EUROPOL JOINT SUPERVISORY BODY ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ Γνωμοδότηση 08/56 της ΚΕΑ σχετικά με την αναθεωρημένη συμφωνία που πρόκειται να υπογραφεί μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ, Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1. Η ΚΕΑ κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σχετικά με την αναθεωρημένη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust. Η ΚΕΑ έλαβε το σχέδιο αναθεωρημένης συμφωνίας (έκδοση της 29ης Οκτωβρίου) και επεξηγηματικό σημείωμα στις 31 Οκτωβρίου 2008. 2. Το σχέδιο αναθεωρημένης συμφωνίας υποβάλλεται στην ΚΕΑ από το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της πράξης του Συμβουλίου για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπόλ σε τρίτα κράτη και οργανισμούς 1. 3. Η ΚΕΑ επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26 της απόφασης του Συμβουλίου για την ίδρυση της Eurojust, το Συμβούλιο πρέπει επίσης να εγκρίνει τη συμφωνία κατόπιν διαβούλευσης με το κοινό εποπτικό όργανο της Eurojust. Εν όψει τούτου, η παρούσα γνωμοδότηση διαβιβάζεται στο κοινό εποπτικό όργανο της Eurojust. 1 ΕΕ C 88 της 30.3.1999, σ. 1
4. Η αναθεώρηση της ισχύουσας συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust βασίζεται σε δήλωση του Συμβουλίου, η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ΔΕΥ στις 5-6 Ιουνίου 2008, με την οποία παρακινούσε την Ευρωπόλ και τη Eurojust «να προετοιμάσουν τροποποιήσεις στη συμφωνία συνεργασίας τους, πριν από το τέλος του 2008, που να περιλαμβάνουν ιδίως την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών η οποία είναι απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων της Ευρωπόλ και της Eurojust και σύμφωνα με τα αντίστοιχα νομικά πλαίσιά τους». 5. Εν όψει του αιτήματος του Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου προς την ΚΕΑ να γνωμοδοτήσει σχετικά με το νέο σχέδιο συμφωνίας πριν από τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου στις αρχές Δεκεμβρίου του 2008, η ΚΕΑ υποθέτει ότι στόχος του διοικητικού συμβουλίου είναι να εγκριθεί το συντομότερο δυνατόν η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναθεωρημένη συμφωνία λαμβάνει σαφώς υπόψη τη νέα νομική βάση της Ευρωπόλ: την απόφαση του Συμβουλίου για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας 2. Καθώς είναι βέβαιο πως η νέα αυτή νομική βάση δεν θα τεθεί σε ισχύ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2010, κάθε νέα συμφωνία που θα συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή πρέπει να βασίζεται στην ισχύουσα νομική βάση: τη σύμβαση Ευρωπόλ. Η ΚΕΑ αντιλαμβάνεται ότι δεν εξυπηρετεί η εκ νέου αναθεώρηση της συμφωνίας όταν τεθεί σε ισχύ η νέα νομική βάση. Ωστόσο, εάν στόχος της παρούσας αναθεώρησης είναι η θέσπιση λεπτομερέστερων ρυθμίσεων για τη διαβίβαση δεδομένων μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust, λαμβανομένων επίσης υπόψη των όσων θα επιτραπούν βάσει της νέας νομικής βάσης της Ευρωπόλ, κάθε εισήγηση σχετική με τη δυνατότητα διαβίβασης πρέπει να αποτρέπεται όταν αυτή δεν είναι δυνατή βάσει της ισχύουσας νομικής βάσης και θα επιτρέπεται μόνον όταν τεθεί σε ισχύ η νέα νομική βάση. Β. Αξιολόγηση του σχεδίου αναθεωρημένης συμφωνίας 6. Οι σημαντικότερες αλλαγές στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust αφορούν τα νέα άρθρα 7-11 και σχετίζονται με την πραγματική ανταλλαγή πληροφοριών και την ανάμειξη κάθε οργανισμού στις δραστηριότητες του άλλου. 2 Το επεξηγηματικό σημείωμα για την τροποποίηση του άρθρου 4 παράγραφος 3 παραπέμπει ρητώς στη νέα αυτή νομική βάση. 2
