ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ «Η ψήφος εμπιστοσύνης μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο» ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΚΕΦΑΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340200900175 ΚΛΙΜΑΚΙΟ: Β ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013 ΕΞΑΜΗΝΟ: Η 1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Εισαγωγή 4 ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ Α. ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ.....5 1. Η αντίθεση μονάρχη-κοινοβουλίου...5 2. Η γένεση του κοινοβουλευτισμού στην Αγγλία. 6 3. Η εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού συστήματος..7 4. Οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος...8 5. Η καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα... 9 Β. ΑΝΑΔΕΙΞΗ. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ 10 1. Η έννοια της δεδηλωμένης.10 2. Η σχετική ή ατελής αρχή της δεδηλωμένης.....11 3. Η τέλεια αρχή της δεδηλωμένης με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986..12 Γ. Η ΨΗΦΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ 13 1. Γενικά.......13 2. Συζήτηση της πρότασης εμπιστοσύνης....14 3.Πότε υπερψηφίζεται η πρόταση εμπιστοσύνης.15 4. Είναι νόμιμη μια Κυβέρνηση μειοψηφίας; 18 ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Α. Εισαγωγικά..19 Β. Οι εναλλαγές των Κυβερνήσεων κατά την περίοδο 1944-1952..22 Γ. Οι εναλλαγές των Κυβερνήσεων στην περίοδο του Συντάγματος του 1952...23 Δ. Η Γ Ελληνική Δημοκρατία.....26 Ε. Η περίοδος 1987-2000.27 ΣΤ. Η περίοδος 2000-2012...28 2
Συμπέρασμα-Περίληψη 30 Βιβλιογραφία..31 3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Θέμα της παρούσας εργασίας είναι η ψήφος εμπιστοσύνης που ζήτησαν και έλαβαν οι ελληνικές Κυβερνήσεις κατά την περίοδο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και έως σήμερα. Στο πλαίσιο της ανάλυσης του θέματος της ψήφου εμπιστοσύνης, κρίθηκε σκόπιμο να προταχθεί μια σύντομη ανάλυση του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε αρχικά στην Αγγλία και, στη συνέχεια, μέσω των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης διαδόθηκε και στη χώρα μας. Θα μας απασχολήσει, συνεπώς, το ζήτημα της εγκαθίδρυσης και της εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα, καθώς και η λειτουργία του υπό το ισχύον Σύνταγμα και κατά την παρούσα πολιτική και συνταγματική πραγματικότητα. Θα αναφερθούν οι τρεις μερικότερες διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος ο έλεγχος, η διατήρηση και η ανάδειξη ιδιαίτερη δε έμφαση θα δοθεί στη διάσταση της διατήρησης και της ανάδειξης, όπου και εντοπίζεται το θέμα της παρούσας εργασίας που συναρτάται άμεσα με την πρόταση εμπιστοσύνης και δυσπιστίας αλλά και με την αρχή της δεδηλωμένης. Τα ζητήματα αυτά θα εξετασθούν όχι μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων συνταγματικών ρυθμίσεων, αλλά, για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, θα παρατηρήσουμε την εξελικτική τους πορεία στη διάρκεια της ελληνικής πολιτικής και συνταγματικής ιστορίας. Στην δεύτερη ενότητα της εργασίας θα επιχειρηθεί μια συνοπτική παρουσίαση των σημαντικότερων γεγονότων που έλαβαν χώρα στην πολιτική ιστορία της χώρας μας κατά την μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο, με ιδιαίτερη έμφαση στις εναλλαγές των Κυβερνήσεων και στο ζήτημα σε ποιο βαθμό οι Κυβερνήσεις αυτές απολάμβαναν της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου, όπως όριζε και ορίζει το ισχύον στην χώρα μας κοινοβουλευτικό σύστημα. Βέβαια, η ανάλυση των ιστορικών γεγονότων δεν μπορεί να είναι ιδιαιτέρως διεξοδική, διότι αυτό θα εξέφευγε από τα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Θα αρκεσθούμε, λοιπόν, σε μια συνοπτική αναφορά των Κυβερνήσεων που έλαβαν την εξουσία μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και σε μια γενικότερη κριτική της λειτουργίας του πολιτεύματος κατά την περίοδο που εξετάζουμε. 4
ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ Α.ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Κοινοβουλευτικό σύστημα είναι το κυβερνητικό σύστημα κατά το οποίο η Κυβέρνηση εξαρτάται από το Κοινοβούλιο, δηλαδή αναδεικνύεται και διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ελέγχεται δε κατά της διάρκεια της θητείας της από τη μειοψηφία. 1 Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακρίνεται ιδίως από το προεδρικό σύστημα, στο οποίο η κυβέρνηση εξαρτάται από τον πρόεδρο. Όπως συνάγεται από τον παραπάνω ορισμό, το κοινοβουλευτικό σύστημα αναλύεται σε τρεις μερικότερες διαστάσεις, που αφορούν α) την ανάδειξη, β) τη διατήρηση και γ) τον έλεγχο της Κυβέρνησης από την εθνική αντιπροσωπεία. Ως θεσμός, το κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελείται από τρία μερικότερα οργανικά στοιχεία: α) τον αρχηγό του κράτους, ο οποίος διορίζει και παύει την Κυβέρνηση (δηλαδή τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς) και το αξίωμα του οποίου μπορεί να είναι είτε αιρετό (πρόεδρος) είτε να στηρίζεται στην κληρονομική διαδοχή (βασιλιάς), β) το Κοινοβούλιο, δηλαδή την εθνική αντιπροσωπεία που εκλέγεται από τον λαό και γ) την Κυβέρνηση, συλλογικό όργανο, το οποίο χαράζει τη γενική πολιτική του κράτους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι, όπως θα αναλυθεί και στη συνέχεια, η πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης απέναντι στο Κοινοβούλιο. 1. Η αντίθεση μονάρχη-κοινοβουλίου Η δημιουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος οφείλεται στην πολιτική αντιπαράθεση μονάρχη-κοινοβουλίου, που την εποχή της καθιέρωσης του κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελούσαν τα βασικά πολιτικά όργανα. Το ζήτημα που ανέκυπτε ήταν σε ποιο από τα δύο αυτά κρατικά όργανα θα στηριζόταν η ανάδειξη και η διατήρηση του τρίτου πόλου του κοινοβουλευτικού συστήματος, της Κυβέρνησης. Με την καθιέρωση, λοιπόν, του κοινοβουλευτικού συστήματος επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός στη ανακύψασα αντιπαράθεση. Συγκεκριμένα, ο μονάρχης διατήρησε την εξουσία να διορίζει την Κυβέρνησή του. Από την άλλη πλευρά, όμως, το Κοινοβούλιο απέκτησε το δικαίωμα να εκφράζει την εμπιστοσύνη του προς τη διορισθείσα από τον μονάρχη Κυβέρνηση. Επιτεύχθηκε με τον τρόπο αυτό μια κατανομή εξουσίας ανάμεσα στα δύο βασικά πολιτικά όργανα της εποχής εκείνης. 2 1 Βλ. Α. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 535. 2 Βλ. Α. Δημητρόπουλος, οπ. παρ., σελ 536-537. 5
