Πορτρέτα Αστών της Τραπεζούντας Ιστορία είναι, μεταξύ άλλων, η αφήγηση της ζωής και των παθών των δρώντων υποκειμένων. Είναι η γλαφυρή ματιά στις κοινωνικές συνθήκες μιας εποχής που έχει παρέλθει αλλά εξακολουθεί να μας εμπνέει μέσω μιας διαλεκτικής και αμφίδρομης σχέσης. Φωτογραφία είναι η στιγμιαία αποτύπωση μιας όψης των δραστηριοτήτων των δρώντων υποκειμένων, προσεκτικά επιλεγμένη ή αυθόρμητη. Η αποκωδικοποίηση όμως μιας φωτογραφίας δεν είναι ποτέ μονοδιάστατη. Υπάρχουν πολλαπλές αναγνώσεις μιας εικόνας, αισθητική, πολιτική, κοινωνική, παιδαγωγική, ιστορική [μικρο και μακρο-ιστορίας], μόδας, κ.ά. Η φωτογραφία ως σημειωτικό σύστημα (κώδικας) απεικονίζει άλλους κώδικες: κοινωνικής συμπεριφοράς, μόδας, παιδαγωγικής πρακτικής, συμβάλλοντας στη γνωριμία και κατανόηση αυτών των κωδίκων. Η φωτογραφία είναι τεχνικός αλλά ταυτοχρόνως και ποιητικός κώδικας. Δεν ανήκει μόνον σ αυτόν που την τράβηξε, ούτε σ αυτόν που απαθανατίστηκε σ αυτήν, ούτε μόνον στους απογόνους του. ανήκει σε όλους όσοι θέτουν ερωτήματα για τους ανθρώπους, τη ζωή τους, το επάγγελμά τους, τη δράση, τις αγωνίες, την καθημερινότητά τους. Οι φωτογραφίες κάνουν τη ζωή των ανθρώπων ορατή, ενδιαφέρουσα και συζητήσιμη. Με την έννοια αυτή οι φωτογραφίες αυτές αλλάζουν χρήση και από ιδιωτικές καθίστανται δημόσιες. Η παρούσα έκθεση στοχεύει να αφηγηθεί ιστορικά δρώμενα που αφορούν τον βίο αστικών οικογενειών της πόλης της Τραπεζούντας μετά τα μέσα του 19 ου αιώνα. Μέσα από τα «Πορτρέτα των αστών της Τραπεζούντας» ο ιστορικός, αλλά και ο φιλίστωρ μπορεί να διακρίνει πλήθος στοιχείων που αφορούν στην ιδιωτική αλλά και τη δημόσια ζωή. Η ενδυμασία, η επίπλωση, η οικογενειακή και κοινωνική ιεραρχία, η θρησκευτική ζωή αποτελούν όψεις των πολλαπλών αναγνώσεων. Αλλά και η ματιά του φωτογράφου προδίδει όχι μόνο τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής αλλά κυρίως την κοινωνική διαστρωμάτωση και τον αξιακό κώδικα της κάθε κοινωνίας. Η έκθεση φιλοδοξεί να αναδείξει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης που παρουσιάζεται να συνδιαλέγεται σε ενεστώτα χρόνο με τα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης και του Εύξεινου Πόντου, κάτι που ίσως να έχει διαφύγει της συλλογικής μνήμης, λόγω της μεγάλης εξόδου και της συνακόλουθης εστίασης στο τραυματικό γεγονός. Οι φωτογραφίες όμως, λειτουργούν και ως βιογραφία του απεικονιζόμενου προσώπου. Θα μπορούσε κανείς να αφηγηθεί την ιστορία των ανθρώπων αυτών μέσα από τις φωτογραφίες τους εάν τις χρησιμοποιήσει ως ντοκουμέντα. Με δύο λόγια, το σύνολο των φωτογραφιών της έκ-θεσης μπορεί να διαβαστεί κάθετα (χρονολογικά, ιστορικά), ή οριζόντια, κατά θέματα. Η έκθεση περιλαμβάνει φωτογραφίες κυρίως από το Αρχείο της Άννας Θεοφυλάκτου, η οποία με μεγάλη ευαισθησία και μεθοδική εργασία τις προηγούμενες δεκαετίες διέσωσε, κυριολεκτικά, ένα μεγάλο μέρος από την