ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. "Τα συνταγματικά δικαιώματα στην ποινική σχέση"

Σχετικά έγγραφα
Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

της δίωξης ή στην αθώωση.

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Νόμος 2101/1992. Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΦΕΚ Α 192)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΟΔΗΓΙΕΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Γ. Ν. Τριανταφύλλου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Βασικές διατάξεις

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Βασικές Αρχές για το Ρόλο των Δικηγόρων 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Π Ρ Ο Α Ν Α Κ Ρ Ι Σ Η & Σ Υ Ν ΤΑ Γ Μ Α

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0297(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2004-05 Μάθημα:Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα Διδάσκοντες:Καθηγητής Α.Γ.Δημητρόπουλος Λέκτορας Σ.Βλαχόπουλος ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ "Τα συνταγματικά δικαιώματα στην ποινική σχέση" Φοιτητής:Κώτσηρας Α.Γεώργιος Α.Μ:1340200200262 ΑΘΗΝΑ,2005

1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή 2 Κεφάλαιο Πρώτο:Αρχές της ποινικής δίκης στενά συνδεδεμένες με τα συνταγματικά δικαιώματα.3 α.γενικά για τις αρχές της ποινικής δίκης..3 β.η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας..4 γ.η αρχή της δικαστικής ακρόασης...7 δ.η αρχή της ισότητας των όπλων..9 ε.η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου.10 στ.η αρχή της δίκαιης δίκης.13 ζ.η αρχή της αιτιολόγησης 15 η.η αρχή της αναλογικότητας...16 θ.η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege.18 Κεφάλαιο Δεύτερο:Η προσωπική ασφάλεια στην ποινική δίκη.21 α.γενικές αρχές και διακρίσεις των ανακριτικών πράξεων και μέτρων δικονομικού καταναγκασμού 21 β.η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση και οι συνταγματικές εγγυήσεις αυτών 24 Συμπέρασμα.32 Περίληψη(στα ελληνικά)..34 Περίληψη(στα αγγλικά) 34 Λήμματα...35 Νομολογία 36 Βιβλιογραφία...39

2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε κανέναν άλλο χώρο του δικαίου, δεν αποτυπώνεται με τόση ένταση η σύγκρουση ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη, ανάμεσα στο δημόσιο και το ατομικό συμφέρον, όσο στο χώρο της ποινικής δικονομίας και, εν ευρεία έννοια, στην όλη ποινική διαδικασία. Η ποινική προδικασία είναι πλούσια σε ό,τι αφορά προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η προσωπική ελευθερία, η προσωπικότητα, η σωματική ακεραιότητα, η οικιακή ειρήνη, η περιουσία κλπ. Η ποινική δίκη εξυπηρετεί έναν διπλό σκοπό: αφενός να μεταφέρει στην πράξη τις συνταγματικές εγγυήσεις και αφετέρου να επαληθεύσει το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Επίσης, ο συνταγματικός νομοθέτης έχει προνοήσει να προστατεύσει με ρητές αναφορές στο συνταγματικό κείμενο συγκεκριμένα δικαιώματα του πολίτη που συνδέονται άμεσα με την ποινική διαδικασία(άρθρο 6,7,8,9,20 παρ.1), τα οποία εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία των δικαστικών συνταγματικών δικαιωμάτων.εύλογα λοιπόν χαρακτηρίστηκε το ποινικό δικονομικό δίκαιο ως σεισμογράφος της συνταγματικής τάξης από τον Roxin. 1 Οι συνταγματικές εγγυήσεις όμως θα ήταν γράμμα κενό, αν δεν τις έκανε πράξη ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, από τον οποίο κυρίως θα κριθεί το εύρος και η αποτελεσματικότητα της προστασίας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Για παράδειγμα η αξία της προστασίας της κατοικίας που προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 9 θα ήταν ελάχιστη, αν ο νόμος που ορίζει το εάν και πως της επέμβασης στο οικιακό άσυλο(άρθρα 253 επ. ΚΠΔ) επέτρεπε χωρίς αυστηρές προυποθέσεις τον περιορισμό του δικαιώματος. Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι η ποινική σχέση είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ειδικής κυριαρχικής σχέσης. Η ποινική σχέση, γενικότερα, αφορά ορισμένους 1 Strafverfahrensrecht,παρ.2 ΑΙ σ.9

3 φορείς, αυτούς δηλαδή που εμπλέκονται καθ οιονδήποτε τρόπο στην ποινική διαδικασία και αποτελεί, με εξαίρεση την ισόβια κάθειρξη μια σχέση παροδική. 2 Κεφάλαιο πρώτο: Αρχές της ποινικής δίκης στενά συνδεδεμένες με τα συνταγματικά δικαιώματα α.γενικά για τις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης Η ποινική διαδικασία θα ήταν μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση για τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, εαν δεν υπήρχαν κάποιες αρχές που θα προστάτευαν τα μέρη της διαδικασίας αυτής. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, από το παρελθόν, που αποδεικνύουν ότι η κακή χρήση και εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την ποινική διαδικασία μπορούν να οδηγήσουν σε καταστάσεις εντελώς ξένες των δημοκρατικών ιδεωδών. Εδώ έγκειται λοιπόν η σημασία της ύπαρξης αρχών στενά συνδεδεμένων με συνταγματικές εγγυήσεις, οι οποίες σκοπό έχουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των εμπλεκομένων στην ποινική διαδικασία και περισσότερο τον κατηγορούμενο, ο οποίος έχει την πλέον ιδιάζουσα θέση μέσα σε αυτή. Η σημασία των αρχών είναι διττή: Αφενός χρησιμεύουν για την πλήρωση των κενών του δικαίου σε όσες περιπτώσεις δεν προβλέπεται συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση και αφετέρου χρησιμοποιούνται για την ορθή ερμηνευτική αντιμετώπιση των δικονομικών διατάξεων που δημιουργούν ερμηνευτικά προβλήματα. 3 Η τήρηση των θεμελιωδών αρχών συνιστά υποχρέωση τόσο του νομοθέτη κατά τη θέσπιση νέων 2 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,Γενικό μέρος,σύστημα Συνταγματικού Δικαίου,Τόμος Γ-ημιτόμος Ι,Εκδόσεις Σάκκουλα,2005,σελ67 3 Δαλακούρας Ι.Θεοχάρης,Βασικές έννοιες και θεσμοί της Ποινικής Δίκης,τόμος Α,Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα 2003,σελ44

4 διατάξεων, όσο και των εφαρμοστών του δικαίου, οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν, να ερμηνεύσουν και να διαπλάσουν το δίκαιο. Στην δικονομική πρακτική, ως κύρωση της παραβίασης των περισσοτέρων αρχών αναγνωρίζεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ ΚΠΔ, στην περίπτωση όμως που η παραβίαση της αρχής συνδέεται με κάποιο υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορούμενου, το οποίο απορρέει από τη συγκεκριμένη αρχή. Όμως, ανεξαρτήτως της κύρωσης της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, η μη τήρηση των αρχών συνεπάγεται υπέρβαση εξουσίας, που προβλέπεται ως αναιρετικός λόγος βουλευμάτων(άρθρο 484 παρ.1 περ ζ ΚΠΔ) ή αποφάσεων(άρθρο 510 παρ.1 περ.θ ΚΠΔ). β.η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας Το άρθρο 2 του Συντάγματος ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Εδώ, βέβαια, πριν αναφερθούμε συγκεκριμένα στη εφαρμογή της αρχής αυτής στην ποινική διαδικασία, πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό που πολλές φορές προκαλεί συγχύσεις, όχι μόνο θεωρητικού περιεχομένου αλλά και πρακτικού, το διαχωρισμό μεταξύ ανθρώπινης αξίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένας διαχωρισμός που στη γερμανική έννομη τάξη έχει πραγματοποιηθεί μέσω του συνταγματικού της κειμένου που κατοχυρώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια(menschenwuerde). Αντιθέτως, το ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει, όπως προειπώθηκε,το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας. Όπως έγινε αντιληπτό, η ανθρώπινη αξία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν ταυτίζονται αφού η ανθρώπινη αξιοπρέπεια βασίζεται στην κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης φύσης και εξαρτάται από αξιολογικές κρίσεις, είτε αμιγώς υποκειμενικές είτε προσδιοριζόμενες από την εκάστοτε κοινωνική συνείδηση και τις εκάστοτε κοινωνικές-ιστορικές συνθήκες, ενώ η ανθρώπινη αξία προσδιορίζεται από την ίδια

