Πέγκη Ιωάννου ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Copyright Peggy Ioannou 2016 Published in England by AKAKIA Publications, 2016 ΠΕΓΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ISBN: 978-1-911352-57-0 Copyright Peggy Ioannou 2016 CopyrightHouse.co.uk ID: 196341 Cover Image: Source: ShutterStock.com / Copyright: logoboom / File No: 191341421 Mixed and Designed by AKAKIA Publications Εικονογράφηση: Σάββας Βασιλειάδης (SDV) 19 Ashmead, Chase Road,N14 4QX, London, UK T. 0044 207 1244 057 F. 0044 203 4325 030 www.akakia.net publications@akakia.net All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. 2016, London, UK
Αφιέρωση Αυτό το βιβλίο το αφιερώνω με πολλή αγάπη σε όλα τα παιδιά και γονείς του κόσμου και ιδιαίτερα σε αυτούς που πέρασαν ή ακόμα περνούν κακουχίες στη δίνη του πολέμου. Εύχομαι τα μαθήματα ζωής, μέσα από την ιστορία που ξετυλίγεται στο βιβλίο αυτό, να τα εφαρμόσουμε όλοι με δύναμη καρδιάς, ελπίδας, και με πολύ κουράγιο για τον συνάνθρωπό μας, έτσι ώστε ο κόσμος μας να γίνεται πιο όμορφος μέρα με τη μέρα. Θα ήθελα να δώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες και την αγάπη μου στην οικογένειά μου και στο φίλο μου Αντώνη για την ηθική και τεχνική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Επίσης το αφιερώνω στα ανηψάκια μου Ζωή και Γιώργο, στη βαφτιστήρα μου Βάσια και τον αδερφό της Θοδωρή, στους μικρούς φίλους μου Μαρία, Αντώνη, Νικόλα και Αριστείδη από την Θεσσαλονίκη, που με τα αγνά χαμόγελα και τις ιστορίες φαντασίας τους μας φτιάχνουν τη μέρα. Τέλος το αφιερώνω σε όλους τους φίλους και ξαδέρφια που με την αγάπη τους κάνουν πιο όμορφη τη ζωή μου. Σας ευχαριστώ!
Κεφάλαιο 1ο
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, δέκα χρονών, με μελιά αμυγδαλωτά μάτια που είχε μια καφέ ελιά στο αριστερό μάγουλο. Την έλεγαν Ζωή και έκανε πάντα πολλές ερωτήσεις. Αναζητούσε απαντήσεις σε πολλά θέματα και προσπαθούσε να καταλάβει τον κόσμο και γιατί συμβαίνουν ορισμένα άσχημα πράγματα. Έμενε με τη μαμά και τον μπαμπά στην Κω, ένα όμορφο νησί στα Δωδεκάνησα, στο νότιο-ανατολικό Αιγαίο. Ο μπαμπάς της Ζωής λεγόταν Γιάννης και ήταν Δήμαρχος στο νησί. Είχε πολύ δυνατό και κακαριστό γέλιο. Τον άκουγε όλη η γειτονιά όταν γελούσε και έτριζαν τα μονά τζάμια του σαλονιού που κοίταζαν στο μπλε γαλάζιο της θάλασσας. Έτσι όταν γελούσε, τα κύματα ανέβαιναν ρυθμικά και χτυπούσαν στα βραχάκια δίπλα στο μικρό ακρογιάλι κάτω από το σπίτι τους. Και αν κάποιος που ήταν στεναχωρημένος περνούσε έξω από το σπίτι του την ώρα που γελούσε ο Κυρ-Δήμαρχος, χαμογελούσε και του έφτιαχνε η διάθεση. Ο Κυρ-Δήμαρχος ήταν άνθρωπος πάντα θετικός και γελαστός, του άρεσε να γυμνάζεται και ως χαρακτήρας ήταν αυτό που λέμε «ευθύς». O Κυρ-Γιάννης διάβαζε πολλά βιβλία φιλοσοφίας. Έτσι, όταν μερικές φορές κάποιος του παραπονιόταν για διάφορα γεγονότα που γίνονταν στο νησί, θα του έλεγε κάτι από τα βιβλία των σοφών και εκείνος θα σώπαινε. Συνήθως οι περισσότεροι μετά την απάντησή του δεν μπορούσαν να διαφωνήσουν πλέον, οπότε πήγαινε ο καθένας στη δου-
