει προϋποθέτω πὼς ὑπάρχουν πράγματα νὰ δῶ καὶ νὰ πῶ 38. Θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀνασυστήσουμε τὸν φιλοσοφικὸ καὶ θεολογικὸ ὁπλισμὸ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ἀ ναφορικὰ μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, σὲ μία διττὴ προοπτική: τόσο σὲ ἐπίπεδο ὑπερβατικό, ὅσο καὶ σὲ ἐπίπεδο ἐνδοκοσμικό. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο θὰ στραφοῦμε, ἀρχικά, στὸν χῶρο τοῦ ἐπέκεινα καὶ θὰ θέσουμε τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ὕπαρξης τοῦ κακοῦ, τόσο ὡς κατηγορήματος τοῦ θεϊκοῦ τρόπου ὕπαρξης, ὡς ποιότητας ποὺ ὑφίσταται στὴν ἐνδοθεϊκὴ τάξη, ὅσο καὶ ὡς αὐτόνομης καὶ ἀνεξάρτητης παρουσίας ἡ ὁποία ὑπάρχει παράλληλα, ἀλλὰ σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἀγαθὸ Θεό. Στὸ δεύτερο κεφάλαιο θὰ στρέψουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας στὸ ἐνθάδε καὶ θὰ παρουσιάσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο συστήνεται ἡ ἀνθρωποδικία τοῦ Γρηγορίου. Θὰ δείξουμε μὲ ποιὸ τρόπο ὁ ἄνθρωπος καθίσταται δημιουργός τοῦ κακοῦ. Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, γιὰ τὸν Γρηγόριο, νοεῖται μὲ ὅρους καθαρὰ ἀνθρωπολογικούς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ αἰτιώδης ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, ἐκεῖνος ποὺ φέρνει τὸ κακὸ στὴν ἀγαθὴ θεϊκὴ δημιουργία. Ἡ ἀνθρωποδικία τοῦ Γρηγορίου δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐκκοσμικεύοντας τὸ κακό, ὅπως ἔκανε αἰῶνες 38 Merleau Ponty Maurice, Ἐγκώμιο τῆς φιλοσοφίας καὶ ἄλλα δοκίμια, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἐκκρεμές, σειρά: Εὐμενεῖς Ἔλεγχοι, ἀρ. 7, 2005, μτφρ. Καψαμπέλη Κική, σ. 70. 20

ἀργότερα ὁ Διαφωτισμός 39. Γιὰ τὸν Γρηγόριο ὁ ἄνθρωπος πράττει τὸ κακό, ἐπειδὴ δημιουργήθηκε ἐλεύθερος. Στὸ τρίτο κεφάλαιο, καὶ ἀφοῦ παρουσιάσουμε τὸ καταστασιακὸ γίγνεσθαι τοῦ κακοῦ, τὸ παράδοξο τῆς ἀ νύπαρκτης ὕπαρξής του, θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ προσεγγίσουμε τρεῖς διαφορετικὲς ἐκφάνσεις τοῦ κακοῦ: τὴν ὕ λη, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ τὸν θάνατο. Θὰ ἐξηγήσουμε τὴν πεποίθηση τοῦ Νύσσης γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τῆς ὕλης, ἄποψη στὴν ὁποία βρίσκεται κοντὰ ἡ θεωρία τοῦ Ἰρλανδοῦ ἐπισκόπου George Berkeley περὶ ἀϋλοκρατίας. Στὴ συνέχεια θὰ δείξουμε πῶς καταφάσκεται ἡ σωματικότητα στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου, ἀντίληψη ἡ ὁποία δείχνει καὶ τὴν ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸν Νύσσης ἀπὸ τὸν νεοπλατωνικὸ ἀρνητισμὸ ἀπέναντι στὴ σωματικότητα. Θὰ διακρίνουμε, ὡστόσο, τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ σάρκα, μὲ τὴ δεύτερη νὰ ἀποκτᾶ περιεχόμενο ἐξ ἀρχῆς ἀρνητικὸ καὶ νὰ μὴν περιορίζεται μόνο στὴν ὑλικὴ ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ἀλλὰ νὰ ἐξικνεῖται καὶ στὴν ψυχή. Στὸ τέλος τοῦ τρίτου κεφαλαίου θὰ παρουσιάσουμε τὴν ἔννοια τοῦ θανάτου, ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στὸν δισήμαντο χαρακτήρα του: ὁ θάνατος εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς προκαλεῖ τὸν ἀ 39 Γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀνθρωποδικίας βλ. Surin Kenneth, Theology and the problem of Evil, Oregon, Wipf and Stock Publishers, 2004 2, (1986 1 ), σ. 43, πρβλ. Crenshaw L. James, Defending God. Biblical Responses to the Problem of Evil, Oxford, Oxford University Press, 2005, σ. 26 καὶ σ. 202, σημ. 2. 21

