ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΟΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1914-1918, 1939-1945 11.1 Προοίµιο Τα χρόνια που προηγήθηκαν του Πρώτου Παγκοσµίου πολέµου έµειναν στην ιστορία µε τη χαρακτηριστική ονοµασία «Μπελ Επόκ», Ωραία Εποχή. Στο παγκόσµιο πολιτικό στερέωµα κυριαρχούσε το ευρωπαϊκό σύστηµα δυνάµεων µε την προσθήκη ίσως σε απόσταση όµως των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής. Οι διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά αυτής της κυριαρχίας δεν είχαν ίσως προηγούµενο σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Οι πρωτεύουσες των ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάµεων ήταν ταυτόχρονα οικονοµικά κέντρα του καπιταλισµού και µητροπόλεις οποιασδήποτε πτυχής του πολιτισµού. Τέχνη, γράµµατα, θεσµοί, συστήµατα απονοµής δικαιοσύνης, εκπαιδευτικά συστήµατα, επιστήµη, τρόπος ζωής, όλα εκπορεύονταν από αυτές και διαχέονταν, σχεδόν υποχρεωτικά, σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσµο. Το σύστηµα φαινόταν εξαιρετικά συµπαγές και ισχυρό. Όσο κρατούσε την ισορροπία ανάµεσα στις δυνάµεις που το αποτελούσαν, τίποτε δεν φαινόταν ικανό να το απειλήσει. Η εξάπλωσή του σε ολόκληρο τον κόσµο και η επιβολή των δικών του αξιών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής του έδινε σηµαντικές προοπτικές σε κάθε επίπεδο: η οργάνωση του κόσµου στο νέο πλαίσιο και οι επενδύσεις που χρειάζονταν γι αυτό φαινόταν ότι θα απασχολούσαν τις δυνάµεις για πολλά ακόµα χρόνια. Η περίφηµη φράση «η ιστορία τελείωσε!», που θέλησε να περιγράψει τον µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου κόσµο, ανταποκρινόταν µάλλον στην Ωραία Εποχή, παρά στον γεµάτο εκρηκτιικές ανισότητες και αντιθέσεις σηµερινό κόσµο. 214
11.2 Ο φόβος του πολέµου Σε αυτή την ευρωπαϊκή ατµόσφαιρα ο πόλεµος φαινόταν εξαιρετικά µακρυνή προοπτική. Όλοι προετοιµάζονταν γι αυτόν τη στιγµή που οι ίδιοι τον εξόρκιζαν. Η στρατιωτική θητεία, τα ετήσια πολυπληθή και µεγαλοπρεπή στρατιωτικά γυµνάσια, οι ετήσιες επιθεωρήσεις των ολοένα και πιο σηµαντικών στόλων ήταν µέρος της εικόνας της Ωραίας Εποχής. Το επεισόδιο της Φασόντα το 1898 23 στη διάρκεια της αποτύπωσης των ορίων της αποικιακής εξάπλωσης µεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας στην Αφρική έφερε αιφνιδιαστικά στο προσκήνιο την ιδέα ενός γενικευµένου ευρωπαϊκού πολέµου. Η αντίδραση υπήρξε άµεση και το αίτηµα για ειρήνη µεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάµεων εξυπακούεται έγινε κεντρικός πολιτικός παρονοµαστής των καιρών. Στο πλέον επίσηµο επίπεδο, µε πρωτοβουλία του Ρώσου τσάρου, συγκλήθηκε η Πρώτη Συνδιάσκεψη της Χάγης (1899), το πλαίσιο της οποίας διευθέτησε τρόπους ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και διατύπωσε τους κανόνες του «πολιτισµένου» πολέµου. Το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι παράγραφοι της σηµαντικής αυτής διεθνούς συµφωνίας αγνοήθηκαν στον πόλεµο των Μπόερς (Νότια Αφρική, 1899-1902), δεν πτόησε τους οπαδούς της ειρήνης και δεν µείωσε τον διάχυτο φόβο για τον «βιοµηχανικό πόλεµο». 23 Η Φασόντα ήταν ένα µικρό χωριό στις όχθες του Λευκού Νείλου στο νότιο Σουδάν. Εκεί συναντήθηκαν τα βρετανικά στρατεύµατα που µόλις είχαν συντρίψει τους Μαχντιντιστές µε ένα γαλλικό εκστρατευτικό σώµα που ερχόταν και αυτό να διεκδικήσει αποικιακά δικαιώµατα για τη χώρα του στην περιοχή. Η αµοιβαία άρνηση των εκατέρωθεν διοικητών να αποχωρήσουν από την περιοχή έφερε απροσδόκητα τις δύο χώρες στα πρόθυρα γενικευµένης σύγκρουσης. Τελικά, γεγονός που άφησε πικρές εντυπώσεις στο Παρίσι οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν ενώ η ένταση που προκλήθηκε οδήγησε στη σύγκληση της Διεθνούς Συνδιάσκεψης στη Χάγη λίγους µήνες αργότερα. 215
Εικόνα 89: Οι εργασίες της Πρώτης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Ειρήνης στη Χάγη, Μάιος-Ιούνιος 1898. Η Συνδιάσκεψη αυτή επιχείρησε να βάλει κανόνες στην ως τότε ξέφρενη αποικιακή εξάπλωση των ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάµεων και να αποτρέψει τη µετατροπή του αποικιακού ανταγωνισµού σε γενικευµένο πόλεµο. Το γαλλο-βρετανικό επεισόδιο στην άγνωστη και απόµακρη Φασόντα είχε σηµάνει συναγερµό για τις απρόβλεπτες εξελίξεις τού χωρίς κανόνες ανταγωνισµού. Οι εργασίες της είχαν επίσης και έναν δεύτερο στόχο: τη διατύπωση κανόνων πολέµου έτσι ώστε να αποφευχθούν, σε τυχόν ενδοευρωπαϊκό πόλεµο, οι αγριότητες που συνόδευαν ενίοτε τους αποικιακούς πολέµους. Ο πόλεµος των Μπόερς στη Νότια Αφρική, που µόλις είχε ξεκινήσει, απέδειξε άµεσα τη σχετική σηµασία κανόνων και νόµων του πολέµου. Πηγή: Imperial War Museum, London, http://media.iwm.org.uk/iwm/medialib//7/media-7485/large.jpg Ο πόλεµος στην αυγή του 20ού αιώνα υποσχόταν να φέρει στο πεδίο της µάχης όχι µόνο το σύνολο των Ευρωπαίων, αλλά και κάθε είδους καταχθόνιες φονικές µηχανές τη φονικότητα των οποίων είχαν αποκλειστικά και µόνο δοκιµάσει οι «άγριοι» των αποικιών. Κανείς δεν γνώριζε πώς θα µεταφέρονταν οι τεχνικές πρόοδοι στη σύγκρουση µεταξύ µεγάλων δυνάµεων και ως εκ τούτου η εικόνα του επερχόµενου πολέµου ήταν ο µεγάλος άγνωστος της εποχής αντικείµενο ενασχόλησης µε αυτό που θα ονοµάζαµε σήµερα µυθιστόρηµα επιστηµονικής φαντασίας. Επρόκειτο για µια κατάσταση την οποία θα ξαναζούσε ο κόσµος τον καιρό του Ψυχρού Πολέµου, όταν επικρέµατο επί όλων των κεφαλών η πιθανότητα µιας πυρηνικής αναµέτρησης. 216
11.3 Ο Α Παγκόσµιος Πόλεµος Ο Πρώτος Παγκόσµιος πόλεµος οδήγησε τις πολιτικές και στρατιωτικές «συµβάσεις» που γεννήθηκαν τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης στις έσχατες συνέπειές τους. Οι τεχνικές πρόοδοι, καθώς και η εξάπλωση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονοµίας στα πέρατα του κόσµου επέτρεψαν τη στράτευση τεράστιου ποσοστού του πληθυσµού των ισχυρών δυνάµεων στα πεδία των µαχών του πολέµου. Ίσως 60.000.000 άνδρες έζησαν για τέσσερα ολόκληρα χρόνια την εµπειρία των χαρακωµάτων και του «πολέµου φθοράς» όπου η στρατηγική συνίστατο στην εξάντληση των υλικών αλλά και των ανθρώπινων πόρων του αντιπάλου. Περίπου 8.000.000 από αυτούς τους πολίτες στρατιώτες σκοτώθηκαν στα τέσσερα χρόνια του πολέµου και σχεδόν άλλοι τόσοι έµειναν ανάπηροι, στο σώµα ή στην ψυχή. 217
Εικόνα 90: Η ζωή στα χαρακώµατα: για περίπου τέσσερα χρόνια το σύνολο σχεδόν των ανδρών της Ευρώπης σε εµπόλεµη ηλικία γνώρισε την τροµερή εµπειρία του πολέµου των χαρακωµάτων. Τις ατελείωτες ώρες της αναµονής µέσα στη βρώµα, τη λάσπη και τον θάνατο της πρώτης γραµµής τις διαδέχονταν πολύνεκρες µάχες µε πενιχρά πάντοτε αποτελέσµατα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι νέες πολιτικές αντιλήψεις που διαµορφώνονταν εµπεριείχαν τον φόβο, τον θάνατο, ενίοτε τη φρίκη. Ήταν ένα µείγµα που µπορούσε να οδηγήσει σε επαναστάσεις και ανατροπές, µπορούσε όµως να οδηγήσει και σε τερατογενέσεις, όπως απέδειξε ο Μεσοπόλεµος και ο µετέπειτα Β Παγκόσµιος. Πηγή: Φωτογραφία του Castle, W.I. (William Ivor), official Canadian war photographer https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3acanadian_soldiers_in_trench_france_1917_lac_3194 258.jpg Σε πολλές από τις εµπόλεµες χώρες το ποσοστό των στρατεύσιµων πολεµιστών πλησίασε ή και αντιστοιχήθηκε µε το σύνολο του ενεργού ανδρικού πληθυσµού. Στην ουσία επρόκειτο για την ολοκληρωτική κινητοποίηση του πολιτικά ενεργού τµήµατος του πληθυσµού, δηλαδή του τµήµατος εκείνου στο οποίο είχαν παραχωρηθεί «πολιτικά δικαιώµατα», όπως εκείνο του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» (επρόκειτο τότε για µια αποκλειστική υπόθεση των ενήλικων ανδρών). Η µορφή δε 218
του πολέµου, στα κυριότερα και πολυπληθέστερα µέτωπά του, πήρε στατική µορφή, µεταβλήθηκε σε πόλεµο χαρακωµάτων. Οι αντίπαλοι στρατοί δηλαδή αντιπαρατάχθηκαν µέσα σε ένα σύστηµα οχυρώσεων του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό ήταν ένα ολοένα και πιο πολύπλοκο δίκτυο χαρακωµάτων που συχνά εκτεινόταν σε βάθος πολλών χιλιοµέτρων πίσω από την πρώτη γραµµή. Καθώς, εξαιτίας της τεχνικής προόδου η φονικότητα των όπλων είχε αυξηθεί κατακόρυφα, η άµυνα υπερτερούσε αισθητά της επίθεσης, γεγονός που έκανε τον πόλεµο µακρόχρονο και τα στρατιωτικά και πολιτικά επιτελεία αµήχανα ως προς τον τρόπο επίτευξης στρατιωτικού αποτελέσµατος της «νίκης». Η ασάφεια των πολιτικών στόχων σε καθεστώς σύνθετων καπιταλιστικών ανταγωνισµών, που τα εµπόλεµα κράτη καλούνταν να µετατρέψουν σε πολιτική στρατιωτική διεκδίκηση, προστέθηκε στη στρατιωτική αµηχανία. Το αποτέλεσµα ήταν ένας µακρόχρονος πόλεµος όπου η στρατηγική προοδευτικά υποκαταστάθηκε από κάτι που έµοιαζε µε τις ανταγωνιστικές πρακτικές του «µονοπωλιακού καπιταλισµού»: Ο πόλεµος φθοράς, η ιδέα δηλαδή µεγιστοποίησης του κόστους (ανθρώπινου και οικονοµικού) για τον αντίπαλο διαµέσου της πρόκλησης συγκρούσεων ασύµµετρου κόστους, έγινε κεντρική πρακτική της σύγκρουσης στο δυτικό κυρίως µέτωπο. Οι µάχες γύρω από το Βερντέν, το Υπρ και τη Φλάνδρα, υπήρξαν χαρακτηριστικά παραδείγµατα αυτής της λογικής. 219