λειά του χωρίς πολλές μουρμούρες. Τα βράδια έλεγε όμορφες ιστορίες στη Ζωή μπροστά από το τζάκι. Η Ζωή όπως πάντα ρωτούσε γιατί ετούτο, γιατί το άλλο. Και αυτός δεν βαριόταν. Απαντούσε σε κάθε της ερώτηση. Ένα βράδυ η Ζωή τού είπε εμπιστευτικά στο αυτί: -Να σου πω κάτι; Είσαι ο μόνος μπαμπάς που μιλάει τόσο σε παιδιά. Η φίλη μου η Καλή λέει ότι ο μπαμπάς της όταν γυρνά από το ταβερνάκι του μόνο τρώει και μετά κοιμάται ροχαλίζοντας. -Άστο σε μένα, θα του μιλήσω αυτοπροσώπως, της είπε ο κυρ Γιάννης. Την άλλη μέρα ο δήμαρχος βρήκε τον κυρ-στάθη, τον πατέρα της Καλής και του έπιασε κουβεντούλα. -Έ κυρ-στάθη, θα μου φτιάξεις έναν ωραίο μεζέ με πολλά αλλαντικά και λίγο ουζάκι να τα πούμε; -Καλώς τον κυρ-δήμαρχο...πώς από τα μέρη μου τέτοια ώρα; -Να σκέφτηκα ότι αφού οι κόρες μας κάνουν παρέα να κάνουμε και εμείς. Τι λες; -Α! τιμή μου Δήμαρχε να σε έχω στο μαγαζί μου. Κάτσε και η ποικιλία έρχεται ζεστή ζεστή...έβαλα μερικά χωριάτικα λουκάνικα με καυτερές πιπεριές στα κάρβουνα και όπου να ναι θα βρίσκονται στο πιάτο σου. -Α ωραία, να φάω καλά γιατί όταν γυρίσω αργά το βραδάκι, θα πρέπει να χω δύναμη να διαβάσω ιστορίες στην κόρη μου. -Έτσι έ; είπε ο κυρ-στάθης και έμεινε με το στόμα ανοιχτό... -Ναι, έτσι...τι να κάνω αφού το θέλει το παιδί. Να του πω όχι; Μια μοναχοκόρη την έχω. Τώρα πού ναι μικρούλα και
την έχω στο σπίτι πρέπει να την χαρώ...όταν θα μεγαλώσει και βρεθεί κάποιο καλό παλικάρι, θα μου την κλέψει και θα την χάσω. Είναι και όμορφο κορίτσι βλέπεις. -Χα,χά, έτσι λες δήμαρχε ε; Δεν το είχα σκεφτεί έτσι ποτέ. Και γω έχω κορούλα αλλά δεν προλαβαίνω να τη δω και πολύ με τη δουλειά. -Τι να σου πω φίλε μου, εγώ ό,τι και αν κάνω, πάντα βρίσκω χρόνο για την κορούλα μου. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι ο κυρ-στάθης σαν να καταλάβαινε ότι ίσως έπρεπε να περνά κι αυτός πιο πολύ χρόνο με την Καλή του και να της διαβάζει και από ένα παραμύθι. Όταν μετά από λίγο έφυγε ο Δήμαρχος, ο κυρ-στάθης πήγε στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς και αγόρασε είκοσι διαφορετικά παραμύθια. Κοινώς που λέμε «σήκωσε το μαγαζί». Όταν εκείνο το βράδυ η Καλή έπλυνε τα δοντάκια της και «βούτηξε» κάτω από το ζεστό λευκό πάπλωμα για να κοιμηθεί, ο κυρ-στάθης πήγε και κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβατάκι της και της διάβασε μια ωραία ιστορία. Όταν τελείωσε η ιστορία, η Καλή φίλησε τον μπαμπά της και τον καληνύχτισε. Την άλλη μέρα πέταγε από τη χαρά της στο δρόμο για το σχολείο. Έφερνε την τσάντα σβούρες γύρω από τον εαυτό της και τραγουδούσε, «λα λα λα λα» όλο χαρά. Όταν στο διάλειμμα είπε στη Ζωή τι έγινε, εκείνη δεν το πίστευε... Σκέφτηκε μάλλον θαύμα θα ήταν όπως έλεγε και η γιαγιά της η Μαργαρίτα. Έτσι η Καλή κάθε βράδυ περίμενε τον μπαμπά της να διαβάσουν μαζί μια όμορφη ιστορία και εκείνη, την άλλη μέρα στο σχολείο, άστραφτε από τη χαρά της. Καμιά φορά ο κυρ-στάθης έφερνε στην κορούλα του και πολίτικους κεφτέδες από την ταβέρνα και τρώγανε μαζί, ενώ της διάβαζε