7. Κάθε συμφωνία που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της Ευρωπόλ και τρίτου κράτους ή αρχής για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιορίζεται από τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται στη σύμβαση Ευρωπόλ για τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων. Το άρθρο 18 παράγραφος 1 σημείο 1 της εν λόγω σύμβασης ορίζει ότι η Ευρωπόλ λαμβάνοντας υπόψη άλλες προϋποθέσεις που αφορούν την ανταλλαγή δεδομένων μπορεί να διαβιβάσει δεδομένα προς τρίτα κράτη και αρχές τρίτων κρατών, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο σε επιμέρους περιπτώσεις για την πρόληψη και καταπολέμηση αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Ευρωπόλ κατά το άρθρο 2 της σύμβασης Ευρωπόλ. Το άρθρο αυτό συνδέει σαφώς κάθε διαβίβαση δεδομένων από την Ευρωπόλ με επιμέρους περιπτώσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ. Η νέα νομική βάση της Ευρωπόλ δεν περιορίζει πλέον τη διαβίβαση δεδομένων σε θεσμικά όργανα της Ένωσης ή της Κοινότητας για τις αξιόποινες πράξεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ, αλλά επιτρέπει επίσης της διαβίβαση όταν αυτή είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων του αποδέκτη. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, κατά τα φαινόμενα τόσο η Ευρωπόλ όσο και η Eurojust προτίθενται να συνάψουν τη συμφωνία πολύ πριν τεθεί σε ισχύ η νέα νομική βάση. Καθώς, κατά τα φαινόμενα, δεν μπορούν να περιμένουν την έναρξη ισχύος της νέας νομικής βάσης, το κείμενο της συμφωνίας πρέπει να περιέχει σαφείς παραπομπές στη νομική βάση της Ευρωπόλ, καθιστώντας έτσι σαφές ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται για κάθε στοιχείο της συμφωνίας που αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 8. Το άρθρο 7 παράγραφος 2 περιέχει μια γενική υποχρέωση παροχής πληροφοριών στη Eurojust μετά τον διασταυρούμενο έλεγχο των δεδομένων που προέρχονται από τη Eurojust με δεδομένα που περιέχονται στα συστήματα επεξεργασίας πληροφοριών της Ευρωπόλ. Το πρώτο εδάφιο έχει πολύ γενική διατύπωση και αφορά όλα τα μέρη των συστημάτων επεξεργασίας πληροφοριών της Ευρωπόλ. Η χρήση μιας έκφρασης από το σχέδιο της απόφασης Ευρωπόλ (συστήματα επεξεργασίας πληροφοριών) δυσχεραίνει τη διάκριση στην πράξη των μορφών επεξεργασίας δεδομένων στις οποίες αναφέρεται η συγκεκριμένη παράγραφος του άρθρου 7. Εάν προορίζεται να καλύψει όλα τα συστήματα πληροφοριών που διατηρεί επί του παρόντος η Ευρωπόλ (άρθρο 6 της Σύμβασης Ευρωπόλ) ή που μπορεί να διατηρεί η Ευρωπόλ στο μέλλον (άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης του Συμβουλίου), θα πρέπει να αποφευχθεί κάθε παρανόηση προσθέτοντας τη φράση «εφόσον επιτρέπεται από το νομικό πλαίσιο της Ευρωπόλ και την παρούσα συμφωνία». 3