φανισμό του, καὶ συγχρόνως, ὅμως, εἶναι ὁ μεγαλύτερος λυτρωτής, γιατί τὸν γλιτώνει ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ τὰ δεινά τοῦ κόσμου. Στὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο κεφάλαιο θὰ ἀναφερθοῦμε στὸν ὁριστικὸ ἀφανισμὸ τοῦ κακοῦ, στὴν περίφημη θεωρία τοῦ Νύσσης γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν πάντων, θεωρία τὴν ὁποία δανείστηκε ἀπὸ τὸν Ὠριγένη, μετασχηματίζοντάς την καὶ προσαρμόζοντάς την, ὅσο αὐτὸ ἦταν ἐφικτό, στὰ βιβλικὰ δεδομένα. Σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια κατανόησης καὶ ἑρμηνείας τῆς σκέψης τοῦ Γρηγορίου μέσα ἀπὸ ἕναν φιλοσοφικὸ φωτισμό, τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίσαμε ἦταν οἱ θεολογικὲς κατηγορίες ποὺ διέπουν τὸ ἔργο του, δεδομένου ὅτι ὁ Νύσσης ἔγραφε κυρίως κατὰ τὴ διάρκεια δογματικῶν ἀντιπαραθέσεων μὲ σκοπὸ νὰ στηρίξει τὴν ἄμυνά του ἢ τὴν πολεμική του 40. Ἐξάλλου, ὅπως εἴπαμε καὶ προηγουμένως, στὴ σκέψη τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων φιλοσοφία καὶ θεολογία δὲν χωρίστηκαν ὁλοκληρωτικὰ ποτέ 41, ὅπως συμβαίνει σήμερα ἢ 40 Πρβλ. τὴν ἐπισήμανση τοῦ Νίκου Σβορώνου γιὰ τὴ σκέψη τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας γενικότερα: «Βέβαια, οἱ πρῶτοι μεγάλοι θεωρητικοὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὅλοι τους εἶχαν βαθειὰ ἑλληνικὴ μόρφωση, αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιήσουν στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, γλώσσα, διαλεκτικὴ καὶ ρητορικὴ τέχνη, γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τὴ διατύπωση καὶ τὴ θεμελίωση τῶν δογμάτων του», Σβορῶνος Νίκος, Τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Γένεση καὶ διαμόρφωση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Πόλις, σειρά: Historia, 2004, σ. 53. 41 Τατάκης Βασίλειος, Θέματα χριστιανικῆς καὶ βυζαντινῆς φιλοσοφίας, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησί 22

συνέβαινε στὴ Δύση γιὰ πολλοὺς αἰῶνες 42. Οἱ διάφοροι φιλοσοφικοὶ ὃροι συμπλέκονται μὲ ἀναφορὲς καὶ μὲ θεματικὲς ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ θεολογικὰ ζητήματα 43. Ἡ θεωρία τῆς ἀποκατάστασης γιὰ παράδειγμα, ἡ ας τῆς Ἑλλάδος, 1952, σ. 10, τοῦ ἰδίου, Μελετήματα χριστιανικῆς φιλοσοφίας, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἀστήρ, 1981 2, (χ.χ. 1 ), σσ. 44 59, 163 196. 42 Βλ. ἐνδεικτικὰ τὴν περιώνυμη ρύση τοῦ Τερτυλλιανοῦ: «Adeo quid simile philosophus et Christianus? Graeciae discipulus et caeli? famae negotiator et vitae? verborum et factorum operator, et rerum aedificator et destructor? amicus et inimicus erroris? veritatis interpolator et integrator et expressor, et furator eius et custos?» [Τί κοινὸ ἔχουν ὁ φιλόσοφος κι ὁ χριστιανός; Ὁ μαθητὴς τῆς Ἑλλάδος καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ οὐρανοῦ; Ὁ ἐργαζόμενος γιὰ τὴ φήμη καὶ ὁ ἐργαζόμενος γιὰ τὴ ζωή; Ὁ ἄνθρωπος τῶν λόγων καὶ ὁ ἄνθρωπος τῶν ἔργων, ὁ χαλαστὴς καὶ ὁ οἰκοδόμος; Ὁ φίλος καὶ ὁ ἐχθρός τῆς πλάνης; Ὁ διαφθορέας τῆς ἀλήθειας καὶ ὁ τηρητὴς κι ἐκφραστής της, ὁ κλέφτης καὶ ὁ φρουρός της;], Tertullian, Apologeticus, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press, σειρά: Loeb Classical Library, ἀρ. 250, 2003 8, (1931 1 ), XLVI. 18. 