5 την ανθρώπινη οντότητα και είναι έμφυτη στον άνθρωπο με αποτέλεσμα να μην αφαιρείται με νομικούς κανόνες. 4 Στην ποινική διαδικασία λοιπόν, το άρθρο 2 Σ. αποκτά ιδιαίτερη σημασία αφού η προσπάθεια εξεύρεσης της αλήθειας και η εξιχνίαση και καταπολέμηση του εγκλήματος υποκρύπτουν κινδύνους για την ακεραιότητα του εκάστοτε εμπλεκομένου. Έτσι, δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζονται τα άτομα αυτά ως αντικείμενα ή αντικαταστατά μεγέθη, ακόμα και όταν υποβάλλονται σε μέτρα δικονομικού καταναγκασμού ή σε εκτέλεση ποινών. Εκτός, όμως, από τη γενική πρόβλεψη για την προστασία της αρχής, θα πρέπει να επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε την πρακτική εφαρμογή-προσαρμογή της εντός της ποινικής σχέσης. Οπότε, λαμβάνοντας υπ όψιν τις προσταγές της αρχής του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, ερμηνεύουμε το άρθρο 137 Α ΠΚ και θεωρείται ως προσβολή της ανθρώπινης αξίας κάθε σκοπούμενη επέμβαση που προσβάλλει σοβαρά ή ακυρώνει είτε τη νοητική λειτουργία(χορήγηση υπνωτικών ή ναρκωτικών ή παραισθησιογόνων φαρμάκων, εξαπάτηση), είτε την ψυχική και σωματική υγεία(βασανιστήρια, σωματική στέρηση, ψυχικό σοκ). 5 Εκτός από τη δεδομένη απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποιήσεως των δεδομένων που αποκτήθηκαν προσβάλλοντας την ανθρώπινη αξία, η πρακτική εφαρμογή της αρχής έγκειται στη μη εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες αντίκεινται στο άρθρο 2 του Συντάγματος, ως αντισυνταγματικές. Τέλος, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω για όλες τις αρχές της ποινικής διαδικασίας που είναι συνδεδεμένες με συνταγματικά δικαιώματα, έτσι και η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας χρησιμεύει στην κάλυψη κενών της ποινικής νομοθεσίας και στην ορθή ερμηνευτική αντιμετώπιση των ποινικών(δικονομικών κυρίως) διατάξεων που δημιουργούν προβλήματα. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η εν λόγω αρχή είναι ίσως και η βασικότερη για την προστασία βασικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκάστοτε εμπλεκομένου στην ποινική 4 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου,τόμοςΙΙΙ,Ι έκδοση,αθήνα 2004,σελ.103 5 Βλ Δαλακούρα,σελ.47

6 διαδικασία και είναι χρέος κάθε δημοκρατικής και ευνομούμενης πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει τον πολίτη από πιθανές προσβολές της. Εξάλλου, η αρχή του σεβασμού του ανθρώπου, η οποία είναι μια από τις τρεις βαθμίδες της ιστορικής πορείας για την πλήρη διαμόρφωση και ολοκλήρωση του κοινωνικού ανθρωπισμού, περιέχει την απαγόρευση παραβιάσεως της ανθρώπινης αξίας, επιτάσσει δηλαδή αποχή από κάθε προσβολή. 6 Έτσι, δε θα ήταν δυνατό η αρχή αυτή-βάση στο νομικό μας οικοδόμημα να μην ισχύει στην ποινική σχέση. Το ζήτημα της εφαρμογής της αρχής της προστασίας της ανθρώπινης αξίας γεννά και κάποια άλλα προβλήματα που είναι, επίσης, συνδεδεμένα με αρχές της ποινικής διαδικασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων αυτών είναι μια σχέση αντίφασης της εξεταζόμενης αρχής με την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, που κυριαρχεί στην ποινική διαδικασία, αφού η ουσιαστική αλήθεια είναι σύμφυτη με την αποστολή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου και τον πρόδηλο ερευνητικό-διαγνωστικό χαρακτήρα του. 7 Η εφαρμογή, όμως, της αρχής της ουσιαστικής αλήθειας δεν πρέπει να λαμβάνει χώρα μέσω μακιαβελικών θεωριών, δηλαδή όταν το αποτέλεσμα είναι καλό, δικαιολογείται πάντα η πράξη 8, ακόμα και όταν αξιόμεμπτη 9. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας θα πρέπει να υποχωρεί έναντι της υπέρμετρης συνταγματικής αρχής του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. 10 Δηλαδή, ακόμα και αυτός που έχει διαπράξει ορισμένο έγκλημα δεν επιτρέπεται να υποβαθμίζεται σε αντικείμενο της ποινικής δίκης, σε κανένα στάδιο αυτής. 11 6 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Τα αμυντικά δικαιώματα του ανθρώπου και η μεταβολή της έννομης τάξης,εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,Αθήνα-Κομοτηνή,1981,σελ.129 7 Βλ.Δαλακούρα,σελ.48 8 Μακιαβέλι,Λόγοι,κεφ.Ι 9 Μαυριάς Γ.Κώστας,Ιστορία των πολιτικών ιδεών Ι,Τρίτη έκδοση,εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,2001,σελ.155 10 Καρράς Αργύρης,Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο,Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1998,σελ.52 11 Βλ και Μάνεση Α.,Συνταγματικά Δικαιώματα,α ατομικές ελευθερίες,δ έκδοση,σελ112επ

7 γ.η αρχή της δικαστικής ακρόασης Με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η αρχή της δικαστικής ακρόασης. Κατοχυρώνεται έτσι το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μπορεί να αναπτύξει ενώπιον των δικαστηρίων τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως ορίζει ο νόμος, πριν από την έκδοση της αντίστοιχης δικαστικής απόφασης ή την ενέργεια οποιασδήποτε δικονομικής πράξης, η οποία προσβάλλει τα δικαιώματα ή συμφέροντα του. Εξειδικεύοντας, λοιπόν, ο ποινικός νομοθέτης τις επιταγές του Συντάγματος, περιέλαβε εντός του ΚΠΔ αρκετές διατάξεις που εκφράζουν την αρχή της δικαστικής ακρόασης, όπως εκείνες των άρθρων 20 παρ.1,97,99,100,103,138 παρ.2,270 παρ.1,274 εδ.β,283,309 παρ.2,326,330 παρ.2,333 παρ.2 και 3,357 παρ.3,358,369,405. Το άρθρο 20 παρ.1 Σ λειτουργεί άλλοτε μεν προκειμένου να συμπληρωθούν τα τυχόν κενά που αφήνουν, άλλοτε δε για να επιτευχθεί η ερμηνεία που τους αρμόζει. 12 Η αρχή της δικαστικής ακρόασης δεν εξαντλείται, βέβαια, σε μια απλή παροχή ευχέρειας στο περί ου πρόκειται υποκείμενο της ποινικής δίκης, κυρίως στον κατηγορούμενο, να εκφράσει τις απόψεις του, δεν εισάγεται δηλαδή απλά ένα δικαίωμα έκφρασης γνώμης, αλλά ένα δικαίωμα strictu sensu ακροάσεως του εκ μέρους του δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα λεχθέντα και, όπου χρειάζεται, να αποφανθεί. 13 Τα δικαιώματα ακρόασης σε όλο το στάδιο της ποινικής διαδικασίας μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Σε προπαρασκευαστικά, δηλαδή σε δικαιώματα που είναι απαραίτητα για να καταστεί δυνατή η άσκηση του δικαιώματος, και σε βασικά, δηλαδή δικαιώματα που συνιστούν το κύριο δικαίωμα ακρόασης. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται: το δικαίωμα παράστασης το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου το δικαίωμα πληροφόρησης 12 Ανδρουλάκης Κ.Νικ,Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης,δεύτερη έκδοση,εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1994,σελ.30 13 Βλ.Ανδρουλάκη,σελ.30