Εικόνα 91: Νεκροί και συντρίµµια στη νεκρή ζώνη, ανάµεσα στα χαρακώµατα των αντίπαλων στρατών. Η δια του θανάτου πολιτική θεµελιώθηκε στα ατελείωτα µέτωπα του ευρωπαϊκού πολέµου. Πηγή: Bundesarchiv_Bild_146-2008-0075,_Frankreich,_Neuve_Chapelle,_Schlachtfeld.jpg https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3abundesarchiv_bild_146-2008- 0075%2C_Frankreich%2C_Neuve_Chapelle%2C_Schlachtfeld.jpg Στο ενδιάµεσο των εξαιρετικά θανατηφόρων επιθέσεων που δεν οδηγούσαν σχεδόν ποτέ σε ουσιαστικό αποτέλεσµα οι στρατιώτες περνούσαν ατελείωτες ώρες αναµονής και φόβου στις τροµερές συνθήκες των χαρακωµάτων. Υπήρχε δηλαδή άφθονος χρόνος για µαζικές πολιτικές διεργασίες οι οποίες µετέβαλαν τους ενθουσιασµούς του 1914 σε κύµα αµφισβήτησης και εξέγερσης στα 1917. Οι διεργασίες αυτές είχαν έναν κοινό παρονοµαστή: την αµφισβήτηση και την ανατροπή των σταθερών αξιών του προπολεµικού κόσµου. Ήταν ένας πόλεµος «που δεν µπορούσε να τελειώσει» καθώς ούτε οι πολιτικές ηγεσίες ούτε οι στρατιωτικές αντίστοιχες τα επιτελεία γνώριζαν πώς θα το κάνουν αυτό. Οι όποιες διπλωµατικές πρωτοβουλίες αποδείχθηκαν το ίδιο άκαρπες όσο και τα επιτελικά σχέδια που άλλαζαν συνεχώς τεχνικές και συστήµατα µε πάντα το ίδιο αποτέλεσµα: τη χωρίς ορατό στόχο ανθρωποσφαγή. 220
Το κύρος του πολιτικού και του στρατιωτικού κατεστηµένου καταρρακώθηκε από τα συνεχή αδιέξοδα και τις αποτυχίες. Η παγιωµένη στον προηγούµενο αιώνα ιεραρχία της εξουσίας κυριολεκτικά ναυάγησε στα χαρακώµατα. Το ναυάγιο αυτό προοδευτικά έφερνε στο πολιτικό προσκήνιο νέες ιδέες και αντιλήψεις, αδιανόητες µερικά χρόνια νωρίτερα. Η τροµερή καταστολή, τα στρατοδικεία, οι εκτελέσεις «για ασήµαντη αφορµή», η χρήση αποικιακών στρατευµάτων σε ρόλο στρατονοµίας, έδωσαν στην αµφισβήτηση χαρακτηριστικά αναµέτρησης αναµέτρησης όχι µε τον απέναντι εχθρό. Η πρώτη µαζική αντίδραση απέναντι στον πόλεµο ήρθε τα Χριστούγεννα του 1914 όταν οι αντίπαλοι στρατιώτες, Γερµανοί, Γάλλοι και Βρετανοί, προχώρησαν σε µια άτυπη µεταξύ τους ανακωχή κατά µήκος του ακινητοποιηµένου ήδη, δυτικού µετώπου. Ήταν ίσως η τελευταία έκφραση της Ωραίας Εποχής και οπωσδήποτε δεν είχε ανατρεπτικό χαρακτήρα. Χρειάστηκαν περισσότερα από δύο χρόνια ακόµα φρικτής εµπειρίας για να πάρει η αµφισβήτηση τον χαρακτήρα εξέγερσης ή επανάστασης. 11.4 «Να γίνει ο πόλεµος επανάσταση!» Η τελευταία φάση του Πρώτου Παγκοσµίου πολέµου, που µπορούµε να την τοποθετήσουµε στα 1917-1918, σφραγίστηκε από µια σειρά εξεγέρσεων αλλά και επαναστάσεων κοινωνικών ή εθνικών, πολιτικών σε τελευταία ανάλυση. Η δυσπραγία κυριάρχησε ανάµεσα στους απαυδισµένους στρατιώτες των χαρακωµάτων και φαινόµενα µαζικής ανυπακοής εκδηλώθηκαν ακόµα και στους σοβαρούς στρατούς του πολέµου στον γαλλικό, ειδικά, το καλοκαίρι του 1917. Οι τροµερές ανατροπές όµως συνέβησαν στη Ρωσία. Η Ρωσική ήταν η πρώτη από τις τρεις αρχαϊκές αυτοκρατορίες που προπολεµικά δέσποζαν στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη (µαζί µε την Αυστροουγγαρία και την Οθωµανική) που είδε το πολιτικό της σύστηµα µε προϊστορία πολλών αιώνων να καταρρέει. Η ισχυρή παρουσία µιας ριζοσπαστικής πολιτικής δύναµης του κόµµατος των µπολσεβίκων που αποδεσµεύτηκε από τη σοσιαλδηµοκρατία το 1914 εξαιτίας της αποδοχής από την τελευταία του πολέµου, σφράγισε τα γεγονότα. Το κόµµα των µπολσεβίκων 221
µετέτρεψε, όπως ο Λένιν το είχε διακηρύξει, τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο σε επανάσταση. Πραγµατικά το µεγαλύτερο των επαναστατικών κινηµάτων που ξεπήδησαν µέσα από τον Πρώτο Παγκόσµιο πόλεµο, η Ρωσική ή Οκτωβριανή Επανάσταση, οδήγησε στην ίδρυση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δηµοκρατιών στη θέση της αρχαϊκής τσαρικής αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα σφράγισε την ιστορία της ανθρωπότητας σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Οι µπολσεβίκοι µετέτρεψαν τα αδιέξοδα του παγκόσµιου πολέµου και την κρίση των αστικών πολιτικών και στρατιωτικών εξουσιών σε κοινωνική ανατροπή της ως τότε τάξης του κόσµου. Ανέτρεψαν το καπιταλιστικό σύστηµα το οποίο, έχοντας ως λάβαρο τον ανταγωνισµό και την επικράτηση, οδηγούσε τον κόσµο σε ιµπεριαλιστικές κατακτητικές και πολεµικές περιπέτειες. Η πρώτη υπόσχεση των επαναστατών ήταν η ειρήνη αυτό δηλαδή που οι ηγεσίες των δυνάµεων δεν µπορούσαν να δώσουν, ούτε έστω να το υποσχεθούν. Πίσω από αυτό βρισκόταν το πλέον ριζοσπαστικό πρόγραµµα που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Το τέλος της εκµετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. 222
