ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
EχΩ γεμiσει ΤΟ ΤΑΣaκι με ΑΠΟΤΣiγΑΡΑ, έχω δύο μέρες να κάνω μπάνιο, ακουμπάω τα πόδια μου πάνω στο τραπεζάκι και ανάβω κι άλλο τσιγάρο. Πίνω γουλιές από τον κρύο πρωινό καφέ μου γιατί βαριέμαι να φτιάξω άλλον και κάνω πλαδαρά σχέδια για το μέλλον μου. για το πού θα πάω τώρα που έρχεται το καλοκαίρι, πώς θα κανονίσω τις δουλειές μου έτσι ώστε να εξασφαλίζω μεγάλα κενά διαστήματα και να μπορώ να φεύγω, να πηγαίνω στο νησί ή οπουδήποτε. με φαντάζομαι του χρόνου τέτοια εποχή κάπου στο εξωτερικό να βολοδέρνω άσκοπα μέσα σε άγνωστους δρόμους, να πίνω ωραίους καφέδες, να δοκιμάζω παράξενα, έθνικ φαγητά, να μιλάω με καινούργιους ανθρώπους μέσα σε άγνωστα μπαρ. και κάνω τον σταυρό μου που μέσα σε όλα αυτά δεν φαντάζομαι καμία αντρική παρουσία δίπλα μου να μου λέει ιστορίες για το παρελθόν του, να μου πιάνει το χέρι και να μου το σφίγγει, να γέρνω στον ώμο του το κεφάλι μου και να φαντασιώνομαι ότι περπατάω με τον πατέρα μου. Να παίζω τον ρόλο της ανυπεράσπιστης που
100 ΛΕΝΑ κιτσοπουλου έχει ανάγκη από συμβουλές, να παίρνω την επιβεβαίωση για το πόσο γαμάτη προσωπικότητα είμαι και πόσο σπουδαίο άτομο, να καυλώνω που ζηλεύει λίγο το παρελθόν μου, να ξέρω ότι όλο αυτό το νταραβέρι της ημέρας θα γίνει το περιεχόμενο του γαμησιού που θα επακολουθήσει τη νύχτα στο κρεβάτι, να καυλώνω και με την ιδέα αυτή, να έχουμε τον κώδικά μας και τα τελείως προσωπικά μας αστεία, να μιλάμε σαν μωρά με τα υποκοριστικά που βγάζουμε ο ένας στον άλλο κάθε τόσο, να μιλάμε σε πρώτο πληθυντικό για τα σχέδιά μας, πού θα πάμε το βράδυ, τι θα κάνουμε με το τάδε θέμα, πώς θα το χειριστούμε το άλλο θέμα, αγάπη μου, αγαπούλα μου, μωρό μου, άντρα μου, αγαπουλίνι λίνι, λινουλίνι, λινουλινάκι, νακινούλι ούλι, και διάφορες τέτοιες αηδίες. κάνω λοιπόν τον σταυρό μου που είμαι αδέσμευτη κι ελεύθερη και συνεχίζω τα μελλοντικά μου σχέδια ξάπλα στον καναπέ, με τσιγάρο και χωρίς κανέναν κυνισμό προς τους ερωτευμένους, ίσα ίσα, με μεγάλο θαυμασμό προς την ικανότητα του ανθρώπου να τα φτιάχνει όλα όπως θέλει. με μεγάλο θαυμασμό προς τη δύναμη του μυαλού που μπορεί και διαστρεβλώνει τα πάντα και βαφτίζει έρωτα τον φόβο του να πάρει πρέζα, τον φόβο του να βάλει τον ζουρλομανδύα του κανονικά σαν να φοράει το παλτό του, τον φόβο του να αποδεχτεί ότι η τρέλα είναι προς τον εαυτό του και όχι προς τον κακομοίρη που διάλεξε να του τη με-