8 το δικαίωμα παροχής επαρκούς προθεσμίας προετοιμασίας Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται: το δικαίωμα διατυπώσεως των απόψεων του υποκειμένου το δικαίωμα απόδειξης το δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων Βέβαια, λόγω και του άρθρου 25 παρ.1 Σ, στα παραπάνω δικαιώματα αντιστοιχούν προπαρασκευαστικές και βασικές υποχρεώσεις των δικαιοδοτικών οργάνων. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται: η υποχρέωση κλήτευσης η υποχρέωση διορισμού συνηγόρου η υποχρέωση πληροφόρησης η υποχρέωση παροχής επαρκούς προθεσμίας προετοιμασίας Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται: η υποχρέωση λήψης υπόψη των απόψεων του υποκειμένου του δικαιώματος η υποχρέωση αιτιολογημένης απάντησης στις αιτήσεις εξέτασης αποδεικτικών μέσων ή ενέργειας πράξεων συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού και η υποχρέωση παροχής δυνατότητας υποβολής αιτήσεων Οφείλουμε να τονίσουμε ότι το δικαίωμα και κατ επέκταση η αρχή της δικαστικής ακρόασης περιλαμβάνεται στο ευρύτερο δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας. Έτσι, το με τη στενή έννοια δικαίωμα της δικαστικής προστασίας συνίσταται στην αξίωση του φορέα να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη και να ζητήσει προστασία. Το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης συνίσταται στην αξίωση παρουσίασης των θέσεων και απόψεων του φορέα του δικαιώματος σχετικά με τα νομικά και πραγματικά ζητήματα της εκάστοτε υπόθεσης. Επίσης, στο δικαίωμα δικαστικής ακρόασης εμπεριέχεται και η αξίωση του φορέα να λάβει γνώση των θέσεων που υποστηρίζει και των στοιχείων που προσκομίζει ο αντίδικος. 14 14 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου,τόμοςΙΙΙ,Ι έκδοση,αθήνα 2004,σελ.327

9 δ.η αρχή της ισότητας των όπλων Μέσω της θεώρησης της γενικότερης αρχής της ισότητας του άρθρου 4 Σ και της σύνδεση της με την αρχή της δικαστικής προστασίας συνάγεται θεμελιωμένα η υποχρέωση παραχώρησης του γενικού δικαιώματος ακρόασης και στην άλλη πλευρά, ώστε να επιτυγχάνεται in concreto η ζητούμενη ίση ρύθμιση και εν προκειμένω η ίση μεταχείριση των διαδίκων από το νόμο με την αναγνώριση των ίδιων δικαιωμάτων και επιβαρύνσεων. Οπότε, στην ποινική διαδικασία, παρατηρείται η επιτρεπτή μονόπλευρη παροχή ενός δικαιώματος σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις είτε προς εξασφάλιση της απρόσκοπτης εξέλιξης της ποινικής διαδικασίας, είτε προς εξισορρόπηση της δυσχερέστερης θέσης του κατηγορουμένου. 15 Στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται η ρύθμιση του άρθρου 171 παρ.1 δ ΚΠΔ η οποία προβλέπει την πρόκληση απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας μόνον σε περιπτώσεις μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται η διάταξη του άρθρου 333 παρ.3 εδ.β ΚΠΔ που θεσπίζει για τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι. Απαγορεύονται, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο οι διακρίσεις. Έχουμε δηλαδή μια εμφάνιση της αρνητικής μορφής της ισότητας σε πολλές περιπτώσεις της ποινικής διαδικασίας. Η αρνητική ισότητα εμφανίζεται ως επιταγή του δικαίου προς παράλειψη, ως απαγόρευση. Βέβαια, η απαγόρευση των διακρίσεων δε συνεπάγεται αυτομάτως την ίση μεταχείριση, αλλά απαγορεύει τις διακρίσεις που βασίζονται σε προκαθορισμένα, με κανόνες δικαίου προσδιοριζόμενα, κριτήρια.αυτό δηλαδή σημαίνει ότι επιτρέπονται οι διακρίσεις που δεν απαγορεύονται. 16 15 Βλ.Δαλακούρα,σελ.53 16 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου,τόμοςΙΙΙ,Ι έκδοση,αθήνα 2004,σελ.115

10 ε.η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου Μια από τις πιο σημαντικές αρχές στην ποινική σχέση είναι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, η οποία πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Η αρχή αυτή καθιερώνεται με επαρκή σαφήνεια στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 παρ.2 ΕΣΔΑ και 14 παρ.2 ΔΣΑΠΔ. Βέβαια, δεν υπάρχει ρητή ρύθμιση στο παρόν ελληνικό Σύνταγμα για το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά υποστηρίζονται απόψεις που εκτιμούν ότι υπονοείται κατά λογική ανάγκη από τις συνταγματικές εγγυήσεις της προσωπικής ασφάλειας 17 (τις οποίες θα αναπτύξουμε στο επόμενο κεφάλαιο) ή απορρέει κατά βάση από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας. 18 Το άρθρο 2, λοιπόν, της ΕΣΔΑ, το οποίο αποτελεί ρητό κανόνα δικαίου της χώρας μας και είναι υποδεέστερο μόνο του Συντάγματος, ορίζει ότι παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του. Ιστορικά, θα παρατηρήσουμε ότι η εν λόγω αρχή πέρασε από δύσκολες ιστορικές περιόδους, όπου η αθωότητα ή η ενοχή του κατηγορουμένου αποδεικνύονταν με απάνθρωπές και αντίθετες σε κάθε έννοια σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεθόδους. 19 Φτάσαμε, έτσι, στην πανηγυρική κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στη γαλλική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789 και στο άρθρο 9 όπου τονίζεται ότι Tout homme est presume innocent jusqu a qu il ait ete declare coupable, δηλαδή ότι καθένας τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κηρυχθεί ένοχος. Το τεκμήριο αξιώνει να μη θεωρείται ο κατηγορούμενος μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του ένοχος, αλλά να αντιμετωπίζεται ως απλός ύποπτος. Να μην επιβάλλονται δηλαδή σε βάρος του προκαταβολικές ποινές ή προτιμωρητικά μέτρα, πριν την απαγγελία της ενοχής του. 20 Επίσης, πρέπει να 17 Π.Δ Δαγτόγλου,Συνταγματικό Δίκαιο,Ατομικά Δικαιώματα,Α,Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση,εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,2005,σελ.322 18 Βλ.Καρρά,σελ.55 19 Βλ.χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων μεθόδων σε Ανδρουλάκη,σελ.185 επ. 20 Βλ.Δαλακούρα,σελ.55

11 τονιστεί ότι το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου σημαίνει ότι αποδεικτέα είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα. Δεν πρέπει όμως να υπάρξει παρανόηση στο παραπάνω συμπέρασμα και να φανεί το τεκμήριο σαν κανόνας του βάρους της απόδειξης, αφού στην ποινική δίκη δεν τίθεται θέμα βάρους αποδείξεως. Το τεκμήριο, δηλαδή, αποτελεί κανόνα περί του περιεχομένου και όχι περί του βάρους της αποδείξεως. Με άλλα λόγια, ορίζει τι πρέπει να αποδειχθεί και όχι ποιός θα το αποδείξει. 21 Παρατηρούμε ότι το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου βασίζεται στο δίπολο αθωότητα-ενοχή. Όποιος, δηλαδή, δεν είναι ένοχος, είναι αθώος. Τρίτη δυνατότητα δεν υπάρχει: Tertium non datur. Απλή απαλλαγή λόγω αμφιβολιών, η οποία αφήνει την υπόνοια της ενοχής να παρακολουθεί τον κατηγορούμενο στη ζωή του, είναι ασυμβίβαστη με το τεκμήριο της αθωότητας. 22 Όμως, αν και το εν λόγω τεκμήριο κατοχυρώνεται με τυπική ισχύ, η έκταση της εφαρμογής του στην ποινική δίκη δεν έχει την απαραίτητη σαφήνεια. Η δυσλειτουργία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την αδικαιολογήτως περιορισμένη πρακτική εφαρμογή του. 23 Σημαντικότατη βοήθεια στην κατανόηση του περιεχομένου και την ορθή ερμηνεία του τεκμηρίου της αθωότητας μας προσφέρουν τα πορίσματα του 12 ου Διεθνούς Συνεδρίου Ποινικού Δικαίου 24, όπου γίνεται δεκτό ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τις εξής αρχές: Κανένας δεν μπορεί να καταδικασθεί ή να κηρυχθεί ένοχος, αν δεν έχει δικασθεί σύμφωνα με το νόμο και ύστερα από μια νόμιμη δικαστική διαδικασία. Καμία ποινή ή άλλη ανάλογη κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί σε βάρος προσώπου, εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπει ο νόμος. 21 Βλ.Δαγτόγλου,σελ.323 22 Βλ.Δαγτόγλου,σελ.323 23 Βλ.Καρρά,σελ.56 24 Βλ.Πορίσματα του ΧΙΙ Διεθνούς Συνεδρίου Ποινικού Δικαίου,Ποιν.Χρον,τ.Λ,σελ.189

