Για τον Αλέξανδρο, στα πρώτα του γενέθλια

Σχετικά έγγραφα
Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Ζήτησε να συναντηθούμε νύχτα. Το φως της μέρας τον

Το παραμύθι της αγάπης

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

The G C School of Careers

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει


Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μπουν τού υποσχόταν πως δε θα τα πήγαινε να δουλέψουν στις λιμνοθάλασσες του νότου ή στα ανθρακωρυχεία

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

Ο Γέροντας Ιωσήφ εμφανίσθηκε πολλές φορές μετά την κοίμηση του


Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

The G C School of Careers

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Η Αλφαβητοχώρα. Γιώργος Αμπατζίδης. Ελλάδα. A sea of words 5 th year

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Διαχείριση: Κατά την πρώτη εντύπωση, η μη λεκτική επικοινωνία είναι δέκα φορές πιο δυνατή σε σχέση με τη λεκτική. Αναπνοής. Επαφής.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Transcript:

Για τον Αλέξανδρο, στα πρώτα του γενέθλια

1 ΕΡΙΧΝΕ ΧΙΟΝΙ Ή ΧΙΟΝΟΝΕΡΟ, ή κάτι ανάμεσα στα δύο. Ό,τι κι αν ήταν, στροβιλιζόταν γύρω τους σαν ατμός που γινόταν παγάκι στην πρώτη επαφή του με τα ρούχα τους, καλύπτοντάς τα με μια λευκή γλίτσα. Αυτό το χιόνι ή το χιονόνερο όπως το έβλεπε ο καθένας έπεφτε εδώ και μέρες και οι πέντε άντρες βημάτιζαν πολύ προσεκτικά πάνω στο παγωμένο μονοπάτι προς τον προορισμό τους. Ακολουθώντας το διευθυντή του Πρώτου Συνεταιρισμού Γεωργικών Εργαλείων Μικογιάν, με δύο ένστολους και το συνάδελφό του Λοχαγό Γιασίμοφ πίσω του, ο Λοχαγός Αλεξέι Ντμιτρίεβιτς Κόρολεφ είχε ένα κακό προαίσθημα. Ήξερε πως αυτή η ιστορία δεν θα έβγαινε σε καλό, το διαισθανόταν. Εξάλλου αυτό είχε αφήσει να διαφανεί και ο διευθυντής του συνεταιρισμού. Όταν του είπαν πως είχαν έρθει να ανακρίνουν έναν από τους άντρες του, εκείνος είχε φανεί αρχικά πολύ συνεργάσιμος, αλλά όταν του είπαν το όνομα του συγκεκριμένου άντρα, Σίσκιν, κι εκείνος άρχισε να ψάχνει τα κιτάπια του για να τον εντοπίσει, η συμπεριφορά του άλλαξε αισθητά.

10 William Ryan «Σίσκιν... Σίσκιν... Σίσκιν...» μουρμούρισε ξεφυλλίζοντας τις καρτέλες μέσα στον ξύλινο φωριαμό. «Εδώ είμαστε. Α. Στους Εργάτες. Οικοτροφείο Επτά. Έπρεπε να το περιμένω». Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς μέντιουμ για να καταλάβει ότι το «Οικοτροφείο Επτά των Εργατών» δεν είχε και την καλύτερη φήμη. Και τώρα που περπατούσαν προς τα εκεί, ο Κόρολεφ άρχισε να υποψιάζεται το λόγο. Ο διευθυντής σταμάτησε και του έδειξε ένα μακρόστενο μονώροφο ξύλινο κτίριο, με την επικλινή στέγη του να γέρνει απειλητικά κάτω από την παχιά στρώση χιονιού. Δεν υπήρχαν υδρορροές στο κτίριο κι έτσι το λιωμένο χιόνι είχε παγώσει σε μια σειρά από σταλακτίτες κατά μήκος του πρόστεγου σαν κουρτίνα που έφτανε ίσαμε το αφράτο πρανές που είχε σχηματίσει ως τα μισά του τοίχου το συσσωρευμένο στο έδαφος χιόνι. Τα λίγα παραθυράκια που διέθετε το κτίριο ίσα που διακρίνονταν ψηλά, κάτω από τη μαρκίζα, ενώ κάμποσα τζάμια τους είχαν αντικατασταθεί με ό,τι είχε βρεθεί πρόχειρο. Ήταν από εκείνα τα μέρη όπου κλείνονται στο καβούκι τους οι επαρχιώτες εργάτες που έρχονται να δουλέψουν στην πόλη και προσπαθούν να αναπλάσουν ολόκληρο το χωριό τους σε ένα χώρο ίσαμε ένα στάβλο. Αυτή η φάρα ασφαλώς δεν θα καλοδεχόταν τους ξένους. Δεν θα τα πήγαινε καλά ούτε και με τους πολίτες που ζούσαν στα γύρω οικοτροφεία. Αυτό το κτίσμα ήταν σαν ερημική βραχονησίδα καταμεσής στην απέραντη πόλη που απλωνόταν γύρω του σαν ωκεανός. Για την ακρίβεια, το ερημικό νησί τους δεν βρισκόταν καν στη Μόσχα, ούτε καν στη Σοβιετική Ένωση βρισκόταν κάπου εντελώς αλλού. «Εγώ δεν πάω εκεί μέσα, Σύντροφε», είπε ο διευθυντής επιβραδύνοντας απότομα το βήμα του. «Και οφείλω να σε συμβουλέψω να μην πας ούτε εσύ. Εγώ σου έδειξα πού καταλύει. Στη θέση σου, όμως, θα τον περίμενα να βγει εκείνος έξω».

