Α. Το βέβαιο της εκτελούμενης αξίωσης ως προϋπόθεση της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Σχετικά έγγραφα
Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

ΕΘΝΙΚΗ ΛΗΖΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΩΝ ΜΙΣΘΩΣΕΩΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΩΝ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3413, 16/6/2000

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΔΑ: 65Γ1Η-ΕΚΒ Αθήνα, 9 Ιουνίου 2017

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου στην πτώχευση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (ΚΠολΔ )

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 6537/2001

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 20 / Πριν την έναρξη της συνεδρίασης ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι υπάρχει νόμιμη απαρτία διότι σε σύνολο 7 μελών βρέθηκαν παρόντα 6.

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Αριθμ /661/2017 (Β 1403) Υπουργική Απόφαση όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει» 1. ΝΟΜΟΣ 3869/2010 ή άλλου είδους ρυθμίσεις

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

του. λόγω κατάσχεσης εις χείρας τρίτου δυνάμει της ως άνω δικαστικής αποφάσεως. Επ αυτού εκθέτω τα ακόλουθα:

ΠΡΟΣ. Το Δ.Σ. του Συνεταιρισμού Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

* ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 77

ΤΟ ΠΡΟΣΥΜΦΩΝΟ (άρθρο 166 ΑΚ)

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4565,

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3578, 22/2/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΑΠΜ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΔΜΗΕ Α.Ε. ΤΕΥΧΟΣ 3 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΑΠΜ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΔΜΗΕ Α.Ε. ΤΕΥΧΟΣ 3 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ

Διευκρινήσεις και απαντήσεις

ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΩΝ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ E2/2016 ΓΙΑ ΤΗΝ EKΜΙΣΘΩΣΗ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΑΞΟΣΤΑΣΙΩΝ ΤΗΣ Ο.ΣΥ. Α.Ε ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Επί των ως άνω θεμάτων το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδοτεί ως εξής:

Ο Διευθυντής του Τμήματος Φορολογίας έχει την δυνατότητα να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος για την είσπραξη των πιο κάτω φόρων:

ΕΘΝΙΚΗ ΛΗΖΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΩΝ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ 4/

ΤΟΜΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ:

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο Υ Π Ο Υ Ρ Γ Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Κ Ω Ν

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 12η. 1.- Άρθρο 23 Ν. 3427/2005

ΠΟΛ /06/2009 Published on TaxExperts (

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1962

Ζητήματα από τη διενέργεια του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά μέσα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4448, Ν. 80(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1962

Άρθρο 7 Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... VII Συντομογραφίες... IX

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ

Άρθρο 1 Τροποποίηση διατάξεων για τη διεξαγωγή αναγκαστικών πλειστηριασµών κινητών και ακινήτων

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

ΝΕΑ Ρύθμιση Παλαιών Ληξιπρόθεσμων Οφειλών που δημιουργήθηκαν μέχρι τις 31/12/2012 (μέχρι ).

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Ο ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ,ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΤΕΥΧΟΣ 3 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ

Υ Π Ο Δ Ε Ι Γ Μ Α Σ Υ Μ Β Α Σ ΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ. για (περιγραφή αντικειμένου σύμβασης) για την κάλυψη αναγκών της Βουλής.

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Transcript:

Α. Το βέβαιο της εκτελούμενης αξίωσης ως προϋπόθεση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Σύμφωνα με την διδασκαλία του γενικού μέρους του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης, από την δημοσίου δικαίου αξίωση αναγκαστικής εκτέλεσης 1 που έχει ο δανειστής έναντι του κράτους για την πραγματοποίηση των μέσων εκτέλεσης πρέπει να διακρίνεται η αξίωση που εκτελείται. Η αξίωση αυτή (247 ΑΚ) είναι εκδήλωση δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου 2, η ύπαρξη της οποίας βεβαιώνεται πανηγυρικά με την «ενσάρκωσή» της στον εκτελεστό τίτλο. Προκειμένου δε να παρασχεθεί δικαστική προστασία με την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης 3 θα πρέπει η αξίωση αυτή να μην εξαρτάται από αίρεση, όρο ή προθεσμία, δηλαδή να είναι βέβαιη κατά την σχετική ορολογία του προϊσχύοντος δικαίου (854 ΠολΔικ) 4. Τον κανόνα αυτό στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης εισάγει η διάταξη του άρθρου 915 ΚπολΔ. Σύμφωνα με αυτήν: «αναγκαστική εκτέλεση που αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία δεν μπορεί να γίνει πριν πληρωθεί η αίρεση ή περάσει η προθεσμία. Η πλήρωση της αίρεσης καθώς και η πάροδος της προθεσμίας, εφόσον η λήξη της δεν βρίσκεται ημερολογιακά, πρέπει να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Όταν η απόφαση ορίζει πως η εκτέλεση εξαρτάται από το αν θα συμβεί κάποιο γεγονός, το γεγονός αυτό πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό που έχει αποδεικτική δύναμη» 1. Π. Γέσιου- Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, Γενικό μέρος, εκδ.1998, σελ.41 επ. 2. Δ. Παπαστερίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου I/α, έκδ. 1994, σελ. 193 επ., Απ. Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, δεύτερη εκδ., σελ. 205 επ. 3. Για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατ άρθρο 20 παρ. 1 Σ και ότι σε αυτό περιλαμβάνεται ως αδιαμφισβήτητο περιεχόμενό του και η αναγκαστική εκτέλεση, ενδεικτικά Κ. Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2η έκδοση, σελ. 418 επ., επίσης ΟλΑΠ 19/2001 ΝοΒ 2002.685, ΟλΑΠ 21/2001 ΕλλΔνη 2002.83, βλ. επίσης και τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 5 και 95 παρ. 4 Σ σε ό,τι αφορά την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, των Ο. Τ. Α και των ν. π. δ. δ. 4. Η ίδια νομοθετική επιλογή και υπό την ισχύ της ΠολΔ, στην οποία το αρθρ. 854 παρ. 2 όριζε: «η εκτέλεσις δύναται τότε μόνον να εκβιασθή, όταν η εκτελεστή απόδοσις είναι βεβαία και προσδιωρισμένη κατά τε το ποσόν και το ποιόν». Για την διάταξη αυτή βλ. και Γ. Ι Οικονομόπουλο, παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 104/1972, Δ 1972.410 επ. 1

Με την εν λόγω διάταξη λοιπόν καθιερώνεται ως αυτοτελής 5 προϋπόθεση του κύρους οποιασδήποτε μορφής και οποιουδήποτε μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης 6, διαφορετική από την ύπαρξη του εκτελεστού τίτλου, το βέβαιο της εκτελούμενης απαίτησης (αξίωσης). Η διάταξη του άρθρου 915 ΚπολΔ περιλαμβάνει τρία εδάφια, με τα οποία διατυπώνονται τρεις διαφορετικοί κανόνες δικαίου. Το εδ. α καθιερώνει τον κανόνα ότι δεν συγχωρείται διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης αξίωσης που τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία πριν πληρωθεί η αίρεση ή πριν περάσει η προθεσμία. Το εδ. β ορίζει τον τρόπο με τον όποιο αποδεικνύονται τα πραγματικά αυτά γεγονότα, δηλαδή η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης ή η πάροδος της προθεσμίας (εφόσον η λήξη της δεν βρίσκεται ημερολογιακά), ότι δηλαδή αυτά αποδεικνύονται μόνον με δημόσιο έγγραφο ή με ιδιωτικό που έχει αποδεικτική δύναμη. Ενώ το γ εδάφιο ρυθμίζει μία παρόμοια αλλά εύλογα διακρινόμενη περίπτωση με αυτήν του εδ. α, δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία σύμφωνα με το περιεχόμενο της απόφασης η εκτέλεση εξαρτάται από το αν θα συμβεί κάποιο γεγονός, οπότε και το γεγονός αυτό θα πρέπει να λάβει χώρα προκειμένου να διενεργηθεί έγκυρη αναγκαστική εκτέλεση, ενώ η επέλευσή του αποδεικνύεται με τον ίδιο τρόπο, όπως και η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης ή η πάροδος της προθεσμίας που η λήξη της δεν προκύπτει ημερολογιακά. Ο δικαιολογητικός λόγος της εν λόγω διάταξης, με την οποία τίθεται ενώπιον του επισπεύδοντα μία περαιτέρω προϋπόθεση που πρέπει να πληροί προκειμένου να επισπεύσει έγκυρη αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η αναγκαστική εκτέλεση συνεπάγεται έντονη επέμβαση στην προσωπική και περιουσιακή σφαίρα του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη, οπότε και δεν είναι νοητό να επιχειρείται προληπτικά 7. Επειδή ακριβώς βρισκόμαστε στο στάδιο που θα υλοποιηθεί το περιεχόμενο του εκτελεστού τίτλου και όχι στο στάδιο της διαγνωστικής δίκης, όπου και είναι επιτρεπτή η προληπτική καταδίκη του οφειλέτη (69 ΚπολΔ) 5. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος Πρώτος, άρθρο 915, σελ. 190, ενδεικτικώς από την νομολογία ρητώς. ότι το βέβαιο της απαίτησης είναι αυτοτελής προϋπόθεση αναγκ. εκτέλεσης, ΕφΑθ 2603/1980, Δίκη 1980.318 επ. 6. Γ. Μητσόπουλος (γνωμοδότηση), ΝοΒ 1972.447, Ι. Μπρίνιας, ο. π. 7. Π. Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό μέρος, εκδ. σελ. 344. 2