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ 101 ταθέσει. Πραγματικά το θαυμάζω αυτό, γιατί το έχω ζήσει και είναι μαγικό, είναι μαγική η ψευδαίσθηση ότι είσαι ερωτευμένος. Εγώ ευχαρίστως θα το ξαναέκανα και μάλιστα είναι και τζάμπα, ενώ τα έκστασι, οι κόκες και διάφορα άλλα πολύ καλά που υπάρχουνε σου τρώνε τελικά τα λεφτά, είναι επίσης εφήμερα και άντε πάλι στο αδιέξοδο. Ξέρεις, αυτά που πέφτεις πάνω στους ανθρώπους και τους αγαπάς και τους αγκαλιάζεις και νιώθεις ότι έχεις πιάσει τον πάπα από τ αρχίδια. Όχι, πραγματικά, το θαυμάζω αυτό και μακάρι να το ξαναζήσω, γιατί αλλιώς δεν τη βγάζω έτσι, μόνο με τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, δεν βγαίνει. Απλώς, αυτήν την εποχή, είμαι καλά μόνη μου και το απολαμβάνω. Έχει πάει δέκα η ώρα και αποφασίζω να πάω καμιά βόλτα, λέω να περάσω από του κώστα μήπως είναι κανένας γνωστός, να πιούμε κανένα ποτάκι, να πάρω την Αντιγόνη ή την Έλλη μήπως πάμε προς κεραμεικό, ή τον Βασίλη για Αερόστατο. Δεν βρίσκω κανέναν και μπαίνω στο αυτοκίνητό μου και κατεβαίνω κέντρο. μόνη μου, ακόμα καλύτερα. Πατάω γκάζι και βάζω Ντέρτι Εφ Εμ στο ραδιόφωνο, η καλύτερή μου. Δεν πειράζει καθόλου που δεν έχω κανέναν να το μοιραστώ. Θυμάμαι πόσες φορές είχα κάποιον στο διπλανό κάθισμα και βαριόμουνα, ή υπέφερα, ή κρεμιόμουνα από τα χείλη του, ή αγωνιούσα, ή δεν έβλεπα γύρω μου γιατί έβλεπα μόνο αυτόν. Ενώ τώρα με
102 ΛΕΝΑ κιτσοπουλου κάτι παλιά της Βίσση στο φουλ και με ανοιχτά παράθυρα μ αρέσει, μέχρι και το καμάκι από το διπλανό αυτοκίνητο το απολαμβάνω. Σύνταγμα, Πανεπιστημίου, στρίβω αριστερά στην Πεσμαζόγλου για να κόψω για Πειραιώς. Σοφοκλέους, διασχίζω την Αθηνάς, τι ωραία που είναι εδώ με όλους αυτούς τους ξένους στα πεζοδρόμια, με αυτές τις ωραίες μαύρες, είναι σαν μπάρμπι. Ανθρωπίλα, ξεχυμένοι όλοι στον δρόμο, πολύχρωμοι, δύο φιλιούνται, ένας μαύρος με μία κινέζα, δύο άντρες βρίζονται, μάλλον πρεζόνια, φωνές, ασυνεννοησίες σε ακαταλαβίστικες γλώσσες, της πουτάνας γίνεται. κι εγώ κολλημένη πίσω από ένα σκουπιδιάρικο σκέφτομαι αυτό που σκέφτονται όλοι μάλλον όσοι παρατηρούν μπροστά τους αυτούς που μαζεύουν τα σκουπίδια. Τι δουλειά κι αυτή. Σκέφτομαι, επίσης, τι θα άκουγα αυτήν τη στιγμή από αυτόν που θα καθόταν εδώ δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού. Τι το θελες να ρθεις αποδώ, κολλήσαμε, μπορούσες να έχεις πάει από Ομόνοια, δεν έχει κίνηση τέτοια ώρα, γιατί ήρθες αποδώ και μπίρι μπίρι μπίρι μπίρι. και αμέσως θα πάθαινα ενοχές πάλι, ότι εκνευρίζεται, ότι θα αργήσουμε, ότι ο άνθρωπος πεινάει, ότι αν είχα πάει από Ομόνοια όντως θα είχαμε φτάσει τώρα, και διάφορα τέτοια που θα με εμποδίζανε να απολαύσω ακόμα και αυτήν την αναμονή πίσω από ένα βρομερό σκουπιδιάρικο, που μου δίνει
