ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Κατεύθυνση Σπουδών: Πολιτική Ανάλυση Η εφαρμογή του γερμανικού εκλογικού συστήματος στην Ελλάδα, προϋποθέσεις και τροποποιήσεις Μπουραντά Βασιλική ΑΕΜ -18- Επιβλέπων καθηγητής: Δώδος Δημοσθένης 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή σελ. 3 1. Το γερμανικό εκλογικό σύστημα 1.1. Γενικά σελ. 6 1.2. Τεχνικά χαρακτηριστικά 1.2.1. Εκλογικές περιφέρειες σελ. 10 1.2.2. Υποβολή υποψηφιοτήτων σελ. 12 1.2.3. Διαδικασία σταυροδότησης σελ. 14 1.2.4. Μέθοδος υπολογισμού εδρών σελ. 17 1.2.5. Φραγμοί εκπροσώπησης σελ. 18 1.2.6. Υπεράριθμες έδρες σελ. 22 2. Εφαρμογή στο ελληνικό εκλογικό σύστημα 2.1. Ισχύων εκλογικός νόμος σελ. 26 2.2. Αναδιαχωρισμός εκλογικών περιφερειών 2.2.1. Μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες σελ. 28 2.2.2. Ευρύτερες εκλογικές περιφέρειες σελ. 42 2.3. Βουλευτές επικρατείας σελ. 47 Παράρτημα Βιβλιογραφία 2
Εισαγωγή Αντικείμενο της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας είναι η μελέτη του εκλογικού συστήματος που ισχύει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η απόπειρα εφαρμογής του με τις αναγκαίες τροποποιήσεις και προσαρμογές στην πραγματικότητα του ελληνικού πολιτικού χώρου. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται αναλυτικά το εκλογικό σύστημα που ισχύει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τα επιμέρους στοιχεία και οι ιδιαιτερότητές του, όπως η κατανομή των βουλευτικών εδρών σε δύο διαφορετικές διαδικασίες, ενώ γίνεται προσπάθεια να χαρακτηριστεί ως προς το βαθμό αναλογικότητάς του και να τοποθετηθεί στην υπάρχουσα τυπολογία των εκλογικών συστημάτων. Μελετάμε τα τεχνικά, κυρίως, χαρακτηριστικά του γερμανικού συστήματος, δηλαδή τον τύπο εκλογικής περιφέρειας, τη διαμόρφωση λίστας, τη διαδικασία σταυροδότησης, στοιχεία που επηρεάζουν τόσο την εκλογική διαδικασία όσο και τις επιλογές του ψηφοφόρου. Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με την εφαρμογή του γερμανικού εκλογικού συστήματος στην Ελλάδα. Αρχικά επιχειρείται μια εφαρμογή του αμιγούς γερμανικού εκλογικού συστήματος και δευτερευόντως παρουσιάζονται διαφορετικές παραλλαγές του που είτε βασίζονται σε προτάσεις που έχουν κατά καιρούς δημοσιοποιηθεί ή άτυπα συζητηθεί είτε προκύπτουν από τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού χώρου, οι οποίες θεωρούμε ότι θα επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος εάν αυτό εφαρμοστεί αυτούσιο. Συγχρόνως μελετάμε προβλήματα, θεωρητικά και πρακτικά, που συναντήσαμε στην εφαρμογή του γερμανικού εκλογικού νόμου στα ελληνικά δεδομένα. Προβλήματα που αφορούν τόσο στα πρακτικά ζητήματα (αναδιαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών σε μονοεδρικές και κατάργηση των παλιότερων, δημιουργία ευρύτερων εκλογικών περιφερειών, διαμόρφωση της εκλογικής διαδικασίας των δύο ψήφων κ.α.) όσο και σε ζητήματα πολιτικής κουλτούρας και κοινωνικής συνοχής. Η άτυπη συζήτηση για το γερμανικό εκλογικό σύστημα και κατά πόσο είναι εφικτή η εφαρμογή μιας παραλλαγής του ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια. Ήδη από τη δεκαετία του 80 φαίνεται να εμφανίζονται στο παρασκήνιο διάφορες αναφορές σχετικές με την εφαρμογή ενός ριζικά νέου εκλογικού συστήματος εμπνευσμένου από το αντίστοιχο γερμανικό 1. Στο προσκήνιο βέβαια οι αναφορές αυτές δεν βρήκαν ποτέ την μορφή μιας επισήμως διατυπωμένης ολοκληρωμένης πρότασης εκλογικής 1 http://monazyga.blogspot.com/2007/11/blog-post_18.html 3
μεταρρύθμισης. Ωστόσο μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών καθίσταται όλο και πιο εμφανές ότι μια μεταβολή ή μετατροπή του ισχύοντος εκλογικού συστήματος είναι κάτι περισσότερο από ευπρόσδεκτη από αρκετούς πρωταγωνιστές του πολιτικού σκηνικού. Το αναλογικό σύστημα με έντονα πλειοψηφικά στοιχεία που προήγαγε και συντήρησε τον δικομματισμό για δεκαετίες στη χώρα μας και ισχύει μέχρι σήμερα, παρήγαγε συγχρόνως και πολλαπλά προβλήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν ορισμένες πολύ μεγάλες εκλογικές περιφέρειες όπως αυτή της Β Αθηνών όπου η επικοινωνία των υποψηφίων με τους εκλογείς είναι πρακτικώς αδύνατη. Η αδυναμία αυτή συνεπάγεται αυξημένα έξοδα προεκλογικής εκστρατείας των υποψηφίων που ανέρχονται σε αρκετές χιλιάδες ευρώ, περισσότερα από κάθε προηγούμενη προεκλογική περίοδο και από το κόστος προεκλογικής εκστρατείας κάθε αντίστοιχου ευρωπαίου υποψηφίου. Αυξημένη παρουσιάζεται, κατά συνέπεια, και η διαπλοκή των υποψηφίων και των κομμάτων με οικονομικούς παράγοντες της χώρας προκειμένου να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις απαιτήσεις του εκλογικού ανταγωνισμού. Τα φαινόμενα διαπλοκής επεκτείνονται και στον χώρο των ΜΜΕ, χώρο που παραδοσιακά παίζει τον δικό του ρόλο στο πολιτικό «παιχνίδι» και φαίνεται να αποκτά συνεχώς αυξανόμενη εξουσία και επιρροή. Τα κόμματα και οι υποψήφιοι επενδύουν πολλά, σε χρήμα και σε ενέργεια, προκειμένου να διαθέτουν αφενός άμεση και τακτική πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, αφετέρου την εύνοια και τον σεβασμό τους. Μια καλή συνεργασία με τα ΜΜΕ φαίνεται να είναι πιο προσοδοφόρα σε ψήφους από ότι η επαφή με τους ίδιους τους ψηφοφόρους. Ωστόσο, οι πελατειακές σχέσεις ανάμεσα στο εκλογικό σώμα και στους υποψήφιους εξακολουθούν να υπάρχουν και να αναπτύσσονται, κυρίως στις μικρότερες εκλογικές περιφέρειες (μονοεδρικές και διεδρικές). Οι χρόνιες παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος, μερικές από τις οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω, συντηρήθηκαν και διαιωνίστηκαν, αν και δεν είναι άμεση απόρροιά του, και από το ισχύον, εδώ και πολλές δεκαετίες, εκλογικό σύστημα. Κατά πολλούς το εκλογικό σύστημα αποτελεί «τον πιο εξειδικευμένο χειραγωγικό μηχανισμό της πολιτικής» 2. Μέσα από τις εκάστοτε τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου επιχειρούν τα κόμματα να διατηρήσουν τον θώκο της εξουσίας και να διαιωνίσουν τα ερείσματα τους στο ανταγωνιστικό πολιτικό σκηνικό. Κατά κοινή παραδοχή, «τα εκλογικά συστήματα περιλαμβάνουν τον τρόπο με τον οποίο οι 2 http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4225381 ΤαΝέα Online - 30/03/2002, Νικολακόπουλος Ηλίας, Εκλογικά σενάρια γερμανικού τύπου 4
ψηφοφόροι εκφράζουν με ψήφους την προτίμησή τους σε ένα κόμμα και /ή σε έναν υποψήφιο και τον τρόπο που οι ψήφοι μεταφράζονται σε αποφάσεις» 3. Επομένως, τα εκλογικά συστήματα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη της πολιτικής ζωής ενός τόπου εφόσον είναι αυτά που μεταφέρουν, μεταφράζουν και διαμορφώνουν την βούληση και τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος σε πολιτική δύναμη και δράση με τη μορφή βουλευτικών εδρών. Τροποποιώντας, λοιπόν, τους πολύπλοκους μηχανισμούς και διαδικασίες που μετατρέπουν τις ψήφους των πολιτών σε βουλευτικές έδρες προσπαθούν να διαμορφώσουν αναλόγως τη λαϊκή βούληση. Ακόμα και η πιο απλή τροποποίηση ενός εκλογικού συστήματος όμως πέρα από τα άμεσα και βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει στην διαμόρφωση της κατανομής της δύναμης των κομμάτων στο Κοινοβούλιο, μπορεί και επιφέρει, αν όχι βραχυπρόθεσμα, σημαντικές αλλαγές στις ανταγωνιστικές σχέσεις των «παικτών» του πολιτικού πεδίου. Σύμφωνα με τον Sartori, το εκλογικό σύστημα είναι «το πιο σημαντικό τμήμα λειτουργίας των πολιτικών συστημάτων. Τα εκλογικά συστήματα δεν είναι μόνο το όργανο της πολιτικής που ασκεί τη μεγαλύτερη χειραγώγηση. Καθορίζουν και το πολιτικό σύστημα και επηρεάζουν το φάσμα της αντιπροσώπευσης» 4. Ακριβώς επειδή τα εκλογικά συστήματα αποτελούνται από πολλά και διαφορετικά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδυάζονται «σχεδόν τυχαία» 5, οι επιδράσεις τους στο πολιτικό φάσμα και στην πολιτική κατάσταση μιας χώρας είναι δύσκολο να εντοπιστούν επακριβώς. Για αυτό το λόγο δεν υπάρχει και μια ακριβής τυπολογία (πέρα από την κατάταξη σε πλειοψηφικά ή αναλογικά συστήματα) που να καθορίζει την μορφή, τις επιδράσεις και τα αποτελέσματα της εφαρμογής των εκλογικών συστημάτων. Το εκλογικό σύστημα κάθε χώρας αποτελεί, έτσι, μεμονωμένη μελέτη περίπτωσης (study case) αφού δύο εκλογικά συστήματα όσο και να ομοιάζουν δεν παράγουν ποτέ τα ίδια αποτελέσματα σε πολιτικό επίπεδο. 3 Nohlen D., Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, Επίκεντρο, 2007, σελ. 59 4 Sartori (1994: IX) Nohlen D., ο.π., σελ.72 5 Nohlen D., ο.π., σελ. 93 5
1. Το γερμανικό εκλογικό σύστημα 1.1. Γενικά Η Γερμανία είναι ομοσπονδιακό κράτος που αποτελείται από 16 ομόσπονδα κρατίδια και εκλέγει κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η ομοσπονδιακή δομή της χώρας δεν διαφέρει από την δομή των περισσότερων ανάλογων κρατών. Αποτελείται από την κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο (Bundestag) και την Γερουσία (Bundesrat). Κάθε κρατίδιο εκλέγει συγχρόνως μια τοπική κυβέρνηση και εκπροσώπους των τοπικών αρχών αυτοδιοίκησης. Εκλέγονται, δηλαδή, βουλευτές σε επίπεδο ομοσπονδίας, εκπρόσωποι σε επίπεδο κρατιδίου, και δημοτικά μέλη σε επίπεδο περιφερειακό και τοπικό. Το Σύνταγμα της Γερμανίας εγγυάται το δικαίωμα ψήφου σε μυστική ψηφοφορία σε άμεσες και ελεύθερες εκλογές για κάθε Γερμανό πολίτη. Σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1 του γερμανικού Συντάγματος, δικαίωμα ψήφου έχει κάθε Γερμανός πολίτης που έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, διαμένει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και δεν έχει στερηθεί του εκλογικού του δικαιώματος ( 12 εδαφ. 1 BWahlG). Δικαίωμα ψήφου έχουν και όσοι Γερμανοί πολίτες την ημέρα των εκλογών βρίσκονται ή διαμένουν στο εξωτερικό, διέμειναν όμως από τις 23 Μαΐου 1949 για τουλάχιστον 3 μήνες αδιάλειπτα στη χώρα ( 12 εδαφ. 2 BWahlG) 6. Στέρηση του εκλογικού δικαιώματος προβλέπεται λόγω αμετάκλητης δικιαστικής καταδίκης, ανικανότητας δικαιοπραξίας ή διαμονής σε ψυχιατρική κλινική λόγω ψυχικής ασθενείας ( 13 BWahlG). Οι βουλευτικές εκλογές για την ανάδειξη του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου διενεργούνται συνήθως κάθε τέσσερα χρόνια σε όλη την επικράτεια. Διενεργούνται επίσης εκλογές για την ανάδειξη του Κοινοβουλίου κάθε κρατιδίου, καθώς και για την ανάδειξη των μελών της τοπικής αυτοδιοίκησής του. Οι εκλογές αυτές (σε επίπεδο κρατιδίου και τοπικό) δεν διενεργούνται ταυτόχρονα σε κάθε κρατίδιο. Εκτός από τις εκλογές για την ανάδειξη κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κάθε κρατίδιο αποφασίζει ανεξάρτητα για την περίοδο διενέργειας των εκλογών που αφορούν στην τοπική κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση. Κατά συνέπεια, οι προεκλογικές 6 Παλαιότερα υπήρχε πρόβλεψη του δικαιώματος ψήφου για στρατιωτικούς, δικαστικούς λειτουργούς ή δημόσιους υπαλλήλους που βρίσκονταν λόγω εργασίας στο εξωτερικό (μαζί και τις οικογένειές τους), ή για πολίτες που διέμεναν σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δεν διέμεναν στο εξωτερικό πάνω από 25 χρόνια. 6
εκστρατείες βρίσκονται συνεχώς σε εξέλιξη, και κάθε εκλογική αναμέτρηση θεωρείται ως δοκιμασία για την δημοτικότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και για την δύναμη της αντιπολίτευσης. Το εκλογικό σύστημα που εφαρμόζεται για την ανάδειξη της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, και εφαρμόζεται κατά βάση αλλά σε διάφορες παραλλαγές και στις εκλογές ανάδειξης των Kοινοβουλίων των ομόσπονδων κρατιδίων, είναι ουσιαστικά ένας συνδυασμός στοιχείων ενός σχετικά πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος με αυτών της απλής αναλογικής εκπροσώπησης του εκλογικού σώματος. Χαρακτηρίζεται ως «προσωποποιημένη απλή αναλογική», ακριβώς γιατί αποτελεί μια σύνθεση των δύο βασικότερων εκλογικών συστημάτων, του πλειοψηφικού και του αναλογικού 7. Το γερμανικό Κοινοβούλιο εκλέγεται «σύμφωνα με τις αρχές μιας αναλογικής εκλογής που συνδέεται με την εκλογή προσώπων» ( 1 BWahlG) 8. Παρακάτω θα συστηματοποιήσουμε αναλυτικότερα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της σύνθεσης και θα επιχειρήσουμε να ταξινομήσουμε το γερμανικό σύστημα ανάμεσα στα πλειοψηφικά-αναλογικά εκλογικά συστήματα που γνωρίζουμε. Στις 23 Μαΐου του 1949 συντάχθηκε το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την ίδρυση του νέου δημοκρατικού κράτους από τις νικητήριες δυνάμεις του Β Παγκοσμίου Πολέμου 9. Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν ιδιαίτερα το Κοινοβουλευτικό Συμβούλιο που διαβουλεύονταν για τη σύσταση του Συντάγματος, ήταν και το εκλογικό σύστημα στο οποίο θα βασίζονταν η δομή του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου. Πρωτεύων στόχος των κομμάτων που συμμετείχαν στο Συμβούλιο ήταν η εφαρμογή ενός, κατά κάποιο τρόπο, μικτού εκλογικού συστήματος που θα συνέβαλε στην αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης. Η περίπτωση εφαρμογής μιας αναλογικής μορφής εκλογής απορρίφθηκε εξαρχής από όλα τα 7 Παπαδοπούλου Λ., Το γερμανικό εκλογικό σύστημα και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, Παπαζήση, 2007, σελ. 14 8 Nohlen D., Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, ο.π., σελ. 416 9 Οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ, το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και η Γαλλία, είναι οι νικητήριες δυνάμεις που ιδρύουν το νέο δημοκρατικό κράτος στις τρεις ζώνες κατοχής τους ενώ η σταλινική Σοβιετική Ένωση ιδρύει σοσιαλιστικό κράτος, την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1949. Αργότερα ο «ψυχρός πόλεμος» που θα χωρίσει την Ευρώπη στα δύο, θα χωρίσει και τα δύο γερμανικά κράτη. Σύμβολο αυτής της διαίρεσης θα αποτελέσει το Τείχος του Βερολίνου. Η πτώση του θα σηματοδοτήσει τη λήξη του ψυχρού πολέμου και τη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ανατολική Γερμανία, η οποία θα προσαρτηθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τον Οκτώβριο του 1990. 7
κόμματα, μετά την εμπειρία της εφαρμογής του στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης 10. Μια από τις αντιλήψεις που κυριαρχούσαν κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων ήταν αυτή που τέθηκε υπό συζήτηση μετά από πρόταση της Χριστιανικής Δημοκρατικής Ένωσης Γερμανίας/ Χριστιανικής-Κοινωνικής Ένωσης Βαυαρίας (Christlich Demokratische Union Deutschlands/ Christlich- Soziale Union in Bayern, CDU/CSU) και αναφέρονταν σε ένα σχετικά πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Η πρόταση αυτή εγκαταλείφθηκε σύντομα μιας και θα μείωνε την σημασία ύπαρξης των μικρότερων κομμάτων, θα οδηγούσε σε απομόνωσή τους και πιθανότατα σε ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος ήταν κάτι που ήθελε να αποφύγει πάσει θυσία η επιτροπή εκλογικού δικαίου που συμμετείχε στο Κοινοβουλευτικό Συμβούλιο. Για αυτό και συμβιβάστηκε με την πρόταση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (Sozialdemokratische Partei, SPD), η οποία αφορούσε στην εφαρμογή ενός αναλογικού συστήματος εμπλουτισμένου με πλειοψηφικά στοιχεία. Τελικά οι εργασίες κατέληξαν σε μια σύνθεση των δύο κυριοτέρων εκλογικών συστημάτων, εκλέγονταν δηλαδή 60% των μελών του Κοινοβουλίου σε μονοεδρικές περιφέρειες με σχετική πλειοψηφία ενώ το ποσοστό των εδρών που αντιστοιχούσε σε κάθε κομματικό σχηματισμό θα υπολογίζονταν με τη μέθοδο της απλής αναλογικής 11. Από τότε εισήχθησαν πολλά νέα στοιχεία που οδήγησαν στην σταδιακή διαμόρφωση του ισχύοντος εκλογικού συστήματος. Καταρχάς, ο αριθμός των βουλευτών του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου έχει άλλαξει από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση του 1949 είτε λόγω πληθυσμιακής αύξησης είτε λόγω ιστορικών και πολιτικών 10 «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ονομάστηκε το πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης της μεσοπολεμικής Γερμανίας, από το 1919 έως το 1933. Το ονομά του προήλθε από το Σύνταγμα που συντάχθηκε στην ομώνυμη πόλη τον Ιούλιο του 1919. Η πόλη της Βαϊμάρης επιλέχθηκε διότι το Βερολίνο θεωρούνταν επικίνδυνο μέρος για να συνέλθει η γερμανική Εθνοσυνέλευση που θα δημιουργούσε ένα νέο Σύνταγμα μετά τη διάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Το κράτος που συστάθηκε αποτελούσε, επομένως, άμεση συνέπεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Η δε πτώση του συνδέθηκε άμεσα με την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία. Μια άποψη υποστήριζε ότι η ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος και η άνοδος του εθνοσοσιαλισμού ήταν άμεση απόρροια του εκλογικού συστήματος που είχε επιβληθεί, της απλής αναλογικής. Η αποτυχία της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης προήλθε από τον κατακερματισμό του κομματικού συστήματος που προκάλεσε η αναλογική εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο, τη στιγμή που μια σχετική πλειοψηφική εκλογή θα οδηγούσε σε σταθερή αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα εμπόδιζε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Οι απόψεις αυτές έχουν πλέον εγκαταληφθεί αφού παραβλέπουν τις κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικες συνθήκες που επικρατούσαν, την ήδη από την εποχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας «ανομοιογενή δομή του κομματικού συστήματος» και την ανάπτυξη διαφόρων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων που συνέβαλαν στην διαμόρφωση ενός πολυκομματικού συστήματος. Συγχρόνως, υπερβάλουν ως προς τη δύναμη του εκλογικού συστήματος, αναζητώντας σε μια και μόνο αιτία την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Nohlen D., ο.π., σελ. 415-416 11 Nohlen D., ο.π., σελ. 417 8
αλλαγών (όπως η προσάρτητη της Ανατολικής Γερμανίας στο δυτικό κράτος το 1990 που συνεπάγονταν την αύξηση των κρατιδίων από 10 σε 16). Αρχικά ήταν 400 βουλευτές για να αυξηθούν μετά το 1961 στους 496. Το 1998 έφτασαν του 656 βουλευτές ενώ από τις εκλογές του 2002 ανέρχονται στους 598. Αντίστοιχα οι μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες ήταν 242 (αφού εκλέγονταν το 60% των βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες, δηλαδή περίπου 240 βουλευτές) ενώ μετά το 1961 σχηματίστηκαν 248 μονοεδρικές περιφέρειες. Από το 1953 δε άλλαξε και η αναλογία εκλεγμένων σε περιφέρειες και σε λίστα σε ½, δηλαδή οι μισοί βουλευτές εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες και οι μισοί βάσει λίστας σε ευρύτερες πολυεδρικές περιφέρειες που αντιστοιχούν στα ομόσπονδα κρατίδια. Το 1953 εισήχθη, επίσης, η διπλή ψήφος για τους ψηφοφόρους, μια για την εκλογή υποψηφίων των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών βάσει σχετικής πλειοψηφίας και μια για την εκλογή υποψηφίων βάσει δεσμευμένης λίστας των κομματικών σχηματισμών σε επίπεδο κρατιδίων. Την ίδια περίπου περίοδο επεβλήθη το πλαφόν συμμετοχής στην κατανομή εδρών σε επίπεδο ομοσπονδίας αντί κρατιδίου όπως ίσχυε μέχρι τότε. Με λίγα λόγια, για να συμμετέχει ένα κόμμα στην κατανομή εδρών έπρεπε να έχει συγκεντρώσει ποσοστό τουλάχιστον 5% επί των έγκυρων ψήφων προς τις λίστες στο σύνολο της χώρας και όχι σε ένα κρατίδιο, ή εναλλακτικά να έχει «κερδίσει» μια έδρα σε μονοεδρική περιφέρεια. Ο αριθμός των απαιτούμενων για την συμμετοχή στην διαδικασία κατανομής εδρών άλλαξε το 1956 και ανέρχεται μέχρι και σήμερα σε τρεις. 9
1.2. Τεχνικά χαρακτηριστικά 1.2.1. Εκλογικές περιφέρειες Το γερμανικό εκλογικό σύστημα 12 προβλέπει δύο επίπεδα κατανομής των έδρων του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου. Αφενός το επίπεδο των κρατιδίων στα οποία είναι χωρισμένη η εθνική επικράτεια, αφετέρου το επίπεδο των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών στις οποίες είναι χωρισμένα τα κρατίδια. Στο πρώτο επίπεδο η κατανομή πραγματοποιείται βάσει κλειστής λίστας (διαμορφωμένης για κάθε κρατίδιο) και στο δεύτερο επίπεδο κατανέμονται οι λεγόμενες άμεσες 13 έδρες που προκύπτουν από τον διαχωρισμό των δεκαέξι κρατιδίων σε μονοεδρικές περιφέρειες. Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο ( 3 εδαφ. 1 BWahlG), η εθνική επικράτεια διαιρείται σε εκλογικές περιφέρειες σεβόμενη κάποιες αρχές. Πρώτον, διατηρούνται ως έχουν τα σύνορα των ομόσπονδων κρατιδίων. Δεύτερον, ο αριθμός των εκλογικών περιφερειών που σχηματίζονται στο εσωτερικό των κρατιδίων πρέπει να είναι ανάλογος με τον πληθυσμό 14 κάθε κρατιδίου. Η αναλογία αυτή επιτυγχάνεται με την διαίρεση του πληθυσμού της επικρατείας με τον αριθμό των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών που πρέπει να σχηματιστούν. Ο αριθμός που προκύπτει είναι το εκλογικό μέτρο για την διαίρεση του πληθυσμού κάθε κρατιδίου σε εκλογικές περιφέρειες. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται για όλα τα 16 ομόσπονδα κρατίδια, τα οποία χωρίζονται σε τόσες περιφέρειες όσοι είναι οι ακέραιοι αριθμοί που προκύπτουν. Εάν περισσεύουν έδρες, τότε μοιράζονται στα κρατίδια που έχουν το μεγαλύτερο υπόλοιπο από την 12 Τα αρθ. 38 και 39 του γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz) αναφέρονται στις εκλογές για την ανάδειξη Ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Η διαδικασία περιγράφεται πιο αναλυτικά και συγκεκριμένα στον Ομοσπονδιακό Εκλογικό Νόμο (Bundeswahlgesetz- BWahlG) και στον Ομοσπονδιακό Εκλογικό Κανονισμό (Bundeswahlordnung). 13 Τις χαρακτηρίζουμε «άμεσες» επειδή κατανέμονται στους κομματικούς σχηματισμούς βάσει σχετικής πλειοψηφίας. Η έδρα προσκυρώνεται άμεσα στο κόμμα, στο οποίο ανήκει ο υποψήφιος βουλευτής που έχει συγκεντρώσει την πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων. 14 Στην Ελλάδα στη διαδικασία διαμόρφωσης των εκλογικών περιφερειών λαμβάνεται υπ όψιν ο νόμιμος πληθυσμός της επικρατείας ορισμένος ως το σύνολο του αριθμού «των ατόμων κάθε ηλικίας και φύλου, τα οποία κατά την ημέρα της απογραφής δήλωσαν ότι είναι καταχωρημένα στα αντίστοιχα δημοτολόγια και εφόσον κατά την ημέρα της απογραφής βρίσκονταν στη χώρα και απογράφηκαν ως παρόντα ή απουσίαζαν προσωρινώς στο εξωτερικό», το σύνολο των δημοτών κάθε δήμου ή κοινότητας δηλαδή. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ο γερμανικός εκλογικός νόμος δεν αναφέρεται σε κάτι αντίστοιχο αλλά σε όσους δηλώνουν τόπο διαμονής στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή βρίσκονται/διαμένουν στο εξωτερικό αλλά είχαν διαμείνει στη χώρα από τις 23 Μαΐου 1949 αδιάλειπτα τουλάχιστον για τρεις μήνες. Ο πληθυσμός (Bevoelkerungsanteil), ο οποίος χρησιμοποιείται για την διαμόρφωση των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών στο εσωτερικό των κρατιδίων, προσομοιάζει στην ουσία περισσότερο με τον μόνιμο πληθυσμό όπως αυτός νοείται από την ελληνική νομοθεσία, δηλαδή τον «αριθμό των ατόμων που έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε κάθε περιφέρεια, νομό, δήμο/ κοινότητα, δημοτικό/κοινοτικό διαμέρισμα και αυτοτελή οικισμό». Εθνική Στατιστική Υπηρεσία 10