Εικόνα 92: Aγία Πετρούπολη, 4 Ιουλίου 1917. Οι µεγάλες διαδηλώσεις των εργατών διαλύθηκαν από τις δυνάµεις της Προσωρινής Κυβέρνησης µε τη χρήση όπλων και πολυβόλων. Την ίδια περίοδο στασιαστικές, αντιπολεµικές και επαναστατικές κινήσεις εκδηλώθηκαν στα στρατεύµατα όλων σχεδόν των εµπόλεµων στο ευρωπαϊκό θέατρο του πολέµου κρατών. Η Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν το πρώτο εµπόλεµο κράτος όπου η εξάντληση πόρων και ανθρώπων από την ατελείωτη δοκιµασία του πολέµου άρχισε να προκαλεί πολιτικές ανατροπές και κοινωνικά κινήµατα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3a19170704_riot_on_nevsky_prosp_petrograd.jpg Η ιδέα ότι ο µεγάλος ιµπεριαλιστικός πόλεµος που ξέσπασε ακριβώς την ώρα του παγκόσµιου θριάµβου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σηµατοδότησε το τέλος µιας εποχής και την αρχή µιας άλλης σφράγισε την περί πολιτικής αντίληψη σε ολόκληρο σχεδόν τον µετέπειτα 20ό αιώνα. Η γοητεία της επανάστασης πήγαζε από το απρόσµενο τη µετατροπή του πιο καταστροφικού πολέµου σε αφετηρία ενός καλύτερου κόσµου. Πήγαζε όµως και από την ανακάλυψη των πολιτικών δυνατοτήτων των πολλών. Οι στρατιές του πολέµου είχαν µυήσει εκατοµµύρια ανθρώπους στην αξία της οργάνωσης, της πειθαρχίας, της συλλογικότητας αλλά και του κοινού κινδύνου, της συντροφικότητας, των κοινών παθών. Ποτέ άλλοτε η αντοχή των ανθρώπων µιλούµε για το σύνολο του «πολιτικού σώµατος» της Ευρώπης δεν είχε διασχίσει παρόµοια δοκιµασία και δεν είχε αγγίξει τα όρια της ανθρώπινης απαντοχής. Ο πόλεµος και η πολιτική που εκπορευόταν από αυτόν ήταν πλέον υπόθεση των µαζών µε την πιο απόλυτη σηµασία της λέξης. Έξω από τη Σοβιετική Ένωση το πολιτικό αποτύπωµα του πολέµου υπήρξε επίσης έντονο. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξε ριζοσπαστική µεταβολή του πολιτικού σκηνικού, αν και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες επιχειρήθηκε η επανάληψη του ρωσικού προτύπου (Ουγγαρία, Γερµανία, Αυστρία, Φινλανδία κ.λπ.). Σε χώρες όπου ο καπιταλισµός παρέµεινε κυρίαρχος και οι προπολεµικές άρχουσες τάξεις εξακολούθησαν να µονοπωλούν την κρατική εξουσία, µε όποιες προσαρµογές, τα κληροδοτήµατα του πολέµου υπήρξαν επίσης έντονα. Η εξαργύρωση της πολεµικής εµπειρίας µε πολιτικά ή κοινωνικά δικαιώµατα ήταν το πρώτο από πολλά. Οι παλαιοί πολεµιστές έγιναν στοιχείο της πολιτικής ζωής σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Με το επιχείρηµα της πολεµικής εµπειρίας και την εκπορευόµενη από αυτό ιδέα της ανταπόδοσης, εισήλθαν µαζικά στην πολιτική διεκδίκηση και στελέχωσαν πολιτικά είτε τον 223
συνδικαλισµό είτε τα πολιτικά κινήµατα της αριστεράς ή της δεξιάς. Το «πολέµησα άρα διεκδικώ» έγινε λάβαρο των κοινωνικών αγώνων και των συνακόλουθων προστριβών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάµεις οργάνωσαν την πολιτική τους παρουσία µε πρόπλασµα τη στρατιωτική οργάνωση. Τα πολιτικά κόµµατα ακόµα και τα πιο µετριοπαθή αστικά απέκτησαν δοµές και πειθαρχία η οποία δεν έφθανε ίσως τον «δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό» των κοµµουνιστικών κοµµάτων, αλλά τον υπενθύµιζε σε πολλά σηµεία. Πολλά δε από αυτά επίσης και τα «υπεράνω υποψίας» συγκρότησαν τα µαχητικά τους τµήµατα, συνήθως µε τη µορφή πολιτικών νεολαιών. Η ιεραρχία και η πειθαρχία έγιναν στοιχεία της πολιτικής παρέµβασης µε παρονοµαστή τη συλλογικότητα ή τη συντροφικότητα που µε τραγικό τρόπο κερδήθηκε στα χαρακώµατα. 224
Εικόνα 93: Η αναφορά στους Παλαιούς Πολεµιστές συνόδευε τις πολιτικές και κοινωνικές κινητοποιήσεις του Μεσοπολέµου. Στην παραπάνω αφίσα του 1934 γινόταν αναφορά στις αιµατηρές συγκρούσεις της 6ης Φεβρουαρίου 1934 στο Παρίσι, όπου ένας συνασπισµός από ακροδεξιές πολιτικές οργανώσεις (φασίστες, µοναρχικοί κ.