43 Γιὰ τὴ συνύπαρξη τῆς φιλοσοφίας μὲ τὴ θεολογία στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου βλ. Παπαδόπουλος Στυλιανός, «Γρηγόριος Νύσσης», στὴν Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τεῦχος 26, 1984, σσ. 197 234, ἰδ. 201. Γιὰ τὴ χρήση τῆς φιλοσοφίας στὴ σκέψη τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων μέσα ἀπὸ θεολογικὴ σκοπιὰ βλ. Μαρτζέλος Γε ώργιος, Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ θεολογικὸς προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς θεολογίας Β, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, σειρά: Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 41, 2000, σσ. 17 29, ὅπου καταλήγοντας ἐπισημαίνει [σ. 29]: «Μία τέτοια λοιπὸν φιλοσοφία ποὺ γεννιέται μέσα ἀπὸ τὸν θεολογικὸ προβληματισμὸ τῶν Πατέρων καὶ προσδιορίζεται αἰτιωδῶς ἀπ αὐτὸν ἔχουμε τὴ γνώμη πὼς θὰ μπορούσαμε κάλλιστα νὰ τὴν ὀνομάσουμε Χριστιανικὴ Φιλοσοφία». Γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὃρου «Χριστιανικὴ φιλοσοφία» τόσο στὸ βυζάντιο, ὅσο καὶ στὰ μετέπειτα χρόνια στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο βλ. Ψημμένος Νίκος, «Φιλοσόφει τὴν κατὰ Χριστὸν Φιλοσοφία. Φιλοσο 23

ὁποία ἔχει στωικὴ προέλευση, παρουσιάζεται, μεταξὺ ἄλλων, σὲ ἕνα αὐστηρὰ θεολογικὸ κείμενο, στὸ ὁποῖο ὁ Νύσσης πραγματεύεται τὸ θέμα τῆς ὑποταγῆς τοῦ Υἱοῦ στὸν Πατέρα. Ἡ προσπάθειά μας συνοψίζεται στὸ νὰ παρουσιάσουμε τὸ φιλοσοφικὸ περιεχόμενο τῶν θέσεων τοῦ Γρηγορίου, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσουμε ἢ νὰ συζητήσουμε 44 τὶς θεολογικές του ἀπόψεις 45. φία καὶ θεολογία στὸν ἑλληνικὸ 16 ο αἰώνα» στὸ περιοδικὸ Ἠ πειρωτικὰ Χρονικά, τόμος 30 ος, 1992, σσ. 279 285. Κριτικὴ στὴν ἒννοια τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας ἄσκησε ὁ Heidegger, βλ. Heidegger Martin, Εἰσαγωγὴ στὴ Μεταφυσική, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Δωδώνη, 1973, μτφρ. Μαλεβίτσης Χρῆστος, σ. 38: «Μια χριστιανική φιλοσοφία είναι ένα ξύλινο σίδερο και μια παρανόηση». 44 Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ, γιὰ παράδειγμα, στὴν παρουσία τοῦ κακοῦ στὸν Θεό, θὰ συζητήσουμε τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἐφαρμοσιμότητας τῶν ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν στὴν Τριάδα, εἰδικότερα δὲ τῆς κατηγορίας τῆς ποιότητας, καθὼς τὸ ἀγαθὸ χαρακτηρίζεται ὡς ποιότητα, ἀλλὰ δὲν θὰ προχωρήσουμε στὴν παρουσίαση τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῶν τριῶν θεϊκῶν ὑποστάσεων, δεδομένου ὅτι ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὸν χῶρο τῆς θεολογίας. 45 Γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ σύγκρουση ποὺ βίωνε ὁ Γρηγόριος ἀνάμεσα στὰ θεολογικά του πιστεύω καὶ στὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν φιλοσοφικὸ στοχασμό, ὃπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται στὰ κείμενά του, βλ. Δημητρακόπουλος Γιάννης, Φιλοσοφία καὶ Πίστη κατὰ τὸν Γρηγόριο Νύσσης, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Παρουσία, 1996, σσ. 160 166, πρβλ. καὶ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Merleau Ponty γιὰ τὸν ἑκάστοτε χριστιανὸ φιλόσοφο: «Ἀνάμεσα στὸν φιλόσοφο καὶ τὸν χριστιανὸ (εἴτε πρόκειται γιὰ δυὸ ἀνθρώπους εἴτε γιὰ τοὺς δυὸ ἀνθρώπους ποὺ κάθε χριστιανὸς αἰσθάνεται μέσα του [ἡ ὑπογράμμιση δική μου]) θὰ ὑπάρξει ποτὲ ἀληθινὴ ἀνταλλαγή; [ἐνν. μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ θεολογίας]», βλ. Merleau Ponty Maurice, Ἐγκώμιο τῆς φιλοσοφίας καὶ ἄλλα δοκίμια, ὅ.π., σσ. 228 229. 24

