Τµήµα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Σηµειώσεις του Μαθήµατος 520051 Εθνογραφίες Άλλων Κοινωνιών (Γ. Μακρής) 1
Οι Merina της Μαδαγασκάρης και άλλοι λαοί υπό το πρίσµα της θεωρητικής προσέγγισης του Maurice Bloch: Μια ανθρωπολογική ερµηνεία των θρησκευτικών τελετουργιών Εθνογραφίες Άλλων Κοινωνιών (Γ. Μακρής) Ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα στην εθνογραφία είναι ο προσδιορισµός της µονάδας µελέτης που θα αποτελέσει τον πυρήνα του έργου του ανθρωπολόγου, της λεγόµενης µονογραφίας και που αργότερα θα χρησιµεύσει ως µονάδα σύγκρισης για την εξαγωγή γενικότερων συµπερασµάτων ή για τη διεξαγωγή πλατύτερων συζητήσεων. Θα ξεκινήσω µε κάποια παραδείγµατα από τη βιβλιογραφία και θα προχωρήσω στην επισήµανση ενός αριθµού γενικότερων προβληµάτων. Κατόπιν θα αναφερθώ στη δική µου εθνογραφική δουλειά περιγράφοντας πως και γιατί εµφανίστηκαν αυτές οι δυσκολίες προσδιορισµού του αντικειµένου που µελετούσα. Μετά, µε αυτά κατά νου, θα προχωρήσω στο κύριο µέρος της συζήτησης µας που αφορά την όσο το δυνατόν πληρέστερη ανάλυση της κοινωνίας των Merina της Μαδαγασκάρης. Το ότι ο ανθρωπολόγος που την έχει κάνει, ο Μ. Bloch, δεν φαίνεται να έχει αντιµετωπίσει προβλήµατα όπως αυτά που θα αναφέρουµε αµέσως πιο κάτω, αυτό οφείλεται µάλλον στην ιστορική διάσταση και θεωρητικό πλαίσιο που έχει προσδώσει στη δουλειά του παρά σε οτιδήποτε άλλο. I. Μια από τις πρώτες µονογραφίες στην ανθρωπολογία ήταν αυτή του Malinowski Αργοναύτες του υτικού Ειρηνικού Ωκεανού (1922 [1983]). Εκεί ο Malinowski περιγράφει και αναλύει διεξοδικά τον κύκλο του Kula, ένα διευρυµένο σύνολο τελετουργικών ανταλλαγών µεταξύ πληθυσµιακών οµάδων. Αυτές οι οµάδες αποτελούν κατά τα φαινόµενα ξεχωριστές φυλές ή εθνότητες που κατοικούν στην ίδια γεωγραφική περιοχή και συνδέονται µεταξύ τους τόσο πολιτισµικά όσο και πολιτικά. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του ο Malinowski ονοµάζει αυτές τις φυλές κατοίκους της περιφέρειας Kula, της περιοχής δηλαδή όπου ο θεσµός αυτός απαντάται. Στις αµέσως επόµενες σελίδες, ο συγγραφέας προχωρά σε µία γενική και επιφανειακή όπως λέγει ο ίδιος περιγραφή των φυλών αυτών που θα του επιτρέψει να προχωρήσει στη λεπτοµερέστερη περιγραφή ορισµένων από αυτές, έτσι ώστε να καταλήξει στους κατοίκους 2
των νησιών Trobriand µέσα από τα µάτια των οποίων θα αναλύσει το Kula στις υπόλοιπες 500 σελίδες του βιβλίου του. Σηµειώνει όµως ο Malinowski (σελ. 32-33) ότι αν και θα αναλύσει το Kula από τη µεριά των Trobriands θα µελετήσει ipso facto το φαινόµενο και από τη µεριά των άλλων φυλών της περιφέρειας που περνούν µέρος σε αυτό. Άλλωστε, συνεχίζει ο συγγραφέας, τα έθιµα και οι φυλετικοί κανόνες που διέπουν την ανταλλαγή είναι βασικά ίδια σε όλη την περιφέρεια Kula. Πολλά έχουν λεχθεί για τον Malinowski και για τη λειτουργική του προσέγγιση δεν χρειάζεται να αναφερθούµε σε αυτά εδώ. Αυτό που µας ενδιαφέρει είναι τα εξής: Ο Malinowski θεωρεί ότι όλες οι οµάδες της περιοχής βλέπουν το Kula µε τον ίδιο τρόπο. Άρα, ότι θα µας πει αυτός για το Kula ανταποκρίνεται απόλυτα στην «αλήθεια» είναι εξ ορισµού αντικειµενικό. Η αλήθεια αυτή της ανάλυσης κατασκευάζεται έξω από την ιστορία