το ματωμενο λιβαδι 11 Ο Κόρολεφ ανασήκωσε τους ώμους του, έριξε μια φευγαλέα ματιά στη φωτογραφία του Σίσκιν και μετά την έδειξε στους υπόλοιπους για να τους φρεσκάρει τη μνήμη. Η φωτογραφία έδειχνε έναν στρογγυλοπρόσωπο άντρα, με ένα ξανθό σφουγγαρόπανο για μαλλιά, ξυρισμένα σύρριζα στους κροτάφους, με στρογγυλό δυνατό πιγούνι και ίσια χείλη. Δεν έμοιαζε με φονιά αντίθετα, η φάτσα του απέπνεε κάτι το ανοιχτόκαρδο, σχεδόν πρόσχαρο. Φαίνεται όμως πως ο Σίσκιν και ο αδελφός του ήταν γερά ποτήρια και ο Κόρολεφ ήξερε πολύ καλά πως το πιοτό μπορούσε να σκανδαλίσει ακόμα και άγιο. Ο αδελφός του Σίσκιν ήταν επιστάτης σε ένα εργοστάσιο καουτσούκ στην επαρχία Φρούνζε, όπου φαίνεται πως είχε αναζητήσει δουλειά και ο ίδιος ο Σίσκιν αλλά τον είχαν απορρίψει. Κι όταν στις φλέβες σου κυλάει βότκα της κακιάς ώρας, ακόμα και τα μικροπράγματα σου φαίνονται μεγάλα ο Κόρολεφ είχε κάποτε χειριστεί μια υπόθεση όπου δύο άντρες είχαν σφαχτεί για ένα αγγουράκι τουρσί. «Πόσοι νοματαίοι είναι εκεί μέσα;» ρώτησε ο Κόρολεφ. «Πεντακόσιες ψυχές πάνω-κάτω», είπε ο διευθυντής, και ο Κόρολεφ κατάλαβε τι σήμαινε αυτό μαζί με τους εργάτες θα ζούσαν και φίλοι και οικογένειες που δεν εργάζονταν στο συνεταιρισμό γέννες και θάνατοι, όλα εκεί μέσα. Γύρω από το οικοτροφείο φάνηκαν να περιφέρονται κάμποσα κουρελιάρικα πιτσιρίκια, τουλάχιστον τα μισά από τα οποία είναι βέβαιο πως δεν θα ήταν καταγραμμένα πουθενά. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ», είπε ο διευθυντής νεύοντας προς ένα τσούρμο σκυθρωπών αντρών που είχε εμφανιστεί στην πλησιέστερη είσοδο του κτιρίου. «Η δικαιοδοσία μου σταματάει εδώ. Ούτε οι ακτιβιστές * του Κόμματος δεν έρχονται * Επαναστάτες από την εποχή της τσαρικής Ρωσίας οι οποίοι, μετά την Επανάσταση, κατέλαβαν στελεχιακές θέσεις σε διάφορες οργανώσεις και υπηρεσίες του Κόμματος. (ΣτΜ)

