ÃøºÀ π π ª (ª Àƒ ) 19-08-09 12:43 Page 1. / π 20. ÚÌÂÓÔappleÔ ÏÔ. ªËÓÈ ÓÔÌÈÎ ÂappleÈıÂÒÚËÛË. 63o AY OY TO 2009. π 2009



Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Τροπολογία. Martina Dlabajová εξ ονόματος της Ομάδας ALDE

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3623, 19/7/2002

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

14797/12 IKS/nm DG B4

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14798/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 820 NT 29

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2013 (OR. en) 6206/13 Διοργανικός φάκελος: 2012/0262 (NLE) JUSTCIV 22 ATO 17 OC 78

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL. Τροπολογία. Dominique Martin εξ ονόματος της Ομάδας ENF

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Σχετικά: Η Εγκύκλιoς 28/2010 και τα Γενικά Έγγραφα Α50-1/2011& Α50-3/2011 της Διεύθυνσής μας

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Αριθμός 102(Ι) του 2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΑΕΡΙΩΝ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ ΝΟΜΟ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 18 Ιανουαρίου 2017 (OR. en)

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

Απόφαση (ΕΕ) 2016/954 του Συμβουλίου της 9ης

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις

σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών

Η άποψη του Δικαστηρίου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 25 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0812 (COD) PE-CONS 59/14 ENFOPOL 63 CODEC 644

LIMITE EL ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 13 Νοεμβρίου 2012 (21.11) (OR. en) 16127/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 922 NT 30

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0268(COD)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΕΙΞΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (2016/C 202/01)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 974/98 αναφορικά µε την εισαγωγή του ευρώ στην Εσθονία

1) Σε ολόκληρο το κείμενο, ο όρος «η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών ( 1 ) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2012 (δεν έχει

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 21 Ιουνίου 2010 (OR. en) 8046/10 Διοργανικός φάκελος: 2010/0814 (NLE) SCH-EVAL 45 SIRIS 51 COMIX 246

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ,

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. στην. Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. στην. Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

18475/11 ΔΠ/νκ 1 DG H 2A

Γνώμη 13/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Λιθουανίας. για

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 28 Απριλίου 2015 (OR. en)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 64)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

(6) ότι πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια του «εργαζομένου» βάσει της νομολογίας του ικαστηρίου 7

Transcript:

EºHMEPI E EPIO IKA ÃøºÀ π π ª (ª Àƒ ) 19-08-09 12:43 Page 1 / π 20 3262 ÚÌÂÓÔappleÔ ÏÔ ªËÓÈ ÓÔÌÈÎ ÂappleÈıÂÒÚËÛË 8 63o AY OY TO 2009 À π 2009

ΔιεθνHς δικαιοδοσiα ΣΕ διαφορeς απo ατομικeς συμβaσεις εργασiας * Nικόλαου Zαπριάνου, ασκ. Δικηγόρου, φοιτητή Π.M.Σ. Aστικού, Aστικού Δικονομικού και Eργατικού Δικαίου AΠΘ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1. Εισαγωγή 2. Νομοθετικές πηγές α. Η Σύμβαση των Βρυξελλών β. Η Σύμβαση του Λουγκάνο και η τροποποιητική Σύμβαση San Sebastian γ. Η μετάβαση στον ΚανΒρ Ι 3. Πεδίο εφαρμογής και σχέση με τις λοιπές διατάξεις του ΚανΒρ Ι α. Πεδίο εφαρμογής β. Σχέση με τις λοιπές διατάξεις του ΚανΒρ Ι 4. Δικαιοδοτικές βάσεις α. Αγωγή του εργαζομένου β. Παρέκβαση: αγωγή του αποσπασμένου εργαζομένου γ. Αγωγή του εργοδότη και ανταγωγή 5. Συμφωνίες παρέκτασης 1. Εισαγωγh Η παρούσα εργασία σκοπό έχει να παρουσιάσει το σύστημα καταμερισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 (ΚανΒρ Ι) 1. Οι κρίσιμοι κανόνες περιέχονται στα άρθρ. 18 έως 21, που συγκροτούν το τμήμα 5 του κεφαλαίου II του ΚανΒρ Ι. Ύστερα από μια σύντομη αναδρομή στις νομοθετικές πηγές (ενότητα 2), θα οριοθετηθεί αρχικά το πεδίο εφαρμογής των παραπάνω * Iδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον καθηγητή κ. N. Nίκα για την παρότρυνσή του να ασχοληθώ με το ζήτημα, καθώς και για την καθοδηγήση που πρόθυμα μου προσέφερε. 1. Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12 της 16.1.2001 σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί από τους κανονισμούς (ΕΚ) 1496/2002, 1937/2004, 2245/2004 και 1791/2006 καθώς και την Πράξη Προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (2003). ρυθμίσεων και θα καθοριστεί η σχέση τους με τις υπόλοιπες διατάξεις του ΚανΒρ Ι (ενότητα 3). Έπειτα, θα μελετηθούν οι επιμέρους δικαιοδοτικές βάσεις (ενότητα 4) και η ειδική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις συμφωνίες παρέκτασης (ενότητα 5). 2. Νομοθετικeς πηγeς α. Η Σύμβαση των Βρυξελλών Σε αντίθεση με τις διαφορές από καταναλωτικές και ασφαλιστικές συμβάσεις, οι διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας δεν αποτέλεσαν εξ αρχής αντικείμενο ειδικής ρύθμισης στη Σύμβαση των Βρυξελλών (ΣυμΒρ) 2. Το προσχέδιο της επιτροπής εμπειρογνωμόνων περιείχε διάταξη, η οποία υπήγε τις εργατικές διαφορές στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους εγκατά- 2. Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (παγιωμένη μορφή) (ΕΕ C 27 της 26.1.1998 σ. 1 κυρωτ. ν. 1814/1988). 1146 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

στασης του εργοδότη ή του τόπου παροχής της εργασίας (άρθρ. 16 σημ. 2) 3. Το τελικό όμως κείμενο δεν συμπεριέλαβε αντίστοιχη ρύθμιση, διότι την ίδια εποχή βρίσκονταν σε εξέλιξη εργασίες εναρμόνισης των εθνικών εργατικών δικαίων, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε λύσεις μη συμβατές με τις επιλογές της ΣυμΒρ 4. Εφόσον η υπαγωγή των διαφορών από ατομικές συμβάσεις εργασίας στο πεδίο εφαρμογής της ΣυμΒρ δεν αμφισβητούνταν 5, εφαρμογή είχαν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρ. 2 σημ. 1 και 5 σημ. 1 καθώς και η διάταξη του άρθρ. 17 ΣυμΒρ για τις συμφωνίες παρέκτασης 6. Το ΔΕυρΚ απέκλινε πάντως από την ερμηνεία του άρθρ. 5 σημ. 1 ΣυμΒρ, την οποία είχε διαμορφώσει με τη μέχρι τότε νομολογία του. Σύμφωνα με τις αποφάσεις de Bloos/Bouyer και Tessili/Dunlop, για την εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 1 ΣυμΒρ κρίσιμη είναι η συμβατική παροχή που αποτελεί τη βάση της αγωγής. Ο καθορισμός του τόπου εκπλήρωσής της γίνεται βάσει του ουσιαστικού δικαίου που διέπει τη σύμβαση, όπως το δίκαιο αυτό προσδιορίζεται από τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικάζοντος δικαστή 7. Η παραπάνω νομολογία ακολουθήθηκε παγίως από το 3. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο (2000) σ. 69 Πίψου, Διεθνής δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις εργασίας κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001- Βρυξέλλες Ι, Αρμ 2004.481-500, 482 βλ. το προσχέδιο στο περιοδικό RabelsZ 1965.594 επ. 4. Έκθεση Jenard, υπό IV, άρθρ. 5 σημ. 1. 5. Βλ. ΔΕυρΚ, απόφαση 13.11.1979, 25/70, Sanicentral/Collin, Συλλογή 1979.3423, σκέψη 3. 6. Πίψου, Αρμ 2004.482. 7. ΔΕυρΚ, απόφαση 6.10.1976, 14/76, de Bloos/Bouyer, Συλλογή 1976.533 απόφαση 6.10.1976, 12/76, Tessili/Dunlop, Συλλογή 1976.553. Βλ. εγγ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι (2003) 17 αριθ. 64 Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και από αδικοπραξία (άρθρο 5 σημ. 1 και σημ. 3 του κανονισμού 44/2001) (2004) σ. 28 επ., 68 επ., όπου και κριτική. ΔΕυρΚ 8, παρά τις δυσχέρειες που συνεπαγόταν η εφαρμογή της στην πράξη, αλλά και τις αντίθετες εκκλήσεις της επιστήμης και ορισμένων γενικών εισαγγελέων 9. Το ΔΕυρΚ δεν υιοθέτησε παρά ταύτα την ίδια λύση και στις συμβάσεις εργασίας. Αντίθετα, με την απόφαση Ivenel/Schwab υιοθέτησε την ελβετικής προέλευσης 10 θεωρία της χαρακτηριστικής παροχής (prestation caractéristique), δεχόμενο ότι η ενοχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τη σύμβαση, η υποχρέωση δηλαδή του εργαζομένου προς παροχή εργασίας 11. Η νομολογία Ivenel/Schwab στηρίχθηκε στην ανάγκη προστασίας του εργαζομένου ως του κοινωνικά ασθενέστερου μέρους της σύμβασης, αλλά και στη στενή σχέση των συγκεκριμένων διαφορών με το κράτος παροχής της εργασίας, το δίκαιο του οποίου κατά κανόνα διέπει και τη σύμβαση εργασίας 12. Η λύση υπαγορεύθηκε λοιπόν και από την ανάγκη συμπόρευσης με τις ρυθμίσεις του άρθρ. 6 της Σύμβα- 8. Βλ. λ.χ. ΔΕυρΚ, απόφαση 28.9.1999, C-440/97, GIE Groupe Concorde, Συλλογή 1999.I-6307, σκέψεις 23 έως 25, 30 και 32 απόφαση 5.10.1999, C-420/97, Leathertex, Συλλογή 199.I- 6747, σκέψεις 40-42. 9. Βλ. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht 7 (2002), Art. 5 Rn 17 Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι 17 αριθ. 66 Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 85-86 πρόσθ. γενικό εισαγγελέα Lenz, προτάσεις στην υπόθεση Custom Made Commercial (C-288/92, Συλλογή 1994.I-2913) γενικό εισαγγελέα Léger, προτάσεις στην υπόθεση Leathertex (σημείωση 8). 10. Hartley, Jurisdiction in Employment Contracts: Article 5(1), ELRev 1982.328-331, 329. 11. ΔΕυρΚ, απόφαση 26.5.1982, 133/81, Ivenel/Schwab, Συλλογή 1982.1891, σκέψη 20. Αντίθετα, τη συνεπή εφαρμογή της νομολογίας de Bloos/Bouyer και Tessili/ Dunlop (σημείωση 7) είχε υποστηρίξει στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας Reischl. 12. ΔΕυρΚ, απόφαση Ivenel/Schwab (σημείωση 11), σκέψεις 15 έως 16. Στην κρίση του ΔΕυρΚ βάρυνε επίσης το γεγονός ότι οι επίδικες στην παρούσα υπόθεση αξιώσεις του ενάγοντος ήταν εκπληρωτέες σε περισσότερα του ενός κράτη (βλ. σκέψη 19 της απόφασης). Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1147