και εµφανίζεται ως διαχρονική. Αυτό είναι αποτέλεσµα της έµφασης που ο Malinowski και η λειτουργική και, αργότερα, η δοµολειτουργική σχολή δίνουν στη συγχρονικότητα. Ο τρόπος µε τον οποίο ο Malinowski δοµεί τη δουλειά του είναι αυτός του παραδείγµατος/πειράµατος. Με άλλα λόγια, έχοντας αναπτύξει µια θεωρία αναγκών για τον άνθρωπο και έχοντας επεξεργαστεί τη θεωρία αυτή περισσότερο για τον λεγόµενο «πρωτόγονο» άνθρωπο (savage), ο Malinowski χρησιµοποιεί τους Trobriands ως πειραµατόζωα που θα αποδείξουν ή θα αναιρέσουν τη θεωρία του. Οι πληθυσµιακές λοιπόν οµάδες, εθνότητες, φυλές ή κοινωνίες στις οποίες αναφέρεται ο συγγραφέας δεν αποτελούν µέρος του προβλήµατος αλλά αντίθετα εµφανίζονται ως µέρος της λύσης του: θεωρούνται δεδοµένες ουσιαστικά --ακόµη και ο διαχωρισµός σε εθνοφυλές (tribe-nations) ή πολιτειοφυλές (tribe-states) που ο Malinowski έκανε στο έργο του Μια Επιστηµονική Θεωρία του Πολιτισµού (1944) δεν λύνει το πρόβληµα. Με άλλα λόγια, οι όροι που µόλις τώρα χρησιµοποίησα -πληθυσµιακές οµάδες, εθνότητες, φυλές ή κοινωνίες- δεν ορίζονται επιστηµονικά, αλλά χρησιµοποιούνται συµβατικά ως ετικέτες που µε ευκολία θα δώσουν στον αναγνώστη να καταλάβει για ποιους µιλάµε. Ο λόγος για τον οποίο διάλεξα τον Malinowski και το κλασικό του έργο δεν είναι διότι εκεί εντοπίζω το πρόβληµα παρά σε άλλες περιπτώσεις, ούτε διότι στο έργο του Malinowski το πρόβληµα αυτό είναι πιο εµφανές από αλλού. Απλώς θέλησα να δώσω το στίγµα του προβλήµατος τη στιγµή που για πολλούς θεωρείται ότι γεννήθηκε η σύγχρονη ανθρωπολογία. 3
Ένα δεύτερο παράδειγµα από τα πολλά που θα µπορούσε κάποιος να χρησιµοποιήσει είναι το επίσης κλασικό βιβλίο του Evans-Pritchard The Nuer (1940[1969]). Στην εισαγωγή του βιβλίου οι Nuer ονοµάζονται λαός, ένας όρος που για τον Evans-Pritchard περιλαµβάνει όλα τα πρόσωπα που µιλούν της ίδια γλώσσα και έχουν κατά τα άλλα την ίδια κουλτούρα και θεωρούν τους εαυτούς τους διαφορετικούς από άλλα αντίστοιχα σύνολα. Όταν ένας τέτοιος λαός παρουσιάζει µια πολιτική οργάνωση συγκεντρωτική, όταν δηλαδή εµφανίζεται µια πολιτική ιεραρχία, τότε θα µπορούµε να µιλούµε για ένα έθνος (nation). Στο εσωτερικό ενός λαού σαν τους Nuer ή του Dinka έχουµε την ύπαρξη ενός αριθµού φυλών χωρίς κεντρική οργάνωση και χωρίς κεντρική διοίκηση. Με άλλα λόγια, ένας λαός µπορεί να αποτελείται από µια χαλαρή οµοσπονδία τέτοιων φυλών. Όλοι ξέρουµε λίγο ως πολύ τι λέγει ο Evans-Pritchard στο βιβλίο του. Και όλοι θα έχουµε ακούσει και τα πιο βασικά σηµεία κριτικής: ότι (1) η ανάλυση στερείται πλήρως διαχρονικότητας - ότι (2) αποτελεί ένα ιδεατό µοντέλο που κατασκεύασε ο Evans-Pritchard και που δεν αποτελεί µέρος της πραγµατικότητας - και ότι (3) δεν παρουσιάζει τις σχέσεις που είχαν οι Nuer µε την περιρρέουσα πραγµατικότητα, δηλαδή τις άλλες Νειλωτικές φυλές της ευρύτερης περιοχής, τους κυρίαρχους Άραβες του Βορείου Σουδάν που κυνηγούσαν τους Nuer τα τελευταία 100 χρόνια για δούλους, και τους Βρετανούς αποικιοκράτες που για µεγάλα διαστήµατα είχαν βοµβαρδίσει τους Nuer προσπαθώντας να τους φέρουν στη γραµµή της κυβέρνησης όσον αφορούσε τους φόρους και τη βία στο εσωτερικό της κοινωνίας τους και σε σχέση µε άλλες γειτονικές