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ 103 τη δυνατότητα να παρατηρήσω όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω μου, να δω το ύφος τους, τα γυαλιστερά τους μάτια, τα μικρά μαύρα παιδιά τους με τα φουντωτά μαλλιά και τους ωραίους σφιχτούς κώλους, τόσα πράγματα. Ανάβω τσιγάρο και δυναμώνω τη μουσική, όσο πάει. μαύρα γυαλιά φοράααω, μέσα στη νύχτα το παίζω φευγάτη, μου λες να τα βγάλω... Βίσση θεά. Τραγουδάω μόνη μου, δεν με νοιάζει τίποτα, μαυρίλα, μαύρα γυαλιά, πλατεία Θεάτρου. Δεν θα σ αφήσω να τα δεις ποτέ ξανά, ποτέ ξανά, ρε μαλάκα, τα δυο μου μάτια τα πρησμένα από το κλάμα. μόνη, μόνη, χίλιες φορές μόνη ανάμεσα σε ξυπόλυτους μαύρους, πίσω απ τα μαύρα μου γυαλιάαααααα, ουρλιάζω και με έχουν πάρει χαμπάρι και οι σκουπιδιάρηδες. Έλα, κοπελιά, δώσε, δώσ τα όλα. Ξαφνικά, ένα δυνατό γκαπ, πάνω στο καπό του αυτοκινήτου μου. Τι έγινε, ρε. Τρομάζω. Εεεε, τι κάνετε, ρε παιδιά, εκσκιούζ μι, εεεε, φωνάζω και το ζευγάρι που έχει ξαπλώσει πάνω στο καπό μου δεν μου δίνει καμία σημασία, συνεχίζουν να φιλιούνται με πάθος, λες και έχουν πέσει στο κρεβάτι τους. Αρχίζουν κάτι σφυρίγματα από το πεζοδρόμιο, κάτι φωνές, κάτι χειροκροτήματα. Το ζευγάρι, ο μαύρος και η κινέζα, δεν δίνουν καμία σημασία, φιλιούνται, έχουν τα χέρια τους ο ένας στα μάγουλα του άλλου, σφιχτά, για να κρατήσουν τα πρόσωπά τους όσο πιο κοντά γίνεται, για να μην υπάρξει ούτε δευτερόλεπτο χωρίς τα μάτια του αλ-
104 ΛΕΝΑ κιτσοπουλου λουνού. Αυτός την κοιτάει και τη φιλάει, την κοιτάει και τη φιλάει, συνέχεια, μόνο αυτό. Τίποτα άλλο, τίποτα άλλο δεν υπάρχει, ούτε εγώ, ούτε το αμάξι μου, ούτε το καπό, ούτε η πλατεία Θεάτρου, ούτε το ανθρώπινο βουητό, ούτε η Βίσση, κανένας, μόνο το άσπρο χαμόγελο και τα δύο σκιστά μάτια της κοπέλας που παραδίνονται, σχεδόν λιπόθυμα, στον έρωτα. Ζώα, κορνάρω, κορνάρω και τίποτα, δεν με ακούνε, κοιτιούνται στα μάτια, κάθε τόσο τα ανοιγμένα στόματα κολλάνε μεταξύ τους σαν βεντούζες και αναπνέει ο ένας μέσα στον άλλο. Βάζω μπρος τους υαλοκαθαριστήρες και αφήνω το χέρι μου πατημένο πάνω στην κόρνα, τους μισώ. γιατί νιώθω έτσι, γιατί; Επειδή