12 Κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την αθωότητα του. Η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου(in dubio pro reo). Βέβαια, όσο αφορά τη συγγένεια του τεκμηρίου με τον κανόνα εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo), υπάρχουν αρκετές απόψεις στη θεωρία με κυρίαρχη αυτή που δέχεται τη συγγένεια αλλά όχι την ταυτοποίηση, αφού ο κανόνας in dubio pro reo αφορά το ύστατο στάδιο της ποινικής δίκης, εκείνο δηλαδή της αποφάσεως ενώ το τεκμήριο αθωότητας διέπει όλα τα στάδια της ποινικής δίκης. 25 Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο Ανδρουλάκης τονίζοντας ότι το τεκμήριο αθωότητας έχει ευρύτερο περιεχόμενο. 26 Απ ό,τι φαίνεται από την ιστορική έρευνα το τεκμήριο αθωότητας είχε εκφραστεί στην Ελλάδα πριν από αιώνες και χαρακτηριστική απόδειξη αυτού είναι τα κείμενα του Ν.Ι Σαρίπολου, ο οποίος πετυχαίνει τον άθλο της ευθείας αναγνώρισης της ισχύος του τεκμηρίου. 27 Το ενδιαφέρον του για την προστασία του άδικα εμπλεκομένου σε δίκη κατηγορουμένου φροντίζει να το εκφράσει ήδη στη 2 η σελίδα της 1 ης παραγράφου που αφιερώνει στην ποινική δικονομία αναφέροντας χαρακτηριστικά: Τις εγγυάται ότι ουδείς συκοφάντης δώσει μήνυσιν ψευδήν; Τις δ ο ασφαλίζων ότι προκατάληψις τις των πνευμάτων ου βαρύνει ποτέ και επ αυτόν τον ενάρετον,ή ότι οργώντα πάθη ουκ εκζητήσουσι ποτέ την απώλειαν του αθώου; Τις ο προστατών αυτού εν τοιαύταις περιστάσεσιν; Ουδείς άλλος ειμή οι τύποι και αι δι αυτών παρεχομέναι τη αθωότητι ασφάλειαι 28. Και συνεχίζει, παρακάτω, αναγνωρίζοντας πλέον σαφώς το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου: Η δε παρουσία του κατηγορουμένου, καν επί τοις μεγίστοις η κατηγορία, άνευ αλύσεων και απλώς υπό ενόπλου δυνάμεως πόρρω ισταμένης 25 Βλ.Δαγτόγλου,σελ.326 26 Βλ.Ανδρουλάκη,σελ.189 27 Μυλωνάς Ι.Ιπποκράτης,Πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας,ποινικά 43,Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1994,σελ.74 28 Σαρίπολος,Δ,1871,σελ.6

13 φυλαττομένου, συμβολικώς παρίστησι το μεν, ότι ο νόμος μέχρι της καταδίκης υπολαμβάνει αυτόν ως αθώον. 29 Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου είναι μια αρχή-βάση για την όλη ποινική διαδικασία και έχει, εκτός των άλλων, μια βαθιά ιστορική προέλευση. Η αρχή έχει, επίσης, μια έντονη συνταγματική βάση και για να καθιερωθεί, έστω και εμμέσως σήμερα, ξεπέρασε σημαντικές δυσκολίες. Όπως,εξάλλου, γνωρίζουμε οι εκάστοτε αρχές, διακαιώματα, ελευθερίες, εξαρτώνται άμεσα από ιστορικοπολιτικές συγκυρίες της εκάστοτε εποχής. 30 Ας ελπίσουμε, η εφαρμογή της εξεταζόμενης αρχής να πραγματοποιηθεί ανεμπόδιστα από όλους, ώστε να εξασφαλιστεί ένα βασικό δικαίωμα του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη. στ.η αρχή της δίκαιης δίκης Για να ολοκληρωθεί, βέβαια, η ποινική δίκη πρέπει να εξασφαλισθεί και κάτι ακόμα, κάτι που από πρώτη όψη φαίνεται τόσο αυτονόητο, ώστε να περιττεύει η ειδική μνεία του, που εντούτοις είναι επιβεβλημένη. 31 Η αρχή, λοιπόν, της δίκαιης δίκης βρίσκει νομοθετικό έρεισμα, αφενός στο άρθρο 6 παρ.1 εδ. α της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεση του δικαστεί δικαίως, αφετέρου δε στο άρθρο 14 παρ.1 εδ. β του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα(ΔΣΑΠΔ), σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια. Δίκαια(fair,in bilinger Weise,equitablement) ή έντιμα διεξάγεται μια δίκη, όταν τηρούνται, και τυπικά και ουσιαστικά, τα δικαιώματα των διαδίκων και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης και εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ακεραιότητα και 29 Σαρίπολος,Ε,1871,σελ.185 30 Βλ. Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,Γενικό μέρος,σύστημα Συνταγματικού Δικαίου,Τόμος Γ-ημιτόμος Ι,Εκδόσεις Σάκκουλα,2005,σελ.1 επ. 31 Βλ.Ανδρουλάκη,σελ.31

14 αντικειμενικότητα της διδικασίας. Κατά τον Ανδρουλάκη 32, βέβαια, αυτή η αρχή-ύπατο αξίωμα ολόκληρου του ποινικού δικονομικού δικαίου έχει ιδίως πρακτική σημασία σε σχέση με τον τρόπο της καθόλου διεξαγωγής της δίκης, τη στάση των δικαστών και ιδίως του διευθύνοντος τη συζήτηση στην επ ακροατηρίω διαδικασία, το ψυχολογικό κλίμα που επικρατεί στο δικαστήριο, μέσα από το οποίο θα περάσει κατ ανάγκη η κρίση της υπόθεσης. Αν, δηλαδή, όλα αυτά εμφανίζονται χρωματισμένα με μεροληψία και προκατάληψη προς κάποια κατεύθυνση(ιδίως σε βάρος του κατηγορουμένου), όσο και να τηρούνται κατά τα λοιπά οι δικονομικοί τύποι, η γνησιότητα της δίκης είναι τραυματισμένη και η δυσμενής απόφαση άδικη για εκείνον που την υφίσταται. Εκφράζονται διάφορες απόψεις για το ότι από την αρχή της δίκαιης δίκης φαίνεται να πηγάζουν και κάποιες άλλες αρχές, όπως η υποχρέωση δικαιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων όσο και το δικάιωμα κάθε ανθρώπου για την εκδίκαση της υποθέσεως του από ένα αμερόληπτο δικαστήριο. Επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων και κυρίως του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, από την αρχή της δίκαιης δίκης απορρέουν τόσο το δικαίωμα του μάρτυρα(υπόπτου) να συμπαρίσταται συνήγορος κατά την εξέταση του, όσο και το δικαίωμα του απόρου κατηγορουμένου στο διορισμό συνηγόρου από το δικαστήριο επί σοβαρών υποθέσεων. 33 Ωστόσο, η μεγάλη πρακτική σημασία της εν λόγω αρχής έγκειται στην παρεχόμενη από το άρθρο 25 παρ.1 της ΕΣΔΑ δυνατότητα κάθε φυσικού προσώπου ή ομάδας ατόμων ή μη κυβερνητικής οργάνωσης να προσφύγει στην Ευρωπαική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να παραπονεθεί για την παραβίαση των δικαιωμάτων του ή για τη μη ακεραιότητα της ποινικής διαδικασίας. 32 Βλ.Ανδρουλάκη,σελ.31 33 Βλ.Δαλακούρα,σελ.56