όσο εκκρεμεί αναβλητική αίρεση ή αναμένεται η επέλευση μέλλοντος χρονικού σημείου, θα πρέπει να υπάρχει βεβαιότητα ότι η μεταβολή που πρόκειται να γίνει στην περιουσιακή ή προσωπική κατάσταση του οφειλέτη είναι πράγματι δικαιολογημένη, δεν θα πρέπει με άλλα λόγια να ικανοποιούνται αξιώσεις επισφαλείς και αβέβαιες. 8 Αναγκαίο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 915 ΚπολΔ είναι αυτή του εδ. α του άρθρου 924 ΚπολΔ, σύμφωνα με την οποία: «Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση και στην περίπτωση του άρθρου 915 και αντιγράφου του αποδεικτέου εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο αυτό». 8. Ι. Μπρίνιας, ο. π. 3

Β. Εδ. α αρθρ. 915 ΚπολΔ. Έννοια απαίτησης υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Τα στοιχεία που απαρτίζουν την νομοτυπική μορφή της διάταξης του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ είναι τα εξής: α) αναγκαστική εκτέλεση β) απαίτηση στην οποία αφορά η αναγκαστική εκτέλεση γ) απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία δ) αναγκαστική εκτέλεση πριν πληρωθεί η αίρεση ή περάσει η προθεσμία. Έννομη συνέπεια που επέρχεται όταν συντρέχουν τα παραπάνω στοιχεία είναι ότι η αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει. Ο όρος απαίτηση που χρησιμοποιείται στην διάταξη του εδ. α παραπέμπει εκ πρώτης όψεως στον όρο που χρησιμοποιείται από τον νομοθέτη του Αστικού Κώδικα και από την επιστήμη ως ταυτόσημος άλλοτε του ενοχικού δικαιώματος και άλλοτε της ενοχικής αξίωσης. 9 Ωστόσο ο όρος απαίτηση χρησιμοποιείται με ευρεία έννοια και αντιστοιχεί στην αξίωση με την έννοια της διάταξης του άρθρου 247 ΑΚ. 10 Σχετικά με την επιλογή του όρου «απαίτηση» υπήρξε αμφιταλάντευση 11 κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚπολΔ, κατά τις οποίες η συντακτική επιτροπή του σχεδίου νέου ΚπολΔ προέκρινε αρχικά τον όρο «παροχήν υπό αναβλητική αίρεσιν ή προθεσμίαν» αντί του όρου απαίτηση που είχε προτείνει στο προσχέδιό του ο εισηγητής Εμ. Μιχελάκης, ενώ στην συνέχεια η συντακτική επιτροπή επανήλθε στην αρχική διατύπωση του προσχεδίου Μιχελάκη, αναφέρεται δηλαδή ως αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης όχι η παροχή, αλλά η απαίτηση. Ενώ ο ίδιος ο εισηγητής Εμ. Μιχελάκης βεβαιώνει στο διάγραμμά του ότι ήταν απόφαση της Συντακτικής Επιτροπής να μην χρησιμοποιηθεί ο όρος αξίωση και ότι κατ ανάγκη ο όρος απαίτηση αποκτά ευρύ περιεχόμενο που αντιστοιχεί προς το περιεχόμενο της αξίωσης του άρθρου 247 ΑΚ. Αξίωση σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ είναι το δικαίωμα 9. Αστ. Κ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Γ έκδοση, σελ. 29. 10. ΣχΠολΔικ 8, σελ. 9, 111-112, Πρ. Αν. Επ. σελ. 85, ενδ. από την νομολογία ΕφΘεσ 244/1992, ΕλλΔνη 1992.1280, ΜΠρΑθ 9118/1971, Δ 1971.589. 11. βλ. σχετικώς Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τόμος 22, εκδ. 2004 σελ. 784. 4

να απαιτήσει κάποιος από άλλον μία πράξη ή μία παράλειψη. Παρόλο που η παραπάνω διάταξη χαρακτηρίζει την αξίωση ως δικαίωμα, στην πραγματικότητα οι δύο νομικές έννοιες δεν ταυτίζονται. Αξίωση είναι η ειδική εξουσία που πηγάζει από ορισμένο δικαίωμα υπέρ του φορέα του και επιτρέπει σε αυτόν να απαιτήσει από συγκεκριμένο πρόσωπο να ακολουθήσει μια τέτοια συμπεριφορά, που συμβάλλει στην ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος του ή ακόμη επιτρέπει στον φορέα να εξαναγκάσει το πρόσωπο αυτό στην ίδια συμπεριφορά. 12 Συνήθης είναι η διάκριση των αξιώσεων σε ενοχικές, εμπράγματες, οικογενειακές και κληρονομικές. 13 Όλες αυτές οι αξιώσεις του ιδιωτικού δικαίου αποτελούν το περιεχόμενο του όρου «απαίτηση» της διάταξης του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ. 14 Προκειμένου τώρα η «απαίτηση» αυτή, όπως το περιεχόμενό της προσδιορίστηκε παραπάνω, να είναι δεκτική αναγκαστικής εκτέλεσης πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως π. χ το δικαστικώς επιδιώξιμο (εναγώγιμο) αυτής. Θα πρέπει επιπλέον αυτή να είναι ώριμη ή βέβαιη. Ώριμη ή βέβαιη είναι η αξίωση που απορρέει από γεννημένο ήδη δικαίωμα και δεν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία. 15 Ο φορέας απαίτησης υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία οφείλει να αναμείνει την πλήρωση της αίρεσης ή την πάροδο της προθεσμίας και μετά να προβεί στην αναγκαστική εκτέλεση. Παρόλο που έχει ήδη πετύχει την έκδοση καταψηφιστικής δικαστικής απόφασης για την ίδια απαίτηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 69 ΚπολΔ 16, δεν μπορεί να προβεί στην εκτέλεση της απόφασης αυτής πριν την πράγματι πλήρωση της αίρεσης ή την πράγματι 12. Δ. Παπαστερίου, ο. π. 13. Απ. Γεωργιάδης, στον ΑΚ Α. Γεωργιάδη- Μ. Σταθόπουλου, τόμος Α, εκδ. 1978, 247 αρ. 4 επ., Δ. Παπαστερίου, ο. π. 14. Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τόμος 22, εκδ. 2004 σελ. 785, ΣχΠολΔικ 8, σελ. 9, 111-112. 15. ΣχΠολΔικ 8, σελ. 9, 111-112, Φραγκίστας Χ., Αστικόν δικονομικόν δίκαιον, Γεν. μέρος, Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, σελ. 144, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 1999.384. 16. Για την προληπτική δικαστική προστασία στο στάδιο της διαγνωστικής δίκης βλ. σχετικώς Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, εκδ. 1986, σελ. 127 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία I, εκδ. 2003, 439. 5

πάροδο της προθεσμίας. Ο θεμελιώδης αυτός κανόνας του άρθρου 915 ΚπολΔ είναι ανεξαίρετος. Ακόμη και στην πτώχευση, όπου κατά πλάσμα του νόμου (άρθρ. 535 παρ. 1 Ε. Ν) οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του πτωχού καθίστανται απαιτητές, οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών θα πρέπει να έχουν καταστεί πράγματι ληξιπρόθεσμες προκειμένου αυτοί να προβούν στην άσκηση της εμπράγματης αγωγής τους (665 εδ. 2 Ε. Ν). 17 Εάν η αίρεση ματαιωθεί τότε δεν τίθεται ζήτημα αναγκαστικής εκτέλεσης. 18 Η εξάρτηση της απαίτησης από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, η αβεβαιότητα δηλαδή της εκτελούμενης αξίωσης θα πρέπει να προκύπτει από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, σε αντίθεση με το βέβαιο της εκτελούμενης απαίτησης που μπορεί να προκύπτει από άλλα πέραν του εκτελεστού τίτλου έγγραφα. 19 Ωστόσο ο όρος απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που χρησιμοποιείται στην διατύπωση της νομοτυπικής μορφής της διάταξης 915 ΚπολΔ δεν είναι νομικά ακριβής. Κατά τον Αστικό Κώδικα και τα διδάγματα της θεωρίας των γενικών αρχών του αστικού δικαίου αίρεση (condicio) είναι ο περιορισμός που προστίθεται στην δήλωση βούλησης με τον οποίο η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από γεγονός μέλλον και αβέβαιο. 20 17. Λ. Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκτη έκδοση, σελ. 320, Ε. Λεβαντής, Η εν πτωχεύσει νομική θέσις του γενικού προνομιούχου πιστωτή εκδ. 1962, σελ. 31 επ., ΕφΑθ 2958/1978 Αρμ 1979.405 επ., ΕφΑθ 8958/1978, ΕΕΔ 197...627. 18. Ι. Μπρίνιας, ο. π., σελ. 197. 19. Ι. Μπρίνιας, ο. π, σελ. 190, Π. Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό μέρος, σελ. 345, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τόμος 22, εκδ. 2004 σελ. 782, Απ. Σοφιαλίδης, Η Πολιτική Δικονομία από τη θεωρία στην πράξη, Θέματα εμβάθυνσης, Β έκδοση, σελ. 497-498, Χ. Απαλαγάκη, Οι δικονομικές προεκτάσεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 (Οι όροι έγκυρης αναγκαστικής εκτέλεσης από το πιστωτικό ίδρυμα, άμυνα του καθ ου η εκτέλεση), Γνωμοδότηση, Αρμ 2003.1538 επ. (σελ. 1542). 20. Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί Αστικού Δικαίου, εκδ. όγδοη, σελ. 251 επ., Κ. Σημαντήρας, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. τέταρτη, σελ. 655 επ., Ν. Παπαντωνίου, Γενικές αρχές του Αστικού Δικαίου, τρίτη έκδοση, σελ. 449 επ., ΑΚ Α. Γεωργιάδη- Μ. Σταθόπουλου, τόμος Α, εκδ. 1978, 201 επ., Α. Ράπης, Γενικαί Αρχαί, 1969, 229 επ., Π. Φίλιος Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. 2002, σελ. 6