ιστορική μνήμη του Πόντου. Στο Αρχείο της περιλαμβάνονται εκατοντάδες φωτογραφίες των οικογενειών του Πόντου με εξαντλητικά στοιχεία τεκμηρίωσης, καθώς και χιλιάδες σύγχρονες λήψεις από τα πολλά ταξίδια που έκανε η ίδια αναζητώντας τα σημάδια εκείνα που αντιστάθηκαν στον χρόνο και παραπέμπουν ακόμα στη μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων. Για τις ανάγκες της έκθεσης χρησιμοποιήθηκαν και τεκμήρια από τα αρχεία των Έφης Βαφειάδη, Ζένιας Νικολαΐδου, Μαρίας Σειρηνοπούλου, Κώστα Φωστηρόπουλου και Εριφύλης Χοντολίδου. Ο χάρτης είναι της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ Τεκμηρίωση της έκθεσης Άννα Θεοφυλάκτου, συλλέκτις, Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού, ιστορικός, Ομότιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ., Ιάκωβος Μιχαηλίδης, ιστορικός, Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ.
Καλλιτεχνική Επιμέλεια Γιώργος Κατσάγγελος, φωτογράφος, Καθηγητής Α.Π.Θ. Συντονισμός Ελένη Χοντολίδου, Πρόεδρος Α Κοινότητας Δήμου Θεσσαλονίκης, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Οργάνωση Αικατερίνη Κρικώνη, Παυλίνα Μαργαρίτου, Γεωργία Μιχαήλ, Ανέστης Στεφανίδης, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα / Κείμενα Ελένη Χοντολίδου, Πρόεδρος Α Κοινότητας Δήμου Θεσσαλονίκης, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Χορηγοί: FM 100 - TV100
Ο Πόντος των Ελλήνων «Πόντος» σημαίνει θάλασσα, ανοιχτό πέλαγος. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία ο όρος Πόντος ταυτιζόταν με τον Άξενο (κατ ευφημισμόν Εύξεινο) Πόντο, την ταραγμένη Μαύρη Θάλασσα, την οποία αντίκρισαν οι Μύριοι του Ξενοφώντα κατηφορίζοντας τις Ποντικές Άλπεις, στον δρόμο για την Τραπεζούντα. Πόντος, ωστόσο, για τους Έλληνες είναι και το βορειοανατολικό τμήμα της μικρασιατικής χερσονήσου. Ο Πόντος δεν αποτελούσε ξεχωριστή από τη Μικρά Ασία γεωγραφική ενότητα και δεν χρησιμοποιήθηκε ως όρος στην Αυτοκρατορία των Κομνηνών (1204-1461), οι οποίοι είχαν υιοθετήσει τον τίτλο «Βασιλείς και Αυτοκράτορες πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας» (Κριμαία). Στα περιηγητικά κείμενα και τις «γεωγραφίες» των Ευρωπαίων ο Πόντος ήταν το πέρασμα για την Αρμενία, τον Kαύκασο, την Περσία και τις Ινδίες. Οι διαφορές, ωστόσο, στην ιστορική και πολιτισμική εξέλιξή του από την υπόλοιπη Μ. Ασία, που δίχως αμφιβολία οφείλονταν στη γεωφυσική διαμόρφωση και, κατά συνέπεια, απομόνωσή του, κατέστησαν τον Πόντο μια χωριστή οντότητα, τα όρια της οποίας δύσκολα αποτυπώνονται στον χάρτη. Στη νεότερη πάντως περίοδο ο Πόντος, με ανατολικότερο όριό του τον ποταμό Άκαμψι (Τσορόκ Σού) και δυτικότερο τη Σινώπη, συμπεριλάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας με την ανεξάρτητη διοίκηση της Αμισού-Σαμψούντας (Τζανίκ), τις ανεξάρτητες διοικήσεις Νικόπολης, Αμάσειας και Σινώπης του βιλαετίου της Σεβάστειας, αλλά και «ακροτελεύτια τινά προς τον Πόντο τμήματα των Νομών Θεοδοσιουπόλεως και Κασταμονής, μετά της επί του Ευξείνου Πόντου Ποντο-ηρακλείας και της περιφερείας αυτής», κατά την έκφραση του Πανάρετου Τοπαλίδη. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει, επίσης, η οριζόντια διχοτόμηση του Πόντου σε παράλια ζώνη, όπου οι Έλληνες είχαν ιδρύσει τις αποικίες τους από τους αρχαίους χρόνους, και σε ηπειρωτική ορεινή ενδοχώρα. Αυτές οι δύο νοητές, παράλληλες ευθείες τέμνονται από κάθετους «άξονες», τα ορμητικά ποτάμια και τις κοιλάδες, που ενώνουν τον μεσόγειο Πόντο με τις παράλιες πόλεις του. Ο Anthony Bryer επισήμανε σχετικά ότι: «ο πολιτισμός του Πόντου βρισκόταν σε ένα συνεχή διάλογο με το καινούργιο, που μεταφερόταν από τα ανοιχτά σε έξωθεν επιρροές λιμάνια του, και το παλιό, τις παραδοσιακές αξίες και συνήθειες που διοχετεύονταν από την ενδοχώρα του». Στη νεότερη ιστορία του, ανάμεσα στις πολλές και σημαντικές παράλιες και μεσόγειες πόλεις του Πόντου, ξεχώριζαν, με χρονική σειρά ακμής τους, η Αργυρούπολη (Γκιουμουσχανέ) (17 ος -18 ος αι.), η Τραπεζούντα (19 ος αι.) και η Αμισός- Σαμψούντα (αρχές 20 ου αι.). Στην Τραπεζούντα και τη Σαμψούντα, ιδιαίτερα, θα γίνουν ορατές όλες οι εξελίξεις της περιόδου 1774-1923, στη διάρκεια της οποίας καθορίσθηκε ου-σιαστικά η τύχη και το μέλλον του χριστιανικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτόκρατορίας.
Η Tραπεζούντα Η «περικαλλής και ένδοξος πόλις, η βασιλίς των πόλεων του Ευξείνου Πόντου», πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Κομνηνών, Τραπεζούντα, ήταν η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Πόντου στα μέσα του 19ου αιώνα και η έδρα του ομώνυμου βιλαετίου. Η περιοχή της, στις νοτιοανατολικές ακτές του Ευξείνου Πόντου, ήταν από τις σημαντικότερες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, λόγω της γεωγραφικής θέσης της «θέσις εμπορίου», κατά τον Σάββα Ιωαννίδη. Ιδιαίτερα από τα τέλη του 18ου αιώνα (Συνθήκη Κιουτζούκ Καϊναρτζή, 1774) και κυρίως στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα (Συνθήκη Αδριανούπολης, 1829 και αγγλοοθωμανική σύμβαση, 1938), η Τραπεζούντα και το λιμάνι της αποτέλεσαν για τα ευρωπαϊκά κράτη την «οδό και την πύλη» προς τον Καύκασο, την Ανατολία και κυρίως την Περσία (40% του εμπορίου της). Ακολουθώντας τον δρόμο του Ερζερούμ προς τη μικρασιατική ενδοχώρα, τα καραβάνια μετέφεραν τα ευρωπαϊκά βιοτεχνικάβιομηχανικά είδη μέχρι την Ταυρίδα (Tabriz), από όπου επέστρεφαν φορτωμένα με εγχώρια προϊόντα (μετάξι, σιτηρά κ.