ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990) Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας, γιος του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας το γένος Βουζουναρά. Είχε τρία αδέρφια. Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μανώλης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Το 1925 ολοκλήρωσε και τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του και έτσι ο Ρίτσος εργάστηκε στην Αθήνα, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 αρρώστησε από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Υπήρξε βοηθός βιβλιοθηκάριου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Το Γενάρη του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία, όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη Σωτηρία ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας. Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο Άσυλο Φυματικών της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης. Τον Οκτώβρη του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, που βγήκε το 1939. Το 1933 συνεργάστηκε με το περιοδικό της Αριστεράς Πρωτοπόροι και δούλεψε στο εμπορικό θέατρο για τέσσερα χρόνια (θίασοι Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Μακέδου). Στο χώρο της δημοσιογραφίας εμφανίστηκε επίσης στις στήλες του Ριζοσπάστη -όπου δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Τρακτέρ με το ψευδώνυμο Ι.Σοστίρ- και των Ελεύθερων Γραμμάτων (1945). Το 1934 προσλήφθηκε ως επιμελητής εκδόσεων του οίκου Γκοβόστη και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε.. Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας. Τον επόμενο χρόνο προσλήφθηκε στο Βασιλικό Θέατρο και το 1940 στη Λυρική Σκηνή. Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου και της κατοχής ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών επισκεπτόταν συχνά την Καισαριανή, συναντήθηκε με τον Άρη Βελουχιώτη και συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη την Έρη. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και
το 1959 επισκέφτηκε τη Ρουμανία. Το 1962 επισκέφτηκε ξανά τη Ρουμανία όπου συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ και κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ.Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ Μετά το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο, το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε υπό κατ'οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του για λόγους υγείας. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα και τιμήθηκε για το έργο του από την Ελλάδα και άλλες χώρες του κόσμου. Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ πως ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε με το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης της Biennale του Knokk - le - zont στο Βέλγιο (1972), το Διεθνές Βραβείο Δημητρώφ στη Σόφια (1975), το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης Alfred de Vigny, το βραβείο Λένιν (1977), το Διεθνές Βραβείο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης (1979), το βραβείο Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης του ΟΗΕ, το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων (1987), το Μετάλλιο Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη (1989), τον Μεγάλο Αστέρα της Φιλίας των Λαών (Γ.Λ.Δ.), το μετάλλιο Ζολιό - Κιουρί (1990). Το 1986 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών(1937) και της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Mainz της Ο.Δ.Γ, και ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (1975), Μπίρμιγχαμ (1978), Karl Marx της Λειψίας (1984), της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας (1987). Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου στάθηκε η στράτευσή της στην υπηρεσία του ανθρωπισμού, της αγάπης και της ελληνικότητας. Κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης πνευματικής πορείας του ο Ρίτσος πέρασε γρήγορα από το χώρο του νεορομαντισμούνεοσυμβολισμού του μεσοπολέμου στην πολιτικά στρατευμένη υπέρ του κομμουνισμού τέχνη, στα πλαίσια της οποίας διαμόρφωσε μια γνήσια λυρική γραφή και πρόβαλε την κοσμοθεωρία του, παραμένοντας σ' όλη τη ζωή του ένας εξαιρετικά ευαίσθητος δέκτης των συνεπειών των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων τόσο στην Ελλάδα, όσο και σ' όλο τον κόσμο.