Ενώ προθεσμία (dies) είναι όρος που προστίθεται σε δικαιοπραξία σύμφωνα με τον οποίο η ενέργεια αυτής αρχίζει ή παύει από ορισμένο χρονικό σημείο. 21 Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι τα χαρακτηριστικά της αίρεσης και της προθεσμίας είναι ότι αυτή αποτελεί όρο που προστίθεται στην δικαιοπραξία από τα συμβαλλόμενα μέρη, ότι το γεγονός από το οποίο εξαρτάται η ενέργεια της δικαιοπραξίας πρέπει να είναι μέλλον και αβέβαιο, δηλαδή αντικειμενικώς άγνωστο εκ των προτέρων (αίρεση) ή μέλλον και βέβαιο ότι θα συμβεί αλλά αβέβαιο το πότε (προθεσμία). Ως γνωστόν τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα της δικαιοπραξίας ως ατομικού κανόνα δικαίου είναι δύο: η υπόσταση και η ενέργειά της. 22 Και ενώ η υπόσταση της δικαιοπραξίας είναι η ύπαρξή της ως νομικού γεγονότος, ως πράξης δικαίου, η ενέργεια της δικαιοπραξίας βαίνει πέραν της υπόστασης, είναι η επέλευση της έννομης συνέπειας στην οποία αυτή αποβλέπει. Η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από την πλήρωση περαιτέρω όρων, που διακρίνονται από τις προϋποθέσεις της υπόστασης και ονομάζονται όροι ενέργειας της δικαιοπραξίας. Ως όροι ενέργειας της δικαιοπραξίας χαρακτηρίζονται μεταξύ άλλων και οι όροι εκείνοι που πρέπει να συντρέχουν μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και τάσσονται από τα συμβαλλόμενα μέρη. Τέτοιοι όροι είναι κυρίως η αίρεση και η προθεσμία (201 επ. ΑΚ) από την πλήρωση ή την πάροδο της οποίας τα μέρη εξαρτούν την ενέργεια της δικαιοπραξίας. Από την αίρεση ή την προθεσμία εξαρτάται όχι η δικαιοπρακτική βούληση των μερών, αλλά η δυνάμει της βούλησης αυτής επερχόμενη έννομη συνέπεια. 23 Αναβλητική αίρεση είναι η αίρεση εκείνη που αναβάλλει την ενέργεια της δικαιοπραξίας μέχρι να συμβεί το μέλλον και αβέβαιο γεγονός (201 ΑΚ). 21. Γ. Μπαλής, ο. π, Κ. Σημαντήρας, ο. π, Ν. Παπαντωνίου, ο. π, Α. Γεωργιάδης Μ. Σταθόπουλος, ο. π, Α. Ράπης, ο. π, Π. Φίλιος, ο. π. 22. Μ. Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, εκδ. 1996, σελ. 10 επ. 23. Μ. Καράσης, ο. π, σελ. 14, Αστ. Κ. Γεωργιάδης, Έννοια εξουσιαστικής αιρέσεως σε σύμβαση κατασκευής πολυόροφης οικοδομής με αντιπαροχή (Γνωμοδότησις), Αρμενόπουλος 1986.967 επ., από τη νομολογία ρητώς ότι αίρεση και προθεσμία είναι όροι ενεργού της δικαιοπραξίας ΕφΑθ 1428/1974, Αρμ 1975.36 επ., ΕφΑθ 2388/1999, ΕλλΔνη 2000.456, ΜονΠρΧαλκίδας 50/1993, ΕλλΔνη 1994.1158 επ., ΜπρΑθ 16989/1988 Δ 1990.679 επ. 7

Κατά το στάδιο που εκκρεμεί η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης (ηρτημένη αίρεση), οπότε και είναι αβέβαιο εάν αυτή θα πληρωθεί ή όχι, η δικαιοπραξία δεν αναπτύσσει μεν τις έννομες συνέπειές της, με αποτέλεσμα επί υποσχετικής δικαιοπραξίας υπό αναβλητική αίρεση ο υποσχεθείς να μην είναι ακόμη οφειλέτης 24, μπορεί όμως να εναχθεί προληπτικά από τον αντισυμβαλλόμενο του δυνάμει της ρύθμισης του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε ΚπολΔ, οπότε και αν γίνει δεκτή η σχετική αγωγή η καταδίκη του εναγομένου απαγγέλλεται για το χρονικό σημείο πλήρωσης της αίρεσης (69 παρ. 2 εδ. γ ). Επί εκποιητικής δικαιοπραξίας υπό αναβλητική αίρεση αυτός που προέβη στην διάθεση με την κατάρτιση της εκποιητικής δικαιοπραξίας δεν παύει να είναι φορέας του δικαιώματος και διατηρεί όλες τις εξουσίες που απορρέουν από αυτό, ακόμη και την εξουσία περαιτέρω διάθεσής του, παρόλο που η διάθεση αυτή θα καταστεί άκυρη μόλις η αίρεση πληρωθεί κατ άρθρο 206 ΑΚ. Επιπλέον στο στάδιο εκκρεμότητας της αίρεσης ο υπό αίρεση δικαιούχος, αυτός δηλαδή που θα αποκτήσει περιουσιακή ωφέλεια όταν πληρωθεί η αίρεση αποκτά δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο έχει την ίδια φύση με το πλήρες δικαίωμα το οποίο εκκρεμεί, είναι κληρονομητό και απαλλοτριωτό (αν και το πλήρες δικαίωμα έχει τις ιδιότητες αυτές) 25 και μπορεί να το προστατεύσει με την λήψη ασφαλιστικών μέτρων και άσκηση αναγνωριστικής (70 ΚπολΔ) ή καταψηφιστικής αγωγής (69 παρ. 1 περ. ε και παρ. 2 εδ. γ ΚπολΔ). Η αναβλητική αίρεση αντιδιαστέλλεται προς την διαλυτική αίρεση, με την προσθήκη της οποίας η ανατροπή των αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας εξαρτάται από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο, οπότε και μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση (202 ΑΚ). Ομοίως με την αίρεση και η προθεσμία διακρίνεται σε αναβλητική, όταν τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας πρόκειται να αρχίσουν από ορισμένο χρονικό σημείο, και σε διαλυτική, όταν τα αποτελέσματα παύουν από ορισμένο χρονικό σημείο. 26 24. Μ. Καράσης, ο. π 25. Απόστολος Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, δεύτερη έκδοση, σελ. 481. 26. Γ. Μπαλής, ο. π, Κ. Σημαντήρας, ο. π, Ν. Παπαντωνίου, ο. π, Α. Γεωργιάδης Μ. Σταθόπουλος, ο. π, Α. Ράπης, ο. π, Π. Φίλιος, ο. π 8

Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει το συμπέρασμα ότι κατά νομική ακριβολογία δεκτική αναβλητικής αίρεσης ή προθεσμίας είναι η δικαιοπραξία και όχι η αξίωση που πηγάζει από αυτήν ως έννομη συνέπειά της. Συνεπώς όταν η διάταξη του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ κάνει λόγο για αναγκαστική εκτέλεση που αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, στην πραγματικότητα εννοεί αναγκαστική εκτέλεση αξίωσης με την έννοια 247 ΑΚ η οποία απορρέει από δικαίωμα το οποίο πηγάζει ως έννομη συνέπεια από δικαιοπραξία, στην οποία έχει τεθεί συμβατικώς, δηλαδή με συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, ως όρος αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Σύμφωνα δε με τον όρο αυτό αναβάλλονται οι έννομες συνέπειες της εν λόγω δικαιοπραξίας μέχρι να συμβεί το αιρετικό γεγονός ή να επέλθει το βέβαιο χρονικό σημείο που τοποθετείται στο μέλλον. Με άλλα λόγια ο σχετικός αυτός όρος δεν ανήκει στο πραγματικό της δικαιοπραξίας, δηλαδή στα στοιχεία αυτά τα οποία είναι απαραίτητα και αρκετά ώστε η δικαιοπραξία να γεννηθεί και να υπάρξει ως τέτοια, αλλά στα στοιχεία αυτά που πρέπει να συντρέχουν ώστε η δικαιοπραξία να ενεργήσει. Η έννοια της αίρεσης και η έννοια της προθεσμίας είναι νομικές έννοιες που συνδέονται απαραιτήτως με μία δικαιοπραξία, είναι όροι αυτής, είναι ενδεχόμενα αλλά όχι απαραίτητα στοιχεία αυτής. Ωστόσο όλες οι αξιώσεις του ουσιαστικού δικαίου, όλες δηλαδή οι αξιώσεις που αποτελούν αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, πηγάζουν από μία δικαιοπραξία; Δεν υπάρχουν δικαιώματα και συνεπώς οι από αυτά απορρέουσες αξιώσεις που έχουν ως γενεσιουργό λόγο όχι μία δικαιοπραξία αλλά τον νόμο; Υπάρχουν έννομες σχέσεις που πηγάζουν απευθείας από τον νόμο, όπως π. χ ο γάμος, η ενοχή από αδικοπραξία (914 επ. ΑΚ), η ενοχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ), η ενοχή από τις διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση μίας σύμβασης (197-198 ΑΚ) και έννομες σχέσεις που πηγάζουν αμέσως από την ιδιωτική βούληση και εμμέσως από τον νόμο (361 ΑΚ) 27. Στις έννομες σχέσεις, λοιπόν, που πηγάζουν ευθέως από τον νόμο, δημιουργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις χωρίς να έχει διατυπωθεί εκ 27. Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, δεύτερη έκδοση, σελ. 184, Hans Thoma, Bürgerliches Recht, Allgemeiner Teil, Verlag Kohlhammer, s. 27, ο οποίος διακρίνει τρία βασικά θεμέλια της αξίωσης κατ άρθρο 247 ΑΚ, τον νόμο, την σύμβαση και την οιονεί συμβατική σχέση (με παράδειγμα την culpa in contrahendo). 9