Κλείνοντας, θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συνάντηση τῆς φιλοσοφίας μὲ τὴ θεολογία δὲν ὑπῆρξε μονοσήμαντη. Ἡ θεολογία δὲν δανείστηκε μόνο ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια δάνεισε στὴ φιλοσοφικὴ σκέψη ἔννοιες καὶ κατηγορίες 46. Γιὰ τὸν ἰδιότυπο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς συνάντησης ὁ Merleau Ponty ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «ὁ χριστιανισμὸς τροφοδότησε πάνω ἀπὸ μία φιλοσοφία, μὲ ὅποιο προνόμιο κι ἂν ἔχει περιβληθεῖ μία ἀπὸ αὐτές, ὅτι κατ ἀρχὴν δὲν περιέχει μοναδικὴ καὶ ἐξαντλητικὴ φιλοσοφικὴ ἔκφραση, καὶ ὅτι ὑπ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ χριστιανικὴ φιλοσοφία, ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ κατακτήσεις της, δὲν εἶναι ποτὲ τελειωμένη ὑπόθεση» 47. *** Ἐκφράζω καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν εὐγνωμοσύνη μου πρὸς τὸν ἐπόπτη τῆς διατριβῆς, καθηγητὴ κ. Δεληβογιατζὴ Σωκράτη, ὁ ὁποῖος δέχτηκε μὲ προθυμία τὸ θέμα, 46 Εἰδικότερα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν Νύσσης, ὅπως θὰ δείξουμε στὴ συνέχεια, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Berkeley, ὁ ὁ ποῖος δανείζεται ἀπὸ τὸν Νύσσης τὴ θεωρία του γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τῆς ὕλης, προκειμένου νὰ διατυπώσει τὴ δική του περίφημη ἀϋλοκρατικὴ θεωρία. 47 Merleau Ponty Maurice, Ἐγκώμιο τῆς φιλοσοφίας καὶ ἄλλα δοκίμια, ὅ.π., σ. 229 καὶ σ. 220: «Ἀσφαλῶς καὶ ὑπάρχει λοιπὸν χριστιανικὴ φιλοσοφία, ὅπως ὑπάρχει ρομαντικὴ φιλοσοφία ἢ γαλλικὴ φιλοσοφία, καὶ εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ ἐκτεταμένη, ἐφόσον περιλαμβάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ προηγούμενες, ὁτιδήποτε ἔχει σκεφτεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴ Δύση, ἐδῶ καὶ εἴκοσι αἰῶνες. Πῶς νὰ ἀφαιρέσουμε ἀπὸ τὸν χριστιανισμό, γιὰ νὰ τὶς ἀπονείμουμε σ ἕναν «καθολικό» λόγο χωρὶς γενέθλιο τόπο, ἰδέες ὅ πως τῆς ἱστορίας, τῆς ὑποκειμενικότητας, τῆς ἐνσάρκωσης, τοῦ θετικοῦ πεπερασμένου;». 25

παρακολούθησε τὴν πορεία τῆς ἔρευνας καὶ βοήθησε ἰ διαίτερα, ὥστε νὰ ἔρθει εἰς πέρας μὲ τὶς μεθοδολογικὲς καὶ οὐσιαστικὲς ὑποδείξεις καὶ τὴν ἐπιμονή του. Στὸν ἐπίκουρο καθηγητὴ κ. Ζωγραφίδη Γιῶργο, μέλος τῆς Συμβουλευτικῆς ἐπιτροπῆς, ὀφείλω εὐχαριστίες γιὰ τὴ βοήθειά του. Ὁ διάλογος μαζί του καὶ μὲ τὶς μελέτες του γιὰ θέματα σχετικὰ μὲ τὴ σκέψη τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων συντέλεσε στὴ διαμόρφωση τῆς θέσης μου. Θέλω, ἐπίσης, νὰ εὐχαριστήσω τὸν λέκτορα κ. Δημόπουλο Στέλιο, μέλος τῆς Συμβουλευτικῆς ἐπιτροπῆς, γιὰ τὴ βοήθειά του στὴν ἐπιλογὴ τοῦ θέματος καὶ γιὰ τὶς ἐπισημάνσεις του, οἱ ὁποῖες συνέβαλαν στὴ ὁριστικὴ διαμόρφωση τῆς ἐργασίας. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΥ 1.1. Τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο ὡς διακριτὰ ἐπίπεδα τῆς πραγματικότητας. Ἡ κατηγορηματικὴ ἀπόφανση ποὺ διέπει τὸ σύνολο ἔργο τοῦ Γρηγορίου Νύσσης καὶ συνθέτει τὸν ἀναπόδραστο ὁρίζοντα τῆς σκέψης του εἶναι ἡ διάκριση τῶν ὄντων σὲ κτιστὰ καὶ ἄκτιστα 48. Ἡ θεμελιώδης αὐτὴ 48 Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Α, G.N.O. I, σ. 106.1 6: «Ὁ δὲ λόγος εἰς δύο τέμνει καὶ ταύτης τὴν ἔννοιαν. Ἡ μὲν γὰρ ἄκτιστος, ἡ δὲ κτιστὴ ὑπὸ τῆς ἀκολουθίας καταλαμβάνεται, ἄκτιστος μὲν ἡ ποιητικὴ τῆς κτίσεως, κτιστὴ δὲ διὰ τῆς ἀκτίστου φύσεως τὴν αἰτίαν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ εἶναι ἔχουσα», Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Γ, G.N.O. II, σ. 171.7 10: «σαφῶς διὰ τούτων τὸ τῆς φύσεως διάφορον τοῦ κτιστοῦ πρὸς τὸ ἄκτιστον διδαχθῆναι», καὶ σ. 107.20 21, 108.1: «διχῇ γὰρ διῃρημένης τῆς περὶ τῶν ὄντων ὑπολήψεως, εἴς τε τὴν κτίσιν καὶ εἰς τὴν ἄκτιστον φύσιν», Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184CD: «Τίνα τοίνυν αὐτοῦ τε τοῦ θείου, καὶ τοῦ πρὸς τὸ θεῖον ὡμοιωμένου τὴν διαφορὰν καθορῶμεν; Ἐν τῷ, τὸ μὲν ἀκτίστως εἶναι, τὸ δὲ διὰ τῆς κτίσεως ὑποστῆναι ἐν τῷ ὑποκειμένῳ τὴν διαφορὰν ἐξευρίσκομεν, ἥτις ἐν τῷ ἀκτίστῳ καὶ τῷ κτιστῷ καθορᾶται», Κατηχητικὸς Λόγος, P.G. 45, 100A: «Διχῆ τοίνυν τῶν ὄντων μεμερισμένων, εἰς τὸ κτιστὸν καὶ τὸ ἄκτιστον». Γιὰ τὴ σημασία αὐτῆς τῆς διαίρεσης στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ. Mosshamer A. Alden, «The Created and the Uncreated in Gregory of Nyssa: Contra Eunomium I, 105 113», στό: Mateo Seco Lu 27

ὀντολογικὴ κατηγοριοποίηση δὲν ἀποτελεῖ μία διαίρεση νοημένη μὲ ὅρους διχασμοῦ καὶ σχάσης, διαίρεση ἡ ὁ ποία ἀποτέλεσε κοινὸ τόπο γιὰ ὁλόκληρη τὴ δυτικὴ μεταφυσικὴ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα μέχρι τὸν τελευταῖο κάθε φορὰ φιλόσοφο 49. Ἡ συγκεκριμένη ἀνώτατη 50 διαίρεση, ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας, ἀποτελεῖ μία ἀναπροσαρμογὴ τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων 51, μέσῳ τῆς ὁποίας κατορθώνεται μία νέα κατηγοριοποίηση καὶ ἀντικειμενοποίηση τῶν ὄντων, καθὼς τὸ ἄκτιστο cas καὶ Juan L. Bastero [Ἐπιμ.], El Contra Eunomium I en le produccion l iteria de Gregorio de Nissa, Pamplona, Universidad de Navarra, 1988, σσ. 353 379, Bálas L. David, «ΜΕΤΟΥΣΙΑ ΘΕΟΥ: Man s Participation in God s Perfection According to St. Gregory of Nyssa», στὸ περιοδικὸ Studia Anselmiana, vol. 55, Rome, 1966, σσ. 34 53. 49 Κονδύλης Παναγιώτης, Ἡ κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς στὴ νεότερη σκέψη. Ἀπὸ τὸν ὄψιμο Μεσαίωνα ὣς τὸ τέλος τοῦ Διαφωτισμοῦ, Ἀ θήνα, ἐκδόσεις Γνώση, σειρά: Φιλοσοφικὴ καὶ Πολιτικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 2, 1983, σ. 14: «κάθε μεταφυσικὴ στηρίζεται στὴ διάκριση ἀνάμεσα στὸ Ὑπερβατικὸ καὶ Ἐμμενές, σὲ ἐμπειρικὸ Ἐκεῖθεν καὶ ἐμπειρικὸ Ἐντεῦθεν, θεωρώντας τὸ πρῶτο ὡς «ἀληθινή», ἀνόθευτη πραγματικότητα καὶ συνάμα ὡς πηγὴ ἠθικῶν κανονιστικῶν ἀρχῶν», πρβλ. Ζωγραφίδης Γιῶργος, Βυζαντινὴ φιλοσοφία τῆς εἰκόνας. Μία ἀνάγνωση τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., σ. 66. 50 Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Γ, G.N.O. II, σ. 209.19 20: «Τῶν γὰρ ὄντων πάντων ἡ ἀνωτάτη διαίρεσις εἰς τὸ κτιστὸν καὶ τὸ ἄκτιστον τὴν τομὴν ἔχει». 51 Ἡ διάκριση κτιστὸ ἄκτιστο, ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο γιὰ ὅλους τοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς, βλ. Βασίλειος Καισαρείας, Κατὰ Εὐνομίου, P.G. 29, 660A: «Δύο γὰρ λεγομένων πραγμάτων, θεότητός τε καὶ κτίσεως», Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 3.21 25, Kotter II: «Πάντα τὰ ὄντα ἢ κτιστά ἐστιν ἢ ἄκτιστα», Θεοδώρητος Κύρρου, Θείων δογμάτων ἐπιτομή, P.G. 83, 457C: «Διὸ γὰρ καὶ ὁ μονογενὴς ἐνηνθρώπησεν, ὥστε ταύτης ἀ παλλάξαι τῆς πλάνης τοὺς ἀνθρώπους καὶ διδάξαι Θεοῦ καὶ κτίσεως τὸ διάφορον». 28