διαίρεση μέχρι να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός τους. Παρόμοια διαδικασία, όπως θα δούμε και παρακάτω, ακολουθείται και στην πρώτη κατανομή των βουλευτικών εδρών ανάμεσα στα κόμματα. Ο πληθυσμός που αντιστοιχεί σε μια μονοεδρική εκλογική περιφέρεια δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβαίνει ή να υπολείπεται περισσότερο από 15% από το εκλογικό μέτρο. Εάν η διαφορά από το εκλογικό μέτρο (είτε αυτή είναι προς τα πάνω είτε προς τα κάτω) είναι μεγαλύτερη από 25%, τότε απαιτειται ο αναδιαχωρισμός των περιφερειών στο εσωτερικό του κρατιδίου. Αυτή είναι η τρίτη προϋπόθεση που θέτει ο γερμανικός εκλογικός νόμος. Η εκλογική περιφέρεια που σχηματίζεται, πρέπει επίσης να έχει γεωγραφική συνάφεια και εγγύτητα ενώ τα όρια των πόλεων, των δήμων και των κοινοτήτων πρέπει να διατηρούνται κατά περίπτωση και ευχέρεια. Τον διαχωρισμό της επικράτειας σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες επιβλέπει πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση μια Επιτροπή Εκλογών, η οποία διορίζεται δεκαπέντε μήνες πριν την έναρξη της προεκλογικής περιόδου από τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο και αποτελείται από τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, έναν δικαστή του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου και πέντε ακόμα μέλη. Οι εργασίες της επιτροπής είναι να ελέγξουν για τυχόν αλλάγες και μετατοπίσεις του πληθυσμού που επηρεάζουν τον υφιστάμενο διαχωρισμό των εκλογικών περιφερειών και να προβούν στις καταλληλές ενέργειες (σύμφωνες πάντα με τις παραπάνω αρχές) ώστε να μην διακυβευτεί η αρχή της ισότητας στην εκπροσώπηση. Όπως παρατηρούμε και από τις προβλέψεις του γερμανικού εκλογικού νόμου, η διαίρεση των εκλογικών περιφέρειων δεν είναι κάτι που πραγματοποιείται μια φορά και ισχυει για πάντα. Ο διαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών αναπροσαρμόζεται συνεχώς ανάλογα με τις μετακινήσεις και τις αυξομειώσεις του πληθυσμού. Η αναπροσαρμογή αυτή επιτυγχάνεται «είτε (στην περίπτωση των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών) με το γεωγραφικό επανακαθορισμό των ορίων της εκλογικής περιφέρειας είτε (στην περίπτωση των πολυεδρικών εκλογικών περιφερειών) με την τροποποίηση του αριθμού των εδρών που αναλογούν στην εκλογική περιφέρεια» 15. Η αναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό και τις έδρες οφείλει σε κάθε περίπτωση να διαμορφώνεται ανάλογα προκειμένου να διατηρείται σε ισχύ η αρχή της ισότητας στην εκπροσώπηση. Ειδάλλως δημιουργούνται ζητήματα ηθελημένης ή μη διαστρέβλωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων. Η κριτική αυτή διεξάγεται προς δυο 15 Nohlen D., Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, ο.π., σελ. 94 11
κατευθύνσεις, αφενός στην χειραγώγηση με ενεργητικό τρόπο υπέρ ενός κόμματος ή ενός πολιτικού ρεύματος, τη λεγόμενη «γεωμετρία της εκλογικής περιφέρειας» 16, αφετέρου την χειραγώγηση μέσα από την παράλειψη των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για την διατήρηση της εκάστοτε αναλογίας εδρών-πληθυσμού. Στην πρώτη κατεύθυνση, η στρέβλωση της βούλησης του εκλογικού σώματος όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη ψήφο, επιτυγχάνεται μέσω μιας διαδικασίας διαίρεσης των εκλογικών περιφέρειων με κριτήρια πολιτικά-κομματικά ώστε να ευνοηθεί ένα συγκεκριμένο κόμμα ή συνεργαζόμενα κόμματα σε βάρος άλλων. Η πιο γνωστή μορφή αυτής της διαδικασίας είναι το Gerrymandering, όπου οι εκλογικές περιφέρειες διαιρούνται ως προς το μεγεθός τους και την κατανομή τους στο χώρο με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτευχθούν οι ανάλογες πολιτικές σκοπιμότητες. Η γεωγραφική διασπορά των κομματικών προτιμήσεων του εκλογικού σώματος γίνεται με αυτόν τον τρόπο αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κόμμα ή τα κόμματα, ακόμα και από υποψηφίους, που στοχο έχουν είτε να ανέλθουν ή/και να διατηρηθούν στην εξουσία αυξάνοντας την αντιπροσωπηση τους στο Κοινοβούλιο, είτε να μειωθεί η εκλογική δύναμη κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Οι πιο συνηθισμένες μορφές ενεργητικής χειραγώγησης εκλογικού αποτελέσματος είναι πάντως η ανάμειξη των εκλογικών σωμάτων ή ο σχηματισμός προπυργίων 17. Η παράλειψη αναπροσαρμογής των εκλογικών περιφέρειων με περιπτώσεις μετατόπισης ή μεταβολής του πληθυσμού θεωρείται επίσης παθητική απόπειρα επίδρασης του εκλογικού αποτελέσματος αφού θέτει ζητήματα δυσαναλογίας στην εκπροσώπηση των πληθυσμών, των κοινωνικών ομάδων και των γεωγραφικών περιοχών. 1.2.2. Υποβολή υποψηφιότητας Δικαίωμα υποβολής υποψηφιοτήτων έχει κάθε κόμμα που συμμετέχει στο γερμανικό Κοινοβούλιο ή στο τοπικό Κοινοβούλιο του κρατιδίου ( 18 BWahlG) ή είναι κόμμα εθνικής μειονότητας. Κάθε κόμμα δικαιούται να ανακοινώσει έναν μόνο υποψήφιο για κάθε μονοεδρική εκλογική περιφέρεια και μια μόνο λίστα για κάθε κρατίδιο ( 18 εδαφ. 5 BWahlG). Η ανάδειξη των υποψηφίων που θα συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία αποφασίζεται από τα μέλη του κόμματος με εσωτερικές διαδικασίες οι οποίες, όπως και κάθε εσωτερική λειτουργία, οφείλουν να «διέπονται από τις αρχές της δημοκρατίας» (αρθ. 21 1 εδαφ. 3 GG). Οι υποψηφιότητες, οι οποίες ανήκουν 16 Nohlen D., o.π., σελ. 635 17 Nohlen D., o.π., σελ. 100 12
αποκλειστικά σε μέλη του κόμματος, τίθενται σε μυστική ψηφοφορία, δημοκρατικά οργανωμένη, στη Συνέλευση του κόμματος. Εναλλακτικά, οι υποψήφιοι σε μονοεδρικές περιφέρειες μπορεί να επιλεγούν από όργανο που έχει εξουσιοδοτηθεί από τα μέλη του κόμματος ή να προκύψουν από υπογεγραμμένη πρόταση διακοσίων εκλογέων της περιφέρειας 18 ( 20 εδαφ. 2 BWahlG). Οι προτάσεις των υποψηφιοτήτων κατατίθενται από μέλη του κόμματος που δικαιούνται, σύμφωνα με το κατασταστικό του κόμματος, να συμμετέχουν στη διαδικασία, έχουν δηλαδή δικαίωμα ψήφου. Η εκλογή του υποψηφίου τίθεται υπό εξέταση του αρμόδιου υπεύθυνου για τις εκλογές στην περιφέρεια, στον οποίο υποβάλλεται πρακτικό της συνεδρίασης με όλα τα σχετικά με τη διαδικασία στοιχεία (χρόνος και τόπος διεξαγωγής, αριθμός συμμετεχόντων, υποβολή υποψηφιοτήτων, αποτέλεσμα ψηφοφορίας κ.α.). Ο υπέυθυνος εξετάζει τη νομιμότητα της πρότασης, προσδιορίζει ενδεχόμενες ελλείψεις και υποδεικνύει βελτιώσεις. Σε γενικές γραμμές, η εγκυρότητα και η νομιμότητα μιας πρότασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την τήρηση των διαδικαστικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας. Η έγγραφη υποβολή των υποψηφιοτήτων κατατίθεται το αργότερο την 66 η μέρα πριν την καθορισμένη ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών, συγκεκριμένα μέχρι τις 6 η ώρα εκείνης της ημέρας, στους αντίστοιχους αρμόδιους για τις μονοεδρικές περιφέρειες και τις λίστες των κρατιδίων (Kreiswahlleiter και Landeswahlleiter) ( 19 BWahlG). Τα πολιτικά κόμματα έχουν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των προσώπων που θα συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία είτε ως υποψήφιοι λίστας είτε ως υποψήφιοι μονοεδρικής περιφέρειες. Ο εκλογικός νόμος καθορίζει βέβαια ότι η διαδικασία ανάδειξης των υποψηφίων πρέπει να διέπεται από τις αρχές της δημοκρατίας, δικαίωμα συμμετοχής στην όλη διαδικασία έχουν όμως μόνο τα μέλη των κομμάτων. Μόνο τα οργανωμένα σε κάποιο κόμμα άτομα έχουν δικαίωμα να θέσουν υποψηφιότητα (στο κόμμα που ανήκουν), να προτείνουν και να αποφασίσουν μέσα από τη διαδικασία της ψηφοφορίας τα πρόσωπα που τελικά θα τεθούν υπό την κρίση του εκλογικού σώματος. Επομένως, το Κοινοβούλιο, όπως και τα Κοινοβούλια των κρατιδίων, συντίθεται αποκλειστικά από μέλη κομμάτων ενώ οι εναλλακτικές των ψηφοφόρων είναι περιορισμένες και, ουσιαστικά, προκαθορισμένες από τα ίδια τα 18 Προϋπόθεση που δεν ισχύει για τις προτάσεις των κομμάτων εθνικών μειονοτήτων ( 20 εδαφ. 2 BWahlG). 13
κόμματα. Σε αυτό το σημείο τίθεται σε αμφισβήτηση η φύση και η ποιότητα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως αυτή εκφράζεται και μέσω των εσωκομματικών διαδικασίων επιλογής των υποψηφίων, συζήτηση που δεν άπτεται αυτής της μελέτης. 1.2.3. Διαδικασία σταυροδότησης Όταν αναφερόμαστε στη διαδικασία της σταυροδότησης στο γερμανικό εκλογικό σύστημα μελετάμε δύο στοιχεία κυριώς: το σχεδιασμό των ψήφων και τον τύπο της λίστας. Κάθε ψηφοφόρος έχει δύο ψήφους. Η πρώτη (Erststimme) αφορά υποψηφίους σε μονοεδρικές περιφέρειες, και η δεύτερη (Zweitstimme) λίστες, διαμορφωμένες από κάθε ένα κόμμα ή συνασπισμό με εσωτερικές διαδικασίες, ξεχωριστές για κάθε κρατίδιο ( 4 BWahlG). Ο διαχωρισμός των ψήφων σε πρώτη και δεύτερη δεν ενέχει καμία αξιολογική κρίση ούτε περιγράφει μια ιεραρχική σχέση αναμεσά τους. Κάθε μία κατέχει τη δική της θέση και λειτουργία στο εκλογικό σύστημα. Οι μισοί από τους βουλευτές εκλέγονται μέσω της πρώτης ψήφου και οι μισοί με βάση τις λίστες. Οι υποψήφιοι που πολιτεύονται σε μονοεδρικές περιφέρειες εκλέγονται με σχετική πλειοψηφία, αυτός δηλαδή με τον μεγαλύτερο αριθμό πρώτων ψήφων ανάμεσα στους υποψηφίους εκλέγεται βουλευτής. Σήμερα ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγεται με σχετική πλειοψηφία ανέρχεται στους 299 σε σύνολο 598. Η πρώτη ψήφος, επομένως, χαρακτηρίζεται προσωποποιημένη και άμεση. Προσωποποιημένη επειδή αφορά στην επιλογή προσώπων ανάμεσα σε υποψήφιους βουλευτές, που εκλέγονται με πλειοψηφία, και όχι στην επιλογή προγραμματων ή κομμάτων (τουλάχιστον όχι άμεσα). Η ψήφος συνδέεται δηλαδή με προσωπικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του υποψηφίου, όπως προσωπικές θέσεις του σε συγκεκριμένα ζητήματα, προγραμματικές δηλώσεις και εξαγγελίες του, το πολιτικό και κοινωνικό έργο του, τη σύνδεσή του με την τοπική κοινωνία, με τα προβλήματα και με τους ψηφοφόρους του κ.α. Η ψήφος διαμορφώνεται, με λίγα λόγια, περισσότερο στη βάση «προσωπικών» κριτηρίων των εκλογέων και λιγότερο (ενδεχομένως) στη βάση κομματικών ή παραταξιακών ταυτίσεων και επιλογών. Χαρακτηρίζεται, επίσης, άμεση διότι οι εκλογείς εκδηλώνουν την προτιμησή τους απευθείας στο πρόσωπο του υποψηφίου ανεξάρτητα ( και πάλι ενδεχομένως) από την κομματική του ταυτότητα και θέση. Ο τελικός αριθμός των βουλευτικών εδρών που αναλογούν σε κάθε κομματικό σχηματισμό που συμμετέχει στην κατανομή 14
διαμορφώνεται άλλωστε με βάση τις δεύτερες ψήφους των εκλογέων. Στον υπολογισμό των εδρών που δικαιούται κάθε κόμμα ή συνδυασμός στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο λαμβάνονται υπ όψιν οι δεύτερες ψήφοι του εκλογικού σώματος και μόνο, αυτές δηλαδή που δόθηκαν στην, με προκαθορισμένη σειρα εκλογής των υποψηφίων, λίστα κάθε κόμματος. Οι έδρες που κερδίζει ένα κόμμα από τις μονοεδρικές περιφέρειες αφαιρούνται, όπως θα δούμε και αναλυτικότερα παρακάτω, από τον συνολικό αριθμό εδρών που αυτό δικαιούται στο Κοινοβούλιο. Για αυτό το λόγο τα κόμματα θέτουν διπλές υποψηφιότητες για τα σημαντικά στελέχη τους. Υπάρχουν δηλαδή πολλές φορές υποψήφιοι βουλευτές που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία τόσο ως υποψήφιοι μονοεδρικής περιφέρειας όσο και ως υποψήφιοι λίστας. Ωστόσο να τονίσουμε ότι η διπλή υποψηφιότητα μπορεί να τεθεί μόνο σε ένα και ίδιο κρατίδιο, δεν μπορεί δηλαδή κάποιος να είναι υποψήφιος σε μονοεδρική εκλογική περιφέρεια ενός κρατιδίου και, συγχρόνως, υποψήφιος στη λίστα που ανακοινώνεται για κάποιο άλλο κρατίδιο ( 27 εδαφ. 4 BWahlG), όπως δεν μπορεί να είναι υποψήφιος σε δύο ή παραπάνω λίστες διαφορετικών κρατιδιών ή σε δύο ή παραπάνω μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες διαφορετικών κρατιδίων. Με αυτό τον τρόπο αφενός «διασφαλίζεται» η εκλογή των σημαντικών για το κόμμα υποψηφίων, αφετέρου το κόμμα έχει αυξημένες «αποδοχές» σε έδρες από τη λίστα αφού οι υποψήφιοι που εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες διαγράφονται αυτομάτως από την λίστα του κομματός τους (εάν φυσικα έχουν θέσει και εκεί υποψηφιότητα) «παραχωρώντας» τροπώ τινά τη θέση τους στον επόμενο κατά σειρά εκλογής υποψήφιο της λίστας ( 6 εδαφ. 4 BWahlG). Αποφεύγεται λοιπόν η πιθανότητα ένα κόμμα που θα «κερδίσει» μεγάλο αριθμό εδρών από τις μονοεδρικές περιφέρειες να σημειώσει «απώλειες» από την λίστα, δηλαδή να του προσκυρωθούν πολύ λίγες έως καθόλου έδρες βάσει των έγκυρων ψήφων προς τη λίστα του. Η διπλή ψήφος έχει, επίσης, ως αποτέλεσμα την διασπορά των ψήφων 19. Ο ψηφοφόρος έχει τη δυνατότητα να διαφοροποιήσει την πρώτη από τη δεύτερη ψήφο και να ψηφίσει βάσει κάποιας εκλογικής ή πολιτικής στρατηγικής 20 αφού δεν 19 Nohlen D., Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, o.π., σελ. 437 20 Στα πλαίσια μιας πολιτικής τακτικής, ο ψηφοφόρος μπορεί παραδείγματος χάρη να δώσει τη δεύτερη ψήφο του σε κάποιο μικρότερο κομματικό σχηματισμό (βοηθώντας τον έτσι να υπερβεί το πλαφόν εκπροσώπησης και να συμμετέχει στη διαδικασία κατανομής) ο οποίος είναι πιθανό να συμμετέχει σε κάποιου είδους συνασπισμό ή συνεργασία με ένα μεγαλύτερο κόμμα στου οποίου τον υποψήφιο για την μονοεδρική περιφέρεια δίνει την πρώτη ψήφο. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να επιτευχθεί ισχυρή κοινοβουλευτικη πλειοψηφία. Επομένως, η διασπορά των ψήφων, ακόμα κι αν αφορα σε ένα μικρό ποσοστό των ψηφοφόρων, είναι κρίσιμης πολιτικής σημασίας αφού μπορεί να διαμορφώσει το εκλογικό αποτέλεσμα και το πολιτικό πεδίο. 15
δεσμεύεται να δώσει και την δεύτερη ψήφο στο κόμμα του υποψήφιου που επέλεξε με την πρώτη ψήφο. Είναι πιθανό, με τον τρόπο αυτό, να διαμορφωθούν διαφορετικά αποτελέσματα για ένα κόμμα σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας και σε επίπεδο επικράτειας. Μπορεί ένα κόμμα, δηλαδή, να εκλέξει περισσότερες μονοεδρικές περιφέρειες από ότι δικαιούται ή το αντίστροφο, να μην εκλέξει καμία μονοεδρική περιφέρεια αλλά όλοι του οι βουλευτές στο Κοινοβούλιο να προέρχονται από τις λίστες. Αυτό συνέβη στο κόμμα FDP στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην Γερμανία το 2005 21. Η αναλογικότητα του συγκεκριμένου συστήματος θα τίθονταν σε αμφισβήτηση, επομένως, αν δεν προβλέπονταν ειδικές ρυθμίσεις (όπως αυτή των υπεράριθμων εδρών ή του ορίου εκπροσώπησης) για την αντιμετώπιση τυχόν αναντιστοιχιών και δυσαναλογιών ανάμεσα στα ποσοστά των κομμάτων και στη βούληση του εκλογικού σώματος. Η πράξη, βέβαια, έχει δείξει ότι ως επί τω πλείστον η ψήφος προς τον υποψήφιο μιας εκλογικής περιφέρειας συμπίπτει με την ψήφο προς τον εκλογικό συνδυασμό του ίδου κόμματος. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του γερμανικού εκλογικού συστήματος που μελετάμε όσον αφορά στη διαδικασία σταυροδότησης είναι ο τύπος λίστας που κατατίθεται για κάθε κρατίδιο. Οι υποψήφιοι κομμάτων σε επίπεδο κρατιδίου εκλέγονται μέσω κλειστής λίστας 22, η σειρά εκλογής των υποψηφίων είναι δηλαδή προκαθορισμένη μέσα από εσωτερικές διαδικασίες του κόμματος ή του συνασπισμού, και δεν μπορεί να αλλάξει μέσω της ψήφου του εκλογικού σώματος, το οποίο επιλέγει τη λίστα στο σύνολό της. Η λίστα καταρτίζεται από τις Ολομέλειες των συνεδρίων του κόμματος σε κάθε κρατίδιο ή, εάν αυτά δεν υπάρχουν, από το επόμενο επίπεδο κομματικής οργάνωσης, μέσα από μυστική ψηφοφορία ( 27 εδαφ. 1 BWahlG). Όπως αναφέραμε και πρωτύτερα, ένας υποψήφιος μπορεί να συμμετέχει και στις μονοεδρικές περιφέρειες και στην λίστα του κόμματός του στο ίδιο κρατίδιο, αυξάνοντας τις 21 Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα μικρότερα κόμματα έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκλέξουν υποψήφιους βουλευτές τους μέσω της λίστας παρά σε μονοεδρικές περιφέρειες όπου ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. 22 Αλλιώς ονομάζεται και δεσμευμένος συνδυασμός. Παπαδοπούλου Λ., Το γερμανικό εκλογικό σύστημα και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ο.π., σελ.14. Στον αντίποδα βρίσκεται η ανοιχτή λίστα όπου «ο ψηφοφόρος έχει περισσότερες ψήφους και μπορεί να συνθέσει τη δική του λίστα, επιλέγοντας από τις προτάσεις των κομμάτων». Πραγματοποιούνται αλλάγες, με λίγα λόγια, όχι μόνο στο εσωτερικό μιας λίστας αλλά διαμορφώνονται και νέοι «συνδυασμοί» μεταξύ των υποψηφίων από διαφορετικές λίστες. Υπάρχει, τέλος, και η χαλαρά συνδεδεμένη λίστα όπου η σειρά εκλογής των υποψηφίων μπορεί να αλλάξει μέσω των ψήφων προτίμησης του εκλογικού σώματος ή να διαμορφωθεί νέα σειρά εκλογής. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ψηφοφόρος έχει μια ή παραπάνω από μια ψήφους (τουλάχιστον δύο ή και όσες αντιστοιχούν στον αριθμό των βουλευτών που θα εκλεγούν). Έχει επίσης την δυνατότητα να δώσει παραπάνω από μια ψήφους στον ίδιο υποψήφιο, διαδικασία που ονομάζεται σώρευση. 16
πιθανότητες εκλογής του. Αν εκλεγεί στην μονοεδρική περιφέρεια, αυτόματως διαγράφεται από την λίστα. Η ψήφος προς τις λίστες των κομματικών σχηματισμών είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς καθορίζει τον συνολικό αριθμό των εδρών που αναλογούν σε κάθε κόμμα ή συνασπισμό μέσα στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. 1.2.4. Μέθοδος υπολογισμού των ψήφων Ας δούμε εν συντομία πως γίνεται η κατανομή των εδρών, η οποία πραγματοποιέιται σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι ο υπολογισμός των εδρών που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα με βάση τη μέθοδο Hare/Niemeyer 23. Δηλαδή: συνολικός αριθμός των εδρών επί τις δεύτερες ψήφους κάθε κόμματος στο σύνολο της χώρας δια το συνολικό αριθμό των δεύτερων ψήφων. Αναφερόμενοι στο συνολικό αριθμό δεύτερων ψήφων στη διαδικασία κατανομής εννοούμε το συνολικό αριθμό των έγκυρων ψήφων προς τις λίστες υποψηφίων βουλευτών των ομόσπονδων κρατιδίων που διαμορφώνονται από τα κόμματα και τους συνασπισμούς για την εκλογή του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, μόνο όμως των κομμάτων που ξεπέρασαν το φραγμό εκπροσώπησης του 5% που ορίζει ο γερμανικός εκλογικός νόμος. Οι έδρες που μένουν αδιάθετες προστίθενται στα κόμματα που έχουν το μεγαλύτερο υπόλοιπο που προκύπτει από την παραπάνω διαίρεση, μέχρι να συμπληρωθεί ο συνολικός αριθμός εδρών του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου 24. Στο δεύτερο στάδιο υπολογίζεται ο αριθμός εδρών που αναλογούν σε κάθε κόμματικό σχηματισμό ή συνασπισμό σε επίπεδο ομόσπονδου κρατιδίου σύμφωνα και πάλι με τη μέθοδο Hare/Niemeyer. Πολλαπλασιάζεται δηλαδή το σύνολο των εδρών που αναλογεί, με βάση την διαδικασία της πρώτης κατανομής, σε κάθε κομματικό σχηματισμό ή συνασπισμό με τις δεύτερες ψήφους που έχει συγκεντρώσει το κόμμα ή ο συνασπισμός σε καθένα από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια και στη συνέχεια διαίρειται με τον αριθμό των δεύτερων ψήφων που έχει συγκεντρώσει κάθε κόμμα ή συνασπισμός στο σύνολο της χώρας. Οι αδιάθετες έδρες κατανέμονται και πάλι με βάση το μεγαλύτερο υπόλοιπο που έχει προκύψει για κάθε ομόσπονδο κρατίδιο από την παραπάνω διαδικασία μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των εδρών που αναλογεί σε κάθε κομματικό σχηματισμό ή συνασπισμό κομμάτων. Το επόμενο στάδιο είναι ο υπολογισμός των εδρών 23 Η μέθοδος Hare/Niemeyer για τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου (ο αριθμός των ψήφων που έχουν δοθεί υπέρ κάποιου κόμματος δια του αριθμού των εδρών που πρέπει να κατανεμηθούν) εισήχθη στον γερμανικό εκλογικό νόμο το 1987. 24 Στην περίπτωση που προκύπτουν ίσα υπόλοιπα στην κατανομή της τελευταίας έδρας πραγματοποιείται κλήρωση ανάμεσα σε όσους εμφανίζουν ίσα υπόλοιπα για την προσκύρωση της σε κάποιο κόμμα. 17
εκλογικής περιφέρειας (δηλαδή οι έδρες που προκύπτουν από τις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες) που κέρδισαν τα κόμματα στις εκλογικές περιφέρειες κάθε κρατιδίου. Οι άμεσες έδρες, οι οποίες αντιστοιχούν σε 299 μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες διαμορφωμένες στο εσωτερικό των κρατιδίων, προσκυρώνονται στα κόμματα και τους συνασπισμούς βάσει της αρχής της πλειοψηφίας. Αφού καταμετρηθούν οι άμεσες έδρες που έχει κερδίσει κάθε κόμμα σε καθένα από τα 16 κρατίδια, αφαιρούνται από τον αριθμό των εδρών που του αναλογούν βάσει της πρώτης κατανομής. Εάν οι άμεσες έδρες υπολείπονται των εδρών που δικαιούται το κόμμα, οι υπόλοιπες προσκυρώνονται βάσει της λίστας του. Εάν οι άμεσες έδρες είναι περισσότερες από όσες του αναλογούν, τότε αυτές δεν ακυρώνονται αλλά προσκυρώνται σε αυτό ως υπεράριθμες χωρίς να υπάρχει αναλογική αντιστάθμιση και για τα υπόλοιπα κόμματα. Επομένως, ο αριθμός των βουλευτικών εδρών στον Γερμανικό Κοινοβούλιο είναι ευμετάβλητος με ελάχιστο όριο τις 598 έδρες. Οι τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας πραγματοποιήθηκαν στις 18 Σεπτεμβρίου 2005. Στη διαδικασία κατανομής των εδρών συμμετείχαν τα 5 μεγαλύτερα κόμματα της Γερμανίας και έλαβαν: η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (Christlich- Demokratische Union - CDU) 173 έδρες, η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση (Christlich Soziale Union - CSU) 46 έδρες, το Κόμμα Φιλελευθέρων (Freie Demokratische Partei - FDP) 61 έδρες, οι Πράσινοι (Die Gruenen) 51 έδρες, οι Αριστεροί (Die Linke) 54 έδρες και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands -SDP) 213 έδρες. 1.2.5. Φραγμοί εκπροσώπησης Ένα από τα βασικά στοιχεία της προσωποποιημένης απλής αναλογικής είναι η ύπαρξη φραγμών για την συμμετοχή των κομμάτων στην κατανομή των εδρών. Έτσι, ένα κόμμα πρέπει να έχει συγκεντρώσει ποσοστό τουλάχιστον 5% των έγκυρων ψήφων στο σύνολο της χώρας ή να έχει εκλέξει τρεις άμεσες έδρες (μονοεδρικές) για να συμμετέχει στο Κοινοβούλιο. Σε περίπτωση που ένα κόμμα συγκεντρώσει τρεις, τουλάχιστον, βουλευτικές έδρες από τις μονοεδρικές περιφέρειες, τότε θεωρείται ότι έχει «υπερβεί» το όριο εκπροσώπησης και λαμβάνει όσες έδρες αντιστοιχούν στο ποσοστό του. Για παράδειγμα, το 1953 το Γερμανικό Κόμμα (Deutsche Partei) εξέλεξε 10 βουλευτές μονοεδρικών περιφερειών συγκέντρωνοντας ποσοστό 3,9% στις πρώτες ψήφους. Το ποσοστό του όμως στις ψήφους λίστας ήταν μόλις 3,3%. Έχοντας ξεπεράσει το πλάφον εκπροσώπησης μέσω των άμεσων εδρών που 18