μέρους των μερών της έννομης σχέσης δήλωση βούλησης και δη δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης και άρα λείπει το αναγκαίο «βάθρο» για να τοποθετηθεί ως όρος η αίρεση ή η προθεσμία. Όταν λοιπόν ανακύπτει ζήτημα αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση αξίωσης που απορρέει από μια τέτοια έννομη σχέση δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διάταξης του εδ. α του άρθρ. 915 ΚπολΔ για τον λόγο ακριβώς, όπως εκτίθεται παραπάνω, ότι πριν λάβουν χώρα τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που συνιστούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των συγκεκριμένων κανόνων δικαίου, οπότε και δημιουργείται το πρώτον η ex lege έννομη σχέση, τα μέρη της έννομης αυτής σχέσης δεν συνέδεε κανένας δικαιοπρακτικός δεσμός 28. Ο ζημιωθείς από υπαίτια πράξη ή παράλειψη άλλου αποκτά ενοχικό δικαίωμα προς αποκατάσταση της ζημίας του με το που θα συντρέξουν όλοι οι όροι του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Αν δεν εξαρτηθεί η εν λόγω αξίωση του ζημιωθέντα από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία διαμέσου κάποιας δικαιοπραξίας μεταξύ αυτού και του υπαίτιου της ζημίας ή του αντικειμενικώς ευθυνόμενου για αυτήν, ως ανεξάρτητου από την αδικοπραξία νομικού γεγονότος, τότε δεν τίθεται ζήτημα εξάρτησης της αξίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι η διάταξη του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ με την αναφορά της στην αναβλητική αίρεση και προθεσμία, εννοεί την δικαιοπρακτική αναβλητική αίρεση και προθεσμία, δηλαδή την εξάρτηση που καθιερώνει η αυτόνομη ιδιωτική βούληση σχετικά με την επέλευση των έννομων συνεπειών της δικαιοπραξίας από το αν και όταν συντελεστεί μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός (201, 210 ΑΚ). Η αναβλητική αίρεση με την παραπάνω έννοια χαρακτηρίζεται κατά την διδασκαλία των γενικών αρχών του αστικού δικαίου ως γνήσια αίρεση, αντιδιαστέλλοντας την προς τις λεγόμενες καταχρηστικές αιρέσεις. Θα επιχειρηθεί στο σημείο αυτό να οριοθετηθεί το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 915 ΚπολΔ σε σχέση με τις λεγόμενες καταχρηστικές αιρέσεις, αν δηλαδή στο στοιχείο της νομοτυπικής μορφής της εν λόγω διάταξης «απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση», ως αίρεση νοείται και η καταχρηστική αίρεση. Χρήσιμα στην προσπάθεια αυτή θα είναι και τα πορίσματα από την 28. ΕφΑθ 2386/2006, Δ/νη 2006.1467. 10

ερμηνεία της αντίστοιχης, στο πεδίο της διαγνωστικής δίκης, διάταξης του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. ε ΚπολΔ. Καταχρηστικές αιρέσεις είναι σύμφωνα με την διάκριση της θεωρίας των γενικών αρχών του αστικού δικαίου οι εξής: α) οι λεγόμενες αιρέσεις δικαίου ή νομικές αιρέσεις (condiciones juris) οι οποίες αναφέρονται σε γεγονός που καθιερώνεται από τον νόμο ως απαραίτητο στοιχείο, ως προϋπόθεση ή για την κατάρτιση ή για την ενέργεια δικαιοπραξίας. 29 Η νομική αίρεση είναι μία περιττή προσθήκη σε μία καθαρή (χωρίς αίρεση) δικαιοπραξία ως προς την οποία κατ αρχή τίποτα άλλο δεν θα ισχύσει πέρα από όσα προβλέπει ήδη ο νόμος. 30 Δεν προσθέτει τίποτα παραπάνω από αυτό που προβλέπει ο νόμος. 31 Η αίρεση δικαίου είναι στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, κάτι δηλαδή που απαιτείται για να επέλθει η έννομη συνέπεια και όχι για να ενεργοποιηθεί η έννομη συνέπεια που έχει επέλθει και αδρανεί. 32 β) οι αιρέσεις που αναφέρονται σε γεγονός παρελθόν ή παρόν, το οποίο αγνοούν οι δικαιοπρακτούντες (π. χ ο Γ εκμισθώνει στον Δ διαμέρισμα υπό την αίρεση να μην το έχει ήδη εκμισθώσει ο αντιπρόσωπός του σε άλλον). Ενώ δηλαδή οι γνήσιες αιρέσεις αναφέρονται σε γεγονός αντικειμενικώς αβέβαιο, οι εν λόγω αιρέσεις αναφέρονται σε γεγονός υποκειμενικώς μόνο αβέβαιο 33. Σε αυτήν την περίπτωση δεν υφίσταται στάδιο κατά το οποίο η αίρεση είναι ηρτημένη, αλλά τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας επέρχονται ανάλογα με το αν έχει συμβεί ή όχι το γεγονός. 34 Δεν αποκλείεται εντούτοις από την ερμηνεία συγκεκριμένης δικαιοπραξίας να προκύπτει ότι οι δικαιοπρακτούντες θέλησαν να εξαρτήσουν την ενέργεια της όχι από το κατά πόσο ορισμένο γεγονός αληθεύει ή δεν αληθεύει, αλλά από την ως προς το γεγονός αυτό (για το οποίο υπάρχει αντικειμενική βεβαιότητα) άρση της υποκειμενικής αβεβαιότητας ή άγνοιας των μερών. 35 29. Ν. Παπαντωνίου, Γενικές αρχές του Αστικού Δικαίου, τρίτη έκδοση, σελ. 449 επ. 30. Κ. Σημαντήρας, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. τέταρτη, σελ. 655 επ. 31. Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, δεύτερη έκδοση, σελ. 476. 32. Κ. Μπέης, παρατηρήσεις υπό την ΜΠρΑθ 16989/1988, Δ 1990.679 επ. 33. Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, ο. π. 34. Ν. Παπαντωνίου, ο. π. 35. Κ. Σημαντήρας, ο. π. 11

γ) οι λεγόμενες αναγκαίες αιρέσεις, δηλαδή αιρέσεις που αναφέρονται σε γεγονός το οποίο θα πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε (όπως π. χ ο θάνατος προσώπου), οπότε στην πραγματικότητα πρόκειται για προθεσμία, δεδομένου ότι η επέλευση του μελλοντικού γεγονότος είναι βέβαιη. 36 Από τις προαναφερόμενες κατηγορίες καταχρηστικών αιρέσεων η περίπτωση της αναγκαίας αίρεσης εντάσσεται χωρίς πρόβλημα στο πεδίο εφαρμογής της 915 ΚπολΔ, μια και αποτελεί στην ουσία προθεσμία με την έννοια της 210 ΑΚ. Αλλά και για την καταχρηστική αίρεση που αναφέρεται σε παρελθόν ή παρόν γεγονός για το οποίο υπάρχει υποκειμενική αβεβαιότητα των δικαιοπρακτούντων ομοίως δεν ανακύπτει ερμηνευτική δυσχέρεια, αφού στην μεν περίπτωση που τα μέρη έχουν εξαρτήσει την ενέργεια της δικαιοπραξίας από το αν έχει συμβεί ή όχι ορισμένο γεγονός η δικαιοπραξία είτε αναπτύσσει αμέσως τα αποτελέσματά της είτε ματαιώνεται οριστικά αναλόγως με το από ποιο ενδεχόμενο έχει εξαρτηθεί η ενέργειά της, οπότε και στην κάθε περίπτωση από αυτές δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της 915 ΚπολΔ, στην δε περίπτωση που η ενέργεια της δικαιοπραξίας αναβάλλεται μέχρι την άρση της υποκειμενικής αυτής αβεβαιότητας, την άρση της άγνοιας των μερών σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα, εφαρμόζεται κανονικά η 915 ΚπολΔ, εφόσον έχουμε ενώπιον μας μία τυπική αναβλητική αίρεση με την έννοια της 201 ΑΚ, αφού το μέλλον και αβέβαιο γεγονός συνίσταται εδώ στο αν θα αρθεί η υποκειμενική άγνοια των μερών για ένα άλλο γεγονός παρελθόν ή παρόν. Συνεπώς σε αμφιβολία τίθεται μόνον το ζήτημα αν η λεγόμενη αίρεση δικαίου ή νομική αίρεση είναι η περίπτωση αίρεσης που εννοεί η 915 ΚπολΔ. Από την ανάλυση που προηγήθηκε έχει προσδιοριστεί το περιεχόμενο της νομικής έννοιας αίρεση δικαίου και της νομικής έννοιας (δικαιοπρακτική) αναβλητική αίρεση. Εφόσον η (δικαιοπρακτική) αναβλητική αίρεση κατ άρθρο 201 ΑΚ αποτελεί το αναμφισβήτητο περιεχόμενο της αίρεσης της 915 ΚπολΔ, μένει να δούμε πόσο διαφέρει η αίρεση δικαίου από την αίρεση με την έννοια της 201 ΑΚ προκειμένου να διαπιστωθεί αν και αυτή είναι αίρεση της 915 ΚπολΔ, καθώς δεν είναι δυνατόν υπό τον όρο αίρεση της 915 ΚπολΔ να νοούνται αιρέσεις με τόσο διαφορετικό περιεχόμενο. 36. Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, ο. π, Ν. Παπαντωνίου, ο. π, Κ. Σημαντήρας, ο. π. 12

