ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ του Ανέστη Ταρπάγκου Αριστερή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και λαϊκό εργατικό κίνημα Σ' ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του ελληνικού αριστερού κινήματος η κύρια πλευρά της υπόστασής του, από την οποία αντλούσε δύναμη η παράταξη της Αριστεράς και στην οποία οφείλονταν το ειδικό της βάρος στους πολιτικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, υπήρξε το οργανωμένο λαϊκό κοινωνικό, και κύρια το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Σ' αυτό το πρωτογενές επίπεδο η κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα της Αριστεράς στάθηκε πάντοτε κατά πολύ υπέρτερη της εκλογικής κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε το κοινωνικό εφαλτήριο της συνολικής της δυναμικής σ' όλα τα επίπεδα. Η κοινοβουλευτική-εκλογική διάσταση του αριστερού κινήματος υπήρξε πάντοτε μια θεμελιακή του έκφανση, ωστόσο όμως ποτέ δεν στάθηκε η κυρίαρχη και πρωταρχική σε σχέση με τη μαζική κοινωνική του διάσταση, κατ' εξοχήν στον κόσμο της μισθωτής παραγωγικής εργασίας όσο εξίσου και σ' εκείνον του νεολαιίστικου κινήματος. Κι αυτό το γεγονός άλλωστε ήταν πάντα σύμφωνο με τη συνολικότερη φυσιογνωμία του αριστερού κινήματος που δεν εξαντλούνταν σ' ένα κίνημα πολιτικού-κοινοβουλευτικού χαρακτήρα, αλλά παράλληλα και κυρίως καταγράφονταν ως ένα ευρύτερο κίνημα κοινωνικού ριζοσπαστικού μετασχηματισμού που εδράζονταν στις κυρίαρχες αντιθέσεις της ταξικής πάλης και στη λαϊκή εργατική δυναμική. Το σύστημα της πολιτικής αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αντιπροσωπεύει ένα ζωτικό πεδίο παρέμβασης του αριστερού κινήματος (στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση όσο και στην εκλογική διαπάλη), ωστόσο όμως ως πολιτικό σύστημα οργάνωσης και νομιμοποίησης της καπιταλιστικής κοινωνικής εξουσίας δεν μπορεί να επικαθορίζει και να υπερκαλύπτει το σύνολο των διαστάσεων της Αριστεράς, η οποία πέρα από κοινοβουλευτική πολιτική δύναμη είναι κατ' εξοχήν κοινωνικό λαϊκό κίνημα όσο και έκφραση ενός ισχυρού ιδεολογικού πολιτιστικού κριτικού ρεύματος. Αυτές οι διαπιστώσεις υπήρξαν κοινός και αποδεκτός τόπος του αριστερού κινήματος σ' όλες του τις ιστορικές εκδοχές όλες τις προηγούμενες δεκαετίες μέχρι την τρέχουσα δεκαετία του 1990 και στη σημερινή συγκυρία του τέλους του 20ού αιώνα, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές αναγνώσεις και τις διαφοροποιημένες αντιμετωπίσεις αυτού του ζητήματος: Το ΕΑΜικό κίνημα, το λαϊκό κίνημα των Ιουλιανών, το κίνημα του Πολυτεχνείου, το εργοστασιακό κίνημα, το κίνημα των μαθητικών καταλήψεων της δεκαετίας του 1990, το αγροτικό κίνημα στο δεύτερο μισό της τρέχουσας δεκαετίας κ.λπ. αποτελούν ιστορικά ορόσημα αυτών των διαπιστώσεων. Ωστόσο, από τα τέλη ήδη της δεκαετίας του 1980 και σ' ολόκληρη τη δεκαετία του 1990, γινόμαστε μάρτυρες μιας αντιστροφής αυτού του ιστορικού φαινομένου που χαρακτηρίζει την ελληνική Αριστερά. Συγκεκριμένα, η αρχή της τρέχουσας δεκαετίας είχε βρει το αριστερό κίνημα στο ελάχιστο επίπεδο της πολιτικής εκλογικής του απήχησης (περί το 8% σε επίπεδο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης), ενώ μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί ένας τριπλασιασμός της εκλογικής του εμβέλειας (συνυπολογίζοντας ΚΚΕ, ΣΥΝ, ΔΗΚΚΙ και Ριζοσπαστική Αριστερά στο 21%). Παρ' όλα αυτά, η κοινοβουλευτική αυτή εκλογική εμβέλεια της ευρύτερης Αριστεράς βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την κατά πολύ πιο περιορισμένη κοινωνική της αντιπροσωπευτικότητα και λαϊκή της δυναμική. Για πρώτη ουσιαστικά ιστορική φορά η πολιτική κοινοβουλευτική έκφραση του αριστερού κινήματος γίνεται η κυρίαρχη και πρωταρχική του έκφανση σε σχέση με την αντιστοίχησή του με οργανωμένες κοινωνικές και εργατικές δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται σε σαφή υστέρηση και υποχώρηση έναντι της εκλογικής πολιτικής του εμβέλειας. Πρόκειται για μια ιστορικών διαστάσεων αναστροφή μείζονος σπουδαιότητας για την υπόσταση, το βάρος και τη δυναμική της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία, που κινδυνεύει να μεταλλάξει τα ίδια της τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Εκείνο δηλαδή που έχει καταγραφεί ως εντελώς καινούριο δεδομένο στις σχέσεις Αριστεράς και λαϊκού κοινωνικού κινήματος είναι η εκλογική και κοινοβουλευτική της επανάκαμψη και η σχετική της άνοδος (που προέρχεται από την παραφθορά της επιρροής του ΠΑΣΟΚ σε εργατικά στρώματα), ενώ ταυτόχρονα αυτό το γεγονός δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη επανάκαμψη του εργατικού λαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος. Απεναντίας εκείνο που κυρίως αναπαράγεται είναι η συστηματική του αποψίλωση και η αποδιάρθρωση του Σελίδα 1 / 11
συλλογικού κοινωνικού ιστού, πράγμα που διαμορφώνει ένα σχετικό χάσμα αντιστοιχίας ανάμεσα στην αριστερή κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση και στο υπαρκτό επίπεδο κοινωνικής συγκρότησης και παρέμβασης των εκπροσωπούμενων λαϊκών δυνάμεων. Το γεγονός αυτό συνεπιφέρει δύο συνέπειες μέγιστης σημασίας και συγκεκριμένα: Αφ' ενός, μεταλλάσσει την ίδια την πολιτική φυσιογνωμία της Αριστεράς, εφ' όσον η κύρια έκφανσή της εγκλωβίζεται στο πεδίο του αστικού κοινοβουλευτισμού και στερείται της αναγκαίας διασύνδεσης με μια μαζική κοινωνική δυναμική, πράγμα που ήταν μια από τις ειδοποιές διαφορές της από τις υπόλοιπες πολιτικές παρατάξεις. Αφ' ετέρου, εμποδίζει την ίδια την περαιτέρω πολιτική ανάπτυξη της Αριστεράς, εφ' όσον η διεύρυνση της επιρροής της από ένα σημείο και μετά τροφοδοτείται και εξαρτάται από την ίδια την ανάπτυξη του λαϊκού εργατικού κινήματος. Όσο αυτό το τελευταίο βρίσκεται σε ατροφία και αποδιάρθρωση, τόσο και η Αριστερά θα αδυνατεί να αξιοποιήσει το πολιτικό κενό που αφήνει η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας στον κόσμο της εργατικής τάξης. Έτσι, αν επιχειρήσει κανείς να διερευνήσει την κοινωνική-οργανωτική αντιπροσωπευτικότητα των σημερινών αριστερών πολιτικών σχηματισμών, διαπιστώνει ότι: Η αντιπροσωπευτικότητα του ΔΗΚΚΙ ως ριζοσπαστικού σοσιαλδημοκρατικού σχηματισμού, σε επίπεδο οργανωμένων κοινωνικών λαϊκών δυνάμεων βρίσκεται σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα, πράγμα που καταδεικνύει το χαρακτήρα του περισσότερο ως κόμματος αντιφιλελεύθερης εκλογικής διαμαρτυρίας κι όχι ως εργατικό σοσιαλιστικό κόμμα με μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, η κοινωνική εκπροσώπηση που εκφράζει ο ΣΥΝ εντοπίζεται περιοριστικά σε εργαζόμενα στρώματα της Δημόσιας Διοίκησης και της Κοινής Ωφέλειας (Εκπαίδευση, ΟΤΕ, ΔΕΗ κ.