15 ζ.η αρχή της αιτιολόγησης Το άρθρο 139 ΚΠΔ ορίζει ότι οι αποφάσεις και τα βουλεύματα καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται. Μόνη επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται ξεκάθαρα η αρχή της αιτιολόγησης των κάθε είδους δικαστικών αποφάσεων. Αιτιολόγηση απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Η δικαιολογητική βάση της καθιέρωσης της υποχρέωσης αιτιολόγησης-και μάλιστα ειδικώς και εμπεριστατωμένωςσυνίσταται κυρίως στην επιδίωξη προστασίας του πολίτη από μια ενδεχόμενη αυθαιρεσία των οργάνων απονομής δικαιοσύνης κατά το σχηματισμό της κρίσης τους. Έτσι, εμπεδώνεται η εμπιστοσύνη τόσο των διαδίκων, όσο και γενικότερα του κοινωνικού συνόλου, στην ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα διευκολύνεται ο έλεγχος της κρίσης αυτής σε πρίπτωση άσκησης ένδικων μέσων και τέλος εξαναγκάζει τον κρίνοντα σε προσεκτική διερεύνηση της υπόθεσης. 34 Η σύνδεση και η σχέση της αρχής της αιτιολόγησης με το συνταγματικό κείμενο έγκειται στην τυποποίηση της σχετικής αρχής στο άρθρο 93 παρ.2 εδ.α Σ σύμφωνα με το οποίο κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών 34 Βλ.Καρρά,σελ.60

16 αποφάσεων συνιστά μια κρίσιμη συνταγματική αρχή που επιδιώκει: Την προώθηση της ασφάλειας του δικαίου και την αποτροπή αυθαιρεσιών Την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης Την εξασφάλιση του κύρους των διακαστικών λειτουργών Συνιστά, επίσης, και γνώμονα για το επίπεδο της απονεμόμενης δικαιοσύνης και ευρύτερα του νομικού μας πολιτισμού. 35 η.η αρχή της αναλογικότητας Το άρθρο 25 παρ.1 εδ.δ μετά την αναθεώρηση του 2001 ορίζει ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Καθιερώνεται, λοιπόν, ρητά η αρχή της αναλογικότητας στην ελληνική έννομη τάξη. Η αρχή της αναλογικότητας αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ποινική σχέση, ιδίως λόγω των προβλεπόμενων από την ποινική διαδικασία ανακριτικών πράξεων και μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Έτσι, αντισταθμίζοντας το ειδικό βάρος του δημοσίου διωκτικού συμφέροντος, η αρχή της αναλογικότητας ανυψώνεται σε κύρια εγγύηση αποτροπής των τυπικά μεν νόμιμων, ουσιαστικά όμως δυσανάλογων και αδικαιολόγητων επεμβάσεων στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Με τη υπερέχουσα συνταγματική ισχύ της, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει το σεβασμό από όλα τα όργανα και τους φορείς της κρατικής εξουσίας και ως εκ τούτου την εναρμόνιση της κοινής νομοθεσίας με αυτή και ειδικότερα τη σύμφωνη με το περιεχόμενο της ερμηνεία των ρυθμίσεων που διέπουν την επιβολή των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. 36 35 Βλ.Δαλακούρα,σελ.58 36 Δαλακούρας Ι.Θεοχάρης,Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,1993,σελ.355

17 Η εξεταζόμενη αρχή περιλαμβάνει τρείς επιμέρους αρχές 37 : Την αρχή της προσφορότητας, δηλαδή μόνο εκείνα τα περιοριστικά μέτρα είναι θεμιτά, τα οποία είναι πρόσφορα, κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Την αρχή της αναγκαιότητας, δηλαδή μόνο εκείνα τα περιοριστικά μέτρα είναι θεμιτά, τα οποία είναι αναγκαία, είτε γιατί είναι τα μόνα που μπορούν να οδηγήσουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, είτε γιατί είναι τα ηπιότερα από όσα διατίθενται. Την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια, δηλαδή μόνο εκείνα τα περιοριστικά μέτρα είναι θεμιτά, των οποίων η βαρύτητα βρίσκεται σε μια παραδεκτή αναλογία με τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου επιδιωκόμενου σκοπού. Η τελευταία αρχή πρέπει να εφαρμόζεται, κυρίως, μεταξύ των συγκεκριμένων πράξεων δικονομικού καταναγκασμού και του εγκλήματος που υποτίθεται τελέστηκε. Δηλαδή, για να είναι νόμιμη μια ήδη πρόσφορη και αναγκαία επέμβαση, πρέπει να συνάγεται σταθμιστικά και βάσει αντικειμενικών κριτηρίων η υπεροχή του εννόμου συμφέροντος που απαιτεί την επέμβαση. Τέτοια κριτήρια είναι αφενός κριτήρια του είδους της έκτασης και της διάρκειας της ποινικής επέμβασης και αφετέρου τα κριτήρια της αναμενόμενης ποινικής κύρωσης, της βαρύτητας του εγκλήματος, της αποδοτικότητας του ανακριτικού μέτρου και της έντασης των ενδείξεων ενοχής. 38 Πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι σημαντικότατο ρόλο για την αναγνώριση και ερμηνεία της αρχής της αναλογικότητας έπαιξε η θεμελιώδης απόφαση 2112/1984 του Δ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δυστυχώς, όμως, η σημαντική αρχή της αναλογικότητας δεν έχει αποκτήσει μέχρι σήμερα την αρμόζουσα για τη σημασία της ευρύτητα και καθολικότητα κατά την εφαρμογή της στο χώρο της ποινικής προδικασίας. 37 Βλ.Ανδρουλάκη,σελ.18 38 Δαλακούρας.Ι. Θεοχάρης,Ποινική Δικονομία,Βασικές έννοιες και θεσμοί της Ποινικής Δίκης,τόμος β,εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,2003,σελ156

18 θ)η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege Η θεμελιώδης αρχή του ποινικού κολασμού είναι ότι προυποθέτει νομοθετική πρόβλεψη του εγκλήματος και της ποινής. 39 Συγκεκριμένα, το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγματος ορίζει ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης. Η συνταγματική αυτή διάταξη αποτελεί την κορυφή του ποινικού οικοδομήματος. 40 Επίσης, και το άρθρο 1 ΠΚ προβλέπει την αρχή αναφέροντας ότι ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεση τους. Η αρχή, λοιπόν, αυτή δεν εξαντλείται κατά το περιεχόμενο της στη γενικότητα ότι έγκλημα δεν υφίσταται(και κατά συνέπεια ποινή δεν επιβάλλεται), εφόσον δεν προβλέπει σχετικά ο νόμος, αλλά έχει συν τω χρόνω εκλεπτυνθεί σε μια σειρά επιμέρους αρχών. Σκόπιμο είναι λοιπόν να απαριθμήσουμε τις εν λόγω αρχές, οι οποίες εμφανίζονται συνήθως υπό τη μορφή τεσσάρων απαγορεύσεων. Οι δύο πρώτες απευθύνονται στο δικαστή και είναι 41 : Αποκλείεται το έθιμο ως πηγή κανόνων δικαίου που θεμελιώνουν ή επαυξάνουν το αξιόποινο ή κατ ακριβέστερη και περιεκτικότερη διατύπωση: nullum crimen nulla poena sine lege scripta. Αποκλείεται η θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου κατ ανάλογη εφαρμογή ενός ποινικού νόμου ή ευρύτερα n.c.n.p.s.l stricta Οι άλλες δύο απαγορεύσεις αποτείνονται στον ίδιο τον νομοθέτη και διαλαμβάνουν ότι: Απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς νόμου που θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο,δηλαδή n.c.n.p sine praevia lege 39 Δαγτόγλου,σελ.311 40 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου,τόμοςΙΙΙ,Ι έκδοση,αθήνα 2004,σελ.301 41 Ανδρουλάκης Κ..Νικόλαος,Ποινικό Δίκαιο,Γενικό Μέρος,Θεωρία για το έγκλημα,αθήνα 2000,σελ.94