λπ.) επιχείρησαν να καταλάβουν κυβερνητικά και δηµόσια κτίρια. Η αιτιολόγηση του πραξικοπήµατος εµπεριείχε και το «δικαίωµα» των Παλαιών Πολεµιστών να κρίνουν και να κατακρίνουν τα πολιτικά δρώµενα στη χώρα. Πηγή: Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Μεταφορά από, https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3ace_sont_des_anciens_combattants_sans_armes.jpeg Όπως ήταν αναµενόµενο, η αντεπανάταση οργανώθηκε µε τον ίδιο τρόπο. Καθώς τα επαναστατικά κινήµατα µετέφεραν την αποκτηµένη στον πόλεµο οργανωτική εµπειρία στα αγωνιστικά τους σχήµατα, έτσι και η οργάνωση αντεπαναστατικών σχηµατισµών αναζήτησε στα κληροδοτήµατα του πολέµου τις δικές της οργανωτικές δοµές. Το πρόπλασµα εδώ δεν ήταν η µαζικότητα και η συλλογικότητα των οργανωµένων δυνάµεων. Το ζητούµενο στην εδώ περίπτωση ήταν η αναζήτηση των «εκλεκτών», που θα µπορούσαν να επαναφέρουν την τάξη στον κόσµο. Η ιδέα για τη δηµιουργία του ναζιστικού κόµµατος στα 1919 ξεκίνησε από την πολυδιαφηµισµένη στους τελευταίους µήνες του πολέµου δηµιουργία του στρατάρχη Λούντεντορφ, τα Sturmtruppe τα σώµατα εφόδου, τις «ειδικές δυνάµεις» µε τις οποίες το γερµανικό επιτελείο προσπάθησε στα 1918 να εξορκίσει την εξάντληση των πολεµικών του προσπαθειών. Συνδέθηκε επίσης, µε πολύ πιο άµεσο τρόπο, µε τα Freikorps, τα σώµατα εθελοντών στρατιωτικών του γερµανικού στρατού που συνέχισαν να πολεµούν µετά την ανακωχή στα ανατολικά σύνορα της Γερµανίας και στις ζώνες των γερµανικών µειονοτήτων. Τα τελευταία αυτά ανέλαβαν το δύσκολο έργο της κατάπνιξης των επαναστατικών κινηµάτων στο Βερολίνο και σε άλλες περιοχές της Γερµανίας. Το πνεύµα των Freikorps και των Sturmtruppe, σφράγισε, όπως διακήρυσσαν οι ναζί ηγέτες, τους µάχιµους τροµοκρατικούς µηχανισµούς του ναζιστικού κόµµατος, τα SA (Sturmabteilung), τα SS και τη χιτλερική νεολαία. 225
Εικόνα 94: Παράταξη της Χιτλερικής Νεολαίας στη Νυρεµβέργη στα 1934, στην εορτή του Ναζιστικού Κόµµατος. Η Χιτλερική Νεολαία είχε στρατιωτική δοµή και οργάνωση και ανάλογη πειθαρχία. Ουσιαστικά αποτελούσε πρόπλασµα του µελλοντικού κοµµατικού στρατού ή, αν το δούµε αντίστροφα, αποτελούσε στρατιωτική δύναµη στη διάθεση των πολιτικών επιδιώξεων του Ναζιστικού Κόµµατος. Πηγή: Οµοσπονδιακά Αρχεία της Γερµανίας Μεταφορά από: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3abundesarchiv_bild_146-1981-160-05%2c_n%c3%bcrnberg%2c_reichsparteitag%2c_hj-appell.jpg Το πολιτικό δικαίωµα, σύµφωνα µε τους νεόκοπους ηγέτες και θεωρητικούς του φασισµού και του ναζισµού, το έχουν όσοι συνεχίζουν να είναι στρατιώτες και στον καιρό της ειρήνης. Αυτοί, στο όνοµα ζωντανών και «πεσόντων», οφείλουν να κυβερνήσουν τους πολλούς και αδύναµους τους µη στρατιώτες. Ο αστισµός απέκτησε έτσι ένα νέου τύπου πολιτικό εργαλείο, που θα χρησιµοποιούσε σε πολύ σύντοµο διάστηµα. 11.5 Ηρώα, µνηµεία πεσόντων και πολιτική Στον τοµέα των κρατικών και καθεστωτικών τελετουργιών, ο µεγάλος πόλεµος άφησε επίσης ανεξίτηλα ίχνη. Η γενική αµφισβήτηση του κράτους και της 226
αστικής πολιτικής εξουσίας ώθησε την τελευταία στην επινόηση νέων συµβόλων και τελετουργιών. Η λατρεία των «εν πολέµω πεσόντων» έγινε στοιχείο της πολιτικής εξουσίας µε νοµιµοποιητική ως προς την πρώτη λειτουργία και αποστολή. Η είσοδος της «πολιτικής θρησκείας» (civic religion) ανέτρεψε τις παλαιές, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, συµβάσεις και εισήγαγε έντονα στοιχεία µεταφυσικής στην αστική εξουσία. Η ένταξη των νέων στοιχείων στην πολιτική έγινε µε τον πλέον επίσηµο και µεγαλοπρεπή τρόπο. Τα µνηµεία των «Αγνώστων Στρατιωτών», τα Ηρώα, τα κενοτάφια και οι αναθηµατικές πλάκες µε τα ονόµατα των πεσόντων κόσµησαν τόσο τις πρωτεύουσες των κρατών όσο και τους πλέον απόµερους οικισµούς τους. Βρήκαν τον δρόµο τους σε εκκλησίες ή τόπους εργασίας. Μεγαλοπρεπή όσο και απέραντα νεκροταφεία δηµιουργήθηκαν στα πεδία των µαχών ως τρόπος εξύµνησης του «ηρωϊκού», του πολεµικού θανάτου. Η διαρκής επίγεια απεικόνηση της µυθικής Βαλχάλλα σηµάδεψε τα ήθη των καιρών. Εικόνα 95: Μνηµείο για τους Πεσόντες στον Πόλεµο. Νίκαια Γαλλίας, 1919. Την επαύριον του Α Παγκοσµίου τα ιερά για τους «υπέρ πατρίδος πεσόντες» πολλαπλασιάστηκαν σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κόσµο. Το κάθε κράτος θεώρησε υπέρτατο εθνικό µνηµείο τον «Άγνωστο Στρατιώτη», τοποθετηµένο στο πλέον κεντρικό σηµείο της πρωτεύουσάς του. Στο µνηµείο αυτό, από εδώ και στο 227