λπ.), όπως και σε τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης (δικηγόρων, μηχανικών κ.λπ.), ενώ η αντιπροσωπευτικότητά του στον εργαζόμενο κόσμο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι σε μηδενικού χαρακτήρα επίπεδα, όπως εξίσου και στο επίπεδο των νεολαιίστικων δυνάμεων. Τέλος, το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, για τους μικρότερους σχηματισμούς του εξωκοινοβουλευτικού αριστερού κινήματος (ΝΑΡ, ΑΚΟΑ, μαρξιστικά-λενινιστικά ΚΚΕ, Α/συνέχεια, Δίκτυο Δικαιωμάτων, ΣΕΚ κ.λπ.), όπου η κοινωνική λαϊκή τους αντιπροσωπευτικότητα βρίσκεται μακράν της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής και εντοπίζεται περιθωριακά σε τμήματα της φοιτητικής νεολαίας, των εκπαιδευτικών και του νέου επιστημονικό-τεχνικού δυναμικού (δικηγόροι, μηχανικοί). Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το ΚΚΕ, το οποίο καταγράφει μια ορισμένη αντιπροσωπευτικότητα στο επίπεδο των εργατικών δυνάμεων της καπιταλιστικής οικονομίας (βιομηχανίες, οικοδομές, υπηρεσίες, εμπορική ναυτιλία κ.ά.), μέσα σ' ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον αποψίλωσης και παραφθοράς του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι εξίσου ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής εκπροσώπησής του εντοπίζεται στα παραδοσιακά μικρομεσαία στρώματα (αγρότες, επαγγελματίες, βιοτέχνες, έμποροι κ.λπ.), τα οποία και σε σημαντικό βαθμό πλήττονται εξίσου από τις δυσμενείς συνέπειες του κυβερνητικού φιλελευθερισμού. Τέλος έχει διαμορφώσει σχέσεις εκπροσώπησης με δυνάμεις του νεολαιίστικου κινήματος, τόσο του φοιτητικού κόσμου, όσο και της μαθητικής, εργαζόμενης και άνεργης νεολαίας. Κατά συνέπεια, η διατήρηση και συνέχιση αυτής της κατάστασης πραγμάτων στο πεδίο των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης του κοινωνικού εργατικού κινήματος από τις δυνάμεις της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να επιτείνει την ανεπάρκεια δυναμικής και επηρεασμού των εξελίξεων από την Αριστερά. Απόδειξη αποτελεί το μείζον γεγονός της αδυναμίας της Αριστεράς να συσπειρώσει τα μεγάλα τμήματα της εργατικής και λαϊκής υπόβασης του ΠΑΣΟΚ, παρ' όλη τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας και των δυσμενέστατων για τους εργαζόμενους αποτελεσμάτων της κυβερνητικής διαχείρισης. Τα κοινωνικά αυτά Σελίδα 2 / 11
στρώματα είτε παραμένουν εγκλωβισμένα στην πολιτική και εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ, είτε στρέφονται στην πολιτική παθητικοποίηση και αποστασιοποίηση. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οδηγούνται σε πρακτικές εκλογικής διαμαρτυρίας απέναντι στον ακραίο φιλελευθερισμό της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, χωρίς ωστόσο να αναπτύσσουν οργανωτικές και κινηματικές αντιστοιχήσεις. Όσοι λοιπόν μιλούν για την ανάγκη να αποκτήσει πολιτική αποτελεσματικότητα η αντιπολίτευση των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, για την ανάγκη αυτοί να τροφοδοτούν ευρύτερα λαϊκά μέτωπα ενεργοποίησης των εργαζομένων και της νεολαίας στα ζωτικά πεδία της ταξικής πάλης, για μια συνολικότερη αντεπίθεση της Αριστεράς απέναντι στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση, τότε σ' αυτή την περίπτωση η τελευταία προτεραιότητα που μπορεί να είναι στο επίκεντρο του αριστερού προβληματισμού είναι η αυτάρκεια, η περιχαράκωση και η αναπαραγωγή (στα πλαίσια ενός στείρου υποκειμενισμού) των υπαρκτών κομματικών «στάτους». Μ' αυτή την έννοια, η πρωταρχική προτεραιότητα που απαιτείται να τοποθετηθεί στο επίκεντρο των πολιτικών υποκειμένων του σημερινού ελληνικού αριστερού κινήματος δεν είναι άλλη από τον πολιτικό προσανατολισμό για την ενεργοποίηση, ανασύνθεση, συλλογική οργάνωση κατά τρόπο ενωτικό-ταξικό-μετωπικό των δυνάμεων της μισθωτής παραγωγικής εργασίας στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή, έναντι οποιασδήποτε άλλης προτεραιότητας. Χωρίς την ανάπτυξη αυτής της κυρίαρχης μαζικής κοινωνικής διάστασης του αριστερού κινήματος καμιά εκδοχή της Αριστεράς δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε φερέγγυα πολιτική προοπτική. Το αποτέλεσμα θα είναι, όπως έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα, είτε η συστηματική διερεύνηση εκσυγχρονιστικών συμπράξεων «προοδευτικής διεξόδου», στο πεδίο ενός κυβερνητισμού από κοινού με πολιτικές δυνάμεις διακηρυγμένα νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, είτε η πολιτική «καταγγελιολογεία» χωρίς κοινωνικά ερείσματα και λαϊκή υποστηρικτική υπόβαση, είτε τέλος οι επικλήσεις «ρήξεων» και «εξάρσεων» που φθάνουν στα σημεία «επαναστατικών ανατροπών» χωρίς να έχουν εξασφαλίσει κανενός είδους εργατική λαϊκή έδραση και οργανική διασύνδεση με την πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης και της νεολαίας στη συγκεκριμένη συγκυρία. Εάν η Αριστερά στο τέλος του 20ού αιώνα δεν λειτουργήσει ως ο πολιτικός και ιδεολογικός οργανωτής του κοινωνικού, εργατικού και λαϊκού κινήματος, κατ' εξοχήν στα πεδία της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγής (όπως και των ανέργων, μεταναστών, νέων των ελαστικών μορφών απασχόλησης κ.