19 Απαγορεύονται οι εντελώς αόριστοι νόμοι,δηλαδή n.c.n.p.s.l certa. Όλες αυτές οι επιμέρους απαγορεύσεις ισχύουν μόνο ενόψει θεμελίωσης ή επαύξησης του αξιοποίνου(in malam partem). Δεν ισχύουν, επομένως, ενόψει κατάλυσης ή μείωσης του(in bonam partem). Εμποδίζουν, δηλαδή, αποκλειστικά βλάβη του κατηγορουμένου, όχι δε ωφέλεια του. Επανερχόμαστε, πάλι, στη συνταγματική διάταξη, παρατηρώντας ότι ο συντακτικός νομοθέτης κάνει λόγο για έγκλημα. Με τον όρο έγκλημα αποδίδονται κατά πρώτο οι από την ποινική νομοθεσία προβλεπόμενες και με την ποινική διαδικασία τιμωρούμενες πράξεις. Βέβαια, το έγκλημα έχει ευρύτερη σημασία και αυτή είναι κάθε απαγορευμένη και τιμωρούμενη πράξη. 42 Βέβαια, στην παρούσα μελέτη, μας αφορά, κυρίως, ο ορισμός που δίνει το ποινικό δίκαιο 43. Έπειτα, ως νόμος κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διατάξεως νοείται ο κανόνας δικαίου, ο γραπτός κανόνας δικαίου και ο ουσιαστικός νόμος. Όμως, τίθεται εν αμφιβόλω η συνταγματικότητα της άποψης που θεωρεί ότι αρκεί και ουσιαστικός νόμος, δηλαδή ότι ποινικοί κανόνες περιεχόμενοι σε κανονιστικές πράξεις αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της απαιτούμενης από το Σύνταγμα πρόβλεψης εγκλημάτων και ποινών. 44 Η θεωρία, όμως, που υποστηρίζει τη μη αναγκαία ύπαρξη τυπικού νόμου είναι επικρατούσα στη χώρα μας. De lege ferenda θα ήταν ορθότερο η πρόβλεψη στερητικών της ελευθερίας ποινών να γίνεται μόνο με τυπικούς νόμους. 45 Η ποινική θεωρία δέχεται την δυσερμηνεία του προβλήματος και ο Ανδρουλάκης 46 αναφέρει ότι όσο βαρύτερη είναι η ποινή, τόσο περισσότερο συγκεκριμένη οφείλει να είναι η εξουσιοδότηση. Επίσης, δεν αρκείται απλή αναφορά του εγκλήματος, αλλά απαιτείται ο νομοθέτης να ορίζει τα στοιχεία της πράξης. Για να υπάρχει δηλαδή έγκλημα, θα πρέπει, κατά τη συνταγματική διάταξη, ο ποινικός νόμος να ορίζει τα στοιχεία της πράξης. Δεν 42 Βλ.Δημητρόπουλο,σελ.301 43 14 παρ.1 ΠΚ : Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της,η οποία τιμωρείται από το νόμο. 44 Βλ.Δημητρόπουλο,σελ.301 45 Βλ.Δαγτόγλου,σελ.315 46 Βλ.Ανδρουλάκη,σελ.101

20 αρκεί η απλή ύπαρξη νόμου αλλά θα πρέπει να είναι συγκεκριμένος(lex certa). 47 Τέλος, όπως προαναφέραμε, ο συντακτικός νομοθέτης ρυθμίζει ρητά το ζήτημα της αναδρομικότητας των ποινικών νόμων απαγορεύοντας την αναδρομικότητα του δυσμενέστερου ποινικού νόμου και επιπλέον, όχι απλά επιτρέπει αλλά επιβάλλει την αναδρομικότητα του επιεικέστερου ποινικού νόμου. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί η εφαρμογή των αρχών του κράτους δικαίου και του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας. 47 Βλ.Δημητρόπουλο,σελ.302

21 Κεφάλαιο δεύτερο: Η προσωπική ασφάλεια στην ποινική δίκη α)γενικές αρχές και διακρίσεις των ανακριτικών πράξεων και μέτρων δικονομικού καταναγκασμού Κάθε διενέργεια ανακριτικής πράξης και κάθε επιβολή μέτρου δικονομικού καταναγκασμού πρέπει να τηρεί ορισμένες γενικές αξιώσεις και αρχές, οι οποίες ως αναπόδραστα συνδεδεμένες με τον χαρακτήρα ενός κράτους δικαίου συνιστούν τα όρια των επεμβάσεων. Οι δικαιοκρατικές αυτές αξιώσεις, λόγω της κεντρικής σημασίας τους, αποτυπώνονται στο δίκαιο μας με τη μορφή συνταγματικών αρχών, και είναι: η αξίωση της επιφύλαξης του νόμου, η αξίωση σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, η αξίωση της αναλογικότητας και η αξίωση μη επέμβασης στον πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων 48. Πιο συγκεκριμένα: Η αξίωση της επιφύλαξης του νόμου σημαίνει ότι, για να είναι νόμιμη οποιαδήποτε επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα, πρέπει να προβλέπονται από το νόμο οι προυποθέσεις και οι έννομες συνέπειες της επέμβασης, είτε πρόκειται περί γενικής επιφυλάξεως, δηλαδή εξουσιοδότηση από το συνταγματικό νομοθέτη η οποία δε συνοδεύεται από συγκεκριμένες οδηγίες(π.χ άρθρο 12 παρ.4 Σ), είτε πρόκειται περί ειδικής επιφυλάξεως, δηλαδή εξουσιοδότηση από το συνταγματικό νομοθέτη η οποία, όμως, συνοδεύεται από καθορισμό των όρων ισχύος της εξουσιοδότησης και των ορίων της επέμβασης. Η αξίωση της αναλογικότητας, την οποία αναλύσαμε και παραπάνω, αναφέρεται σε μια σχέση αναλογίας ανάμεσα 48 Βλ.Δαλακούρα,τόμος β,σελ.155

22 στο μέσο της επεμβασης και το σκοπό τον οποίο καλειται να εξυπηρετήσει αυτή. Η αξίωση μη επέμβασης στον πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων σημαίνει ότι οι κάθε φορά επιβαλλόμενοι περιορισμοί οποιουδήποτε δικαιώματος δεν επιτρέπεται να φτάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του(αδρανοποίηση), δηλαδή δεν επιτρέπεται να θίγουν το ελάχιστο αναγκαίο περιεχόμενο του δικαιώματος. Εδώ, πρέπει να τονίσουμε ότι η λέξη πυρήνας έχει συνδεθεί άρρηκτα με τα συνταγματικά δικαιώματα, τη θεωρία και την εφαρμογή τους. Ο πυρήνας αποτελεί μινιμαλιστικό, ελάχιστο, εσωτερικό, προς τα μέσα προσδιορισμό του δικαιώματος. Με τον όρο αυτό τονίζεται συνήθως το άβατο του δικαιώματος. Προσδιορίζεται, δηλαδή, μια περιοχή, της οποίας η συρρίκνωση δεν είναι κατά δίκαιο ανεκτή. 49 Η αξίωση σεβασμού της αξίας του ανθρώπου έχει εξετασθεί αναλυτικά στο προηγούμενο κεφάλαιο, ως, ίσως, και η βασικότερη αρχή στα πλαίσια της ποινικής προδικασίας. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε μια διάκριση-κατάταξη των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Αρχικά, κατατάσσονται σε δύο γενικότερες κατηγορίες 50 : Στα στρεφόμενα κατά της προσωπικής ελευθερίας μέτρα, όπως λ.χ η σύλληψη, η προσωρινή κράτηση, ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, οι περιοριστικοί όροι και η βίαιη προσαγωγή. Στα διερευνητικά μέτρα, όπως λ.χ η κατ οίκον έρευνα, η σωματική έρευνα, η κατάσχεση, η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η αυτοψία, η εξέταση γενετικού υλικού και οι λοιπές μορφές πραγματογνωμοσύνης. 49 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,Γενικό Μέρος,Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου,Τόμος Γ -Ημιτόμος Ι,σελ.117 50 Βλ.Δαλακούρα,τόμος β,σελ.158