σης της Ρώμης (ΣυμΡωμ) 13, 14. Μεταγενέστερες αποφάσεις τόνισαν τον εξαιρετικό χαρακτήρα της παραπάνω νομολογίας, επικαλούμενες τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά των συμβάσεων εργασίας: τη διαρκή ένταξη του εργαζομένου στο πλαίσιο ορισμένης επιχείρησης και την εφαρμογή κανόνων αναγκαστικού δικαίου και συλλογικών συμβάσεων εργασίας 15. β. Η Σύμβαση του Λουγκάνο και η τροποποιητική Σύμβαση San Sebastian Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Σύμβασης του Λουγκάνο (ΣυμΛουγκ) 16, τα σκαν- 13. Σύμβαση της Ρώμης, της 19ης Ιουνίου 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (παγιωμένη μορφή) (ΕΕ C 334 της 30.12.2005 σ. 1 κυρωτ. ν. 1792/1988). Βλ. σχετ. Γραμματικάκη-Αλεξίου, Το εφαρμοστέο δίκαιο στην ατομική σύμβαση εργασίας κατά την Κοινοτική Σύμβαση ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του 1980 (1984), ιδίως σ. 76 επ Παπασιώπη-Πασιά, Η κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, όπως ισχύει στην Ελλάδα (1991) σ. 48 επ. Τσούκα, Οι ατομικές σχέσεις εργασίας στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (2003) σ. 448 επ., μ.π.π. Η ΣυμΡωμ πρόκειται να αντικατασταθεί στις 17.12.2009 από τον κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (ΕΕ L 177 της 4.7.2008 σ. 6) (Ρώμη Ι). 14. Νίκας, Ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας: προϋποθέσεις κύρους (παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 4/1992), ΝοΒ 1993.1148-1152, 1151 ο ίδιος, Πρόσφατες συμβατικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο, Δ 1994.362-381, 364 Γραμματικάκη-Αλεξίου, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας: Η δωσιδικία του τόπου εκπληρώσεως της παροχής, σε Νίκα (επιμ.), Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων. Δέκα χρόνια εφαρμογής της στην Ελλάδα. Liber Amicorum Κεραμέως (2000) σ. 25-37, 35. Ότι πάντως η ΣυμΡωμ δεν υιοθετεί τον κανόνα της χαρακτηριστικής παροχής για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στις ατομικές συμβάσεις εργασίας βλ. Hartley, ELRev 1982.330. 15. ΔΕυρΚ, απόφαση 15.1.1987, 266/85, Shenavai/Kreischer, Συλλογή 1987.239, σκέψη 16 απόφαση 15.2.1989, 32/88, Six Constructions/Humbert, Συλλογή 1989.341, σκέψη 10 Βασιλακάκης, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 75. 16. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που έγινε στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 (ΕΕ L 319 της 25.11.1988 σ. 9 κυρωτ. ν. 2460/1997). Στις 30.10.2007 διναβικά κράτη επέβαλαν τη θέσπιση ειδικής δικαιοδοτικής βάσης για τις συμβάσεις εργασίας και την επιβολή περιορισμών στην ευχέρεια σύναψης συμφωνιών παρέκτασης 17. Ειδικότερα, το άρθρ. 5 σημ. 1 ΣυμΛουγκ περιέλαβε ένα εδ. 2, σύμφωνα με το οποίο στις διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του ή, αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, ο τόπος εγκατάστασης της επιχείρησης που τον προσέλαβε. Το άρθρ. 17 V ΣυμΛουγκ αναγνώρισε αποτελέσματα σε συμφωνίες παρέκτασης επί ατομικών συμβάσεων εργασίας, μόνον εφόσον ήταν μεταγενέστερες της διαφοράς. Τις επιλογές της ΣυμΛουγκ ακολούθησε και βελτίωσε η Σύμβαση San Sebastian, με την οποία αναθεωρήθηκε η ΣυμΒρ 18. Προστέθηκε ομοίως εδ. 2 στο άρθρ. 5 σημ. 1 ΣυμΒρ, το οποίο όριζε ως τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής εκείνον όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι, αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, τα δικαστήρια του τόπου όπου ήταν ή είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση πρόσληψης είναι αρμόδια να δικάσουν μόνον τις αγωγές του εργαζομένου. Το άρθρ. 17 V ΣυμΒρ επέτρεψε συμφωνίες παρέκτασης που ήταν μεταγενέστερες της διαφοράς ή επέτρεπαν στον εργαζόμενο να προσφύγει και σε δικαστήρια πέραν των προβλεπόμενων υπεγράφη στο Λουγκάνο η νέα ομώνυμη Σύμβαση (ΕΕ L 339 της 21.12.2007 σ. 1), η οποία ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα το κείμενο του ΚανΒρ Ι και θα αντικαταστήσει τη Σύμβαση του 1988. 17. Έκθεση Jenard/Möller, υπό ΙΙΙ αριθ. 36 έως 39 Νίκας, Δ 1994.365 ο ίδιος, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 5 Πίψου, Αρμ 2004.484. 18. Σύμβαση του 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 285 της 3.10.1989 σ. 1 κυρωτ. ν. 2004/1992). 1148 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

στα άρθρ. 2 και 5 σημ. 1 19. γ. Η μετάβαση στον ΚανΒρ Ι Η αναγνώριση κοινοτικής αρμοδιότητας στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997/1999) οδήγησε στην αντικατάσταση της ΣυμΒρ από τον ΚανΒρ Ι 20. Αν και ο ΚανΒρ Ι ακολουθεί τη δομή και τις αρχές της ΣυμΒρ, περιλαμβάνει ορισμένες ουσιώδεις τροποποιήσεις, βάσει κυρίως των προτάσεων της ad hoc ομάδας εργασίας που είχε συσταθεί τα έτη 1998 και 1999 21. Χαρακτηριστική περίπτωση τροποποιήσεων οι οποίες, ενώ έχουν εκ πρώτης όψεως νομοτεχνικό χαρακτήρα, δεν στερούνται καθόλου ουσιαστικού περιεχομένου, συνιστούν οι ρυθμίσεις του ΚανΒρ Ι για τη διεθνή δικαιοδοσία σε διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας. Τις ρυθμίσεις αυτές θα εξετάσουμε στη συνέχεια. 3. Πεδiο εφαρμογhς και σχeση με τις λοιπeς διατaξεις του ΚανΒρ Ι α. Πεδίο εφαρμογής Ο ΚανΒρ Ι συγκέντρωσε τις διατάξεις για τη διεθνή δικαιοδοσία στις διαφορές από συμβάσεις εργασίας σε ένα ενιαίο τμήμα (άρθρ. 18 έως 21 ΚανΒρ Ι 22 ), στα πρότυπα της ρύθμισης των υπόλοιπων συμβάσεων με αδύναμα από κοινωνικοπολιτικής άποψης μέρη. Η αναδιάρθρωση αυτή, που έχει θεωρηθεί η σημαντικότερη τροποποίηση των κανόνων διεθνούς δικαιο- 19. Βλ. αναλυτικότερα Έκθεση Almeida Cruz/Desantes Real/Jenard, υπό V, αριθ. 23 Νίκα, Δ 1994.365 Καλαμίδα, Η εκτέλεση της σύμβασης εργασίας σε περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ΕΕργΔ 1999.481-485 και 528, 483 Πίψου, Αρμ 2004.484-485. 20. Βλ. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 5 την ίδια, Η κοινοτικοποίηση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, Αρμ 2001.1620-1627, 1620-1622 Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι 3 αριθ. 9 επ. Ταγαρά, Η αναθεώρηση της Σύμβασης των Βρυξελλών με τον κανονισμό 44/2001, ΝοΒ 2004.1143-1164, 1143. 21. Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1143-1144. 22. Στο εξής με παράθεση αριθμού άρθρου χωρίς άλλη ένδειξη γίνεται αναφορά στον ΚανΒρ Ι. δοσίας της ΣυμΒρ 23, παρουσιάζει το προσόν της νομοτεχνικά αρτιότερης ρύθμισης 24 και καθιστά ασφαλέστερη την αξιοποίηση νομολογιακών λύσεων από το χώρο των ασφαλιστικών (άρθρ. 8 έως 14) και καταναλωτικών (άρθρ. 15 έως 17) συμβάσεων 25. Οι διατάξεις των άρθρ. 18 έως 21 ιδρύουν ένα αυτοτελές σύστημα καταμερισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας 26. Παρέχοντας στον εργαζόμενο μια δέσμη επιλογής διεθνούς δικαιοδοσίας ευρύτερη από εκείνη που αναγνωρίζεται στον εργοδότη και αποκλείοντας κάθε δυνατότητα συνομολόγησης ρήτρας παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας προς όφελος του τελευταίου, διαπνέονται από τη μέριμνα προστασίας του εργαζομένου (favor laboris). Η μέριμνα αυτή εξαγγέλλεται στη 13η αιτιολογική σκέψη του ΚανΒρ Ι και διατρέχει ως ερμηνευτική κατεύθυνση τη νομολογία επί της ΣυμΒρ 27. Το άρθρ. 18 Ι προβλέπει ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του συγκεκριμένου τμήματος εφαρμόζονται σε «διαφορές από ατομικές 23. Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1150. 24. Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation on Jurisdiction and Recognition in Civil and Commercial Matters (2007), Art. 18 note 2. 25. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht 2 (2006), Art. 18 Brüssel I-VO Rn 1. 26. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 2 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Vorbem. zu Art. 18-21 Rn. 1 πρβλ. ΔΕυρΚ, απόφαση 12.5.2005, C-112/03, Société financière et industrielle du Peloux, Συλλογή 2005.I-3707, σκέψη 29. 27. ΔΕυρΚ, απόφαση 22.5.2008, Glaxosmithkline, Συλλογή 2008, σκέψη 17 πρβλ. ΔΕυρΚ, απόφαση 14.7.1983, 201/82, Gerling, Συλλογή 1982.2503, σκέψη 17 απόφαση 13.7.2000, C 412/98, Group Josi, Συλλογή 2000.I 5925, σκέψη 64 απόφαση Société financière et industrielle du Peloux (σημείωση 26), σκέψη 30 απόφαση 13.12.2007, C-463/06, FBTO Schadeverzekeringen, Συλλογή 2007.I-11321, σκέψη 18 Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 18 Rn 1 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 2 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 1. Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1149