λπ.), αντλώντας μεν πολιτική ισχύ από τον οργανωμένο κοινωνικό δυναμισμό, αλλά κυρίως επηρεάζοντας και επικαθοριζόμενη από την πραγματική κίνηση της εργατικής τάξης, τότε σ' αυτή την περίπτωση θα ανακυκλώνεται στην παρούσα αναποτελεσματικότητα, δηλαδή στον υποκειμενισμό, κι ακόμη περισσότερο σε κατευθύνσεις κυβερνητισμού και προτασεολογίας. Κοινωνικός μεταρρυθμισμός και ριζοσπαστικότητα στη σημερινή πολιτική συγκυρία Το κρίσιμο ζήτημα της οργανικής σχέσης κοινωνικού μεταρρυθμισμού και αντικαπιταλιστικής στρατηγικής τίθεται και ανακύπτει σ' ολόκληρη την πορεία ανάπτυξης και εξέλιξης του αριστερού (ελληνικού και διεθνούς) κινήματος. Η κάθε φορά στάση της Αριστεράς κινείται είτε προς την κατεύθυνση πριμοδότησης του μεταρρυθμισμού, πράγμα που συχνά συνδέεται με περιόδους κυβερνητισμού και σοσιαλδημοκρατικής ανάκαμψης (λ.χ. πρώτο μισό της 10ετίας του 1980 με τον «κυβερνητισμό της αλλαγής»), που ωστόσο ολοκληρώνεται σε μια προοπτική ενσωμάτωσης στο αστικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα (π.χ. διασφάλιση δημόσιου χαρακτήρα του νοσηλευτικού συστήματος, των κοινωφελών υπηρεσιών, της κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.). Είτε πάλι κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση της απόρριψης των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων που «καταγγέλλονται» συνήθως ως γενόμενες «εκ του πονηρού» με στόχο την ενσωμάτωση των λαϊκών τάξεων, και προκρίνεται η «φυγή» προς «επαναστατικές» στοχεύσεις οι οποίες ως επί το πλείστον αιωρούνται στο κενό, χωρίς διαλεκτική διασύνδεση με την εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά, η ίδια η εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού εδώ και μια 15ετία, με τις οικονομικές ανακατατάξεις που δρομολόγησε (αναδιάρθρωση του κεφαλαίου), με τις κοινωνικές συνέπειες που προκάλεσε (αύξηση της ανεργίας, επιδείνωση των όρων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης) και με τις πολιτικές Σελίδα 3 / 11
εξελίξεις που σηματοδότησε (νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της κυβερνητικής σοσιαλδημοκρατίας), περιορίζοντας τα όρια και τις δυνατότητες του όποιου κοινωνικού μεταρρυθμισμού, έθεσε εκ των πραγμάτων τη σχέση μεταρρυθμίσεων και αντικαπιταλισμού στις σημερινές συνθήκες, με εντελώς καινούριους όρους. Η πρώτη καινούρια πλευρά του ζητήματος αφορά το γεγονός ότι οι κατ' εξοχήν πολιτικοί φορείς του μεταρρυθμισμού (στην κλασική εκδοχή του), τα σοσιαλιστικά ευρωπαϊκά κόμματα, μετασχηματιζόμενα ευθέως, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε διαχειριστές της φιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής, έθεσαν τα ίδια από μόνα τους τέρμα στην πολιτική αντιπροσώπευση μεταρρυθμιστικών αιτημάτων των εργαζομένων τάξεων. Πρώτιστη πολιτική παρενέργεια αυτού του γεγονότος ήταν η κρίση εκπροσώπησης των δυνάμεων του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού από τους σοσιαλδημοκρατικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ιδιαίτερα μετά τη χρεοκοπία των κεντροαριστερών κυβερνητικών εγχειρημάτων. Η δεύτερη, εξίσου σημαντική, νέα πλευρά αυτής της φάσης, έγκειται στο οικονομικό γεγονός ότι η ένταση του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού των κεφαλαίων και οι δρακόντειοι όροι της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης, δεν αφήνουν σοβαρά περιθώρια άσκησης μιας κοινωνικής κρατικής πολιτικής ικανής να ανταποκριθεί σε βασικές λαϊκές μεταρρυθμιστικές ανάγκες και επιδιώξεις. Κι αυτό γιατί η ίδια η φύση της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό τους όρους που πραγματοποιείται, όσο και οι ίδιες οι ανάγκες των κεφαλαίων να ανταποκριθούν στον ευρωπαϊκό οξυμένο ανταγωνισμό, συνεπιφέρουν ως οργανική τους πλευρά την αναίρεση των κοινωνικών παραμέτρων της κυβερνητικής πολιτικής στην οποία προσέβλεπαν οι εργαζόμενες τάξεις. Στη συνέχεια, η τρίτη όψη διαφοροποίησης αναφορικά με την προοπτική και τα οράματα του μεταρρυθμισμού αφορά κυρίως το γεγονός ότι οι όποιες μεταρρυθμιστικές στοχεύσεις αναδεικνύονται αναγκαστικά στο πεδίο ενός γενικότερου αμυντισμού του λαϊκού κινήματος. Σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους όπου οι μεταρρυθμιστικοί μετασχηματισμοί προωθούνταν κάτω από την πίεση βελτιωτικών διεκδικήσεων των εργαζομένων τάξεων, στη σημερινή συγκυρία οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις προσλαμβάνουν κυρίως τη μορφή της αποτροπής δυσμενών νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων που θίγουν καίρια εργατικά δικαιώματα (λ.χ. ματαίωση ιδιωτικοποιήσεων, αποτροπή της εκπαιδευτικής «αντιμεταρρύθμισης» του Λυκείου κ.λπ.). Ωστόσο, οι αμυντικές στοχεύσεις του λαϊκού κινήματος, μπροστά στη σφοδρότητα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, δεν μπορούν από μόνες τους να θεμελιωθούν αν δεν συνοδεύονται από συνακόλουθες «θετικές» μεταρρυθμιστικές επιδιώξεις που να δίνουν συνέχεια και προοπτική στον κοινωνικό αμυντισμό. Αυτές οι καινούριες παράμετροι που διαμορφώνουν τις σχέσεις μεταρρυθμισμού και ριζοσπαστικότητας σχηματίζουν ένα νέο πολιτικό «τοπίο» για τη σημερινή Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Και πρώτα απ' όλα, η έκλειψη του σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού και η συνθλιβή του στις συμπληγάδες του κυβερνητικού φιλελευθερισμού, καθιστά το αριστερό κίνημα μοναδικό διεκδικητή ολόκληρου του πεδίου της κοινωνικής μεταρρυθμιστικότητας, από τα ζητήματα του ασφαλιστικού συστήματος μέχρι το κοινωφελές καθεστώς των αποκρατικοποιούμενων επιχειρήσεων, κι από τα εκπαιδευτικά δικαιώματα της νεολαίας μέχρι τους όρους αμοιβής της εργατικής τάξης κ.ά.. Σήμερα πλέον δεν συναγωνίζονται η σοσιαλδημοκρατία και τα αριστερά κόμματα για την εκπροσώπηση των μεταρρυθμιστικών και ριζοσπαστικών επιδιώξεων των εργαζομένων τάξεων, αλλά απεναντίας η Αριστερά προβάλλει ως μοναδικός δυνητικός εκπρόσωπος και του μεταρρυθμισμού και του ριζοσπαστισμού. Έτσι, η υιοθέτηση από την Αριστερά ενός πλατειού κοινωνικού μεταρρυθμισμού με γενική απεύθυνση στο συνολικό φάσμα των κοινωνικών δυνάμεων του κυριαρχούμενου λαϊκού μπλοκ, χωρίς την ανταγωνιστική παρέμβαση της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, διευρύνει δυνητικά το πεδίο επιρροής της κατά τρόπο πρωτοφανή στις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο όμως αυτός ο κατ' αρχήν αναγκαίος μεταρρυθμισμός, που πηγάζει μέσα από τις ίδιες τις άμεσες ανάγκες των εργαζομένων τάξεων, σε συνθήκες ασφυκτικής αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας, αποψίλωσης και αποδιάρθρωσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και ευρύτατων αναδιαρθρώσεων της καπιταλιστικής οικονομίας, αδυνατεί να αποκτήσει ευρεία λαϊκή έδραση όσο και πολιτική αποτελεσματικότητα στα πεδία των κοινωνικών αντιπαραθέσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δυναμικές λαϊκές κινητοποιήσεις της τελευταίας 3ετίας (1996-99), παρ' όλη τη ζωτικότητα και το δυναμισμό Σελίδα 4 / 11