2. Η γένεση του κοινοβουλευτισμού στην Αγγλία Το κοινοβουλευτικό σύστημα ξεκίνησε από την Αγγλία στις αρχές του 19 ου αιώνα. Ο μονάρχης, που κατέχει την εκτελεστική εξουσία, είναι προσωπικά ανεύθυνος. Σύμφωνα με αξίωμα του αγγλικού δικαίου «ο βασιλέας δεν μπορεί να κάνει κάτι κακό» και συνεπώς είναι ανεύθυνος. Παράλληλα καθιερώνεται ευθύνη των συμβούλων-υπουργών του βασιλιά για τις πράξεις του τελευταίου, καθιερώνεται δηλαδή ο κανόνας της υπουργικής προσυπογραφής. Η ευθύνη των υπουργών είναι αρχικά ατομική και ποινική με τη διαδικασία του impeachment. Μετά, όμως, από την επανάσταση του 1688 και τη νίκη του Κοινοβουλίου, ο βασιλιάς αδυνατεί να κυβερνήσει χωρίς την υποστήριξη του Κοινοβουλίου, το οποίο ψηφίζει τους φόρους και τη συντήρηση του στρατού. Ο βασιλιάς, συνεπώς, έπρεπε να εξασφαλίσει τη συνεργασία του Κοινοβουλίου. Αυτό επιτεύχθηκε με την επιλογή των υπουργών της Κυβέρνησης από το κόμμα που είχε την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Κατά τον 18 ο αιώνα, οι βασιλείς δεν παρίστανται στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου. Παράλληλα, ένας εκ των υπουργών αποκτά προνομιακές σχέσεις με τον βασιλιά και χρησιμεύει ως ενδιάμεσος, ώστε να ενημερώνεται ο βασιλιάς σχετικά με τα τεκταινόμενα στο υπουργικό συμβούλιο. Ο υπουργός αυτός αποκτά σταδιακά και ανεπίσημα την ονομασία «πρωθυπουργός». Το αξίωμα του πρωθυπουργού εμφανίζεται με τον Γουόλπολ. Ο Γουόλπολ, διαπιστώνοντας, ότι η Βουλή των Κοινοτήτων πρόκειται να κινήσει τη διαδικασία του impeachment εναντίον του, παραιτείται, ώστε να μην διακινδυνεύσει τη ζωή του. Έτσι η ευθύνη των υπουργών καθίσταται πλέον και πολιτική, πέραν από ποινική, παραμένει όμως ατομική και βαρύνει μόνον τον υπουργό κατά του οποίου κινήθηκε η ποινική διαδικασία. Όταν όμως αργότερα (1782) παραιτείται ο πρωθυπουργός Λόρδος Νορθ, επειδή η πολιτική του για την Αμερική είχε προκαλέσει την εχθρότητα της Βουλής των Κοινοτήτων, παραιτούνται μαζί του και όλοι οι υπουργοί και, συνεπώς, η ευθύνη από ατομική καθίσταται πλέον συλλογική. Η ευθύνη των υπουργών είναι πλέον συλλογική και πρωτίστως πολιτική (διότι το Κοινοβούλιο ενδιαφέρεται πρωτίστως για την απομάκρυνση των υπουργών από την εξουσία). Το τελευταίο στάδιο της εξέλιξης αυτής διαδραματίζεται επί πρωθυπουργίας του Πιττ του νεώτερου. Ο τελευταίος όταν βρέθηκε σε μειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων δεν παραιτήθηκε αλλά εισηγήθηκε στον βασιλιά τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, στις οποίες και υπήρξε θριαμβευτής. Έτσι στην φαρέτρα της εκτελεστικής εξουσίας εντάχθηκε ένα επιπλέον όπλο, η δυνατότητα διάλυσης της 6
Βουλής, ώστε η ανακύψασα διαφορά ανάμεσα στη Βουλή και την Κυβέρνηση να λυθεί από τον λαό. 3 Το πλεονέκτημα του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι η παρεμβολή της Κυβέρνησης ως ενδιάμεσου στην αντιπαράθεση μεταξύ μονάρχη και κοινοβουλίου. 3. Η εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού συστήματος Στο πρώτο αυτό στάδιο διαμόρφωσης του Κοινοβουλευτικού συστήματος, η υπεροχή του κοινοβουλίου ήταν προφανής. Αυτό μπορούσε ευχερώς να ανατρέπει Κυβερνήσεις. Η «εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού συστήματος» συνίσταται ακριβώς στην προσπάθεια αντιμετώπισης της δημιουργούμενης κυβερνητικής αστάθειας με την εισαγωγή νομικών προϋποθέσεων που να καθιστούν πιο δύσκολη την κίνηση της διαδικασίας για τον καταλογισμό πολιτικής ευθύνης σε βάρος της Κυβέρνησης. Ως πρώτη απόπειρα «εκλογίκευσης» του κοινοβουλευτικού συστήματος καταγράφεται από τη θεωρία το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το 1919. Με αυτό θεσπίσθηκαν ρυθμίσεις που απέβλεπαν στην εξασφάλιση μιας ισορροπίας μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ενώ χορηγήθηκαν και σημαντικές εξουσίες στον αρχηγό του κράτους. Όπως έδειξε η ιστορία, οι ρυθμίσεις αυτές επέτρεψαν,με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν, την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Γερμανία. Αντίστοιχα ίσχυσαν και στην Ιταλία και την Ισπανία, όπου επίσης εγκαθιδρύθηκαν αυταρχικά καθεστώτα. Η προσπάθεια εκλογίκευσης του κοινοβουλευτισμού συνεχίσθηκε και μετά το πέρας του Β Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε η κοινοβουλευτική δημοκρατία, ενισχυμένη από τη νίκη της κατά του αυταρχισμού, αναζήτησε τρόπους για να θωρακιστεί από ενδεχόμενες μελλοντικές απειλές. Για παράδειγμα, αναφέρεται η λεγόμενη «εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας» του άρθρου 67 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η Ομοσπονδιακή Βουλή μπορεί να εκφράσει δυσπιστία προς τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο, μόνο εφόσον αναδείξει τον διάδοχό του με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της. Κατόπιν, ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος παύει τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο και διορίζει στην θέση του τον εκλεγέντα. 4 Επίσης, στις σκανδιναβικές χώρες η εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού συστήματος επιτυγχάνεται με την ύπαρξη πολλών κομμάτων και τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, λόγω του αναλογικού εκλογικού συστήματος. 3 Βλ. Α. Παντελή, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 146 επ. 4 Βλ. Κ. ΜΑΥΡΙΑ-Α. ΠΑΝΤΕΛΗ, Συνταγματικά Κείμενα-Ελληνικά και ξένα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996, σελ. 637. 7
Οι πιο σημαντικές τεχνικές μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η εκλογίκευση είναι ιδίως οι εξής: α) Η δυνατότητα της Κυβέρνησης να ζητήσει ανά πάσα στιγμή ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Με τον τρόπο αυτό η Κυβέρνηση μπορεί να διαγνώσει αν διαθέτει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου και τις προθέσεις του. β) Οι απόντες κατά τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση βουλευτές θεωρείται ότι τάσσονται υπέρ της διατήρησης της Κυβέρνησης. γ) Η υποχρέωση της Κυβέρνησης να παραιτηθεί ακολουθεί μόνο μετά από ειδική ψηφοφορία στη Βουλή, στην οποία το Κοινοβούλιο εξέφρασε τη δυσπιστία του προς τη συγκεκριμένη Κυβέρνηση. δ) Η υποβολή νέας πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης προϋποθέτει την πάροδο εύλογου χρόνου από την απόρριψη της τελευταίας. ε) Η υποχρέωση της Κυβέρνησης να παραιτηθεί προϋποθέτει ότι η πρόταση δυσπιστίας έγινε δεκτή από την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του Κοινοβουλίου. 4. Οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος Το κοινοβουλευτικό σύστημα, η εξάρτηση της Κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο, έχει τρεις διαστάσεις: την ανάδειξη, τη διατήρηση και τον έλεγχο. 5 Στις δύο πρώτες πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η πλειοψηφία, ενώ ο έλεγχος ασκείται από τη μειοψηφία. Κάθε διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελεί ένα μερικότερο σύστημα, περιέχει ειδικότερες αρχές και κανόνες, που διαμορφώνονται παράλληλα προς την εξέλιξη του γενικότερου συστήματος. Π.χ. στον έλεγχο της Κυβέρνησης ανήκει η ποινική, αστική και κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών. Ομοίως στην ανάδειξη της Κυβέρνησης κεντρικό ρόλο κατέχει η αρχή της δεδηλωμένης. Το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν εμφανίστηκε εξαρχής ως σύστημα τριών διαστάσεων. Αντιθέτως, οι τρεις διαστάσεις αντιστοιχούν σε τρία στάδια εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήματος. Το κοινοβουλευτικό σύστημα διαμορφώθηκε αρχικά ως σύστημα ελέγχου της Κυβέρνησης. Ακολούθησε, στη συνέχεια, η διάσταση της διατήρησης της Κυβέρνησης με την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, ενώ ιστορικά τρίτη είναι η διάσταση της ανάδειξης της Κυβέρνησης από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η ιστορική εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν συμπίπτει με εκείνη που θα επέτασσε η λογική. Έτσι, λογικά θα έπρεπε να προηγηθεί η ιστορικά τρίτη διάσταση της ανάδειξης, να 5 Βλ. Α. Δημητρόπουλος, οπ. παρ., σελ 540 επ. 8