συμβάσεις εργασίας» 28. Αποκλείονται συνεπώς από την κανονιστική του ισχύ οι συλλογικές συμβάσεις μεταξύ εργοδοτών και εκπροσώπων εργαζομένων και οι συναφείς διαφορές 29, όπως μια αντιδικία μεταξύ ενός ελληνικού και ενός γερμανικού συνδικάτου 30. Το περιεχόμενο της έννοιας των ατομικών συμβάσεων εργασίας καθορίζεται με αυτόνομα κριτήρια υπό την καθοδήγηση της νομολογίας του ΔΕυρΚ 31. Ως ατομική σύμβαση εργασίας μπορεί να οριστεί η σύμβαση η οποία δημιουργεί διαρκή δεσμό του εργαζομένου με τον εργοδότη και τον εντάσσει στην οργάνωση των υποθέσεων μιας επιχείρησης. Σημασία αποδίδεται στη ρύθμιση της έννομης σχέσης από προστατευτικούς για τον εργαζόμενο κανόνες αναγκαστικού δικαίου και όρους συλλογικών συμβάσεων. Έτσι, η ατομική σύμβαση εργασίας αντιδιαστέλλεται από τη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, που κυριαρχείται από την κοινωνική και οικονομική αυτονομία του παρέχοντος τις υπη- 28. Παρόμοια η διατύπωση στο αγγλικό («In matters relating to individual contracts of employment») και το γαλλικό κείμενο («En matière de contrats individuels de travail»), ενώ το γερμανικό κείμενο κάνει λόγο για ατομική σύμβαση εργασίας ή αξιώσεις από ατομική σύμβαση εργασίας («Bilden ein individueller Arbeitsvertrag oder Ansprüche aus einem individuellen Arbeitsvertrag den Gegenstand des Verfahrens»). 29. Έκθεση Jenard/Möller, υπό ΙΙΙ αριθ. 42 Κεραμεύς/Κρεμλής/ Ταγαράς, Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα. Συμπλήρωμα 1986-1996 (1996), άρθρ. 5 (β-bis) αριθ. 12, 15 Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 73 Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 18 Rn 2 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 5 Πίψου, Αρμ 2004.485 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 7 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 18 note 3 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 18 EuGVVO Rn. 1. 30. Πίψου, Αρμ 2004.485, σημ. 24. 31. Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht (2004) A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 23 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 24 Πίψου, Αρμ 2004.485-486 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 4a Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 18 EuGVVO Rn. 1 βλ. πάντως Έκθεση Jenard/Möller, υπό ΙΙΙ αριθ. 41. ρεσίες 32. Ισπανικό δικαστήριο αντιμετώπισε λ.χ. ως εργαζόμενο επαγγελματία ποδοσφαιριστή, ο οποίος ζητούσε με αγωγή κατά της πρώην ομάδας του την καταβολή αποζημίωσης μετεγγραφής 33. Δεν θεωρήθηκαν αντίθετα εργαζόμενοι 32. ΔΕυρΚ, απόφαση Shenavai/Kreischer (σημείωση 15), σκέψη 16 απόφαση Six Constructions/Humbert (σημείωση 15), σκέψη 10 απόφαση 13.7.1993, C-125/92, Mulox/Geels, Συλλογή 1993.4075, σκέψη 15 Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 18 Rn 2 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 24 Πίψου, Αρμ 2004.485-486 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 4 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 18 EuGVVO Rn. 1. Στο εσωτερικό ελληνικό δίκαιο για τη διάγνωση της ύπαρξης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας η νομολογία προσφεύγει στη θεωρία της προσωπικής ή νομικής εξάρτησης. Σύμφωνα μ αυτήν, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και στο συμφωνημένο μισθό, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, ο δε εργοδότης δίδει στον εργαζόμενο δεσμευτικές εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου βλ. ΑΠ 156/1998, ΕΕργΔ 1999.276, ΝοΒ 1999.596 177/1999, ΕΕργΔ 2000.465 180/2000, ΔΕΝ 2001.1099 185/2000, ΔΕΝ 2001.151 1093/2001, ΔΕΕ 2002.1041 219/2002, ΕλλΔνη 2003.160 1435/2006, ΝοΒ 2006.1820 964/2007, ΝοΒ 2007.2432. Η σύγχρονη θεωρία του εργατικού δικαίου υιοθετεί την έννοια του μισθωτού ως «τύπου». Ο τύπος προσδιορίζεται μέσα από μια δέσμη γνωρισμάτων, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν όλα κάθε φορά, ενώ το ειδικό αξιολογικό βάρος τους ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Τα παραδοσιακά κριτήρια της προσωπικής ή νομικής εξάρτησης επιστρατεύονται πλέον ως ενδείξεις και αξιολογούνται κατά τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περίπτωσης, προκειμένου να κριθεί αν αυτή θα υπαχθεί στον τύπο της εξαρτημένης εργασίας. Η έλλειψη ενός στοιχείου μπορεί να εξισορροπηθεί από την έντονη παρουσία ενός άλλου, ενώ η απουσία και η εμφάνιση του ίδιου στοιχείου δεν αξιολογούνται με την ίδια βαρύτητα βλ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (2007) σ. 20 επ., ιδίως 22 Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός στην κοινωνική ασφάλιση - για μια τυπολογική προσέγγιση της εξαρτημένης εργασίας στο εργατικό δίκαιο και την κοινωνική ασφάλιση (2005) σ. 134 επ. Την τυπολογική μέθοδο υιοθετεί κατ ουσία και η ΟλΑΠ 28/2005, ΕΔΚΑ 2005.610, ΝοΒ 2005.1100. 33. Ισπανικό Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha, 1150 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

ο ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος 34 και ο διευθύνων σύμβουλος επιχειρήσεων 35. Η ελαττωματικότητα της σύμβασης εργασίας, όπως γίνεται δεκτό, δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρ. 18 έως 21 36. β. Σχέση με τις λοιπές διατάξεις του ΚανΒρ Ι Οι διατάξεις των άρθρ. 18 έως 21 έχουν όχι 18.7.2005, απόφαση N. 2006/27 του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 ΣυμΛουγκ. 34. Αυστριακό Oberster Gerichtshof, 20.1.1999, 9 ObA 247/98h, απόφαση N. 2000/14 του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 ΣυμΛουγκ. βλ. και Rauscher- Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 8 επ. 35. Γερμανικό Bundesarbeitsgericht, 20.8.2003, 5 AZR 45/03, απόφαση N. 2005/25 του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 ΣυμΛουγκ. Το Bundesarbeitsgericht προσδιόρισε την έννοια του εργαζομένου ανατρέχοντας στους κανόνες του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (άρθρ. 39 ΕΚ). Ειδικότερα, όρισε ως εργαζόμενο «οποιονδήποτε ασκεί πραγματικές και γνήσιες δραστηριότητες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες, ώστε να είναι καθαρά περιθωριακές και παρακολουθηματικού χαρακτήρα», συμπληρώνοντας ότι «το χαρακτηριστικό της σχέσης εργασίας συνίσταται στο γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου προς άλλο και υπό τη διεύθυνσή του υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή». Την εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρ. 39 ΕΚ προκρίνουν επίσης οι Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 3. Ότι πάντως στο κοινοτικό δίκαιο η έννοια του εργαζομένου δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά διαφέρει ανάλογα με τον τομέα στον οποίο έχει εφαρμογή βλ. ΔΕυρΚ, απόφαση 12.5.1998, C-85/96, Martmnez Sala, Συλλογή 1998.I-2691, σκέψη 31 απόφαση 13.1.2004, C- 256/01, Allonby, Συλλογή 2004.I-873, σκέψη 63. Βλ. για την έννοια του εργαζομένου στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο από τη νομολογία ΔΕυρΚ, απόφαση 3.7.1986, 66/85, Lawrie-Blum, Συλλογή 1986.2121 απόφαση 21.6.1988, 197/86, Brown, Συλλογή 1988.3205 απόφαση 8.6.1999, C-337/97, Meeusen, Συλλογή 1999.I-3289 απόφαση 13.4.2000, C-176/96, Lehtonen, Συλλογή 2000.Ι-2681 από τη θεωρία Στεργίου, Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός σ. 268 επ. Randelzohofer/Fortshoff, σε Grabitz/Hilf, Kommentar EGV, Art. 39 Rn. 1. 36. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 6. μόνον ειδικό, αλλά και εξαντλητικό χαρακτήρα. Δεν μπορούν συνεπώς ούτε να τροποποιηθούν ούτε να συμπληρωθούν από άλλους κανόνες δικαιοδοσίας του ΚανΒρ Ι, παρά μόνον εφόσον οι ίδιες παραπέμπουν ρητά σ αυτούς 37. Και όμοια παραπομπή γίνεται μόνο στις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 σημ. 5 (άρθρ. 18 Ι 38 ). Με την αιτιολογία αυτή το ΔΕυρΚ διευκρίνισε στην πρόσφατη απόφαση Glaxosmithkline ότι ο κανόνας ειδικής δωσιδικίας της παθητικής ομοδικίας (άρθρ. 6 σημ. 1) δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορά που πηγάζει από ατομική σύμβαση εργασίας 39. Η παραπάνω απόφαση του ΔΕυρΚ επιβάλλει να επανεξετασθεί και η άποψη η οποία υποστήριζε την υπαγωγή των διαφορών από εργατικά ατυχήματα στην ειδική δωσιδικία του τόπου του αδικήματος (άρθρ. 5 σημ. 3) 40. Ορθότερο θα ήταν να γίνει πλέον δεκτό ότι η δωσιδικία του αδικήματος ιδρύεται μόνον εφόσον ο παθών από εργατικό ατύχημα ενάγει τρίτο πρόσωπο, διάφορο από τον εργοδότη του. Όταν όμως η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη, ανεξαρτήτως της βάσης της, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρ. 18 έως 21. Ενώ κατ αρχήν ο ΚανΒρ Ι εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους (άρθρ. 2 και 4), σημαντική εξαίρεση στον κανόνα αυτόν εισάγει το άρθρ. 18 ΙΙ. Η συγκεκριμένη δι- 37. ΔΕυρΚ, απόφαση Glaxosmithkline (σημείωση 27), σκέψεις 17 έως 18 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Vorbem. zu Art. 18-21 Rn. 1. 38. Πρβλ. άρθρ. 9 Ι και 15 Ι. 39. ΔΕυρΚ, απόφαση Glaxosmithkline (σημείωση 27), σκέψη 35. Επρόκειτο για αγωγή εργαζομένου κατά περισσότερων από κοινού εργοδοτών του αντίθ. υπέρ της εφαρμογής του άρθρ. 6 σημ. 1 γενικός εισαγγελέας Poiares Maduro, προτάσεις στην ίδια υπόθεση, σημείο 36 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 2 Nagel/Gottwald, Internationales Zivilprozessrecht 6 (2007) 3 Rn. 129 βλ. εγγ. Αρβανιτάκη, παρατηρήσεις στην απόφαση Glaxosmithkline, ΕΠολΔ 2008.599-602 Άνθιμο, παρατηρήσεις στην απόφαση Glaxosmithkline, Αρμ 2008.1619-1620. 40. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 2. Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1151