«κέρδισε» 25, έλαβε από τις ψήφους λίστας άλλες 5 βουλευτικές έδρες. Το 1957 εξέλεξε 6 υποψηφιούς του σε μονοεδρικές περιφέρειες και με ποσοστό 3,4% επί των ψήφων λίστας, συμμετείχε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο με 17 βουλευτές. Η πιο πρόσφατη περίπτωση αφορά το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (Partei des Demokratischen Sozialismus PDS) το οποίο στις εθνικές εκλογές του 1994 εξέλεξε 4 υποψήφιους μονοεδρικών περιφερειών (4,1%), έλαβε όμως 4,4% επί των δεύτερων ψήφων στο σύνολο της χώρας και άλλες 26 βουλευτικές έδρες στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Το πλάφον εκπροσώπησης 26 εφαρμόστηκε στις πρώτες εκλογές του Γερμανικού Ομοσπονδιακού κράτους το 1949 σε επίπεδο κρατιδίου. Τα κόμματα έπρεπε, δηλαδή, να συγκεντρώσουν τουλάχιστον 5% των ψήφων σε ένα κρατίδιο ή μια άμεση έδρα. Το ποσοστό αυτό ωστόσο διευρύνθηκε στο επίπεδο της ομοσπονδίας το 1953 ενώ το 1956 ο αριθμός των απαιτούμενων άμεσων εδρών αυξήθηκε σε τρεις. Η ύπαρξη ορίου εκπροσώπησης είναι ένα από τα αντικείμενα διαφωνιών του γερμανικού εκλογικού νόμου. Για πολλούς προσκρούει στην αρχή της αναλογικής αντιπροσώπευσης, σύμφωνα με την οποία το Κοινοβούλιο που θα σχηματιστεί οφείλει να «αντανακλά τις πολιτικές απόψεις και το κομματικό-πολιτικό φάσμα που εκφράζει το λαό» 27. Με λίγα λόγια, στο Κοινοβούλιο πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν πιστότερη αναπαράσταση των πολιτικών τάσεων της κοινωνίας. Με την «επιβολή» αυτής της προϋπόθεσης καθίσταται δύσκολη η εκπροσώπηση τμημάτων του πληθυσμού που εκφράζουν λιγότερο δημοφιλείς απόψεις και τάσεις. Άλλωστε τίθεται και ένα ερώτημα σχετικά με το ποιο είναι το «λογικό» και δίκαιο όριο επί των έγκυρων ψήφων από το οποίο θα εξαρτάται η συμμετοχή ενός κόμματος μειοψηφείας στη Βουλή. Το μικρότερο όριο που έχει εφαρμοστεί είναι 1,5% ενώ το μεγαλύτερο 25 Να θυμήσουμε ότι το 1953 το πλαφόν εκπροσώπησης απαιτούσε 5% επί των έγκυρων ψήφων προς τις λίστες στο σύνολο της επικράτειας ή μ ι α άμεση έδρα. Από τις επόμενες εκλογές, το 1957, ίσχυσε το όριο των τριών, τουλάχιστον, εδρών μονοεδρικών περιφερειών. Γι αυτό και στις ίδιες εκλογές παρατηρούμε ότι ένα άλλο κόμμα, το Κέντρο (Zentrum), συγκέντρωσε μια άμεση έδρα (με ποσοστό 0,2%) και δύο βουλευτικές έδρες από την λίστα (με ποσοστό 0,8%). http://www.bundeswahlleiter.de/de/bundestagswahlen/fruehere_bundestagswahlen/btw1953.html 26 Το πλαφόν είναι «μια νομική προϋπόθεση στο εκλογικό σύστημα, με την οποία η συμμετοχή ενός κόμματος στην κατανομή εδρών εξαρτάται από την κατάκτηση ενός συγκεκριμένου ποσοστιαίου μεριδίου στις έγκυρα δοσμένες ψήφου». Σημαντικά χαρακτηριστικά του είναι το επίπεδο εφαρμογής του (κρατικό, τοπικό, επίπεδο ομοσπονδίας ή εκλογικής περιφέρειας), η φάση εφαρμογής του (πρώτη, δεύτερη ή επόμενη διαδικασία κατανομής), το μέγεθός του (το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα είναι 12%) και τη διαβάθμισή του ανάλαγα με τους κομματικούς σχηματισμούς (κόμματα, συνασπισμοί 2 ή 3 κομμάτων κ.τ.λ.) Nohlen D., Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, ο.π., σελ. 644 27 Nohlen D. ο.π., σελ. 632 19
12% 28. Το βασικό επιχείρημα για την θέσπισή του αποτελεί η ανάγκη λειτουργικότητας του εκλογικού συστήματος και των κοινοβουλευτικών οργάνων, η οποία υπερτερεί σε σχέση με τα όποια ερωτήματα ανακύπτουν από την εφαρμογή του. Το πλαφόν λειτουργεί, επίσης, ως πρόχωμα στις τάσεις κατακερματισμού του κομματικού συστήματος. Αποτρέπει την δημιουργία νέων κομμάτων και τις διασπάσεις των μεγαλύτερων ενώ προστατεύει το Κοινοβούλιο και το πολιτικό σύστημα από τα κόμματα-κομήτες, νέα μικρά κόμματα δηλαδή που μπορεί να δημιουργηθούν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνθηκών κρίσης και να διαρκέσουν όσο μια κοινοβουλευτική περίοδος. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι Πράσινοι (Die Gruenen), οι οποίοι εμφανίστηκαν το 1977 στη γερμανική πολιτική σκηνή με πολύ δειλά βήματα και κατάφεραν μέσα σε είκοσι χρόνια να αυξήσουν τη δυναμή τους στα Κοινοβούλια των κρατιδίων και στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης και να φτάσουν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές ποσοστό 8,3% στο σύνολο της χώρας και 51 έδρες στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Συγχρόνως, αυξάνονται οι τάσεις συγκεντρωτισμού των κομμάτων αφού για να έχουν πιθανότητες να συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών εντείνουν τον ανταγωνισμό και δημιουργούν συχνά πόλωση στο πολιτικό σκηνικό ενώ ευνοούνται οι συνασπισμοί και οι συμμαχίες. Γεγονός είναι ότι η ύπαρξή του διαμορφώνει το κομματικό πεδίο και την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων, οι οποίοι φαίνεται να κατευθύνουν την ψήφο τους σε κόμματα και συνασπισμούς κομμάτων που αναμένεται να ξεπεράσουν το όριο εκπροσώπησης. Το πλαφόν εκπροσώπησης είναι ουσιαστικά ένα «τεχνητό» εμπόδιο 29 το οποίο βοηθάει στην αναλογική κατά κάποιο τρόπο κατανομή των εδρών στα κόμματα που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν το 5% των έγκυρων ψήφων στο σύνολο της χώρας. Εκτός από τα τεχνητά εμπόδια, υπαρχουν επίσης και τα «φυσικά» εμπόδια όπως είναι αυτά που προκύπτουν από την διαίρεση της χώρας σε εκλογικές περιφέρειες και προκαλούν «αλλοίωση της αναλογικότητας» 30 ανάμεσα σε έδρες και ψήφους με τάση ενίσχυσης των μεγαλύτερων κομμάτων. Όσο μικρότερη είναι μια εκλογική περιφέρεια τόσο πιο δύσκολο είναι για ένα μικρό σε δύναμη κόμμα να κατακτήσει την έδρα. Ένα τέτοιο φυσικό εμπόδιο είναι οι μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες στις οποίες είναι διαιρεμένη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και για τις 28 Nohlen D. ο.π., σελ. 644 29 Nohlen D. ο.π., σελ. 644 30 Nohlen D. ο.π., σελ. 644 20
οποίες θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω. Υπό μια έννοια, επομένως, το πλαφόν και η ύπαρξη των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενα χαρακτηριστικά του εκλογικού συστήματος αφού το πλαφόν του 5% έρχεται να «διορθώσει» την όποια αλλοίωση της αναλογικότητας εδρών ψήφων που προκαλεί η διαίρεση σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες. Δίνεται η δυνατότητα στα μικρότερα κόμματα που δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν και να κερδίσουν από τα μεγαλύτερα κόμματα τις μονοεδρικές περιφέρειες, να υπερπηδήσουν τα εμπόδια εκπροσώπησης που δημιουργούνται από τη συγκεκριμένη διαίρεση των εκλογικών περιφερειών και να συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών μέσα από την συγκέντρωση ποσοστού τουλάχιστον 5% επί των έγκυρων ψήφων στο σύνολο της χώρας, να διεκδικήσουν, με λίγα λόγια, την θέση που τους ανήκει (ανάλογα με το ποσοστό ψήφων που συγκέντρωσαν) στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Συγχρόνως, προβλέπεται από τον γερμανικό εκλογικό νόμο ότι οι υποψήφιοι των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών που κατάφεραν να εκλεγούν αλλά το κόμμα τους δεν συγκέντρωσε πάνω από το όριο εκπροσώπησης, διατηρούν κανονικά την έδρα τους στην Ομοσπονδιακή Βουλή 31. Οι βουλευτές αυτοί βέβαια δεν μπορούν να σχηματίσουν κοινοβουλευτική ομάδα ούτε υποκαθιστούν το κόμμα τους στο Κοινοβούλιο. Λειτουργούν τροπώ τινά περισσότερο όπως οι ανεξάρτητοι βουλευτές, οι οποίοι διατηρούν επίσης κανονικά την έδρα τους σε περίπτωση εκλογής τους σε μονοεδρική περιφέρεια. Το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι ότι το ποσοστό σε δεύτερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο που έχουν συγκεντρώσει τα κόμματα, τα οποία είτε εξέλεξαν υποψήφιο ή υποψηφίους τους σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες αλλά τα ίδια δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το πλαφόν είτε δεν εξέλεξαν κάνενα βουλευτή και δεν συγκέντρωσαν πάνω από το 5% των εγκυρων ψήφων σε λίστες στο σύνολο της χώρας, δεν προσμετράται στον υπολογισμό των εδρών που αναλογούν σε κάθε κομματικό σχηματισμό ή συνασπισμό στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Μια ιδιαίτερη πρόβλεψη του γερμανικού εκλογικού νόμου αφορά στα κόμματα εθνικών μειονοτήτων 32, τα οποία δεν υπόκεινται στο όριο εκπροσώπησης του 5% ( 6 31 Βέβαια, αυτό ισχύει στην περίπτωση που είναι λιγότεροι από τρεις. Ειδάλλως ισχύει αυτό που αναφέρουμε και παραπάνω, ότι εάν ένα κόμμα έχει εκλέξει τρεις, τουλάχιστον, βουλευτές σε μονοεδρικές περιφέρειες, θεωρείται ότι έχει «φτάσει» το πλαφόν και συμμετέχει στη κατανομή όσων εδρών αντιστοιχούν στο ποσοστό του. 32 Τα κομματά αυτά υπάρχουν και τυγχάνουν «ιδιαίτερης» μεταχείρησης λόγω της αναγνώρισης από το κράτος των μειονοτήτων που εκπροσωπούν ως επισήμων εθνικών μειονοτήτων στο εσωτερικό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Έτσι, ένα κόμμα π.χ. Τούρκων, ανεξάρτητα από το μέγεθος του πληθυσμού που εκπροσωπεί, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί και να συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία λόγω του ότι δεν υπάρχει αναγνωρισμένη τούρκικη εθνική μειονότητα στη χώρα. 21
εδαφ. 6 BWahlG). Παράδειγματα κομμάτων εθνικής μειονότητας είναι το κόμμα της σλάβικής μειονότητας (Serbska Ludowa Strona - SLS 33 ), το κόμμα της πολωνικής μειονότητας των Φρύγων (Die Friesen), και το κόμμα της δανέζικης μειονότητας (Suedschleswigschen Waehlerverband,) τα οποία είναι περισσότερο τοπικά κόμματα, ανακοινώνουν δηλαδή υποψήφιους σε ένα μόνο κρατίδιο 34 ενώ συμμετέχουν κυρίως στις εκλογές για την ανάδειξη του τοπικού Κοινοβουλίου ή για την τοπική αυτοδιοίκηση του κρατιδίου που δραστηριοποιούνται. 1.2.6. Υπεράριθμες έδρες Μια ακόμα ιδιαιτερότητα του γερμανικού εκλογικού συστήματος είναι ο «ασταθής» αριθμός των μελών του Κοινοβουλίου που αυξάνεται ανάλογα με την ύπαρξη υπεράριθμων εδρών όπως αυτές ονομάζονται. Η έννοια της υπεράριθμης έδρας, της έδρας δηλαδή που δεν είναι θεσμοθετημένη από το νόμο αλλά προκύπτει μέσα από την εκλογική διαδικασία, είναι στενά συνδεδεμένη με την προσωποποιημένη απλή αναλογική. Ο συνδυασμός πλειοψηφικών στοιχείων και αναλογικού συστήματος κατανομής των εδρών είναι αυτός που παράγει πρόσθετες έδρες. Πως προκύπτουν όμως οι πρόσθετες έδρες; Ο αριθμός των εδρών που αναλογούν σε κάθε κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων σε επίπεδο ομοσπονδίας ορίζεται από τις δεύτερες ψήφους, τις ψήφους της λίστας. Συγχρόνως, από τις πρώτες ψήφους προκύπτει ένας αριθμός εδρών που αντιστοιχούν στις μονοεδρικές περιφέρειες που έχουν πλειοψηφήσει οι υποψήφιοι κάθε κόμματος. Εάν οι άμεσες έδρες που έχει λάβει το κόμμα από τις πρώτες ψήφους είναι περισσότερες από αυτές που του αναλογούν με βάση τις δεύτερες ψήφους, οι έδρες που περισσεύουν δεν καταργούνται αλλά «χρεώνονται» σε αυτό ως υπεράριθμες. Δεν υπάρχει τυπικός περιορισμός στον αριθμό τους από το νόμο 35 ενώ δεν προβλέπεται κάποια αναλογική αντιστάθμιση για τα υπόλοιπα 33 Το κόμμα διαθέτει και συμπληρωματική ονομασία, Wendische Volkspartei- Lausitzer Volkspartei ενώ το όνομα μεταφράζεται στα γερμανικά με δύο τρόπους, Wendische Volkspartei ή Sorbische Volkspartei. http://www.bundeswahlleiter.de/de/parteien/parteien_downloads.html 34 Το κόμμα της σλάβικης μειονότητας «κατεβάζει» υποψηφίους στην περιοχή του Nieder- και Oberlausitz, το κόμμα των Φρύγων στο κρατίδιο του Niedersachsen και το κόμμα της δανέζικης μειονότητας στο κρατίδιο του Schleswig-Holstein. Για περισσότερες λεπτομέρειες στο http://www.bmi.bund.de/internet/content/common/anlagen/broschueren/2006/nationalen Minderhe iten in Deutschland Id 25495 de,templateid=raw,property=publicationfile.pdf και στο http://www.bundeswahlleiter.de/de/parteien/parteien_downloads.html 35 Είναι σημαντικό ωστόσο να διατηρείται ο αριθμός τους χαμηλός ώστε να μην υπάρχει αλλοίωση της αναλογίας μεταξύ ποσοστού ψήφων και εδρών που προκύπτει από την εφαρμογή της αναλογικής μεθόδου υπολογισμού του ποσοστού των εδρών του Κοινοβουλίου που αντιστοιχεί σε κάθε κόμμα. Nohlen D., Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, ο.π., σελ. 420 Διαγράφηκε:, δηλαδή. 22
κόμματα 36. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των βουλευτών του γερμανικού Κοινοβουλίου διαφέρει από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση. Το μέγιστο που έχει φτάσει είναι 656 βουλευτές το 1998 ενώ σήμερα αριθμούνται 614 βουλευτικές έδρες. Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ όμως ότι κατά την κατανομή των αναλογούμενων στους κομματικούς σχηματισμούς εδρών διαμοιράζονται 598 βουλευτικές έδρες και όχι όσες έδρες είχαν προσκυρωθεί στο προηγούμενο Κοινοβούλιο. Πρέπει να αναφέρουμε επίσης ότι, σύμφωνα με σχετική απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου 37, «δεν επιτρέπεται αναπλήρωση παραιτηθέντος (ή τεθνεώτος) βουλευτή που είχε εκλεγεί άμεσα από υποψήφιο της λίστας του κόμματος στο κρατίδιο, εφόσον και καθόσον το κόμμα του διαθέτει στο κρατίδιο αυτό υπεράριθμες έδρες» 38. Παρατηρούμε λοιπόν ότι οι πλεονάζουσες έδρες έχουν χαρακτήρα «προσωρινό» και είναι καθαρά συνέπεια της ύπαρξης δύο διαφορετικών διαδικασίων κατανομής των εδρών του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου. Παρ όλα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικές διότι μπορεί να μεταβάλουν το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα κόμματα που συμμετέχουν στο Κοινοβούλιο και να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμμαχική κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και Κόμματος Φιλελευθέρων (FDP) το 1994 39. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, οι υπεράριθμες έδρες βρίσκουν αίτιο στην ιδιόμορφη σύνθεση αναλογικής και πλειοψηφικών χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, ποιες ακριβώς αλληλεπιδράσεις των χαρακτηριστικών του συστήματος και ποιοι παράγοντες είναι αυτοί που συντελούν κάθε φορά στην παραγωγή πρόσθετων έδρων για ορισμένους κομματικούς σχηματισμούς. Σύμφωνα με τον Nohlen, ένας λόγος ύπαρξης των υπεράριθμων εδρών βρίσκεται στην απόκλιση «ανάμεσα στις έδρες μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών και των συνολικών αναλογικών έδρων μέσα σε ένα 36 Στις εκλογές που πραγματοποιούνται για την ανάδειξη των Κοινοβουλίων των κρατιδίων εφαρμόζεται στα δεκατρία από αυτά το ίδιο εκλογικό σύστημα, προβλέπεται όμως «αναλογική εξισσορόπηση» των υπεράριθμων εδρών για όλα τα κόμματα. Στο Αμβούργο, τη Βρέμη και το Σααρ εφαρμόζεται η αναλογική εκλογή βουλευτών. Nohlen D., ο.π., σελ. 420 37 Bundesverfassungsgericht, Nachruecker-Beschluss, της 26/02/1998 (BVerfGE 97, 317) στο Παπαδοπούλου Λ., Το γερμανικό εκλογικό σύστημα και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ο.π., σελ. 25 38 Παπαδοπούλου Λ., ο.π., σελ. 26 39 Το 1994 προέκυψαν συνολικά 14 υπεράριθμες έδρες εκ των οποίων οι 12 «ανήκαν» στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, η οποία σε συνεργασία με το Κόμμα των φιλελευθέρων κατάφερε να σχηματίσει ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Nohlen D., Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, ο.π., σελ. 447 Διαγράφηκε: Ο Μορφοποιήθηκε: Ελληνικά Μορφοποιήθηκε: Ελληνικά 23
ομοσπονδιακό κρατίδιο» 40. Οι διαφορές στην κατανομή των πρώτων και των δεύτερων, των άμεσων εδρών και των εδρών σε επίπεδο ευρύτερης περιφέρειας, δηλαδή, έχουν ως άμεση συνέπεια την παραγωγή πλεοναζουσών εδρών. Οι διαφορές συνδέονται και με την στάση των ψηφοφόρων απέναντι στις πρώτες και τις δεύτερες ψήφους. Έτσι, ένας ψηφοφόρος μπορεί να επιλέξει με την πρώτη ψήφο υποψήφιο που δεν ανήκει στον κομματικό σχηματισμό ή στον συνδυασμό που υποστηρίζει και που θα ψηφίσει με την δεύτερη ψήφο. Μπορεί να ισχύσει και το αντίστροφο. Στις εκλογές του 2005 τα ποσοστά του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SDP), των δύο μεγαλών κομμάτων, σημείωσαν πτώση ενώ τρία μικρότερα κόμματα κατάφεραν να ξεπεράσουν το όριο του 5% στις δεύτερες ψήφους στο σύνολο της χώρας και να συμμετέχουν στο Κοινοβούλιο. Αυτό δείχνει ότι οι ψηφοφόροι είτε επέλεξαν να «τιμωρήσουν» είτε απομακρύνθηκαν από τα μεγαλύτερα κόμματα, δίνοντας, από τη μια πλευρά, τη δυνατότητα στα μικρότερα να εισέλθουν στη Βουλή, εκλέγοντας όμως, από την άλλη, στις μονοεδρικές περιφέρειες που τους αφορούσαν τον υποψήφιο του κόμματος που υποστηρίζαν παραδοσιακά. Για αυτό το λόγο παρατηρείται και αύξηση των υπεράριθμων εδρών στις συγκεκριμένες εκλογές. Η διαδικασία αυτή, στην οποία αναφερόμαστε συνοπτικά ως διασπορά ή διχασμό της ψήφου και μπορεί να είναι ακόμα και προϊόν τακτικής των ψηφοφόρων ή των κομμάτων, παράγει σε κάθε περίπτωση αποτελέσματα αφού οδηγεί ουσιαστικά σε μικρότερη ή μεγαλύτερη αλλοίωση της αναλογικότητας του συστήματος. Υπάρχουν όμως κι άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλουν στη προσκύρωση πλεοναζούμενων εδρών στα κόμματα. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν την κατανομή των βουλευτικών εδρών του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου στους κομματικούς σχηματισμούς όπως αυτή πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο, και επιδρούν, κατά συνέπεια, και στην κατανομή των εδρών σε επίπεδο ομόσπονδων κρατιδίων. Παρουσιάζονται, έτσι, δυσαναλογίες στην εκπροσώπηση των κρατιδίων στην Ομοσπονδιακή Βουλή αφού επηρεάζεται η «αναλογία των ποσοστών εδρών» 41 μεταξύ τους. Τέτοιου είδους παράγοντες είναι οι διαφορές «στον αριθμό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ανά μονοεδρική περιφέρεια» ή στο ποσοστό συμμετοχής του εκλογικού σώματος ανά κρατίδιο. Ένας λανθασμένος διαχωρισμός της εθνικής επικράτειας σε ανισομεγέθεις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες είναι πιθανόν να 40 Nohlen D., ο.π., σελ. 445 41 Nohlen D., ο.π., σελ. 445 Διαγράφηκε: Ο 24
συμβάλει στην προσκύρωση πρόσθετων εδρών σε κάποιους εκλογικούς συνδυασμούς. Το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής του εκλογικού σώματος ενός ομοσπονδιακού κρατιδίου στην εκλογική διαδικασία μπορεί επίσης να οδηγήσει στην κατανομή λιγότερων εδρών από αυτές που το κρατίδιο δικαιούται θεωρητικά με βάση τον πληθυσμό του. Αυτό γίνεται διότι η κατανομή των βουλευτικών εδρών που δικαιούται κάθε κόμμα σε κάθε κρατίδιο προκύπτει από το σύνολο των δεύτερων ψήφων που έχει λάβει κάθε κόμμα σε κάθε κρατίδιο. Όσο πιο χαμηλός είναι ο αριθμός των δεύτερων ψήφων, τόσο μικρότερος θα είναι και ο αριθμός των αναλογούμενων σε κάθε κόμμα βουλευτικών εδρών και άρα αυξάνονται οι πιθανότητες πλεοναζουσών εδρών από τις μονοεδρικές περιφέρειες. Θα μπορούσε να πει κανείς βέβαια ότι χαμηλό ποσοστό δεύτερων ψήφων συνεπάγεται και χαμηλό ποσοστό πρώτων ψήφων, άρα και λιγότερες έδρες για κάθε κόμμα από τις μονοεδρικές περιφέρειες. Σε αυτό το σημείο παρατηρείται έντονα η διαφορά πλειοψηφικού και αναλογικού συστήματος. Ένας υποψήφιος σε μονοεδρική περιφέρεια μπορεί να εκλεγεί και με χαμηλό ποσοστό σχετικής πλειοψηφίας. Επομένως, ένα κόμμα μπορεί να λάβει σε ένα κρατίδιο (και λόγω χαμηλού ποσοστού συμμετοχής των ψηφοφόρων) όλες τις άμεσες έδρες με «ισχνές πλειοψηφίες» 42 και να λάβει τελικά περισσότερες έδρες από ότι του αναλογούν βάσει του ποσοστού των δεύτερων ψήφων του. 42 Nohlen D., ο.π., σελ. 445 25
2. Εφαρμογή στο ελληνικό εκλογικό σύστημα 2.1. Ισχύων εκλογικός νόμος Το εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα διαφέρει κατά πολύ από αυτό που ισχύει στην Γερμανία. Ο εκλογικός νόμος 3231/2004 43, ο οποίος εισήχθη υπό τον τέως υπουργό Εσωτερικών Κ. Σκανδαλίδη κατά τη διάρκεια της τελευταίας κυβέρνησης Κ. Σημίτη, ισχύει από τις εκλογές του 2007 44. Ο αριθμός των βουλευτών είναι τριακόσιοι (300), από τους οποίους οι 288 εκλέγονται σε εκλογικές περιφέρειες ενώ οι υπόλοιποι 12 εκλέγονται από λίστα στο σύνολο της επικράτειας, γι αυτό και ονομάζονται βουλευτές επικρατείας. Οι 51 νομοί της χώρας αποτελούν και τις εκλογικές περιφέρειες, στις οποίες αυτή χωρίζεται. Οι νομοί Αττικής και Θεσσαλονίκης, ωστόσο, χωρίζονται σε περισσότερες εκλογικές περιφέρειες: ο νομός Αττικής σε Α και Β Αθηνών, Α και Β Πειραιώς και υπόλοιπο Αττικής ενώ ο νομός Θεσσαλονίκης σε Α και Β Θεσσαλονίκης. Όλες οι εκλογικές περιφέρειες εκλέγουν από δύο έδρες και πάνω και μόνο οκτώ είναι μονοεδρικές. Η συμμετοχή ενός κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ή μεμονωμένου υποψηφίου στην κατανομή των εδρών προϋποθέτει την συγκέντρωση ποσοστού τουλάχιστον 3% επί των έγκυρων ψήφων στο σύνολο της επικράτειας 45. Η θέσπιση ορίου εκπροσώπησης στο συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα και σε συνδυασμό με την ύπαρξη πολυεδρικών περιφέρειων, στοχεύει στην αποτροπή κατακερματισμού του πολιτικού πεδίου με την συμμετοχή πολύ μικρών κομμάτων στη Βουλή και βοηθάει στον σχηματισμό απόλυτης πλειοψηφίας ενισχύοντας τα μεγάλα κόμματα. 43 Δημοσιέυτηκε στο ΦΕΚ 45 Α. Από τις μεθεπόμενες εκλογές θα ισχύσει ο νόμος Παυλόπουλου (όπως ονομάζεται από τον υπουργό που τον σχεδίασε), ο οποίος ψηφίστηκε το. και ουσιαστικά «πριμοδοτεί» το πρώτο κόμμα με «μπόνους» 50 αντί 40 εδρών. Τις δέκα επιπλέον έδρες που δίνει στο πρώτο κόμμα, τις παίρνει από το δεύτερο. 44 Σύμφωνα με το αρθ. 54 παρ. 1 του Συντάγματος, οι εκλογικοί νόμοι των βουλευτικών εκλογών ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές εκτός εάν έχουν ψηφισθεί από τα 2/3 των βουλευτών. Μετά από τις επόμενες εκλογές θα ισχύσει νέος εκλογικός νόμος που εισήχθη από τον Π. Παυλόπουλο. 45 Άρθ. 5 του ν. 3231/2004. Σύμφωνα με τον μεταγενέστερο νόμο 3434/2006, στις έγκυρες ψήφους δεν συνυπολογίζονται οι λευκές. Υπάρχουν ωστόσο διαφωνίες σχετικά με τη συνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε με απόφασή του (12/2005) ότι η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και σημαίνει άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Εάν δεν λαμβάνονται υπ όψιν οι λευκές ψήφοι στον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου, θίγεται «ο πυρήνας της λαϊκής κυριαρχίας και η ισότητα της ψήφου». Οι αποφάσεις ωστόσο του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας πριν το 2005 έκριναν ότι η μη προσμέτρηση των λευκών ψήφων στη διαμόρφωση του εκλογικού μέτρου δεν αντιτίθεται στις συνταγματικές διατάξεις. Στο νέο νόμο προστέθηκε η παραπάνω ρητή διάταξη για την αποφυγή οποιασδήποτε ασάφειας. http://www.parliament.gr/ergasies/nomosxedia/eisigisiepitropon/k-ekloges.pdf 26