εξής θα αποδίδονταν οι τιµές στο Έθνος, µε την κατάθεση στεφάνου στους νεκρούς του. Ο θάνατος στον πόλεµο έγινε πηγή «νοµιµοποίησης» της πολιτικής εξουσίας. Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3afrance-002534_(15721781037).jpg Το έθνος απέκτησε µια δυϊκή υπόσταση στον κόσµο των ζωντανών όπου οι παλαιοί πολεµιστές είχαν «πλεονέκτηµα» στην πολιτική συµµετοχή και στον κόσµο των νεκρών, των «υπέρ πατρίδος πεσόντων» στο όνοµα των οποίων το έθνος υπήρχε. Διαµέσου των τελευταίων από εδώ και στο εξής θα αποδίδονταν τιµές και αναγνώριση στο κυρίαρχο κράτος. Στις επίσηµες επισκέψεις τους, από τότε ως σήµερα, οι ξένοι ηγέτες κρατών επισκέπτονται πρώτα και τελετουργικά τιµούν το µνηµείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Στους νεκρούς του πολέµου κατατίθονται τα διαπιστευτήρια της αναγνώρισης και του σεβασµού της κάθε χώρας. Υποθέτουµε ότι µια «ειρηνική», απόλεµη χώρα θα είχε σηµαντικό πρόβληµα τελετουργικού δεν θα το µάθουµε ποτέ, καθώς τέτοια χώρα απλώς δεν υπήρξε ποτέ. 11.6 Οι στρατιώτες-αγωνιστές Εκτός όµως από τους «άγνωστους» θεµατοφύλακες του αστικού έθνουςκράτους, ο Πρώτος Παγκόσµιος κληροδότησε µια νέα γενιά πολιτών-πολεµιστών. Οι προλεταριακές επαναστάσεις έφεραν στο στρατιωτικό προσκήνιο τις πολιτοφυλακές. Ο Κόκκινος Στρατός της Ρωσικής Επανάστασης οικοδοµήθηκε πάνω στις ένοπλες οµάδες περιφρούρησης της εξουσίας των Σοβιέτ (επιτροπών). Για τη µετατροπή ετούτων των πολιτοφυλακών σε τακτικό στρατό ικανό να διεκδικήσει και να πετύχει πολιτικό αποτέλεσµα, χρειάστηκε η συνθετική ικανότητα του µηχανισµού του κοµµουνιστικού κόµµατος. Το τελευταίο κόµµα νέου τύπου αποτελούσε στην ουσία µια µικρογραφία κρατικού µηχανισµού, ικανού να αναλάβει µέρος των λειτουργιών του τελευταίου: η οργάνωση στρατιωτικής δύναµης ήταν µέσα σε αυτές. Με το παράδειγµα του Κόκκινου Στρατού συγκροτήθηκαν (πολιτικά) στρατιωτικά σώµατα του Μεσοπολέµου π.χ. ο στρατός της Ισπανικής Δηµοκρατίας στον εκεί εµφύλιο πόλεµο. Αργότερα, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, πολλά από τα στρατιωτικά σώµατα της αντιφασιστικής Αντίστασης συγκροτήθηκαν επίσης µε πρότυπο τον Κόκκινο Στρατό. Το ίδιο ίσχυσε για τα ένοπλα αντι-αποικιακά 228
κινήµατα, είτε αυτά αποτέλεσαν συνέχεια της Αντίστασης είτε δηµιουργήθηκαν µετά από αυτήν. Εικόνα 96: Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού στη διάρκεια του Εµφυλίου (1918-1922). Ο Κόκκινος Στρατός µετεξελίχθηκε από τις Εργατικές Πολιτοφυλακές αλλά και τα Σοβιέτ του στρατιωτών στο τέλος του Α Παγκοσµίου. Πηγή: http://www.warrelics.eu/forum/attachments/uniforms-insignia-rkka-red-army-sovietarmy/290455d1326302996-bolshevik-1918-1922-info-required- 2_03.jpg Το παράδειγµα του ισπανικού εµφυλίου απέδειξε πόσο κοντά βρίσκονταν πλέον η έννοια της πολιτικής αναµέτρησης µε την αντίστοιχη της στρατιωτικής. Η βασική δύναµη του στρατού της Ισπανικής Δηµοκρατίας προέκυψε από πολιτικές οργανώσεις που πολύ φυσιολογικά για εκείνους τους καιρούς άλλαξαν τη λειτουργία τους από πολιτικά «επιτελεία» σε στρατιωτικά. Η πρώτη σχετική κίνηση προήλθε από τη συγχώνευση δύο πολιτικών νεολαιών της Κοµµουνιστικής και της Σοσιαλιστικής µε στόχο τη δηµιουργία µιας ενιαίας στρατιωτικής δύναµης, του 5ου Συντάγµατος. Η δεύτερη προέκυψε από την πρωτοβουλία της Κοµµουνιστικής Διεθνούς24 να µετατρέψει την προπαγανδιστική κινητοποίηση που είχε ήδη προγραµµατιστεί για τη Βαρκελώνη τους εργατικούς Ολυµπιακούς25 σε 24 Η Κοµµουνιστική Διεθνής δηµιουργήθηκε στα 1919 µε πρωτοβουλία του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της νεοσύστατης τότε Σοβιετικής Ένωσης µε σκοπό να συντονίσει, σε µια ενιαία οργάνωση, τα επαναστατικά εργατικά κινήµατα εκείνου του καιρού. Επρόκειτο προφανώς για έναν µαχητικό µηχανισµό όπου η πολιτική παρέµβαση σήµαινε ουσιαστικά και στρατιωτική αντίστοιχη. Για τον λόγο αυτόν οι µηχανισµοί της Κ.Δ. µπορούσαν να στηρίξουν πολεµικές κινητοποιήσεις. 25 Η Διεθνής προετοίµαζε τη διοργάνωση στη Βαρκελώνη λαϊκών Ολυµπιακών Αγώνων για να απαντήσει στους µεγαλοπρεπείς Ολυµπιακούς που διοργάνωνε την ίδια περίοδο στη Γερµανία το 229
στρατιωτική αντίστοιχη. Από τη δεύτερη αυτή προέκυψαν οι Διεθνείς Ταξιαρχίες που λίγος µήνες αργότερα αντιµετώπισαν τα αποικιακά στρατεύµατα των πραξικοπηµατιών στρατηγών στις πύλες της Μαδρίτης και λίγο αργότερα τον ιταλικό στρατό στις επιχειρήσεις κύκλωσης της ισπανικής πρωτεύουσας. Η στρατιωτική αποτελεσµατικότητα αυτών των µονάδων ελάχιστα πράγµατα είχε να ζηλέψει από τους επαγγελµατικής στρατιωτικής υφής αντιπάλους τους. Ήταν εποχή όπου η πρακτική του πολέµου είχε απόλυτα ενσωµατωθεί στην πολιτική πρακτική. Σε τελευταία ανάλυση, η περίοδος δεν χαρακτηρίστηκε τυχαία Μεσοπόλεµος. Η διά του πολέµου επίλυση των όποιων ανταγωνισµών ήταν δεδοµένη και αυτονόητη πρακτική σε όποιο επίπεδο κι αν εκφραζόταν. Εικόνα 97: Γερµανοί πολεµιστές του Τάγµατος «Χανς Μπάιµλερ» στο µέτωπο της Γκουανταλαχάρα το 1937. Η συγκρότηση των Διεθνών Ταξιαρχιών µε πρωτοβουλία της Κοµµουνιστικής Διεθνούς από εθελοντές που έσπευσαν να στηρίξουν την ισπανική δηµοκρατία απέναντι στο πραξικόπηµα των ναζιστικό κόµµα. Συµµετοχή σε αυτούς θα είχαν αθλητές και αθλήτριες από τα εργατικά συνδικάτα, τα λαϊκά αθλητικά σωµατεία και ενώσεις και τις αντίστοιχες νεολαίες. 230