άταξη ορίζει, κατ αντιστοιχία με τα άρθρ. 9 ΙΙ και 15 ΙΙ, ότι ο εργοδότης ο οποίος δεν κατοικεί στην Κοινότητα αλλά διαθέτει σε κράτος μέλος υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση θεωρείται ότι έχει την κατοικία του σ αυτό το κράτος μέλος για διαφορές σχετικές με τις εργασίες του υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασης 41. Πρόκειται για πλάσμα δικαίου, στηριζόμενο στη σκέψη ότι ο εγκατεστημένος σε τρίτο κράτος εργοδότης, που διατηρεί ωστόσο στενό δεσμό με την αγορά εργασίας της Κοινότητας, θα πρέπει να υποβάλλεται και στις ενιαίες δικονομικές της ρυθμίσεις 42. Η κατ άρθρο 4 ΙΙ εφαρμογή των ετερόκλητων και ενδεχομένως λιγότερο προστατευτικών για τον εργαζόμενο εθνικών δικονομιών περιορίζεται έτσι στους εργοδότες που στερούνται και κατοικίας και υποκαταστήματος στην Κοινότητα 43. Διαφορετική από τη ρύθμιση του άρθρ. 18 41. Η έννοια του υποκαταστήματος περιλαμβάνει κάθε κέντρο επιχειρηματικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχείρησης, έχει διεύθυνση και είναι ειδικά εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται υποθέσεις με τρίτους (ΔΕυρΚ, απόφαση 22.11.1978, 33/78, Somafer/Saar-Ferngas, Συλλογή 1978.653, σκέψη 12). Υποκατάστημα συνιστά και μια αυτοτελής εταιρία η οποία έχει την ίδια επωνυμία και τους ίδιους διαχειριστές με τη μητρική, ενεργεί και συνάπτει δικαιοπραξίες στο όνομα αυτής και χρησιμοποιείται ως προέκτασή της (ΔΕυρΚ, απόφαση 9.12.1987, 218/86, SAR Schotte/Parfums Rothschild, Συλλογή 1987.4905, σκέψη 17). Βλ. σχετ. Φουντεδάκη, Η ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας της τοποθεσίας του υποκαταστήματος, σε Νίκα (επιμ.), Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων. Δέκα χρόνια εφαρμογής της στην Ελλάδα. Liber Amicorum Κεραμέως (2000) σ. 71-107 Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι 16 αριθ. 27. 42. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 11 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 18 note 12. 43. Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 3 Πίψου, Αρμ 2004.486 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 13 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 18 note 9, 10 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung 29 (2008), EuGVVO, Αrt. 18 Rn. 3. ΙΙ είναι εκείνη του άρθρ. 5 σημ. 5, στο οποίο, όπως ήδη σημειώθηκε, παραπέμπει το άρθρ. 18 Ι. Η διάταξη του άρθρ. 5 σημ. 5 ιδρύει συντρέχουσα δωσιδικία των δικαστηρίων του τόπου του υποκαταστήματος, προκειμένου για εργοδότες οι οποίοι έχουν κατοικία σε ορισμένο κράτος μέλος. Τα πρόσωπα αυτά δωσιδικούν για τις διαφορές τους με το προσωπικό του υποκαταστήματος στα προβλεπόμενα στο άρθρ. 19 δικαστήρια καθώς επίσης σ εκείνα της τοποθεσίας του υποκαταστήματος 44. Η δωσιδικία του άρθρ. 5 σημ. 5 δεν ενδείκνυται αντίθετα για τις αγωγές κατά του εργαζομένου, ο οποίος εξ ορισμού στερείται υποκαταστήματος 45. Τέλος, η παραβίαση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του τμήματος 5 δεν συνεπάγεται κώλυμα αναγνώρισης και εκτέλεσης. Η επιλογή αυτή τελεί σε αναντιστοιχία με τις προβλέψεις του άρθρ. 35 Ι για την παράβαση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας των τμημάτων 3 και 4 για τις συμβάσεις ασφάλισης και καταναλωτών. Δικαιολογείται ωστόσο από το σκοπό προστασίας του εργαζομένου, ο οποίος στην πλειονότητα των περιπτώσεων βρίσκεται στη θέση του ενάγοντος και θίγεται συνεπώς από την παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας της δικαστικής απόφασης 46. 4. Δικαιοδοτικeς βaσεις Ο σκληρός πυρήνας του τμήματος για τη διεθνή δικαιοδοσία σε διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας απαρτίζεται από τις διατάξεις των άρθρ. 19 και 20 47. Σε αντίθεση με τη ΣυμΒρ, ο ΚανΒρ Ι διακρίνει πλέον σαφώς με- 44. Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 27 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 14 Magnus/ Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 18 note 11 Nagel/Gottwald, Internationales Zivilprozessrecht 3 Rn. 129 βλ. και Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι 17 αριθ. 66. 45. Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 20 EuGVVO Rz. 2 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 15. 46. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 76 Πίψου, Αρμ 2004.487 Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1152, σημ. 37. 47. Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1150. 1152 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

ταξύ των αγωγών που ασκεί ο εργαζόμενος και των αγωγών που ασκεί ο εργοδότης 48. α. Αγωγή του εργαζομένου Το άρθρ. 19 ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία επί αγωγών κατά του εργοδότη. Μολονότι στην πράξη τον κανόνα αποτελούν οι αγωγές του εργαζομένου κατά του εργοδότη, η απουσία οποιασδήποτε περαιτέρω αναφοράς στο κείμενο επιτρέπει να στεγαστούν στο άρθρ. 19 και αγωγές ασκούμενες από τρίτους, όπως οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης που έχουν υποκατασταθεί στα δικαιώματα του εργαζομένου 49. Η εξεταζόμενη διάταξη προβλέπει τις δωσιδικίες: i) του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου (άρθρ. 19 σημ. 1), ii) του τόπου της συνήθους εκτέλεσης της εργασίας (άρθρ. 19 σημ. 2 α) και iii) του τόπου εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο (άρθρ. 19 σημ. 2 β ). Η υπό i) δωσιδικία ιδρύεται σε κάθε περίπτωση, ενώ οι υπό ii) και iii) αλληλοαποκλείονται 50. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση της υπό ii) δωσιδικίας απαιτείται ο εργαζόμενος να εκτελεί ή να εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα. Όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, τότε και μόνον τότε ενεργοποιείται η υπό iii) δωσιδικία. αα. Δωσιδικία του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου Το άρθρ. 19 σημ. 1 συμπίπτει ως προς το κανονιστικό του περιεχόμενο με το άρθρ. 2 σημ. 1, που ιδρύει τη γενική δωσιδικία των δικαστηρίων του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου. Όπως ήδη σημειώθηκε, ειδικά για τις ανάγκες του παρόντος τμήματος του ΚανΒρ Ι, το άρθρ. 18 ΙΙ εξομοιώνει το υποκατάστημα της επιχείρησης εξωκοινοτικού εργοδότη με κατοικία, διευρύνο- 48. Πίψου, Αρμ 2004.487. 49. Νίκας, Δ 1994.365 Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 11 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 19 EuGVVO Rz. 16 Πίψου, Αρμ 2004.492 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 23 πρβλ. ΔΕυρΚ, απόφαση 15.1.2004, C- 433/01, Blijdenstein, Συλλογή 2004.I-981. 50. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 10 Πίψου, Αρμ 2004.493 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 3. ντας το πεδίο εφαρμογής του άρθρ. 19 σημ. 1 και τις δυνατότητες υπαγωγής της διαφοράς στα δικαστήρια κράτους μέλους. Το άρθρ. 19 σημ. 1 απονέμει πάντως μόνο διεθνή δικαιοδοσία 51. Κατά τα λοιπά, για τον εντοπισμό του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου εφαρμογή θα έχουν οι διατάξεις των άρθρ. 59 και 60 52. Σύμφωνα με το άρθρ. 59, ο εθνικός δικαστής θα εφαρμόσει πρώτα το εσωτερικό του δίκαιο, για να εντοπίσει τυχόν κατοικία του εναγομένου στο κράτος του forum. Αν διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος δεν κατοικεί στο κράτος του forum και προκειμένου να καθοριστεί αν κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, ο δικαστής θα καταφύγει στο δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους 53. Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, το άρθρ. 60 προβλέπει τον αυτόνομο προσδιορισμό της έδρας τους, υιοθετώντας τα τρία εναλλακτικά κριτήρια του άρθρ. 48 Ι ΕΚ: την καταστατική έδρα, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάσταση 54. Η δικαιοδοτική βάση του άρθρ. 19 σημ. 1 θεμελιώνεται στην αρχή actor sequitur forum rei 55, κατοχυρώνει πληρέστατα τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου, ενώ διασφαλίζει και τον ενάγοντα στις όχι σπάνιες περιπτώσεις που ο τελευταίος παρέχει την εργασία του εξ ολοκλήρου σε τρίτα κράτη 56. ββ. Δωσιδικία του τόπου της συνήθους εκτέλεσης της εργασίας Ο κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας του άρθρ. 19 51. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 2. 52. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 2 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 19 EuGVVO Rn. 2. 53. Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 16 αριθ. 25. 54. Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 16 αριθ. 26. 55. Βλ. π.χ. ΔΕυρΚ, απόφαση 27.9.1988, C-189/87, Καλφέλης, Συλλογή 1988.5565, σκέψη 19 απόφαση 10.6.2004, C-168/02, Kronhofer, Συλλογή 2004.Ι-6009, σκέψεις 12 έως 14. 56. Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 3 πρβλ. ΔΕυρΚ, απόφαση Six Constructions/Humbert (σημείωση 15), σκέψη 22. Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1153