τους, οδηγήθηκαν στην αναποτελεσματικότητα και στην ήττα (Ιονική Τράπεζα, Διαγωνισμός ΑΣΕΠ, αγροτικές κινητοποιήσεις, μαθητικές καταλήψεις κ.λπ.). Ποιοι είναι εκείνοι οι ευρύτεροι άρα παράγοντες που με την επενέργειά τους οδηγούν στην αδυναμία διάνοιξης μεταρρυθμιστικών διεξόδων (λ.χ. δημόσιος χαρακτήρας των κοινωφελών επιχειρήσεων, ενιαίο 12χρονο σχολείο, απασχόληση ανέργων εκπαιδευτικών κ.ά.); Μπορεί ο αναγκαίος κοινωνικός μεταρρυθμισμός από μόνος του να επιφέρει αποτελέσματα με τη συνέργεια του εργατικού κινήματος και των αριστερών δυνάμεων, εφ' όσον ο ορίζοντάς του είναι εξαντλήσιμος στο πεδίο του αμυντισμού; Σίγουρα, μέσα στα πλαίσια τέτοιας έκτασης αναδιαρθρώσεων που συντελούνται υπό την ηγεμονία των δυνάμεων του κεφαλαίου, η προαγωγή μεταρρυθμιστικών στοχεύσεων αμυντικού χαρακτήρα, παρά την προφανή τους αναγκαιότητα, αποδεικνύεται ανεπαρκής από μόνη της να επιφέρει αποτελέσματα απέναντι στην αστική επίθεση. Κατά συνέπεια, ο μεταρρυθμισμός που αναδεικνύεται από τις λαϊκές κινητοποιήσεις καθίσταται από μόνος του αναποτελεσματικός, στο μέτρο που δεν διαπλέκεται με στρατηγικές στοχεύσεις και στρατηγικούς μετασχηματισμούς που να θέτουν σε αμφισβήτηση καίριες πλευρές της συνολικότερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ωστόσο σ' αυτό το πεδίο προκύπτει το κομβικό ζήτημα του αριστερού και εργατικού κινήματος που αφορά τη διαπλοκή, με οργανικούς όρους, της μεταρρυθμιστικής πολιτικής και των αντικαπιταλιστικών στοχεύσεων. Κι εδώ οι απαντήσεις που δίνονται στην πολιτική πρακτική του αριστερού κινήματος χαρακτηρίζονται από μια καταφανή ανεπάρκεια, που συνίσταται στην απουσία μιας τέτοιας στρατηγικής διασύνδεσης μεταρρυθμισμού και ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Στη μια περίπτωση η προφανής αναγκαιότητα του κοινωνικού μεταρρυθμισμού εντάσσεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ως μια πλευρά συμπληρωματική στον ευρύτερο κυρίαρχο «ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό». Αυτή η στάση (κυρίως δυνάμεων του ΣΥΝ), αποδεχόμενη τις βασικές παραμέτρους της ηγεμονικής εκσυγχρονιστικής στρατηγικής, επιχειρεί να της εμφυτεύσει πλευρές κοινωνικής πολιτικής που να ανταποκρίνονται σε ορισμένες λαϊκές επιδιώξεις. Κατ' αυτό τον τρόπο ενεργώντας, αφυδατώνει τον μεταρρυθμισμό από την κοινωνική του δυναμική εντάσσοντάς τον ως δευτερεύουσα διάσταση στον κυρίαρχο ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό (λ.χ. συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στις κοινωφελείς επιχειρήσεις αλλά και παρουσία του δημοσίου συμφέροντος). Στην άλλη περίπτωση, ο μεταρρυθμισμός που πηγάζει από τις επιμέρους λαϊκές κινητοποιήσεις (κι εδώ πρόκειται κυρίως για την περίπτωση του ΚΚΕ) αδυνατεί να συνδεθεί με τη στρατηγική στόχευση της γενικευμένης εργατικής και νεολαιίστικης χειραφέτησης, η οποία κατά τρόπο στρεβλό παραπέμπεται σε υστερογενείς ιστορικές φάσεις. Και σ' αυτή την περίπτωση η επιδίωξη των μεταρρυθμιστικών τομών γίνεται αναποτελεσματική, εφ' όσον εμφανίζεται κυρίως ως αγκύρωση σε παρωχημένα κοινωνικά και «εθνικά» πρότυπα που έχουν ήδη ιστορικά καταρρεύσει (π.χ. ενίσχυση του κρατικού γραφειοκρατισμού ως απάντηση στην ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων και ενίσχυση του «ελληνικού» -ή του μεσαίου- κεφαλαίου, έναντι του «ξένου και μονοπωλιακού»). Τέλος, μια ορισμένη εκδοχή του αριστερού κινήματος (κυρίως οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς), αντιμετωπίζει τον κοινωνικό μεταρρυθμισμό ως εφαλτήριο μιας ανυπόστατης απογείωσης στην επίκληση της «επανάστασης και του κομμουνισμού». Μια τέτοια στάση αφήνει μετέωρες τις άμεσες μεταρρυθμιστικές επιδιώξεις (π.χ. ακύρωση της εκπαιδευτικής «αντιμεταρρύθμισης» των Ν. 2525/97 και 2640/98), χωρίς συγκεκριμένη προοπτική κοινωνικής υλικής τους προώθησης, ενισχύοντας την αναποτελεσματικότητα των λαϊκών κινητοποιήσεων. Συνεπώς, χρειάζεται το υλικό ξεδίπλωμα εκείνων των στρατηγικών αντικαπιταλιστικών τομών που να διασυνδέουν σε μια λογική ακολουθία τον άμεσο μεταρρυθμισμό με την αναγκαία προοπτική του συνολικού ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Κι αυτή η οργανική διασύνδεση που ανταποκρίνεται σε ζωτικές ανάγκες λαϊκής νεολαιίστικης χειραφέτησης απαιτείται κατά τρόπο πειστικό και χειροπιαστό να απευθύνεται στο συνολικό φάσμα των εργαζομένων τάξεων, επιδιώκοντας να κατακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία έναντι της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας. Μ' αυτή την έννοια ο αυθόρμητος λαϊκός μεταρρυθμισμός μπορεί να Σελίδα 5 / 11