ακολουθήσει η διάσταση της διατήρησης και κατόπιν η ιστορικά πρώτη διάσταση του ελέγχου της Κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο. Οι τρεις διαστάσεις του Κοινοβουλευτικού συστήματος συνδέονται αιτιωδώς. Πρόκειται για αλληλοεπηρεαζόμενες και διαρκώς εξελισσόμενες διαστάσεις, με την έννοια ότι η ύπαρξη και η λειτουργία καθεμίας από αυτές οδηγεί αιτιωδώς στη δημιουργία και τη λειτουργία των υπολοίπων. Με άλλα λόγια, η ιστορική εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήματος από σύστημα ελέγχου σε σύστημα διατήρησης και ανάδειξης της Κυβέρνησης υπήρξε νομοτελειακή και υπαγορεύθηκε από τη στενή αιτιώδη συνάφεια που συνδέει τις τρεις επιμέρους διαστάσεις του. 5. Η καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα Στην ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία διακρίνονται τρία στάδια διαμόρφωσης και εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήματος που αντιστοιχούν προς τις τρεις μερικότερες διαστάσεις του. Ο κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα άρχισε με την ίδρυση και τη λειτουργία του πρώτου ελληνικού κοινοβουλίου (1843/1844). Κατά την περίοδο αυτή (περίοδος του υποτυπώδους κοινοβουλευτισμού), το κοινοβουλευτικό σύστημα εμφανίζεται με την ιστορικά πρώτη μορφή του, δηλαδή ως σύστημα ελέγχου της Κυβέρνησης από τη Βουλή και τη Γερουσία. Στο στάδιο αυτό δεν έχει καθιερωθεί ακόμη πολιτικός έλεγχος και πολιτική ευθύνη των υπουργών και της Κυβέρνησης. Η περίοδος αυτή κρινόμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844 είναι μια περίοδος ισορροπίας ανάμεσα στον μονάρχη και το κοινοβούλιο. Στην πραγματικότητα όμως είναι πρόδηλη η υπεροχή του μονάρχη, ο οποίος μάλιστα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να αποτρέψει την εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήματος σε σύστημα διατήρησης και τελικά ανάδειξης της Κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο. Η πρώτη αυτή φάση εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήματος τελείωσε με την έξωση του Όθωνα και τη δημιουργία του Συντάγματος του 1864. Στην περίοδο που ακολούθησε (περίοδος του πρώιμου κοινοβουλευτισμού) άρχισε να εφαρμόζεται η αρχή, κατά την οποία «η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου» και διαμορφώνεται ο κανόνας της υποχρέωσης παραίτησης των υπουργών και της Κυβέρνησης που δεν έχουν την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τέλος, το 1875, με τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωμένης (περίοδος του εξελιγμένου κοινοβουλευτισμού), το κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ελλάδα αποκτά και την ιστορικά τρίτη διάστασή του και διαμορφώνεται ως σύστημα ανάδειξης της Κυβέρνησης από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. 9
Β. ΑΝΑΔΕΙΞΗ. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ 1. Η έννοια της δεδηλωμένης Δεδηλωμένη είναι η προεμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προς συγκεκριμένο κυβερνητικό σχήμα, με την έννοια ότι η εμπιστοσύνη αυτή είναι γνωστή ήδη πριν από τον διορισμό της Κυβέρνησης, λόγω της κομματικής σύνθεσης του Κοινοβουλίου. Η δεδηλωμένη αποτελεί τεχνικό νομικό όρο (terminus technicus) με τον οποίο εκφράζεται δεδομένη συνταγματικοπολιτική και πραγματική κατάσταση μέσα στο Κοινοβούλιο. Η αρχή της δεδηλωμένης είναι η αρχή, κατά την οποία επιβάλλεται ο διορισμός κυβέρνησης πλειοψηφίας και απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας. Η δεδηλωμένη αποτελείται από δύο στοιχεία: α) ένα οντολογικό, την πραγματική κατάσταση της (δεδηλωμένης) πλειοψηφίας και β) ένα βουλητικό, τη (δεδηλωμένη) βούληση της πλειοψηφίας για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Όταν τα δύο αυτά στοιχεία δεν συνυπάρχουν εμφανίζεται το φαινόμενο της οιονεί δεδηλωμένης 6. α) Η δεδηλωμένη ως μερικότερη αρχή του κοινοβουλευτικού συστήματος Αρχή της δεδηλωμένης και κοινοβουλευτικό σύστημα δεν ταυτίζονται. Όπως προαναφέρθηκε, το κοινοβουλευτικό σύστημα έχει τρεις μερικότερες διαστάσεις, τον έλεγχο, τη διατήρηση και την ανάδειξη της Κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο. Η ανάδειξη, λοιπόν, αποτελεί μερικότερη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Κεντρική θέση στο σύστημα ανάδειξης της Κυβέρνησης κατέχει η αρχή της δεδηλωμένης. Επομένως, η αρχή της δεδηλωμένης δεν συμπίπτει με την έννοια του κοινοβουλευτικού συστήματος, αλλά αποτελεί μερικότερη αρχή του που αναφέρεται στη ιστορικά τρίτη διάσταση του κοινοβουλευτισμού, εκείνη της ανάδειξης. Εξάλλου, ήδη από το 1862 εφαρμοζόταν ο κανόνας της κοινοβουλευτικής ευθύνης, η δε αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε αργότερα, το 1875. β) η νομική φύση της αρχής της δεδηλωμένης ι. πριν το 1875 Η αρχή της δεδηλωμένης δεν συμπεριλήφθηκε ρητά στο αρχικό Σύνταγμα του 1864. Εξάλλου, στο συνταγματικό αυτό κείμενο δεν υπάρχει expressis verbis καθιέρωση ούτε της αρχής της διατήρησης, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, εφαρμόζεται κατά την περίοδο του πρώιμου κοινοβουλευτισμού (1862-1875). Παράλληλα, η ίδια αρχή (σε αντίθεση με την αρχή της κοινοβουλευτικής 6 Οιονεί δεδηλωμένη είναι η κατάσταση στο κοινοβούλιο, κατά την οποία υπάρχει μεν η απαιτούμενη πλειοψηφία, δεν υπάρχει όμως η απαραίτητη βούληση για το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. 10