σημ. 2 α συγκεντρώνει τις διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας στα δικαστήρια του τόπου συνήθους παροχής της εργασίας (forum loci laboris), αποδίδοντας τη ρύθμιση του άρθρ. 5 σημ. 1 εδ. 2 ΣυμΒρ, όπως είχε διαμορφωθεί μετά τη Σύμβαση San Sebastian 57. Από το ίδιο το γράμμα της διάταξης προκύπτει ότι ο συνήθης τόπος εργασίας θα πρέπει να εντοπίζεται σε ορισμένο κράτος μέλος. Η διάταξη θεμελιώνει όχι μόνο διεθνή δικαιοδοσία αλλά και κατά τόπον αρμοδιότητα 58. Δικαιολογητικός της λόγος είναι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που καλείται να επιληφθεί, ώστε να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, καθώς επίσης να καθίσταται δυνατή η λυσιτελής οργάνωση της δίκης 59. Εξυπηρετείται παράλληλα η μέριμνα προστασίας του εργαζομένου, ως αδύναμου από κοινωνική άποψη συμβαλλομένου, ο οποίος μπορεί έτσι με λιγότερα έξοδα να προσφύγει στη δικαιοσύνη 60. Ο συνήθης τόπος εργασίας συχνά άλλωστε δεν διαφέρει από τον τόπο κατοικίας του εργα- ζομένου 61. Τέλος, η σύμπτωση του δικαιοδοτικού συνδέσμου του άρθρ. 19 σημ. 2 α με το σύνδεσμο για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με το άρθρ. 6 ΙΙ α ΣυμΡωμ και το άρθρ. 8 ΙΙ Ρώμη Ι διευκολύνει την πάντα επιθυμητή ταύτιση forum και ius 62. Ο ΚανΒρ Ι, όπως και η αναθεωρημένη ΣυμΒρ, κάνει λόγο για τον τόπο «όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του». Και ενώ οι περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος απασχολείται καθ όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης σε ένα μοναδικό τόπο δεν παρουσιάζουν προβλήματα 63, μεγαλύτερη προσοχή απαιτούν οι περιπτώσεις όπου ο εργαζόμενος διαμοιράζει το χρόνο του σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη 64. Κατά τη χαρακτηριστική αποστροφή του γενικού εισαγγελέα Jacobs, «το ζήτημα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απλό θέμα μαθηματικών» 65. Το ΔΕυρΚ διέπλασε υπό την ισχύ της ΣυμΒρ ένα σύστημα ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων, τα οποία αξιοποιούνται κατά περίπτωση για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών 66. Το νομολογιακό κεκτημένο 57. Βασιλακάκης, Τροποποιήσεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, που αφορούν στη διεθνή δικαιοδοσία, Αρμ 2001.1671-1682, 1676 Πίψου, Αρμ 2004.487 Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1150 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 6 Nagel/Gottwald, Internationales Zivilprozessrecht 3 Rn. 127 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 18 EuGVVO Rn. 1. 58. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 2, 9 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 24, σημ. 51 Πίψου, Αρμ 2004.490 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 2. 59. ΔΕυρΚ, απόφαση Mulox/Geels (σημείωση 32), σκέψη 17 απόφαση 9.1.1997, Rutten/Cross Medical, Συλλογή 1997.I-057, σκέψη 16 απόφαση 27.2.2002, C-37/00, Weber, Συλλογή 2002.I-2013, σκέψη 39 απόφαση 10.4.2003, C-37/00, Pugliese, Συλλογή 2002.I-2013, σκέψη 17 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 9. 60. ΔΕυρΚ, απόφαση Mulox/Geels (σημείωση 32), σκέψεις 18 και 19 Rutten/Cross Medical (σημείωση 59), σκέψη 17 απόφαση Weber (σημείωση 59), σκέψη 40 απόφαση Pugliese (σημείωση 59), σκέψη 18 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 10 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 4. 61. Βασιλακάκης, Αρμ 2001.1677. 62. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 1 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 4 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 7. 63. Κατά την ΑΠ 51/2003, ΕΕργΔ 2003.1422, ΝοΒ 2003.1621, τόπος παροχής της εργασίας ανταποκριτή γερμανικού ραδιοφωνικού σταθμού, ο οποίος στέλνει τις ειδήσεις από την Αθήνα στο Μόναχο, είναι η Αθήνα. 64. Με την απόφαση Weber (σημείωση 59) κρίθηκε ότι εργασία η οποία παρέχεται σε σταθερές ή πλωτές εγκαταστάσεις επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εξερεύνησης και/ή της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της, θεωρείται ως παρεχόμενη επί του εδάφους του ενλόγω κράτους μέλους (σκέψη 16). Τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας βλ. στο άρθρο 76 Ι της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, Montego Bay, 10.12.1982). 65. Γενικός εισαγγελέας Jacobs, προτάσεις στην υπόθεση Weber (σημείωση 59), σημείο 52. 66. Tagaras, commentaire à l arrêt Rutten/Cross Medical, CDE 1999.178-183, 182 Πίψου, Αρμ 2004.493. 1154 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

διατηρεί αμείωτη την ερμηνευτική του αξία και μετά τη θέσπιση του ΚανΒρ Ι 67. Ειδικότερα, στην απόφαση Mulox/Geels 68, η οποία εκδόθηκε υπό την ισχύ του αρχικού κειμένου της ΣυμΒρ, το ΔΕυρΚ απέκλεισε το ενδεχόμενο συντρέχουσας δικαιοδοσίας των δικαστηρίων κάθε κράτους στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος παρέχει εργασία 69. Οι διαφορές από τη σύμβαση εργασίας συγκεντρώνονται στα δικαστήρια του τόπου στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος εκπληρώνει κατά κύριο λόγο τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη 70. Ο τόπος εργασίας καθορίζεται λοιπόν με ποιοτικά κριτήρια που συσχετίζονται με τη φύση και τη σπουδαιότητα της παρεχόμενης σε κάθε κράτος εργασίας 71. Ακολούθησε η Σύμβαση San Sebastian και η προσθήκη του νέου εδ. 2 στο άρθρ. 5 σημ. 1 ΣυμΒρ, όπου γινόταν πλέον λόγος για τον τόπο όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του. Συντασσόμενο με το γενικό εισαγγελέα Jacobs 72, το ΔΕυρΚ διευκρίνισε ότι το νέο κείμε- νο της ΣυμΒρ αποτυπώνει απλώς την προηγούμενη νομολογία του και οι όροι «συνήθως» και «κατά κύριο λόγο» είναι κατ ουσίαν ταυτόσημοι 73. Ο συνήθης τόπος εργασίας συνίσταται στο ουσιαστικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του εργαζομένου, στο οποίο, ή με βάση το οποίο, εκείνος εκπληρώνει στην πράξη το ουσιώδες μέρος των υποχρεώσεών του έναντι του εργοδότη του 74. Όταν ο εργαζόμενος διανύει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας του σε ένα κράτος, όπου διαθέτει γραφείο με βάση το οποίο οργανώνει τις δραστηριότητές του για λογαριασμό του εργοδότη του και στο οποίο επιστρέφει μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό, τότε στο κράτος αυτό εντοπίζεται ο συνήθης τόπος εργασίας 75. Όταν αντίθετα ο εργαζόμενος μετακινείται σε περισσότερα κράτη όπου ασκεί διαρκώς την ίδια δραστηριότητα, το ποιοτικό κριτήριο για τον καθορισμό του συνήθους τόπου εργασίας δεν προσφέρει ικανοποιητική λύση 76. Κρίσιμη είναι εν προκειμένω η διάρκεια της εργασίας 67. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 1 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 6. 68. Ο Geels είχε αναλάβει την προώθηση των προϊόντων της αγγλικής εταιρίας Mulox σε ευρωπαϊκές αγορές και είχε εγκαταστήσει για το σκοπό αυτό γραφείο στην κατοικία του στην Aix-les- Bains (Γαλλία). Στη βάση του αυτή, στην οποία επέστρεφε μετά από κάθε επαγγελματικό ταξίδι, εντοπίσθηκε ο κύριος τόπος εργασίας του. 69. ΔΕυρΚ, απόφαση Mulox/Geels (σημείωση 32), σκέψεις 21 και 23. 70. ΔΕυρΚ, απόφαση Mulox/Geels (σημείωση 32), σκέψη 24. 71. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 5 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 25 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 11, Art. 19 EuGVVO Rz. 5 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 6 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 14 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 19 EuGV- VO Rn. 5. 72. Γενικός εισαγγελέας Jacobs, προτάσεις στην υπόθεση Rutten/ Cross Medical (σημείωση 59), σημείο 25 βλ. τον ίδιο, προτάσεις στην υπόθεση Mulox/Geels (σημείωση 32), σημεία 32 και 37. 73. ΔΕυρΚ, απόφαση Rutten/Cross Medical (σημείωση 59), σκέψη 21 βλ. από τη θεωρία σύμφωνους Κεραμέα/Κρεμλή/Ταγαρά, Συμπλήρωμα, άρθρ. 5 (iii-bis) αριθ. 15 Tagaras, CDE 1999.178 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 12 βλ. πάντως τις επιμέρους διακρίσεις σε Mankowski, Der gewöhnliche Arbeitsort im Internationalen Privat- und Prozeßrecht, IPRax 1999.332-342, 333 Πίψου, Αρμ 2004.489. Τα πραγματικά περιστατικά διαφέρουν ελάχιστα από εκείνα της υπόθεσης Mulox/Geels (σημείωση 32). Ο Rutten διατηρούσε γραφείο στις Κάτω Χώρες, ενώ το ένα τρίτο περίπου του χρόνου εργασίας του αναλωνόταν σε επαγγελματικά ταξίδια στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. 74. ΔΕυρΚ, απόφαση Rutten/Cross Medical (σημείωση 59), σκέψη 23. 75. ΔΕυρΚ, απόφαση Rutten/Cross Medical (σημείωση 59), σκέψη 25. 76. ΔΕυρΚ, απόφαση Weber (σημείωση 59), σκέψη 51 Geimer/ Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGV- VO Rz. 13 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 14 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 19 EuGVVO Rn. 5. Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1155