προσλαμβάνει στρατηγική χειραφετητική προοπτική, να κερδίζει έδαφος στο πεδίο της ιδεολογικής ηγεμονίας, να διασφαλίζει μια ευρύτερη ενεργητική λαϊκή υποστήριξη, κι έτσι να διαμορφώνει ευνοϊκότερους ταξικούς συσχετισμούς για την αποτελεσματικότητά του. Κ.Κ.Ε.: Η ηγεμονική του θέση στο αριστερό λαϊκό κίνημα και οι ενδογενείς ιστορικές του αντιφάσεις Στη διάρκεια της τελευταίας διετίας ο κόσμος του ΚΚΕ ανέπτυξε μια πολιτική και κοινωνική δραστηριοποίηση στο επίπεδο του λαϊκού κινήματος στα κρίσιμα πεδία της ταξικής πάλης που αναδεικνύονταν, όπως στα πλαίσια του εργατικού συνδικαλισμού, στις μαθητικές κινητοποιήσεις, καθώς και στο πρόσφατο αντιπολεμικό κίνημα. Το ίδιο είχε συμβεί προηγούμενα με τις αγροτικές κινητοποιήσεις, όπως εξίσου με αφορμή την αποκρατικοποίηση κοινωφελών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα μάλιστα η τελευταία παρέμβασή του στα ταξικά και κοινωνικά πεδία το ανέδειξε σε κατ' εξοχήν λαϊκή αντιπολιτευτική δύναμη, πράγμα που επέφερε τελικά τη διεύρυνση της εκλογικής του εμβέλειας στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, από το προηγούμενο 6% του εκλογικού σώματος στην προσέγγιση σχεδόν του 9%. Αυτό το πολιτικό γεγονός το ανέδειξε αντικειμενικά σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο χώρο του ευρύτερου αριστερού κινήματος, σε σχέση με τους υπόλοιπους σχηματισμούς, κοινοβουλευτικούς και μη, της ελληνικής Αριστεράς. Είναι έτσι φανερό σήμερα ότι το ΚΚΕ καταλήγει να κατέχει δεσπόζουσα θέση στο πλαίσιο της αριστερής αντιπολίτευσης προς τον κυβερνητικό φιλελευθερισμό του ΠΑΣΟΚ, τόσο στη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων κοινοβουλευτικά, όσο και στο επίπεδο του κοινωνικού κινήματος (εργαζόμενοι, νεολαία, αγρότες, επαγγελματοβιοτέχνες). Ποια είναι ωστόσο τα χαρακτηριστικά αυτής της συνολικής ανάκαμψης του ΚΚΕ μετά τη διπλή διάσπαση που υπέστη στα χρόνια του 1990; Διασφαλίζει αυτή η καινούργια του επικράτηση μια προοπτική αποτελεσματικής αντιμετώπισης της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στον εργαζόμενο κόσμο και τη νεολαία; Κατά πόσον συμβάλλει αυτό το γεγονός στην επανάκαμψη της κριτικής μαρξιστικής ιδεολογίας με όρους μαζικότητας και επιστημονικού σοσιαλιστικού διαφωτισμού των εργαζομένων; Πώς μπορεί να διαμορφώνεται η στάση των δυνάμεων του αριστερού κινήματος που έχουν ως αναφορά τους τον αντικαπιταλισμό έναντι των πρακτικών που αναδεικνύει; Η υπέρβαση της κρίσης του ΚΚΕ των αρχών της τρέχουσας δεκαετίας τροφοδοτήθηκε από την επανασύνδεσή του με τους αναδεικνυόμενους κοινωνικούς αγώνες στα προηγούμενα χρόνια και κυρίως στην τελευταία διετία. Η σύνδεση αυτή το κατέστησε βασική πολιτική πλευρά των αντίστοιχων ταξικών αντιπαραθέσεων και το οδήγησε στο διπλασιασμό της εκλογικής του επιρροής στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Μάλιστα, η υιοθέτηση από την πλευρά του των δυναμικών μορφών παρέμβασης (αποκλεισμών εθνικών δρόμων, καταλήψεων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποκλεισμό λιμανιών κλπ.), αποτέλεσε καινούργιο εντελώς χαρακτηριστικό στη μεταπολιτευτική του εικοσιπενταετή διαδρομή. Κατά συνέπεια από την άποψη των μορφών παρέμβασης, το ΚΚΕ ανταποκρίθηκε σχετικά στην ανάδειξη μιας αριστερής ταξικής δυναμικής που δεν εξαντλούνταν στο πεδίο της «κοινοβουλευτικής νομιμότητας», αλλά επεδίωξε την πολιτική παρέμβαση δια μέσου της αλλαγής των συσχετισμών στα πεδία της κοινωνικής διαπάλης. Έτσι, μια βασική πλευρά της ριζοσπαστικής κριτικής που του απευθύνονταν παρουσιάζεται να ξεπερνιέται και να το οδηγεί στην ανταπόκριση στις απαιτήσεις της λαϊκής ταξικής δυναμικής. Εφ' όσον λοιπόν το ΚΚΕ υιοθετεί την πρακτική της ταξικής δυναμικής παρέμβασης στα πλαίσια μιας αριστερής αντιπολιτευτικής στάσης, ξεπερνώντας τις επιμέρους ανεπάρκειες των υπολοίπων αντιπολιτευτικών σχηματισμών, τίθενται εκ των πραγμάτων τα ακόλουθα ερωτήματα: Κατά πρώτο, γιατί αδυνατεί να συμβάλει στην έμπρακτη αποτελεσματικότητα των κοινωνικών αγώνων, οι οποίοι παρά το δυναμισμό τους οδηγούνται σε αλλεπάλληλες ήττες (εργαζόμενοι, αγρότες, νεολαία); Σελίδα 6 / 11
Κατά δεύτερο, γιατί δεν καταφέρνει να συνεργήσει στη διαμόρφωση ενός ευρέως πολιτικού και κοινωνικού αριστερού μετώπου με έδραση και στον λαϊκό κόσμο του ΔΗΚΚΙ και του ΣΥΝ, αλλά και στην εργατική υπόβαση του ΠΑΣΟΚ, σηματοδοτώντας μια αριστερή εναλλακτική προοπτική, ικανής να διαρρήξει την αναπαραγωγή του αστικού κοινοβουλευτικού δικομματισμού; Κατά τρίτο, γιατί αποτυγχάνει στο να τροφοδοτήσει πολιτικά και ιδεολογικά την ανάκαμψη του κοινωνικού κινήματος της εργατικής τάξης, που βρίσκεται σε κατάσταση παράλυσης και αδρανοποίησης στη σύγχρονη καπιταλιστική επιχειρηματική παραγωγή; Κατά τέταρτο τέλος, γιατί αδυνατεί να προάγει την ανάδειξη ενός πλατειού ρεύματος ιδεολογικής κοινωνικής κριτικής και αμφισβήτησης, με μαρξιστικά και ευρύτερα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, που να αναδεικνύεται στο «αντίπαλο δέος» της καταθλιπτικής και κυρίαρχης σήμερα αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας; Τα δομικά αίτια αυτής της αντίφασης (δυναμική παρέμβαση μαζί με αναποτελεσματικότητα, όπως στο μαθητικό κίνημα - επικράτηση στο αριστερό κίνημα αλλά και εμφανής αδυναμία ενεργού επικοινωνίας με το μισθωτό εργαζόμενο κόσμο κ.λπ), ανάγονται στην ίδια την πολιτικο-κοινωνική σύσταση και φυσιογνωμία του ΚΚΕ, που ιστορικά συντίθεται και αναπαράγεται ως «αμάλγαμα» δύο σαφώς διακριτών, στρατηγικά ασύμβατων και ταξικά αλληλοαποκλειομένων, κοινωνικών παραμέτρων: Αφ' ενός μερίδων του παραδοσιακού εργατικού κόσμου (ναυτεργάτες, οικοδόμοι, κλωστοΰφαντουργοί, κ.λπ.) και τμημάτων της λαϊκής νεολαίας, που του προσδίδουν το αριστερό στίγμα και τείνουν να αναδείξουν στα πλαίσιά του την απελευθερωτική κοινωνική δυναμική. Αφ' ετέρου των παραδοσιακών και σύγχρονων τμημάτων των μικροαστικών τάξεων (επαγγελματοβιοτέχνες, μεσαίοι αγρότες, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, τεχνοκρατικά στρώματα), τα οποία συμπτύσσονται στους κόλπους του. Τα μικροαστικά αυτά στρώματα θίγονται από τις ρυθμίσεις του νεοφιλελευθερισμού και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι η εργατική τάξη) και κατορθώνουν να ασκούν μια πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία στα εκπροσωπούμενα λαϊκά στρώματα, στο έδαφος μιας αντιπαλότητας στο φιλελευθερισμό και στα «μονοπώλια», ωστόσο όμως από παραδοσιακές, εθνικιστικές και τεχνοκρατικές μικροαστικές θέσεις. Μια τέτοια αντίφαση σ' έναν ζωντανό πολιτικό σχηματισμό που έχει διαύλους επικοινωνίας με τα πεδία της ταξικής πάλης, φυσιολογικά θα οδηγούσε σε συστηματικές συγκρούσεις και διαχωριστικές εκρήξεις. Το ότι αυτό δεν συμβαίνει οφείλεται ακριβώς στη διαμεσολάβηση και αναπαραγωγή ενός «ειδικού» γραφειοκρατικού κομματικού μηχανισμού, που ακριβώς διαμεσολαβεί πολιτικά, επιβάλλει διοικητικά και αποκρυσταλλώνει ιδεολογικά την ηγεμονία των