12 William Ryan σ αυτό το μέρος. Αυτοί εκεί μέσα έχουν δικούς τους κανονισμούς και κανένας δεν δείχνει διατεθειμένος να ανακατευτεί». Ο Κόρολεφ κοίταξε τους εργάτες που στέκονταν στο κατώφλι μυώδεις, λερωμένοι από τη δουλειά, άγρια θηρία στην όψη, με διόλου φιλικά αισθήματα προς τη Μιλίτσια *, απ όσο μπορούσε να φανταστεί. Ζάρωσε τα μάτια και ξανακοίταξε τη φωτογραφία του Σίσκιν. «Εμείς πρέπει να μπούμε εκεί μέσα και να του μιλήσουμε». Έριξε μια γρήγορη ματιά στους δύο ένστολους το ύφος τους εξακολουθούσε να φανερώνει την ίδια απροθυμία όπως και πριν που τους είχε κοιτάξει, όμως δεν είχαν άλλη επιλογή, θα έκαναν το καθήκον τους. Ο Γιασίμοφ έδειξε να αποδέχεται μοιρολατρικά την κατάσταση και ο Κόρολεφ τον είδε να ψαύει εξωτερικά την τσέπη του σακακιού του όπου είχε το ρεβόλβερ του. Όλοι τους είχαν ξαναδεί τέτοια οικοτροφεία μέρη με δικό τους νόμο, ξέχωρο από την υπόλοιπη πόλη, με την ανοχή αντρών σαν το διευθυντή του συνεταιρισμού, η μόνη έγνοια του οποίου ήταν να εξασφαλίζει τον απαιτούμενο αριθμό εργατών ώστε το εργοστάσιο να παράγει την αναμενόμενη νόρμα. Ο Κόρολεφ άρχισε να κατευθύνεται προς την είσοδο, ελπίζοντας ότι ξοπίσω του ακολουθούσαν οι δύο ένστολοι. Όταν πλησίασαν, οι εργάτες παραμέρισαν για να τους αφήσουν να περάσουν, αλλά δίχως ίχνος καλωσορίσματος στο σκληρό βλέμμα τους, και μόλις πέρασαν, ο Κόρολεφ τους άκουσε να στρέφουν και να παρατάσσονται πίσω τους, ουσιαστικά εγκλωβίζοντάς τους. Ο Κόρολεφ άνοιξε την πόρτα του οικοτροφείου και μπήκε. * Η Μιλίτσια, που κυριολεκτικά σημαίνει Πολιτοφυλακή, ήταν η τότε Αστυνομία της Σοβιετικής Ένωσης, με ιεραρχία βαθμοφόρων όμοια με αυτή του Στρατού. (ΣτΜ)

το ματωμενο λιβαδι 13 Τα πράγματα ήταν όπως τα περίμενε σαν εσωτερικό μυρμηγκοφωλιάς, αν τα μυρμήγκια ήταν άνθρωποι που ζούσαν στη Μόσχα εν έτει 1937. Παντού υπήρχαν άνθρωποι και τα υπάρχοντά τους. Κατά μήκος του ενός τοίχου είχαν χτιστεί πρόχειρα δωματιάκια, σαν διαχωριστικά στάβλου, όπου η κάθε οικογένεια εξασφάλιζε μια υποτυπώδη ιδιωτικότητα κρεμώντας μια κουβέρτα ή ένα σεντόνι αντί για πόρτα στις γυμνές κάσες. Αλλού όμως, ακόμη και το τελευταίο εκατοστό δαπέδου ήταν καλυμμένο από κρεβάτια, στρώματα και τσουβάλια, πάνω στα οποία οι υπόλοιποι ένοικοι του οικοτροφείου κοιμούνταν, κάθονταν, έπαιζαν χαρτιά, έπιναν, κάπνιζαν και γενικά έκαναν καθετί που θα έκανε στην άνεση του σπιτιού του ο οποιοσδήποτε πολίτης μόνο που εδώ μοιραζόταν τον ζωτικό του χώρο με μισή χιλιάδα άλλους νοματαίους. Και πάνω από τα κεφάλια τους κρέμονταν απλωμένες μπουγάδες ρούχα και σεντόνια σε σκοινιά που έπλεκαν απροσδιόριστα σχήματα με φόντο το ταβάνι. Ο Κόρολεφ στάθηκε και κοίταξε για λίγο γύρω του, προτού αρχίσει να διασχίζει αργά το δωμάτιο, παρατηρώντας εξεταστικά κάθε πρόσωπο που προσπερνούσε και διαπιστώνοντας ότι κάθε πρόσωπο του ανταπέδιδε το ίδιο ακριβώς εξεταστικό βλέμμα. Ο λοχαγός συνέχισε να προχωρά άνοιγε δρόμο σπρώχνοντας διακριτικά τους ανθρώπους που στέκονταν στα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στα υποτυπώδη δωματιάκια και στα σκόρπια κρεβάτια, ψάχνοντας να εντοπίσει τον Σίσκιν. Τουλάχιστον κάνει ζέστη εδώ μέσα, σκέφτηκε, παρότι η θαλπωρή προερχόταν κυρίως από το ψυχομέτρι των ανθρώπων, όπως τα ζώα ζέσταιναν τη φάτνη οι μαντεμένιες σόμπες που ήταν παραταγμένες στο κέντρο της αίθουσας ανά επτά-οκτώ μέτρα, πιθανότατα εξέπεμπαν λιγότερη θερμότητα από τα κορμιά που ήταν στριμωγμένα γύρω τους. Να ρωτήσει πού ήταν