που έχει παρασχεθεί σε καθένα από τα κράτη, εκτιμώμενη ενόψει της συνολικής διάρκειας της σχέσης εργασίας. Υπό όμοιες περιστάσεις, ο συνήθης τόπος εργασίας είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εργασίας 77. Το συμπέρασμα αυτό δεν ισχύει μόνον όταν, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεσης, το αντικείμενο της διαφοράς εμφανίζει στενότερο σύνδεσμο με άλλον τόπο εργασίας 78. Ζήτημα γεννάται όταν ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του παράλληλα και σε τρίτα κράτη και σε κράτη μέλη 79. Προτείνεται η εξωκοινοτική εργασία να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψη και η εφαρμογή των ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων του άρθρ. 19 σημ. 2 α να γίνεται μόνο μεταξύ των κρατών μελών στα οποία παρέχεται εργασία. Αν διαπιστωθεί πως τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνται, η αγωγή θα ασκηθεί στα δικαστήρια του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου (άρθρ. 19 σημ. 1) και σ εκείνα του τόπου εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο (άρθρ. 19 2 β ) 80. Παρότι το άρθρ. 19 σημ. 2 α αντιστοιχεί καταρχήν στο άρθρ 5 σημ. 1 εδ. 2 ΣυμΒρ, δεν 77. ΔΕυρΚ, απόφαση Weber (σημείωση 59), σκέψη 52. Η υπόθεση αφορούσε εργασία μάγειρα σε πλοία και εξορυκτικές εγκαταστάσεις υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας και στη συνέχεια σε ένα πλωτό γερανό στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Δανίας. Βλ. έτσι ήδη Tagaras, CDE 1999.182. 78. ΔΕυρΚ, απόφαση Weber (σημείωση 59), σκέψη 53. Μετά τη θέση σε ισχύ του ΚανΒρ Ι, βελγικό εργατικό δικαστήριο με προδικαστικό του ερώτημα στο ΔΕυρΚ ζήτησε τη συνδρομή του στον καθορισμό του συνήθους τόπου εργασίας μιας αεροσυνοδού, η οποία είχε προσληφθεί από την ιρλανδική αεροπορική εταιρία Ryanair και εκτελούσε τα καθήκοντά της εν μέρει στο αεροδρόμιο του Charleroi και εν μέρει ως μέλος του πληρώματος αεροσκαφών σε διεθνείς πτήσεις. Το ΔΕυρΚ δεν απάντησε στο προδικαστικό ερώτημα, καθώς το αιτούν δικαστήριο δεν συγκαταλεγόταν στα δικαστήρια του άρθρ. 68 ΕΚ. 79. Όταν η εργασία παρέχεται αμιγώς σε εξωκοινοτικά κράτη, η αγωγή μπορεί να απευθυνθεί μόνο στα δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου εργοδότη (άρθρ. 19 σημ. 1). 80. Κεραμεύς/Κρεμλής/Ταγαράς, Συμπλήρωμα, άρθρ. 5 (iii-bis) αριθ. 15 Πίψου, Αρμ 2004.494. προσνέμει διεθνή δικαιοδοσία μόνο στα δικαστήρια του τόπου όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του, αλλά προβλέπει και τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του «τελευταίου τόπου όπου συνήθως εκτελούσε την εργασία του». Μια πρώτη ανάγνωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σκοπός της προσθήκης ήταν να καλυφθούν οι περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος ζητά δικαστική προστασία μετά τη λήξη της σχέσης εργασίας 81. Αν η συμβολή του νέου κειμένου περιοριζόταν στην παραπάνω διευκρίνιση, δεν θα υπήρχε καμία καινοτομία σε σχέση με τις προβλέψεις της ΣυμΒρ 82. Το ίδιο θα ίσχυε και αν η αναφορά στον τελευταίο τόπο εργασίας αποσκοπούσε απλώς να διασφαλίσει ότι επί διαδοχικών συνήθων τόπων εργασίας κρίσιμος είναι ο τελευταίος 83. Κατά την ορθότερη γνώμη, σκοπός της νέας αυτής διάταξης είναι να εξασφαλίσει μία δωσιδικία ευμενή για τους εργαζομένους που, αφού παρείχαν την εργασία τους συνήθως σε ένα και μόνο τόπο, δεν έχουν πλέον συνήθη τόπο εργασίας, αλλά απασχολούνται σε περισσότερους τόπους, κανείς από τους οποίους δεν μπορεί να θεωρηθεί συνήθης 84. Ενώ στο πλαίσιο ισχύος της ΣυμΒρ μια όμοια περίπτωση θα υπαγόταν στη δωσιδικία των δικαστηρίων της τοποθεσίας της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο, κατά τον ΚανΒρ Ι εμπίπτει στη δωσιδικία του άρθρ. 19 σημ. 2 α. Παρά την έλλειψη συνήθους τόπου εργασίας κατά τη χρονική στιγμή γένεσης της διαφοράς, ο δικαστής οφείλει να 81. Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 25 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 19 EuGVVO Rz. 8. 82. Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1151. 83. Έτσι Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 13 επ. Ήδη ωστόσο στην απόφαση Weber (σημείωση 59), σκέψη 54, το Δικαστήριο είχε επισημάνει ότι η μετάθεση και η συνεχής πλέον απασχόληση του εργαζομένου σε άλλο κράτος είναι ικανή να διαμορφώσει ένα νέο συνήθη τόπο εργασίας βλ. και Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 6 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 14. 84. Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1151 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 17 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 19 EuGVVO Rn. 5. 1156 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

ανατρέξει στο παρελθόν και να ανεύρει τον παλαιότερο συνήθη τόπο εργασίας. Αφότου έχει υπάρξει συνήθης τόπος εργασίας, η μελλοντική διαφορά θα υπαχθεί οπωσδήποτε στα εκεί δικαστήρια και το άρθρ. 19 σημ. 2 β θα μείνει ανεφάρμοστο 85. Τέλος, όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε άλλο κράτος μέλος προς έτερο εργοδότη με τη συγκατάθεση και προς το συμφέρον του αρχικού εργοδότη, τα δικαστήρια του άλλου αυτού κράτους μέλους διαθέτουν διεθνή δικαιοδοσία να κρίνουν και τις διαφορές του εργαζομένου με τον αρχικό εργοδότη του 86. γγ. Δωσιδικία του τόπου εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο Όταν υφίστανται δύο ή περισσότεροι τόποι εργασίας ισοδύναμοι από άποψη διάρκειας ή σημασίας της παρεχόμενης εργασίας, κανείς τους δεν μπορεί να θεωρηθεί συνήθης 87. Στις περιπτώσεις αυτές ενεργοποιείται η κατ άρθρ. 19 σημ. 2 β δωσιδικία του τόπου εγκατάστασης της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο 88. Η διάταξη αυτή, που απονέμει διεθνή δικαιοδοσία και κατά τόπον αρμοδιότητα, συμπλέει με εκείνη του 6 ΙΙ β ΣυμΡωμ και του άρθρου 8 ΙΙΙ Ρώμη Ι 89. Με το κατ αρχήν ορθό 90 επιχείρημα ότι η προσφυγή στη δικαιοδοτική αυτή βάση ενδέχεται να οδηγήσει τη διαφορά σε δικαστήρια με τα οποία αυτή εμφανίζει χαλαρό σύνδεσμο, το ΔΕυρΚ καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια να ανεύρει ένα συνήθη τόπο εργασίας, ερμη- νεύοντας με ευρύτητα το σχετικό όρο 91. Για την εφαρμογή του άρθρ. 19 σημ. 2 β θα πρέπει ο προσδιορισμός ενός τόπου στον οποίο παρέχεται συνήθως η εργασία να καθίσταται πραγματικά αδύνατος 92. Κατά συνέπεια, η δωσιδικία του τόπου εγκατάστασης της επιχείρησης προσλαμβάνει έντονο χαρακτήρα εξαίρεσης 93, διότι, όπως εύστοχα παρατηρείται 94, θα υπάρχει πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε ένας τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος έχει εγκαταστήσει ένα «ουσιαστικό κέντρο δραστηριοτήτων». Η παραπάνω νομολογία δεν είναι βέβαιο ότι εξασφαλίζει ασφάλεια δικαίου και ότι καθιστά προβλέψιμο το σύστημα κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας 95. Εξάλλου, το επιχείρημα της αποφυγής του πολλαπλασιασμού των αρμόδιων δικαστηρίων 96 δεν κρίνεται απολύτως πειστικό: Είτε θα υπάρχει ορισμένος συνήθης τόπος εργασίας και θα θεμελιώνεται έτσι η δωσιδικία του άρθρ. 19 σημ. 2 α, είτε δεν θα υπάρχει, οπότε θα ενεργοποιείται το άρθρο 19 σημ. 2 β 97. H δωσιδικία πάντως του άρθρου 19 σημ. 2 β θεμελιώνεται και προκειμέ- 91. Γενικός εισαγγελέας Jacobs, προτάσεις στην υπόθεση Mulox/ Geels (σημείωση 32), σημείο 37 ο ίδιος, προτάσεις στην υπόθεση Weber (σημείωση 59), σημείο 37 Magnus/Mankowski- Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 21. 92. Πίψου, Αρμ 2004.493. 93. Tagaras, CDE 1999.179/180. Ομοίως για τη ΣυμΡωμ Hartley, Article 5(1): employment contract - work in several countries, ELRev 1994.540-545, 543. 94. Από τον Καλαμίδα, ΕΕργΔ 1999.485. 85. Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1151. 86. Βλ. απόφαση Pugliese (σημείωση 59) Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 19 EuGVVO Rz. 9. 87. ΔΕυρΚ, απόφαση Weber (σημείωση 59), σκέψη 55 γενικός εισαγγελέας Jacobs, προτάσεις στην ίδια υπόθεση, σημείο 51. 88. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 16. 89. Έκθεση Jenard/Möller, υπό ΙΙΙ αριθ. 40. 90. Βλ. Tagaras, CDE 1999.178 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 19. 95. Καλαμίδας, ΕΕργΔ 1999.485 Mankowski, IPRax 1999.333 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 21. Για την αρχή της προβλεψιμότητας βλ. ΔΕυρΚ, απόφαση 13.6.2006, C 103/05, Reisch Montage, Συλλογή 2006. I-6827, σκέψεις 24 και 25 απόφαση 11.10.2007, C 98/06, Freeport, Συλλογή 2007.I-8319, σκέψη 36 απόφαση Glaxosmithkline (σημείωση 27), σκέψη 33. 96. ΔΕυρΚ, απόφαση Mulox/Geels (σημείωση 32), σκέψεις 21 και 23 απόφαση Rutten/Cross Medical (σημείωση 59), σκέψη 18 απόφαση Weber (σημείωση 59), σκέψη 22 Έκθεση Jenard/ Möller, υπό ΙΙΙ αριθ. 40. 97. Mankowski, IPRax 1999.334. Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1157