δεν μ αφήνουν να πάω στη δουλειά μου, επειδή μου έχουν γαμήσει το καινούργιο αμάξι, επειδή το κοπανάνε με πόδια και με χέρια, επειδή αυτή η αναισθησία με τρελαίνει, ή μήπως επειδή τους ζηλεύω; Επειδή δεν πιστεύω, επειδή δεν θέλω να πιστεύω, επειδή εγώ δεν το έχω, επειδή εμένα κανένας δεν με κοιτάζει έτσι. Δεν ξέρω, δεν ξέρω γιατί. Βάζω πρώτη και ξεκινάω, πατάω γκάζι με τους δύο ανθρώπους πάνω στο καπό μου, αρχίζω και κατεβαίνω την Πειραιώς. Αυτός δεν την αφήνει από τα μάτια του, γαντζώνει τα δάχτυλα των ποδιών του κάπου πάνω από την μπροστινή μου ρόδα, και γραπώνεται με τα μακριά του χέρια από την άλλη άκρη του καπό. Το αμάξι τρέχει, η μικρή κινέζα σφίγγεται πάνω του
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ 105 σαν μαϊμού και δεν φοβάται τίποτα. Τα μαλλιά της ανεμίζουν σαν μαύρες φλόγες, το φιλί γίνεται ακόμα πιο σίγουρο, ούτε που γυρίζουν να με κοιτάξουν. Εγώ τρέχω, τρέχω, αφήνω την Αθήνα πίσω μου και στρίβω για Ελευσίνα. Φιληθείτε, ζώα, αφήστε με να σας κοιτάζω μέχρι να καταλάβω τι σκατά μου συμβαίνει, να δω τουλάχιστον πίσω από το τζάμι πόσο αντέχει αυτό το πράγμα, πόσο αντέχει στον φόβο του θανάτου, πότε σταματάει το φιλί. Εσάς σας χτυπάει ο αέρας, εγώ με ανεβασμένα παράθυρα δεν καταλαβαίνω χριστό εδώ μέσα. Εσείς με ένα απότομο φρενάρισμα θα σκοτωθείτε, εγώ ούτε γρατζουνιά, εγώ έχω τη μουσικούλα μου, είμαι ελεύθερη εγώ, θα κάνω και τον γύρο της Πελοποννήσου αν χρειαστεί, για να δω πότε θα πάρετε τα μάτια σας ο ένας από τον άλλο, πότε θα καταλάβετε ότι είμαι κι εγώ εδώ, πότε θα αρχίσετε να κοιτάτε την ωραία φύση γύρω σας, πιασμένοι από το χέρι φυσικά, αλλά με τα βλέμματα αλλού, ο ένας στο βουνό, ο άλλος στη θάλασσα, κι ο καθένας με τις σκέψεις του, χωμένος στον εαυτό του, εκεί που επιστρέφει πάντα. Πιείτε και λίγο νεράκι τώρα. γελάω και τους ρίχνω νερό για τα τζάμια. Πιείτε, πιείτε και νεράκι του Θεού. Πετάω με μανία νερά στο παρμπρίζ μου και πάλι δεν αλλάζει τίποτα. Ο ένας πίνει από το στόμα του άλλου, τα κολλημένα σώματα δεν καταλαβαίνουν από βροχές, τρέμουν ενωμένα πάνω στο καπό, σφίγγονται και φουσκώνουν τα μπράτσα τους, πρήζονται οι φλέβες στον
106 ΛΕΝΑ κιτσοπουλου λαιμό, απ την προσπάθεια να κρατηθούν. Στηρίζονται μόνο στα δάχτυλα των ποδιών του μαύρου, που πιέζουν και βουλιάζουν τη λαμαρίνα μου σαν σιδερένιοι γάντζοι, σαν βίδες, τόση δύναμη έχουν, όλο το υπόλοιπο είναι μια αγκαλιά που αντιστέκεται στην ταχύτητα.