καὶ τὸ κτιστὸ συνιστοῦν δύο ἀσύμπτωτες πραγματικότητες, ἂν καὶ ὄχι ἀνεπικοινώνητες, οἱ ὁποῖες διέπονται ἀπὸ ριζικὰ διαφορετικοὺς νόμους, ὅπως θὰ δείξουμε στὴ συνέχεια. Ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε εἶναι ὅτι μὲ τὴ διάκριση ποὺ προτείνει ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀ νατρέπεται ἡ ἐπικρατοῦσα φιλοσοφικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ σχέση τῆς νοητῆς μὲ τὴν αἰσθητὴ πραγματικότητα 52. Ἡ διάκριση τῶν ὄντων σὲ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται, ἀπηχώντας τὴν ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε ὁ Πλάτωνας στὸν Νύσσης, μόνο ποὺ τώρα πιὰ ἀποτελεῖ ὑ ποπερίπτωση τῆς διάκρισης κτιστὸ ἄκτιστο 53. Τὸ αἰσθητὸ καὶ τὸ νοητὸ ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τῆς κτιστῆς πραγματικότητας 54 καί, ἑπομένως, διέπονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους 52 Πλάτωνας, Τίμαιος, 52ab: «ἓν μὲν εἶναι τὸ κατὰ ταὐτὰ εἶδος ἔχον, ἀγέννητον, ἀνώλεθρον οὔτε εἰς ἑαυτὸ εἰσδεχόμενον ἄλλο ἄλλοθεν τὸ δέ δεύτερον, αἰσθητόν, γεννητόν», Φαίδων, 79a: «δύο εἴδη τῶν ὄντων, τὸ μὲν ὁρατόν, τὸ δὲ ἀειδές», Ἀριστοτέλης, Περὶ οὐρανοῦ, 282b. 53 Γιὰ τὴ σημασία τῆς διάκρισης αἰσθητὸ νοητὸ στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ. Ἀλεξόπουλος Θεόδωρος, «Τὸ εἶναι» κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Διερεύνηση τῆς ὀντολογίας τοῦ καππαδόκη Πατέρα μὲ συγκριτικὲς ἀναφορὲς στὴ νεοπλατωνικὴ σκέψη τοῦ 3 ου αἰώνα καὶ τὰ ἀρεοπαγιτικὰ ἔργα, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Γρηγόρη, 2006, σσ. 23 28. 54 Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Α, G.N.O. I, σ. 113.21 26: «Οὐκοῦν ταύτας ἔγνωμεν ἐν τῇ διαιρέσει τῶν ὄντων τὰς διαφοράς, πρῶτον τὸ ὡς πρὸς τὴν ἡμετέραν κατάληψιν πρῶτον, τὸ αἰσθητὸν λέγω, μετὰ τοῦτο δὲ τὸ διὰ τῆς τῶν αἰσθητῶν χειραγωγίας ὑπὸ τοῦ νοῦ θεωρούμενον, ὃ δὴ νοητὸν εἶναί φαμεν καὶ τοῦ νοητοῦ πάλιν ἑτέραν διαφορὰν κατελάβομεν εἰς τὸ κτιστὸν καὶ τὸ ἄκτιστον διαιρουμένην», Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σσ. 373.21, 374.1: «Τῶν ὄντων τὸ μέν ἐστιν ὑλικόν τε καὶ αἰσθητόν, τὸ δὲ νοητὸν καὶ ἄϋλον», Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 145A: «Τῶν ὄντων τὸ μέν τι νοητόν, τὸ δὲ σωματικὸν πάντως ἔστιν». 29

νόμους καὶ τὶς ἴδιες καταστασιακὲς συνθῆκες, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, τὴ συνθήκη τῆς τρεπτότητας 55. Τόσο τὰ αἰσθητά, ὅσο καὶ τὰ νοητὰ ὄντα χαρακτηρίζονται λοιπὸν ἀπὸ μία ὑπαρκτικὴ ὁμοιογένεια 56, γεγονὸς τὸ ὁποῖο συμβάλλει καθοριστικὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζεται ἡ ὑλικὴ πραγματικότητα 57. Ἂν καὶ ὑπάρχει ἕνα πρωταρχικὸ ἀσυμβίβαστο τῆς ἐ πικοινωνίας τοῦ κτιστοῦ [αἰσθητὸ νοητό] μὲ τὸ ἄκτιστο [Θεός], καθὼς οἱ δύο αὐτὲς πραγματικότητες ἀπέχουν φύσει, τὸ ἀσυμβίβαστο αὐτὸ γίνεται συμβατὸ μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν. Χωρὶς νὰ αἴρεται ἡ φυσικὴ ἑτερότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν οὐσία τῶν ὄντων, καὶ χωρὶς νὰ μειώνεται ἡ φυσικὴ ἀπόσταση 58 ποὺ χωρίζει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν κτίση, τὸ 55 Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, P.G. 44, 184D: «Ἐπειδὴ τὸ μὲν ὡσαύτως ἔχει, καὶ ἀεί, τὸ δὲ διὰ κτίσεως γεγενημένον ἀπ ἀλλοιώσεως τοῦ εἶναι ἤρξατο, καὶ συγγενῶς πρὸς τὴν τοια ύτην ἔχειν τροπήν». 56 Ματσούκας Νίκος, Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας. Μὲ παράρτημα τὸ σχολαστικισμὸ τοῦ Δυτικοῦ Μεσαίωνα, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Βάνιας, 1994, σ. 209. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε ὅτι δὲν ὑφίσταται ἡ ἀξιολογικὴ διαφοροποίηση ὕλης καὶ πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο γιὰ τὴ δυτικὴ μεταφυσική. 57 Γιὰ τὰ συνεπακόλουθα τῆς διαλεκτικῆς σχέσης κτιστοῦ ἀκτίστου σὲ ἀντιθετικὴ διαστολὴ μὲ τὸν δυαλισμὸ φυσικοῦ [αἰσθητοῦ] ὑπερφυσικοῦ [νοητοῦ] στὴ δυτικὴ θεολογικὴ σκέψη βλ. Μπέγζος Μάριος, Ἐλευθερία ἢ Θρησκεία; Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἐκκοσμίκευσης στὴ φιλοσοφία τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1991, σσ. 140 141. 58 Εὔστοχα ὁ Δαμασκηνὸς θὰ ἐπισημάνει ὅτι ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν κτίση δὲν εἶναι οὔτε τοπικὴ οὔτε χρονική, ἀλλὰ ἀπόσταση ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν «ἐντελῶς ἄλλο» τρόπο ὕ παρξης τοῦ ἀκτίστου, βλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς 30