Με τον τρόπο αυτό καθίσταται σαφές ότι οι πληροφορίες οι οποίες υποβάλλονται σε επεξεργασία βάσει του άρθρου 6Α της σύμβασης Ευρωπόλ, και στο μέλλον βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 4 της απόφασης του Συμβουλίου, αποκλείονται από την ανταλλαγή με τη Eurojust. Οι περιορισμοί της χρήσης, όπως καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα, δεν επιτρέπουν μια τέτοια ανταλλαγή. Επιπλέον, διασφαλίζεται ότι τυχόν περιορισμοί που εγκρίνονται από το Συμβούλιο και σχετίζονται με τη συγκρότηση νέων συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων στην Ευρωπόλ (άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3 της απόφασης του Συμβουλίου) δεν οδηγούν σε καμία παρανόηση κατά την ερμηνεία της συμφωνίας. Η ΚΕΑ σημείωσε ότι το άρθρο 13 παράγραφος 1 της αναθεωρημένης συμφωνίας, το οποίο ρυθμίζει τους γενικούς όρους και τις προϋποθέσεις για την επεξεργασία πληροφοριών, αναφέρει ότι κάθε διαβίβαση πρέπει να είναι σύμφωνη προς την ιδρυτική πράξη του διαβιβάζοντος μέρους. Ωστόσο, η ισχύουσα συμφωνία παραπέμπει επίσης στο νομικό πλαίσιο του διαβιβάζοντος μέρους, στα άρθρα που αφορούν ειδικά την επεξεργασία δεδομένων μαζί με ένα γενικό άρθρο το οποίο ρυθμίζει τους γενικούς όρους επεξεργασίας. Η ΚΕΑ γνωρίζει εκ πείρας ότι, για την αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης κατά την εφαρμογή των διάφορων άρθρων που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών, η επανάληψη της παραπομπής στη νομική βάση είναι αναγκαία, ιδίως όταν η νομική βάση περιέχει ειδικά μέτρα διασφάλισης. 9. Το άρθρο 7 παράγραφος 2 θεσπίζει επίσης την υποχρέωση της Ευρωπόλ να παρέχει στη Eurojust πληροφορίες όταν η διασταύρωση δεδομένων που παρέχονται από τη Eurojust παρέχει ευρήματα σε κάποιο από τα συστήματα της Ευρωπόλ. Με τη διατύπωση αυτή, θεσπίζεται ένα άνευ όρων δικαίωμα το οποίο δεν συνάδει προς τους συγκεκριμένους κανόνες για την προστασία των δεδομένων για επιχειρησιακούς λόγους. Ειδικότερα, ορισμένοι κωδικοί χειρισμού (βλέπε, για παράδειγμα, άρθρο 17 παράγραφος 2 της σύμβασης Ευρωπόλ) που έχουν θεσπισθεί για μια τέτοια προστασία δεν πρέπει να επιτρέπουν μια τέτοια άνευ όρων διαβίβαση στη Eurojust. Στις περιπτώσεις αυτές, το εισάγον κράτος μέλος είναι υπεύθυνο να συμφωνήσει ή μη στη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι τόσο η σύμβαση Ευρωπόλ όσο και η απόφαση του Συμβουλίου περιέχουν συγκεκριμένους κανόνες για την ενημέρωση άλλων μερών σχετικά με τις πληροφορίες που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε ένα αρχείο δεδομένων προς ανάλυση. Το γεγονός αυτό υποστηρίζει την αναγκαιότητα ειδικής παραπομπής, στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο νομικό πλαίσιο της Ευρωπόλ, όπως ήδη προτάθηκε στο σημείο 8 ανωτέρω. 4
10. Στο άρθρο 7 παράγραφος 2 χρησιμοποιείται ο όρος «πορίσματα της ανάλυσης» σε αντικατάσταση του όρου «αποτελέσματα της ανάλυσης». Σύμφωνα με το επεξηγηματικό σημείωμα, αυτό γίνεται για να αποσαφηνισθεί ότι δεν εννοούνται μόνον τελικά αποτελέσματα ανάλυσης, αλλά και προκαταρκτικά πορίσματα. Η ΚΕΑ διερωτάται κατά πόσον αυτό είναι απλώς ένα σημασιολογικό πρόβλημα ή αφορά ένα συγκεκριμένο ζήτημα που σχετίζεται με τη συνεργασία μεταξύ των οργανισμών. Η ανάλυση δεδομένων είναι πάντοτε μια διεργασία η οποία οδηγεί σε ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Το εν λόγω αποτέλεσμα μπορεί να είναι ανάλογα με τη φάση της διαδικασίας ανάλυσης ή με τα διαθέσιμα δεδομένα προκαταρκτικό αποτέλεσμα ή τελικό αποτέλεσμα η αντικατάσταση των χαρακτηρισμών αυτών με μια άλλη λέξη όπως «πορίσματα», δεν δημιουργεί περισσότερη σαφήνεια. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, τόσο η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων που διέπουν τους διακανονισμούς που αφορούν την συμμετοχή εμπειρογνωμόνων τρίτων μερών στις δραστηριότητες της ομάδας ανάλυσης, όσο και το νέο σχέδιο απόφασης του διοικητικού συμβουλίου για το ίδιο θέμα (αρχείο αριθ. 3300-351r5 με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 2008) χρησιμοποιούν τη διατύπωση «αποτελέσματα της ανάλυσης». Επομένως, η χρησιμοποίηση ενός άλλου όρου θα προκαλούσε σύγχυση. Εισηγούμαστε τη διατήρηση της χρήσης του όρου «αποτελέσματα της ανάλυσης» και, εφόσον είναι αναγκαίο, την κατάρτιση πρόσθετου σημειώματος επεξήγησης του όρου. Η ΚΕΑ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα γνωμοδότησης επί του εν λόγω σημειώματος. 11. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 7 αναφέρονται σε διασταύρωση δεδομένων και σε κοινοποιήσεις ευρημάτων. Οι γενικοί αυτοί όροι χρησιμοποιούνται για να περιγραφεί μια διαδικασία στην οποία τα δεδομένα που αφορούν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο διασταυρώνονται με δεδομένα που περιέχονται στα συστήματα πληροφοριών της Ευρωπόλ, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον δεδομένα που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο υποβάλλονται επίσης σε επεξεργασία από την Ευρωπόλ. Η πρακτική αυτή είναι ήδη τυποποιημένη στην Ευρωπόλ. Η υποχρέωση της Ευρωπόλ να παρέχει στην Eurojust τα αποτελέσματα των εν λόγω διασταυρώσεων εγείρει το ερώτημα του πότε η διασταύρωση δεδομένων οδηγεί σε εύρημα, καθιστώντας υποχρεωτική τη διαβίβαση δεδομένων. Στην πράξη, η διασταύρωση δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε δυνητικά ευρήματα ανάλογα με τον αριθμό των κατηγοριών δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τη διασταύρωση. Εάν μια διασταύρωση οδηγεί σε μεγάλο αριθμό δυνητικών ευρημάτων, η υποχρέωση του άρθρου 7 παράγραφοι 2 και 3 δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη διαβίβαση στη Eurojust όλων των δεδομένων σχετικά με τα ενδεχόμενα ευρήματα. Η ΚΕΑ συνιστά θερμά στην Ευρωπόλ και στην Eurojust να θεσπίσουν διαδικαστικούς κανόνες για τη διασταύρωση δεδομένων, περιορίζοντας έτσι τη διαβίβαση δεδομένων μόνο σε εκείνα που απαιτούνται πραγματικά. 5
Η ΚΕΑ σημείωσε επίσης ότι το τελευταίο εδάφιο των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 της ισχύουσας συμφωνίας, στο οποίο αναφέρεται ότι αποκλείεται η απευθείας πρόσβαση οποιουδήποτε οργανισμού στα αρχεία του άλλου οργανισμού, δεν επαναλαμβάνεται στο σχέδιο αναθεώρησης. Πρέπει, ωστόσο, να καταστεί σαφές ότι δεν επιτρέπεται στη Eurojust απευθείας πρόσβαση σε αρχεία δεδομένων προς ανάλυση ούτε βάσει της ισχύουσας ούτε βάσει της νέας νομικής βάσης. 12. Το άρθρο 7 παράγραφος 3 δείχνει σαφώς ότι η αναθεώρηση της συμφωνίας λαμβάνει ήδη υπόψη τη νέα νομική βάση της Ευρωπόλ. Η εν λόγω παράγραφος θεσπίζει μια νέα μορφή συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust: όταν αυτό απαιτείται για την άσκηση των εξουσιών της που απορρέουν από την απόφαση Eurojust, η Ευρωπόλ πρέπει να παρέχει στη Eurojust δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Παρότι αναγνωρίζει ότι η στενή συνεργασία είναι απαραίτητη, η ΚΕΑ επαναλαμβάνει ότι αυτή πρέπει να λαμβάνει πάντοτε χώρα εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Είναι προφανές ότι το κείμενο του άρθρου 7 παράγραφος 3 δεν είναι σύμφωνο προς την ισχύουσα νομική βάση της Ευρωπόλ. Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 18 παράγραφος 1 σημείο 1) της σύμβασης Ευρωπόλ επιτρέπει στην Ευρωπόλ να διαβιβάσει δεδομένα προς τρίτα κράτη και αρχές τρίτων κρατών εφόσον τούτο είναι αναγκαίο σε επιμέρους περιπτώσεις για την πρόληψη και καταπολέμηση αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Ευρωπόλ κατά το άρθρο 2 της σύμβασης Ευρωπόλ. Για την αποφυγή κάθε παρανόησης η οποία θα μπορούσε να ανακύψει σχετικά με το κατά πόσον ή το πότε η Ευρωπόλ δικαιούται να διαβιβάζει τα εν λόγω δεδομένα στη Eurojust, εφόσον η συμφωνία συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της νέας νομικής βάσης, η ΚΕΑ εισηγείται θερμά την έναρξη του άρθρου 7 παράγραφος 3 με τη φράση «εφόσον αυτό απαιτείται βάσει του νομικού πλαισίου της Ευρωπόλ και της παρούσας συμφωνίας». Η αναφορά αυτή δεν είναι αναγκαία απλώς για να καταστεί σαφές ότι η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον όταν τεθεί σε ισχύ η νομική βάση που επιτρέπει στην Ευρωπόλ να διαβιβάζει τα εν λόγω δεδομένα στη Eurojust. Ισχύουν και στην περίπτωση αυτή τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο σημείο 9 σχετικά με τις επιχειρησιακές πτυχές και τον ρόλο των κρατών μελών που συμμετέχουν στα αρχεία δεδομένων προς ανάλυση. 13. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 τελευταίο εδάφιο, η Ευρωπόλ δύναται, για επιχειρησιακούς σκοπούς, να διαβιβάζει έγγραφα πηγής στη Eurojust, με την άδεια του παρόχου των εγγράφων. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω έγγραφα μπορεί να παρέχονται από διάφορα μέρη και συχνά διαβιβάζονται από τρίτο κράτος ή φορέα. Στην περίπτωση αυτή, η Ευρωπόλ πρέπει να προβαίνει σε αξιολόγηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 4 της σύμβασης Ευρωπόλ. Εν όψει των προαναφερθέντων, κατά την ικανοποίηση τέτοιων αιτημάτων της Eurojust συνιστάται η προσθήκη παραπομπής στις υποχρεώσεις στο νομικό πλαίσιο της Ευρωπόλ. 6
14. Το άρθρο 8 παράγραφος 3 αναφέρεται στις κατάλληλες περιπτώσεις διαβίβασης πληροφοριών από τη Eurojust στην Ευρωπόλ. Η ΚΕΑ διερωτάται τι σημαίνει ο όρος «κατάλληλες», καθώς δεν παρέχεται καμία αντικειμενική ένδειξη. Προτείνεται η διαγραφή των λέξεων «κατάλληλες περιπτώσεις» και η αντικατάστασή τους με τη φράση «περιπτώσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ». 15. Το άρθρο 9 παράγραφος 2 παρέχει τη δυνατότητα στη Eurojust να αναλάβει την πρωτοβουλία δημιουργίας αρχείου δεδομένων εργασίας προς ανάλυση ή εάν συμμετέχει σε ένα αρχείο δεδομένων εργασίας προς ανάλυση να ξεκινήσει τη συγκρότηση μιας ομάδας-στόχου. Λαμβάνοντας υπόψη τη στενή σχέση μεταξύ των καθηκόντων των δύο οργανισμών, η δυνατότητα αυτή φαίνεται λογική. Ωστόσο, πρέπει να καταστεί σαφές ότι όταν αναλαμβάνεται μια τέτοια πρωτοβουλία οι συγκεκριμένες ευθύνες και τα δικαιώματα σε σχέση με τα αρχεία δεδομένων εργασίας προς ανάλυση και τις ομάδες-στόχους δεν θα αλλάξουν και θα παραμένουν στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στα εν λόγω αρχεία ή τις ομάδες-στόχους. Πρέπει επίσης να καθίσταται σαφές ότι διασφαλίζεται κάθε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 της σύμβασης Ευρωπόλ ή το άρθρο 16 παράγραφος 4. 16. Το άρθρο 11 περιγράφει τη δυνατότητα της Ευρωπόλ να καλεί τη Eurojust να συμμετέχει στις δραστηριότητες μιας συγκεκριμένης ομάδας ανάλυσης. Μια τέτοια συμμετοχή πρέπει να ρυθμίζεται από συμφωνία συμμετοχής. Η ΚΕΑ τονίζει ότι η πρόσκληση της Ευρωπόλ πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της σύμβασης Ευρωπόλ και της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη συμμετοχή τρίτων. Επομένως, η ΚΕΑ εισηγείται την αναφορά στις προϋποθέσεις αυτές στο άρθρο 11. 