14 William Ryan ο Σίσκιν ήταν άσκοπο κανείς εκεί μέσα δεν θα του έλεγε. Η παρουσία τους μέσα στο οικοτροφείο ήταν ήδη σαν να είχες ρίξει βότσαλο σε γαλήνια λίμνη ένα κύμα σιωπής απλωνόταν κυκλικά γύρω του ώσπου ο δυνατότερος ήχος που ακουγόταν μέσα στην αίθουσα ήταν από τις αρβυλόπροκες των τακουνιών του σε κάθε βήμα πάνω στο σανιδένιο πάτωμα. Αναθεμάτισε από μέσα του τις μπότες του ήταν πανέμορφες και ολοκαίνουριες, μόλις τεσσάρων μηνών, αλλά εδώ μέσα ήταν τόσο παράταιρες όσο κι ένας κρυστάλλινος πολυέλαιος. Χώρια που τον κατέτασσαν σε μια κάστα όπου δεν του πολυάρεσε να τον τοποθετούν. Πάντως το γεγονός ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι έστρεφαν τα πρόσωπά τους προς το μέρος του, έστω κι αν ήταν για να τον κοιτάξουν επικριτικά, διευκόλυνε πολύ την αναζήτηση του Σίσκιν. Το οικοτροφείο μοιραζόταν σε δύο κύριες αίθουσες, που τις χώριζε ένας χώρος για μαγείρεμα και λάντζα και, όσο προχωρούσαν προς το κέντρο του κτιρίου, τόσο λιγότερο ακουγόταν ο θόρυβος από τις μπότες του. Άρχισαν να τον καλύπτουν άλλοι ήχοι βήχας, θρόισμα ρούχων, ροχαλητό κοιμισμένων εργατών, νερό που έσταζε κάπου, το κακάρισμα μιας κότας που περιφερόταν τσιμπολογώντας το πάτωμα ανάμεσα στα κρεβάτια. Ο Σίσκιν ήταν ακόμη άφαντος, όμως αυτό ίσως ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά τους. Οι άντρες άρχισαν να σπρώχνουν τα γυναικόπαιδα προς τα υποτυπώδη δωματιάκια και οι πιο νέοι απ αυτούς σηκώνονταν όρθιοι και κοιτούσαν καλά-καλά τους Πολιτοφύλακες με μάτια θολωμένα ακόμη από τον ύπνο. Ο Κόρολεφ άκουγε ξοπίσω του βήματα ανθρώπων που τους ακολουθούσαν καθώς περιφέρονταν μέσα στο κτίριο, όμως δεν γύρισε να κοιτάξει. Αν γυρνούσε, θα έπρεπε να τους αντιπαρατεθεί κι αυτό θα τους έβαζε όλους σε μπελάδες. Ίσιωσε τους ώμους του και συνέχισε να προχωράει, ώσπου

το ματωμενο λιβαδι 15 ξαφνικά αισθάνθηκε στο πρόσωπό του την κάψα από το μαγειρείο, όπου κάμποσες γυναίκες κάθονταν ανακούρκουδα με αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα πάνω από μια σειρά γκαζιέρες που βούιζαν σαν υψικάμινοι. Η δεύτερη αίθουσα του οικοτροφείου ήταν πανομοιότυπη με την πρώτη και, για άλλη μια φορά, η άφιξή τους είχε έκδηλα αποτελέσματα. Ένας αναμαλλιασμένος νεαρός έπαιζε ακορντεόν, όμως οι νότες γλίστρησαν κι η μουσική σταμάτησε αμέσως μόλις ο νεαρός είδε τα χαρακτηριστικά καφετιά τρίκωχα μπουντιένι πάνω στα κεφάλια των δύο ένστολων. Αμέσως μετά, στράφηκαν κι άλλα γκρίζα παγερά πρόσωπα και τους κοίταξαν επίμονα, με μια έκφραση απορίας τι να γύρευαν άραγε εκεί οι τέσσερις εισβολείς. Στην πέρα γωνία της αίθουσας, ένας ασπρομάλλης μ ένα λεπτό μούσι κάτω από μια γερακίσια μύτη, διάβαζε κάτι σε έναν περίγυρο αντρών και γυναικών με σκυφτά κεφάλια. Όχι πως του έπεφτε λόγος, όμως ο Κόρολεφ θα στοιχημάτιζε το μηνιάτικό του πως ο τύπος ήταν πρώην παπάς κι αυτό που διάβαζε ήταν από την Αγία Γραφή. Ο ασπρομάλλης σήκωσε το κεφάλι του, κάρφωσε το βλέμμα του στους εισβολείς και, δίχως να μετακινήσει τη ματιά του, είπε σιγανά κάποια λόγια στο κοινό του, που αμέσως έσπευσε να διασκορπιστεί. Ο Κόρολεφ τον είδε να βάζει το βιβλίο που κρατούσε σε μια τσάντα και μετά να κάθεται σ ένα κρεβάτι και να τους κοιτάζει να πλησιάζουν. Δεν υπήρχε φόβος στα μάτια του, όμως ο Κόρολεφ απέστρεψε τα δικά του, σε μια απόπειρα να του ξεκαθαρίσει ότι δεν έψαχναν αυτόν. Και ακριβώς εκεί που έστρεψε το βλέμμα του, εντόπισε τον Σίσκιν να κοιμάται. Είχε την ίδια φούντα ξανθά μαλλιά όπως στη φωτογραφία, όμως το πρόσωπό του δεν ήταν πια τόσο πρόσχαρο. Η Μόσχα είχε δείξει το σκληρό της πρόσωπο σε αυτόν το νέο κάποιος του είχε ρίξει μια-δυο μπουνιές