στρατηγών, σηµατοδότησε την απόλυτη σύµπλεξη πολέµου και πολιτικής στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεµο. Πηγή: Γερµανικά Οµοσπονδιακά Αρχεία. Μεταφορά από: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3abundesarchiv_bild_183-z0806-036%2c_spanien%2c_internationale_brigaden.jpg 11.7 Ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος Σε αντίθεση µε τον Πρώτο Παγκόσµιο, όπου η πλειονότητα των θανάτων που προκλήθηκαν από άµεσα πολεµικές αιτίες ήταν απώλειες στρατιωτών, στον Δεύτερο το ποσοστό των πολιτών των κατ ευφηµισµόν «αµάχων» που σκοτώθηκαν από αιτίες συνδεδεµένες µε τον πόλεµο υπερέβη κατά πολύ το αντίστοιχο των στρατιωτικών. Από τα 60 ως 80 εκατοµµύρια των νεκρών του πολέµου, οι στρατιωτικοί ήταν κάτι ανάµεσα στα 20 µε 25 εκατοµµύρια. Οι υπόλοιποι ήταν άνθρωποι που δεν φορούσαν στρατιωτικές στολές, ούτε ανήκαν σε οτιδήποτε θα ονοµάζαµε µάχιµο σχηµατισµό. Οι αιτίες θανάτου των «µη µάχιµων» ήταν πολλαπλές: σε ένα πρώτο επίπεδο υπήρχαν εκείνοι που εµπλέκονταν απευθείας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι τελευταίες αυτές, ακολουθώντας την ιδέα του «ολοκληρωτικού πολέµου» ως τις έσχατες συνέπειές της, περιλάµβαναν την καταστροφή υποδοµών, παραγωγικών ενοτήτων, πόλεων, χωριών, ολόκληρων κατοικηµένων ζωνών, είτε για οικονοµικούς λόγους καταστροφή του βιοµηχανικού παραγωγικού δυναµικού του αντιπάλου είτε για πολιτικά «ψυχολογικούς»: για να υποτάξουν ολόκληρη την κοινωνία στις επιταγές του επιτιθέµενου και της αφαιρέσουν την όποια διάθεση να πολεµήσει. Στην ουσία, αντί να πληγεί άµεσα το στρατιωτικό δυναµικό του εχθρού, βαλλόταν η κοινωνική ενδοχώρα πίσω από αυτόν. Καθώς οι στρατοί ήταν πλέον µέρος της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα ήταν και απόλυτα εξαρτηµένοι από τις παραγωγικές επιδόσεις της τελευταίας, η πολεµική προσπάθεια στόχευε και τους στρατευµένους αλλά και όλους τους υπόλοιπους. Ο πόλεµος, µε τη βοήθεια και της νέας τεχνολογίας, των αεροπλάνων ειδικά, έγινε πλέον καθολικός και ενίοτε ήταν πολύ πιο επικίνδυνο να βρίσκεσαι σε κάποια πόλη ή παραγωγικό κέντρο στα «µετώπισθεν», παρά στην πρώτη γραµµή του µετώπου. Επρόκειτο για ένα ολοπαγές φαινόµενο το οποίο καθιστούσε τους πάντες, ακόµα και τους αόπλους, µαχητές. Ήταν µια ειδική πολιτικά εξέλιξη. 231
Ο θάνατος των µη πολεµιστών, όµως, είχε και µια άλλη διάσταση. Η µαζική εκτόπιση ολόκληρων κατηγοριών του ευρωπαϊκού πληθυσµού σε στρατόπδα συγκέντρωσης και βιοµηχανικού θανάτου ήταν µια άλλη παράµετρος ετούτου του πολέµου. Μέσα από µια πολυπλόκαµη «λογική» που είχε στη βάση της φαινοµενικά ορθολογικές µεθοδεύσεις, ένας τεράστιος αριθµός ανθρώπων καταδικάστηκε σε συνοπτικό θάνατο, µε επίκληση τόσο πολιτικών όσο και στρατιωτικών επιχειρηµάτων. Τα θύµατα των ναζιστικών µηχανισµών µαζικής θανάτωσης επιλέγονταν µε φυλετικά κριτήρια τα οποία αιτιολογούνταν είτε µε «οικονοµικές» είτε µε «βιολογικές» είτε µε «χωροταξικές» «εξηγήσεις». Εβραίοι, κοµµουνιστές, Ροµά, αντιστασιακοί Σλάβοι, ή απλώς «υπάνθρωποι» κάθε είδους στέλνονταν σε θαλάµους αερίων και εξαερώνονταν στα κρεµατόρια ως µέρος του πολεµικού σχεδιασµού. Ήταν άνθρωποι που, όπως από πολύ νωρίς είχε διακηρύξει ο ναζισµός, βρίσκονταν έξω από την έννοια του δικαίου (αυτή τη σηµασία είχε η κατάργηση του ρωµαϊκού δικαίου και η αντικατάστασή του από το «φυλετικό») και κατά συνέπεια ήταν «εξοντώσιµοι» σε τελική εκδοχή της εξέλιξης της έννοιας «αναλώσιµοι». Μια έντονη αντίφαση διέσχιζε το πολιτικό τοπίο του παγκόσµιου αυτού πολέµου. Οι µεγάλες στρατηγικές αποφάσεις και ο συνακόλουθος πολιτικός σχεδιασµός που επηρέαζαν τις τύχες των χωρών τους, αλλά και ολόκληρου του κόσµου, λαµβάνονταν από στενό κύκλο ανθρώπων. Αυτό ήταν κυρίως αλήθεια για τις δυνάµεις του Άξονα, όπου διακηρυγµένα ανεξέλεγκτοι ηγέτες που για την περίσταση ονοµάζονταν φύρερ (οδηγός) ή ντούτσε (ηγέτης) µονοπωλούσαν τη λήψη των κρίσιµων ή µη αποφάσεων. Ήταν όµως αλήθεια και για το αντίπαλο στρατόπεδο όπου, ως τρόπος άµβλυνσης των σηµαντικών εσωτερικών διαφορών µεταξύ των Συµµάχων, οι σπουδαίες αποφάσεις λαµβάνονταν στις περίφηµες συνδιασκέψεις των Μεγάλων (Καζαµπλάνκα, Τεχεράνη, Γιάλτα, Πότσδαµ κ.