Ο παρών εκλογικός νόμος εισάγει νέο σύστημα κατανομής των εδρών, αφού οι 260 έδρες διανέμονται στα κόμματα βάσει απλής αναλογικής. Το εκλογικό μέτρο για τον καθορισμό του αριθμού των εδρών που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων, προκύπτει από τη διαίρεση των έγκυρων ψήφων που έλαβαν όσοι ξεπέρασαν το 3% με τον αριθμό των έδρων (260) που κατανέμονται πρώτες. Το επόμενο βήμα είναι η διαίρεση των έγκυρων ψήφων κάθε κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων ξεχωριστά με το εκλογικό μέτρο. Ο ακέραιος αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση είναι ο αριθμός των εδρών που λαμβάνει κάθε κόμμα. Τυχόν περισσευούμενες έδρες διανέμονται στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα από την παραπάνω διαίρεση μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των 260 εδρών. Με τον ίδιο τρόπο κατανέμονται και οι 12 έδρες των βουλευτών επικρατείας. Τις 40 έδρες που περισσεύουν λαμβάνει το πρώτο κόμμα αυτομάτως, χωρίς δηλαδή να ληφθεί υπ όψιν το ποσοστό του ή η διαφορά του από το δεύτερο κόμμα ή συνασπισμό. Το «μπόνους» αυτό προς το πρώτο κόμμα έχει σκοπό τη δημιουργία σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Με αυτή ρύθμιση σχηματίζεται κυβερνητική αυτοδυναμία σε κάθε περίπτωση αρκεί το κόμμα να έχει λάβει γύρω στο 42% 46. Το ποσοστό αυτό μειώνεται όσο μειώνεται ο αριθμός των κομμάτων που συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών, μπορεί δε να είναι και χαμηλότερο του 42% ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων και τις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες. Πρόκειται για μια διάταξη πλειοψηφικού χαρακτήρα που ευνοεί τα μεγάλα κόμματα και την ανάπτυξη του δικομματισμού. Το επόμενο βήμα είναι ο καθορισμός ποιών εδρών στο σύνολο των εκλογικών περιφέρειων ανήκουν σε κάθε κόμμα. Το εκλογικό μέτρο προκύπτει από τη διαίρεση του συνόλου των έγκυρων ψήφων όλων των συνδυασμών, αυτή τη φορά ανεξάρτητα από το αν συμμετέχουν ή όχι στην κατανομή, μιας εκλογικής περιφέρειας δια τον αριθμό των εδρών που αναλογεί στην συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται τόσες φορές όσες είναι οι εκλογικες περιφέρειες. Προκύπτει, έτσι, ένα εκλογικό μέτρο για κάθε περιφέρεια. Το σύνολο των έγκυρων ψήφων που έλαβε ένας συνδυασμός στη περιφέρεια αυτή διαιρείται στη συνέχεια με το εκλογικό μέτρο που έχει προκύψει για την συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται για κάθε συνδυασμό χωριστά. Διαμορφώνεται, έτσι, ο αριθμός των εδρών που αναλογούν σε κάθε συνδυασμό στην συγκεκριμένη 46 http://www.ekloges.gr/pages.asp?langid=1&pageid=49, Ισχύων εκλογικός νόμος 27
περιφέρεια. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στον ακέραιο αριθμό που προκύπτει από την διαίρεση. Η διαδικασία για τις αδιάθετες έδρες διαφέρει, όμως, αυτή τη φορά. Δεν κατανέμονται, δηλαδή, με βάση το μεγαλύτερο υπόλοιπο μέχρι να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός εδρών. Στη διαδικασία για την κατανομή των αδιάθετων εδρών λαμβάνεται, αυτή τη φορά, υπ όψιν ο αριθμός των εδρών που αναλογεί σε κάθε συνδυασμό σε όλη την επικράτεια και που προέκυψε από την διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω. Με αυτόν τον τρόπο κατανέμεται και το «μπόνους» των 40 εδρών του πρώτου κόμματος. Ο συνδυασμός, δηλαδή, λαμβάνει όσες έδρες ακόμα δικαιούται (μέχρι να συμπληρωθεί ο συνολικός αριθμός εδρών που του αναλογεί στην επικράτεια) στις περιφέρειες που έχει το μεγαλύτερο υπόλοιπο που προέκυψε από την διαίρεση των έγκυρων ψήφων που έλαβε ο ίδιος με τις έδρες που αναλογούν στην περιφέρεια αυτή. 2.2. Αναδιαχωρισμός εκλογικών περιφερειών 2.2.1 Μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες Σύμφωνα με το άρθρ. 1 και 11 του Ν. 3231/2004, «περιφέρεια για την εκλογή βουλευτών ορίζεται ο νομός» 47. Εξαίρεση αποτελούν ο νομός Αττικής που διαιρείται σε πέντε επιμέρους εκλογικές περιφέρειες, την Α και Β Αθηνών, την Α και Β Πειραιώς και το υπόλοιπο Αττικής, και ο νομός Θεσσαλονίκης που αποτελείται από την Α και Β Θεσσαλονίκης. Η διοικητική διαίρεση της χώρας 48, επομένως, διαμορφώνει και το μέγεθος των επιμέρους εκλογικών περιφερειών με την έννοια ότι ο αριθμός των βουλευτών που πρέπει να εκλεγούν σε κάθε εκλογική περιφέρεια συνδέεται με τα διοικητικά σύνορά της και το μέγεθος του νόμιμου πληθυσμού 49 που ανήκει στα όρια αυτών των συνόρων. Οι βουλευτές που εκλέγονται σε εκλογικές περιφέρειες στο σύνολο της χώρας είναι 288 (οι υπόλοιποι 12 είναι οι βουλευτές επικρατείας και εκλέγονται βάσει προκαθορισμένης λίστας). Ο αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού αριθμού των δημοτών της επικράτειας δια του συνολικού αριθμού των βουλευτικών εδρών οι οποίες κατανέμονται στις 47 Προεδρικό Διάταγμα 96/2007, ΦΕΚ Α 116/05.06.2007 48 Τα διοικητικά όρια των νομών, όπως αυτά νοούνται από την 1 η Ιανουαρίου 1985. αρθ. 1 Προεδρικό Διάταγμα 96/2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007 49 Ο νόμιμος πληθυσμός κάθε διοικητικής περιφέρεια προκύπτει από τα αποτελέσματα της τελευταίας, κάθε φορά, απογραφής της οποίας τα επίσημα αποτελέσματα δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 28
εκλογικές περιφέρειες, είναι το μέτρο με βάση το οποίο υπολογίζεται ο αριθμός βουλευτικών εδρών που αντιστοιχούν σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Διαιρώντας το τον νόμιμο πληθυσμό κάθε εκλογικής περιφέρειας με το μέτρο αυτό προκύπτει ο αριθμός των εδρών που εκλέγει κάθε περιφέρεια. Όσες έδρες απομείνουν διατίθενται μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των 288 βουλευτικών εδρών στις εκλογικές περιφέρειες που έχουν κατά σειρά το μεγαλύτερο υπόλοιπο στην παραπάνω διαίρεση. Με αυτή τη διαδικασία καθορίζεται ο αριθμός των βουλευτικών εδρών που αντιστοιχούν σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Διαμορφώνονται έτσι εκλογικές περιφέρειες, ως επί το πλείστον, πολυεδρικές. Από τις 56 εκλογικές περιφέρειες της Ελλάδας 8 μόνο είναι μονοεδρικές, 6 διεδρικές, 12 τριεδρικές, και οι υπόλοιπες από 4 έδρες και πάνω. Η μεγαλύτερη, σε αριθμό εδρών, εκλογική περιφέρεια είναι αυτή της Β Αθηνών που συγκεντρώνει 42 έδρες. (βλ. πιν. 1) Ένα από τα πρώτα βήματα στην εφαρμογή του γερμανικού εκλογικού συστήματος, επομένως, είναι η διαμόρφωση των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών που το ίδιο προβλέπει. Θα πρέπει, δηλαδή, να πραγματοποιήσουμε αναδιαχωρισμό των εκλογικών περιφερειών ώστε να σχηματιστούν 150 μονοεδρικές περιφέρειες, στις οποιες θα εκλέγονται ισάριθμοι βουλευτές βάσει σχετικής πλειοψηφίας. Καταλήξαμε σε αυτόν τον αριθμό βουλευτών (οι μισοί από τους 300 που εκλέγονται στο ελληνικό Κοινοβούλιο) προσπαθώντας να ακολουθήσουμε κατά γράμμα το γερμανικό εκλογικό σύστημα. Ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος (π.χ. 200) ή και μικρότερος (π.χ. 50). Ανάλογες προτάσεις διατυπώθηκαν κατά διαστήματα από πολλούς και αφορούσαν στην εκλογή βουλευτών σε μονοεδρικές ή ολιγοεδρικές περιφέρειες και στη θεσμοθέτηση βουλευτών ευρύτερων περιφερειών, έμειναν όμως μόνο πρότασεις αφού δεν μελετήθηκαν διεξοδικά. Εμείς επιλέξαμε να παρουσιάσουμε την εκδοχή εκλογής των μισών ακριβώς βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου θεωρώντας ότι η πλησιέστερη προς το γερμανικό εκλογικό σύστημα εκδοχή θα συνέβαλε στη μέγιστη αναλογικότητα που επιθυμούμε να πετύχουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότερες χώρες στρέφονται προς την υιοθέτηση εκλογικών συστημάτων ανάλογων του γερμανικού, προς μια μορφή δηλαδή «μικτού» συστήματος που θα «καθρευτίζει» τις πολιτικές αντιλήψεις της κοινωνίας στο Κοινοβούλιο και θα ευνοεί τις κυβερνήσεις συνεργασίας βγάζοντας τις χώρες από το αδιέξοδο που προκαλεί η αδυναμία σχηματισμού ισχυρής κυβέρνησης. Όλα τα συναφή εκλογικά συστήματα διαμορφώνονται βέβαια βάσει των ιδιαίτερων κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε χώρα και έχουν 29
προσαρμοστεί στο πολιτικό και κομματικό σύστημά της. Είναι γεγονός πάντως ότι το γερμανικό εκλογικό σύστημα είναι ένα από τα λίγα εκλογικά συστήματα που συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά και των δύο βασικών τύπων εκλογικών συστημάτων, του αναλογικού και του πλειοψηφικού. Γι αυτό και ταξινομείται ανάμεσα στα εκλογικά συστήματα ως μικτό ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα σύστημα που βασίζεται και εξυπηρετεί την «αρχή της αναλογίας» 51. Εάν θέσουμε ως κριτήριο διάκρισης την «αρχή της αντιπροσώπευσης» και τους στόχους που αυτή ικανοποιεί, δηλαδή μια «λειτουργική/πολιτική εκπροσώπευση, με στόχο τη διαμόρφωση κυβερνήσεων» ή μια «αναλογική/κοινωνική εκπροσώπηση, με στόχο την κατά το δυνατόν πιστή αναπαράσταση του εκλογικού σώματος» 52, είναι σαφές ότι το γερμανικό σύστημα παράγει πλήρη αναλογία ψήφων/εδρών. Τα πλειοψηφικά χαρακτηριστικά αφορούν μόνο στην κατανομή που γίνεται σε επίπεδο μονοεδρικών περιφερειών για τις μισές έδρες του Κοινοβουλίου. Οι υπόλοιπες έδρες κατανέμονται αναλογικά, δηλαδή ανάλογα με τα ποσοστά ψήφων προς τις κομματικές λίστες στο σύνολο της χώρας, ακριβώς για να αμβλυνθεί η στρεβλωτική επίδραση που προκαλείται από τον διαχωρισμό σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και από τη χρήση της σχετικής πλειοψηφίας στη βούληση των ψηφοφόρων. Η κατανομή αφορά βέβαια στα κόμματα που έχουν ξεπεράσει το φραγμό εκπροσώπησης που θέτει ο νόμος, το γερμανικό Κοινοβούλιο ωστόσο αποτελεί σε γενικές γραμμές αντανάκλαση των πολιτικών τάσεων του εκλογικού του σώματος. Όπως αναφέραμε ήδη, υπάρχουν αρκετές χώρες όπου έχουν εφαρμοστεί συστήματα παραπλήσια του γερμανικού με ανάλογες τροποποιήσεις. Παρακάτω θα δώσουμε δύο παραδείγματα χωρών που υιοθέτησαν το γερμανικό εκλογικό σύστημα προσαρμοσμένο στις δικές τους πολιτικές συνθήκες. Διαγράφηκε: και Διαγράφηκε: άκρων του άξονα των Διαγράφηκε: 50 Διαγράφηκε: Δηλαδή την αναλογικότητα του πρώτου ανάμεσα στο Κοινοβουλίου και τις πολιτικές τάσεις και την βούληση της κοινωνίας όπως αυτή εκφράζεται μέσω της ψήφου, και την λειτουργικότητα του πολιτικού συστήματος που επιτυγχάνεται μέσω μιας σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Διαγράφηκε: δύο 51 Η ταξινόμηση των εκλογικών συστημάτων με βάση τη διάκριση σε αναλογικά και πλειοψηφικά συστήματα είναι δύσκολη μιας και παρουσιάζονται ποικίλες εμπειρικές περιπτώσεις που παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα. Ο διαχωρισμός τους γίνεται σε γενικές γραμμές ανάλογα με τους κανόνες κατανομής που εφαρμόζουν για να «μεταφράσουν» τις ψήφους σε έδρες. Αν ακολουθούν δηλαδή πλειοψηφικούς ή αναλογικούς κανόνες για να μεταφέρουν τη βούληση του εκλογικού σώματος στο Κοινοβούλιο. Με βάση αυτή τη διάκριση, το γερμανικό εκλογικό σύστημα χαρακτηρίζεται δικαίως ως μικτό. Εδώ όμως επιχειρείται μια διάκριση που βασίζεται στον τρόπο που 52 Νικολακόπουλος Η., Εισαγωγή στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989, σελ.17 30
Ακολουθώντας την παραπάνω περιγραφόμενη διαδικασία, επομένως, διαιρούμε τον νόμιμο πληθυσμό της χώρας με τον αριθμό των 150 βουλευτών που θα εκλέγονται με σχετική πλειοψηφία σε μονοεδρικές περιφέρειες. (10.205.092 / 150) 53. Το μέτρο που προκύπτει κυμαίνεται γύρω στις 68.000 ψηφοφόρους ανά βουλευτική έδρα. Με βάση αυτό το μέτρο θα σχηματιστούν οι νέες μονοεδρικές περιφέρειες. Ο νόμος όμως ορίζει τα διοικητικά όρια των νομών ως όρια των εκλογικών περιφερειών. Εξαίρεση αποτελούν οι νομοί Αττικής και Θεσσαλονίκης, όπως αναφέρουμε και παραπάνω. Για να πραγματοποιηθεί σωστά ο αναδιαχωρισμός θα πρέπει είτε να οριστούν εκ νέου τα όρια των νομών, να δημιουργηθεί δηλαδή μια νέα διοικητική διαίρεση της χώρας από αυτή που ισχύει από το 1985, είτε να κατανεμηθούν οι έδρες στο εσωτερικό των νομών διατηρώντας τα υφιστάμενα διοικητικά σύνορα 54. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή την επαναχάραξη των διοικητικών ορίων των νομών (και κατά συνέπεια και των εκλογικών περιφερειών) ώστε να δημιουργηθούν μονοεδρικές περιφέρειες με νόμιμο πληθυσμό που να προσεγγίζει το εκλογικό μέτρο, πρόκειται για μια διαδικασία χρονοβόρα, πολυδάπανη και μάλλον άκαρπη μιας και οι πιθανές αυξομειώσεις και μετακινήσεις του πληθυσμού σημαίνουν την ανάγκη συνεχούς αναπροσαρμογής των διοικητικών συνόρων των νομών. Γι αυτό και επιλέγουμε την δεύτερη δυνατότητα. Διατηρούμε την σημερινή διοικητική διαίρεση της χώρας, δηλαδή τους 51 νομούς, και ακόμα πιο συγκεκριμένα διατηρούμε την υφιστάμενη διαίρεση σε εκλογικές περιφέρειες. Με βάση, επομένως, τη διαίρεση της επικράτειας σε 56 εκλογικές περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένων των Α και Β Αθηνών, Α και Β Πειραιώς, υπόλοιπο Αττικής και Α και Β Θεσσαλονίκης, δημιουργούμε μονοεδρικές περιφέρειες στο εσωτερικό των συνόρων τους ενώνοντας τους νόμιμους πληθυσμούς των δήμων που συνορεύουν. Η «συνένωση» των πληθυσμών των δήμων, όπως και ο διαχωρισμός των μονοεδρικών περιφερειών στο εσωτερικό των νομών, δεν έγινε αυθαίρετα. Χρησιμοποιήθηκαν κάποια βασικά κριτήρια που ισχύουν σχεδόν σε όλες τις διαδικασίες διαμόρφωσης εκλογικών περιφερειών. Σύμφωνα και με τη βιβλιογραφία, το πρώτο κριτήριο ήταν η διατήρηση μιας πληθυσμιακής 53 Την ίδια διαδικασία ακολουθήσαμε και για να σχηματίσουμε διακόσιες μονοεδρικές περιφέρειες, θέλωντας να διατυπώσουμε και μια εναλλακτική πρόταση που συζητήθηκε αρκετά. Σύμφωνα με την πρόταση, διακόσιες έδρες κατανέμονται σε επίπεδο μονοεδρικών περιφερειών και εκατό με βάση τις λίστες των ευρύτερων περιφερειών. Στους πίνακες που ακολουθούν παρατίθενται για σύγκριση και τα αποτελέσματα αυτής της κατανομής τόσο στις μονοεδρικές όσο και στις ευρύτερες περιφέρειες. 54 Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι δεν είναι υποχρωτικό να συμπίπτουν οι εκλογικές περιφέρειες με τη διοικητική διάρθρωση της χώρας. Μια διάταξη που θα όριζε τα όρια των εκλογικών περιφερειών διαφοροποιημέν από τα όρια των νομών ή των δήμων όμως θα δυσχέραινε την εφαρμογή του συστήματος και θα δημιουργούσε σύγχυση στο εκλογικό σώμα. 31
ισορροπίας ανάμεσα στις εκλογικές περιφέρειες. Και ειδικά επειδή πρόκειται για μονοεδρικές περιφέρειες, εκλέγεται δηλαδή ένας βουλευτής σε κάθε περιφέρεια με σχετική πλειοψηφία, η σημασία της μέγιστης πληθυσμιακής ισότητας των περιφερειών είναι ακόμα μεγαλύτερη. Διαμορφώνονται, με τον τρόπο αυτό, ίσοι όροι ανταγωνισμού για τους υποψήφιους βουλευτές και ίσοι όροι αντιπροσώπευσης του εκλογικού σώματος κάθε περιφέρειας. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω, το «πληθυσμιακό» μέτρο που ορίσαμε βάσει νόμιμου πληθυσμού και αριθμού εδρών που εκλέγονται στις μονοεδρικές περιφέρειες, είναι περίπου 68.000 ψηφοφόροι ανά περιφέρεια. Το δεύτερο κριτήριο που θέσαμε στον αναδιαχωρισμό των εκλογικών περιφερειών ήταν η γεωγραφική εγγύτητα των δήμων που συνενώσαμε, όπως και των νομών στις περιπτώσεις που «ενώσαμε» τους πληθυσμούς τους 55, ώστε να διαμορφωθούν ισομεγέθεις πληθυσμιακά περιφέρειες. Τα παραδείγματα που ακολουθούν, δίνουν μια πιο σαφή εικόνα για τη μορφή και τη δομή των μονοεδρικών περιφερειών που σχηματίσαμε στο εσωτερικό των νομών. Η σημασία της γεωγραφικής εγγύτητας των δήμων και των νομών συνδέεται στενά και με τους κοινωνικούς και, πιθανόν, οικονομικούς δεσμούς που διατηρούν οι δημότες των δήμων και των νομών μεταξύ τους. Δύο δήμοι που εκλέγουν τον ίδιο βουλευτή να τους αντιπροσωπεύει δεν μπορούν να απέχουν μεταξύ τους ή να χωρίζονται από κάποιο φυσικό εμπόδιο (βουνό, ποτάμι, λίμνη) 56 αφενός για πρακτικούς λόγους, όπως την οικονομική επιβάρυνση μιας προεκλογικής εκστρατείας που έχει να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους «εμπόδια», αφετέρου για πολιτικούς και ηθικούς λόγους, με την έννοια της διατήρησης μιας ισορροπίας στον ανταγωνισμό ανάμεσα στους υποψηφίους αστικών και αγροτικών περιφερειών. Ένας υποψήφιος που πρέπει να μεταβεί σε δεκάδες μικρά χωριά απομακρυσμένα μεταξύ τους και από το κέντρο και να «υπερπηδήσει» φυσικά εμπόδια για να επικοινωνήσει με τους ψηφοφόρους, αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες από κάποιον υποψήφιο αστικής περιοχής που έχει άμεση πρόσβαση στο εκλογικό σώμα για να μεταφέρει τα μηνύματα και το πρόγραμμά του. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνισοι όροι ανταγωνισμού ανάμεσα στους υποψήφιους βουλευτές που πολιτεύονται σε περιφέρειες που περιλαμβάνουν μεγάλα 55 Αναφερόμαστε στις περιπτώσεις των νομών Λευκάδος, Ευρυτανίας και Ζακύνθου, τις οποίες περιγράφουμε αναλυτικότερα παρακάτω. 56 Φυσικά δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστούν τα φυσικά εμπόδια ούτε να απομονωθούν οι κάτοικοι δύσβατων και απομακρυσμένων περιοχών. Θα πρέπει ωστόσο να υπάρχει πρόβλεψη ισοδύναμης, όσο το δυνατόν, κατανομής των αστικών, αγροτικών και δύσκολα προσβάσιμων περιοχών στο σχηματισμό μιας εκλογικής περιφέρειας χωρίς πότε να είναι εφικτό το ιδεατό. Τα προβλήματα της πρόσβασης συναντούνται κυρίως στις ορεινές περιοχές και τα νησιά. 32
αστικά κέντρα και σε αυτούς που συμμετέχουν σε περιφέρειες με χωροταξικές και συγκοινωνιακές ιδιαιτερότητες δεν μπορούν να αποφευχθούν πλήρως λόγω της γεωγραφικής μορφής της χώρας μας με τα ποκιλόμορφα νησιωτικά συμπλέγματα και τις ορεινές εκτάσεις. Ωστόσο, προσπαθήσαμε να πετύχουμε μια σχετική αναλογία (όπου βέβαια ήταν δυνατή η εφαρμογή της) αστικών κέντρων και αγροτικών περιοχών στο εσωτερικό των νομών. Γι αυτό το λόγο και ξεκινάμε τη διαδικασία επαναχάραξης των εκλογικών περιφερειών ενός νομού από τον δήμο ή τους δήμους με το μεγαλύτερο νόμιμο πληθυσμό θεωρώντας τους ως κέντρα και προσθέτωντας με τη σειρά τους γεωγραφικά εγγύτερους προς τα κέντρα δήμους μέχρι να συμπληρώσουμε ή να πλησιάσουμε το εκλογικό μέτρο. Στις περιπτώσεις που δεν υπήρχαν ξεκάθαρα κέντρα, ξεκινούσαμε από τους δήμους που βρίσκονταν στα άκρα των νομών προσθέτωντας τον δήμο ή τους δήμους που συνόρευαν με αυτά. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συνένωση συγκεκριμένων δήμων ήταν επιτακτική, όχι μόνο για την ικανοποίηση του πληθυσμιακού κριτηρίου αλλά και επειδή η πρόσβαση στον ένα δήμο ήταν εφικτή μόνο με την διέλευση από τον δεύτερο. Προσπαθήσαμε, όσο το δυνατόν, να δημιουργήσουμε γεωγραφικές ενότητες κυκλικού σχήματος που περιλαμβάνουν ετερογενείς και προσβάσιμες περιοχές. Παρακάτω περιγράφονται πιο αναλυτικά δύο παραδείγματα χάραξης μονοεδρικών περιφερειών. Ο νομός Βοιωτίας έχει 125.332 εγγεγραμμένους στα οικεία δημοτολόγια και είναι πολυεδρική εκλογική περιφέρεια που εκλέγει 4 βουλευτές. Σε περίπτωση αναδιαχωρισμού των εκλογικών περιφερειών και με βάση το εκλογικό μέτρο που υπολογίσαμε παραπάνω, ο νομός θα πρέπει να διαιρεθεί σε 2 μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες, ο νόμιμος πληθυσμός των οποίων θα προσεγγίζει το εκλογικό μέτρο. Για να δημιουργήσουμε τις 2 μονοεδρικές περιφέρειες μελετάμε την διαίρεση του νομού σε δήμους. Λαμβάνοντας υπ όψιν τα πληθυσμιακά, γεωγραφικά και οικονομικά κριτήρια στα οποία αναφερθήκαμε πρωτύτερα, προσπαθούμε να επιτύχουμε μια διαίρεση που να πληρεί τις προϋποθέσεις και τις απαιτήσεις του εκλογικού συστήματος που επιχειρούμε να εφαρμόσουμε. Πιο συνοπτικά, προσπαθούμε να «ενώσουμε» τους επιμέρους δήμους ενός νομού ώστε να σχηματιστούν μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες που θα προσεγγίζουν λιγότερο ή περισσότερο το εκλογικό μέτρο των 68.000 ψηφοφόρων ανά εκλογική περιφέρεια που θέσαμε. Επιστρέφοντας στο παράδειγμά μας, ο νομός Βοιωτίας αποτελείται από 18 δήμους και 2 κοινότητες, με μεγαλύτερο δήμο των Θηβαίων με 22.940 ψηφοφόρους. Ξεκινώντας από αυτό το δήμο που βρίσκεται νοτιοανατολικά του νομού και προσθέτωντας κάθε φορά έναν 33
δήμο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το εκλογικό μέτρο διατηρώντας μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στους νόμιμους πληθυσμούς των δύο μονοεδρικών που προσπαθούμε να σχηματίσουμε. Έχουμε ορίσει, επομένως, ότι η απόκλιση ανάμεσα στο εκλογικό σώμα των μονοεδρικών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 30.000 ψηφοφόρους ώστε να αποφευχθεί ανισότητα στην εκπροσώπηση. Στο συγκεκριμένο νομό η διαδικασία είναι σχετικά εύκολη μιας και ο πληθυσμός του κατανέμεται σχεδόν ισότιμα στις μονοεδρικές που σχηματίζονται. Δημιουργούνται, δηλαδή, δύο μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες με πληθυσμό 62.572 ψηφοφόρους και κέντρο 57 το δήμο Λεβαδέων, η πρώτη, και πληθυσμό 62.670 και κέντρο το δήμο Θηβαίων, η δεύτερη. (παρ.) 57 Κέντρο ορίζουμε το δήμο με το μεγαλύτερο πληθυσμό. 34
1. Δήμος Λεβαδέων 21.814 2. Δήμος Ακραιφνίας 3.504 3. Δήμος Αλιάρτου 6.875 4. Δήμος Αραχόβης 3.259 5. Δήμος Βαγίων 4.049 6. Δήμος Δαύλειας 2.754 7. Δήμος Δερβενοχωρίων 2.370 8. Δήμος Διστόμου 3.564 9. Δήμος Θεσπιέων 6.508 10. Δήμος Θηβαίων 22.940 11. Δήμος Θίσβης 4.447 12. Δήμος Κορώνειας 5.545 13. Δήμος Οινοφύτων 5.957 14. Δήμος Ορχομενού 11.829 15. Δήμος Πλαταιών 5.431 16. Δήμος Σχηματαρίου 4.117 17. Δήμος Τανάγρας 3.437 18. Δήμος Χαιρωνείας 2.678 19. Κοινότητα Αντικύρας 1.719 20. Κοινότητα Κυριακίου 2.535 Να δώσουμε και ένα δεύτερο παράδειγμα λίγο πιο πολύπλοκο. Ο νομός Ευβοίας έχει νόμιμο πληθυσμό 216.339 εγγεγραμμένους και αποτελείται από 24 δήμους και 2 κοινότητες. Ο μεγαλύτερος σε πληθυσμό δήμος είναι ο Δήμος Χαλκιδέων με 47.532 δημότες. Η ιδιομορφία αυτού του νομού βρίσκεται στην γεωγραφική θέση του. Πρόκειται για ένα νησί που βρίσκεται πολύ κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα καθώς συνδέεται μέσω γέφυρας μαζί της. Δύο από τους δήμους του δε (οι Δήμοι Ανθηδώνος και Αυλίδος) βρίσκονται, γεωγραφικά τουλάχιστον, εγγύτερα στο νομό Βοιωτίας πάρα στο νομό Ευβοίας. Ξεκινώντας, όπως και προηγουμένως, από το μεγαλύτερο σε πληθυσμό δήμο, στον οποίο ανήκει και το λιμάνι της Εύβοιας, προσθέτουμε τους δημότες των δύο δήμων που γεωγραφικά βρίσκονται στην χερσόνησο της Αττικής. Προσπαθούμε και πάλι να προσεγγίσουμε το εκλογικό μέτρο των 68.000 ψηφοφόρων ανά εκλογική περιφέρεια διατηρώντας συγχρόνως μια «πληθυσμιακή» ισορροπία ανάμεσα στις μονοεδρικές περιφέρειες που σχηματίζονται στον ίδιο νομό. Σχηματίζονται έτσι 3 μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες, μια με τους δήμους Ανθηδώνος, Αυλίδος, Χαλκιδέων και Ληλαντίων και συνολικό εκλογικό σώμα 73.077 ψηφοφόρους, μια με τους Δήμους Αμαρυνθίων, Αυλώνος, Διστύων, Ερέτριας, Καρύστου, Κονιστρών, Κύμης, Μαρμαρίου, Στυραίων, Ταμιναίων και την Κοινότητα Καφηρέως με 69.970 ψηφοφόρους και, τέλος, μια εκλογική περιφέρεια που περιλαμβάνει τους Δήμους Αιδηψού, Αρτεμησίου, Διρφύων, Ελυμνίων, Ιστιαίας, Κηρέως, Μεσσαπίων, Νέας Αρτάκης, Νηλέως, Ωρεών και την Κοινότητα Λιχάδος με 73.274 ψηφοφόρους. 35