16 William Ryan στη μύτη και την είχε στραβώσει, ενώ σχεδόν ολόκληρο το ένα του φρύδι είχε δώσει τη θέση του σε μια μισο-επουλωμένη ουλή. Ο Κόρολεφ έσκυψε να σκουντήσει τον Σίσκιν για να τον ξυπνήσει, αδιαφορώντας για το τσούρμο που είχε μαζευτεί τώρα πίσω του, μπλοκάροντας το δρόμο τους προς τη μόνη ορατή έξοδο. Αυτά τα προβλήματα θα τα χειριζόταν στην ώρα τους. «Ξύπνα, Πολίτη». Ο νεαρός βρομοκοπούσε οινόπνευμα και είχε μια-δυο μέρες αξύριστος. Καθώς στριφογύρισε μέσα στον ύπνο του, ο Κόρολεφ αναπόφευκτα παρατήρησε τις σκούρες πιτσιλιές πάνω στα βρόμικα ρούχα του και τη μαύρη κρούστα ξεραμένο αίμα στον καρπό του όταν σήκωσε το χέρι και το έφερε στο πρόσωπό του. Ο Κόρολεφ τον σκούντησε ξανά, και ξαφνικά ο Σίσκιν άνοιξε διάπλατα τα μάτια του αλαφιασμένος, λες και ξυπνούσε από εφιάλτη. «Σίσκιν, Ιβάν Νικολάγιεβιτς Σίσκιν αυτός δεν είσαι;» Όταν ο Σίσκιν κατόρθωσε να εστιάσει το βλέμμα του, έγνεψε αργά το κεφάλι σαν να μην ήταν βέβαιος για την απάντησή του. «Εγώ είμαι ο Κόρολεφ. Λοχαγός Κόρολεφ της Διεύθυνσης Ποινικών Ερευνών. Από την οδό Πετρόφκα». Ο Κόρολεφ άκουσε τα λόγια του να αναμεταδίδονται σε όλο το κτίριο. Θα την ήξεραν την οδό Πετρόφκα ήταν κατά κάποιον τρόπο ξακουστή. Η Σοβιετική Σκότλαντ Γιαρντ ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν. «Τι θέλεις;» είπε ο Σίσκιν μασώντας ακόμα τα λόγια του από το πιοτό. «Πού ήσουν χθες το βράδυ, Πολίτη;» Κάτι σαν να άστραψε στα μάτια του νεαρού, όχι απαραίτητα ένδειξη μνήμης, αλλά σίγουρα ανησυχίας.

το ματωμενο λιβαδι 17 «Εδώ. Εδώ ήμουν». «Τι είναι αυτό στο χέρι σου, Πολίτη; Είναι αίμα;» «Δεν ξέρω. Ήπια λίγο. Ίσως να έμπλεξα σε κάνα καβγά. Και τι μ αυτό;» «Μήπως ήσουν στου αδελφού σου; Εκεί τα έπινες; Στου Τόλια;» «Όχι, εδώ ήμουν». Όμως ούτε τον εαυτό του δεν μπορούσε να πείσει ο Σίσκιν. «Ο γείτονας του αδελφού σου σε είδε να μπαίνεις μέσα στις οκτώ η ώρα. Μετά, λίγο αργότερα, σας άκουσε τους δυο σας να μαλώνετε. Ύστερα άκουσε φασαρία. Κι έπειτα σιωπή. Εσύ δεν ήσουν;» Ο Σίσκιν δεν είπε τίποτα. Τα μάτια του σαν να είχαν εστιάσει στο προηγούμενο βράδυ, καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί, χωρίς να θέλει να θυμηθεί. «Είναι νεκρός, Πολίτη», είπε ο Κόρολεφ και το πρόσωπο του Σίσκιν πάνιασε. Ίσως να θυμήθηκε κάτι, ίσως να είδε μπρος στα μάτια του το πρόσωπο του αδελφού του πριν τον χτυπήσει πρώτη φορά. «Αυτό το αίμα στο χέρι σου από τι είναι;» τον ξαναρώτησε ο Κόρολεφ. «Αίμα;» είπε ο Σίσκιν. «Ποιο αίμα;» Ο Κόρολεφ περίμενε να σκύψει ο νεαρός και να δει το ξεραμένο αίμα γύρω από τον καρπό του και πάνω στο σακάκι του. Περίμενε ώσπου είδε τον Σίσκιν να ξεροκαταπίνει στη θέα του αίματος. «Πώς γύρισες εδώ; Με τα πόδια;» «Δεν ξέρω». «Ώστε ήσουν εκεί;» «Όχι», είπε ο Σίσκιν αποτραβώντας το βλέμμα του από τον Κόρολεφ.

18 William Ryan «Θα πρέπει να έρθεις μαζί μας, Πολίτη. Έχεις να δώσεις κάποιες απαντήσεις». «Είναι όλα ψέματα. Ο γείτονας λέει ψέματα. Εδώ ήμουν εγώ. Ο γείτονας τον σκότωσε, πάω στοίχημα. Ήθελε να πάρει το δωμάτιό του ήταν καλό δωμάτιο. Ποιος σκοτώνει άνθρωπο για να του πάρει το δωμάτιο; Ούτε ο ίδιος ο διάβολος». Ο Κόρολεφ γύρισε από την άλλη και είδε το σοκ στα πιο κοντινά πρόσωπα του συγκεντρωμένου πίσω του πλήθους. «Μπορεί κανείς σας να επιβεβαιώσει ότι αυτός ο άντρας ήταν εδώ χθες βράδυ από τις οκτώ ως τις έντεκα; Κάποιος;» Κοιτάζοντας ολόγυρα, ο Κόρολεφ σκέφτηκε πως ίσως τελικά και να την έβγαζαν καθαρή. Ίσως. «Μα γιατί να σκοτώσω τον ίδιο μου τον αδελφό;» αναφώνησε ο Σίσκιν μέσα στη σιωπή που είχε απλωθεί. «Αδέρφια, τους ξέρετε εσείς αυτούς τους τύπους κατασκευάζουν ψέματα για να σε ενοχοποιήσουν. Μην τους αφήσετε να με τιμωρήσουν για ένα έγκλημα που διέπραξε κάποιος άλλος». Οι εργάτες παρέμειναν σιωπηλοί, αναλογιζόμενοι αυτό που μόλις είχε πει ο Σίσκιν. Ο Κόρολεφ άρχισε να συνειδητοποιεί πως ίσως τα πράγματα έπαιρναν αντίθετη τροπή απ αυτή που επιθυμούσε. «Υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα πάνω στο σφυρί, Πολίτη. Αν δεν είναι δικά σου, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Σου δίνω το λόγο μου». Ένας ηλικιωμένος άντρας, με φωτεινά γαλανά μάτια, ροδαλό πρόσωπο και γενειάδα, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και πλησίασε μαζί με μια ηλικιωμένη γυναίκα. Εκείνη είχε ωοειδές πρόσωπο, δέρμα σκαμμένο από τα χρόνια στα χωράφια και ίσια γκρίζα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω και καλυμμένα με ένα μαντίλι. Αυτοί θα ήταν μάλλον οι αρχηγοί του οικοτροφείου.

το ματωμενο λιβαδι 19 «Βάνια, ορκίσου μας πως δεν είχες καμία ανάμειξη σ αυτό», είπε η γυναίκα με φωνή μπάσα σαν αντρική. Συμπαθητική φωνή, αλλά σκληρή σαν πέτρα. «Καμία. Το ορκίζομαι. Εγώ ήμουν εδώ. Δεν με θυμάται κανείς γιατί κοιμόμουν». «Και γιατί δεν εκπλήσσεσαι, Πολίτη; Σου λέμε ότι ο αδελφός σου δολοφονήθηκε και το μόνο που κάνεις είναι να αρνείσαι πως τον σκότωσες εσύ. Γιατί δεν θλίβεσαι για το χαμό του αδελφού σου;» Τα λόγια του Κόρολεφ αιωρήθηκαν βαριά στην ατμόσφαιρα και από την άκρη του ματιού του πρόσεξε κάποιους ολόγυρα να γνέφουν συμφωνώντας με αυτό που έλεγε. Όμως το θεώρησε σημαντικό να κρατήσει τα μάτια του καρφωμένα στον Σίσκιν χωρίς να είναι σίγουρος για ποιο λόγο. Ίσως γιατί αισθανόταν πως το παγερό του βλέμμα είχε αρχίσει να επηρεάζει τον νεαρό. «Μου βάζεις λόγια στο στόμα έτσι κάνετε όλοι εσείς οι σατανάδες. Ήταν αδελφός μου, αίμα μου, και δεν θα του έκανα ποτέ κακό». «Και το αίμα, Πολίτη;» συνέχισε να τον πιέζει ο Κόρολεφ, αναζητώντας τις απαντήσεις που περίμενε και το συγκεντρωμένο κοινό να ακούσει. «Ποιο αίμα; Από κάποιον καβγά θα είναι. Αλλά έτσι κάνετε εσείς. Ξυπνάτε τον κόσμο και του λέτε πράγματα και τον μπερδεύετε. Εγώ είμαι σίγουρος πως ο αδελφός μου ζει». «Είναι νεκρός», του είπε ξερά ο Κόρολεφ. «Κάποιος τον χτύπησε με σφυρί. Τρεις φορές. Το πρώτο χτύπημα θρυμμάτισε το αριστερό του ζυγωματικό», είπε αγγίζοντας με τον αντίχειρά του το πρόσωπο του Σίσκιν, στο σημείο όπου το σφυρί είχε χτυπήσει τον αδελφό του. «Το επόμενο χτύπημα εξοστρακίστηκε στο δεξί του ζυγωματικό και του έσπασε τη δεξιά ωμοπλάτη».