23 Με την πρώτη ματιά γίνεται αντιληπτή η σαφής διαφoρά μεταξύ των δύο κατηγοριών. Τα μεν πρώτα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σκοπεύουν στην εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ή έστω εξαιρετικά στην αποτροπή του κινδύνου διάπραξης νέων εγκλημάτων και μόνο δευτερευόντως στη συλλογή αποδεικτικού υλικού. Αντιθέτως, η δεύτερη κατηγορία μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, αποσκοπεί πρωτίστως στη συλλογή και εξασφάλιση του αποδεικτικού υλικού, επί τη βάσει του οποίου θα επιβεβαιωθούν ή θα διαψευστούν οι αρχικές υπόνοιες ενοχής του κατηγορουμένου. Κεντρικό, επίσης, σημείο αναφοράς για τη δικαιολόγηση και νομιμοποίηση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού στο χώρο της ποινικής δίκης αποτελούν οι επιμέρους ανάγκες και σκοποί της ποινικής διαδικασίας. Ως τέτοιοι λόγοι που αντανακλούν συγκεκριμένες ανάγκες της ποινικής δίκης εγγράφονται η διαλεύκανση της υπόθεσης, η εξασφάλιση του αποδεικτικού υλικού, η εξακρίβωση των δικονομικών προυποθέσεων, η εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου, η εξασφάλιση εκτέλεση της απόφασης και τέλος, ο ευρύτερος από άποψη περιεχομένου λόγος της εξασφάλισης της ομαλής διεξαγωγής της δίκης. 51 Οπότε, γίνεται και ένας διαχωρισμός των ανακριτικών πράξεων με βάση το σκοπό που κάθε μια από αυτές εξυπηρετεί. Έτσι, έχουμε: Οι δικονομικές έρευνες, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη και η υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων πραγματοποιούνται με βάση την ανάγκη διαλεύκανσης της υπόθεσης. Η κατάσχεση με βάση την ανάγκη εξασφάλισης του αποδεικτικού υλικού. Η σύλληψη, η βίαιη προσαγωγή, τα μέτρα της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων πραγματοποιούνται με βάση τη γενικότερη ανάγκη ομαλής διεξαγωγής της δίκης. 51 Βλ.Δαλακούρα,β τόμο,σελ.159

24 Παρατηρούμε, ότι διαμέσου των ανακριτικών πράξεων και μέτρων δικονομικού καταναγκασμού αναδύεται μια μάχη μεταξύ των προστατευομένων δικαιωμάτων του εμπλεκομένου στη δίκη και των εκάστοτε σκοπών της ποινικής δίκης. Κατά τον Αλεξιάδη 52, με την παρεμβολή της τυπικής, μακρόχρονης, αργόσυρτης ανακριτικής διαδικασίας η ποινική δίκη στοχεύει στην υπεράσπιση των ατόμων-κοινωνών από την αυθαίρετη, χωρίς αιτία και χωρίς ουσιαστικό λόγο ή πέραν αυτού που πρέπει υποβολή τους στις όποιες κυρώσεις των ποινικών νόμων. β.η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση και οι συνταγματικές εγγυήσεις αυτών Το άρθρο 6 του Συντάγματος θέτει μια προστατευτική δικλείδα για την προσωπική ασφάλεια του κάθε πολίτη. Θέτει, με άλλα λόγια, ένα γενικό πλαίσιο λειτουργίας της συλλήψεως και της προσωρινής κρατήσεως με σκοπό να αποφευχθούν συμπεριφορές που θα προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου. Σύλληψη είναι η υπαγωγή φυσικού προσώπου στην κρατική εξουσία με αποτέλεσμα την στέρηση της ελευθερίας του. 53 Σκοπός της σύλληψης είναι η εξασφάλιση της εμφάνισης του κατηγορουμένου στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και της υποβολής αυτού στην εκτέλεση της απόφασης. Παράλληλα, όμως, ως σκοπός της σύλληψης εγγράφεται και η αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων από κάποιον ιδιαιτέρως επικίνδυνο κατηγορούμενο. 54 Στην έννοια της συλλήψεως υπάγεται και η βίαιη προσαγωγή στο δικαστήριο του κατηγορουμένου ή μάρτυρα ή πραγματογνώμονα. Αντιθέτως, δεν αποτελούν σύλληψη, αλλά περιορισμό της ελευθερίας κίνησης κάποια μέτρα ελέγχου ή εξακρίβωσης πληροφοριών, όπως οι έλεγχοι πεζών ή οχημάτων από την Αστυνομία. Βασική προυπόθεση είναι η άφεση του ελεγχομένου μετά την έρευνα. 52 Αλεξιάδης Στέργιος,Ανακριτική,5 η έκδοση,εκδόσεις Σάκκουλα,Αθήνα-Θεσσαλονίκη,σελ.90 53 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου,τόμοςΙΙΙ,Ι έκδοση,αθήνα 2004,σελ.294 54 Βλ.Δαλακούρα,β τόμο,σελ.199

25 Φυλάκιση είναι ο εγκλεισμός του προσώπου σε περίκλειστο χώρο από τον οποίο απαγορεύεται η έξοδος του 55 ή αλλιώς σε χώρο φρουρούμενο από κρατικά όργανα. 56 Η έννοια της φυλάκισης στο συνταγματικό δίκαιο είναι ευρύτερη αυτής του ποινικού δικαίου, αφού αφορά κάθε μορφή στέρησης της ελευθερίας, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε χαρακτηρισμό ή το είδος της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ασκείται. Φορείς του δικαιώματος είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, χωρίς διάκριση λόγω ιθαγένειας. Ενώ, όμως, η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη κατά το άρθρο 5παρ3, η ελευθερία από καταδίωξη, σύλληψη, φυλάκιση ή άλλο περιορισμό υπάγεται σε επιφύλαξη νόμου. Μόνο ο νόμος, δηλαδή, μπορεί να προβλέπει περιπτώσεις και όρους επιτρεπόμενης καταδιώξεως, συλλήψεως, φυλακίσεως ή άλλου περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας. Βέβαια, ο νομοθέτης δεν είναι ελεύθερος να θεσπίσει όσους και όποιους περιορισμούς της προσωπικής ελευθερίας αλλά δεσμεύεται και αυτός από : Το απαραβίαστο του πυρήνα 57 της προσωπικής ελευθερίας, δηλαδή ο νομοθέτης δε μπορεί να δώσει απεριόριστες ή έστω ευρύτατες εξουσίες στη διοίκηση να συλλαμβάνει και να κρατεί κατά βούληση, γιατί αυτό θα οδηγούσε στην ουσιαστική άρση του ατομικού δικαιώματος και την εγκαθίδρυση αστυνομικού κράτους. 58 Το Σύνταγμα μέσω του άρθρου 6 ορίζει τις κύριες προυποθέσεις της συλλήψεως και τη βασική διαδικασία και την ανώτατη διάρκεια της προσωρινής κρατήσεως χαράζοντας σαφή όρια σε κάθε περαιτέρω νομοθετική ρύθμιση. Όσο αφορά τις συνταγματικές εγγυήσεις των παραπάνω βασικών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, πρέπει να τονιστεί ειδικά για το μέτρο της προσωρινής κράτησης ότι, αν και ουσιαστικά αντίκειται στην αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, 55 Βλ.Δημητρόπουλο,σελ.295 56 Βλ,Δαγτόγλου,σελ.279 57 Βλ.αναλυτικά για τον πυρήνα των δικαιωμάτων Δημητρόπουλο,Συνταγματικά Δικαιώματα,Γενικό Μέρος,σελ.117επ. 58 Δαγτόγλου,σελ.281