μικροαστικών επιδιώξεων («εθνικών-αντιμονοπωλιακών») επί των εργατικών διεκδικήσεων και αναγκών (αντικαπιταλιστικών) εκτρέποντάς τες στο πεδίο του «αναπτυξιολογικού μεταρρυθμισμού». Το ΚΚΕ προσομοιάζει με ένα «μικρό κράτος» του οποίου οι μηχανισμοί οργανώνουν την ηγεμονία και αναπαραγωγή των κυρίαρχων μικροαστικών συμφερόντων επί των ηγεμονευομένων εργατικών επιδιώξεων, εμφανίζοντας τα πρώτα ως «καθολικά» συμφέροντα του κινήματος. Από αυτή την θεμελιακή εγγενή αντίφασή του ΚΚΕ προκύπτουν οι αντικειμενικές αντιφάσεις των μαζικών του παρεμβάσεων όπως: * Στο πρόσφατο αντιπολεμικό κίνημα απέναντι στην ιμπεριαλιστική βαλκανική επέμβαση, η τροφοδότηση του λαϊκού αντιμπεριαλισμού αναμειγνύεται με την υποστήριξη του δικτατορικού και εθνικιστικού σερβικού καθεστώτος, ο αντιμπεριαλισμός αφυδατώνεται από το εσωτερικό αντικαπιταλιστικό του περιεχόμενο και τελικά επισκιάζεται από τον «μετωπικό πατριωτισμό» (επιρροή των μικρομεσαίων εθνικών στρωμάτων). Σελίδα 7 / 11
Αποτέλεσμα είναι η κίνηση των παρεμβάσεών του στο πεδίο του «συμβολισμού» κι όχι του πραγματικού κινήματος. * Εξίσου στην περίπτωση της συγκρότησης του ΠΑΜΕ ως διακριτού ταξικού συνδικαλιστικού πόλου: Ενώ καταγγέλθηκε ο συναινετικός εκφυλισμός των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών του θεσμικού κινήματος και αναδείχθηκε η αναγκαιότητα ταξικής ενεργοποίησης των εργαζομένων, εντούτοις αποφεύγεται να αναδειχθεί η υποκειμενική ευθύνη της Συνδικαλιστικής Αριστεράς στην ήττα του εργατικού κινήματος, και παρακάμπτεται η αναφορά στην πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης. Σε τελική ανάλυση η όλη προοπτική του ταξικού εργατικού μετώπου εντάσσεται στα παραφθαρμένα και χρεοκοπημένα πλαίσια της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, των Δευτεροβάθμιων Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων, στην άγονη και αδιέξοδη τακτική της «αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων». Το αποτέλεσμα ήταν η αδυναμία των δυνάμεων του ΠΑΜΕ να αναδείξουν τις όποιες ταξικές πρωτοβουλίες μετωπικής σύμπραξης και ριζοσπαστικής εργατικής παρέμβασης στην καπιταλιστική παραγωγή, οι οποίες να συμβάλλουν στην ταξική ανασύνθεση και ενεργοποίηση των εργαζομένων. * Κι ακόμη στο επίπεδο του μαθητικού κινήματος των καταλήψεων των Λυκείων τροφοδοτήθηκε η αγωνιστική πρακτική της μαθητικής νεολαίας σ' ολόκληρη τη διάρκεια της κινητοποίησης, ενώ ταυτόχρονα καταγράφηκε η καθολική ανεπάρκεια προαγωγής μιας εκπαιδευτικής αντιπαράθεσης με στρατηγικά χαρακτηριστικά, στην προοπτική της γενικευμένης πανεπιστημιακής μορφωτικής χειραφέτησης της νεολαίας και των εργαζομένων. Η αδυναμία ευρύτερης κινητοποίησης των εκπαιδευτικών και του εργατικού κινήματος σ' αυτή την κατεύθυνση οδήγησε στην «πύρρεια νίκη» του κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού επί των μαθητικών κινητοποιήσεων και καταλήψεων το χειμώνα 1998-99. Μ' αυτή την έννοια, η υβριδική φυσιογνωμία του ΚΚΕ, με έντονα τα χαρακτηριστικά της λαϊκής ταξικότητας από τη μια, όσο και τις παραμέτρους της ισχυρής μικροαστικής ηγεμόνευσης από την άλλη, απαιτεί μια δισυπόστατη αντιμετώπιση από τις δυνάμεις του εργατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος: Αφ' ενός, στα πεδία των σύγχρονων ταξικών αντιπαραθέσεων, μετωπική ενωτική δραστηριοποίηση στα πλαίσια του γενικού αριστερού μεταρρυθμισμού, με την επίγνωση ότι η ιστορική χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας έχει αφήσει πολιτικά ακάλυπτο το πεδίο αυτό του κοινωνικού μεταρρυθμισμού, που αντιπροσωπεύει το γονιμότερο έδαφος για τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών και νεολαιίστικων δυνάμεων. Έτσι λ.χ. κοινή δράση για την αποτροπή του κύματος των αποκρατικοποιήσεων, για την ακύρωση των εκπαιδευτικών νόμων 2525/97 και 2640/98, για την ανασύσταση του ταξικού συνδικαλισμού στην καπιταλιστική παραγωγή, για την εναντίωση στα δρακόντεια κριτήρια ενσωμάτωσης στην ΟΝΕ. Αφ' ετέρου, κριτική υπέρβαση της στρατηγικής ανεπάρκειας που συνεπάγεται για το αριστερό λαϊκό κίνημα η ηγεμονία των μικροαστικών επιδιώξεων και η εκτροπή των λαϊκών στοχεύσεων στο άγονο έδαφος του αμυντισμού και της στρατηγικής στειρότητας. Έτσι, στο επίπεδο της κινητοποίησης για τη ματαίωση της εκπαιδευτικής «αντιμεταρρύθμισης» προαγωγή της στρατηγικής για την καθολική μορφωτική χειραφέτηση. Αντίστοιχα, στο πεδίο της απόκρουσης των ιδιωτικοποιήσεων, σύνδεση του μεταρρυθμισμού (δημόσιος χαρακτήρας) με τη στρατηγική κατεύθυνση της εργατικής κοινωνικοποίησης. Και παράλληλα στο επίπεδο της αναζωογόνησης του ταξικού συνδικαλισμού, διαπλοκή των άμεσων οικονομικών και δημοκρατικών εργατικών στοχεύσεων με τη στρατηγική αναγκαιότητα της συνολικής αυτοτελούς πολιτικής και κοινωνικής υποκειμενοποίησης της εργατικής τάξης. Στρεβλή και αυτοτελής έκφραση των εργατικών συμφερόντων χειραφέτησης Σελίδα 8 / 11
Η ανάδειξη στο πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό προσκήνιο της νέας μικροαστικής τάξης πραγματοποιήθηκε στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό κατ' εξοχήν στη διάρκεια της 10ετίας του 1970 και συνεχίστηκε στην επόμενη 10ετία του 1980. Επρόκειτο για ένα κοινωνικό στρώμα που παρ' όλη την ευρύτερη κοινωνιολογική του ένταξη στην ευρύτερη μικροαστική τάξη της ελληνικής κοινωνίας (που αθροιστικά καλύπτει πάνω από το 1/3 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού), εντούτοις διαφοροποιείται ριζικά από την άποψη των χαρακτηριστικών του από τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα τόσο της πόλης (επαγγελματίες, έμποροι, βιοτέχνες κ.λπ.) όσο και του χωριού (μικρομεσαίοι αγρότες παραγωγοί). Η είσοδός της στο προσκήνιο προέκυψε ως αποτέλεσμα της σχετικής μαζικοποίησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και μάλιστα από τον διευρυμένο λαϊκό χαρακτήρα της. Αυτό το μορφωτικό και κοινωνικό γεγονός στάθηκε προϊόν δύο διαφορετικών παραγόντων: Αφ' ενός της ταχείας βιομηχανικής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού από τα μέσα της 10ετίας του 1960 (ανάγκη από εξειδικευμένο τεχνικο-επιστημονικό δυναμικό). Αφ' ετέρου του εξαιρετικά διαδεδομένου συνδρόμου στις λαϊκές τάξεις της μικροαστικής ανέλιξης των γόνων τους δια μέσου της πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Έτσι, η σχετικά γρήγορη μαζικοποίηση της νέας μικροαστικής τάξης (δικηγόρων, γιατρών, μηχανικών, εκπαιδευτικών, οικονομολόγων κ.