λπ.), όπου ρυθµίζονταν τα πλέον σηµαντικά στη βάση απλώς και µόνο διπλωµατικών συµβάσεων. Από την άλλη πλευρά, στο σηµείο αυτό βρισκόταν η αντίφαση: η συµµετοχή των ανθρώπων στο «ιστορικό γίγνεσθαι», στη διαµόρφωση της πορείας του πολέµου και στην πολιτική και κοινωνική διεκδίκηση του µεταπολεµικού κόσµου είχε διάσταση καθολική. Το κενό που υπήρχε ανάµεσα στις δύο καταστάσεις ήρθε να το καλύψει η Αντίσταση. 232
Η Αντίσταση και µάλιστα στην ένοπλη µορφή της υπήρξε το όχηµα µέσα από το οποίο καταργήθηκε η ιδέα του σταθερού και αυστηρά προσδιορισµένου «µετώπου» ή «πεδίου µάχης», ενός συγκεκριµένου χώρου δηλαδή στον οποίο διεξάγονταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο πόλεµος πλέον έπαψε να είναι αποκλειστική υπόθεση των στρατιωτικών και των «Μεγάλων», και ο κοινωνικόςπολιτικός χώρος µπορούσε να δηµιουργήσει αληθινούς στρατούς, «υπόγειους» ή σε «ελεύθερες ζώνες», και να τους χρησιµοποιήσει ως µέρος του πολιτικού του οπλοστασίου. Το «ένοπλο» έγινε µέρος αναπόσπαστο του «πολιτικού». Εικόνα 98: Μονάδα ιππικού του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η Αντίσταση δηµιούργησε στρατιωτικές δυνάµεις και ελεύθερες από τους κατακτητές ζώνες βαθιά στα µετόπισθεν του Β Παγκοσµίου. Η έννοια του πολεµικού µετώπου έγινε εξαιρετικά σχετική καθώς πλέον ο πόλεµος διαχύθηκε όπου υπήρχε συγκροτηµένη και οργανωµένη κοινωνία και όπου η πολιτική µπορούσε να αρθρώσει την απαραίτητη για τη δηµιουργία ελεύθερης επικράτειας και κράτους πρόταση. Τα Κοµµουνιστικά Κόµµατα ήταν ακριβώς τα πολιτικά σχήµατα που είχαν τα εργαλεία διαχείρησης µιας τέτοιας εξέλιξης. Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3aippiko-elas-1.jpg Η αντίσταση είχε κοινωνικό χαρακτήρα. Η πολιτική συσπείρωση των ανθρώπων µε στόχο τον πόλεµο ενάντια στον κατακτητή και στη ναζιστική του ιδεολογία και πρακτική προάσπιζε πολύ συγκεκριµένα πράγµατα: την ίδια τη νοµική υπόσταση των υπόδουλων κατ αρχάς, αλλά κυρίως την αξιοπρέπεια του µόχθου τους, της εργασίας. Ο παρονοµαστής των πολιτικών καταπίεσης των κυριάρχων δυνάµεων του Άξονα στην κατακτηµένη Νέα Ευρώπη ήταν ο ευτελισµός της 233
εργασίας η ανάδειξη της δουλικής εργασίας ως µορφής υποχρέωσης του φυλετικά κατώτερου προς τον ανώτερο. Προφανώς, ένα κίνηµα που προάσπιζε τόσο ουσιώδη αγαθά και κατακτήσεις της ανθρωπότητας δεν µπορούσε παρά να έχει ισχυρά πολιτικά οράµατα για το µέλλον. Παραδόξως, το τέλος του Δευτέρου Παγκοσµίου πολέµου δεν συνοδεύτηκε από τεράστιο κύµα επαναστάσεων, πολιτικών και κοινωνικών ανατροπών. Οι Λαϊκές Δηµοκρατίες στην ανατολική πλευρά της ηπείρου προέκυψαν µάλλον µέσα από στρατιωτικοπολιτικές συγκυρίες και όχι από µεγάλα επαναστατικά ρεύµατα. Το τεράστιο αντιστασιακό κίνηµα της Ελλάδας ηττήθηκε στην πορεία του προς τη λαϊκή εξουσία παρά την τροµερή δυναµική του που εκφράστηκε στον τριετή εµφύλιο πόλεµο που ακολούθησε. Το αντίστοιχο περισσότερο στρατιωτικής υφής κίνηµα της Γιουγκοσλαβίας περιπλέχθηκε στις εθνικές ιδιαιτερότητες του κράτους αυτού. Η σύνδεση των απελευθερωτικών αγώνων µε το αίτηµα ανάπλασης της κοινωνίας αναβλήθηκε για τους πολέµους της αποαποικιοποίησης που θα ακολουθούσαν ευθύς αµέσως. Οπωσδήποτε θα ήταν εξαιρετικά φιλόδοξη µια απόπειρα εξήγησης της διαφοράς ανάµεσα στο εκρηκτικό κλίµα του 1917-1919 και στο παθητικό σχεδόν αντίστοιχο του 1945-1946 στο πλαίσιο του παρόντος εγχειριδίου. Οδηγός µελέτης -. Fuller, J.F.C., The Conduct of War, 1789-1961 (1961), New Brunswick, N.J., Rudgers U.P. -. Gollin, Alfred,,The Impact of Air Power. On the British People and their Government, 1909-1914 (1989), Stanford, Cal.: Stanford University Press -. Kennedy, Paul, The Rise and Fall of the Great Powers (1989), New York: Vintage Books -. Megargee Geoffrey, War of Annihilation. Combat and Genocide on the Eastern Front, 1941 (2006), Oxford, New York: Rowman & Littlefield Eds. -. Paret, Peter, Craig, Gordon, & Gilbert Felix (es.), Makers of Modern Strategy from Machiavelli to the Nuclear Age (1986), Princeton: Princeton University Press -. Reese Roger R., The Soviet Military Experience. A History of the Soviet Army, 1917-1991 (2000), London, New York, Routledge 234