Όπως εκτέθηκε και παραπάνω, όταν δόθηκε ο ορισμός της έννοιας της αίρεσης δικαίου, αυτή είναι όρος ή προϋπόθεση κανόνα δικαίου, δηλ. στοιχείο της νομοτυπικής μορφής αυτού. Δεν είναι συνεπώς όρος που προστίθεται με συμφωνία των μερών σε δικαιοπραξία. Ως προς αυτό οι δύο αιρέσεις διαφέρουν ριζικά. Αλλά και ως προς την λειτουργία τους οι δύο αιρέσεις διαφέρουν. Η μεν αίρεση δικαίου πρέπει να συντρέχει για να επέλθει η έννομη συνέπεια του κανόνα δικαίου, που μπορεί να είναι η γέννηση ενός δικαιώματος ή μίας υποχρέωσης (όπως π. χ η λύση ή η ακύρωση του γάμου ή η υπερτριετής διακοπή της συμβίωσης των συζύγων προκειμένου να γεννηθεί το ενοχικό δικαίωμα για απόδοση της συμμετοχής του ενός συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου κατά την διάρκεια του γάμου κατ άρθρο 1401 επ ΑΚ 37 ή η συμφωνία για το τίμημα ως ουσιώδες στοιχείο για να υπάρξει σύμβαση πώλησης) ενώ η αναβλητική αίρεση κατ άρθρο 201 ΑΚ όταν υπάρχει ως όρος σε μία δικαιοπραξία εμποδίζει την ενεργοποίηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχουν ήδη γεννηθεί από και με την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Επί αίρεσης δικαίου λοιπόν, όσο δεν υφίσταται ο εν λόγω όρος δεν μπορεί να γίνει λόγος για έννομη συνέπεια, στα παραδείγματα δηλαδή που αναφέρθηκαν δεν μπορεί να γίνει λόγος για αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα ή για κατάρτιση σύμβασης πώλησης. Αντιθέτως η αναβλητική αίρεση κατ άρθρο 201 ΑΚ βαίνει πέρα από την υπόσταση ενός δικαιώματος ή μιας δικαιοπραξίας και λειτουργεί στον χώρο της ενέργειας αυτών. Προκύπτει συνεπώς το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω αιρέσεις διαφέρουν σημαντικά. Συνεπώς υπό έντονη αμφισβήτηση τίθεται η ερμηνευτική αυτή κατεύθυνση σύμφωνα με την οποία στον όρο «απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση» της 915 ΚπολΔ περιλαμβάνεται και η αίρεση δικαίου 38, γιατί ακριβώς αφενός υπό τον όρο αίρεση της 915 ΚπολΔ δεν μπορεί να νοούνται τόσο εννοιολογικά και λειτουργικά αντίθετες μεταξύ τους αιρέσεις και αφετέρου απαίτηση υπό αίρεση δικαίου, σύμφωνα με το περιεχόμενο που δόθηκε σε αυτήν, δεν είναι νοητή. Όσο δεν εκπληρώνεται η λεγόμενη αίρεση δικαίου δεν υφίσταται απαίτηση και αφού εκπληρωθεί ολοκληρώνει τον σκοπό της με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνυπάρξει με 37. ΑΠ 1590/2005 Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 16989/1988, Δ 1990.679 επ, με παρατηρήσεις Κ. Μπέη. 38. Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τόμος 22, εκδ. 2004 σελ. 785-786. 13

μία απαίτηση. Επιπλέον και στην περίπτωση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 69 ΚπολΔ περ. ε ( «Επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και».«αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος») υπό τον όρο αίρεση ή επέλευση γεγονότος δεν περιλαμβάνεται και η λεγόμενη αίρεση δικαίου και τούτο διότι απαραίτητη προϋπόθεση για να ζητηθεί οριστική δικαστική προστασία με την διάταξη αυτή είναι ότι το επίδικο δικαίωμα είναι γεννημένο, αλλά δεν είναι ακόμη απαιτητό 39. Ενώ στην περίπτωση της αίρεσης δικαίου το δικαίωμα δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Τίθεται βεβαίως εύλογα το ερώτημα μήπως η περίπτωση της αίρεσης δικαίου εμπίπτει στην έννοια «επέλευση γεγονότος» της εν λόγω διάταξης, μια και η διάταξη απομακρύνθηκε εν μέρει από τους τεχνικούς όρους «προθεσμία» και «αίρεση» και προσέφυγε και σε ευρύτερες διατυπώσεις (επέλευση γεγονότος) για να καλύψει ακόμη και δογματικά αμφίβολες περιπτώσεις. 40 Με άλλα λόγια αν είναι νοητό υπό την περ. ε της 69 παρ. 1 ΚπολΔ να παρέχεται προληπτική δικαστική προστασία σε μελλοντικά δικαιώματα, γιατί ακριβώς ένα δικαίωμα για το οποίο εκκρεμεί η επέλευση αίρεσης δικαίου δεν είναι ακόμη υπαρκτό αλλά μελλοντικό. Στο ερώτημα αυτό η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Οι συντάκτες του ΚπολΔ αποδέχθηκαν μεν την παροχή δικαστικής προστασίας για μελλοντικό δικαίωμα, στην περίπτωση όμως που η γέννηση του δικαιώματος αυτού εξαρτάται από την έκδοση δικαστικής απόφασης (69 παρ. 1 περ. δ ΚπολΔ). Π. χ σε αγωγή για δικαστική αναγνώριση τέκνου σωρεύεται και αίτημα για επιδίκαση διατροφής ή σε αγωγή διαζυγίου σωρεύεται και αίτημα για επιδίκαση μεταγαμιαίας διατροφής. Το δικαίωμα της διατροφής είναι μελλοντικό με την έννοια ότι δεν γεννιέται προτού αναγνωριστεί ότι το παιδί κατάγεται όντως από τον εναγόμενο ή προτού λυθεί ο γάμος στην περίπτωση της μεταγαμιαίας διατροφής. Αλλά εδώ το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, δηλαδή η έκδοση ευνοϊκής απόφασης για την πρώτη από τις σωρευόμενες αγωγές είναι ενδοδιαδικαστικό γεγονός, του 39. Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία I, εκδ. 2003, σελ. 440, ΑΠ 829/1980, ΝοΒ 1981.83, ΜΠρΑθ 16989/1988, Δ 1990.679 επ., με σύμφωνες παρατηρήσεις Κ. Μπέη, παρόλο που ο ίδιος υποστηρίζει ότι στην αίρεση της 915 περιλαμβάνονται όλες οι καταχρηστικές αιρέσεις, μεταξύ δε αυτών και η αίρεση δικαίου. 40. Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, εκδ. 1986, σελ. 129. 14

οποίου η επέλευση γίνεται αμέσως ορατή μέσα στην ίδια διαδικασία, τόσο για το δικαστήριο όσο και για τους διαδίκους, ώστε να μην δικαιολογείται αμφιβολία και αβεβαιότητα δικαίου 41. Αντίθετα στην περ. ε της 69 παρ. 1 ΚπολΔ, γίνεται λόγος για δικαίωμα που εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος, δηλαδή για δικαίωμα ήδη υπαρκτό, αφού η περίπτωση του μελλοντικού δικαιώματος ρυθμίζεται από την περ. δ της διάταξης. Πότε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρ. 915 ΚπολΔ είναι ζήτημα συνήθως δυσχερές και δυσδιάγνωστο 42. Παρόλο που στην νομοτυπική μορφή της διάταξης του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ περιέχεται η αφηρημένη νομική έννοια «απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία», όπως το περιεχόμενο αυτής επιχειρήθηκε να προσδιοριστεί με τα παραπάνω, η νομολογία εφάρμοσε την εν λόγω διάταξη και σε περιπτώσεις που η εκτελούμενη αξίωση εξαρτιόταν όχι από κάποια δικαιοπρακτική αναβλητική αίρεση ή προθεσμία αλλά από κάποιον όρο που ετίθετο από τον νόμο. Προκειμένου λοιπόν να προσδιοριστεί κατά έναν όσο το δυνατόν πιο επαρκή τρόπο το εύρος εφαρμογής της εν λόγω διάταξης πρέπει να παρατεθούν περιπτώσεις στις οποίες ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής της εν λόγω διάταξης. Β. 1. Περιπτωσιολογία απαιτήσεων υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία (915 εδ. α ). Εφαρμόζεται η διάταξη του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ όταν εκτελεστός τίτλος είναι καταψηφιστική δικαστική απόφαση που εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του άρθρου 69 ΚπολΔ. 43 Συγκεκριμένα, αν ο εναγόμενος καταδικάστηκε σε παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή, αλλά συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου προτού επέλθει το χρονικό αυτό σημείο (69 παρ. 1 περ. α ΚπολΔ), η αναγκαστική εκτέλεση θα γίνει τηρουμένων των επιταγών του άρθρου 915 ΚπολΔ. Συνεπώς μπορούν να 41. Κ. Μπέης, παρατηρήσεις υπό την ΜπρΑθ 16989/1988, Δ 1990.679 επ. 42. Ι. Μπρίνιας. ο. π, σελ. 198. 43. Ι. Μπρίνιας. ο. π, σελ. 199. 15

ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή τους. 44 Μπορεί να ζητηθεί η απόδοση του μισθίου λόγω λήξης της σύμβασης μίσθωσης 45 πριν περάσει ο χρόνος λήξης της ή λόγω λήξης του χρόνου παράτασής της πριν την λήξη του χρόνου αυτού 46 ή λόγω καθυστέρησης μισθωμάτων 47 ή για ιδιόχρηση 48 πριν περάσει η προθεσμία ενέργειας της καταγγελίας. Ομοίως παραδεκτή η αγωγή από τον αγοραστή του δικαιώματος υψούν, ο οποίος αποκτά δικαίωμα προσδοκίας για την κτήση πλήρους δικαιώματος κυριότητας όταν κτιστεί η οικοδομή, κατά της εναγομένης συνιδιοκτήτριας η οποία πραγματοποίησε αυθαίρετες εργασίες στο δώμα με αίτημα για άμεση καταδίκη, οπότε το δικαστήριο θα διατάξει την καταψήφιση όχι αμέσως, αλλά άμα επέλθει το χρονικό σημείο 49. Αλλά η αναγκαστική εκτέλεση σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα αρχίσει μετά την επέλευση του επίμαχου χρονικού σημείου. Ομοίως εφαρμόζεται η διάταξη του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ και στην περίπτωση ε της παρ. 1 του άρθρου 69 ΚπολΔ, όταν το επίδικο δικαίωμα του ενάγοντα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος οπότε και ναι μεν η καταδίκη του εναγομένου γίνεται προληπτικά, όμως η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν την πλήρωση της αίρεσης ή την επέλευση του γεγονότος και χωρίς την απόδειξη με τον τρόπο που απαιτεί η 915 ΚπολΔ των γεγονότων αυτών 50. 44. ΑΠ 294/2001 ΕλλΔνη 2001.692, ΑΠ 597/2006 ΧρΙΔ 2007.170. 45. ΑΠ 118/1976 ΝοΒ 1977.623, ΑΠ 326-327/1996 ΕλλΔνη 1996.1598, ΑΠ 865/1999 ΕΕΝ 2000.724, ΑΠ 594/2003 ΕΔΠΟΛΥΚ 2003.382, ΕφΑθ 4920/2004 ΕΔΠΟΛΥΚ 2004.360, ΕφΑθ 36/2005 Δ/νη 2005.901, ΜονΠρΚω 1716/2005 Αρμ 2006.1580. 46. ΑΠ 388/1997 ΕλλΔνη 1997.1821. 47. ΑΠ 598/1991 ΕλλΔνη 1991.787 48. ΑΠ 578/1991 ΕλλΔνη 1991.1251, ΑΠ 601/1991 ΕλλΔνη 1991.1250, ΑΠ 1037/1998 ΕλλΔνη 1998.1599, ΕφΑθ 1599/2006 Δ/νη 2006.1113. 49. ΑΠ 1377/2004 ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ 2005.33. 50. Νομολογία για 69 ε (εκκρεμεί) 16

Συνήθης είναι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στην περίπτωση που η εκτέλεση επισπεύδεται βάσει συμβολαιογραφικού εγγράφου. Επειδή στα συμβολαιογραφικά έγγραφα απαντώνται συχνά όροι, ρήτρες και ειδικές συμφωνίες (361 ΑΚ) διαμέσου των οποίων εξαρτάται η γέννηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οπότε και ανακύπτει το σε κάποιες περιπτώσεις δυσχερές ζήτημα της ερμηνείας όλων αυτών των όρων και ρητρών, αν δηλαδή οι εν λόγω εκφάνσεις της ελευθερίας των συμβάσεων συνιστούν αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, οπότε και θέτουν σε εφαρμογή την διάταξη του άρθρου 915 ΚπολΔ όταν προκύπτει ζήτημα αναγκαστικής εκτέλεσης των αξιώσεων που ενσαρκώνονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο. Εκτελείται το πωλητήριο συμβόλαιο όταν συμφωνείται ότι ο πωλητής που παρακρατεί την κατοχή οφείλει να την παραδώσει σε κάθε περίπτωση σε ορισμένη (δήλη) ημέρα ή εντός ορισμένης προθεσμίας, οπότε η εκτέλεση χωρεί ευθύς μόλις εκπνεύσει η προθεσμία αυτή 51. Σε αγοραπωλησία ακινήτου ο αγοραστής εξοφλεί μέρος του τιμήματος πλην της τελευταίας δόσης αυτού που είναι καταβλητέα σε δήλη ημέρα συγχρόνως με την παράδοση του ακινήτου εκ μέρους του πωλητή. Πρόβλεψη στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ότι η αποπεράτωση του διαμερίσματος αποδεικνύεται με τεχνική έκθεση του επιβλέποντα μηχανικού και ότι ο εργολάβος πωλητής υποχρεούται να προσκαλέσει νόμιμα και εμπρόθεσμα τον αγοραστή στην δήλη ημέρα και να του παραδώσει το ακίνητο. Η αξίωση του πωλητή για την τελευταία δόση του τιμήματος τελεί υπό προθεσμία (δήλη ημέρα παράδοσης) σε συνδυασμό με την αναβλητική αίρεση της αποπεράτωσης του ακινήτου κατά την ημέρα αυτή και την πρόσκληση του οφειλέτη διαμέσου δικαστικού επιμελητή να παραλάβει το ακίνητο. 52 Σε αγοραπωλησία ακινήτου ομοίως εξοφλείται πλήρως το τίμημα από τον αγοραστή και καθορίζεται δήλη ημέρα για την παράδοση του ακινήτου από τον πωλητή. Η αξίωση του αγοραστή για παράδοση του ακινήτου τελεί στην συγκεκριμένη περίπτωση υπό προθεσμία. Με την παρέλευση της δήλης ημέρας παράδοσης ο πωλητής καθίσταται υπερήμερος και ο συμβολαιογράφος χορηγεί αφόβως απόγραφο για την αποβολή του πωλητή από το ακίνητο. 53 51. Α. Αθανασόπουλος, Η βεβαία απαίτηση στα συμβολαιογραφικά έγγραφα, ΝοΒ 1991.663 επ. 52. Α. Αθανασόπουλος, ο. π. 17

Όταν με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο συμφωνήθηκε να πουληθεί και να μεταβιβαστεί κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ποσοστό σε φορτηγό αυτοκίνητο, ενώ ταυτοχρόνως παραδόθηκε στον από το προσύμφωνο αγοραστή η χρήση και κατοχή του αυτοκινήτου με την ταυτόχρονη όμως συμφωνία ότι σε περίπτωση παραβίασης από τον αγοραστή έστω και μίας από τις υποχρεώσεις που αυτός ανέλαβε με το συμβολαιογραφικό αυτό έγγραφο ο πωλητής θα δικαιούται να αφαιρέσει από τα χέρια του την χρήση και κατοχή του αυτοκινήτου. Κρίση ότι η αξίωση του πωλητή περί αφαίρεσης του αυτοκινήτου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της μη εκπλήρωσης εκ μέρους του αγοραστή έστω και μίας των υποχρεώσεών του. 54 Με συμβολαιογραφικό έγγραφο πωλούνται και μεταβιβάζονται κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή δύο διαμερίσματα οικοδομής. Από το συνολικώς συμφωνηθέν τίμημα μέρος αυτού, δηλ. οι τελευταίες διακόσιες χιλιάδες (200.000) δρχ. συμφωνείται να καταβληθεί σε τέσσερις μηνιαίες άτοκες δόσεις των πενήντα χιλιάδων (50.000) δρχ. η κάθε μία και υπό τον όρο ότι θα έχουν παραδοθεί τα πωληθέντα διαμερίσματα. Για την περίπτωση καθυστέρησης δύο οποιονδήποτε δόσεων του πιστωμένου τιμήματος θα καθίστανται απαιτητές και ληξιπρόθεσμες και οι λοιπές δόσεις. Ακόμη με όρο του συμβολαιογραφικού έγγραφου πώλησης συμφωνήθηκε ότι η παράδοση των διαμερισμάτων θα γίνει με υπογραφή πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής. Κρίση ότι η απαίτηση του πωλητή για το υπόλοιπο του τιμήματος που πιστώθηκε τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της παράδοσης των πωληθέντων διαμερισμάτων, η πλήρωση της οποίας κατά ρητή πρόβλεψη του συμβολαίου αποδεικνύεται με πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής υπογραφόμενο μεταξύ των συμβαλλομένων. 55 Με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο αναλαμβάνεται η υποχρέωση από τον αφενός συμβαλλόμενο να πουλήσει και να μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή προς τον αφετέρου συμβαλλόμενο τμήμα οικοπέδου αντί ανάλογου τιμήματος καταβλητέου σε δόσεις. Ρητά συμφωνείται ότι πέντε από τις ορισθείσες δόσεις του πιστωμένου τιμήματος, δηλαδή η τέταρτη ως και η όγδοη, δεν θα 53. Α. Αθανασόπουλος, ο. π. 54. ΜονΠρΙωαν 74/1976 Αρμ 1976.779 επ. 55. ΕφΑθ 4168/1983 Αρμ 1984.316 επ. 18