1. Δήμος Χαλκιδέων 47.532 2. Δήμος Αιδηψού 6.982 3. Δήμος Αμαρυνθίων 7.466 4. Δήμος Ανθηδώνος 4.597 5. Δήμος Αρτεμησίου 4.843 6. Δήμος Αυλίδος 6.195 7. Δήμος Αυλώνος 6.385 8. Δήμος Διρφύων 8.420 9. Δήμος Διστύων 5.625 10. Δήμος Ελυμνίων 6.195 11. Δήμος Ερέτριας 4.988 12. Δήμος Ιστιαίας 9.007 13. Δήμος Καρύστου 7.478 14. Δήμος Κηρέως 7.799 15. Δήμος Κονιστρών 5.359 16. Δήμος Κύμης 11.035 17. Δήμος Ληλαντίων 14.753 18. Δήμος Μαρμαρίου 3.324 19. Δήμος Μεσσαπίων 14.482 20. Δήμος Νέας Αρτάκης 7.156 21. Δήμος Νηλέως 3.463 22. Δήμος Σκύρου 3.339 23. Δήμος Στυραίων 3.424 24. Δήμος Ταμιναίων 10.451 25. Δήμος Ωρεών 3.874 26. Κοινότητα Καφηρέως 1.096 27. Κοινότητα Λιχάδος 1.071 Την ίδια διαδικασία ακολουθήσαμε για τους νομούς Αργολίδας, Αρκαδίας, Δράμας, Έβρου, Λακωνίας, Λέσβου, Ηλείας, Ημαθίας, Ιωαννίνων, Καβάλας, Καρδίτσας, Κέρκυρας, Κορινθίας, Πιερίας, Σερρών, Τρικάλων, Πέλλας, Χαλκιδικής και Χανιών 58. 58 Στο παράρτημα παρουσιάζεται μια ενδεικτική χάραξη των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών σε χάρτες των αντίστοιχων νομών. 36
Κατά τη διαδικασία αναδιαχωρισμού των εκλογικών περιφερειών παρουσιάστηκαν περιπτώσεις δήμων, οι οποίοι λόγω του αυξημένου νόμιμου πληθυσμού τους έπρεπε είτε να οριστούν ως αυτόνομες μονοεδρικές περιφέρειες είτε να χαραχθούν στο εσωτερικό τους δύο ή περισσότερες μονοεδρικές περιφέρειες. Πρόκειται για δήμους στις μεγάλες αστικές περιοχές όπως των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Πιο συγκεκριμένα, οι δήμοι Αθηναίων με 595.000, Περιστερίου με 121.317, Πειραιώς με 184.007, Πατρεών με 145.988, Ηρακλείου με 115.610 και Θεσσαλονίκης με 284.898 δημότες. Οι δήμοι Βόλου και Λάρισας προσεγγίζουν, επίσης, πληθυσμιακά το εκλογικό μέτρο αλλά επιλέξαμε να «συνενωθούν» με μικρότερους σε πληθυσμό δήμους για επιτεχθεί μια πιο ίση κατανομή των πληθυσμών των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών στο εσωτερικό του νομού. Σε αυτό το σημείο παρουσιάζεται το εξής πρόβλημα: Σύμφωνα με τις διατάξεις για τους εκλογικούς καταλόγους «η εκλογή γίνεται σε κάθε δήμο ή κοινότητα μόνο με τους εκλογικούς καταλόγους που έχουν καταρτιστεί με βάση τα δημοτολόγια του οικείου δήμου ή κοινότητας» 59. Ο διαχωρισμός των μεγάλων πληθυσμιακά δήμων είναι αρκετά δύσκολος αφού ο νόμιμος πληθυσμός τους καταγράφεται σε ενιαία δημοτολόγια που αφορούν στο σύνολο του δήμου και όχι στα δημοτικά ή τοπικά διαμερίσματα. Ακόμα και εν όψει της «συνένωσης» δήμων και κοινοτήτων βάσει του νέου προγράμματος Καποδίστρια, οι εκλογικοί κατάλογοι που χρησιμοποιούνται «εξακολουθούν να καταρτίζονται ανά πρώην δήμο και κοινότητα» 60. Πιθανόν θα μπορούσε να βασιστεί κανείς στους εκλογικούς καταλόγους για να συλλέξει τα πληθυσμιακά στοιχεία που απαιτούνται για τη διαμόρφωση μονοεδρικών περιφέρειων στο εσωτερικό μεγάλων σε πληθυσμό δήμων. Οι κατάλογοι, ωστόσο, περιέχουν πολλές φορές λανθασμένα και ελλειπή στοιχεία 61. Κάποιος που είναι εγεγγραμμένος σε έναν εκλογικό κατάλογο, και άρα στο δημοτολόγιο του αντίστοιχου δήμου, μπορεί να κατοικεί μόνιμα σε κάποιον άλλο δήμο ή και νομό. Ο νόμος, άλλωστε, αναφέρει ότι οι εκλογείς που εγγράφονται στους 59 Άρθ. 7 Προεδρικό Διάταγμα 96/2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007. Επίσης, σύμφωνα με το αρθ. 8 του ίδιου Προεδρικού Διατάγματος «κάθε εκλογέας εγγράφεται μόνο στους εκλογικούς καταλόγους του δήμου ή της κοινότητας στα δημοτολόγια των οποίων είναι εγγεγραμμένος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού κώδικα». 60 Άρθ. 7 παρ. 2 Προεδρικό Διάταγμα 96/2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007 61 Οι εκλογικοί κατάλογοι, αν και ανανεώνονται κάθε χρόνο, περιέχουν διπλοεγγραφές, αποβιώσαντες που δεν έχουν δηλωθεί, δημότες που έχουν διαφορετική από τη δηλωμένη διέυθυνση κατοικίας και άλλα λάθη που είναι δύσκολο να βρεθούν και να διορθωθούν μόνο με την αντιπαραβολή των στοιχείων των επίσημων φορέων. Για αυτό το λόγο στην Γερμανία εφαρμόζεται η δήλωση διέυθυνσης (μόνιμης) κατοικίας στις αντίστοιχες κοινότητες για να αποκτήσει κανείς το δικαίωμα ψήφου. Αντιστοίχως, απαραίτητη είναι και η δήλωση μεταβολής της διέυθυνσης κατοικίας. Κάτι που δεν ισχύει στο ελληνικό εκλογικό σύστημα με αποτέλεσμα να έχουμε τους ετεροδημότες και τις διπλοεγγραφές στους εκλογικούς καταλόγους. 37
εκλογικούς καταλόγους για πρώτη φορά «υποβάλλουν στον οικείο δήμο ή κοινότητα δήλωση για το εκλογικό διαμέρισμα στους εκλογικούς καταλόγους του οποίου επιθυμούν να εγγραφούν. Αν δεν υποβληθεί η δήλωση αυτή, η κατάταξή τους γίνεται στο εκλογικό διαμέρισμα που επιλέγει ο δήμος ή η κοινότητα με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία» 62. Οι νέοι ψηφοφόροι, επομένως, έχουν εκ του νόμου δικαίωμα, κατά κάποιο τρόπο, επιλογής του εκλογικού διαμερίσματος στο οποίο θα ψηφίσουν ανεξάρτητα από τη διέυθυνση κατοικίας τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το εκλογικό διαμέρισμα το οποίο αντιστοιχεί στη διεύθυνση κατοικίας τους. Αν όλοι οι εκλογικοί κατάλογοι συντάσσονταν με βάση τη μόνιμη διεύθυνση κατοικίας των εκλογέων ή εάν ανασυγκροτούνταν τα δημοτολόγια με καταγραφή των ψηφοφόρων των αντίστοιχων δημοτικών διαμερισμάτων, διαδικασία χρονοβόρα και δύσκολη, πιθανόν να ήταν εφικτός ενός πιο ορθός διαχωρισμός των δήμων σε μονοεδρικές περιφέρειες. Η πρόταση που παρατίθεται εδώ όμως στηρίζεται στα πλαίσια που ήδη θέτει ο ελληνικός εκλογικός νόμος. Γι αυτό, άλλωστε, και διατηρήσαμε τα διοικητικά όρια των νομών και των δήμων στο σχέδιο αναδιαχωρισμού των εκλογικών περιφερειών. Οι πιο περίπλοκες σε χάραξη εκλογικές περιφέρειες ήταν αυτές των μεγάλων αστικών κέντρων, κυρίως των νομών Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Οι δύο νομοί περιλαμβάνουν δήμους με μεγάλα και ετερόκλητα μεγέθη πληθυσμού γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διατήρηση του πληθυσμιακού κριτηρίου στο σχηματισμό των μονοεδρικών περιφερειών. Για αυτό το λόγο τους περισσότερους δήμους που προσέγγιζαν ή υπερέβαιναν κατά πολύ το εκλογικό μέτρο των 68.000 ψηφοφόρων ανά εκλογική περιφέρεια τους ενώσαμε με τους πλησιέστερους δήμους, όπου ήταν φυσικά δυνατόν, δημιουργώντας ευρύτερες περιφέρειες που περιλαμβάνουν περισσότερες από μια μονοεδρικές περιφέρειες. Στόχος μας ήταν η διατήρηση της πληθυσμιακής ισορροπίας και της ισότιμης εκπροσώπησης του εκλογικού σώματος των μονοεδρικών περιφερειών που επιδιώκαμε να σχηματίσουμε. Συγχρόνως, υπήρχαν και δήμοι οι οποίοι τόσο βάσει γεωγραφικών χαρακτηριστικών όσο και τεχνικών κριτηρίων ήταν προτιμότερο να διατηρηθούν ως αυτόνομες εκλογικές περιφέρειες, όπως οι δήμοι Ηλιούπολης και Γλυφάδας. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό: Ο δήμος Καλλιθέας, ο δεύτερος σε πληθυσμό δήμος της Β Αθηνών με 85.418 δημότες, αποτελεί θεωρητικά αυτόνομη μονοεδρική περιφέρεια 62 Αρθ. 10 Προεδρικό Διάταγμα 96/2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007. 38
μιας και καλύπτει το εκλογικό μέτρο των 68.000 ψηφοφόρων ανά μονοεδρική που έχουμε ορίσει. Συνορεύει όμως με τους δήμους Μοσχάτου και Ταύρου, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν συνορεύουν με άλλους δήμους στην ευρύτερη περιφέρεια της Β Αθηνών ενώ οι πληθυσμοί τους αθροιζόμενοι υπολείπονται του εκλογικού μέτρου. Αφού επιλέξαμε να διατηρήσουμε τα όρια των δήμων και τα όρια των ευρύτερων περιφερειών (εννοώ της Α και της Β Αθηνών), η μόνη λύση ήταν να ενώσουμε τους τρεις δήμους σε μια εκλογική περιφέρεια με πληθυσμό 121.442 δημότες η οποία θα περιλαμβάνει δύο επιμέρους μονοεδρικές περιφέρειες. Ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί ο δήμος Χαλανδρίου με πληθυσμό 52.062 δημότες. Θα μπορούσε να διατηρηθεί ως αυτόνομη μονοεδρική περιφέρεια αλλά επιλέξαμε να συνενώσουμε τον πληθυσμό του με την ευρύτερη περιφέρεια που περιλαμβάνει τους δήμους Αγίας Παρασκευής, Χολαργού και Παπάγου με συνολικό νομιμό πληθυσμό 73.020 δημότες, να δημιουργήσουμε δύο μονοεδρικές περιφέρειες με μέσο όρο περίπου 62.000 ψηφοφόρους και να διατηρήσουμε με τον τρόπο αυτό μια ισορροπία στην εκπροσώπηση του πληθυσμού των περιφερειών. Την ίδια διαδικασία εφαρμόσαμε στους περισσότερους μεγάλους σε πληθυσμό δήμους (Ίλιον, Αιγάλεω, Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη, Γλυφάδα εκτός του δήμου Ηλιούπολης). Συνολικά δημιουργήθηκαν 12 ευρύτερες περιφέρειες στο εσωτερικό των οποίων σχηματίστηκαν οι μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες που αντιστοιχούν στις 22 έδρες που δικαιούται η Β Αθηνών βάσει του προτεινόμενου εκλογικού συστήματος και του νόμιμου πληθυσμού της 63. Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν η επαναχάραξη των ήδη υπαρχουσών μονοεδρικών περιφερειών. Ως γνωστόν, στην Ελλάδα οι μονοεδρικές περιφέρειες με βάση τον ισχύοντα εκλογικό νόμο είναι 8, των Γρεβενών, της Ευρυτανίας, της Ζακύνθου, της Θεσπρωτίας, της Κεφαλληνίας, της Λευκάδας, της Σάμου και της Φωκίδος. Ο αριθμός των δημοτών αυτών των περιφερειών, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή νόμιμου πληθυσμού του 2001, κυμαίνεται από 26.941 (Ν. Λευκάδος) μέχρι 52.587 (Ν. Θεσπρωτίας). Κατά τη διαδικασία κατανομής των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών που αναλογούν σε καθένα από αυτούς τους νομούς, προέκυψε ότι οι μόνοι που δεν «λάμβαναν» καμία έδρα ήταν οι νομοί Ευρυτανίας (32.592) και Λευκάδος. Όπως παρατηρούμε, ο νόμιμος πληθυσμός τους υπολείπεται κατά πολύ του εκλογικού μέτρου των 68.000 63 Στον χάρτη και στον πίνακα που βρίσκονται στο παράρτημα, παρουσιάζεται πιο αναλυτικά ο σχεδιασμός και ο αριθμός των μονοεδρικών περιφερειών που σχηματίζονται από τους δήμους που ανήκουν στην Β Αθηνών. 39
ψηφοφόρων ανά εκλογική περιφέρεια που έχουμε ορίσει. Είχαμε, επομένως, δύο επιλογές ως προς αυτές τις εκλογικές περιφέρειες: είτε να τις διατηρήσουμε ως αυτόνομες μονοεδρικές, όπως άλλωστε ισχύουν και σήμερα, είτε να τις προσαρτήσουμε σε κοντινούς γεωγραφικά νομούς ώστε να πετύχουμε όσο το δυνατόν μικρότερες αποκλίσεις πληθυσμών ανά εκλογική περιφέρεια. Στην πρώτη περίπτωση όφειλε να θεσπιστεί διάταξη στον εκλογικό νόμο που να ορίζει ότι οι νομοί αυτοί αποτελούν εξαίρεση και διατηρούνται ως αυτόνομες μονοεδρικές περιφέρειες λόγω εκλογικής παράδοσης και ανάγκης τοπικής εκπροσώπησης. Η εφαρμογή μιας τέτοιου είδους εξαίρεσης, ωστόσο, θέτει ζήτηματα αμφισβήτησης της αρχής ισότητας της ψήφου των εκλογέων και, άρα, της ισότητας στην εκπροσώπηση, ακόμα κι αν προσπεράσουμε το γεγονός ότι παρατυπούμε και αποκλίνουμε από μια ορθή διαδικασία διαχωρισμού των εκλογικών περιφερειών. Η ύπαρξη νομών στους οποίους αναλογούν με βάση τον νόμιμο πληθυσμό τους περισσότερες μονοεδρικές περιφέρειες και από τους οποίους ουσιαστικά θα «στερήσουμε» έδρες για να διατηρήσουμε έστω και δύο αυτόνομες μονοεδρικές περιφέρειες αντίκειται σε βασικά κριτήρια της διαδικασίας αναδιαχωρισμού εκλογικών περιφέρειων όπως είναι το πληθυσμιακό. Είναι σαφές ότι ένας τέτοιου είδους καταμερισμός των εκλογικών περιφερειών θα στρέβλωνε το εκλογικό αποτέλεσμα και θα προκαλούσε ποικίλες αντιδράσεις πολιτών και κομμάτων σχετικές με την υπό-εκπροσώπηση τμημάτων του πληθυσμού. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν, δηλαδή, μονοεδρικές περιφέρειες με 26.000 ψηφοφόρους που να εκλέγουν έναν υποψήφιο εκπροσωπό τους και μονοεδρικές περιφέρειες με τον πενταπλάσιο αριθμό ψηφοφόρων που να εκλέγουν δύο βουλευτές για να εκπροσωπηθούν στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Με τον τρόπο αυτό αναιρείται μια από τις βασικές αρχές της εκλογικής διαδικασίας και μειώνεται η αξία του δημοκρατικού μας πολιτευματος. Παρ ολά αυτά, η παραπάνω πρόταση είναι μια επιλογή. Για να μην υπάρχουν προβλήματα ανισότητας της ψήφου των εκλογικών σωμάτων των περιφερειών, όμως, οφείλουμε να φροντίσουμε να «διορθωθούν» αυτές οι αποκλίσεις. Ένας τρόπος πρόληψης της ανισότητας στην εκπροσώπηση θα ήταν να λάβουν οι νομοί που χάνουν από την κατανομή των έδρων που αντιστοιχούν στις μονοεδρικές περιφέρειες, τις έδρες που τους αναλογούν από τις έδρες που αφορούν στη λίστα της ευρύτερης περιφέρειας στην οποία ανήκουν. Για παράδειγμα, τις δύο έδρες που «δίνουμε» στους νομούς Λευκάδας και Ευρυτανίας για να τις διατηρήσουμε ως αυτόνομες μονοεδρικές περιφέρειες τις «παίρνουμε» από τους νομούς Χαλκιδικής και Κιλκίς, στους οποίους με βάση τους υπολογισμούς και 40
τον νόμιμο πληθυσμό τους αναλογούν από δύο μονοεδρικές περιφέρειες. Οι νομοί αυτοί ανήκουν στην ευρύτερη εκλογική περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας. Θα εκπροσωπούνται, δηλαδή, και από βουλευτές που θα έχουν εκλεγεί στην ευρύτερη περιφέρεια. Άρα, θα μπορούσαν να «λάβουν» ως αντιστάθμισμα για τις απώλειες τους από την διαδικασία αναδιαχωρισμού των μονοεδρικών περιφερειών κάποια οφέλη σε επίπεδο ευρύτερων περιφερειών. Να εκλέγονται, πιο απλά, δύο παραπάνω βουλευτές από όσους αναλογούν στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Μια τέτοια διαδικασία, ωστόσο, κρίναμε ότι είναι αρκετά περίπλοκη και αμφισβητήσιμη. Για το λόγο αυτό ακολουθήσαμε τη δεύτερη επιλογή. Να ενώσουμε, δηλαδή, τους δύο αυτούς νομούς με τον γεωγραφικά εγγύτερο νομό που τυχαίνει και για τους δύο να είναι ο νομός Αιτωλοακαρνανίας. Προχωράμε λοιπόν πραγματοποιώντας μια δεύτερη διαδικασία κατανομής των μονοεδρικών περιφερειών στους νομούς προσθέτωντας αυτή τη φορά στον πληθυσμό του νομού Αιτωλοακαρνανίας τους πληθυσμούς των νομών Λευκάδος και Ευρυτανίας. Παρατηρούμε λοιπόν ότι στο νομό Αιτωλοακαρνανίας θα σχηματιστεί ακόμα μια μονοεδρική περιφέρεια ενώ ο νομός Ζακύνθου παύει να είναι μονοεδρική περιφέρεια όπως προέκυψε στην προηγούμενη διαδικασία κατανομής. Αντιμετωπίζουμε δηλαδή το ίδιο πρόβλημα. Ακολουθούμε, επομένως, τα ίδια βήματα που κάναμε για τους νομούς Λευκάδος και Ευρυτανίας. Προσθέτουμε, δηλαδή, τον πληθυσμό του νομού στο εκλογικό σώμα του γεωγραφικά εγγύτερου νομού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή πρόκειται για νησί, ο πλησιέστερος νομός με τον οποίο διατηρεί και συγκοινωνιακή επαφή είναι ο νομός Κεφαλληνίας. Υπολογίζοντας, άρα, για τρίτη φορά τις μονοεδρικές περιφέρειες που αντιστοιχούν σε κάθε νομό καταλήγουμε ότι οι νομοί Κεφαλληνίας και Ζακύνθου σχηματίζουν μια αυτόνομη μονοεδρική περιφέρεια. Τα αποτελέσματα της τρίτης κατανομής είναι και τα τελικά μιας και κάθε νομός λαμβάνει τουλάχιστον μια έδρα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνουμε μια ελάχιστη αναλογία νόμιμου πληθυσμού/ αριθμού μονοεδρικών περιφερειών ανάμεσα στους νομούς ώστε να μην υπάρχουν δυσαναλογίες στην εκπροσώπηση των εκλογικών σωμάτων κάποιων νομών έναντι άλλων. Στις νέες ενότητες που δημιουργήσαμε, της Αιτωλοακαρνανίας, Λευκάδος και Ευρυτανίας και της Κεφαλλήνιας και Ζακύνθου αναλογούν 5 και 1 μονοεδρικές αντίστοιχα. Σε αυτό το σημείο προκύπτει, ωστόσο, ένα ακόμα ζήτημα. Στην κατανομή των υπόλοιπων 150 εδρών στις ευρύτερες περιφέρειες θα υπάρξουν προβλήματα μιας και σύμφωνα με την πρόταση μας οι νομοί Λευκάδος και Ευρυτανίας δεν «ανήκουν» πλέον στις ευρύτερες περιφέρειες των Ιονίων Νήσων και 41
της Στερεάς Ελλάδας αντίστοιχα, αλλά μαζί με την Αιτωλοακαρνανία στη Δυτική Ελλάδα. Παρακάτω περιγράφουμε αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε αυτό το πρόβλημα. Διαγράφηκε: Ας πάρουμε ως παράδειγμα το νομό Σάμου. 2.2.2 Ευρύτερες εκλογικές περιφέρειες Το δεύτερο βήμα στην εφαρμογή μιας παραλλαγής του γερμανικού εκλογικού συστήματος στον ελληνικό χώρο είναι η κατάρτιση ευρύτερων περιφέρειων που να προσομοιάζουν στα ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας. Για την διαμόρφωση αυτών των ευρύτερων περιφερειών επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε ως βάση τις διοικητικές περιφέρειες που ισχύουν σήμερα με βάση το πρόγραμμα Καποδίστριας. Η χώρα είναι «χωρισμένη» διοικητικά σε δεκατρεις περιφέρειες Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Αττική, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Δυτική Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Ιόνια Νησιά, Κεντρική Μακεδονία, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο, Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάδα. Προσθέτωντας τους πληθυσμούς των νομών που ανήκουν διοικητικά σε κάθε περιφέρεια υπολογίσαμε τον νόμιμο πληθυσμό τους. Το εκλογικό μέτρο για τον καθορισμό του αριθμού των εδρών που δικαιούται κάθε περιφέρεια είναι το ίδιο (περίπου 68.000 εκλογείς ανά έδρα) με αυτό που χρησιμοποιήσαμε για την χάραξη των μονοεδρικών περιφερειών αφού κατανέμουμε και πάλι 150 έδρες, ακριβώς τις μισές βουλευτικές έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου. Επειδή, όμως, κατά τη διαδικασία αναδιαχωρισμού των μονοεδρικών περιφερειών συναντήσαμε το ζήτημα που περιγράφουμε παραπάνω, δηλαδή η ένωση του νομού Λευκάδος και Ευρυτανίας με το Νομο Αιτωλοακαρνανίας στη διαδικασία κατανομής των εδρών τις «αποσπάει» ουσιαστικά από τις ευρύτερες περιφέρειες που ανήκουν, των Ιόνιων Νήσων και της Στερεάς Ελλάδας αντίστοιχα, επιλέξαμε να διανείμουμε και τις τριακόσιες έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου και να αφαιρέσουμε στην συνέχεια τον αριθμό των μονοεδρικών περιφερειών που αντιστοιχούν σε κάθε ευρύτερη περιφέρεια. Με τον τρόπο αυτό πετύχαμε μια πιο ορθή αναλογία νόμιμου πληθυσμού/ ευρύτερων εκλογικών περιφερειών. Δημιουργήθηκε, επομένως, ένα νέο εκλογικό μέτρο της τάξεως των 34.000 ψηφοφόρων ανά έδρα για τις ευρύτερες περιφέρειες. Από τη διαίρεση των πληθυσμών των ευρύτερων περιφερειών με το εκλογικό μέτρο προκύπτει ο αριθμός των εδρών που αντιστοιχούν σε κάθε περιφέρεια. Ακολουθούμε την ίδια διαδικασία με την οποία κατανείμαμε τις 150 έδρες των μονοεδρικών περιφερειών, δηλαδή το ακέραιο μέρος του πηλίκου αντιστοιχεί στον αριθμό των εδρών που δικαιούται κάθε περιφέρεια και οι έδρες που απομένουν κατανέμονται στις 42
περιφέρειες με το μεγαλύτερο υπόλοιπο σε εκλογείς από τη διαίρεση. Να τονίσουμε ότι, πριν ξεκινήσουμε τη διαδικασία κατανομής των εδρών, αφαιρέσαμε από τον νόμιμο πληθυσμό που αντιστοιχεί στις περιφέρειες των Ιονίων Νήσων και της Στερεάς Ελλάδας τους πληθυσμούς των νομών Λευκάδος και Ευρυτανίας αντιστοιχα, και τους προσθέσαμε στον νόμιμο πληθυσμό της περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Στη συνέχεια αφαιρούμε από τον τελικό αριθμό εδρών που προέκυψε για κάθε περιφέρεια τον αριθμό των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών που σχηματίστηκαν στο εσωτερικό των ορίων της, δηλαδή στα όρια των νομών που της ανήκουν διοικητικά. Το υπόλοιπο της αφαίρεσης είναι ο τελικός αριθμός εδρών που λαμβάνει κάθε ευρύτερη περιφέρεια. Οι τελικές έδρες θα κατανέμονται στα κόμματα βάσει δεσμευμένων λιστών που θα διαθέτουν διαφορετικό αριθμό υποψηφίων για κάθε περιφέρεια. Από τέτοιου είδους λίστες εκλέγονται, σύμφωνα με τον σημερινό εκλογικό νόμο, οι βουλευτές επικρατείας. Να αναφέρουμε επίσης ότι αντίστοιχη πρόβλεψη, δηλαδή εκλογής υποψήφιων βουλευτών από λίστα, υπάρχει στον σημερινό ελληνικό εκλογικό νόμο και για την περίπτωση που «οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τις προηγούμενες, δεν εφαρμόζονται για τις εκλογές αυτές οι περί εκλογής βουλευτών με σταυρό προτιμήσεως διατάξεις του παρόντος, αλλά οι περί σειράς καταλήψεως εδρών διατάξεις (λίστα) του Π.Δ. 152/1985» 64. Παρόλο που η εκλογή βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου από λίστα έχει πραγματοποιήθει μόνο μια φορά στο παρελθόν 65 δεν είναι άγνωστη σαν σκέψη στο πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα της διαμόρφωσης των ευρύτερων εκλογικών περιφερειών: Η περιφέρεια Αττικής είναι η πολυπληθέστερη περιφέρεια με 3.002.980 ψηφοφόρους. Σύμφωνα με το εκλογικό μέτρο, αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη περιφέρεια 44 βουλευτικές έδρες. Τα κόμματα μπορούν, επομένως, να υποβάλουν στη συγκεκριμένη περιφέρεια προτάσεις (λίστες) 44 υποψηφίων «βουλευτών περιφέρειας», οι οποίοι θα εκλεγούν βάσει προκαθορισμένης σειράς. Τη σειρά εκλογής των υποψηφίων καθορίζουν τα ίδια τα κόμματα με εσωτερικές διαδικασίες, οι οποίες δεν είναι αντικείμενο επεξεργασίας της συγκεκριμένης εργασίας. Να αναφέρουμε ότι οι διαδικασίες αυτές, οι οποίες εντάσσονται στα πλαίσια της 64 Αρθ. 72 παρ.11 Προεδρικό Διάταγμα 96/ 2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007 65 Η εκλογή βουλευτών βάσει λίστας εφαρμόστηκε με τον εκλογικό νόμο του 1984 που εισήχθη υπό κυβερνήσεως Πασοκ και ίσχυσε για τις εκλογές του επόμενου χρόνου. Η κατάργηση του σταυρού προτίμησης ως μέσου εξάρτησης ψηφοφόρων/υποψηφίων, ωστόσο, δεν πέτυχε τον σκοπό της και για τις εκλογές του 1989 επανήλθε η συγκεκριμένη διάταξη. 43