20 William Ryan Μιμούμενος και πάλι το χτύπημα, ο Κόρολεφ χτύπησε ελαφρά τον νεαρό στον ώμο. Μετά, ακούμπησε το μεσαίο του δάχτυλο στην κορυφή του κεφαλιού του Σίσκιν. «Το τελευταίο χτύπημα ίσως να είναι λάθος η σειρά, αλλά αυτό δεν έχει και πολλή σημασία τον βρήκε ακριβώς εδώ. Άνοιξε μια τρύπα πέντε εκατοστά διάμετρο και το κρανίο του κόπηκε στη μέση απ άκρη σ άκρη. Ήμουν πλάι στον ιατροδικαστή όταν τον εξέταζε. Ο αδελφός σου πιο νεκρός δεν γίνεται». Ο Σίσκιν τιναζόταν κάθε φορά που τον άγγιζε ο Κόρολεφ και, όταν ξαναμίλησε, η φωνή του ήταν σχεδόν ψιθυριστή. «Σας λέω, δεν του έκανα τίποτα του Τόλια. Το ορκίζομαι, τον αγαπούσα». «Μπας κι είχες νευριάσει μαζί του;» «Είναι όλα ψέματα έχω βδομάδες να τον δω. Είναι ζωντανός. Το ξέρω πως είναι ζωντανός». Ο γενειοφόρος άντρας έστρεψε το βλέμμα του στον Κόρολεφ. «Δηλαδή, είναι νεκρός ο Τόλια;» «Όσο νεκρός θα ήταν οποιοσδήποτε έχει φάει σφυριά που του έχει ανοίξει το κρανίο». «Μπορεί να το έκανε οποιοσδήποτε τυχαίος περαστικός αλήτης. Γιατί λέτε ότι μπορεί να το έκανε ο Βάνια μας;» «Γιατί τον είδαν να μπαίνει στο δωμάτιο του Τόλια λίγο πριν γίνει το φονικό και τον είδαν να βγαίνει λίγο μετά. Αν τα αποτυπώματα στο σφυρί αποδειχτεί πως ανήκουν σε άλλον, τότε θα πρέπει να το επανεξετάσουμε. Αλλά για την ώρα, όλα δείχνουν πως ο Βάνια είναι ο άνθρωπός μας. Θα πρέπει να έρθει μαζί μου». Ένα κύμα αντίδρασης ξεσηκώθηκε ανάμεσα στο πλήθος μόλις το είπε αυτό άλλοι έσφιξαν τα μπράτσα τους, άλλοι έκαναν ένα βήμα εμπρός, άλλοι τον κοίταξαν αγριεμένοι. Σίγουρα