λπ.), ελευθεροεπαγγελματικής και μισθωτής, έφερε στο προσκήνιο την τελευταία περίοδο της δικτατορίας και στην πρώτη μεταπολιτευτική φάση ένα δυναμικό κοινωνικό στρώμα με λαϊκές καταβολές (όχι όμως και αντίστοιχο κοινωνικό-οικονομικό ρόλο), σε αντίθεση με τους μηχανισμούς αναπαραγωγής των μικροαστικών τάξεων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες της ώριμης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Κι αυτό σε συνθήκες κρίσης της αστικής ηγεμονίας (δικτατορική διαχείριση) και ανεπαρκούς αποκρυστάλλωσης των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν τη νέα μικροαστική τάξη, τουλάχιστον τα πλέον δυναμικά και ζωτικά της τμήματα, να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο τόσο στο αντιδικτατορικό δημοκρατικό κίνημα, όσο και στο σχηματισμό, την ιδεολογία και τη φυσιογνωμία των αριστερών πολιτικών κομμάτων, τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΚΚΕεσ. και του σημερινού του κληρονόμου ΣΥΝ. Αποτέλεσαν το διανοητικό εκείνο κοινωνικό στρώμα που διαδραμάτισε ρόλο διαμεσολάβησης στην έκφραση των λαϊκών συμφερόντων στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, εντυπώνοντας σ' αυτήν βέβαια τα δικά του ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Η επίτευξη αυτής της ηγεμονίας των δυναμικών τμημάτων της νέας μικροαστικής τάξης τόσο στο αντιδικτατορικό κίνημα όσο και στο μετέπειτα αριστερό εργατικό κίνημα έγινε εφικτή εξ αιτίας της ιστορικής ανεπάρκειας του ίδιου του ελληνικού εργατικού κινήματος να προωθήσει εγγενώς διαδικασίες πολιτικής, ιδεολογικής και κοινωνικής χειραφέτησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Ταυτόχρονα, η παρατεταμένη αδυναμία των αστικών επιχειρηματικών κέντρων να διασφαλίσουν μια σταθεροποιημένη ηγεμονία στις λαϊκές τάξεις (διαχείριση της ΝΔ στην περίοδο 1974-81), έδινε το πολιτικό περιθώριο στην ηγεμονική στο αριστερό κίνημα νέα μικροαστική τάξη να επιδιώκει να διαδραματίσει έναν αυτοτελή ρόλο μεγάλης εμβέλειας. Παρ' όλα αυτά, τα πλατειά στρώματα της εργατικής τάξης, κατ' εξοχήν της βιομηχανίας και της κοινής ωφέλειας, απωθούμενα τόσο από τα εκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά του ευρωκομμουνισμού, όσο και από τα οφθαλμοφανώς ανεπαρκή χαρακτηριστικά των ανατολικών κοινωνιών, επένδυσαν συνδικαλιστικά και πολιτικά στην ελληνική σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ), που διαμόρφωσε μια συνεκτική προοπτική κυβερνητικής διαχείρισης. Διαμορφώνοντας έτσι και εφαρμόζοντας έμπρακτα στο 1ο μισό της 10ετίας του 1980 μια πολιτική μεταρρυθμιστική στρατηγική μακροπρόθεσμης εμπέδωσης της καπιταλιστικής κυριαρχίας και συναίνεσης της πλειονότητας της εργατικής τάξης (συνδικαλιστική νομοθεσία, εισοδηματικές αυξήσεις, σύστημα υγείας, κοινωνική προνοιακή πολιτική κ.λπ.), το ΠΑΣΟΚ περιθωριοποίησε πολιτικά την αυτοτελή στρατηγική της ηγεμονικής στο αριστερό κίνημα νέας μικροαστικής τάξης. Η πολιτική αυτή εξέλιξη άρχισε να σηματοδοτεί τη σταθεροποιημένη εμπέδωση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στην ελληνική κοινωνία, πράγμα που φάνηκε ακόμη καθαρότερα μετά τη μονεταριστική στροφή του 1986 και την έναρξη της οικονομικής διαδικασίας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Επόμενο ήταν λοιπόν η μικροαστική ηγεμονική στρατηγική στο αριστερό κίνημα να περιέλθει σε κρίση, με πρώτη μαζική ένδειξη την άμεση στροφή μερίδων της νέας μικροαστικής τάξης στους κρατικούς και κυβερνητικούς μηχανισμούς. Η πολιτική συγκρότηση του ενιαίου ΣΥΝ ουσιαστικά αποτέλεσε την προσέγγιση των δύο κυρίαρχων μερίδων Σελίδα 9 / 11
των νέων μικροαστικών στρωμάτων που κυριαρχούσαν στο ΚΚΕ και στην ΕΑΡ. Η «ανίερη συμμαχία» που προέκυψε στο κυβερνητικό επίπεδο του 1989 ανάμεσα στην Ενιαία Αριστερά και στη ΝΔ στάθηκε η τελευταία απόπειρα να διαδραματίσει η νέα μικροαστική τάξη αυτοτελή πολιτικό ρόλο, ερχόμενη πλέον ευθέως σε συναλλαγή με την αστική τάξη. Η διάλυση του ενιαίου ΣΥΝ που προέκυψε αναπότρεπτα στη συνέχεια είχε σαν αποτέλεσμα τον καθαρότερο κοινωνικό διαχωρισμό στα πλαίσια της Αριστεράς: Στον εναπομείναντα σημερινό ΣΥΝ συσπειρώθηκε το σύνολο των μερίδων της νέας μικροαστικής τάξης, χωρίς σημαντική λαϊκή υπόβαση (κοινή συσπείρωση νέων μικροαστικών στρωμάτων του ΚΚΕ και ΚΚΕεσ.), ενώ στο ΚΚΕ απέμεινε η παραδοσιακή εργατική βάση και τα ηγεμονικά παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα (επαγγελματοβιοτέχνες, μεσαίοι αγρότες κ.ά.). Έτσι, με την κατίσχυση της καπιταλιστικής εξουσίας δια μέσου της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της 10ετίας του 1990, τα νέα μικροαστικά στρώματα του ΣΥΝ εγκαταλείπουν πλέον την αυτοτελή πολιτική στρατηγική και εντάσσονται ως δευτερογενής συνιστώσα στον αστικό εκσυγχρονισμό που διεκπεραιώνεται πλέον από το μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ. Απεναντίας, το ΚΚΕ, εκφράζοντας παραδοσιακά λαϊκά στρώματα υπό την ηγεμονία παραδοσιακών μικροαστικών μερίδων (που αμφότερα πλήττονται από την καπιταλιστική ανασυγκρότηση και την ευρωπαϊκή νομισματική ολοκλήρωση), εκφράζει μια αντιπολιτευτική στάση, εντυπωμένη από τα χαρακτηριστικά της "αντιμονοπωλιακότητας", του "εθνικο-πατριωτισμού" κ.λπ.. Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι σ' ολόκληρη την 25ετή μεταπολιτευτική εξέλιξη της πάλης των τάξεων στον ελληνικό καπιταλισμό, τα εργατικά συμφέροντα και επιδιώξεις προβλήθηκαν στο πολιτικό προσκήνιο κατά τρόπο στρεβλό και διαθλασμένο, είτε δια μέσου της Αριστεράς (υπό την ηγεμονική σφραγίδα της νέας όσο και παραδοσιακής μικροαστικής τάξης), είτε δια μέσου του ΠΑΣΟΚ (υπό την ηγεμονία της αστικής μεταρρυθμιστικής στρατηγικής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας). Η αντικειμενική ιστορική ανεπάρκεια της ελληνικής εργατικής τάξης σ' αυτό το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα (μορφωτική αποστέρηση, σύνδεση εργατικών στρωμάτων με την αγροτική παραγωγή, κύματα αντισυνδικαλιστικών διώξεων, αλματώδης άνοδος της ανεργίας στην τελευταία 15ετία, παραδοσιακή πρωτοκαθεδρία του «πολιτικού» έναντι του «κοινωνικού», έντονη μικροαστική ιδεολογική ηγεμονία στους κόλπους της όπως η αντίληψη της κοινωνικής ανέλιξης μέσα από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς κ.