καταβληθούν από τον αγοραστή αν προηγουμένως ο πωλητής δεν εξοφλήσει δική του χρηματική οφειλή προς τρίτον. Κρίση ότι η αξίωση του πωλητή για καταβολή των ανωτέρω δόσεων του τιμήματος τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της εξόφλησης της δικής του χρηματικής οφειλής προς τρίτο, χωρίς την πλήρωση της οποίας και την συγκοινοποίηση μαζί με την επιταγή του εγγράφου που αποδεικνύει την πλήρωση της δεν μπορεί να επισπευσθεί έγκυρη αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση της αξίωσης αυτής. 56 Με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο αναλαμβάνεται η υποχρέωση από την αφενός συμβαλλόμενη εργολάβο εταιρία να πωλήσει και μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή προς τον αφετέρου συμβαλλόμενο ένα διαμέρισμα- γραφείο οικοδομής με την συμφωνία ότι σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της οριστικής σύμβασης ο υπαίτιος αυτής θα καταβάλλει στον αναίτιο ως ποινική ρήτρα το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δρχ. Ο αγοραστής εκπλήρωσε πλήρως τις με το προσύμφωνο αναληφθείσες υποχρεώσεις του, η κατάρτιση της οριστικής σύμβασης ματαιώθηκε από υπαιτιότητα της εργολάβου εταιρίας η οποία κηρύχθηκε έκπτωτη από τους οικοπεδούχους εξαιτίας υπέρβασης του συμφωνημένου χρόνου αποπεράτωσης και παράδοσης της οικοδομής. Προκειμένου ο αγοραστής να ασκήσει τα από το προσύμφωνο δικαιώματά του, δηλαδή την είσπραξη της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας ζητά από τον συμβολαιογράφο που συνέταξε το προσύμφωνο α απόγραφο εκτελεστό του εν λόγω συμβολαιογραφικού εγγράφου και ο συμβολαιογράφος αρνείται την χορήγηση αυτού. Κρίση ότι δεν είναι νόμιμη η άρνηση του συμβολαιογράφου για χορήγηση απογράφου στον αιτούντα αυτό, καθώς αποδεικνύεται η πλήρωση της αίρεσης υπό την οποία τελεί η απαίτηση για καταβολή της ποινικής ρήτρας. 57 Με συμβολαιογραφικό έγγραφο πουλήθηκε φορτηγό αυτοκίνητο με πίστωση του τιμήματος καταβλητέου σε ένδεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις και με τον όρο διατήρησης της κυριότητας και νομής του αυτοκινήτου από τον πωλητή μέχρι την πλήρη εξόφληση του τιμήματος από τον αγοραστή. Περαιτέρω συμφωνία ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής και μίας ακόμη δόσης δικαιούται ο πωλητής υπαναχωρώντας από την σχετική σύμβαση και με εκτέλεση του 56. ΕφΘεσ 1947/2003 Αρμ 2005.280. 57. ΜΠρΛαρ 926/1982 Δ 1983.164 επ. 19

συμβολαίου να αφαιρέσει το πωλούμενο αυτοκίνητο από την κατοχή και χρήση του αγοραστή. Κρίση ότι η αξίωση του πωλητή για αφαίρεση της χρήσης του αυτοκινήτου από τον αγοραστή τελεί μεν υπό την αναβλητική αίρεση της μη εμπρόθεσμης καταβολής έστω και μίας από τις συμφωνημένες δόσεις του τιμήματος, η πλήρωση όμως της εν λόγω αίρεσης αποδεικνύεται ημερολογιακά από το εκτελούμενο συμβόλαιο και δεν είναι αναγκαία η συγκοινοποίηση εγγράφου που αποδεικνύει την πλήρωση αίρεσης. 58 Για το ίδιο ζήτημα προκρίθηκε σε άλλες περιπτώσεις αντίθετη λύση, δηλαδή στις περιπτώσεις εκείνες που η καταβολή του τιμήματος ή δόσεων αυτού έχει εξαρτηθεί μόνο από την πάροδο ορισμένης προθεσμίας, επιβάλλεται στον επισπεύδοντα η υποχρέωση να προαποδείξει με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο το αρνητικό γεγονός της μη καταβολής του τιμήματος και να κοινοποιήσει το σχετικό έγγραφο στον οφειλέτη. 59 Με συμβολαιογραφικό έγγραφο πωλείται και μεταβιβάζεται κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή κατά τις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας διαμέρισμα οικοδομής. Από το συμφωνηθέν τίμημα της αγοραπωλησίας μέρος αυτού και συγκεκριμένα η τελευταία δόση συμφωνείται να καταβληθεί την 30.06.1991 με την παράδοση στον αγοραστή του διαμερίσματος και των κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής σε δυνατότητα λειτουργίας τους. Με το ίδιο συμβόλαιο είχε συμφωνηθεί ότι η παράδοση στον αγοραστή του διαμερίσματος, έτοιμου «με το κλειδί» καθώς και των κοινόχρηστων και κοινόκτητων χώρων της οικοδομής θα γινόταν στις 30.06.1991 και ότι η παράδοση θα γίνει με σχετικό πρωτόκολλο, όμως η ενοίκηση στο διαμέρισμα ή η μίσθωση ή η παραλαβή των κλειδιών από τον αγοραστή σημαίνει ανεπιφύλακτη παραλαβή. Κρίση ότι η απαίτηση του πωλητή για καταβολή μέρους της τελευταίας δόσης του τιμήματος δεν 58. ΕφΑθ 4861/1984 Δ 1984.753 με ενημερωτικό σημείωμα Σ. Σταματόπουλου, ομοίως έκριναν ΕφΑθ 268/1976 ΝοΒ 1976.640, ΕφΑθ 3284/1973 ΝοΒ 1973.1361, Απ. Σοφιαλίδης, Η Πολιτική Δικονομία από την θεωρία στην πράξη, Θέματα εμβάθυνσης, Β έκδοση, σελ. 489 επ. 59. ΕφΠειρ 332/1994 ΕλλΔνη 1995.1302 επ., ΕφΑθ 7452/1985 ΕλλΔνη 1987.684, ΕφΑθ 4168/1983 Αρμ 1984.316, ΕφΑθ 3476/1982 Δ 1982.784, ΕφΑΘ 7768/1982 ΕλλΔνη 1982.615, ΕφΑθ 2603/1980 Δ 1980.318 με αντίθετες παρατηρήσεις Μπέη, ΕφΑθ 1043/1972 ΑρχΝ 1974.312, ΜονΠρωτΑθ 8603/1976 ΕΕΝ 1977.326, ΜονΠρΙωαν 74/1976 Αρμ 1976.779, ΜονΠρΠειρ 955/1975 ΝΔικ 1977.138, ΜονΠρΚερκ 323/1971 Δ 1972.251, ΜονΠρΑθ 2583/1970 Δ 1970.745, ΜονΠρΘεσ 1057/1970 Αρμ 1970.663. Φραγκίστας-Φαλτσή. 20

εξαρτάται μόνον από ορισμένη προθεσμία (30.06.1991) αλλά προσθέτως και από τον όρο της προηγούμενης ή έστω ταυτόχρονης παράδοσης από τον πωλητή στον αγοραστή του διαμερίσματος καθ όλα έτοιμου προς χρήση και οίκηση, δηλαδή «με το κλειδί», όσο και των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας και συνεπώς άκυρη η αναγκαστική εκτέλεση για είσπραξη του τιμήματος χωρίς την συγκοινοποίηση εγγράφου δημόσιου ή ιδιωτικού με αποδεικτική δύναμη που να αποδεικνύει την πλήρωση της εν λόγω αίρεσης. 60 Αδικαιολόγητη η άρνηση συμβολαιογράφου να χορηγήσει απόγραφο εκτελεστό συμβολαίου που συνέταξε ο ίδιος παρόλο που από αυτό προκύπτει απαίτηση της αιτούσας ύψους σαράντα χιλιάδων (40.000) δρχ., καταβλητέων των μεν είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. κατά την 28.10.1970 των δε άλλων είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. κατά την 28.12.1970, δηλαδή απαίτησης εξαρτώμενης από προθεσμία που βρίσκεται ημερολογιακώς. 61 Συμφωνία σε αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ακινήτου ότι μέρος του τιμήματος θα καταβάλλεται σε δόσεις εφόσον θα αποπερατώνεται εκάστοτε τμήμα των οικοδομικών εργασιών. Κρίση ότι η απαίτηση του πωλητή για το τίμημα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της προόδου των εργασιών. 62 Συμφωνία περί ποινικής ρήτρας σε συμβολαιογραφικό έγγραφο πώλησης ακινήτου. Κρίση ότι η απαίτηση περί καταβολής της συμφωνημένης ποινικής ρήτρας τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της υπαίτιας καθυστέρησης παράδοσης του πωλούμενου ακινήτου και ότι συνεπώς με την επιταγή προς πληρωμή έπρεπε να συγκοινοποιηθεί και δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο με αποδεικτική δύναμη από το οποίο να αποδεικνύεται η καθυστέρηση της παράδοσης του ακινήτου από υπαιτιότητα του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη και συνεπώς η υπερημερία του από τον ίδιο λόγο. 63 Κρίση ότι σε περίπτωση αγοραπωλησίας ακινήτου όπου υπάρχει πίστωση του τιμήματος και συνάρτηση της καταβολής της τελευταίας δόσης του τιμήματος με την εκ μέρους του πωλητή σύγχρονη παράδοση του διαμερίσματος σε δήλη ημέρα υπάρχει κράμα αναβλητικής 60. ΑΠ 189/1998 Δ 1998.1125 με παρατηρήσεις Κ. Μπέη, ομοίως Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Α. Κλήσιαρη 31/09.11.1970, ΝοΒ 1971.408. 61. ΜΠρΑΘ 2469/1971 ΝοΒ 1971.1019. 62. ΜονΠρΑθ 12254/1979 ΝοΒ 1979.1664. 63. ΕφΠειρ 332/1994 ΕλλΔνη 1995.1302 επ. 21

