ΠΡΩΤΟ Ο ΦΙΝΛΕΪ ΤΟ ΚΟΥΡΕΛΙ Ο ΝΤΑΓΚ Ονομάζομαι Φίνλεϊ Μακ Φι, όπως το γράμμα της αλφαβήτου. Ζούσα μια ήσυχη ζωή. Δεν ήμουν ο πρώτος στο σχολείο ούτε και σπουδαίος παίκτης του ράγκμπι σαν τον αδερφό μου. Δεν μάλωνα ποτέ πολύ με τους γονείς μου, αλλά ούτε και με τους φίλους μου. Δεν είχα και πολλούς βέβαια. Προτιμούσα να μένω μόνος όποτε μπορούσα, μακριά από μπελάδες και προβλήματα. Αν θέλετε να ξέρετε, δεν με ενδιέφερε και πολύ ο κόσμος μακριά από το χωριό μας. Ναι, ήξερα πολύ καλά ότι η εθνική οδός, αν τη διέσχιζα ολόκληρη, κατέληγε στο Ινβερνές ή το Εδιμβούργο, δύο αληθινές πόλεις, γεμάτες ανθρώπους και ευκαιρίες, όπως μας έλεγαν οι δάσκαλοι. Μόνο που δεν μας εξηγούσαν τι ήταν ευκαιρία και τι όχι. 7
Μεγάλωσα στο χωριό Άπλκρος, στο βορειότερο άκρο της Σκoτίας. Ήταν ένα όμορφο μέρος για να μεγαλώνει κανείς. Είχε ό,τι μπορούσε να σου φανεί χρήσιμο και δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να σου αποσπάσει την προσοχή. Είχε δηλαδή δύο δρόμους, μια πλατεία με ένα μικροσκοπικό σιντριβάνι που δεν λειτούργησε ποτέ, την παμπ του κυρίου Φιόνμπχερντ, ένα μικρό συνεταιριστικό σουπερμάρκετ και άλλα παρόμοια. Στα νότια ήταν οι φάρμες όπου σχεδόν όλοι έκαναν εκτροφή προβάτων σαν τον μπαμπά μου. Στα βόρεια αντίθετα, υπήρχε ο μύλος όπου κάποτε άλεθαν σιτάρι και τώρα, εκτός από τη γριά Κουμάι, όλοι τον είχαν ουσιαστικά εγκαταλείψει. Στον ψηλότερο λόφο, στο χερσότοπο, ήταν τα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού όπου η Κουμάι έλεγε πως κατοικούσαν φαντάσματα κάθε 13 του μήνα. Στην απέναντι πλευρά ήταν η θάλασσα. Μια θάλασσα κρύα σαν ατσάλι και με χρώμα μόνιμα σκούρο. Τις μέρες με άνεμο ο ουρανός καθάριζε και τα σύννεφα έτρεχαν γρήγορα, σαν το βαμβάκι πάνω στον αργαλειό. Όταν κόπαζε όμως ο άνεμος και αποτραβιόταν η παλίρροια στην ακτή, τη γεμάτη κοχύλια κι άλλους θησαυρούς, στροβιλίζονταν σμήνη από κουνούπια. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, εμένα αυτά τα κουνούπια δεν με τσίμπησαν ποτέ κι έτσι το Κουρέλι κι εγώ κάναμε περιπολία στην άμμο 8
ΠΡΩΤΟ ψάχνοντας θησαυρούς, παράξενα αντικείμενα ή ίσως τα περιβόητα εκείνα μηνύματα μέσα σε μπουκάλια. Όμως, σκεφτόμουν, αυτά θα συνέβαιναν μόνο στα βιβλία και δεν θα έβρισκα ποτέ ένα τέτοιο μήνυμα, αν και το Κουρέλι μια φορά είχε βρει ένα μπουκάλι. Το Κουρέλι ήταν ο σκύλος μου. Μου έφτανε ως το γόνατο, είχε μακριά αυτιά και ήταν πολύ τριχωτός. Το μπουκάλι εκείνο το είχα βάλει στο δωμάτιό μου, ανάμεσα στα παράξενα αντικείμενα της συλλογής μου. Ήταν πράγματα παλιά, κομμάτια από σίδηρο, κορμοί και πέτρες με περίεργο σχήμα. Κολλούσα πάνω στο καθένα μια ετικέτα και του έδινα ένα όνομα όπως: «Ξύλινο οστό Στεγανόσαυρου» ή «Ξερά