λπ.) συνέργησε έτσι ώστε η ανάδειξη των εργατικών συμφερόντων να διαμεσολαβείται από τη μικροαστική και την αστική πολιτική, με δυσμενή προφανώς κοινωνικά αποτελέσματα για τον ίδιο τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Ωστόσο, σ' αυτή την ιστορική 25ετή πορεία, αναδείχθηκαν σε τρεις κρίσιμες καμπές της, τρία διαφοροποιημένα εγχειρήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επεχείρησαν τη μαρξιστική κριτική αυτής της ηγεμονίας στην εργατική τάξη, προσπάθησαν να αναπτύξουν αυτοτελείς εργατικές πρακτικές και να χαράξουν αυτόνομους δρόμους προαγωγής των εργατικών συμφερόντων χειραφέτησης. Στην πρώτη περίπτωση, στα τέλη της 10ετίας του 1970 πρόβαλε στο προσκήνιο το εγχείρημα της ιδεολογικής μαρξιστικής κριτικής της αστικής και μικροαστικής ηγεμονίας στο αριστερό εργατικό κίνημα, με μαζική έδραση αναφοράς το φοιτητικό νεολαιίστικο κίνημα (Β' Πανελλαδική). Τα μονοδιάστατα νεολαιίστικα χαρακτηριστικά αυτής της αντικαπιταλιστικής θεωρητικής έξαρσης δεν επέτρεψαν την παραπέρα συνολική της ολοκλήρωση, ωστόσο όμως σηματοδότησαν ένα συνεχές ρεύμα του ανεξάρτητου κριτικού μαρξισμού στην ελληνική πραγματικότητα. Στη δεύτερη περίπτωση, η αυτοτελής έκφραση των σοσιαλιστικών εργατικών συμφερόντων πήρε την έκφραση του πολιτικο-συνδικαλιστικού εγχειρήματος της ΣΣΕΚ-Μετώπου των Εργαζομένων στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1980. Παρ' όλη την αμιγώς εργατική κοινωνική επάνδρωση αυτού του διαβήματος, η υποκειμενική πολιτική του ανεπάρκεια και η απουσία μαρξιστικής ιδεολογικής του επάνδρωσης οδήγησαν στην περιθωριοποίησή του (τα εργοστασιακά σωματεία που εξέφραζε οδηγήθηκαν στην παραφθορά και οι Ομοσπονδίες Κοινής Ωφέλειας στην επανενσωμάτωση). Τέλος, τελευταίο ορόσημο σ' αυτή την εξέλιξη στάθηκε η προβολή στο προσκήνιο του εγχειρήματος του ΝΑΡ-ΚΝΕ, με κύρια και πάλι τη φοιτητική νεολαιίστικη υπόβαση, κατ' εξοχήν πολιτικά χαρακτηριστικά και ανεπαρκή θεωρητική θεμελίωση (πρώτο μισό της 10ετίας του 1990). Και σ' αυτή την περίπτωση τα Σελίδα 10 / 11
χαρακτηριστικά της μήτρας γένεσης αυτού του εγχειρήματος επεκράτησαν έναντι του δυνητικού εργατικού αντικαπιταλιστικού του προσανατολισμού, οδηγώντας το στην αναποτελεσματικότητα και περιθωριοποίηση, με την εγγραφή ωστόσο σημαντικών παρακαταθηκών, κατ' εξοχήν πολιτικού (κι όχι τόσο κοινωνικού ή θεωρητικού μαρξιστικού) χαρακτήρα. Μπορεί έτσι να μην έγινε δυνατή η ολοκληρωμένη, επιτυχής, μαζική και αποτελεσματική ανάδειξη μιας εργατικής αντικαπιταλιστικής υποκειμενικότητας κατά τρόπο ταυτόχρονα ολοκληρωμένο σ' όλα τα επίπεδα (κοινωνικό, θεωρητικό, πολιτικό), ωστόσο όμως σηματοδοτήθηκε η ιστορική δυνατότητα υλικής της πραγματοποίησης μέσα σε διαφορετικές συγκυρίες της πάλης των τάξεων, πράγμα που αντιπροσωπεύει μια αναντικατάστατη ιστορική παρακαταθήκη. Στη σημερινή συγκυρία του μεταιχμίου μεταξύ του 20ού και 21ου αιώνα όπου η νεοφιλελεύθερη παραφθορά της κυβερνητικής σοσιαλδημοκρατίας έχει διαμορφώσει ένα τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης των εργαζομένων τάξεων, και όπου ταυτόχρονα η μεταρρυθμιστική έκφραση εργατικών συμφερόντων από την παραδοσιακή μικροαστική ηγεμονία αποδεικνύεται αναποτελεσματική, το ζήτημα της αυτοτελούς προώθησης της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, παρέμβασης και ολοκλήρωσης τίθεται εκ νέου με δραματικά επιτακτικούς όρους. Ήδη οι υπαρκτές ιστορικές εμπειρίες της τελευταίας 20ετίας αναδεικνύουν την αναγκαιότητα της συνδυασμένης πλέον και ολοκληρωμένης σύζευξης και των τριών παραμέτρων του εργατικού αντικαπιταλιστικού εγχειρήματος στην επικείμενη αυγή του 21ου αιώνα: Μαρξιστικής εμπέδωσης και θεωρητικού κριτικού διαφωτισμού - κοινωνικής γείωσης και εργατικής συνδικαλιστικής επάνδρωσης - πολιτικής συνολικοποίησης και καθολικής παρέμβασης στη συγκυρία. Τα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης έχουν ήδη αυτομολήσει κοινωνικά και ταυτόχρονα πολιτικά προς τον αστικό ευρωπαϊκό φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό (πολιτική έκφραση του ΣΥΝ, της Ιταλικής Αριστεράς κ.λπ.). Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική διαμεσολάβηση έχει αποποιηθεί τον ιστορικό της εαυτό και τα κλασικά ειδοποιά της χαρακτηριστικά του κυβερνητικού μεταρρυθμισμού, επιτείνοντας την κρίση εκπροσώπησης των εργαζομένων τάξεων. Απομένει μόνον ένα τμήμα των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων που διαμεσολαβεί την πολιτική στρεβλή εκπροσώπηση παραδοσιακών μερίδων της εργατικής τάξης, αντιπροσώπευση ωστόσο αναποτελεσματική και εξαιρετικά περιορισμένης εμβέλειας, στερημένη καθολικών χειραφετητικών διεξόδων (περίπτωση του ΚΚΕ). Έτσι, η αυτοτελής προβολή των άμεσων όσο και στρατηγικών συμφερόντων γενικευμένης χειραφέτησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας προβάλλει ως ζωτική αναγκαιότητα σ' όλα τα επίπεδα: Ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά. Η σημερινή απουσία των προηγούμενων πολιτικών διαμεσολαβήσεων των 10ετιών του 1970 και 1980 (νέας μικροαστικής τάξης και σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού) καθιστά αυτή την προβολή στους κεντρικούς πολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς ακόμη πιο δυσχερή απ' όσο στην προηγούμενη μεταπολιτευτική περίοδο. Ωστόσο, όμως, στο μέτρο που κατορθώνει να αρθρωθεί και στις τρεις συνιστώσες της (μαρξιστικής κριτικής, πολιτικού ριζοσπαστισμού, συνδικαλιστικής κοινωνικής ταξικότητας) προσλαμβάνει πολύ μεγαλύτερο βάθος και αμεσότητα, εύρος και στρατηγική εμβέλεια. Σελίδα 11 / 11