δημοκρατικού τύπου οργάνωσης των κομμάτων, δεν είναι απαραίτητο να διαφέρουν από τς διαδικασίες που εφαρμόζονται και σήμερα από τα κόμματα για την επιλογή των υποψήφιων βουλευτών επικρατείας και της σειράς αναγραφής τους, και άρα εκλογής, στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Η μικρότερη σε πληθυσμό περιφέρεια είναι του Βόρειου Αιγαίου με 209.085 εκλογείς. Στη περιφέρεια Βορείου Αιγαίου αντιστοιχούν 3 έδρες. Τα κόμματα θα υποβάλουν προτάσεις υποψηφίων για τις αυτές τις τρεις βουλευτικές έδρες. Ωστόσο, δεν είναι υποχρεωμένα να περιορίσουν τον αριθμό των υποψηφίων τους στις λίστες στον ακριβή αριθμό των εδρών. Μπορούν, δηλαδή, να ανακοινώσουν λίστες με περισσότερους υποψηφίους από τις αντίστοιχες βουλευτικές έδρες. Ο σημερινός εκλογικός νόμος, βέβαια, προβλέπει για τους βουλευτές επικρατείας ότι «η πρόταση κάθε κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων περιλαμβάνει δώδεκα (12) το πολύ υποψηφίους...» 66. Κατά την ίδια διάταξη, «οι υποψήφιοι βουλευτές (επικρατείας) που δεν εκλέγονται... ανακηρύσσονται ως αναπληρωματικοί των βουλευτών του «ψηφοδελτίου υποψηφίων επικρατείας» κάθε κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, που εκλέχτηκαν και ανακηρύχτηκαν» 67. Ωστόσο, εμείς κρίνουμε ότι δεν υπάρχει λόγος να περιοριστεί ο αριθμός των υποψηφίων στα «ψηφοδέλτια περιφέρειας» παρα μόνο σε λογικά και πρακτικά πλαίσια, δηλαδή ο αριθμός των υποψήφιων βουλευτών να μην δυσχεραίνει την εκλογική διαδικασία και την επιλογή του εκλογικού σώματος. Άλλωστε, η εκλογή των υποψήφιων βουλευτών εξαρτάται ουσιαστικά από δύο παράγοντες, από τη σειρά εκλογής τους στη λίστα και από το συνολικό ποσοστό δεύτερων ψήφων που θα συγκεντρώσει το κόμμα τους στην επικράτεια. Οι ψηφοφόροι, επομένως, έχουν δύο ψήφους, μια προς τους υποψηφίους της μονοεδρικής περιφέρειας που είναι εκλογείς και μια προς τις λίστες υποψηφίων που υποβάλουν τα κόμματα για τις έδρες που αντιστοιχούν στις ευρύτερες περιφέρειες. Ακόμα πιο απλά, «στήνονται» δύο κάλπες: η μια αφορά ενιαίο ψηφοδέλτιο για όλα τα κόμματα για τους υποψηφίους της μονοεδρικής περιφέρειας και η άλλη κομματικό ψηφοδέλτιο από το οποίο εκλέγονται με τη σειρά που αναγράφονται υποψήφιοι της ευρύτερης περιφέρειας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο ψήφοι πρέπει να ταυτίζονται ως προς το κόμμα. Δεν αποκλείεται, και σίγουρα δεν απαγορεύεται, η πρώτη ψήφος να αφορά τον υποψήφιο ενός κόμματος και η δεύτερη τη λίστα κάποιου άλλου. Οι ψηφοφόροι εκπροσωπούνται έτσι τόσο από τον υποψήφιο που θα εκλεγεί 66 Αρθ. 3 παρ. 2 Προεδρικό Διάταγμα 96/ 2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007 67 Αρθ. 3 παρ. 6 Προεδρικό Διάταγμα 96/ 2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007 44
στη μονοεδρική όσο και από τον υποψήφιο ή υποψήφιους που θα εκλεγούν σε επίπεδο περιφέρειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε βουλευτές «δύο ταχυτήτων», δηλαδή βουλευτές που εκλέγονται σε μικρές πληθυσμιακά και γεωγραφικά περιφέρειες όπου είναι εύκολη η πρόσβαση και η επαφή με το εκλογικό σώμα, και βουλευτές που εκλέγονται σε μεγάλες περιφέρειες όπου ισχύουν διαφορετικοί όροι ανταγωνισμού με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να διαδραματίζουν τον κυρίαρχο ρόλο. Το γερμανικό εκλογικό σύστημα επιχειρεί να αμβλύνει τις διαφορές στην εκπροσώπηση που δημιουργούνται από την ύπαρξη διαφορετικών «μεγεθών» εκλογικών περιφερειών, μονοεδρικών/διεδρικών και πολυεδρικών, και να δημιουργήσει ίσες πιθανότητες και δυνατότητες πρόσβασης των υποψηφίων στα βουλευτικά αξιώματα και των κομμάτων στις έδρες του Κοινοβουλίου. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, οι βουλευτικές έδρες που δικαιούνται τα κόμματα υπολογίζονται με βάση τις δεύτερες ψήφους (προς τις λίστες) που αυτά έχουν συγκεντρώσει στο σύνολο της χώρας με τη χρήση της αναλογικής. Το γερμανικό εκλογικό σύστημα είανι υπό αυτήν την έννοια σχεδόν απόλυτα αναλογικό μιας και εξασφαλίζει για τα κόμματα που συμμετέχουν στην κατανομή ίση και δίκαιη αντιπροσώπευση α ν ά λ ο γ η με τα ποσοστά των ψήφων τους. Τα χαρακτηριστικά πλειοψηφικού συστήματος που εμφανίζονται στην εκλογή στις μονοεδρικές περιφέρειες, περιοριζονται στη χρήση της σχετικής πλειοψηφίας για την ανάδειξη του «νικητή» στις μονοεδρικές περιφέρειες, οι οποίες είναι ουσιαστικά ήδη προσκυρωμένες στο κόμμα από την διαδικασία υπολογισμού των αναλογούμενων στο ποσοστό ψήφων που έχει λάβει στο σύνολο της επικράτειας. Όσον αφορα στη σχετικότητα της αναλογικής, αυτή έγγυται στο γεγόνος ότι το εκλογικό σύστημα θέτει όριο εκπροσώπησης για τη συμμετοχή στην κατανομή των εδρών. Το όριο αυτό το οποίο στον γερμανικό εκλογικό νόμο είναι 5% επί των έγκυρων δεύτερων ψήφων (ή εκλογή υποψηφίων του κόμματος σε τρεις μονοεδρικές περιφέρειες), προβλέπεται ήδη και από τον ισχύοντα ελληνικό νόμο. Έτσι, το πλαφόν του 3% για τη συμμετοχή στη διαδικασία κατανομής διατηρείται αυτούσιο χωρίς την εισαγωγή διάταξης που να αφορά στις μονοεδρικές περιφέρειες 68. 68 Όπως έχουμε παρουσιάσει αναλυτικά παραπάνω, το γερμανικό εκλογικό σύστημα προβλέπει αυτό το εναλλακτικό μέτρο για την συμμετοχή στη διαδικασία κατανομής. Στην Ελλάδα όμως δεν έχει τεθεί πότε κάποια τέτοιου είδους διάταξη προς συζήτηση. Για αυτό το λόγο κρίνουμε κι εμείς άτοπη την πρόταση εφαρμογής μιας αντίστοιχης ρύθμισης. Το ζήτημα του ελάχιστου ορίου προσκύρωσης μονοεδρικών περιφερειών για την συμμετοχή στην κατανομή είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύθει καθώς τίθεται το ερώτημα τι θα απογίνουν τυχόν έδρες υποψηφίων που πλειοψήφισαν σε μονοεδρικές περιφέρειες αλλά το κόμμα τους δεν κατάφερε να συγκεντρώσει το 3% των έγκυρων ψήφων στην 45
Στα πλεονεκτήματα της λίστας συγκαταλέγονται η μείωση της εξάρτησης των υποψηφίων από την ψήφο των εκλογέων, την εξάλειψη των πελατειακών σχέσεων ψηφοφόρων/βουλευτών στη βάση εξυπηρετήσεων, «ρουσφέτιων» και οποιωνδήποτε συναλλαγών με αντάλλαγμα την ψήφο. Δημιουργεί επίσης τις προϋποθέσεις για την διενέργεια πιο «καθαρών» προεκλογικών εκστρατείων όπου πλέον συναγωνίζονται τα ίδια τα κόμματα, οι αρχές, οι θέσεις και τα προγράμματα τους σε διάφορα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα ως σύνολο και όχι ως ανεξάρτητα εκφραζόμενες, και αλληλοσυγκρουόμενες πολλές φορές, ιδέες μελών και υποψηφίων τους. Σε γενικές γραμμές η εκλογή βάσει λίστας συμβάλει, επίσης, στην ανάπτυξη των δημοκρατικών λειτουργιών και διαδικασιών στο εσωτερικό των κομμάτων. Βέβαια, τα στοιχεία που παρουσιάσαμε ως τώρα, τουλάχιστον για τους βουλευτές επικρατείας που εκλέγονται με αυτό το σύστημα, δείχνουν μάλλον το αντίθετο. Στα περισσότερα κόμματα τον κυρίαρχο ρόλο στην επιλογή των υποψηφίων του ψηφοδελτίου επικρατείας έχουν οι ηγεσίες ή ανώτερα όργανα του κόμματος. Ωστόσο, τη στιγμή που ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγονται μέσω λίστας είναι τόσο μικρός, είναι λογικό τα κόμματα να μην έχουν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό τις δημοκρατικές διαδικασίες για την ανάδειξη των υποψηφίων. Τέλος, η εκλογή με λίστα μειώνει δραματικά τα έξοδα προεκλογικής εκστρατείας ανά υποψήφιο, όπως μειώνει και τις προσωπικές συναλλαγές των υποψηφίων με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διαμορφώνοντας νέα πλαίσια ανταγωνισμού. Έτσι, οι υποψήφιοι συναγωνίζονται στο εσωτερικό του κόμματος τους είτε για μια υποψηφιότητα σε μονοεδρική περιφέρεια είτε για μια «υψηλότερη» θέση στη λίστα, και άρα αυξημένες πιθανότητες εκλογής τους στο Κοινοβούλιο. Αυτό βέβαια μπορεί να προκαλέσει και τα αντίθετα αποτελέσματα. Με λίγα λόγια, αυξημένο ανταγωνισμό στο εσωτερικό του κόμματος με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ενότητά του, καθώς και ενίσχυση της δύναμης και του ρόλου της ηγεσίας του αφού η συμμετοχή και η σειρά εκλογής των υποψηφίων στη λίστα πιθανόν να επηρεάζεται σημαντικά από τη σχέση τους με τα ανώτερα όργανα και τον ίδιο τον αρχηγό του κόμματος. Η καθιέρωση και ανάπτυξη θεσμών και μηχανισμών που λειτουργούν μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια και συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία ανάδειξης των υποψηφίων θα μπορούσε να επικράτεια. Η κατάργησή τους είναι αντισυνταγματική μιας και αναιρεί την αρχή της ισότητας στην εκπροσώπηση αλλά και το δικαίωμα να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία ανεξάρτητοι από κόμματα υποψήφιοι. Στην Γερμανία οι έδρες αυτές διατηρούνται ως έχουν. Είναι κι αυτός ένας πιθανός λόγος αύξησης του αριθμού των εδρών του Κοινοβουλίου. Όσον αφορά στην διατήρηση του 3%, κρίναμε ότι δεν υπάρχει σημαντικός λόγος αύξησης του ορίου, ειδικά για μια χώρα που πληθυσμιακά αποτελεί το περίπου το 1/6 της Γερμανίας. 46
αποτελέσει πρόχωμα σε μια ακραία ενίσχυση της εξουσίας των κομματικών ηγεσιών, τη στιγμή μάλιστα που οι τελευταίες θα καλούνταν να εξηγήσουν τα κριτήρια επιλογής ή αποκλεισμού συγκεκριμένων υποψηφίων. Τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο, ειδικά στην ελληνική πραγματικότητα όπου τα κόμματα είναι συγκεντρωτικά οργανωμένα γύρω από τον αρχηγό. 2.3 Βουλευτές επικρατείας Όπως αναφέραμε και παραπάνω, 12 από τους βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου εκλέγονται από ενιαία λίστα που ισχύει για όλη την επικράτεια (άρθ. 3 Π.Δ. 351/2003 και άρθ. 11 Ν. 3231/2004 69 ). Λίστες υποψήφιων βουλευτών επικρατείας μπορούν να υποβάλουν μόνο τα κόμματα ή οι συνασπισμοί κομμάτων που έχουν καταρτίσει συνδυασμούς στις μισές, τουλάχιστον, εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Οι υποψήφιοι βουλευτές που αποδέχονται υποψηφιότητα στο ψηφοδέλτιο επικρατείας υπογράφουν, εκτός από τη γραπτή αποδοχή της υποψηφιότητας, και υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δηλώνουν ότι δεν έχουν αποδεχθεί υποψηφιότητα σε οποιαδήποτε άλλη εκλογική περιφέρεια στις ίδιες εκλογές. Δηλαδή, δεν μπορεί να είναι κανείς υποψήφιος και στη λίστα από την οποία εκλεγονται οι βουλευτές επικρατείας, και σε κάποια εκλογική περιφέρεια της χώρας. Η διπλή υποψηφιότητα που προβλέπει το γερμανικό σύστημα, η συμμετοχή των υποψηφίων και στις λίστες των κομμάτων και σε κάποια μονοεδρική περιφέρεια, δεν είναι εφικτή και νόμιμη βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Οι υποψήφιοι εκλέγονται με τη σειρά που έχουν ανακηρυχθεί, η οποία συμπίπτει υποχρεωτικά με αυτή που είχαν προταθεί και εγγραφεί στη λίστα. Οι βουλευτές επικρατείας εκλέγονται με βάση τα ποσοστά των κομμάτων ή των συνασπισμών κομμάτων επί των έγκυρων ψήφων στο σύνολο της χώρας. Όπως και στις υπόλοιπες κατανομές, για να συμμετέχουν τα κόμματα ή οι συνασπισμοί κομμάτων στην κατανομή των βουλευτικών εδρών επικρατείας πρέπει να έχουν ξεπεράσει το φραγμό εκπροσώπησης του 3%. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι βουλευτές επικρατείας δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 1/20 του συνολικού αριθμού των βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου 70, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους 300 ούτε βεβαίως να υπολείπονται των διακοσίων 71. Επομένως, μπορεί να αριθμούνται το μέγιστο 69 Προεδρικό Διάταγμα 96/ 2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007 70 Άρθ. 54 παρ. 3 Σύνταγμα της Ελλάδος 71 Άρθ. 51 παρ. 1 Σύνταγμα της Ελλάδος 47
δεκαπέντε βουλευτές επικρατείας. Η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη περιορίζει τον αριθμό των βουλευτών που μπορεί να εκλεγούν στην εκλογική περιφέρεια της επικράτειας. Δεν είναι δυνατή η εκλογή περισσότερων από 15 βουλευτών από ενιαία λίστα, όπως συμβαίνει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Συγχρόνως, το Σύνταγμα αναφέρεται στις εκλογικές περιφέρειες στον πληθυντικό αριθμό 72, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκλογικές περιφέρειες στην κατανομή των εδρών. Η ύπαρξη βουλευτών που θα εκλέγονται σε μια ενιαία εκλογική περιφέρεια, την εθνική επικράτεια, από μια ενιαία εθνική λίστα προσκρούει, δηλαδή, στις συνταγματικές ρυθμίσεις και δεν νοείται χωρίς την αναθεώρησή τους. Θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια συνταγματική αναθεώρηση που είτε θα καταργεί τον περιορισμό στον αριθμό των βουλευτών επικρατείας και θα ορίζει την εθνική επικράτεια ως περιφέρεια για την εκλογή βουλευτών, είτε θα καταργεί πλήρως τον θεσμό των βουλευτών επικρατείας, τουλάχιστον όπως νοείται σήμερα, και θα προχωράει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώστε να εφαρμοστεί το εκλογικό σύστημα που προτείνουμε προσαρμοσμένο στις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος. Η πρώτη μορφή βουλευτών επικρατείας καθιερώθηκε το 1926 με τον εκλογικό νόμο 3363 που εισήγαγε και το αναλογικό σύστημα για πρώτη φορά στην Ελλάδα 73. Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, η κατανομή των βουλευτικών εδρών γινόταν σε τρεις διαδοχικές διαδικασίες, θεσπίζονταν δηλαδή για πρώτη φορά το πρότυπο των τριών κατανομών που έχει διατηρηθεί σε κάθε ελληνικό εκλογικό σύστημα μέχρι σήμερα. Η πρώτη κατανομή πραγματοποιούνταν σε επίπεδο (πρωτοβάθμιων) εκλογικών περιφερειών, τα όρια των οποίων ταυτίζονταν με τα σύνορα των νομών. Στην δεύτερη κατανομή «μοιράζονταν» οι έδρες που δεν είχαν προσκυρωθεί στην πρώτη κατανομή σε επίπεδο «μείζονων (ή εφετειακών) εκλογικών περιφερειών» 74. 72 Άρθ. 54 παρ. 1 Σύνταγμα της Ελλάδος 73 Η επίσημη εισαγωγή των βουλευτών επικρατείας ως θεσμού, πραγματοποιήθηκε με τον εκλογικό νόμο του 1974 στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση της Μεταπολίτευσης. Με το Προεδρικό Διάταγμα 65/1974, υιοθετήθηκε μια μορφή ενισχυμένης αναλογικής βασισμένη στο εκλογικό σύστημα του 1958. Η διαφορά ως προς τον εκλογικό νόμο του 1958, μεταξύ άλλων, ήταν η διατήρηση της γ κατανομής που εισήχθη με τον εκλογικό νόμο του 1963, όπου προβλέπονταν η κατανομή των εδρών που «περίσσεψαν» από την β κατανομή σε μια «ενιαία (τριτοβάθμια) εκλογική περιφέρεια», την εθνική Επικράτεια. Για την τρίτη κατανομή ίσχυαν οι ρυθμίσεις που είχαν εισαχθεί με την αναλογική του μεσοπολέμου που περιγράφουμε παραπάνω. Για περισσότερα σχετικά με τα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν στην Ελλάδα στο Νικολακόπουλος Η., Εισαγωγή στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων, ο.π., σελ. 71-94 74 Για τη συμμετοχή των σχηματισμών στην δεύτερη κατανομή τίθονταν φραγμός εκπροσώπησης της τάξεως του 10% επί των ψήφων που είχαν συγκεντρώσει στο σύνολο της συγκεκριμένης εφετειακής περιφέρειας ή της προσκύρωσης μιας τουλάχιστον έδρας στις πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες της συγκεκριμένης εφετειακής περιφέρειας. Πιο σναλυτικά σχετικά με τις κατανομές που ίσχυαν με το αναλογικό εκλογικό σύστημα του μεσοπολέμου στο Νικολακόπουλος Η., ο.π., σελ. 71-72 48
Στην τρίτη διαδικασία, τέλος, κατανέμονταν οι έδρες που «περίσσεψαν» από τις προηγούμενες κατανομές με εκλογικό μέτρο τις αχρησιμοποίητες ψήφους 75 ενώ ορίζονταν ως ενιαία τριτοβάθμια εκλογική περιφέρεια το σύνολο της χώρας. Για τη συμμετοχή στην τρίτη κατανομή απαιτούνταν να έχουν συγκεντρώσει οι εκλογικοί σχηματισμοί το 10% των έγκυρων ψήφων στο σύνολο της επικράτειας ή «το 1/12 από των εδρών που παραχωρήθηκαν κατά τις δύο προηγούμενες κατανομές» 76. Στην περιγραφή της διαδικασίας ειδικά της τρίτης κατανομής αναφέρεται για πρώτη φορά η προσκύρωση εδρών στους εκλογικούς σχηματισμούς από ένα ειδικό πίνακα, στον οποίο αναγράφονται οι υποψήφιοι βουλευτές και εκλέγονται με τη σειρά με την οποία έχουν αναγραφεί. Αυτή η ρύθμιση αποτελεί μια πρωταρχική καθιέρωση του θεσμού των βουλευτών επικρατείας και της εκλογής τους βάσει προκαθορισμένης σειράς σε λίστα και όχι βάσει σταυρού προτίμησης των εκλογέων. Με τον εκλογικό νόμο του 1932 77 τροποποιήθηκε η διαδικασία της τρίτης κατανομής αφού οι έδρες της τρίτης κατανομής μπορούσαν πλέον να παραχωρηθούν από τις πρωτοβάθμιες περιφέρειες, άρα δεν υπήρχε λόγος κατάρτισης ειδικού πίνακα υποψηφίων. Τελικά, λίγο πριν τις εκλογές του 1936 καταργήθηκε τελείως ενώ για να επανέλθει επίσημα με την θεσμοθέτηση των βουλευτών επικρατείας το 1974. Η καθιέρωση του θεσμού των βουλευτών επικρατείας είχε ως στόχο την παρουσία στη Βουλή επιφανών προσώπων του δημόσιου βίου, όπως διανοούμενων, ακαδημαϊκών, ανθρώπων των τεχνών και άλλων, οι οποίοι είχαν να προσφέρουν στο πολιτικό πεδίο πέραν της κομματικής τους ταυτότητας. Οι άνθρωποι αυτοί αναγνωρισμένοι από την κοινωνία για το έργο στον τομέα τους και για την προσωπικοτητά τους, προσέφεραν κύρος στη Βουλή και την αίσθηση ότι λειτουργούσαν ανεξάρτητα από πολιτικές τακτικές, κομματικές υστεροβουλίες και στενές πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους, λειτουργούσαν δηλαδή ως ένα είδος «ουδέτερων» κριτών στων οποίων τη γνώμη ο λαός μπορούσε να βασίζεται μιας και εκλέγονταν ως εκπρόσωποι της επικράτειας στο συνολό της και όχι ως εκπρόσωποι των συμφερόντων μιας συγκεκριμένης εκλογικής περιφέρειας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι βουλευτές επικρατείας δεν άνηκαν σε κομματικούς σχηματισμούς, δεν ταυτίζονταν και δεν συναινούσαν σε συγκεκριμένες πολιτικές. 75 Σύμφωνα με το νόμο, «το εκλογικό μέτρο υπολογίζεται χωρίς τη «ρήτρα του +1» ενώ οι έδρες που παραμένουν αδιάθετες και μετά την τρίτη κατανομή προσκυρώνονται στον εκλογικό σχηματισμό που έχει συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων στο σύνολο της χώρας. Νικολακόπουλος Η., ο.π., σελ. 72 76 Νικολακόπουλος Η., ο.π., σελ. 72 77 Αναφερόμαστε στον εκλογικό νόμο 5493/1932. Νικολακόπουλος Η., ο.π., σελ. 73 49
Αντιθέτως, ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με το κόμμα που υποστήριζαν αφού η εκλογή τους βασίζονταν στο ποσοστό έγκυρων ψήφων που είχε λάβει το κόμμα τους σε εθνικό επίπεδο, ποσοστό που αυτομάτως «χρεώνονταν» και υπέρ του ψηφοδελτίου επικρατείας του συγκεκριμένου κόμματος, ενώ η συμμετοχή τους στο ψηφοδέλτιο επικρατείας κρίνονταν αποκλειστικά είτε από την ηγεσία είτε από τις αρμόδιες οργανώσεις και επιτροπές στο εσωτερικό του κόμματος. Ο θεσμός των βουλευτών επικρατείας εξυπηρετούσε επομένως την συμμετοχή στη Βουλή προσωπικοτήτων που ήταν δύσκολο ή απίθανο να εκλεγούν ως υποψήφιοι μιας εκλογικής περιφέρειας αντιμετωπίζοντας τον αυξημένο ανταγωνισμό που αναπτύσσεται στα περιορισμένα όριά της και τα πιθανόν οργανωμένα δίκτυα πελατειακής εξάρτησης των λοιπών υποψηφίων. Στη σημερινή εποχή βέβαια έχουν εξαλείψει οι δυσκολίες του παρελθόντος και ο ρόλος των βουλευτών επικρατείας έχει χάσει την σημασία του. Αφενός τα πλαίσια και τα μέσα του ανταγωνισμού έχουν αλλάξει με τη κατακόρυφη ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας και τη σταδιακή χαλάρωση των παραδοσιακών δεσμών ανάμεσα στον υποψήφιο και τον ψηφοφόρο αφετέρου η επιλογή των υποψηφίων του ψηφοδελτίου επικρατείας δεν γίνεται πλέον στη βάση της επαγγελματικής και κοινωνικής «καταξίωσης» του προσώπου αλλά βάσει κομματικής τακτικής. Οι περισσότεροι από τους υποψηφίους ψηφοδελτίων επικρατείας είναι άνθρωποι που έχουν προσφέρει πολλά στο κόμμα τους, υπήρξαν σημαντικά στελέχη και πιθανότατα έχουν χάσει την εκλογική τους βάση στη περιφέρεια που πολιτεύονταν είτε λόγω απογοήτευσης των υποστηρικτών τους είτε λόγω ανάδειξης κάποιου νέου υποψηφίου. Είναι επομένως απίθανο να επανεκλεγούν στην περιφέρεια που έως πρότινως πολιτεύονταν. Προκειμένου να εκλεγούν, επομένως, τοποθετούνται στο ψηφοδέλτιο επικρατείας 78, και μάλιστα στις πρώτες θέσεις ώστε να εξασφαλισθεί η εκλογή τους. 78 Οι διατάξεις στα καταστατικά των κομμάτων σχετικά με την ανάδειξη των υποψήφιων βουλευτών επικρατείας διαφέρουν. Έτσι, σύμφωνα με το καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας «οι υποψήφιοι Βουλευτές Επικρατείας επιλέγονται απ ευθείας από τον Πρόεδρο του Κόμματος» (άρθ. 21), το Πασοκ ορίζει ότι γενικά «για τις θέσεις υποψηφίων βουλευτών διενεργούνται προκριματικές εκλογές στις οποίες συμμετέχουν τα Μέλη και οι Φίλοι του ΠΑΣΟΚ. Αν οι εκλογές προκηρύσσονται πρόωρα, καθώς και στις περιπτώσεις που η διενέργεια προκριματικών εκλογών δεν είναι δυνατή η Επιτροπή Ανάδειξης Υποψηφίων μετά από διαδικασία διαβούλευσης με τα οικεία αποκεντρωμένα όργανα εισηγείται στο Εθνικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει» (άρθ. 50 παρ.1 Καταστατικό του Πασοκ), στο ΚΚΕ η Κεντρική Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα ανάμεσα σε άλλες να «αποφασίζει για τους υποψήφιους σε δημόσιες αιρετές θέσεις ευρύτερης ή πανελλαδικής σημασίας» (άρθ. 17 Καταστατικό του ΚΚΕ) ενώ, τέλος, στον Συ.ριζ.α «η επιλογή των υποψήφιων Βουλευτών Επικρατείας γίνεται με απόφαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής» του κόμματος (άρθ. 13 Καταστατικό του Συ.Ριζ.Α). Παρατηρούμε ότι στα μεγαλύτερα κόμματα η επιλογή των υποψηφίων βουλευτών επικρατείας βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια των αντίστοιχων για κάθε κόμμα ηγεσιών ή ανώτερων οργάνων. 50
Υπάρχει επίσης η «τιμητική» τοποθέτηση υποψηφίων στα ψηφοδέλτια επικρατείας ορισμένων κομμάτων, η συμμετοχή δηλαδή στο ψηφοδέλτιο σε χαμηλή μη εκλόγιμη σειρά απλώς και μόνο ως ένδειξη σεβασμού και τιμής προς το πρόσωπο ενός στελέχους. Σε γενικές γραμμές παρατηρούμε ότι ο θεσμός των βουλευτών επικρατείας δεν αντιπροσωπεύει πλέον κάποια ιδιαίτερη ανάγκη ή απαίτηση της κοινωνίας ή/και του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Άλλωστε, μικρό ποσοστό βουλευτών που έχει συμμετάσχει σε ψηφοδέλτιο επικρατείας συνεχίζει πετυχημένα την πολιτική του σταδιοδρομία. Όπως επίσης, μικρό ποσοστό βουλευτών Επικρατείας έχει να επιδείξει σημαντικό έργο από αυτή τη θέση του στο Κοινοβούλιο. Πρόκειται μάλλον για ένα θεσμό που διατηρείται αφενός για λόγους παράδοσης και ιστορίας του εκλογικού συστήματος (εισήχθη στην Ελλάδα στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης), αφετέρου ως συμπληρωματική προς την κατανομή διαδικασία που επιφέρει στα κόμματα, από τη μια, ανέξοδα «κέρδη» εδρών, με την έννοια ότι δεν χρειάζεται να οργανωθεί ειδική προεκλογική εκστρατεία για έναν βουλευτή επικρατείας αφού η εκλογή του συνδέεται με τη θέση του στη λίστα και το ποσοστό του κόμματός του στην επικράτεια, από την άλλη, τη δυνατότητα επιλογής των προσώπων που θα λάβουν μια θέση στο Κοινοβούλιο. Σε καμία περίπτωση η διαδικασία δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η διαδικασία κατανομής των εδρών από λίστες στο γερμανικό Κοινοβούλιο για την αναλογικότητα του τελευταίου, παρόλο που ως διαδικασίες προσομοιάζουν. Ενώ λοιπόν ο γερμανικός εκλογικός νόμος ορίζει ότι ο απαιτούμενος αριθμός εδρών (που προσδιορίζεται με βάσει τις ψήφους προς τις δεσμευμένες λίστες και αφού έχουν αφαιρεθεί από αυτόν τα «κέρδη» από τις μονοεδρικές περιφέρειες) συμπληρώνεται από τις λίστες για να διατηρηθεί και η αναλογικότητα εδρών ποσοστου ψήφων των κομμάτων, η κατανομή των εδρών επικρατείας δεν λειτουργεί με την ίδια έννοια. Για τους παραπάνω λόγους κρίνουμε ότι σε μια εφαρμογή μιας παραλλαγής του γερμανικού εκλογικού νόμου η εξάλειψη του θεσμού των βουλευτών επικρατείας μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης ή/και η αντικατάστασή του από βουλευτές ευρύτερων εκλογικών περιφερειών είτε αυτές ορίζονται διοικητικά είτε γεωγραφικά, είναι σκόπιμη και προς όφελος του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Αφενός γιατί δεν συντρέχει κανένας σοβαρός λόγος διατήρησης του θεσμού στα πλαίσια εφαρμογής ενός εντελώς διαφορετικού, αν και προσαρμοσμένου στα ελληνικά δεδομένα, εκλογικού συστήματος το οποίο προβλέπει ήδη μηχανισμούς αναλογικότητας εδρών ποσοστού ψήφου των κομμάτων, αφετέρου γιατί η διατήρησή 51