φύλλα του Ντουκούμπερ». Πάντως, δεν ήμουν βέβαιος ότι υπήρξε ποτέ κάποιος Στεγανόσαυρος ή κάποιο μέρος που το έλεγαν Ντουκούμπερ. Οι ετικέτες ήταν για τον Νταγκ, τον αδερφό μου, που τις έβλεπε μα δίσταζε να μου κάνει ερωτήσεις. Ο αδερφός μου έπαιζε ράγκμπι, άρεσε στα κορίτσια, αλλά ήταν αμόρφωτος. Εκείνη την εποχή ήταν δεκαέξι χρόνων και δεν είχε τελειώσει ποτέ το σχολείο. Μόνο σ αυτό συμφωνούσαμε. Γιατί κι εγώ δεν ήθελα τόσο πολύ να το τελειώσω. Οχιά. Έτσι με φώναζε ο αδερφός μου. 9
Ίσως γιατί όταν ήμουν μικρότερος μου άρεσε να του στήνω ενέδρα ξαπλωμένος στο χορτάρι ή ίσως γιατί με ευχαριστούσε να κάθομαι σε μια πέτρα και να λιάζομαι. Δεν μου φαινόταν και κανένα σπουδαίο παρατσούκλι, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αλλάξω. Τα παρατσούκλια, από τη στιγμή που θα γεννηθούν, κολλούν πάνω σου ό,τι κι αν κάνεις. Εξάλλου, ήταν αλήθεια: μου άρεσαν οι πέτρες, ειδικά εκείνες στη στροφή του Μπέλανχ Μπα, το οποίο, αν και γλωσσοδέτης, είναι το γαελικό όνομα του «δρόμου των βοδιών». Ο παραλιακός δρόμος με λίγα λόγια. Ήταν πέτρες πολύ μεγάλες, όχι όπως τα ντολμέν, που είναι ακόμα μεγαλύτερα, αλλά κάπως έτσι. Σκαρφάλωνες πάνω τους και καθόσουν σταυροπόδι. Από εκεί πάνω μπορούσες να ταξιδέψεις με το βλέμμα ως τα νησιά απέναντι. Ο μπαμπάς μου είχε πει ότι έπρεπε να τα κοιτάμε με μια συγκεκριμένη σειρά και πως έτσι γινόταν πάντα στο Άπλκρος. Πρώτα τα πιο απομακρυσμένα νησιά, βόρεια, απ όπου έρχονταν τα σύννεφα. Μετά, σιγά σιγά, κατέβαζες το βλέμμα ως το Σκάιλ, το μεγαλύτερο νησί, μαύρο και βαθύ, μ εκείνες τις σκιές γύρω του όπου κάθε χάραμα πετούσαν οι νερόκοτες, οι σούλες ή όπως αλλιώς λέγονταν. 10
ΠΡΩΤΟ Ο μπαμπάς μου μου είχε υποσχεθεί ότι θα επισκεπτόμασταν το Σκάιλ για τα δέκατα τέταρτα γενέθλιά μου τον Οκτώβριο. Ήμουν, λοιπόν, ακόμα δεκατριών όταν οι Λίλι ήρθαν στο χωριό. Τότε η ήρεμη ζωή μου και όλα όσα σας διηγήθηκα ως τώρα άλλαξαν. 11
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ ΨΑΡΕΜΑΤΟΣ ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ 71 ΜΕΡΕΣ Το ρυάκι που πήγαινα να ψαρέψω δεν είχε όνομα. Ή μάλλον δεν είχε κανονικό όνομα, από αυτά που μπορείς να γράψεις σ ένα χάρτη. Η γριά Κουμάι το έλεγε Κάλγκχορν Ντιν, που στη γλώσσα του Λαού των Λόφων σημαίνει «βρομερός βάλτος». Σε κάποια σημεία ήταν πράγματι έτσι. Ήταν γεμάτο πέτρες και λεία βότσαλα κι εκεί όπου το ρεύμα είχε αλλάξει ροή είχαν δημιουργηθεί μικρές λίμνες με στάσιμο νερό, όπου όλα όσα έπεφταν μέσα σάπιζαν. Μα αν το ήξερες καλά, όπως εγώ, το Κάλγκχορν ήταν ένα υπέροχο ρυάκι. Αρκούσε μόνο να πηδήξεις πάνω από τα πρώτα έλη, να στρίψεις προς τα βόρεια ως τη βελανιδιά με το κρανίο (ένας τράγος με μια απειλητική 13