26 όπως την αναλύσαμε παραπάνω,προβλέπεται πάντοτε από την ελληνική νομοθεσία με αποτέλεσμα ο συντακτικός νομοθέτης να προσπαθεί να την αμβλύνει και να περιορίσει τα μειονεκτήματα της. Οι προυποθέσεις που ορίζονται εκ του Συντάγματος και αφορούν τη διαδικασία για τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση είναι οι εξής: Νομοθετική πρόβλεψη της συλλήψεως ή προσωρινής κρατήσεως Έκδοση αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος και επίδοση του κατά τη στιγμή της συλλήψεως ή προσωρινής κρατήσεως Προσαγωγή στον ανακριτή εντός προβλεπόμενου χρόνου Μη υπέρβαση του ανώτατου ορίου διάρκειας της προσωρινής κρατήσεως Κατά το άρθρο 276 παρ.2 ΚΠΔ, σύλληψη επιτρέπεται όταν επιτρέπεται και η προσωρινή κράτηση, αφού στο εν λόγω άρθρο ορίζεται ότι ο ανακριτής εκδίδει το ένταλμα σύλληψης αφού προηγουμένως διατυπώσει σύμφωνη γνώμη ο εισαγγελέας, και μόνο στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 282. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι συγγενές με τη σύλληψη μέτρο είναι η βίαιη προσαγωγή, όπου όμως ο βιαίως προσαχθείς πρέπει να εξεταστεί αμέσως και σε κάθε πρίπτωση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και έπειτα να αφεθεί ελεύθερος. Τις προυποθέσεις της εφαρμογής του πιο οδυνηρού μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, δηλαδή της προσωρινής κράτησης ή προφυλάκισης ορίζει το άρθρο 282 ΚΠΔ. Προσωρινή κράτηση ορίζεται ως η δικονομική εκείνη πράξη, με την οποία ο κατηγορούμενος στερείται της προσωπικής του ελευθερίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πριν από την εκδίκαση της υπόθεσής του. Μετά την τροποποίηση των προυποθέσεων επιβολής της με το ν.2408/1996, η προσωρινή κράτηση κατέστη εξαιρετικότερο μέτρο, που οφείλει να αποτελεί την τελευταία επιλογή του ανακριτή μετά τη διάγνωση της ανεπάρκειας των περιοριστικών όρων να αντιμετωπίσουν

27 τους κινδύνους που προέρχονται από υπόπτους φυγής ή διάπραξης νέων εγκλημάτων κατηγορούμενους. 59 Ο Ανδρουλάκης 60 διαφωνεί με τον όρο προφυλάκιση αφού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται δεκτό το μέτρο αυτό ως προκαταβολή ποινής, προ-ποινή, προ-φυλάκιση. Η δικαιολόγηση της προσωρινής κράτησης, όπως και κάθε άλλου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, πρέπει να είναι αποκλειστικά δικονομική, να εξαντλείται, με άλλα λόγια, στην προώθηση και διασφάλιση της επίτευξης των σκοπών της ποινικής δίκης. Διαβάζοντας προσεκτικά τα άρθρα 282 παρ.1 και 3 και 283 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ αντιλαμβανόμαστε ποιες είναι οι προυποθέσεις έκδοσης εντάλματος προσωρινής κράτησης. Αυτές, λοιπόν είναι: Η κατάφαση της τυπικής νομιμότητας του εντάλματος προσωρινής κράτησης, δηλαδή η ύπαρξη σύμφωνης γνώμης ανακριτή και εισαγγελέα και η πλήρης παράθεση των στοιχείων αναγνώρισης του εντάλματος(283κπδ) Η συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου Η δίωξη του κατηγορουμένου για κακούργημα Η συνδρομή κινδύνου φυγής ή κινδύνου διάπραξης νέων εγκλημάτων Η συνδρομή της αρχής της αναγκαιότητας, η οποία εκφράζεται στην προκειμένη περίπτωση με την αξίωση επιβολής του λιγότερου επαχθούς μέτρου των περιοριστικών όρων 61. Αυτό σημαίνει ότι, για να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, πρέπει προηγουμένως να βεβαιώνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι για την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενσωματώνει ο κατηγορούμενος. Η ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του εντάλματος προσωρινής κράτησης. Η τελευταία προυπόθεση αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο της όλης θεματικής. 62 Μας υπενθυμίζει, επίσης, την 59 Δαλακούρας.β τόμος,σελ.220 60 Ανδρουλάκης Κ.Νικ,Θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης,σελ.280 61 Βλ.Δαλακούρα,β τόμος,σελ.222 62 Βλ.Δαλακούρα,β τόμος,σελ.223

28 εφαρμογή της αρχής της αιτιολόγησης, την οποία αναλύσαμε παραπάνω. Για να είναι, λοιπόν, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο το οικείο ένταλμα πρέπει να περιέχει: Σημείωση για το κακούργημα,για το οποίο κατηγορείται Μνεία του άρθρου που το προβλέπει Τις υφιστάμενες σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου Τη θεμελίωση της απόλυτης αναγκαιότητας του μέτρου Τη θεμελίωση ενός τουλάχιστον από τους δύο λόγους δικαιολόγησης της επιβολής του, δηλαδή είτε του κινδύνου φυγής του κατηγορουμένου, είτε του κινδύνου διάπραξης νέων εγκλημάτων Δικαστικό ένταλμα, λοιπόν, απαιτείται και για τη σύλληψη και για την προσωρινή κράτηση αλλά και για τη βίαιη προσαγωγή. Θέτει δηλαδή ο συντακτικός νομοθέτης τον (επιδεχόμενο εξαιρέσεις) κανόνα : ουδεμία σύλληψη ή προφυλάκιση χωρίς δικαστικό ένταλμα 63 Μοναδική εξαίρεση προβλεπόμενη από το Σύνταγμα όσο αφορά την έκδοση εντάλματος συλλήψεως ή προσωρινής κρατήσεως είναι τα αυτόφωρα εγκλήματα, όπως ορίζει το άρθρο 6 παρ.1 εδ. β. Το Σύνταγμα, βέβαια, δεν καθορίζει ούτε την έννοια του αυτοφώρου ούτε του εγκλήματος, αλλά υιοθετεί, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, καθιερωμένες επιστημονικές έννοιες. Παραπέμπει σιωπηρά δηλαδή στον κοινό νομοθέτη για τον καθορισμό τους. Πρόκειται, δηλαδή, για άτυπη εξουσιοδότηση νόμου. Από το εύρος των εννοιών αυτών εξαρτάται και το εύρος της συνταγματικής προστασίας 64. Το άρθρο 242 παρ.1 ΚΠΔ ορίζει ότι αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα, ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια 63 Δημητρόπουλος Γ.Ανδρέας,Συνταγματικά Δικαιώματα,παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου,τόμοςΙΙΙ,Ι έκδοση,αθήνα 2004,σελ.296 64 Βλ.Δημητρόπουλο,σελ.297

29 δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου θέτει το ανώτατο όριο του αυτοφώρου εγκλήματος, δηλαδή ότι ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη μέρα από την τέλεση της πράξης Το Σύνταγμα δεν αρκείται στη δικαστική διαταγή της σύλληψης αλλά επιβάλλει και την ταχεία προσαγωγή του συλληφθέντος στο δικαστή, που μόνη καθιστά δυνατή την ταχεία απόφαση του τελευταίου για την προσωρινή κράτηση ή απόλυση του συλληφθέντος. 65 Το άρθρο 6 παρ.2 Σ ορίζει ότι όποιος συλληφθεί για αυτόφωρο έγκλημα ή με ένταλμα πρέπει να προσαχθεί εντός 24 ωρών στον αρμόδιο ανακριτή. Ο ανακριτής οφείλει, μέσα σε τρεις μέρες από την προσαγωγή, είτε να απολύσει τον συλληφθέντα είτε να εκδώσει ένταλμα φυλάκισης. Το διάστημα αυτό μπορεί να παραταθεί για δύο μέρες αν το ζητήσει αυτός που έχει προσαχθεί, ή αν υπάρχει περίπτωση ανωτέρας βίας που βεβαιώνεται αμέσως με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Πρέπει, εδώ, να τονίσουμε ότι ο όρος ανακριτής δε χρησιμοποιείται με την ειδική τεχνική έννοια της συνταγματικής διάταξης, αλλά εννοείται ως οποιοσδήποτε λειτουργός της δικαστικής εξουσίας. Θα πρέπει, βεβαίως, να πρόκειται για δικαστικό λειτουργό υπέρ του οποίου κατοχυρώνεται συνταγματικά λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 66 Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προσαγωγής του συλληφθέντος ή λήψεως αποφάσεως από τον ανακριτή, κάθε δεσμοφύλακας ή άλλος επιτετραμμένος την κράτηση του συλληφθέντος, είτε πολιτικός υπάλληλος είτε στρατιωτικός οφείλει να τον απολύσει αμέσως. Η απόλυτη και ανεξαίρετη διατύπωση της συνταγματικής υποχρεώσεως δεν επιτρέπει την εξάρτηση της από επιταγή ή άδεια της προιστάμενης ή άλλης αρχής. 67 Όσον αφορά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης, το άρθρο 6 παρ.4 ορίζει ότι το ανώτατο όριο προφυλάκισης δεν 65 Δαγτόγλου,σελ.296 66 Δημητρόπουλος,σελ.298 67 Δαγτόγλου,σελ.297