του θα σήμαινε και τρίτη διαδικασία κατανομής εδρών (ανάμεσα στις κατανομές εδρών από μονοεδρικές περιφέρειες και λίστες) και θα δυσχέραινε την όλη εφαρμογή ενός νέου εκλογικού νόμου στα χνάρια του γερμανικού. Παραδείγματα χωρών εφαρμογής του γερμανικού εκλογικού συστήματος Η Νέα Ζηλανδία είναι μια από τις χώρες που έχει υιοθετήσει μια παραλλαγή του μεικτού εκλογικού συστήματος που εφαρμόζεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και μάλιστα αρκετά πρόσφατα. Μόλις το 1993 οι πολίτες της Νέας Ζηλανδίας αποφάσισαν με δημοψήφισμα την αλλάγη του εκλογικού συστήματος που αναδείκνυε το Κοινοβούλιο της χώρας, από το κλασσικό πλειοψηφικό σε μια μορφή μεικτής αναλογικής εκπροσώπησης. Οι συζητήσεις σχετικά με την αλλαγή του εκλογικού συστήματος είχαν ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 50 αλλά πήραν συστηματικότερη μορφή κατά τη δεκαετία του 70 και 80, ειδικότερα μετά τις εκλογές του 1978 και 1981 όπου το Εργατικό Κόμμα κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερες έγκυρες ψήφους στο σύνολο της χώρας από ότι το Εθνικό Κόμμα, το δεύτερο όμως εξέλεξε περισσότερες βουλευτικές έδρες στο Κοινοβούλιο και παρέμεινε στην Κυβέρνηση. Σε γενικές γραμμές το πλειοψηφικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν στη Νέα Ζηλανδία έδινε πολύ διαφορετική «μορφή» στο Κοινοβούλιο από αυτή που φαινόταν να προκύπτει από τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος όπως αυτές εκφράζονταν μέσω της ψήφου. Ευνοούσε το σχηματισμό ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων ενώ οδηγούσε στην απομόνωση τα μικρότερα κόμματα. Ακόμα κι όταν οι ψηφοφόροι στράφηκαν προς αυτά δινόντας τους σχετικά υψηλά ποσοστά ψήφων στις εκλογές μετά το 1978 79, δεν κατάφεραν να τα «εξαργυρώσουν» σε έδρες στο Κοινοβούλιο, ακριβώς λόγω του εκλογικού συστήματος. Για αυτούς τους λόγους τέθηκε σε μια επιτροπή να ερευνήσει διαφορετικές εκδοχές εκλογικών συστημάτων από τα οποία θα προέκυπτε μια πιο αναλογική προς τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος Βουλή. Η πρόταση που κατατέθηκε το 1986 αφορούσε σε μια παραλλαγή της γερμανικής προσωποποιημένης απλής αναλογικής, πρόταση ιδιαίτερα ριζοσπαστική για το πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας, την υιοθέτηση της οποίας προσπάθησαν να αποφύγουν και τα δύο κυβερνητικά κόμματα, το Εθνικό και το Εργατικό Κόμμα. Σύμφωνα με την 79 Στις εκλογές του 1978 το κόμμα Κοινωνική Προσφορά (Social Credit) συγκέντρωσε 16% επί των έγκυρων ψήφων στο σύνολο της χώρας και μόνο μια σε σύνολο 92 εδρών του Κοινοβουλίου, το 1981 σχεδόν 21% και δυο έδρες και το 1984 12% και καμία έδρα στο Κοινοβούλιο. http://www.elections.org.nz/democracy/history/history-mmp.html 52
πρόταση, οι έδρες του Κοινοβούλιου αυξάνονταν στις 120, οι μισές (60) από τις οποίες θα εκλέγονταν βάσει σχετικής πλειοψηφίας σε μονοεδρικές περιφέρειες (όπως και πρότινως) και οι μισές βάσει των ποσοστών έγκυρων ψήφων που θα συγκέντρωναν τα κόμματα σε εθνικό επίπεδο 80. Οι ψηφοφόροι θα είχαν, έτσι, δύο ψήφους, μια για τους υποψηφίους των μονοεδρικών περιφερειών και μια για τις λίστες των κομμάτων, οι οποίες περιλάμβαναν υποψηφίους του κόμματος με προκαθορισμένη σειρά εκλογής. Τίθονταν, επίσης, φραγμός εκπροσώπησης 5% ή μιας άμεσης έδρας για την συμμετοχή των κομμάτων στην κατανόμη ενώ προβλέπονταν και η ύπαρξη υπεράριθμων εδρών 81. Τελικά το 1990, μετά από έντονη δυσαρέσκεια και απογοήτευση των πολιτών για τη στάση των κόμματων απέναντι στην εκλογική μεταρρύθμιση που προτείνονταν, αναγκάστηκε η κυβέρνηση να διεξάγει ενδεικτικό (με την έννοια ότι το αποτελεσμά του δεν ήταν δεσμευτικό για την ίδια) δημοψήφισμα. Η διαδικασία του δημοψηφίσματος είχε δύο μέρη, κατά το πρώτο οι πολίτες ερωτούνταν αν ήθελαν αλλαγή του εκλογικού συστήματος και κατά το δεύτερο έπρεπε να εκδηλώσουν υποστήριξη σε ένα από τα τέσσερα διαφορετικά εκλογικά συστήματα που τους προτείνονταν. Σε περίπτωση που παρουσιάζονταν μεγάλη υποστήριξη σε μια εκλογική μεταρρύθμιση η κυβέρνηση υποσχέθηκε να διεξάγει εκ νέου δημοψήφισμα ανάμεσα στο παλιό εκλογικό σύστημα (πλειοψηφικό) και στην πιο δημοφιλή από τις επιλογές που δόθηκαν προς ψηφοφόρια στους πολίτες. Από το 55% του εκλογικού σώματος που έλαβε μέρος στο δημοψήφισμα μια πλειοψηφία της τάξεως του 85% ψήφισε υπερ της μεταρρύθμισης ενώ περίπου 70% των ψηφοφόρων δήλωσε προτίμηση προς την προσωποιήμενη απλή αναλογική. Μέχρι τη διεξαγωγή των πρώτων εκλογών με το νέο εκλογικό σύστημα, το 1996, βίωσε η Νέα Ζηλανδία μια περίοδο ανασφάλειας και μεταβατικότητας όπου ψηφοφόροι, υποψήφιοι και κόμματα έπρεπε να καταλάβουν πλήρως τη λειτουργία του νέου συστήματος και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες πολιτικού και εκλογικού ανταγωνισμού. Τεχνικά έπρεπε να διαμορφωθούν οι 60 μονοεδρικές περιφέρειες και οι 5 που αντιστοιχούσαν στον πληθυσμό των Μάορι 82. 80 Οι έδρες από τις λίστες προσδιορίζονται με βάση τη μέθοδο υπολογισμού Sainte-Lague. http://en.wikipedia.org/wiki/electoral_system_of_new_zealand 81 http://en.wikipedia.org/wiki/electoral_system_of_new_zealand 82 Ο πληθυσμός των Μάορι έχει τη δυνατότητα να αποτελεί ανεξάρτητο εκλογικό σώμα που εκλέγει εκπροσώπους του στο Κοινοβούλιο. Μπορούν να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία δηλαδή είτε ως μέρος του εθνικού εκλογικού σώματος είτε ως ανεξάρτητο εκλογικό σώμα. Μέχρι το 2001 προβλέπονταν 5 βουλευτικές έδρες για τους Μάορι ενώ σήμερα αυξήθηκαν στις 7. http://en.wikipedia.org/wiki/electoral_system_of_new_zealand 53
Ένα δεύτερο παράδειγμα χώρας που ακολούθησε ένα μεικτό εκλογικό σύστημα βασισμένο στο γερμανικό πραγματοποιώντας μια ριζική εκλογική μεταρρύθμιση, είναι η Αλβανία. Από το 1990 που κατέρρευσε το κομμουνιστικό καθεστώς και διεξήχθησαν οι πρώτες εκλογές μέχρι σήμερα, εφαρμόζεται ένα εκλογικό σύστημα εμπνευσμένο από το γερμανικό. Οι 140 έδρες του αλβανικού Κοινοβουλίου κατανέμονται σε δύο διαδικασίες, οι 100 σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες βάσει απόλυτης πλειοψηφίας 83 και οι 40 μέσω δεσμευμένων λιστών κομμάτων ή συνασπισμών κομμάτων που αναρτούνται για το σύνολο της χώρας. Ο συνολικός αριθμός των εδρών που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα ή συνασπισμό οφείλει να είναι όσο το δυνατόν πιο αναλογικός προς το ποσοστό έγκυρων ψήφων που έλαβε στον πρώτο γύρο των εκλογών στο σύνολο της επικράτειας. Κόμματα τα οποία δεν έχουν συγκεντρώσει ποσοστό πάνω από 2,5% επί του συνόλου των έγκυρων ψήφων στον πρώτο γύρο, καθώς και συνασπισμοί οι οποίοι δεν έχουν συγκεντρώσει πάνω από 4%, δεν συμμετέχουν στη δεύτερη κατανομή, στην κατανομή των εδρών δηλαδή από τις λίστες. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η πρώτη ψήφος είναι αυτή που καθορίζει το τελικό ποσοστό των κομμάτων σε βουλευτικές έδρες σε αντίθεση με το γερμανικό εκλογικό σύστημα, στο οποίο οι απαιτούμενες για κάθε κομματικό σχηματισμό έδρες ορίζονται με βάση τα ποσοστά δεύτερων ψήφων που έχει λάβει στο σύνολο της επικράτειας. Από μια πρώτη ματιά στα εκλογικά συστήματα των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ παρατηρούμε ότι οι περισσότερες χώρες έχουν εφαρμόσει συστήματα που ομοιάζουν στο γερμανικό. Οι παραλλαγές είναι πολλές αλλά ως βάση για την εκλογή των βουλευτών των αντίστοιχων Κοινοβουλίων έχει χρησιμοποιηθεί το μικτό, ως προς τον τρόπο κατανομής των εδρών, σύστημα. Εκτός από την Αλβανία, να αναφέρουμε το Κοινοβούλιο της Ρουμανίας, οι μισες έδρες Εκτός από τα δύο αυτά παραδείγματα, υπάρχουν κι άλλες χώρες που εφαρμόζουν ανάλογα συστήματα όπως η Ιταλία, η Ουγγαρία, το Μεξικό, η Βολιβία και η Βενεζουέλα. 83 Πιο συγκεκριμένα, ο υποψήφιος του κόμματος ή του συνασπισμού που θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων στο πρώτο γύρο εκλογών, εκλέγεται στην μονοεδρική περιφέρεια που έχει θέσει υποψηφιότητα. Αν κανένας από τους υποψηφίους δεν καταφέρει να συγκεντρώσει την αποόλυτη πλειοψηφία, διενεργείται και δεύτερος γύρος εκλογών δύο εβδομάδες αργότερα, στον οποίο συμμετέχουν οι δύο πρώτοι σε ψήφους (από τον πρώτο γύρο) υποψήφιοι. Σε αυτόν τον γύρο αρκεί ένας από τους δύο υποψηφίους να συγκεντρώσει τη σχετική πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων για να εκλεγεί. (αρθ. 63 παρ. 1 και 2 Εκλογικός Κώδικας της Δημοκρατίας της Αλβανίας 8609/2000). 54
Στον παρακάτω πίνακα τίθενται προς σύγκριση η κατανομή των εδρών με βάση την ισχύουσα διαίρεση εκλογικών περιφερειών και με βάση τον αναδιαχωρισμό σε 150 και σε 200 μονοεδρικές περιφέρειες. Η συγκεκριμένη κατανομή παρουσιάζει τη διαίρεση όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τη διατήρηση των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών που ισχύουν και σήμερα. Πίνακας 1. Κατανομή των εδρών με βάση την ισχύουσα διαίρεση εκλογικών περιφερειών. Κατανομή των 150 εδρών σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες. Κατανομή των 200 εδρών σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες. Εκλογικές περιφέρειες Νόμιμος Έδρες Έδρες Έδρες πληθυσμός (150) (200) Α' ΑΘΗΝΩΝ 595.000 17 9 12 Α' ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 560.031 16 8 11 Α' ΠΕΙΡΑΙΩΣ 222.074 6 3 4 ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ (+ΛΕΥΚΑΔΑ+ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ) 267.374 (26.941 + 32.592) 8 5 5 ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ 101.389 3 1 2 ΑΡΚΑΔΙΑΣ 115.989 3 2 2 ΑΡΤΗΣ 97.265 3 1 2 ΑΤΤΙΚΗΣ 412.175 12 6 8 ΑΧΑΪΑΣ 307.186 9 4 6 Β' ΑΘΗΝΩΝ 1.483.653 42 22 29 Β' ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 264.602 7 4 5 Β' ΠΕΙΡΑΙΩΣ 290.078 8 4 6 ΒΟΙΩΤΙΑΣ 125.332 4 2 2 ΓΡΕΒΕΝΩΝ 46.324 1 1 1 ΔΡΑΜΑΣ 116.928 3 2 2 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ 163.484 5 2 3 ΕΒΡΟΥ 153.164 4 2 3 55
ΕΥΒΟΙΑΣ 216.339 6 3 4 ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ 32.592 1 0 1 ΖΑΚΥΝΘΟΥ 37.979 1 0 1 ΗΛΕΙΑΣ 214.896 6 3 4 ΗΜΑΘΙΑΣ 149.784 4 2 3 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 276.353 8 4 5 ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ 52.587 1 1 1 ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 177.137 5 3 4 ΚΑΒΑΛΑΣ 147.076 4 2 3 ΚΑΡΔΙΤΣΗΣ 160.539 5 2 3 ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ 53.877 2 1 1 ΚΕΡΚΥΡΑΣ 107.594 3 2 2 ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ (+ΖΑΚΥΝΘΟΥ) 42.397 (+37.979) 1 1 1 ΚΙΛΚΙΣ 106.653 3 2 2 ΚΟΖΑΝΗΣ 168.563 5 2 3 ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 141.496 4 2 3 ΚΥΚΛΑΔΩΝ 114.111 3 2 2 ΛΑΚΩΝΙΑΣ 101.111 3 1 2 ΛΑΡΙΣΗΣ 278.163 8 4 5 ΛΑΣΙΘΙΟΥ 77.342 2 1 2 ΛΕΣΒΟΥ 111.040 3 2 2 ΛΕΥΚΑΔΟΣ 26.941 1 0 1 ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 195.536 5 3 4 ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 192.849 5 3 4 ΞΑΝΘΗΣ 104.746 3 1 2 ΠΕΛΛΗΣ 157.903 4 2 3 ΠΙΕΡΙΑΣ 131.898 4 2 3 ΠΡΕΒΕΖΗΣ 69.743 2 1 1 56
ΡΕΘΥΜΝΗΣ 81.547 2 1 2 ΡΟΔΟΠΗΣ 111.473 3 2 2 ΣΑΜΟΥ 43.581 1 1 1 ΣΕΡΡΩΝ 244.017 7 4 5 ΤΡΙΚΑΛΩΝ 161.936 5 2 3 ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ 181.213 5 3 4 ΦΛΩΡΙΝΗΣ 58.998 2 1 1 ΦΩΚΙΔΟΣ 48.382 1 1 1 ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 107.179 3 2 2 ΧΑΝΙΩΝ 143.009 4 2 3 ΧΙΟΥ 54.464 2 1 1 Σύνολο 288 150 200 Πίνακας 2. Δήμοι που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες. Δήμοι Πληθυσμός Αιγάλεω 67.216 Ηλιούπολη 63.594 Καλλιθέα 85.418 Γλυφάδας 57.777 Ίλιον (Νέων Λιοσίων) 58.039 Αχαρνών 61.448 Νίκαια 88.168 Κερατσινί 66.836 Λάρισσας 94.940 Βόλου 71.136 57
Πίνακας 3. Δήμοι που θα χωριστούν σε δύο ή περισσότερες μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες. Δήμοι Πληθυσμός Έδρες Αθηναίων 595.000 9 Περιστερίου 121.317 2 Πειραιώς 184.007 3 Πατρέων 145.988 2 Ηρακλείου 115.610 2 Θεσσαλονίκης 284.898 4 Πίνακας 4. Κατανομή των υπόλοιπων εδρών (150 και 100) στις ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες που ισχύουν σήμερα. Ευρύτερες Περιφέρειες Πληθυσμός Έδρες Έδρες (150) (100) Ανατολική Μακεδονία και 633.387 10 6 Θράκη Αττική 3.002.980 44 29 Βόρειο Αιγαίο 209.085 2 2 Δυτική Ελλάδα 789.456 13 8 Δυτική Μακεδονία 327.762 5 3 Ήπειρος 396.732 6 4 Θεσσαλία 796.174 12 8 Ιόνια Νησιά 214.911 2 2 Κεντρική Μακεδονία 1.722.067 25 17 Κρήτη 578.251 9 6 Νότιο Αιγαίο 277.595 4 3 Πελοπόννησος 652.834 10 6 Στερεά Ελλάδα 603.858 8 6 58
Πίνακας 5. Κατανομή των υπόλοιπων εδρών σε ευρύτερες περιφέρειες όπως αυτές προτείνονται από το νέο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο. Ευρύτερες περιφέρειες Πληθυσμός Έδρες (150) Έδρες (100) Νοτιοανατολική Ελλάδα Νοτιοδυτική Ελλάδα Κεντρική Ελλάδα Βόρεια Ελλάδα Ανατολική Νησιωτική Ελλάδα Αττική Εύβοια Βοιωτία Πελοπόννησος Δυτική Ελλάδα Ζακύνθου Κεφαλλονιάς Κύθηρα Αντικύθηρα Θεσσαλία Ήπειρος Κέρκυρα Λευκάδα Ευρυτανία Φθιώτιδα Φωκίδα Μακεδονία Θράκη Βόρειο Αιγαίο Νότιο Αιγαίο Κρήτη 3.344.651 50 33 1.526.636 22 14 1.589.628 23 16 2.683.216 39 26 1.064.931 16 11 59
Πίνακας 6. Μέσος όρος δημοτών ανά μονοεδρική περιφέρεια. Εκλογικές περιφέρειες Νόμιμος πληθυσμός Έδρες (150) Μέσος όρος δημοτών ανά έδρα Α' ΑΘΗΝΩΝ 595.000 9 66.111 Α' ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 560.031 8 70.004 Α' ΠΕΙΡΑΙΩΣ 222.074 3 74.025 ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ (+ΛΕΥΚΑΔΑ+ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ) 267.374 (26.941 + 32.592) 5 65.381 ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ 101.389 1 101.389 ΑΡΚΑΔΙΑΣ 115.989 2 57.995 ΑΡΤΗΣ 97.265 1 97.265 ΑΤΤΙΚΗΣ 412.175 6 68.696 ΑΧΑΪΑΣ 307.186 4 76.797 Β' ΑΘΗΝΩΝ 1.483.653 22 67.439 Β' ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 264.602 4 66.151 Β' ΠΕΙΡΑΙΩΣ 290.078 4 72.520 ΒΟΙΩΤΙΑΣ 125.332 2 62.666 ΓΡΕΒΕΝΩΝ 46.324 1 46.324 ΔΡΑΜΑΣ 116.928 2 58.464 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ 163.484 2 81.742 ΕΒΡΟΥ 153.164 2 76.582 ΕΥΒΟΙΑΣ 216.339 3 72.113 ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ 32.592 0 0 ΖΑΚΥΝΘΟΥ 37.979 0 0 ΗΛΕΙΑΣ 214.896 3 71.632 ΗΜΑΘΙΑΣ 149.784 2 74.892 ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 276.353 4 69.088 ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ 52.587 1 52.587 ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 177.137 3 59.046 60
ΚΑΒΑΛΑΣ 147.076 2 73.538 ΚΑΡΔΙΤΣΗΣ 160.539 2 80.270 ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ 53.877 1 53.877 ΚΕΡΚΥΡΑΣ 107.594 2 53.797 ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ (+ΖΑΚΥΝΘΟΥ) 42.397 (+37.979) 1 80.376 ΚΙΛΚΙΣ 106.653 2 53.327 ΚΟΖΑΝΗΣ 168.563 2 84.282 ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 141.496 2 70.748 ΚΥΚΛΑΔΩΝ 114.111 2 57.056 ΛΑΚΩΝΙΑΣ 101.111 1 101.111 ΛΑΡΙΣΗΣ 278.163 4 69.541 ΛΑΣΙΘΙΟΥ 77.342 1 77.342 ΛΕΣΒΟΥ 111.040 2 55.520 ΛΕΥΚΑΔΟΣ 26.941 0 0 ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ 195.536 3 65.179 ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 192.849 3 64.283 ΞΑΝΘΗΣ 104.746 1 104.746 ΠΕΛΛΗΣ 157.903 2 78.952 ΠΙΕΡΙΑΣ 131.898 2 65.949 ΠΡΕΒΕΖΗΣ 69.743 1 69.743 ΡΕΘΥΜΝΗΣ 81.547 1 81.547 ΡΟΔΟΠΗΣ 111.473 2 55.737 ΣΑΜΟΥ 43.581 1 43.581 ΣΕΡΡΩΝ 244.017 4 61.004 ΤΡΙΚΑΛΩΝ 161.936 2 80.968 ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ 181.213 3 60.404 ΦΛΩΡΙΝΗΣ 58.998 1 58.998 ΦΩΚΙΔΟΣ 48.382 1 48.382 61
ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 107.179 2 53.590 ΧΑΝΙΩΝ 143.009 2 71.505 ΧΙΟΥ 54.464 1 54.464 62
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, Dieter Nohlen, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007 Το γερμανικό εκλογικό σύστημα και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, Λίνα Παπαδοπούλου, Κείμενα Εργασίας, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2007 Εισαγωγή στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων, Ηλίας Νικολακόπουλος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 1989 Εκλογικά συστήματα: θεωρία και πρακτικές εφαρμογές. Ανάδειξη Κοινοβουλίων και Προέδρων Δημοκρατίας: συγκριτική προσέγγιση, Θανάσης Διαμαντόπουλος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008 Προεδρικό Διάταγμα 96/ 2007 ΦΕΚ Α 116/05.06.2007, Εθνικό Τυπογραφείο Νόμος 3231/2004 ΦΕΚ 45/Α/11.2.2004, Εθνικό Τυπογραφείο Ηλεκτρονικές πηγές http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4225381 ΤαΝέα Online - 30/03/2002, Νικολακόπουλος Ηλίας, Εκλογικά σενάρια γερμανικού τύπου http://digital.tanea.gr/default.aspx?d=20030726&nid=4293943 ΤαΝέα Online 26/07/2003, Νικολακόπουλος Ηλίας, Οι «παγίδες» του νέου εκλογικού νόμου http://www.bundeswahlleiter.de/de/parteien/parteien_downloads.html http://www.bmi.bund.de/internet/content/common/anlagen/broschueren/200 6/Nationalen Minderheiten in Deutschland Id 25495 de,templateid =raw,property=publicationfile.pdf http://www.bundeswahlleiter.de/de/parteien/parteien_downloads.html http://www.bundeswahlleiter.de/de/bundestagswahlen/fruehere_bundestagswa hlen/btw1953.html http://www.elections.org.nz/democracy/history/history-mmp.html http://www.ypes.gr/ekloges/content/gr/ethnik_fr.htm http://aceproject.org/ero-en/regions/europe/al/albaniacode/view Albania code http://www.ipu.org/parline-e/reports/2001_a.htm Albania Assembly 63
http://bundesrecht.juris.de/bwahlg/ Bundeswahlrecht Deutschland http://www.ekloges.gr/pages.asp?langid=1&pageid=49 Ισχύων εκλογικός νόμος http://www.ekloges.gr/syntagma.asp?pageid=3&langid=1 Το Σύνταγμα του κράτους 64
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Στο παράρτημα που ακολουθεί παρουσιάζεται ένας ενδεικτικός αναδιαχωρισμός των υφισταμένων εκλογικών περιφέρειων σε 150 μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες, βάσει του γερμανικού εκλογικού συστήματος. Για λόγους οικονομίας χώρου δεν παρουσιάζεται και η επαναχάραξη σε 200 μονοεδρικές περιφέρειες στους χάρτες που παρατίθενται παρακάτω. Να τονίσουμε ότι η χάραξη είναι ενδεικτική και στηρίζεται σε δύο κριτήρια, κυρίως: της πληθυσμιακής ισορροπίας των μονοεδρικών περιφέρειων που σχηματίζονται μέσα στα όρια των διοικητικών ενοτήτων, δηλαδή των νομών, και ακόμα πιο συγκεκριμένα των εκλογικών περιφερειών, και το γεωγραφικό κριτήριο της εγγύτητας και της συνέχειας των δήμων. Τυχόν λάθη και παραλείψεις οφείλονται ακριβώς σε αυτόν τον περιορισμό των κριτηρίων. Μια πιο ορθή και πλήρης μελέτη του αναδιαχωρισμού των εκλογικών περιφερειών λαμβάνει πιθανόν υπ όψιν της πολύ περισσότερα στοιχεία και μεταβλητές. Μια τέτοιου είδους διαδικασία δεν ήταν αντικείμενο της συγκεκριμένης μεταπτυχιακής μελέτης. Από την παρουσίαση απουσιάζουν οι νομοί που αποτελούν αυτόνομες μονοεδρικές περιφέρειες, καθώς και οι εκλογικές περιφέρειες Αττικής, Α Αθηνών, Α Θεσσαλονίκης και Α και Β Πειραιώς για τις οποίες θα πρέπει να συλλέξουμε περισσότερα στοιχεία για να προχωρήσουμε στην διαμόρφωση μονοεδρικών περιφερειών στο εσωτερικό τους. 65
Εκλογική περιφέρεια Β Αθηνών Δήμος 1. Αγίων Αναργύρων 18. Ιλίου (Νέων Λιοσίων) 21. Καματερού 31. Νέας Χαλκηδόνος 36. Πετρούπολης 2. Αγίας Βαρβάρας 5. Αιγάλεω 41. Χαϊδαρίου Πληθυσμός 27.454 58.039 17.439 8.903 37.170 25.129 67.216 36.878 Συνολικός πληθυσμός Έδρες Μέσος όρος δημοτών 149.005 2 74.502 129.223 2 64.611 66
20. Καλλιθέας 26. Μοσχάτου 38. Ταύρου 3. Αγίου Δημητρίου 13. Δάφνης 29. Νέας Σμύρνης 33. Παλαιού Φαλήρου 10. Βύρωνος 15. Ζωγράφου 19. Καισαριανής 39. Υμηττού 6. Αλίμου 8. Αργυρούπολης 12. Γλυφάδας 14. Ελληνικού 4. Αγίας Παρασκευής 34. Παπάγου 42. Χαλανδρίου 43. Χολαργού 7. Αμαρουσίου 9. Βριλησσίων 22. Κηφισιάς 24. Μελισσίων 27. Νέας Ερυθραίας 45. Εκάλης 46. Νέας Πεντέλης 47. Πεντέλης 11. Γαλατσίου 32. Νέου Ψυχικού 40. Φιλοθέης 44. Ψυχικού 85.418 20.672 15.352 47.248 20.858 53.850 47.817 46.901 55.618 23.731 11.087 27.553 24.581 57.777 11.311 36.724 12.012 52.062 24.284 47.661 15.632 33.227 11.474 10.958 3.448 3.715 3.640 38.421 10.156 6.202 9.886 121.442 2 60.721 169.773 2 84.886 132.529 2 66.264 121.224 2 60.612 125.082 2 62.541 160.355 2 80.177 64.665 1 64.665 67
17. Ηρακλείου 23. Λυκοβρύσεως 25. Μεταμορφώσεως 28. Νέας Ιωνίας 30. Νέας Φιλαδέλφειας 37. Πεύκης 35.619 5.951 18.546 54.737 22.699 13.686 128.539 2 64.269 35. Περιστερίου 121. 317 121.317 2 60.658 16. Ηλιουπόλεως 63.594 63.594 1 63.594 Σύνολο 1.483.653 22 68
Νόμος Αργολίδας πληθυσμός 101.389 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 47.732) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 53.657) 2. Δήμος Άργους 27.550 7. Δήμος Κουτσοποδίου 3.671 9. Δήμος Λέρνας 2.744 10. Δήμος Λυρκείας 4.022 12. Δήμος Μυκηναίων 4.789 13. Δήμος Νέας Κίου 3.217 15. Κοινότητα Αλέας 1.011 16. Κοινότητα Αχλαδοκάμπου 728 1. Δήμος Ναυπλίου 14.503 3. Δήμος Ασίνης 5.136 4. Δήμος Ασκληπιείου 5.205 5. Δήμος Επιδαύρου 4.318 6. Δήμος Ερμιόνης 4.284 8. Δήμος Κρανιδίου 9.364 11. Δήμος Μιδέας 7.344 14. Δήμος Νέας Τίρυνθας 3.503 69
Νομός Αρκαδίας πληθυσμός 115.989 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 58.564) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 57.425) 1. Δήμος Τριπόλεως 25.945 2. Δήμος Απόλλωνος 2.239 4. Δήμος Βόρειας Κυνουρίας 14.935 11. Δήμος Κορυθίου 3.197 14. Δήμος Λεωνιδίου 6.771 18. Δήμος Τεγέας 4.795 23. Κοινότητα Κοσμά 682 3. Δήμος Βαλτετσίου 2.752 5. Δήμος Βυτίνας 2.276 6. Δήμος Γόρτυνος 2.054 7. Δήμος Δημητσάνης 2.196 8. Δήμος Ηραίας 3.685 9. Δήμος Κλείτορος 3.204 10. Δήμος Κοντοβαζαίνης 3.074 12. Δήμος Λαγκαδίων 2.435 13. Δήμος Λεβιδίου 5.418 15. Δήμος Μαντινείας 4.344 16. Δήμος Μεγαλόπολης 9.142 17. Δήμος Σκυρίτιδας 2.636 19. Δήμος Τρικολώνων 1.366 20. Δήμος Τροπαίων 7.393 21. Δήμος Φαλαισίας 3.802 22. Δήμος Φαλάνθου 1.648 70