νου για αγωγές εργαζομένου, ο οποίος παρέχει την εργασία του εξ ολοκλήρου σε τρίτα κράτη, έχει ωστόσο προσληφθεί από κοινοτική επιχείρηση 98. Η έννοια της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο ερμηνεύεται με ευρύτητα 99 και περικλείει κάθε οικονομική οντότητα, είτε ανήκει σε φυσικό είτε σε νομικό πρόσωπο, ακόμη κι αν η ίδια στερείται νομικής προσωπικότητας, όπως λ.χ. τα υποκαταστήματα και τα πρακτορεία 100. Πρόκειται κυρίως για εταιρίες μέλη διεθνών ομίλων και θυγατρικές που περιορίζονται στην εύρεση και πρόσληψη προσωπικού 101. Σαφώς η έδρα της επιχείρησης αυτής δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κατοικία του εργοδότη, η οποία αποτελεί το δικαιοδοτικό σύνδεσμο του άρθρ. 19 σημ. 1 102. Ο εργαζόμενος μπορεί να εναγάγει τον εργοδότη του στα δικαστήρια του τόπου όπου ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε είτε κατά το χρόνο πρόσληψης είτε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Καλύπτονται έτσι περιπτώσεις λύσης της επιχείρησης που διενήργησε την πρόσληψη ή μεταφοράς της έδρας της σε άλλο κράτος μέλος 103. Αν, π.χ., ο εργαζόμε- 98. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 10 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 19 EuGVVO Rz. 11 αντίθ. ότι στις περιπτώσεις αυτές το άρθρ. 19 σημ. 2 μένει στο σύνολό του ανεφάρμοστο βλ. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 17. 99. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 12 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 19 EuGVVO Rz. 11 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 20. 100. Κεραμεύς/Κρεμλής/Ταγαράς, Κύριο Έργο (1989), άρθρ. 5 αριθ. 18 Πίψου, Αρμ 2004.492. 101. Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 19 note 20. 102. Κεραμεύς/Κρεμλής/Ταγαράς, Συμπλήρωμα, άρθρ. 5 αριθ. 17 Πίψου, Αρμ 2004.492. 103. Hartley, ELRev 1994.545 Αλυκάτορας, Εφαρμοστέο δίκαιο και διεθνής δικαιοδοσία στη σύμβαση ναυτολογήσεως υπό τις κοινοτικές Συμβάσεις της Ρώμης 1980, των Βρυξελλών 1968 νος είχε προσληφθεί στο Λουξεμβούργο από φορέα που στη συνέχεια μετέφερε την έδρα του στην Ιταλία, θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία τόσο των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου όσο και εκείνων της Ιταλίας, ακόμα και αν ο εργαζόμενος δεν είχε ποτέ του απασχοληθεί σε οποιαδήποτε απ αυτές τις χώρες 104. β. Παρέκβαση: αγωγή του αποσπασμένου εργαζομένου Οι παραπάνω ρυθμίσεις του ΚανΒρ Ι δεν θίγουν την εφαρμογή κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται σε ειδικά κοινοτικά νομοθετήματα (άρθρ. 67), όπως στην οδηγία 96/71/ΕΚ για την απόσπαση εργαζομένων 105. Η οδηγία αποσκοπεί στην τήρηση ενός βασικού πυρήνα κανόνων αναγκαστικού δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο αποσπώνται οι εργαζόμενοι 106. και της Ντονόστια/Σαν Σεμπαστιάν 1989, ΕΕργΔ 1995.1073-1087, 1085 Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 12 Πίψου, Αρμ 2004.492 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 20. Κατά τον Ταγαρά, ΝοΒ 2004.1152, η αναφορά στον τόπο όπου ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση έχει σκοπό απλώς να καταστήσει τη διάταξη εφαρμοστέα και στις αγωγές που ασκούνται μετά τη λήξη της σχέσης εργασίας. 104. Το παράδειγμα είναι του γενικού εισαγγελέα Jacobs, προτάσεις στην υπόθεση Mulox/Geels (σημείωση 32), σημείο 37. 105. Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 13 της 18.1.1996 σ. 23). Η οδηγία έχει μεταφερθεί στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 219/2000. 106. Πρόκειται για τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις και γενικώς υποχρεωτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που διέπουν τις μέγιστες περιόδους εργασίας και τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης, την ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ αποδοχών, τα όρια κατώτατου μισθού, τους όρους θέσης εργαζομένων στη διάθεση επιχειρήσεων, την υγεία, ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία, τα προστατευτικά μέτρα σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, των παιδιών και των νέων, την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και την απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρ. 3 της οδηγίας 96/71). Οι κανόνες 1158 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

καιο του forum 110. Η ρύθμιση αποδίδει εκείνη του άρθρ. 2 σημ. 1 και όσα ήδη λέχθηκαν σε σχέση με τον κατ άρθρ. 59 προσδιορισμό του τόπου κατοικίας των φυσικών προσώπων ισχύουν και εδώ 111. Το άρθρ. 20 Ι ενισχύει ουσιωδώς την προστασία του εργαζομένου, ο οποίος ενάγεται πλέον αποκλειστικά στα δικαστήρια του κράτους μέλους κατοικίας του 112. Η πρακτική σπουδαιότητα της νέας διάταξης αναφαίνεται κυρίως όταν ο εργαζόμενος δεν κατοικεί στο κράτος μέλος όπου παρέχει τις υπηρεσίες του ή όταν μεταφέρει την κατοικία του μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης σε άλλο κράτος μέλος 113. Οι κανόνες διεθνούς δωσιδικίας του τμήματος 5 «δεν θίγουν», σύμφωνα με το άρθρ. 20 ΙΙ, «το δικαίωμα κατάθεσης ανταγωγής ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η κύρια αγωγή σύμφωνα με το παρόν τμήμα». Ως ανταγωγή νοείται, κατά το ΔΕυρΚ, η αυτοτελής αγωγή την οποία ασκεί ο εναγόμενος στο πλαίσιο της ίδιας δίκης, προκειμένου να επιτύχει καταδίκη του ενάγοντος στην καταβολή οφειλής του προς τον εναγόμενο. Η ανταγωγή είναι δυνατό να αφορά απαίτηση μεγαλύτερη από εκείνη του ενάγοντος και η εκδίκασή της μπορεί να συνεχισθεί ακόμη κι αν απορριφθεί η κύρια αγωγή 114. Τη βάση της ανταγωγής θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρ. 6 σημ. 3, να συγκροτούν η ίδια σύμ- Το άρθρ. 6 της οδηγίας 96/71 ιδρύει συντρέχουσα διεθνή δωσιδικία των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής για την εκδίκαση αγωγών που διώκουν την εφαρμογή των κατ άρθρ. 3 της οδηγίας όρων εργασίας και απασχόλησης 107. Η δωσιδικία αυτή συντρέχει με εκείνες του άρθρ. 19 108. Ενόψει της παραπάνω ρύθμισης, η προσωρινή απασχόληση του αποσπασμένου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής δεν θα πρέπει να συνεκτιμάται κατά τον καθορισμό του συνήθους τόπου εργασίας για τις ανάγκες του ΚανΒρ Ι 109. γ. Αγωγή του εργοδότη και ανταγωγή Με τη διάταξη του άρθρ. 20 αφενός θεμελιώνεται αποκλειστική δωσιδικία προκειμένου για τις αγωγές του εργοδότη, αφετέρου μένει άθικτη η δικαιοδοτική βάση της ανταγωγής κατ άρθρ. 6 σημ. 3, που διαφορετικά δεν θα ίσχυε στις διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας (βλ. άρθρ. 18 Ι). Ειδικότερα, όταν την αγωγή ασκεί ο εργοδότης, η δικαιοδοσία συγκεντρώνεται αποκλειστικά στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος εργαζόμενος (άρθρ. 20 Ι). Ο ΚανΒρ Ι απονέμει πάντως μόνο διεθνή δικαιοδοσία, ώστε η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται από το εσωτερικό δίσυνδέσεως της ΣυμΡωμ και του κανονισμού Ρώμη Ι υποχωρούν ενώπιον των διατάξεων της οδηγίας 96/71 (άρθρ. 20 ΣυμΡωμ και 23 Ρώμη Ι). 107. Για το ελληνικό δίκαιο βλ. άρθρ. 11 π.δ. 219/2000. 108. Αιτιολογική έκθεση στην πρόταση κανονισμού, εισαγ. παρατ. στο τμήμα 5 Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 13 Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 26 Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 18 EuGVVO Rz. 26 Πίψου, Αρμ 2004.494-495 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 16 Nagel/Gottwald, Internationales Zivilprozessrecht 3 Rn. 127 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Vorbem. zu Art. 18-21 Rn. 1. 109. Kropholler, Europäisches Zivilprozeßrecht, Art. 19 Rn 7 Πίψου, Αρμ 2004.495 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 19 Brüssel I-VO Rn 7. 110. Πίψου, Αρμ 2004.495 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 20 Brüssel I-VO Rn 1. 111. Βλ. παραπάνω υπό 4.α.αα. 112. Το άρθρ. 5 σημ. 1 εδ. 2 ΣυμΒρ παρείχε αντίθετα και στον εργοδότη τη δυνατότητα προσφυγής στο forum loci laboris. 113. Πίψου, Αρμ 2004.495 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 2 Magnus/ Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 20 note 2. 114. ΔΕυρΚ, απόφαση 13.7.1995, C-341/93, Danvoern/Otterbeck, Συλλογή 1995.I-2053, σκέψη 12 βλ. σχετ. Σαχπεκίδου, Προβλήματα σύνθετων και συγγενών δικών στη Σύμβαση Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, ΕΕΕυρΔ 1990.683-732, 695 επ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι 17 αριθ. 75. Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1159