εμπιστοσύνης), δεν προκύπτει ούτε από τη συστηματική ερμηνεία του περιεχομένου των διατάξεων του Συντάγματος του 1864 ως μη ρητά διατυπωμένη αρχή. ιι. Μετά το 1875 Η αρχή της δεδηλωμένης διατυπώθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1875. Όμως, η αρχή της δεδηλωμένης δεν υπήρξε έμπνευση του Χ. Τρικούπη, αλλά εξέφραζε ένα γενικότερο συνταγματικοπολιτικό αίτημα της εποχής, το οποίο ο Τρικούπης διετύπωσε εύστοχα και κατόρθωσε να το θέσει στα χείλη του τότε βασιλιά Γεωργίου. Με το περίφημο άρθρο του «Τις πταίει;», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καιροί», ο Τρικούπης στηλίτευσε τη συνταγματικοπολιτική κατάσταση της εποχής και τόνισε την ανάγκη να σχηματίζονται οι κυβερνήσεις από την πλειοψηφία της Βουλής. Η αρχή της δεδηλωμένης διατυπώθηκε εν συνεχεία διά στόματος του βασιλιά Γεωργίου κατά την εκφώνηση του λόγου του θρόνου, συγγραφέας του οποίου υπήρξε ο ίδιος ο Χ. Τρικούπης. Καθιερώθηκε έτσι η αρχή ότι «ο διορισμός της Κυβέρνησης και η παραμονή αυτής εις την αρχήν ετέλουν υπό την προυπόθεσιν της προς αυτήν εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της Βουλής». Πάντως η αρχή της δεδηλωμένης δεν εφαρμόστηκε «κατά νομική αναγκαιότητα», δηλαδή ως εθιμικός κανόνας δικαίου, αλλά μάλλον ως «πρακτική ή συνθήκη του πολιτεύματος», χωρίς νομικές κυρώσεις. Το κοινοβουλευτικό σύστημα παραμένει την περίοδο αυτή ατελές. 2. Η σχετική ή ατελής αρχή της δεδηλωμένης Ατελής ή σχετική αρχή της δεδηλωμένης είναι η αρχή κατά την οποία «όταν πριν από το διορισμό του υπουργικού συμβουλίου υπάρχει πλειοψηφία ικανή να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, ως μέλη του υπουργικού συμβουλίου διορίζονται οι υποδεικνυόμενοι από την πλειοψηφία. Όταν δεν υπάρχει η απαραίτητη πλειοψηφία είναι δυνατός ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας 7». 8 Η ατελής ή σχετική αρχή της δεδηλωμένης κατανέμει, κατά κάποιον τρόπο, την εξουσία επιλογής της Κυβέρνησης ανάμεσα στον ανώτατο άρχοντα και το Κοινοβούλιο. Έτσι, λοιπόν, όταν υπάρχει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, η εξουσία επιλογής της Κυβέρνησης ανήκει στο Κοινοβούλιο. Στην αντίθετη περίπτωση, η εξουσία αυτή περιέρχεται στον ανώτατο άρχοντα. Η ατελής ή σχετική αρχή της δεδηλωμένης αναλύεται στους εξής δύο μερικότερους κανόνες: α) πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στη βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών 7 Κυβέρνηση μειοψηφίας είναι δυνατόν να διορισθεί και σε περίπτωση που υπάρχει στο κοινοβούλιο οιονεί δεδηλωμένη. 8 Α. Δημητρόπουλος, οπ. παρ., σελ. 587. 11
β) οι υπουργοί προτείνονται από τον πρωθυπουργό και διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Από τους ανωτέρω δύο κανόνες, ο δεύτερος διατυπώνεται ρητά για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927, ενώ ο πρώτος στο Σύνταγμα του 1975. Με άλλα λόγια, η σχετική αρχή της δεδηλωμένης δεν περιλήφθηκε ρητά στα Συντάγματα του 1911, του 1927 και του 1952, αλλά προέκυπτε από τις κοινοβουλευτικές διατάξεις. Το Σύνταγμα του 1975 διακρίνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει από εκείνες κατά τις οποίες δεν υπάρχει δεδηλωμένη. Όταν υπάρχει δεδηλωμένη, πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός της πλειοψηφίας («Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του διαθέτοντος εν τη βουλή την απόλυτον πλειοψηφίαν των εδρών κόμματος»). Κατά το Σύνταγμα του 1975, όμως, όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, είναι δυνατός ο διορισμός Κυβέρνησης μειοψηφίας («ή να διορίσει Πρωθυπουργόν, μετά γνώμην του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, μέλος ή μη της βουλής, δυνάμενον κατά την κρίσιν του να τύχει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής»). Η ίδια ρύθμιση προβλέπεται και μετά από παραίτηση ή παύση της Κυβέρνησης κατά το άρθρο 38. Συνεπώς, στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώνεται ρητά η σχετική ή ατελής αρχή της δεδηλωμένης. 3. Η τέλεια αρχή της δεδηλωμένης με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 Πλήρης ή τέλεια ή απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης είναι εκείνη κατά την οποία «όταν πριν από το διορισμό του υπουργικού συμβουλίου υπάρχει πλειοψηφία ικανή να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, πρωθυπουργός και υπουργοί διορίζονται οι υποδεικνυόμενοι από την πλειοψηφία. Όταν δεν υπάρχει η απαραίτητη πλειοψηφία δεν είναι και πάλι δυνατός ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και προκηρρύσονται εκλογές». 9 Κατά το πρώτο σκέλος του παραπάνω ορισμού η τέλεια αρχή της δεδηλωμένης συμπίπτει με τη σχετική. Εκείνο που διαφοροποιεί την τέλεια από τη σχετική αρχή της δεδηλωμένης είναι το δεύτερο σκέλος του ορισμού, ότι δηλαδή κατά την τέλεια αρχή της δεδηλωμένης απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και επιτάσσεται η διεξαγωγή εκλογών, ώστε να προκύψει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η τέλεια αρχή της δεδηλωμένης καθιερώνεται ρητά στο Σύνταγμα με την αναθεώρηση του 1986. Κατά το άρθρο 37 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος «Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών». Στο σημείο αυτό, το ισχύον Σύνταγμα επαναλαμβάνει την αντίστοιχη διάταξη του Συντάγματος του 1975. Όταν κανένα κόμμα δεν συγκεντρώνει την πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή, το ισχύον Σύνταγμα καθιερώνει την απόλυτη αρχή της δεδηλωμένης, κατά την οποία απαγορεύεται ο 9 Α. Δημητρόπουλος, οπ. παρ., σελ. 603. 12
διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και επιτάσσεται η διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας («Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων, και αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Βουλή»). Έτσι, όταν δεν υπάρχει πλειοψηφία, το Σύνταγμα καθιερώνει τις διερευνητικές εντολές και τη σύγκληση των αρχηγών. Εφόσον αποτύχει και το στάδιο της σύγκλησης των αρχηγών, το Σύνταγμα επιτάσσει την προκήρυξη εκλογών. Αλλά και πάλι αποκλείει τη δυνατότητα διορισμού Κυβέρνησης μειοψηφίας ως προεκλογικής Κυβέρνησης, ορίζοντας ρητά ποια Κυβέρνηση θα οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές. Η Κυβέρνηση αυτή είναι είτε μια Κυβέρνηση αποτελούμενη από όλα τα κόμματα είτε μια Κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια του κράτους 10. 1. Γενικά Γ. Η ΨΗΦΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ Πρόταση εμπιστοσύνης είναι η αίτηση της Κυβέρνησης για τη λήψη απόφασης, κατά την οποία το Κοινοβούλιο τίθεται υπέρ του δεδομένου κυβερνητικού σχήματος και της κυβερνητικής πολιτικής. Η πρόταση εμπιστοσύνης διακρίνεται σε υποχρεωτική, την πρώτη μετά την ανάδειξη της κυβέρνησης και σε δυνητική, η οποία μπορεί να ζητηθεί από την Κυβέρνηση οποτεδήποτε μέσα στη βουλευτική περίοδο. Μετά τη διεξαγωγή των εκλογών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει με διάταγμά του ως Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Κατόπιν, με πρόταση του τελευταίου, διορίζει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης και τους υφυπουργούς (άρθρο 37 παρ.1) Όσον αφορά την πρώτη πρόταση εμπιστοσύνης της Κυβέρνησης, το άρθρο 84 παρ. 1 εδ. β ορίζει ότι «Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής». Στην Ελλάδα ισχύει, συνεπώς, το «κοινοβουλευτικό σύστημα αμέσου διαγνώσεως της εμπιστοσύνης». Αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της Βουλής κατά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης, καλείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης. 10 Στο σημείο αυτό μάλιστα εντοπίζεται διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Δημοκρατίας να επιλέξει έναν εκ των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων. 13