ά.) που προορίζονταν για εξαγωγή στις πόλεις της Ευρώπης. Καθώς, λοιπόν, η Τραπεζούντα αναπτυσσόταν σε εμπορικό (εισαγωγικόεξαγωγικό) και διαμετακομιστικό κέντρο διεθνούς κλίμακας και ενδιαφέροντος, οι Ευρωπαίοι ίδρυσαν προξενεία, ειδικά μετά το 1830, ακριβώς για να εξασφαλίσουν προνομιακή θέση στη διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου αξιοποιώντας παράλληλα τις υπηρεσίες του γηγενούς χριστιανικού στοιχείου. Οι ξένοι χρειάζονταν τους γηγενείς χριστιανικούς πληθυσμούς, γνώστες της γλώσσας, των ιδιομορφιών και του τρόπου αντιμετώπισης προβλημάτων που ανέκυπταν από την επαφή με έναν κόσμο που φάνταζε αλλόκοτος. Ο ελληνικός πληθυσμός της Τραπεζούντας, ο οποίος έφθανε περίπου στο ένα τρίτο του συνόλου της, αποτελούσε το ζωτικότερο στοιχείο της κοινωνίας της, κάτι που έγινε φανερό ιδιαίτερα μετά το 1856, περίοδο των Μεταρρυθμίσεων (Χάτ-ι- Χουμαγιούν 1856). Με την αλλαγή, ωστόσο, λίγες δεκαετίες αργότερα, των πολιτικών και γεωστρατηγικών δεδομένων, όπως η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ (1869), η κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Πότι-Τιφλίδας-Ταυρίδας (1870) και ο Ρωσοοθωμανικός πόλεμος (1877-78), ανεκόπη η ανάπτυξη της Τραπεζούντας. Οι νέοι δρόμοι του εμπορίου άφηναν στο περιθώριο την πόλη, ενώ οι συχνές αλλαγές των ρωσοοθωμανικών συνόρων προκαλούσαν πληθυσμιακές ανακατατάξεις στον Πόντο: Τις αθρόες μετακινήσεις των χριστιανών (Ελλήνων και Αρμενίων) στις νέες ρωσικές κτήσεις του Καυκάσου (Βατούμ, Καρς, Αρταχάν) διαδέχονταν η, εκτός ελέγχου, εισροή μουσουλμάνων προσφύγων από τις ίδιες περιοχές. Παρ όλο που η Τραπεζούντα διατήρησε την παλιά αίγλη της μέχρι και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923), στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αι. εισήλθε σε μια περίοδο έντονων δοκιμασιών λόγω της ανόδου του τουρκικού εθνικισμού με τραγική κατάληξη τη γενοκτονία των Αρμενίων (1915) και των Ελλήνων (1916-1922) και την «Έξοδο» (1922-1924).
Η Αστική Τάξη της Τραπεζούντας Η αστικοποίηση του Πόντου ωφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στη γεωπολιτική θέση του, καθώς η σημαντικότερη πόλη του, η Τραπεζούντα, αποτελούσε την κατάληξη του δρόμου των καραβανιών που έφταναν από την Περσία, γεγονός που την ανέδειξε για δεύτερη φορά (από την εποχή της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών) σε διαμετακομιστικό κέντρο διεθνούς ενδιαφέροντος και εμβέλειας. Η έντονη δραστηριοποίηση των Ευρωπαίων δημιούργησε ευκαιρίες και προοπτικές για το ελληνικό στοιχείο, καθώς μαζί με το αρμενικό, αποτελούσαν το βασικό στήριγμα των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ακόμα και όταν η πόλη έπαψε να είναι επίκεντρο του διεθνούς εμπορίου δεν έλειψαν οι προοπτικές ανάπτυξης για τη διαμορφούμενη αστική τάξη της πόλης. Χαρακτηριστική είναι λ.χ. η αλλαγή στους οικονομικούς προσανατολισμούς σημαντικών μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1870, εμπορικών οίκων της Τραπεζούντας: Οι εμπορικοί οίκοι των Γ. Καπαγιαννίδη, αδερφών Φωστηροπούλου, Κ.