βαση ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την κύρια αγωγή προϋπόθεση που πάντως συντρέχει κατά κανόνα στις συγκεκριμένες διαφορές. Τη διάταξη του άρθρ. 6 σημ. 3 μπορούν να επικαλεστούν και ο εργοδότης και ο εργαζόμενος 115. Κατά κανόνα βέβαια την πρωτοβουλία έναρξης του δικαστικού αγώνα θα έχει ο εργαζόμενος, ώστε η δωσιδικία της ανταγωγής ευνοεί κυρίως τον εργοδότη, που μπορεί να εισαγάγει τις αξιώσεις του προς κρίση και στα δικαστήρια του άρθρ. 19 116. 5. Συμφωνίeς παρέκτασης Ο σκοπός της προστασίας του εργαζομένου ως ασθενέστερου μέρους στις ατομικές συμβάσεις εργασίας διασφαλίζεται επίσης με τον περιορισμό της αυτονομίας των μερών στην κατάρτιση συμφωνιών παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας 117. Το άρθρ. 21 απαγορεύει τις σχετικές συμφωνίες, εκτός αν είναι μεταγενέστερες από τη γένεση της διαφοράς (σημ. 1) ή επιτρέπουν στον εργαζόμενο να προσφύγει και σε άλλα δικαστήρια πέραν αυτών του άρθρ. 19 (σημ. 2) 118. Με την παραπάνω διάταξη, σε συνδ. με εκείνη του άρθρ. 23 V, ορίζονται περιοριστικά οι περιπτώσεις επιτρεπτών παρεκκλίσεων από τους κανόνες των άρθρ. 19 και 20 119. Δίχως τον πιο 119. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 1 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 21 note 1 πρβλ. απόφαση Sociéπάνω περιορισμό, η οικονομική και κοινωνική υπεροχή του εργοδότη θα ήταν σε θέση να παραμερίσει τις δικαιοδοτικές βάσεις του ΚανΒρ Ι μέσω ποικίλων ρητρών παρέκτασης 120. Αναλυτικότερα, στην πρώτη ομάδα εξαιρέσεων κατατάσσονται όσες συμφωνίες καταρτίζονται μετά τη γένεση της διαφοράς. Αφότου έχει ανακύψει η διαφορά και διαφαίνεται η προσφυγή στα δικαστήρια, η παρέκταση συνομολογείται υπό όρους πολύ λιγότερο πιεστικούς για τον εργαζόμενο, ο οποίος μπορεί πλέον να εκτιμήσει καλύτερα τις συνέπειες της συμφωνίας και να προετοιμάσει πληρέστερα την άμυνά του 121. Ως διαφορά, η γένεση της οποίας παρέχει την ευχέρεια σύναψης συμφωνίας παρέκτασης, νοείται εδώ οποιαδήποτε διαφωνία σχετικά με το περιεχόμενο, την εξέλιξη ή την εκπλήρωση της σύμβασης εργασίας 122. Σύμφωνα με την Έκθεση Jenard, η διαφορά θεωρείται γεννημένη «μόλις υπάρξει διαφωνία μεταξύ των μερών σε συγκεκριμένο σημείο και η διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου είναι επικείμενη ή προσεχής» 123. Η διαφωνία θα πρέπει επομένως να έχει αποκτήσει ένα σαφές περίγραμμα σχετικά με το αντικείμενο και την έκτασή της, λ.χ. μέσω της ανταλλαγής εξωδίκων, χωρίς να απαιτείται να έχουν ήδη 115. Βλ. απόφαση Glaxosmithkline (σημείωση 27), σκέψη 29 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 2,, Art. 20 Brüssel I-VO Rn 4 αντίθ. ότι αφορά μόνο στην ανταγωγή του εργοδότη βλ. Thomas/Putzo- Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 20 EuGVVO Rn. 1. 116. Πίψου, Αρμ 2004.496 Ταγαράς, ΝοΒ 2004.1152. 117. Πρβλ. ΔΕυρΚ, απόφαση Société financière et industrielle du Peloux (σημείωση 26), σκέψη 31. 118. Για το αντίστοιχο άρθρ. 17 V ΣυμΒρ βλ. ΕφΠειρ 193/1997, ΕΝΔ 1997.52 1146/1998, ΕΝΔ 1998.467 346/1999, ΕπισκΕΔ 1999.1144 1286/2000, ΕπισκΕΔ 2001.1042 1161/2001, ΕπισκΕΔ 2002.508 172/2003, ΕΝΔ 2003.133 869/2007, ΕΝΔ 2007.387 ΠολΠρΠειρ 872/1996, ΕΝΔ 1996.524. té financière et industrielle du Peloux (σημείωση 26), σκέψη 31. 120. Νίκας, ΝοΒ 1993.1149 ο ίδιος, Δ 1994.369 ο ίδιος, Πολιτική Δικονομία Ι 19 αριθ. 28 Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας, σ. 70 Πίψου, Αρμ 2004.496 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 1 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 21 note 3. 121. Αλυκάτορας, ΕΕργΔ 1995.1086-1087 Βασιλακάκης, Αρμ 2001.1678 Πίψου, Αρμ 2004.497 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 3 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 21 note 5. 122. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 76-77 Πίψου, Αρμ 2004.499. 123. Έκθεση Jenard, υπό IV, τμήμα 3. 1160 Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8

επέλθει οι συνέπειες της εκκρεμοδικίας 124. Οι συμφωνίες του άρθρ. 21 σημ. 1 μπορούν να θεμελιώσουν τόσο αποκλειστική όσο και συντρέχουσα διεθνή δικαιοδοσία των παρεκτεινόμενων δικαστηρίων 125. Η δεύτερη ομάδα εξαιρέσεων στεγάζει ρήτρες παρέκτασης, οι οποίες, ανεξαρτήτως του χρόνου που συνομολογούνται, διευρύνουν τις δυνατότητες επιλογής δικαστηρίου από τον ενάγοντα εργαζόμενο. Με τον τρόπο αυτόν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρ. 19 και 20 καθίστανται μονομερώς αναγκαστικού δικαίου 126. Τη ρήτρα παρέκτασης του άρθρ. 21 σημ. 2 μπορεί να επικαλεσθεί μόνον ο εργαζόμενος, εφόσον θεωρεί ότι ευνοείται από την εκδίκαση της διαφοράς στο παρεκτεινόμενο δικαστήριο. Εάν όμως βρίσκει τη ρήτρα μη συμφέρουσα, δεν μπορεί να εμποδιστεί από τον εργοδότη να ασκήσει την αγωγή του στα δικαστήρια του άρθρου 19 127. Οι εξαιρέσεις του άρθρ. 21 σημ. 2 διατηρούν επίσης τη σημασία τους μόνο για τις επιθετικές ενέργειες του εργαζομένου και όχι όταν την αγωγή ασκεί ο εργοδότης 128. Συμφωνίες παρέκτασης που συνάπτονται πριν από τη γένεση της διαφοράς και προβλέπουν πρόσθετες δικαιοδοσίες υπέρ όλων των μερών της εργασιακής σχέσης δεν πάσχουν από πλήρη ακυρότητα, αλλά διατηρούν το κύρος τους εντός των 124. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 77 Πίψου, Αρμ 2004.499 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 3. 125. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 72, σημ. 199 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 21 note 5. 126. Nagel/Gottwald, Internationales Zivilprozessrecht 3 Rn. 127, 128. 127. Έκθεση Almeida Cruz/Desantes Real/Jenard, υπό V, αριθ. 27 Αλυκάτορας, ΕΕργΔ 1995.1087 Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 72 Πίψου, Αρμ 2004.497. 128. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 72 Πίψου, Αρμ 2004.498 Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 5a Thomas/Putzo- Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 21 EuGVVO Rn. 3. ορίων του άρθρ. 21 σημ. 2 129. Οι τυπικές προϋποθέσεις σύναψης των συμφωνιών παρέκτασης εξακολουθούν να διαρρυθμίζονται από το άρθρ. 23, προσαρμοζόμενο στις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων εργασίας 130. Έτσι, από τους τύπους παρέκτασης που προβλέπει ο ΚανΒρ Ι εδώ μπορούν εκ των πραγμάτων να εμφανιστούν μόνον η γραπτή συμφωνία ή η προφορική συμφωνία με μεταγενέστερη γραπτή επιβεβαίωση (άρθρ. 23 Ι α) 131. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, το ζήτημα της δυνατότητας σιωπηρής παρέκτασης θεμελιούμενης με την παράσταση του εναγομένου σε αναρμόδιο δικαστήριο (άρθρ. 24) 132. Ο πλήρης αποκλεισμός της δυνατότητας αυτής προβλέπεται μόνο στις υποθέσεις του άρθρ. 22 (άρθρ. 24 εδ. 2 in f.). Εφόσον τα αποτελέσματα της σιωπηρής παρέκτασης επέρχονται μετά τη γένεση της διαφοράς, δεν αντιμάχονται την απαγόρευση του άρθρ. 21 και θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η άποψη υπέρ του επιτρεπτού 133. 129. Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 21 EuGVVO Rz. 3 βλ. πάντως και τις επιφυλάξεις των Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 5b. 130. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 6 Thomas/Putzo-Hüßtege, Zivilprozessordnung, Αrt. 21 EuGVVO Rn. 1. 131. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 21 Brüssel I-VO Rn 6 για τους συγκεκριμένους τύπους βλ. αντί άλλων Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σ. 131 επ., 145 επ. 132. Η δυνατότητα αυτή δεν μπορούσε βέβαια να αμφισβητηθεί υπό την ισχύ του αρχικού κειμένου της ΣυμΒρ βλ. ΔΕυρΚ, απόφαση 24.6.1981, 150/80, Elefanten Schuh/Jacqmain, Συλλογή 1981.1671. 133. Geimer/Schütze, Europäisches Zivilverfahrensrecht A1 - Art. 19 EuGVVO Rz. 13 αντίθ. ότι σιωπηρή παρέκταση νοείται μόνον επί αγωγών κατά του εργοδότη βλ. Rauscher-Mankowski, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 18 Brüssel I-VO Rn 2 Magnus/Mankowski-Mota/Moreno, Brussels I Regulation, Art. 21 note 2. Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς 2 0 0 9 8 1161