κοινωνίες. Τα δύο αυτά παραδείγµατα που πολύ σύντοµα ανέφερα φέρνουν στην επιφάνεια ένα σηµαντικό πρόβληµα στην ανθρωπολογία. Είτε µιλάµε για σύνολα που κατά βάσει εµείς οι ερευνητές «κατασκευάζουµε» είτε µιλάµε για σύνολα που µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπάρχουν ως τέτοια στα µάτια των µελών τους αλλά εµείς τα περιχαρακώνουµε από το γύρω κόσµο και αρνούµαστε να τα δούµε στη δυναµική τους πορεία στον χρόνο. Φυσικά, στις περισσότερες περιπτώσεις είµαστε υπόλογοι και για τις δύο κατηγορίες. Το 1954 (1977) ο Edmund Leach παρουσίασε µιαν άλλη εκδοχή του τι ακριβώς σηµαίνει κοινωνία, ποια είναι η µονάδα ανάλυσης µιας εθνογραφικής δουλειάς και πως η ανάλυση µπορεί να περιλαµβάνει την έννοια της δυναµικής και του χρόνου. Θεωρώντας ότι η δηµογραφική, οικολογική, οικονοµική και εξωτερική πολιτική κατάσταση αποτελούν ένα συνεχώς µεταβαλλόµενο περιβάλλον που επιδρά στη δοµή µιας κοινωνίας, ο Leach ακολουθεί δύο τρόπους ορισµού της κοινωνίας. Ο πρώτος ορισµός έρχεται από τον Radcliffe-Brown που αποδέχεται ως κοινωνία κάθε λογική και εύκολα οριζόµενη τοποθεσία -- εννοώντας τους ανθρώπους που κατοικούν σε µία περιοχή ή τοποθεσία που µπορεί να περιχαρακωθεί εύκολα 4
από τον ερευνητή σε σχέση µε άλλα αντίστοιχα σύνολα. Ο δεύτερος ορισµός έρχεται από τον Nadel που αντιλαµβάνεται ως κοινωνία κάθε κλειστή, αυτοτελή πολιτική µονάδα. Ο Leach ευκολύνεται από την υιοθέτηση και των δύο αυτών ορισµών διότι έχει σκοπό να περιγράψει µια κατάσταση που αλλάζει στον χρόνο µέσα σε ορισµένα πλαίσια. Πρόκειται για τους Kachin της Βόρειας Βιρµανίας των οποίων η κοινωνία µεταλλάσσεται µέσα από τη διαδοχική επικράτηση πολιτικών συστηµάτων που δεν θα µπορούσαν να ειδωθούν ως ανεξάρτητα µεταξύ τους φαινόµενα. Αντίθετα, αποτελούν σηµεία ενός µεγαλύτερου γενικού συστήµατος που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Οι Kachin λοιπόν πρέπει να µελετηθούν σε όρους αυτού του συστήµατος και σε σχέση µε άλλες οµάδες ή κοινωνίες της περιοχής όπως οι Shan. Το πρόβληµα λοιπόν που ο Leach θέτει είναι ότι θα ήταν το λιγότερο παράδοξο να θεωρήσουµε τους Kachin ως ένα κοινωνικό σύστηµα µε µία και µόνον κουλτούρα που ζει σε µια συγκεκριµένη περιοχή την οποία ο ανθρωπολόγος µπορεί εύκολα να χρησιµοποιήσει ως βάση της επιτόπιας έρευνας του. Αντίθετα, η µελέτη των Kachin θα πρέπει να γίνει στα πλαίσια ενός ευρύτερου συστήµατος που περιλαµβάνει και άλλα υποσυστήµατα που αλληλοεξαρτώνται και που αλλάζουν στον χρόνο. Οποιαδήποτε κατάσταση ισορροπίας εµφανίζεται πρέπει να θεωρείται παροδική και επισφαλής και να µη λαµβάνεται ως δεδοµένη. Επίσης κανείς δεν πρέπει να ξεχνά σε καµία στιγµή την αλληλεξάρτηση µεταξύ των υποσυστηµάτων και να είναι έτοιµος να αλλάζει πεδίο αναφοράς για να ερµηνεύσει καταστάσεις που αλλιώς θα φαίνονταν πέραν κάθε ερµηνείας. Με αυτό τον τρόπο πολλά χρόνια µετά ο Leach ορίζει την κοινωνία ως µια πολιτική µονάδα κάποιου είδους που έχει εδαφική βάση αλλά ασαφή σύνορα. Τα τελευταία προσδιορίζονται εξαιτίας κάποιων λειτουργικών ευκολιών παρά επί τη βάσει κάποιου λογικού επιχειρήµατος. Αυτό δεν τα καθιστά λιγότερο αντικειµενικά από ότι είναι. Τα µέλη µιας κοινωνίας µπορούν να ειδωθούν σε