Στην πράξη ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί ορκίζονται συγχρόνως. Αν, πάντως, προηγηθεί η ορκωμοσία του Πρωθυπουργού και οι προταθέντες υπουργοί ορκισθούν μετέπειτα, η δεκαπενθήμερη προθεσμία θα αρχίσει να υπολογίζεται από της ορκωμοσίας των τελευταίων (των υπουργών). Αυτό γίνεται δεκτό, ώστε να υπάρχει χρόνος για την προετοιμασία των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησης, η ανάγνωση των οποίων γίνεται κατά την πρώτη αυτή σύνοδο της Βουλής. Ορθότερη, συνεπώς, θα ήταν η διατύπωση «μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία της Κυβερνήσεως». Εάν, πάντως, κατά τη διάρκεια της δεκαπενθήμερης προθεσμίας αλλάξουν τα πρόσωπα ορισμένων υπουργών, είναι σαφές ότι η προθεσμία δεν παρατείνεται, διότι αυτό θα συνιστούσε καταστρατήγηση της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης. Κατά το Σύνταγμα η πρόταση εμπιστοσύνης πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να κατατεθεί εντός δεκαπενθημέρου από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού. Συνεπώς, η ψήφος εμπιστοσύνης μπορεί να ζητηθεί και κατά την τελευταία ημέρα του δεκαπενθημέρου αυτού. Την επομένη αρχίζουν οι προθεσμίες της παρ. 4 του άρθρου 84. Με άλλα λόγια, η ψήφος εμπιστοσύνης δεν πρέπει να δίνεται εντός δεκαπενθημέρου από της ορκωμοσίας του Πρωθυπουργού, αλλά αρκεί να ζητείται εντός της προθεσμίας αυτής. Από την άλλη πλευρά, η Κυβέρνηση δεν έχει την υποχρέωση να εξαντλήσει τη δεκαπενθήμερη αυτή προθεσμία, αλλά μπορεί να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης π.χ. την δέκατη ημέρα από της ορκωμοσίας του Πρωθυπουργού, οπότε η διαδικασία θα προχωρήσει ταχύτερα. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δεκαπενθήμερη αυτή προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 84 είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι η άπρακτη παρέλευσή της συνιστά παραβίαση του Συντάγματος. Εφόσον η Κυβέρνηση εξακολουθεί και μετά το δεκαπενθήμερο να αδρανεί γεννάται και ποινική ευθύνη. 2. Συζήτηση της πρότασης εμπιστοσύνης Το άρθρο 84 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζει ότι «Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης». Κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου «Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Κυβέρνηση». Γίνεται δεκτό ότι παρά τη λεκτική διατύπωση του Συντάγματος («η ψηφοφορία μπορεί να αναβληθεί»), η ψηφοφορία θα αναβληθεί οπωσδήποτε, εφόσον το ζητήσει η Κυβέρνηση 11. 11 Η εν λόγω ρύθμιση ευνοεί την κυβερνητική σταθερότητα, διότι η παράταση της προθεσμίας επιτρέπει στην Κυβέρνηση να αναζητήσει συμμάχους αν κινδυνεύει να ανατραπεί. Βλ. Αντ. Παντελή, οπ. παρ., σελ. 378. 14
Για παράδειγμα, αν η πρόταση εμπιστοσύνης κατατεθεί Δευτέρα, η συζήτηση θα αρχίσει υποχρεωτικώς μέχρι την Τετάρτη της εβδομάδας αυτής και η ψηφοφορία μπορεί να λάβει χώρα μέχρι το Σάββατο το βράδυ, το αργότερο. Κατά την παρ. 7 του άρθρου 84, κατά την ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ψηφίζουν οι Υπουργοί και Υφυπουργοί που είναι μέλη της Βουλής. Προφανώς, το αυτό ισχύει και για τον Πρωθυπουργό, εφόσον ο τελευταίος έχει τη βουλευτική ιδιότητα. 3. Πότε υπερψηφίζεται η πρόταση εμπιστοσύνης Γενικά Το Σύνταγμα, σχετικά με την απαιτούμενη πλειοψηφία για την υπερψήφιση της πρότασης εμπιστοσύνης ορίζει τα εξής: «Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών». Εφόσον ο αριθμός των βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο είναι τριακόσιοι, τα δύο πέμπτα αντιστοιχούν στον αριθμό εκατόν είκοσι βουλευτών. Το Σύνταγμα, συνεπώς, απαιτεί για την ψήφο εμπιστοσύνης απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (και όχι του συνόλου) και θέτει ελάχιστο όριο (τουλάχιστον εκατόν είκοσι). Πάντως, στο ζήτημα αυτό επικρατεί αμφισβήτηση, η οποία προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 84 παρ. 1 και 6 και 37 παρ. 2 του Συντάγματος. Η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει ότι, πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο έχει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Συνεπώς, κατά τη διάταξη αυτή, για να αναδειχθεί η Κυβέρνηση θα πρέπει να διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου. Το θέμα αυτό έχει διχάσει τη θεωρία, με αποτέλεσμα να υποστηρίζονται δύο απόλυτα διακριτές απόψεις: Ι. Η άποψη ότι η νέα Κυβέρνηση πρέπει να συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία κατά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης Ήδη από το 1982, ο Δ. Τσάτσος έχει υποστηρίξει την άποψη ότι κατά την ανάδειξη της Κυβέρνησης, ως ψήφος εμπιστοσύνης νοείται η απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών. Κατά την άποψη αυτή, η περίπτωση της ανάδειξης της Κυβέρνησης δεν καταλαμβάνεται από τον κανόνα του άρθρου 84 παρ. 6 του Συντάγματος. Τα επιχειρήματα υπέρ της άποψης αυτής είναι τα ακόλουθα: Κατά τον Τσάτσο «η σχετική βούληση του συντακτικού νομοθέτη προκύπτει αβίαστα από το άρθρο 37 παρ. 2 εδ. α, που θεσπίζει υποχρέωση του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίσει Πρωθυπουργό μόνο αν πρόκειται για τον αρχηγό του 15
κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Όταν η πλειοψηφία δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική, τότε, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου δεν διορίζεται Πρωθυπουργός. Δίνεται απλώς διερευνητική εντολή στον αρχηγό της σχετικής πλειοψηφίας αλλά και αυτή για τη διακρίβωση της δυνατότητας σχηματισμού απόλυτης πλειοψηφίας. Το ίδιο ισχύει και κατά το εδ. δ του άρθρου 37, που προβλέπει, στη συνέχεια, διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Προκύπτει δηλαδή η θέληση του συντακτικού νομοθέτη, η πρώτη νομιμοποίηση κάθε νέας Κυβέρνησης να θεμελιώνεται στην απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής» 12. Επίσης, υποστηρίζεται ότι, η μειωμένη πλειοψηφία που προβλέπει το άρθρο 84 παρ. 6 σχετικά με την πρόταση εμπιστοσύνης, αναφέρεται αποκλειστικά στη δυνητική πρόταση εμπιστοσύνης και όχι στην υποχρεωτική 13. Ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε με την επιλογή αυτή να ενισχύσει την κυβερνητική σταθερότητα. Έτσι κατά την άποψη αυτή, η ανατροπή της Κυβέρνησης μετά την ανάδειξή της και κατά τη διάρκεια της θητείας της πρέπει να στηρίζεται σε μια πλειοψηφία με κάποια συνοχή και επομένως κατά τεκμήριο ικανή να δώσει λύση στην κυβερνητική κρίση και όχι απαραίτητα σε μια αρνητική πλειοψηφία. Ένα τρίτο επιχείρημα αντλείται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Το εκλογικό σώμα, ο κυρίαρχος λαός, ψηφίζοντας τους βουλευτές που επιθυμεί να τον εκπροσωπήσουν, επιλέγει ταυτόχρονα και την Κυβέρνησή του. Το εκλογικό σύστημα που ισχύει στην Ελλάδα παρέχει τη δυνατότητα, η σχετική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να αντιστοιχεί σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η σχετικοποίηση, που γίνεται προς χάριν εξασφάλισης κυβερνητικής σταθερότητας, δεν συμβιβάζεται με την άποψη πως για την πρώτη νομιμοποίηση της νέας Κυβέρνησης αρκεί και η σχετική πλειοψηφία της Βουλής. Η αντίθετη άποψη θα έθιγε σε έντονο βαθμό τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ανακύψασας Κυβέρνησης. Ένα ακόμη επιχείρημα που μπορεί να υποστηριχθεί είναι ότι σε περίπτωση που δεχθούμε ότι κατά την ανάδειξη της Κυβέρνησης αρκεί η σχετική πλειοψηφία που προβλέπει το άρθρο 84 παρ. 6 του Συντάγματος, ερμηνεύουμε το Σύνταγμα κατά τρόπο ανεκτικό πρακτικών που κατατείνουν στη διαμόρφωση συνθηκών κυβερνητικής αστάθειας. Εξάλλου, στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, μία Κυβέρνηση ανοχής δυσχερώς θα μπορούσε να κυβερνήσει και κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούμασταν σε μια γρήγορη προσφυγή στις κάλπες. 14 ΙΙ. Η άποψη ότι η νέα Κυβέρνηση αρκεί να συγκεντρώνει τη σχετική πλειοψηφία της παρ. 6 του άρθρου 84 κατά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης 12 Βλ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο 3 η έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1982, σελ. 371-372. 13 Για τη διάκριση ανάμεσα σε δυνητική και υποχρεωτική πρόταση εμπιστοσύνης βλ. ανωτέρω σελ. 9. 14 Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό δίκαιο, Τέταρτη έκδοση επαυξημένη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2005, σελ.568. 16
Κατά την μάλλον κρατούσα σήμερα στη θεωρία άποψη, με τον όρο πλειοψηφία εννοείται η κατά το άρθρο 84 παρ. 6 του Συντάγματος πλειοψηφία, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του συνόλου των βουλευτών. 15 Η πλειοψηφία του άρθρου 84 παρ. 6 του Συντάγματος δεν περιορίζεται μόνο στην περίπτωση της δυνητικής πρότασης εμπιστοσύνης ύστερα από πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, αλλά καταλαμβάνει και την περίπτωση της υποχρεωτικής πρότασης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, υποστηρίζεται ότι η επίκληση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας δεν δύναται να παραμερίσει την εφαρμογή ρητών συνταγματικών διατάξεων 16. ΙΙΙ. Οι βουλευτές που δηλώνουν «παρών» Άμεσα συναρτώμενη με το παραπάνω εριζόμενο ζήτημα είναι και η προβληματική σχετικά με τους βουλευτές, οι οποίοι δεν προσέρχονται στο Κοινοβούλιο κατά την ψηφοφορία ή οι οποίοι παρίστανται και δηλώνουν «παρών». Όσον αφορά τους μεν πρώτους, το Σύνταγμα θεωρεί ότι αυτοί δεν προσμετρούνται για την εξεύρεση της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων, εφόσον αυτοί είναι απόντες από την ψηφοφορία και συνεπώς έχουν έμμεσα εκφρασθεί (με την αποχή τους) υπέρ της Κυβέρνησης, εφόσον δεν προσήλθαν για να την καταψηφίσουν ευθέως. Προς τους βουλευτές που δεν προσέρχονται κατά την ψηφοφορία, γίνεται δεκτό ότι εξομοιώνονται και εκείνοι οι οποίοι παρίστανται στην αίθουσα αλλά δεν ανταποκρίνονται στην κλήση για ψηφοφορία ή δηλώνουν ότι «δεν ψηφίζουν» ή ότι «απέχουν της ψηφοφορίας». Σχετικά με τους βουλευτές που δηλώνουν παρών, γίνεται δεκτό ότι και αυτοί ανέχονται την Κυβέρνηση. Οι βουλευτές αυτοί δεν επιθυμούν να ταχθούν υπέρ της Κυβέρνησης, εκφράζοντας ρητά την στήριξή τους σε αυτή. Αντίθετα, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους προς την Κυβέρνηση, δεν φθάνουν όμως μέχρι του σημείου να την καταψηφίσουν. Εξάλλου, εάν ήθελαν να την καταψηφίσουν θα μπορούσαν να το πράξουν ευθέως, ψηφίζοντας κατά του συγκεκριμένου κυβερνητικού σχηματισμού. Συνεπώς, οι εν λόγω βουλευτές «ανέχονται» την Κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, η ψήφος «παρών», ή ψήφος «ανοχής» ή ορθότερα «αποχή ανοχής», πρέπει να θεωρείται ως θετική ψήφος, στο πλαίσιο του εκλογικευμένου κοινοβουλευτικού συστήματος. Κατ αποτέλεσμα, δηλαδή, εξομοιούται με την ψήφο που δίνεται υπέρ της Κυβέρνησης. 17 15 Βλ. Α. Μάνεση, Η νομικοπολιτική σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης του 1986, σελ. 28 16 Βλ. Φ. Σπυρόπουλος, Η ανάδειξη του πρωθυπουργού- Διάλογος με ένα πρωτοετή φοιτητή, σελ 18-21 όπου διατυπώνει τη θέση ότι «ορθή φαίνεται η άποψη ότι η μειωμένη πλειοψηφία της παρ. 6 αρκεί και για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε νέα Κυβέρνηση». 17 Πάντως κατά τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη το βράδυ της 31 ης Ιανουαρίου 1996, η ψήφος των τριών βουλευτών που κατά την ψηφοφορία εκείνη δήλωσαν απλώς παρών θεωρήθηκε ως αρνητική ψήφος, κρίθηκε δηλαδή ότι οι εν λόγω βουλευτές καταψήφισαν την Κυβέρνηση. 17
Συνάγεται λοιπόν πως αν οι βουλευτές επιθυμούν να καταψηφίσουν την Κυβέρνηση πρέπει να πράξουν αυτό ρητώς, ψηφίζοντας «όχι» κατά τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης. 4. Είναι νόμιμη μια Κυβέρνηση μειοψηφίας Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνονται όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη διχογνωμία που επικρατεί στο ζήτημα αν αρκεί για την ανάδειξη της Κυβέρνησης η πλειοψηφία του άρθρου 84 παρ. 6 ή αν αντίθετα η Κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας του συνόλου των βουλευτών. Υπέρ της δεύτερης άποψης, η οποία στηρίζεται στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 37 παρ. 2 του Συντάγματος, τάσσονται ο Δ. Τσάτσος και ο Α. Δημητρόπουλος 18, οι οποίοι δέχονται τη δυνατότητα ύπαρξης κυβέρνησης μειοψηφίας μόνον όταν η Κυβέρνηση ζητά κατά τη διάρκεια της θητείας της την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (δυνητική κατάθεση πρότασης εμπιστοσύνης). Στην τελευταία περίπτωση εφαρμόζεται η παρ. 6 του άρθρου 84 του Συντάγματος και συνεπώς η πρόταση εμπιστοσύνης γίνεται δεκτή, εφόσον εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών). Όπως, όμως, αναφέρθηκε και ανωτέρω κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, είναι δυνατός ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και μάλιστα ήδη από την αρχή της θητείας της, δηλαδή αμέσως μετά από τις βουλευτικές εκλογές. 18 Βλ. Α. Δημητρόπουλος, Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήματος και η ανάδειξη της Κυβέρνησης, Εκδόσεις Σάκκουλα 1988, σελ. 61. 18
ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Η ΠΑΡΟΧΗ ΨΗΦΟΥ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΜ ΠΟΛΕΜΟ Α. Εισαγωγικά 1. Η περίοδος του εμφυλίου Μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου και καθ όλη τη διάρκεια μέχρι τη λήξη του εμφυλίου, ο ξένος παράγων παρεμβαίνει άμεσα ή έμμεσα στον σχηματισμό των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου αυτής. Ο πολιτικός κόσμος και το στέμμα δεν αντιτίθεντο στην παρέμβαση αυτή, θεωρώντας τον ξένο παράγοντα ως «ρυθμιστικό συντελεστή της εξέλιξης των πολιτικών πραγμάτων». Κατά την περίοδο αυτή, τα κέντρα εξουσίας είναι δύο, αφενός η βρετανική παρουσία και αφετέρου ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Η βρετανική παρουσία αντικαθίσταται μετά το 1947 από την αμερικανική. Τα δύο αυτά κέντρα εξουσίας «ελέγχουν» κατά μία έννοια την Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η ανάμειξη του βρετανικού παράγοντα στην διατήρηση και την παύση των Κυβερνήσεων Π. Βούλγαρη και Π. Κανελλόπουλου. Μετά το 1947, η αμερικανική παρουσία αντικαθιστά τη βρετανική, καθώς τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα ανταποκρίνονται προς τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεταξύ της άρχουσας τάξης και του αμερικανικού παράγοντα μια ταξική συμμαχία. Η συμμαχία αυτή στηρίχθηκε σε τρεις πυλώνες: α) εφοπλιστικά συμφέροντα β) βοήθεια Μάρσαλ και γ) στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση από τις Η.Π.Α. για την επικράτηση της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. Κατά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η πολιτική εξουσία εξαρτάτο πλέον από τον ΙΔΕΑ και τον αμερικανικό παράγοντα. Έκτοτε οι παρεμβάσεις του αμερικανικού παράγοντα στην ανάδειξη και παύση των ελληνικών κυβερνήσεων υπήρξε καταλυτική και συχνά απροκάλυπτη. 2. Από το τέλος του εμφυλίου μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος του 1952 Και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα στην πολιτική ζωή της χώρας εξακολουθεί να είναι καταλυτική. Αυτό είχε ως συνέπεια μια ανατροπή των πολιτειακών ρόλων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Ενώ, λοιπόν, το κοινοβουλευτικό σύστημα επέτασσε η Βουλή να επιλέγει την Κυβέρνηση και κατόπιν ο βασιλιάς να επικυρώνει την επιλογή της Βουλής, στην πράξη συνέβαινε το αντίστροφο. Ο βασιλιάς, δηλαδή, επέλεγε την Κυβέρνηση της αρεσκείας του και η Βουλή απλώς περιέβαλε με την υποστήριξή της την Κυβέρνηση που είχε επιλέξει ο θρόνος. Έτσι παρά τους ορισμούς του Συντάγματος, κατά το οποίο ο λαός ήταν «το κυρίαρχο όργανο της Πολιτείας», στην ουσία, η εξουσία της 19
Κυβέρνησης δεν εκπορευόταν από το εκλογικό σώμα αλλά από τον ίδιο τον βασιλιά, ο οποίος μπορούσε να δίνει και να παίρνει την εξουσία από την Κυβέρνηση κατά το δοκούν, ακόμη και χωρίς τη μεσολάβηση εκλογών. Αυτό συνιστούσε μια ουσιαστική κατάργηση και αναίρεση του Συντάγματος και του Πολιτεύματος, κατάσταση που οδήγησε μετέπειτα σε έντονες αντιδράσεις και ζυμώσεις στο πλαίσιο της πολιτικής ζωής της χώρας, ιδίως κατά την περίοδο 1965-1967. 3. Το κοινοβουλευτικό σύστημα υπό το Σύνταγμα του 1952 Ήδη με το Σύνταγμα του 1927 είχε καθιερωθεί ρητά 19 το κοινοβουλευτικό σύστημα, η αρχή της διατήρησης. Στο Σύνταγμα του 1952 επαναλαμβάνονται, στο άρθρο 78 παρ. 1, οι αναφερόμενες στη διατήρηση της Κυβέρνησης διατάξεις του Συντάγματος του 1927 («Η Κυβέρνηση πρέπει να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής»). Καθίσταται συνεπώς δέσμια η αρμοδιότητα του βασιλιά να διορίζει και να παύει τους υπουργούς που θα υποδεικνύονται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όμως, η λειτουργία του Συντάγματος του 1952 νοθεύεται από δύο κατά βάση παράγοντες: Από τη μία πλευρά, η ύπαρξη ενός «παρα-συντάγματος», ενός συνόλου περιστασιακών και ευκαιριακών συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που είχαν τεθεί σε ισχύ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, περιόριζε σημαντικά τις ατομικές ελευθερίες τις οποίες τυπικά μόνο εγγυόταν το Σύνταγμα του 1952. Από την άλλη πλευρά, έντονες ήταν οι επεμβάσεις όχι μόνο του βασιλιά στα πολιτικά πράγματα της χώρας, αλλά και του αμερικανικού παράγοντα, η παρέμβαση του οποίου στις δημόσιες υποθέσεις της χώρας υπήρξε και κατά την περίοδο αυτή ιδιαίτερα έντονη. Με το «δόγμα Τρούμαν», το 1947, οι ΗΠΑ ανέλαβαν την προστασία της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και της Τουρκίας έναντι του σοβιετικού ιμπεριαλισμού. Κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή στα χρόνια μετά τον εμφύλιο και στο πλαίσιο της λειτουργίας του Συντάγματος του 1952, ο ρόλος του Κοινοβουλίου και ειδικότερα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας παραμένει δευτερεύων, ενώ τα κέντρα εξουσίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, το στέμμα και ο στρατός 20 που τελούσαν σε στενές σχέσεις με τον αμερικανικό παράγοντα. 4. Η «Βαθεία Τομή» Το 1963 (21.2.1963), οι υπουργοί βουλευτές στην Κυβέρνηση Καραμανλή κατέθεσαν πρόταση στη Βουλή για αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία επονομάστηκε «Βαθεία Τομή», διότι κατά τα λεγόμενα του πρωθυπουργού, η 19 Έστω και ατελώς, καθώς δεν έχει καθιερωθεί ακόμη, τουλάχιστον ρητά, η τρίτη διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος, εκείνη της ανάδειξης της Κυβέρνησης από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. 20 Η Ελλάδα προσχώρησε στο ΝΑΤΟ με τον ν. 1989/1952 επί κυβερνήσεως Σ. Βενιζέλου. 20
επιδιωκόμενη ανανέωση στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με μια ριζική αλλαγή, τομή στους θεσμούς. Η προσπάθεια, πάντως, αυτή εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια, διότι η κυβέρνηση Καραμανλή παραιτήθηκε. Παρά την μη υλοποίησή της, η εν λόγω πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πολιτικό και συνταγματικό. Βασικοί πυλώνες της πρότασης αυτής ήταν η μεταφορά αρμοδιοτήτων αστυνόμευσης της πολιτικής ζωής από την εκτελεστική στη δικαστική εξουσία, αλλά και η εισαγωγή στο Σύνταγμα ενός αριθμού «εκτάκτων μέτρων». Ομοίως η πρόταση προέβλεπε την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου το οποίο θα ήταν επιφορτισμένο με την αποστολή να θέτει εκτός νόμου και να αποφασίζει τη διάλυση πολιτικών κομμάτων που επιδιώκουν την ανατροπή του πολιτεύματος, και να διαπιστώνει ενδεχόμενη κατάχρηση των ατομικών δικαιωμάτων. Περαιτέρω, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα είχε ορισμένες από τις αρμοδιότητες του ΑΕΔ του άρθρου 100 του Συντάγματος του 1975. Άλλοι θεσμοί που επιδιώκετο να εισαχθούν με τη «Βαθεία Τομή» ήταν, λ.χ., η νομοθετική εξουσιοδότηση, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι νόμοι-πλαίσια και οι βουλευτές Επικρατείας. Γενικότερα, η εν λόγω πρόταση αποσκοπούσε τόσο στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της Διοίκησης, αλλά κυρίως στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας έναντι του Κοινοβουλίου. 21 5. Η εδραίωση της Δεξιάς παράταξης Κατά την περίοδο αυτή, εδραιώνεται η κυριαρχία της Δεξιάς παράταξης στην Ελλάδα. Αυτό αποτελούσε και τη βασική επιδίωξη του αμερικανικού παράγοντα, ο οποίος θεωρούσε τη Δεξιά παράταξη ικανή να αποκαταστήσει και να διαφυλάξει τις προπολεμικές αστικές δομές, που η Κατοχή και ο Εμφύλιος είχαν κλονίσει και οι οποίες εξυπηρετούσαν τα αμερικανικά συμφέροντα τόσο σε πολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Στο πολιτικό επίπεδο, με την οργάνωση ενός κράτους, το οποίο θα ήταν πολέμιος της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αλλά και διώκτης κάθε προσπάθειας διάδοσης της ιδεολογίας αυτής 22. Σε οικονομικό επίπεδο, με την οργάνωση μιας αγοράς κατά τα πρότυπα του καπιταλιστικού συστήματος που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ξένου κεφαλαίου, το οποίο άλλωστε διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Η επικράτηση της δεξιάς οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Κατά πρώτον, σε αντίθεση με τις δυνάμεις του κέντρου που ήταν κατακερματισμένες, η 21 Βλ. Α. Παντελή, οπ. παρ., σελ.269. 22 Το Κ.Κ.Ε., το οποίο την εποχή εκείνη εκπροσωπούσε τουλάχιστον το 10% του εκλογικού σώματος είχε τεθεί εκτός νόμου. Παράλληλα, λαμβάνονται έκτακτα μέτρα που περιλαμβάνουν διοικητικές εκτοπίσεις, ίδρυση στρατοπέδων συγκέντρωσης, εκκαθαρίσεις δημοσίων υπαλλήλων ανάλογα με τα πολιτικά πιστεύω τους, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, δηλώσεις μετανοίας, διάλυση πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων κ.λ.π. 21
Δεξιά παράταξη υπήρξε πάντοτε ενωμένη. Επίσης, κατόρθωνε, με τη βοήθεια του αμερικανικού παράγοντα, να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική και οικονομική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, στη διατήρηση της Δεξιάς στην εξουσία συνέβαλε η στήριξη του βασιλιά, αλλά και οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου, ανάλογα με τη δυναμική της παράταξης σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Β. Οι εναλλαγές των Κυβερνήσεων την περίοδο 1944-1952 Στις 31 Μαρτίου 1946 διενεργούνται εκλογές, στις οποίες επικρατούν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις. Σχηματίζεται Κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Κ. Τσαλδάρη, στην οποία προσχωρούν οι Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος και Ν. Ζέρβας. Άμεσος στόχος της Κυβέρνησης υπήρξε η καθιέρωση πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, ώστε να περιοριστεί η εκπροσώπηση της Αριστεράς στο Κοινοβούλιο. Στις 24 Μάιου 1946, μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων, η Κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με 209 ψήφους υπέρ έναντι 113 κατά. Τον Ιανουάριο του 1947, η συμμαχική Κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» αναγκάζεται να παραχωρήσει τη θέση της σε μία Κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας με εξωκοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό τον Δ. Μάξιμο. Η εν λόγω Κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με 252 θετικές ψήφους έναντι 36 αρνητικών. Από τις 7 Σεπτεμβρίου 1947 μέχρι τις 30 Ιουνίου 1949 στην εξουσία βρίσκεται Κυβέρνηση Θ. Σοφούλη η οποία είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από 279 βουλευτές σε σύνολο 280 ψηφισάντων. Η Κυβέρνηση αυτή άλλαξε μορφή τέσσερις φορές. Στις 30 Ιουνίου 1949, Κυβέρνηση σχηματίζει ο εξωκοινοβουλευτικός Α. Διομήδης, ο οποίος παραμένει στην εξουσία μέχρι το τέλος του 1949. Στις 6 Ιανουαρίου 1950, διορίζεται υπηρεσιακή Κυβέρνηση υπό τον Ι. Θεοτόκη για να διεξαγάγει τις εκλογές της 5 ης Μαρτίου του ίδιου έτους. Στις εκλογές αυτές κανένα κόμμα δεν συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. 23 Ο βασιλιάς αρνήθηκε να δώσει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στα τρία κόμματα του κέντρου που πήραν την απόλυτη πλειοψηφία και δίνει πρώτη διερευνητική εντολή στον Τσαλδάρη, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να σχηματίσει Κυβέρνηση που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής. Στη συνέχεια ο βασιλιάς δίνει τη δεύτερη διερευνητική εντολή στον Σ. Βενιζέλο, ο οποίος σχηματίζει Κυβέρνηση με την υποστήριξη του Λαϊκού Κόμματος και του Εθνικού Κόμματος. 23 Σε σύνολο 250 εδρών, το Λαϊκό κόμμα του Τσαλδάρη συγκέντρωσε 62 έδρες, το κόμμα των Φιλελευθέρων 56 έδρες, η ΕΠΕΚ 45 έδρες, το κόμμα του Γ. Παπανδρέου 35 έδρες, η Δημοκρατική Παράταξη 18 έδρες, το Εθνικό Κόμμα Ελλάδος 7 έδρες, ο Συνασπισμός Παράταξη Αγροτών και Εργαζομένων 3 έδρες και 1 έδρα το Νέον Κόμμα του Σ. Μαρκεζίνη. 22
Στις 15 Απριλίου σχηματίζεται Κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ν. Πλαστήρα, η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από 140 βουλευτές σε σύνολο 239 ψηφισάντων. Μετά την παραίτηση του Πλαστήρα ακολουθεί πολιτική κρίση. Η αρχικά αμιγής Κυβέρνηση του Κόμματος των Φιλελευθέρων με πρωθυπουργό τον Σ. Βενιζέλο, καταψηφίστηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1950 από τη Βουλή και δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης. Αμέσως μετά συγκροτήθηκε τρικομματική Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Σ. Βενιζέλο και με την στήριξη του Λαϊκού Κόμματος και του ΔΣΚ. Η Κυβέρνηση αυτή συγκέντρωσε άνετη πλειοψηφία στη Βουλή. Στις 3 Νοεμβρίου 1950 γίνεται ανασχηματισμός της Κυβέρνησης Βενιζέλου με την αποχώρηση των βουλευτών του Λαϊκού Κόμματος. Πάντως το Λαϊκό Κόμμα αρχικά συνέχισε να στηρίζει την πλέον δικομματική Κυβέρνηση Βενιζέλου, η οποία έτσι έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Η ίδια Κυβέρνηση ανασχηματίζεται προεκλογικά στις 30 Ιουλίου 1951 με την τοποθέτηση υπηρεσιακών Υπουργών σε ορισμένα Υπουργεία και διεξάγει τις εκλογές της 9 ης Σεπτεμβρίου 1951. Στις εκλογές αυτές πρώτο κόμμα αναδεικνύεται ο Ελληνικός Συναγερμός του Αλ. Παπάγου., το οποίο συγκεντρώνει τη σχετική πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή. Στις 27 Οκτωβρίου 1951 σχηματίζεται Κυβέρνηση συνασπισμού του Ν. Πλαστήρα. Στις 11 Οκτωβρίου 1952, μετά την παραίτηση της Κυβέρνησης Πλαστήρα, διορίζεται υπηρεσιακή Κυβέρνηση του Δ. Κιουσόπουλου η οποία και διεξάγει τις εκλογές της 16 ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Στις εκλογές αυτές ο Ελληνικός Συναγερμός συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο. Γ. Οι εναλλαγές των Κυβερνήσεων στην περίοδο του Συντάγματος του 1952 (1952-1967) Στην περίοδο από την ψήφιση του Συντάγματος του 1952 μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, διενεργήθηκαν εκλογές έξι φορές και σχηματίσθηκαν συνολικά δεκαεπτά Κυβερνήσεις. Στις 19 Νοεμβρίου 1952, σχηματίζεται Κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού του Α. Παπάγου. Η Κυβέρνηση αυτή θα παραμείνει στην εξουσία σχεδόν τρία χρόνια, οπότε και πέθανε ο Παπάγος και ακολούθησε η παραίτηση της Κυβερνήσεώς του. Στις 6 Οκτωβρίου 1955, το Στέμμα αναθέτει στον Κ. Καραμανλή τον σχηματισμό Κυβέρνησης, πριν προλάβουν οι βουλευτές του έχοντος την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη βουλή κόμματος να αναδείξουν νέο αρχηγό. Η ενέργεια αυτή ήταν χαρακτηριστική περίπτωση βασιλικής παρέμβασης στα πράγματα του κοινοβουλευτικού βίου, διότι: α)επρόκειτο μέσα στις επόμενες 48 ώρες να συνέλθουν οι βουλευτές του κόμματος για να εκλέξουν νέο αρχηγό β)ο Παπάγος πριν τον θάνατό του είχε ορίσει ως νόμιμο αναπληρωτή του τον Σ. Στεφανόπουλο. Η ενέργεια αυτή 23