Νομός Αχαΐας πληθυσμός 307.186 Περιφέρειες Πρώτη και δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια Τέταρτη μονοεδρική περιφέρεια Δήμοι 1. Δήμος Πατρεών 6. Δήμος Βραχναιίκων 4.457 8. Δήμος Δύμης 10.731 11. Δήμος Λαρισσού 9.747 13. Δήμος Μεσσάτιδος 10.143 14. Δήμος Μόβρης 5.383 16. Δήμος Παραλίας 7.278 19. Δήμος Τριταίας 6.567 20. Δήμος Φαρρών 7.811 21. Δήμος Ωλένιας 7.415 22. Κοινότητα Καλεντζίου 755 2. Δήμος Αιγείρας 3.287 3. Δήμος Αιγίου 29.590 4. Δήμος Ακράτας 6.351 5. Δήμος Αροανίας 3.310 7. Δήμος Διακοπτού 6.785 9. Δήμος Ερινεού 3.833 10. Δήμος Καλαβρύτων 11.220 12. Δήμος Λευκασίου 4.795 15. Δήμος Παΐων 3.147 Σύνολο εκλογικού σώματος 72.994 (145.988/2) 73.597 84.454 71
17. Δήμος Ρίου 11.034 18. Δήμος Συμπολιτείας 6.721 23. Κοινότητα Λεοντίου 838 Νομός Βοιωτίας πληθυσμός 125.332 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 62.572) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 62.760) 1. Δήμος Λεβαδέων 21.814 3. Δήμος Αλιάρτου 6.875 4. Δήμος Αραχόβης 3.259 6. Δήμος Δαύλειας 2.754 8.. Δήμος Διστόμου 3.564 12. Δήμος Κορώνειας 5.545 14. Δήμος Ορχομενού 11.829 18. Δήμος Χαιρωνείας 2.678 19. Κοινότητα Αντικύρας 1.719 20. Κοινότητα Κυριακίου 2.535 2. Δήμος Ακραιφνίας 3.504 5. Δήμος Βαγίων 4.049 7. Δήμος Δερβενοχωρίων 2.370 9. Δήμος Θεσπιέων 6.508 10. Δήμος Θηβαίων 22.940 11. Δήμος Θίσβης 4.447 13. Δήμος Οινοφύτων 5.957 15. Δήμος Πλαταιών 5.431 16. Δήμος Σχηματαρίου 4.117 17. Δήμος Τανάγρας 3.437 72
Νομός Δράμας πληθυσμός 116.928 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 59.021) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 57.907) 1. Δήμος Δράμας 52.886 5. Δήμος Νικηφόρου 6.135 2. Δήμος Δοξάτου 13.055 3. Δήμος Καλαμπακίου 8.076 4. Δήμος Κάτω Νευροκοπίου 11.214 6. Δήμος Παρανεστίου 2.429 7. Δήμος Προσοτσάνης 15.476 8. Δήμος Σιταγρών 6.748 9. Κοινότητα Σιδηρονέρου 909 73
Νομός Έβρου πληθυσμός 153.164 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 76.112) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 77.052) 2. Δήμος Βύσσας 8.875 3. Δήμος Διδυμοτείχου 20.794 4. Δήμος Κυπρίνου 3.719 5. Δήμος Μεταξάδων 6.451 6. Δήμος Ορεστιάδος 20.290 7. Δήμος Ορφέα 7.335 11. Δήμος Τριγώνου 8.648 1. Δήμος Αλεξανδρούπολης 43.269 8. Δήμος Σαμοθράκης 3.281 9. Δήμος Σουφλίου 9.336 10. Δήμος Τραϊανούπολης 4.514 12. Δήμος Τυχερού 5.305 13. Δήμος Φερών 11.347 74
Νομός Εύβοιας πληθυσμός 216.339 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 73.077) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 73.274) Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 69.970) 1. Δήμος Χαλκιδέων 47.532 4. Δήμος Ανθηδώνος 4.597 6. Δήμος Αυλίδος 6.195 17. Δήμος Ληλαντίων 14.753 2. Δήμος Αιδηψού 6.982 5. Δήμος Αρτεμισίου 4.843 8. Δήμος Διρφύων 8.420 10. Δήμος Ελυμνίων 6.195 12. Δήμος Ιστιαίας 9.007 14. Δήμος Κηρέως 7.799 19. Δήμος Μεσσαπίων 14.482 20. Δήμος Ν. Αρτάκης 7.156 21. Δήμος Νηλέως 3.463 25. Δήμος Ωρεών 3.874 27. Κοινότητα Λιχάδος 1.071 3. Δήμος Αμαρυνθίων 7.466 7. Δήμος Αυλώνος 6.385 9. Δήμος Διστύων 5.625 11. Δήμος Ερέτριας 4.988 13. Δήμος Καρύστου 7.478 15. Δήμος Κονιστρών 5.359 16. Δήμος Κύμης 11.035 18. Δήμος Μαρμαρίου 3.324 22. Δήμος Σκύρου 3.339 23. Δήμος Στυραίων 3.424 24. Δήμος Ταμιναίων 10.451 26. Κοινότητα Καφηρέως 1.096 75
Νομός Ηλείας πληθυσμός 214.896 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 78.205) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 67.349) Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 69.342) 1. Δήμος Πύργου 39.129 3. Δήμος Αμαλιάδος 34.490 12. Δήμος Ιαρδάνου 4.586 2. Δήμος Αλιφείρας 4.461 5. Δήμος Ανδριτσαίνης 2.966 6. Δήμος Αρχ. Ολυμπίας 13.548 9. Δήμος Βώλακος 3.989 11. Δήμος Ζαχάρως 13.830 14. Δήμος Λαμπείας 1.821 18. Δήμος Σκιλλούντος 18.068 20. Δήμος Φιγαλείας 3.212 21. Δήμος Φολόης 5.454 4. Δήμος Ανδραβίδας 4.417 7. Δήμος Βαρθολομιού 5.755 8. Δήμος Βουπρασίας 11.293 10. Δήμος Γαστούνης 12.623 13. Δήμος Κάστρου- Κυλλήνης 3.997 15. Δήμος Λασιώνος 2.947 16. Δήμος Λεχαινών 6.455 17. Δήμος Πηνείας 7.810 19. Δήμος Τραγανού 3.312 22. Δήμος Ωλένης 10.733 76
Νομός Ημαθίας πληθυσμός 149.784 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 74.444) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 75.340) 1. Δήμος Βέροιας 41.777 7. Δήμος Δοβρά 6.290 9. Δήμος Μακεδονίδος 3.507 11. Δήμος Νάουσας 22.870 2. Δήμος Αλεξάνδρειας 19.862 3. Δήμος Ανθεμίων 9.076 4. Δήμος Αντιγονιδών 6.491 5. Δήμος Αποστόλου Παύλου 9.519 6. Δήμος Βεργίνας 3.303 8. Δήμος Ειρηνούπολης 4.894 10. Δήμος Μελίκης 9.035 12. Δήμος Πλατέος 13.160 77
Νομός Ηρακλείου πληθυσμός 276.353 Περιφέρειες Δήμοι Σύνολο εκλογικού σώματος Πρώτη και δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια 1. Δήμος Ηρακλείου 115.610 2. Δήμος Αγίας Βαρβάρας 6.422 5. Δήμος Αστερουσιών 8.058 7. Δήμος Γαζίου 9.307 8. Δήμος Γοργολαΐνη 3.826 9. Δήμος Γόρτυνας 6.640 12. Δήμος Ζαρού 4.087 15. Δήμος Κόφινα 6.176 16. Δήμος Κρουσώνα 4.974 18. Δήμος Μοιρών 11.366 22. Δήμος Τεμένους 3.683 24. Δήμος Τυλίσου 4.493 25. Δήμος Τυμπακίου 10.254 57.805 (115.610/2) 82.395 Τέταρτη μονοεδρική περιφέρεια 3. Δήμος Αρκαλοχωρίου 13.393 4. Δήμος Αρχανών 4.935 6. Δήμος Βιάννου 8.005 10. Δήμος Γουβών 5.472 11. Δήμος Επισκοπής 2.994 13. Δήμος Θραψανού 3.120 14. Δήμος Καστελλίου 7.918 17. Δήμος Μαλίων 5.313 20. Δήμος Νίκου Καζαντζάκη 8.803 23. Δήμος Τετραχωρίου 2.752 26. Δήμος Χερσονήσου 6.269 78. 348 78
Νομός Θεσσαλονίκης πληθυσμός 264.602 Περιφέρειες Δήμοι Σύνολο εκλογικού σώματος Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια 2. Δήμος Αγ. Αθανασίου 14.575 9. Δήμος Ασσήρου 4.570 11. Δήμος Βερτίσκου 4.485 20. Δήμος Καλλιθέας 6.496 24. Δήμος Λαγκαδά 19.025 25. Δήμος Λαχανά 5.423 30. Δήμος Μυγδονίας 7.070 43. Δήμος Ωραιοκάστρου 7.341 68.985 Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια 6. Δήμος Αξιού 7.767 16. Δήμος Εχεδώρου 20.178 23. Δήμος Κουφαλίων 11.591 40. Δήμος Χαλάστρας 10.310 41. Δήμος Χαλκηδόνος 10.645 60.491 3. Δήμος Αγίου Γεωργίου 3.856 65.224 79
Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια 7. Δήμος Απολλωνίας 5.429 8. Δήμος Αρέθουσας 5.296 12. Δήμος Εγνατίας 4.296 22. Δήμος Κορωνείας 6.141 26. Δήμος Μαδύτου 3.873 35. Δήμος Ρεντίνας 5.723 36. Δήμος Σοχού 9.249 Τέταρτη μονοεδρική περιφέρεια 10. Δήμος Βασιλικών 9.766 14. Δήμος Επανομής 8.165 17. Δήμος Θερμαϊκού 8.857 18. Δήμος Θέρμης 10.874 21. Δήμος Καλλινδοίων 6.096 28. Δήμος Μηχανιώνας 7.686 29. Δήμος Μίκρας 7.539 42. Δήμος Χορτιάτη 10.198 69.181 80
Νομός Ιωαννίνων πληθυσμός 177.137 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 56.956) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 62.760) Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 57.421) 81
1. Δήμος Ιωαννιτών 47.383 3. Δήμος Ανατολής 5.107 21. Δήμος Μπιζανίου 4.466 2. Δήμος Αγ, Δημητρίου 9.707 8. Δήμος Δερβιζιάνων 5.087 9. Δήμος Δωδώνης 3.518 12. Δήμος Ευρυμενών 2.105 15. Δήμος Κατσανοχωρίων3.836 20. Δήμος Μολοσσών 4.744 22. Δήμος Παμβώτιδος 11.457 23. Δήμος Πασαρώνος 9.170 25. Δήμος Πραμάντων 3.131 26. Δήμος Σελλών 3.901 27. Δήμος Τζουμέρκων 2.888 30. Κοινότητα Βαθυπέδου 290 33. Κοινότητα Καλαριτών 555 35. Κοινότητα Ματσουκίου 713 40. Κοινότητα Σιράκου 1.087 4. Δήμος Αν. Ζαγορίου 3.141 6. Δήμος Άνω Καλαμά 4.010 7. Δήμος Άνω Πωγωνίου 2.683 10. Δήμος Δελβινακίου 3.632 11. Δήμος Εγνατίας 4.713 13. Δήμος Εκάλης 2.353 14. Δήμος Ζίτσας 3.183 16. Δήμος Καλπακίου 2.875 17. Δήμος Κ. Ζαγορίου 2.698 18. Δήμος Κόνιτσας 8.609 19. Δήμος Μαστοροχωρίων 2.955 21. Δήμος Μετσόβου 5.518 24. Δήμος Περάματος 5.168 28. Δήμος Τύμφης 2.459 29. Κοινότητα Αετομηλίτσης 185 31. Κοινότητα Βοβούσης 280 32. Κοινότητα Διστράτου 646 34. Κοινότητα Λάβδανης 212 36. Κοινότητα Μηλέας 823 37. Κοινότητα Ν. Ιωαννίνων 591 38. Κοινότητα Παπίγκου 337 39. Κοινότητα Πωγωνιανής 641 41. Κοινότητα Φούρκας 280 82
Νομός Καβάλας πληθυσμός 147.076 Πρώτη εκλογική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 71.459) Δεύτερη εκλογική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 75.617) 2. Δήμος Ελευθερούπολης 12.187 3. Δήμος Ελευθερών 7.356 6. Δήμος Ορεινού 3.064 7. Δήμος Ορφανού 5.915 8. Δήμος Παγγαίου 6.238 9. Δήμος Πιερέων 6.389 10. Δήμος Φιλίππων 13.570 11. Δήμος Χρυσούπολης 16.740 1. Δήμος Καβάλας 54.162 4. Δήμος Θάσου 14.975 5. Δήμος Κεραμωτής 6.480 83
Νομός Καρδίτσας πληθυσμός 160.539 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 80.707) 2. Δήμος Αργιθέας 3.421 4. Δήμος Αχελώου 2.184 5. Δήμος Ιθώμης 5.583 6. Δήμος Ιτάμου 6.600 7. Δήμος Καλλιφώνου 4.590 9. Δήμος Μενελαΐδας 3.711 10. Δήμος Μητρόπολης 6.128 11. Δήμος Μουζακίου 14.476 12. Δήμος Νεβρόπολης Αγράφων 4.480 15. Δήμος Πλαστήρα 4.698 16. Δήμος Ρεντίνης 933 18. Δήμος Σοφάδων 16.300 19. Δήμος Ταμασίου 5.162 21. Κοινότητα Αθαμανών 2.441 Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 79.832) 1. Δήμος Καρδίτσας 39.139 3. Δήμος Άρνης 4.259 8. Δήμος Κάμπου 6.843 13. Δήμος Παλαμά 11.590 14. Δήμος Παμίσου 6.310 17. Δήμος Σελλάνων 6.508 20. Δήμος Φύλλου 5.183 84
Νομός Κέρκυρας πληθυσμός 107.594 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 52.630) 2. Δήμος Αγίου Γεωργίου 5.238 3. Δήμος Αχιλλείων 9.822 7. Δήμος Κορισσίων 6.163 8. Δήμος Λευκιμμαίων 7.912 9. Δήμος Μελιτειέων 7.221 10. Δήμος Παλαιοκαστριτών 4.812 11. Δήμος Παξών 2.533 12. Δήμος Παρελίων 7.383 14. Κοινότητα Ερεικούσσης 493 15. Κοινότητα Μαθρακίου 304 16. Κοινότητα Οθωνών 569 Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 54.964) 1. Δήμος Κερκυραίων 32.751 4. Δήμος Εσπερίων 8.037 5. Δήμος Θιναλίου 5.799 6. Δήμος Κασσωπαίων 2.673 13. Δήμος Φαιάκων 5.884 85
Νομός Κιλκίς πληθυσμός 106.653 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 54.442) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 52.211 1. Δήμος Κιλκίς 24.726 3. Δήμος Γαλλικού 8.655 7. Δήμος Κρουσσών 11.121 9. Δήμος Πικρολίμνης 9.940 2. Δήμος Αξιούπολης 8.353 4. Δήμος Γουμένισσας 8.426 5. Δήμος Δοϊράνης 2.947 6. Δήμος Ευρωπού 6.863 8. Δήμος Μουριών 4.889 10. Δήμος Πολυκάστρου 14.160 11. Δήμος Χέρσου 6.006 12. Κοινότητα Λιβαδίων 567 86
Νομός Κοζάνης πληθυσμός 168.563 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 88.132) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 80.431) 1. Δήμος Κοζάνης 40.970 3. Δήμος Αιανής 5.068 5. Δήμος Βελβεντού 4.546 8. Δήμος Ελιμείας 8.050 9. Δήμος Ελλησπόντου 10.735 10. Δήμος Καμβουνίων 3.394 14. Δήμος Σερβίων 13.344 18. Κοινότητα Λιβαδερού 2.025 2. Δήμος Αγίας Παρασκευής 3.084 4. Δήμος Ασκίου 6.315 6. Δήμος Βερμίου 4.851 7. Δήμος Δημητρίου Υψηλάντη 3.630 11. Δήμος Μουρικίου 6.227 12. Δήμος Νεάπολης 6.780 13. Δήμος Πτολεμαΐδας 32.562 15. Δήμος Σιάτιστας 7.533 16. Δήμος Τσοτιλίου 6.792 17. Κοινότητα Βλάστης 1.337 19.Κοινότητα Πενταλόφου 1.320 87
Νομός Κορινθίας πληθυσμός 141.496 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 72.114) Δεύτερη εκλογική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 69.382) 4. Δήμος Βέλου 8.126 5. Δήμος Βόχας 9.298 6. Δήμος Ευρωστίνης 5.696 8. Δήμος Νεμέας 8.287 9. Δήμος Ξυλοκάστρου 15.313 11. Δήμος Σικυωνίων 18.407 13. Δήμος Στυμφαλίας 3.830 15. Δήμος Φενεού 3.157 1. Δήμος Κορινθίων 32.420 2. Δήμος Αγίων Θεοδώρων 3.296 3. Δήμος Άσσου-Λεχαίου 7.306 7. Δήμος Λουτρακίου-Περαχώρας 12.986 10. Δήμος Σαρωνικού 4.537 12. Δήμος Σολυγείας 3.074 14. Δήμος Τενέας 5.763 88
Νομός Κυκλάδων πληθυσμός 114.111 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 56.980) 1. Δήμος Ερμουπόλεως 14.658 3. Δήμος Άνδρου 5.928 4. Δήμος Άνω Σύρου 3.093 6. Δήμος Εξωμβούργου 3.752 9. Δήμος Κέας (Ιουλίδος) 2.166 10. Δήμος Κορθίου 2.548 11. Δήμος Κύθνου 2.294 13. Δήμος Μυκόνου 6.396 16. Δήμος Ποσειδωνίας 2.323 17. Δήμος Σερίφου 1.722 18. Δήμος Σίφνου 3.066 19. Δήμος Τήνου 5.396 20. Δήμος Υδρούσας 2.952 28. Κοινότητα Πανόρμου 686 Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 57.131) 2. Δήμος Αμοργού 2.124 5. Δήμος Δρυμαλίας 8.042 7. Δήμος Θήρας 10.685 8. Δήμος Ιητών 1.932 12. Δήμος Μήλου 4.828 14. Δήμος Νάξου 12.341 15. Δήμος Πάρου 11.323 21. Κοινότητα Ανάφης 350 22. Κοινότητα Αντιπάρου 1.043 23. Κοινότητα Δονούσης 178 24. Κοινότητα Ηράκλειας 146 25. Κοινότητα Κιμώλου 1.360 26. Κοινότητα Κουφονησίων 370 27. Κοινότητα Οίας 1.097 29. Κοινότητα Σικίνου 326 30. Κοινότητα Σχοινούσσης 218 31. Κοινότητα Φολεγάνδρου 768 89
Νομός Λακωνίας πληθυσμός 101.111 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 49.672) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 51.439) 1. Δήμος Σπάρτης 16.473 2. Δήμος Ανατολικής Μάνης 2.151 6. Δήμος Γυθείου 9.366 13. Δήμος Μυστρά 4.825 16. Δήμος Οιτύλου 5.676 17. Δήμος Πελλάνας 4.410 19. Δήμος Σμήνους 1.945 20. Δήμος Φαρίδος 4.826 3. Δήμος Ασωπού 3.988 4. Δήμος Βοιών 8.133 5. Δήμος Γερόνθρων 2.190 7. Δήμος Έλους 5.754 8. Δήμος Ζάρακα 1.871 9. Δήμος Θεραπνών 3.210 10. Δήμος Κροκεών 3.081 11. Δήμος Μολάων 5.414 12. Δήμος Μονεμβασίας 4.366 14. Δήμος Νιάτων 2.892 15. Δήμος Οινούντος 2.930 18. Δήμος Σκάλας 5.911 21. Κοινότητα Ελαφονήσου 896 22. Κοινότητα Καρυών 803 90
Νομός Λάρισσας πληθυσμός 278.163 Περιφέρειες Δήμοι Σύνολο εκλογικού σώματος Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια 1. Δήμος Λάρισας 94.940 94.940 91
Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια 2. Δήμος Αγιάς 7.672 5. Δήμος Αρμενίου 2.887 9. Δήμος Ενιππέα 5.608 12. Δήμος Κιλελέρ 3.675 15. Δήμος Λακέρειας 2.552 19. Δήμος Ναρθακίου 2.221 21. Δήμος Νίκαιας 8.887 23. Δήμος Πλατυκάμπου 9.642 24. Δήμος Πολυδάμαντα 8.194 61.711 Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια 3. Δήμος Αμπελώνος 9.412 6. Δήμος Γιάννουλης 7.280 10. Δήμος Ευρυμενών 2.840 13. Δήμος Κοιλάδας 4.913 14. Δήμος Κραννώνος 5.582 17. Δήμος Μακρυχωρίου 3.604 18. Δήμος Μελιβοίας 4.268 20. Δήμος Νέσσωνος 6.727 27. Δήμος Τυρνάβου 17.203 19. Κοινότητα Αμπελακίων 978 62.807 Τέταρτη μονοεδρική περιφέρεια 4. Δήμος Αντιχασίων 5.148 7. Δήμος Γόννων 4.569 8. Δήμος Ελασσόνας 17.719 11. Δήμος Κάτω Ολύμπου 6.456 16. Δήμος Λιβαδίου 4.011 22. Δήμος Ολύμπου 4.908 25. Δήμος Ποταμιάς 6.526 26. Δήμος Σαρανταπόρου 5.159 30. Κοινότητα Βερδικούσης 2.937 31. Κοινότητα Καρυάς 1.272 61.221 92
Νομός Λέσβου πληθυσμός: 111.040 Πρώτη εκλογική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 58.575) 1. Δήμος Μυτιλήνης 32.664 3. Δήμος Αγιάσου 3.286 5. Δήμος Γέρας 7.912 7. Δήμος Ευεργετούλα 3.549 9. Δήμος Λουτροπόλεως Θέρμης 3.811 16. Δήμος Πλωμαρίου 7.353 Δεύτερη εκλογική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 52.465) 2. Δήμος Αγίας Παρασκευής 2.659 6. Δήμος Ερεσού-Αντίσσης 6.471 8. Δήμος Καλλονής 9.172 10. Δήμος Μανταμάδου 3.468 11. Δήμος Μήθυνας 2.761 12. Δήμος Μούδρου 5.041 13. Δήμος Μύρινας 6.488 14. Δήμος Νέας Κούταλης 2.497 15. Δήμος Πέτρας 4.170 17. Δήμος Πολιχνίτου 6.476 93
Νομός Μαγνησίας πληθυσμός 195.536 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 55.922) Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 68.478) 1. Δήμος Βόλου 71.136 2. Δήμος Αγριάς 5.610 5. Δήμος Αλοννήσου 1.997 6. Δήμος Αργαλαστής 2.463 7. Δήμος Αρτέμιδας 4.412 8. Δήμος Αφετών 2.302 9. Δήμος Ζαγοράς 4.614 10. Δήμος Ιωλκού 2.115 11. Δήμος Κάρλας 6.232 12. Δήμος Μηλεών 3.664 13. Δήμος Μουρεσίου 3.328 16. Δήμος Πορταριάς 2.472 18. Δήμος Σηπιάδος 2.653 19. Δήμος Σκιάθου 4.751 20. Δήμος Σκοπέλου 5.017 24. Κοινότητα Κεραμιδίου 1.361 25. Κοινότητα Μακρινίτσης 797 26. Κοινότητα Τρικερίου 2.134 3. Δήμος Αισωνίας 3.638 4. Δήμος Αλμυρού 14.453 14. Δήμος Ν. Αγχιάλου 6.379 15. Δήμος Ν. Ιωνίας 28.181 17. Δήμος Πτελεού 3.439 21. Δήμος Σούρπης 3.861 22. Δήμος Φερών 7.590 23. Κοινότητα Ανάβρας 937 94
Νομός Μεσσηνίας πληθυσμός 192.849 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 64.194) 1. Δήμος Καλαμάτας 55.493 2. Δήμος Αβίας 3.110 19. Δήμος Λεύκτρου 5.591 Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 63.206) 3. Δήμος Αετού 3.648 5. Δήμος Ανδανίας 4.182 6. Δήμος Ανδρούσας 3.898 7. Δήμος Άριος 2.666 8. Δήμος Αριστομένους 4.357 9. Δήμος Αρφαρών 4.006 10. Δήμος Αυλώνα 3.052 13. Δήμος Δωρίου 4.858 14. Δήμος Είρας 1.123 15. Δήμος Θουρίας 4.512 16. Δήμος Ιθώμης 3.414 21. Δήμος Μελιγαλά 5.066 22. Δήμος Μεσσήνης 13.204 24. Δήμος Οιχαλίας 3.808 30. Κοινότητα Τρικόρφου 1.412 Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 65.449) 4. Δήμος Αιπείας 2.741 11. Δήμος Βουφράδων 2.104 12. Δήμος Γαργαλιάνων 9.474 17.Δήμος Κορώνης 6.323 18. Δήμος Κυπαρισσίας 9.049 20. Δήμος Μεθώνης 2.748 23. Δήμος Νέστορος 5.494 25. Δήμος Παπαφλέσσα 2.057 26. Δήμος Πεταλιδίου 5.063 27. Δήμος Πύλου 6.618 28. Δήμος Φιλιατρών 9.204 29. Δήμος Χιλιοχωρίων 3.601 31. Κοινότητα Τριπύλας 973 95
Νομός Ξάνθης πληθυσμός 104.746 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 48.598) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 56.148) 1. Δήμος Ξάνθης 42.850 9. Κοινότητα Σατρών 1.143 10. Κοινότητα Σελέρου 4.605 2. Δήμος Αβδήρων 5.584 3. Δήμος Βιστωνίδος 12.502 4. Δήμος Μύκης 13.405 5. Δήμος Σταυρούπολης 4.667 6. Δήμος Τοπείρου 15.128 7. Κοινότητα Θερμών 1.825 8. Κοινότητα Κοτύλης 3.037 96
Νομός Πέλλας πληθυσμός 157.903 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 76.939) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 80.964) 1. Δήμος Έδεσσας 25.189 2. Δήμος Αριδαίας 23.204 3. Δήμος Βεγορίτιδας 5.678 9. Δήμος Μενηίδος 6.202 11. Δήμος Σκύδρας 16.666 4. Δήμος Γιαννιτσών 31.185 5. Δήμος Εξαπλατάνου 12.113 6. Δήμος Κρύας Βρύσης 10.921 7. Δήμος Κύρρου 9.073 8. Δήμος Μεγάλου Αλεξάνδρου 8.643 10. Δήμος Πέλλας 9.029 97
Νομός Πιερίας πληθυσμός 131.898 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 63.099) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 68.799) 1. Δήμος Κατερίνης 48.739 7. Δήμος Κορινού 8.509 10. Δήμος Παραλίας 5.851 2. Δήμος Αιγινίου 6.249 3. Δήμος Ανατολικού Ολύμπου 8.896 4. Δήμος Δίου 12.562 5. Δήμος Ελαφίνας 7.149 6. Δήμος Κολινδρού 6.212 8. Δήμος Κορινού 8.509 9. Δήμος Λιτοχώρου 6.960 11. Δήμος Μεθώνης 4.013 12. Δήμος Πέτρας 7.481 13. Δήμος Πιερίων 3.815 14. Δήμος Πύδνας 5.462 98
Νομός Ροδόπης πληθυσμός 111.473 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 55.758) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 55.715) 1. Δήμος Κομοτηνής 43.253 9. Δήμος Φιλλύρας 8.554 12. Κοινότητα Οργάνης 3.951 2. Δήμος Αιγείρου 5.645 3. Δήμος Αρριανών 5.708 4. Δήμος Ιάσμου 8.051 5. Δήμος Μαρωνείας 9.218 6. Δήμος Νέου Σιδηροχωρίου 4.181 7. Δήμος Σαπών 12.523 8. Δήμος Σώστου 6.874 10. Κοινότητα Αμαξάδων 1.436 11. Κοινότητα Κέχρου 2.079 99
Νομός Σερρών πληθυσμός 244.017 Περιφέρειες Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια Δήμοι 1. Δήμος Αλιστράτης 5.419 2. Δήμος Αμφίπολης 4.631 5. Δήμος Εμμ. Παππά 16.472 8. Δήμος Κορμίστας 4.103 11. Δήμος Ν. Ζίχνης 15.268 14. Δήμος Πρώτης 4.712 15. Δήμος Ροδολίβους 4.820 22. Δήμος Τραγίλου 7.229 Σύνολο εκλογικού σώματος 67.136 Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια 3. Δήμος Αχινού 5.122 4. Δήμος Βισαλτίας 9.320 10. Δήμος Κ. Μητρουσίου 8.497 12. Δήμος Νιγρίτης 14.009 19. Δήμος Σκουτάρεως 9.533 20. Δήμος Στρυμωνικού 6.428 62.513 100
21. Δήμος Στρυμώνα 9.604 Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια 9. Δήμος Λευκώνα 4.837 16. Δήμος Σερρών 51.586 24. Κοιν. Άνω Βροντούς 617 26. Κοιν. Ορεινής 1.272 58.312 Τέταρτη μονοεδρική περιφέρεια 6. Δήμος Ηρακλείας 16.910 7. Δήμος Κερκίνης 13.174 13. Δήμος Πετριτσίου 8.021 17. Δήμος Σιδηροκάστρου 12.994 18. Δήμος Σκοτούσσης 6.774 23. Κοιν. Αγκίστρου 592 25. Κοιν. Αχλαδοχωρίου 1.770 27. Κοιν. Προμαχώνος 303 60.538 101
Νομός Τρικάλων πληθυσμός 161.936 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 82.395) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 79.541) 1. Δήμος Τρικκαίων 46.101 3. Δήμος Βασιλικής 3.183 4. Δήμος Γόμφων 6.538 7. Δήμος Καλλιδένδρου 3.036 10. Δήμος Κόζιακα 3.872 12. Δήμος Μεγάλων Καλυβίων 3.935 17. Δήμος Πιαλείων 4.762 18. Δήμος Πύλης 5.867 21. Δήμος Φαλωρείας 5.101 2. Δήμος Αιθήκων 4.830 5. Δήμος Εστιαιώτιδας 3.893 6. Δήμος Καλαμπάκας 13.625 8. Δήμος Καστανιάς 2.683 9. Δήμος Κλεινοβού 3.711 11. Δήμος Μαλακασίου 3.525 13. Δήμος Οιχαλίας (Νεοχωρίου) 6.805 14. Δήμος Παληοκάστρου 4.588 15. Δήμος Παραληθαίων 4.597 16. Δήμος Πελλιναίων 3.902 19. Δήμος Πυνδαίων 4.165 20. Δήμος Τυμφαίων 3.677 22. Δήμος Φαρκαδόνας 8.800 23. Δήμος Χασίων 5.861 24. Κοινότητα Ασπροποτάμου 1.940 25. Κοινότητα Μυροφύλλου 1.098 26. Κοινότητα Νεράιδας 1.841 102
Νομός Φθιώτιδος πληθυσμός 181.213 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 56.093) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 67.789) Τρίτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 57.331) 1. Δήμος Λαμιέων 56.093 2. Δήμος Αγ. Γεωργίου Τυμφρηστού 3.740 8. Δήμος Δομοκού 8.358 10. Δήμος Εχιναίων 4.508 11. Δήμος Θεσσαλιώτιδος 5.165 13. Δήμος Λειανοκλαδίου 3.195 14. Δήμος Μακρακώμης 8.257 17. Δήμος Ξυνιάδος 4.780 19. Δήμος Πελασγίας 3.475 20. Δήμος Σπερχειάδος 11.437 21. Δήμος Στυλίδος 7.029 23. Δήμος Υπάτης 7.144 25. Κοινότητα Τυμφρηστού 701 3. Δήμος Αγ. Κωνσταντίνου 3.330 4. Δήμος Αμφίκλειας 5.508 5. Δήμος Αταλάντης 10.125 6. Δήμος Γοργοποτάμου 4.547 7. Δήμος Δαφνουσίων 3.939 9. Δήμος Ελάτειας 4.520 12. Δήμος Καμένων Βούρλων 4.762 15. Δήμος Μαλεσίνης 5.069 16. Δήμος Μώλου 6.078 18. Δήμος Οπουντίων 4.070 22. Δήμος Τιθορέας 4.812 24. Κοινότητα Παύλιανης 571 103
Νομός Χαλκιδικής πληθυσμός 107.179 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 51.345) Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 55.834) 2. Δήμος Ανθεμούντα 5.566 5. Δήμος Καλλικράτειας 8.990 6. Δήμος Κασσάνδρας 9.341 7. Δήμος Μουδανιών 16.048 9. Δήμος Παλλήνης 5.327 14. Δήμος Τρίγλιας 6.073 1. Δήμος Πολυγύρου 11.701 3. Δήμος Αρναίας 8.044 4. Δήμος Ζερβοχωρίων 3.813 8. Δήμος Ορμυλίας 4.489 10. Δήμος Παναγίας 4.538 11. Δήμος Σιθωνίας 8.803 12. Δήμος Σταγίρων-Ακάνθου 10.010 13. Δήμος Τορώνης 4.436 104
Νομός Χανίων πληθυσμός 143.009 Πρώτη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 72.390) 1. Δήμος Χανίων 47.946 2. Δήμος Ακρωτηρίου 5.861 4. Δήμος Αρμένων 3.810 8. Δήμος Ελευθερίου Βενιζέλου 7.487 12. Δήμος Κεραμιών 2.554 21. Δήμος Σούδας 4.732 Δεύτερη μονοεδρική περιφέρεια (Σύνολο εκλογικού σώματος 70.619) 3. Δήμος Ανατολικού Σελίνου 2.498 5. Δήμος Βάμου 3.440 6. Δήμος Βουκολιών 4.104 7. Δήμος Γεωργιουπόλεως 2.862 9. Δήμος Θερίσου 5.075 10. Δήμος Ινναχωρίου 2.230 11. Δήμος Καντάνου (Κανδάνου) 2.056 13. Δήμος Κισσάμου 8.345 14. Δήμος Κολυμβαρίου 6.411 15. Δήμος Κρυονερίδας 3.065 16. Δήμος Μουσούρων 6.142 17. Δήμος Μυθήμνης 3.909 18. Δήμος Νέας Κυδωνίας (Γαλατά) 5.007 19. Δήμος Πελεκάνου 3.750 20. Δήμος Πλατανιά 5.742 22. Δήμος Σφακίων 3.258 23. Δήμος Φρε 1.797 105