κτιστὸ μετέχει στὸ ἄκτιστο μέσῳ τῶν θεϊκῶν ἐνεργει ῶν 59. Ὁ Νύσσης, ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν ἀδερφό του Βασίλειο 60, μεταπλάθει τὸν ὅρο ἐνέργεια, κεντρικὸ ὅρο τῆς ἀριστοτελικῆς μεταφυσικῆς 61, συνδέοντας τὸν ὅρο ἐ νέργεια μὲ τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου καὶ καθιστώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν ἐνέργεια παρουσία τοῦ Θεοῦ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 13.58, Kotter II: «Πάντα ἀπέχει Θεοῦ, οὐ τόπῳ ἀλλὰ φύσει». 59 Γιὰ τὴ σημασία τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης σὲ μία θεολογικὴ προοπτικὴ βλ. Ξιώνης Νίκος, Οὐσία καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1999, σσ. 116 128. 60 Γιὰ τὴ διάκριση οὐσίας ἐνεργειῶν στὸν Μ. Βασίλειο βλ. Μαρτζέλος Γεώργιος, Οὐσία καὶ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον. Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορικοδογματικὴν διερεύνησιν τῆς περὶ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, 1993 2, (1984 1 ). 61 Ὁ Ἀριστοτέλης ἀποδεχόταν τὴν ὕπαρξη ἑνὸς Θεοῦ ὁ ὁποῖος ὑφίσταται ὡς καθαρὴ ἐνέργεια, δεδομένου ὅτι ὁ ἐν δυνάμει Θεὸς θὰ μποροῦσε καὶ νὰ μὴν ὑπάρξει ποτέ, ἀφοῦ «ἐνδέχεται γὰρ τὸ δυνάμει ὂν μὴ εἶναι» [Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά, 1071b], βλ. ἐνδεικτικὰ Μανουσάκης Π. Ἰωάννης, Θεὸς φιλοσοφούμενος. Ἕξι προσεγγίσεις σύγχρονης φιλοσοφίας στὸ ἐρώτημα περὶ Θεοῦ, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἑλληνικὰ Γράμματα, σειρά: Θρησκειολογία, ἀρ. 33, 2004, σσ. 123 125. Ἑπομένως, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία του. Στοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ἀντίθετα, τὸ πρόβλημα τῶν ἐ νεργειῶν τίθεται μὲ ὅρους ὑπαρκτικῆς ἐμπειρίας, μὲ ὅρους ἀνθρωπολογίας. Ὁ Θεὸς γίνεται γνωστὸς μόνο μέσα ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του, ἐνῶ ἡ οὐσία του παραμένει ἄγνωστη, βλ. Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, G.N.O. III.1, σ. 11.2 3: «ἀνάγκη πᾶσα διὰ τῶν ἐνεργειῶν ἡμᾶς χειραγωγεῖσθαι πρὸς τὴν τῆς θείας φύσεως ἔ ρευναν», Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, G.N.O. V, σ. 415.17 20: «Οὐκοῦν ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις, ὅταν μὲν περὶ τῆς οὐσίας ἡ ζήτησις ᾖ, καιρὸς τοῦ σιγᾶν, ὅταν δὲ περί τινος ἀγαθῆς ἐνεργείας, ἧς ἡ γνῶσις καὶ μέχρις ἡμῶν καταβαίνει, τότε λαλεῖν». 31

στὸν κόσμο 62. Ἡ παρουσία τῶν ἄκτιστων θεϊκῶν ἐνεργειῶν μεταμορφώνει τὸν Θεὸ τῆς ἄπειρης ἀποστασιοποίησης σὲ Θεὸ τῆς ἐμμενοῦς παρουσίας. Συγχρόνως αἴρεται ἡ ὅποια ὑποψία πανθεϊσμοῦ 63, καθὼς τὰ ὄντα μετέχουν κατὰ τὴ δεκτικότητά τους ὄχι στὴν οὐσία, ἀλλὰ στὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ ὅσα προαναφέρθηκαν ἀποδεικνύεται ὅ τι ὁ Γρηγόριος Νύσσης θέτει ὡς μὴ ἀναγώγιμο a priori τοῦ ὀντοθεολογικοῦ 64 οἰκοδομήματός του τὴ διάκριση κτιστὸ ἄκτιστο, προκειμένου νὰ τονίσει τὴν ἀπόλυτη ἑ τερότητα τῶν δύο αὐτῶν πραγματικοτήτων καὶ νὰ κλονίσει, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τὸ ἐνδεχόμενο νὰ προσεγγιστεῖ ἡ θεϊκὴ πραγματικότητα μέσα ἀπὸ τὶς κατηγορίες 62 Μπενάκης Λίνος, «Ἡ σπουδὴ τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας. Κριτικὴ ἐπισκόπηση 1949 1971», στὸ περιοδικὸ Φιλοσοφία, τεῦχος 1, Ἀθήνα, 1971, σσ. 390 433, ἰδ. σσ. 429 430. Γιὰ τὴ χρήση τοῦ ἀριστοτελικοῦ ὅ ρου ἐνέργεια τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνατολικοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς βλ. Bradshaw David, Aristotle. East and West. Metaphysics and the Division of Christendom, Cambridge, ἐκδόσεις Cambridge University Press, 2004. Ξεχωριστὴ ἀναφορὰ γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὅρου ἐνέργεια ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Νύσσης γίνεται στὶς σσ. 170 171. 63 Ὁ Πλωτῖνος, γιὰ παράδειγμα, ἀδυνατώντας νὰ συλλάβει τὴν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα τοῦ θείου ὄντος ἀποδεχόμενος τὸν κόσμο ὡς ἀπορροὴ τοῦ Ἑνός, διολίσθησε στὸν πανθεϊσμό, βλ. π. Λουδοβίκος Νικόλαος, Ἡ ἀποφατικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ ὁμοουσίου. Ἡ ἀρχέγονη Ἐκκλησία σήμερα, Ἀθήνα, ἐκδόσεις Ἁρμός, 2002, σ. 281. 64 Ὁ ὅρος ὀντοθεολογία χρησιμοποιήθηκε κυρίως ἀπὸ τὸν Heidegger, προκειμένου νὰ δηλώσει τὴν ἀπόπειρα τοῦ Ἀριστοτέλη γιὰ παράλληλη θεώρηση τοῦ ὄντος τόσο ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς θεολογίας, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς φιλοσοφίας, ἀπόπειρα ἡ ὁποία κορυφώθηκε στὸν Hegel, βλ. Heidegger Martin, Identität und Differenz, Stuttgart, ἐκδόσεις Klett Cotta, 2002 12, (1957 1 ), σσ. 31 67. 32

τῆς κτίσης. Ἡ ἀδυναμία, ἀκριβῶς, χρησιμοποίησης φιλοσοφικῶν κατηγορημάτων προκειμένου περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὸ ἐφαλτήριο, ὥστε ὁ Γρηγόριος νὰ ἀρνηθεῖ στὴ συνέχεια κάθε ὑποψία κακοῦ στὸν χῶρο τοῦ ἄκτιστου, στὸν χῶρο τοῦ ἐπέκεινα. 1.2. Τὸ ἐνδεχόμενο ἐφαρμοσιμότητας τῶν ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν στὸν χῶρο τοῦ ἐπέκεινα. Ἡ κατηγορία τῆς οὐσίας. Ε ἴδαμε προηγουμένως ὅτι ἡ ὀντολογικὴ διαφορὰ κτιστoῦ ἄκτιστου ἐμφαίνει τὴν ἀπόλυτη ἀνομοιότητα ἀνάμεσα στὴν κτίση καὶ τὸν δημιουργό της. Πρόκειται γιὰ δύο τρόπους ὕπαρξης ὄχι ἁπλῶς διαφορετικούς, ἀλλὰ καὶ ἐναντιότροπους 65. Δεδομένης τῆς ὑφιστάμενης ὑπαρκτικῆς ἀπόστασης, τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀνακύπτει ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ δυνατότητα χρήσης τῶν φιλοσοφικῶν κατηγοριῶν ὡς γνωσιολογικῶν ἐργαλείων ἱκανῶν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ ἀπροσπέλαστο ὑπερβατικό. Εἰδικότερα, θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δοῦμε ἄν, καὶ μὲ ποιὸ τρόπο, χρησιμοποιεῖ ὁ Γρηγόριος Νύσσης τὸν ἀριστοτε 65 Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Α, G.N.O. I, σ. 172.5 7: «τὸ γὰρ κτιστὸν καὶ τὸ ἄκτιστον ἐκ διαμέτρου πρὸς ἄλληλα τὴν κατὰ τὸ σημαινόμενον τὴν ἐναντίωσιν ἔχει», Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος Γ, G.N.O. II, σ. 60.1 9: «ἄλλο θεολογίας ἔστι μυστήριον καὶ ἄλλη τῶν ρευστῶν σωμάτων φυσιολογία. Πολλῷ τῷ μέσῳ ἀπ ἀλλήλων ταῦτα διατετείχισται. Τί συνάπτεις διὰ τοῦ λόγου τὰ ἄμικτα;», πρβλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 8.138 139, Kotter II: «Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ πάσης ἔστιν ἰδεῖν τῆς κτίσεως. Ἐπὶ δὲ τῆς ἁγίας καὶ ὑπερουσίου καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ ἀ λήπτου τριάδος τὸ ἀνάπαλιν». 33