αίρεσης και προθεσμίας με υπερισχύον το στοιχείο της αίρεσης και συνεπώς ισχύει και εφαρμόζεται το άρθρο 915 ΚπολΔ. 64 Από την νομολογία έχει κριθεί ότι εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 915 εδ. α στην περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης που επιδικάζει μισθούς υπερημερίας στον μισθωτό, οπότε και αυτός υποχρεούται δυνάμει των διατάξεων της 9 του αρθρ. 36 του α. ν 1846/1951, η οποία προστέθηκε στον παραπάνω νόμο με το άρθρο 31 του ν. δ 2698/1953, να κοινοποιήσει στον εργοδότη πιστοποιητικό του Ο. Α. Ε. Δ περί των επιδομάτων ανεργίας που τυχόν εισπράχθηκαν, καθώς η σχετική απαίτηση του για μισθούς υπερημερίας τελεί υπό τον όρο αυτό, η δε αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει εγκύρως πριν την πλήρωση του εν λόγω όρου. 65 Ακόμη κρίθηκε ότι, αν ο οφειλέτης καταδικαστεί να ενεργήσει μια πράξη, η οποία μόνον από αυτόν μπορεί να γίνει, και, σωρευτικά για την περίπτωση που δεν συμμορφωθεί, καταδικαστεί σε χρηματική ποινή ή προσωπική κράτηση, τότε η εκτέλεση της διάταξης για την χρηματική ποινή ή την προσωπική κράτηση, προϋποθέτει την έγγραφη απόδειξη της μη συμμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 915, και την επίδοση αντιγράφου της έγγραφης αυτής απόδειξης, μαζί με το αντίγραφο του απογράφου και την επιταγή, σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚπολΔ. Διαφορετικά η εκτέλεση υπόκειται σε ακύρωση. 66 Σχετικά με το ζήτημα που απασχόλησε στην περίπτωση αυτή την νομολογία, δηλαδή αν τα άρθρα 915 και 924 ΚπολΔ εφαρμόζονται και στην περίπτωση του άρθρου 946, δηλαδή όταν ο οφειλέτης καταδικάστηκε να ενεργήσει μια πράξη που μόνο αυτός μπορεί να επιχειρήσει και, σωρευτικά, για την περίπτωση που δεν συμμορφωθεί, καταδικαστεί σε χρηματική ποινή ή σε προσωπική κράτηση, διατυπώθηκαν επιφυλάξεις από την πλευρά της θεωρίας. Υποστηρίχθηκε δηλαδή από την θεωρία ότι η έγγραφη απόδειξη του ότι έχει ήδη πληρωθεί η αίρεση, από την οποία εξαρτάται η εκτελούμενη αξίωση (915) και η επίδοση αντιγράφου στον οφειλέτη, μαζί με την επιταγή (924) έχουν ως σκοπό να αποτρέψουν τον αιφνιδιασμό του απληροφόρητου οφειλέτη, ο οποίος ενδεχομένως αγνοεί την πλήρωση της αίρεσης. Όμως, 64. ΕφΑθ 1141/1995 ΕλλΔνη 1996.1626 επ. 65. ΜπρΑθ 8603/1976 ΝοΒ 1976.94 επ. με παρατηρήσεις Ευαγ. Καμενόπουλου. 66. ΕφΑθ 2603/1980 Δ1980.318 επ. με παρατηρήσεις Κ. Μπέη 22

όταν η εκτελούμενη αξίωση εξαρτάται από την μη συμμόρφωση του οφειλέτη με μια διάταξη της καταδικαστικής απόφασης, η οποία του έχει επιδοθεί ήδη έγκαιρα, τότε δεν υπάρχει κίνδυνος αιφνιδιασμού του, αφού αυτός καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, γνωρίζει ότι δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση του. Το να αξιώνεται λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση από τον δανειστή, να επιδώσει στον οφειλέτη έγγραφη απόδειξη της παράλειψης του ίδιου του οφειλέτη, είναι μια άδικη εξισορρόπηση των σχέσεων τους. 67 Β. 2. Έννομη συνέπεια της διάταξης του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ. Έννομη συνέπεια που αναδύεται όταν συντρέχουν οι όροι της νομοτυπικής μορφής της διάταξης του εδ. α του άρθρ. 915 ΚπολΔ, όπως αυτοί αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω, είναι ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει. Προκειμένου να μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαίτησης που τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία θα πρέπει να έχει ήδη πληρωθεί η αναβλητική αίρεση ή να έχει παρέλθει η προθεσμία. Η παράβαση της διάταξης του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ, δηλαδή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης πριν συμβούν τα παραπάνω γεγονότα, όσο η εκτελούμενη απαίτηση είναι ακόμη σε κατάσταση αβεβαιότητας, συνεπάγεται ως έννομη συνέπεια ότι αυτή, δηλαδή η αναγκαστική εκτέλεση, δεν μπορεί να γίνει. Για να προσδιοριστεί πλήρως το περιεχόμενο της έννομης αυτής συνέπειας θα πρέπει να συνδυασθεί η διάταξη του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ με την διάταξη του άρθρου 159 περ. 1 ΚπολΔ. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει την διαδικασία, όπως τέτοια διάταξη είναι και αυτή του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ, και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας. Η διάταξη λοιπόν του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ είναι ένας δικονομικός κανόνας δικαίου, θεμελιώδης για την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης 68, η παράβαση του οποίου συνεπάγεται την έννομη συνέπεια της 67. Κ. Μπέης, παρατηρήσεις υπό την ΕφΑθ 2603/1980 Δ 1980.318 επ. 23

διάταξης του άρθρ. 159 αρ. 1 ΚπολΔ, δηλαδή την δικονομική ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Βέβαια η διάταξη του εδ. α του άρθρ. 915 ΚπολΔ δεν απειλεί ρητώς την ποινή της ακυρότητας, όπως ορίζεται στην περίπτωση 1 του αρθρ. 159 ΚπολΔ, αλλά χρησιμοποιείται η παρεμφερής έκφραση «δεν μπορεί να γίνει», δηλαδή διατύπωση κατηγορηματική και απόλυτη που ισοδυναμεί με την περίπτωση που προβλέπεται ρητώς η απειλή ακυρότητας 69. Χωρίς αμφισβήτηση λοιπόν τόσο στην νομολογία 70 όσο και στην θεωρία 71 υποστηρίζεται ότι η παραβίαση του δικονομικού κανόνα του εδ. α του άρθρου 915 ΚπολΔ συνεπάγεται δικονομική ακυρότητα των πράξεων εκτέλεσης της περ. 1 της 159 ΚπολΔ, επομένως και κατόπιν προσβολής αυτών από τον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη με ανακοπή (933 ΚπολΔ) δεν καταλείπεται στον δικαστή ελευθερία κήρυξης ή μη κήρυξης της ακυρότητας, αλλά το δικαστήριο υποχρεούται να την απαγγείλει εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου χωρίς να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν βλάβης του οφειλέτη από την παραβίαση του δικονομικού κανόνα. Μάλιστα η δικονομική ακυρότητα αναγκαστικής εκτέλεσης που 68. Α. Ταμαμίδη, Το βέβαιο και εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων υπό το φως του άρθρ. 30 του ν. 2789/2000 (Σκέψεις με αφορμή την ΜονΠρΒερ 743/2003), Αρμ 2003.855. 69. ενδεικτικά για το ότι και παρεμφερείς φράσεις συνεπάγονται ακυρότητα κατά την περ. 1 της 159 ΚπολΔ ΟλΑΠ 963/1985, ΝοΒ 1985.1406 επ., Π. Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό μέρος, σελ., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚπολΔ I, εκδ. 2000, σελ. 380. 70. ΑΠ 189/1998 Δ 1998.1125, ΕφΘεσ 244/1992 ΕλλΔνη 1992.1280, ΕφΑθ 7452/1985 ΕλλΔνη 1987.684, ΕφΑθ 4168/1983 Αρμ 1984.316, ΕφΑθ 3476/1982 Δ 1982.784, ΕφΑΘ 7768/1982 ΕλλΔνη 1982.615, ΕφΑθ 2603/1980 Δ 1980.318 με αντίθετες παρατηρήσεις Μπέη, ΕφΑθ 1043/1972 ΑρχΝ 1974.312, ΜονΠρωτΑθ 8603/1976 ΕΕΝ 1977.326, ΜονΠρΙωαν 74/1976 Αρμ 1976.779, ΜονΠρΠειρ 955/1975 ΝΔικ 1977.138, ΜονΠρΚερκ 323/1971 Δ 1972.251, ΜονΠρΑθ 2583/1970 Δ 1970.745, ΜονΠρΘεσ 1057/1970 Αρμ 1970.663. 71. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος Πρώτος, άρθρο 915, σελ. 194, Π. Γέσιου-Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό μέρος, σελ. 355, Γ. Μητσόπουλος (γνωμοδότηση), ΝοΒ 1972.447, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚπολΔ I, εκδ. 2000, σελ. 1732 επ., Γ. Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, σελ. 71, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικές αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τόμος 22, εκδ. 2004 σελ. 800, Απ. Σοφιαλίδης, Δικονομική ακυρότητα, 1991, σελ. 243. 24