ΠΟΙΗΜΑ: ΑΝΥΠΟΤΑΧΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ φογραμμών πεσμένος Aς συνηθίσουμε λοιπόν απ' την αρχή το περπάτημα στην ά- σφαλτο ας συνηθίσουμε το βλέμμα μας ως το ύψος των σκυμμένων ώμων - κρυώνουν τα μάτια σεργιανώντας το οδοντωτό φως των κορυ κι ας πούμε πως αυτά πού κουδουνίζουνε στη μέσα τσέπη του σακκακιού μας δεν είναι τ' άστρα μα μια φούχτα στραγάλια. Έτσι δε θάμαστε σαν ξένοι, σαν ξένοι πού γυρνάνε απόνα μέλλον πολύ μακρινό, κι όχι πια τούτο το χαμόγελο γεμάτο αγάπη και συγγνώμη, όχι, όχι - τούτο το χαμόγελο είναι πολύ καλό, θυμώνει τους αγα πημένους μας, μας δείχνει περήφανους δίχως νάμαστε. Εμείς, περήφανοι είμαστε, αδελφέ μας, μονάχα για ό,τι εσύ μπορείς να φτιάξεις αύριο. Ένας φαντάρος κλαίει. Τα δάκρυά του τρέχουν στο ντουφέκι του. Ένα παιδί πεινάει. Η μάνα του σωπαίνει - τα μάτια της δυο πληγές. Κάθε πληγή ρωτάει : γιατί ; Βαθειά η πληγή, βαθιά ρωτάει. Μιά λυπημένη γυναίκα φτιασιδωμένη, αδύνατη - ένα χαμόγελο άκρη - άκρη στο πρό σωπό της σαν ένας γλόμπος σκονισμένος άκρη - άκρη στ' ασβεστωμένο κα λώδιο πάνου από μια στενή, σανιδένια σκάλα. Γιατί ; Ανάμεσα στ' άνοιγμα των ψηλών σπιτιών ένα κομμάτι ουρανός σα σκοτωμένο σκυλί. Κι ο φωτισμένος Παρθενώνας μοναχικός, μετέωρος, άσπρος, σαν τ' αθλητικό φανελάκι του εκτελεσμένου, που κρέμεται ακόμα στο καρφί της πόρτας. Δε μπορείς να σκεφτείς με τη λύπη. Η οργή κρυώνει - βάζει τα χέρια στις μασκάλες της. Αυτός εκεί προσέχει τη διασταύρωση. Κόκκινο φως - πιο κόκκινο απ' το αίμα. Δεν ανάβει καθόλου το πράσινο. θυμηθείτε το μεγάλο κόκκινο άστρο μας. Το τραίνο είναι μια κραυγή στην καρδιά της νύχτας. Ένα μαχαίρι στα πλευρά μας. Τι κουβαλάνε ; Ένα κανόνι, δυο κανόνια - ο θόρυβος, τα τανκς κάτου απ' τις σιδερένιες τους πατούσες λυώνουν σαν κατσαρίδες τ' άστρα - ο θόρυβος - γιατί; - το χώμα λιπαρό - μεγάλοι λάκκοι - μια μάντρα σκουριασμένα αεροπλάνα κι αυτοκίνητα, απέραντη μάντρα κ' η σιωπή. Γιατί ; Θυμηθείτε.
- Πιο πέρα, πιο πέρα. - Πού πιο πέρα ; Τι 'ναι πιο πέρα απ' το χοντρό τοίχο του σκοταδιού ; Πιο πέρα απ' τη μάντρα ; Είναι η θάλασσα, κι ο ουρανός κι ο κόσμος - εσύ εγώ εμείς. - Οι νεκροί κοιμούνται κάτου απ' τα βήματά μας. - Όταν εσύ κ' εγώ αγρυπνάμε δεν κοιμούνται. - Μπορείς να σκάψεις με το δάχτυλο τον τοίχο ; - Υπάρχει κ' η καρδιά μας, κι ο λοστός υπάρχει. Αυτός που δαγκώνει το χείλι του έχει μέρες να δαγκώσει μια φέτα ψωμί έχει χρόνια να φιλήσει ένα στόμα. Πολλά να περιμένεις απ' αυτόν. Μπορεί να δαγκώσει στο καρύδι το θάνατο. Κι αυτός πού βγαίνει φτύνοντας στο δρόμο κάτου από τη μεγάλη ανθοφορία των άστρων και τούτη η καμινάδα που σκαλίζει με το μαύρο νύχι της τα δόντια των σύγνεφων - πολλά να περιμένεις. Η σκιά της καμινάδας είναι ένα δάχτυλο που δείχνει μακριά, πολύ μακριά. Το ρολόϊ του Ωμέγα στρογγυλό - στρογγυλό σαν κομμένο κεφάλι πάνου απ' τις μουσικές των λαϊκών καμπαρέ δείχνει 12 η ώρα, πάνου από τ' αποτσίγαρα της δόξας, 12 η ώρα. <12 η ώρα μεσάνυχτα. Κ' είναι πολύ νωρίς για τους διαβάτες. Μόνο το ακορντεόν του τυφλού κ' η κλειδωμένη πόρτα και τ' άδειο τραπέζι και τα σταυρωτά σίδερα κι ο μικρός γλόμπος της συνοικίας και τούτος ο αργοπορημένος εργάτης που κάτου απ' τα βράχια των φρυδιών του ονειρεύεται τον κόσμο κι ο ίσκιος του εργάτη που κολλάει στην άσφαλτο σαν πελώρια αφίσα, σε βεβαιώνουν ότι 12 η ώρα δεν είναι καθόλου νωρίς. 12 η ώρα μεσάνυχτα μπήκαμε στην πολιτεία. ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Η ποιητική προσφορά του Γιάννη Ρίτσου μέσα στον νεώτερο χώρο αποτελεί φωτεινό παράδειγμα μιας μεγάλης προσφοράς με πολύχρωμους αντίλαλους και πρωτότυπους στίχους.ο ποιητής χρησιμοποιεί ένα διάλογο άλλοτε συμβολικό και άλλοτε μεταφορικό για να ζωγραφίσει την ανθρώπινη πάλη, για να ιστορίσει τα ιδανικά του λαού.οι οραματισμοί του για έναν καλύτερο κόσμο υπογραμμίζουν την πίστη του στον άνθρωπο και την τροφοδοτούν με ηρωική αισιοδοξία και αγωνιστικό πνεύμα. Στον ποιητικό του λόγο, δεν περιορίζεται αλλά μάχεται μεγαλόπρεπα για την ελευθερία την ισότητα και την ειρήνη. Στην Ανυπότακτη Πολιτεία που έγραψε τον Αύγουστο του 1952 ως τον Φεβρουάριο του 1953, όταν επέστρεψε απ τον Αι Στρατή όπου κι είχε εξοριστεί καταξιώνεται ο
κοινωνικός λυρισμός του.θα έλεγε κανεις ότι σ αυτό το πλατύ, πλούσιο και ποικίλο έργο ξεχωρίζει μια ποίηση αφιερωμένη στο υψιπετές, το θεϊκό απ την μια πλευρά, και απ την άλλη στο ταπεινό φωτίζοντας έτσι το δεύτερο με το μεγαλείο του πρώτου. Στην Ανυπότακτη Πολιτεία, ο ποιητής νιω8ει με την επιστροφή του στην πόλη, ένα οδυνηρό ξάφνιασμα από την καινούρια μορφή που πήρε η πόλη της Αθηνάς την αλλοτρίωση των ανθρώπων και τις διαβρωμένες συνειδήσεις τους. Στον πρώτο στίχο ο ποιητής χαιρετίζει την πολιτεία:καλημέρα αγαπημένη πολιτεία. Καλημερα.Με ποιητική νοσταλγία τη βλέπει πια ανυπότακτη όμως δεν του είναι καθόλου άγνωστη. Και παρόλη την απογοήτευση που νιώθει μπροστά στην εικόνα της υποταγμένης πολιτείας καλεί τους συμπολίτες σε συσπείρωση όπου ένας τόνος ηρωικής αισιοδοξίας διαπερνά στο απόσπασμα του. Μπορουμε επομενως να θεωρησουμε ότι ο Γιαννης Ριτσος αντλει την εμπνευση του απ τον λαο χρησιμοποιωντας μια ξεχωριστη γλωσσα για να εξιστορισει, να προκαλεσει να παρουσιασει τις πολυαριθμες δοκιμασιες του. Παντα με την πιο απλη σκεψη φωτιζει τις ψυχες ολων μας με έναν συμβολικο αλλα και ουσιαστικο τροπο. Ετσι, ο ποιητικος λογος του Γιαννη Ριτσου δινει στον αγωνιστη λαο το θαρρος της γνωμης του την ελευθερια της σκεψης και των οραματων του με λεξεις, αλλοτε μεταφορικες και αλλοτε αληθινες.