το ματωμενο λιβαδι 21 κάποιοι εκεί μέσα δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πάρει τον Σίσκιν μαζί του. Ο Κόρολεφ αναζήτησε μια απόκριση στα πρόσωπα των δύο ηλικιωμένων, διερωτώμενος τι να σκέφτονταν. Ήταν αλήθεια, βέβαια, πως είχαν εδραιώσει κάποιου είδους αυτονομία μέσα σ αυτό το οικοτροφείο που ήταν συνάμα και άσυλο αστέγων, αλλά ακόμα κι έτσι, θα πρέπει να το καταλάβαιναν πως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παραδώσουν κάποια στιγμή τον Βάνια τους. «Σας δίνω το λόγο μου, αν δεν ταυτοποιηθούν τα αποτυπώματα με του Βάνια, θα γυρίσει πίσω. Όμως εδώ μιλάμε για φόνο, Σύντροφοι. Πρέπει να έρθει μαζί μου». Ο άντρας με τη γενειάδα κούνησε αργά το κεφάλι του. «Δεν το πιστεύω πως έκανε κάτι τέτοιο ο Βάνια». Ο πρώην παπάς με τη γαμψή μύτη βγήκε μπροστά. Μίλησε σιγανά, όμως ήταν φανερό πως είχε κάποιου είδους εξουσία στο οικοτροφείο και ο γενειοφόρος γέρος φάνηκε ανακουφισμένος από την παρέμβασή του. «Βάνια, πες μας τι θυμάσαι από χθες το βράδυ. Πού ήσουν;» «Ήμουν εδώ. Όλη νύχτα». «Βάνια, δεν ήσουν εδώ. Επέστρεψες μετά την τρίτη βάρδια. Είχες πάει στον Τόλια;» Ο νεαρός έδειχνε τώρα συντετριμμένος. «Ναι. Είχα πάει», είπε ο Σίσκιν ανάμεσα σε αναφιλητά. «Και ήπιες». «Ήπια ο Θεός να με συγχωρέσει ήπια. Όμως δεν θυμάμαι τι έγινε. Δεν μπορεί να τον σκότωσα. Δεν είναι δυνατόν». Ο Σίσκιν σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια του και ήταν δύσκολο να ακουστεί αυτό που είπε μετά. Όμως ο Κόρολεφ είχε ήδη ακούσει αρκετά. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Σίσκιν και του μίλησε μαλακά. «Σήκω, Σίσκιν. Έλα μαζί μας στο αυτοκίνητο».

22 William Ryan Ο Σίσκιν υπάκουσε. Ο Κόρολεφ μετακίνησε το χέρι του στον αγκώνα του νεαρού για να τον κατευθύνει. Ένας-δυο από τους εργάτες έκαναν να τους κόψουν το δρόμο, όμως ο πρώην παπάς κούνησε το κεφάλι του αποτρεπτικά κι αυτοί έκαναν πίσω. Μόλις βγήκαν έξω, το τσουχτερό κρύο μαστίγωσε το πρόσωπο του Σίσκιν που, σαν να δείλιασε ξαφνικά, πήγε να κάνει μεταβολή για να ξαναμπεί μέσα. Όμως ο πρώην παπάς τον έπιασε από το άλλο μπράτσο και περπάτησε μαζί τους. Άντρες και γυναίκες ξεχύθηκαν από το οικοτροφείο ξοπίσω τους και τους ακολούθησαν σιωπηλοί, αδιαφορώντας για τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν ολόγυρά τους. Οι μόνοι ήχοι ήταν το ουρλιαχτό μιας μακρινής σειρήνας εργοστασίου και το κριτσάνισμα του πάγου κάτω από τα πόδια τους καθώς πλησίαζαν το αυτοκίνητο που τους περίμενε. Ο Σίσκιν είχε το κεφάλι του χαμηλωμένο και ο Κόρολεφ αισθανόταν τα αναφιλητά που ανατάραζαν το κορμί του νεαρού. «Τι θα απογίνω, άγιε πατέρα;» ψιθύρισε ξέπνοα ο Βάνια στον πρώην παπά, ο οποίος στράφηκε στον Κόρολεφ για να βολιδοσκοπήσει την αντίδρασή του. Ο Κόρολεφ φρόντισε να παραμείνει ανέκφραστος. «Παραδώσου στο θέλημα του Θεού, Βάνια. Προσευχήσου στον Κύριο και στην Παρθένο Μαρία και στους αγίους. Ζήτησέ τους συγχώρεση και θα προσευχηθώ κι εγώ για σένα. Θα προσευχηθούμε όλοι μας». Η φωνή του ήταν πολύ σιγανή και ο Κόρολεφ ευχόταν από μέσα του να μην τον είχαν ακούσει οι ένστολοι. Όταν έφτασαν στο αυτοκίνητο, οι ένστολοι έβαλαν τον Σίσκιν στο πίσω κάθισμα και οι δυο τους κάθισαν αριστερά και δεξιά του ο νεαρός φάνταζε μικροκαμωμένος ανάμεσά τους.

το ματωμενο λιβαδι 23 Ο Κόρολεφ στράφηκε στον παπά, διατηρώντας ακόμη την ουδέτερη έκφρασή του. «Σ ευχαριστώ, Σύντροφε. Η βοήθειά σου ήταν πολύτιμη. Θα επαινέσουμε τις πράξεις σου στο διευθυντή». Ο πρώην παπάς έσφιξε το χέρι που του είχε απλώσει ο Κόρολεφ και ίσως αναρωτήθηκε πώς θα τον επαινούσε ο λοχαγός στο διευθυντή αφού δεν τον είχε ρωτήσει το όνομά του. Όμως ο Κόρολεφ δεν ήθελε καν να μάθει το όνομα του παπά το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι του και να αφήσει πίσω του αυτή τη μέρα.