17. Το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) ορίζει ότι οι εμπειρογνώμονες της Eurojust που συμμετέχουν σε ένα αρχείο δεδομένων εργασίας προς ανάλυση της Ευρωπόλ ενημερώνονται από την Ευρωπόλ, με δική της πρωτοβουλία, για την εξέλιξη του οικείου αρχείου δεδομένων εργασίας προς ανάλυση. Ωστόσο, αυτό δεν είναι σύμφωνο προς το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) των ισχυόντων κανόνων του διοικητικού συμβουλίου που διέπουν τους διακανονισμούς που αφορούν την συμμετοχή εμπειρογνωμόνων τρίτων μερών στις δραστηριότητες της ομάδας ανάλυσης, ούτε προς το νέο σχέδιο κανόνων του διοικητικού συμβουλίου για το ίδιο θέμα, στο οποίο η Ευρωπόλ ενημερώνει τους εμπειρογνώμονες τρίτων μόνον κατόπιν αιτήματος των εν λόγω τρίτων. Η ΚΕΑ εισηγείται την εναρμόνιση του κειμένου με τους κανόνες του διοικητικού συμβουλίου. 18. Το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο γ) αναφέρεται επίσης σε «πορίσματα ανάλυσης». Η ΚΕΑ επαναλαμβάνει τα σχόλια που διατύπωσε στο σημείο 10. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η παρούσα αναθεωρημένη συμφωνία δεν είναι δυνατόν να υπερισχύει τυχόν νέων κανόνων που πρέπει να αναπτύξει προς εφαρμογή το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 8 της απόφασης του Συμβουλίου. 7
19. Το άρθρο 13 περιέχει τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις. Το άρθρο 13 παράγραφος 2 αναφέρεται στην περαιτέρω επεξεργασία πληροφοριών, περιορίζοντάς την στον σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν οι πληροφορίες. Η ΚΕΑ εισηγείται την εισαγωγή αναφοράς των περιορισμών στη χρήση που επιβάλλονται από το διαβιβάζον μέρος. 20. Το άρθρο 15 αναφέρει το δικαίωμα πρόσβασης. Δεδομένου ότι το σχέδιο λαμβάνει ήδη υπόψη τη νέα νομική βάση της Ευρωπόλ, η ΚΕΑ εισηγείται την εισαγωγή, μετά τη λέξη «συμφωνία» στο πρώτο εδάφιο, των ακόλουθων λέξεων: «για τη διόρθωση και τη διαγραφή των εν λόγω δεδομένων». Αυτό συνάδει προς την ισχύουσα σύμβαση Ευρωπόλ και εφαρμόζει αυστηρότερα το άρθρο 31 της απόφασης του Συμβουλίου. Γ. Συμπέρασμα Η αναθεώρηση της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust λαμβάνει υπόψη την προβλεπόμενη αλλαγή στους κανόνες συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπόλ και της Eurojust όταν τεθεί σε ισχύ η απόφαση του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπόλ, η οποία προβλέπεται για την 1η Ιανουαρίου 2010. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την επίτευξη συμφωνίας από τώρα σε μια τέτοια συμφωνία, εκτός εάν οι διατάξεις της συμφωνίας καθιστούν επαρκώς σαφές ποιοι κανόνες εφαρμόζονται. Στην αξιολόγηση της αναθεωρημένης συμφωνίας, η ΚΕΑ εισηγήθηκε αλλαγές οι οποίες θεωρούνται αναγκαίες προκειμένου η συμφωνία να είναι κατανοητή και να αποφευχθούν προβλήματα ερμηνείας. Η ΚΕΑ εισηγείται επίσης την εναρμόνιση του σχεδίου συμφωνίας με την ισχύουσα και τη μελλοντική απόφαση εφαρμογής του διοικητικού συμβουλίου. Εφόσον οι εισηγήσεις αυτές χρησιμοποιηθούν για την τροποποίηση της αναθεωρημένης συμφωνίας, η ΚΕΑ θεωρεί ότι δεν θα υπάρχουν κωλύματα και το διοικητικό συμβούλιο θα μπορέσει να επιτρέψει στον διευθυντή της Ευρωπόλ να συνάψει τη συμφωνία. Εάν οι εισηγήσεις αυτές καθιστούν αναγκαία την έναρξη νέων συζητήσεων με τη Eurojust, η ΚΕΑ είναι διατεθειμένη να παράσχει τη βοήθειά της. Βρυξέλλες 27 Νοεμβρίου 2008 David Smith Πρόεδρος Υπογράφεται από τον Γραμματέα Προστασίας Δεδομένων 8