Α. Θεοφυλάκτου και Α. Λεοντίδου διοχέτευσαν τις δραστηριότητές τους και στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Σ αυτούς ανήκαν οι τρεις από τις πέντε συνολικά Τράπεζες της πόλης. Σε ελληνικά, επίσης, χέρια βρισκόταν η Τράπεζα Αθηνών, ενώ στην Οθωμανική Τράπεζα υπήρχαν Έλληνες υπάλληλοι. Η συνεργασία των Ελλήνων επιχειρηματιών της Τραπεζούντας με σημαντικούς ευρωπαϊκούς εμπορικούς οίκους, αλλά και η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας ευνόησαν τη δημιουργία μιας κοσμοπολίτικης ελίτ στην πόλη, η οποία βρισκόταν σε άμεση επαφή με την Ευρώπη: Στα εμπορικά και επιχειρηματικά ταξίδια προστέθηκαν σύντομα και ταξίδια για τουρισμό, αναψυχή και εκπαίδευση, τα οποία ενίσχυαν τον δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στην Τραπεζούντα και τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρώπης και του Εύξεινου Πόντου. Μαζί με τα προϊόντα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας που προβλέπονταν από τις εμπορικές συμφωνίες άρχισαν να καταφθάνουν στην Τραπεζούντα νέες ιδέες, μόδες, περιοδικά και βιβλία, πολιτιστικά αγαθά που έκαναν προσιτές τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές κατακτήσεις στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας. Η αστική τάξη της Τραπεζούντας εκτός από τις συναναστροφές της με την Ευρώπη έκανε αισθητή την παρουσία της και στην τοπική κοινωνία με τη δημιουργία πολλών και σημαντικών φιλεκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών, αθλητικών συλλόγων, γεγονός που συνέβαλλε αποφασιστικά στην εκπαιδευτική και πνευματική ανάπτυξη, όχι μόνο της Τραπεζούντας, αλλά και πολλών οικισμών της ενδοχώρας της.
Οι φωτογράφοι αδελφοί Κακούλη (Cacoulis Frères) Τα αδέλφια Κακούλη (Κυριάκος, Μιλτιάδης και Θρασύβουλος), γιοι του «ποπά- Λευτέρ», γεννήθηκαν στην Τραπεζούντα. Ο Κυριάκος, μεγαλύτερος, προφανώς, από τα τρία αδέρφια, διατηρούσε φωτογραφείο στην πόλη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19 ου αιώνα. Αυτό προκύπτει τόσο από τις φωτογραφίσεις που έγιναν στο κατάστημά του, όσο και από τις απεικονίσεις (± 1895) εμβληματικών δημόσιων οθωμανικών και χριστιανικών κτιρίων της Τραπεζούντας, που τραβήχτηκαν κατ εντολήν του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β (1876-1908). Ο Μιλτιάδης, γεννημένος το 1872, φοίτησε στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας και, στη συνέχεια, μετέβη στο Παρίσι όπου σπούδασε φωτογραφία και διακρίθηκε σε σχετικούς διαγωνισμούς. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς του το μοναδικό καλλιτεχνικό φωτογραφείο (studio) στην Τραπεζούντα με την επωνυμία «Αδελφοί Κακούλη-Μαύρη Θάλασσα». Στους αδελφούς Κακούλη οφείλουμε τα καλλιτεχνικά πορτρέτα πολλών Τραπεζουντίων. Ο Κυριάκος Κακούλης πέθανε στον Πόντο, ενώ τα αδέλφια του Μιλτιάδης και Θρασύβουλος έφθασαν πρόσφυγες στην Αθήνα όπου και συνέχισαν το επάγγελμα του φωτογράφου με την ίδια επιτυχία. Αναφέρονται ως προσωπικοί φωτογράφοι του Νικολάου Πλαστήρα. Ο Θρασύβουλος Κακούλης πέθανε το 1942 και ο Μιλτιάδης το 1954.