διηγήματα μέχρι τις έντεκα το βράδυ. Η μαμά της Καλής είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια από μια κακή αρρώστια στο συκώτι και για εκείνη ο πατέρας έπρεπε να ναι και μάνα. Ε, λοιπόν από εκείνο το βράδυ που της διάβασε το πρώτο παραμύθι, ο κυρ-στάθης είχε γίνει και μάνα για την Καλή. Η μαμά της Ζωής λεγόταν Γωγώ. Ήταν πολύ λεπτή και είχε σγουρά, σκούρα καστανά μαλλιά και λευκή επιδερμίδα. Ήταν πολύ μορφωμένη και είχε δύο πτυχία. Ήταν δασκάλα και ψυχολόγος για μικρά παιδιά. Η Ζωή ήταν πολύ περήφανη για τη μαμά της. Ήθελε οπωσδήποτε όταν μεγαλώσει να της μοιάσει και να έχει πολλά πτυχία όπως και εκείνη. Η Γωγώ ήταν μεγαλόψυχη. Με λίγα λόγια, είχε μια μεγάλη καρδιά που χωρούσε μόνο αγάπη για τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως για τα παιδιά. Όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στο σχολείο την λάτρευαν. Κάθε χρόνο εύχονταν να είναι αυτή η δασκάλα τους για εκείνη αλλά και για την επόμενη χρονιά. Συνήθως έπαιρνε την Πέμπτη και την Έκτη Δημοτικού. Πολλές φορές οι παρέες των παιδιών τσακώνονταν στο προαύλιο, γιατί δεν θα την είχαν για δασκάλα κάποια χρονιά και η γυμνάστρια που είχε και μπράτσα προσπαθούσε να τους χωρίσει. Η Γωγώ άναβε τα βράδια το τζάκι, καθώς έκανε ακόμα κρύο μες τον Απρίλη και η θερμοκρασία έπεφτε στους δέκα βαθμούς. Καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα στη ζεστή φωτιά και εκεί διάβαζε βιβλία με τις ώρες. Καμιά φορά διόρθωνε γραπτά μέχρι αργά το βράδυ. Αν τα γραπτά δεν ήταν καλά, γιατί κάποιος μαθητής δεν είχε διαβάσει, έπινε και λίγο κρασί για να μπορέσει να διορθώσει καλύτερα με περισσότερη υπομονή. Έγραφε με θετικό τρόπο τα
σχόλια με κόκκινο μαρκαδόρο για τον κάθε μαθητή, τί πρέπει να διορθώσει και τί να αποφεύγει. Ποτέ δεν πρόσβαλε κανένα παιδί. Τα αγαπούσε πολύ και ήθελε οι μαθητές της να αγαπούν τα γράμματα και να μάθουν τί τους αρέσει να κάνουν στη ζωή τους όταν μεγαλώσουν. Η Ζωή λάτρευε τη μαμά της. Πήγαιναν μαζί για ψώνια με τα ποδήλατα, έφτιαχναν βυσσινάδα το καλοκαίρι και της μάθαινε ραπτική. Πολλές φορές έφερναν φρέσκα ψάρια από τον φίλο του μπαμπά της, τον καπετάν-αντώνη. Η Γωγώ τα μαγείρευε τηγανιτά ή στο φούρνο με βασιλικό, σκορδάκι και φρέσκιες ντομάτες για να τα τρώει και η Ζωή. Και έγλειφε τα δάχτυλά του ο Κυρ-Γιάννης...και μετά έκανε «χα» στη Ζωή για να την αρωματίσει με το σκόρδο του. -Ώχου βρε μπαμπά...βρωμάς σκορδίλα... -Ε και; Φάε κι εσυ να βρωμάμε μαζί...χαχαχα, γελούσε ασταμάτητα και τα τζάμια του σπιτιού έτριζαν.
Κεφάλαιο 2ο