µία δεδοµένη στιγµή ως άτοµα που βρίσκονται κοντά το ένα µε το άλλο σε γεωγραφικούς όρους και πού έχουν κάποια κοινά συµφέροντα. II. Τα προβλήµατα που αντιµετώπισα κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας µου στο Σουδάν την περίοδο 1988-90 είναι συνδεδεµένα µε κάποια από τα θέµατα που θίξαµε πιο πάνω. Τα τέσσερα σηµεία στα οποία θα αναφερθώ στις επόµενες σελίδες θα αφορούν το προσδιορισµό της µονάδας µελέτης µου, του κοινωνικού δηλαδή συνόλου στο οποίο εστιάζεται η ανάλυση µου, (α) στον χώρο (β) στον ιστορικό χρόνο (γ) στην κατάσταση στην οποία το υποκείµενο αντιλαµβάνεται τον εαυτό του και (δ) στην κατάσταση στην οποία ο ανθρωπολόγος αντιλαµβάνεται το υποκείµενο του. Αλλά ας πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή. 5
Όταν πρωτοπήγα στο Σουδάν τον Οκτώβριο του 1988 για να µελετήσω την tumbura, µια σχετικά άγνωστη λατρεία πνευµατοληψίας στην οποία λάµβαναν µέρος φτωχοί «µαύροι» που ανήκαν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις είχα να αντιµετωπίσω τρία προβλήµατα, το ένα µετά το άλλο. Πρώτον, δεν µπορούσα να εντοπίσω τις λατρευτικές οµάδες. Απ ότι καταλάβαινα, παραδοσιακά η tumbura λειτουργούσε µε έναν υπόγειο, περίπου παράνοµο τρόπο στα βάθη των πυκνοκατοικηµένων και χαοτικών παραγκουπόλεων που περιέβαλαν την ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, του Khartoum. εύτερον, όταν µετά από δύο αγωνιώδεις µήνες κατάφερα επιτέλους να έλθω σε επαφή µε τους ανθρώπους της tumbura µέσω γνωριµιών στο Ινστιτούτο Αφρικανικών και Ασιατικών Μελετών του Πανεπιστήµιου του Khartoum, ανακάλυψα ότι τα µέλη των λατρευτικών οµάδων δεν είχαν καµία διάθεση να µου δώσουν πληροφορίες για την ταυτότητα τους και ειδικότερα για τη λατρεία της tumbura. Οι συνεχείς επισκέψεις µου στα σπίτια τους που ήταν µισοκατεστραµµένα από τις καταρρακτώδεις βροχές των προηγουµένων µηνών (Αύγουστος και Σεπτέµβριος), και οι ατέρµονες γενικές και ανούσιες συζητήσεις πίνοντας γλυκό τσάι δεν µε βοηθούσαν στο να καταλάβω τι ακριβώς τους έφερνε µαζί στα πλαίσια της tumbura. Το µόνο που ήταν σίγουρο ήταν ότι ήταν απελπιστικά φτωχοί και σε εµφάνιση φαίνονταν ότι προέρχονταν από το Αφρικανικό Νότιον και υτικό Σουδάν και όχι από τον αραβικό Βορρά. Τρίτον, τρείς µήνες µετά από την «υιοθεσία» µου στη θέση του εγγονού από την Halima Bashir Idris Juma, µια από τις σηµαντικότερες αρχηγούς της tumbura, και από την είσοδο µου µέσω αυτής στον κόσµο της tumbura, απογοητευτικά τελείως από το γεγονός ότι οι εξηγήσεις και οι διηγήσεις των µελών της λατρείας δεν είχαν καµία σχέση µε την καθηµερινή τους πραγµατικότητα πέρα και έξω από τα πλαίσια της tumbura. Για να κατανοήσουµε τους λόγους ύπαρξης αυτής της αντίφασης πρέπει να ανοίξουµε λίγο το πεδίο της έρευνας µας και να µιλήσουµε κατ αρχήν για την ιστορία του Σουδάν αρχίζοντας από τον 19ο αιώνα. Μόνον έτσι θα κατανοήσουµε την φύση των προβληµάτων που αναφέραµε πιο πάνω. Μετά από αυτήν τη γενική ιστορική ανάλυση, θα επανέλθουµε στον λόγο των ανθρώπων της tumbura και θα τον παρουσιάσουµε µε περισσότερες λεπτοµέρειες. Τέλος θα καταλήξουµε µε ορισµένες σκέψεις που απασχολούν τον ανθρωπολόγο αναφορικά µε τον τρόπο προσέγγισης τους όλου ζητήµατος. 6