1 10 Απριλίου 2011 www.geostrategy.gr Η Τουρκία, το Ιράν και η «Σιϊτική Ηµισέληνος» Του Χρήστου Μηνάγια Την τελευταία περίοδο η «Σιϊτική Ηµισέληνος» αύξησε την επιρροή του Ιράν στις χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως στο Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο, την Παλαιστίνη κ.λπ. Ο όρος «Σιϊτική Ηµισέληνος» χρησιµοποιήθηκε για πρώτη φορά, το εκέµβριο του 2004, από το βασιλιά της Ιορδανίας Αµπντουλάχ, ο οποίος τόνισε ότι αυτή αρχίζει από το Ιράν και περιλαµβάνει το Ιράκ, τη Συρία και το Λίβανο. Αντίθετα, οι Ιρανοί αρνούνται της ύπαρξη µιας ιρανοκεντρικής «Σιϊτικής Ηµισελήνου», τονίζοντας ότι η χρησιµοποίηση του όρου αυτού αποσκοπεί στη δηµιουργία διαχωριστικών γραµµών και αντιπαλότητας µεταξύ των µουσουλµάνων. Εντούτοις, αξιολογώντας την πολιτική που εφαρµόζει το Ιράν, διαπιστώνεται ότι η Τεχεράνη χρησιµοποιεί το σιϊτικό παράγοντα ως ένα σηµαντικό εργαλείο της εξωτερικής της πολιτικής, προκειµένου να εξυπηρετήσει τα συµφέροντά της στη Μέση Ανατολή, αφενός αναπτύσσοντας σχέσεις µε τις σιϊτικές οµάδες, αφετέρου υποστηρίζοντας τις προσπάθειές τους για περαιτέρω διεύρυνση της σιϊτικής τους ταυτότητας. Σιϊτικές Οµάδες της Μέσης Ανατολής Σύµφωνα µε έρευνες οι σιίτες αποτελούν το 10-13% του µουσουλµανικού πληθυσµού και οι περισσότεροι εξ αυτών κατοικούν στο Ιράν, στην Ινδία, στο Πακιστάν και στο Ιράκ. Οι σιίτες του Ιράκ αποτελούν το 60-65% του πληθυσµού της χώρας τους και διακρίνονται σε σιίτες άραβες, σε σιίτες τούρκους (τουρκµένους) και σε σιίτες κούρδους. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στη Βαγδάτη και στο νότιο Ιράκ, ενώ εκπροσωπούνται πολιτικά από τρεις οµάδες: Την οµάδα του πρωθυπουργού Nuri al-maliki, o οποίος ενόψει της αποχώρησης των αµερικανικών στρατευµάτων από το Ιράκ βελτιώνει τις σχέσεις του µε το Ιράν και την Τουρκία. Παράλληλα, ο Maliki
2 προειδοποίησε ότι η επέµβαση ξένων δυνάµεων στην κρίση στο Μπαχρέιν ενέχει τον κίνδυνο πόλωσης ανάµεσα στους σιίτες και τους σουνίτες, µε αποτέλεσµα να ξεσπάσει διαδογµατικός πόλεµος στην περιοχή. Την οµάδα του Ammar el-hekim, η οποία µετά το 1980 κατέφυγε στο Ιράν λόγω της καταπίεσης του Σαντάµ Χουσεΐν. Στην οµάδα αυτή ανήκουν οι ταξιαρχίες Bedir που υποστηρίζονται σε θέµατα στρατιωτικής εκπαίδευσης και εξοπλισµών από το Ιράν. Την οµάδα του Mukteba el-sadr, ο οποίος έχει κοινά συµφέροντα και συνεργάζεται µε το Ιράν, λόγω της αντιπαλότητάς τους µε τις Ηνωµένες Πολιτείες. Οι σιίτες της Συρίας (σ.σ. πρόκειται για άραβες αλεβίτες που είναι ένας κύριος κλάδος του σιιτισµού), παρόλο που αποτελούν το 10-12% της χώρας, κατέχουν σηµαντικές θέσεις στην ιεραρχία των δυνάµεων ασφαλείας, των υπηρεσιών πληροφοριών και των ειδικών δυνάµεων του στρατού. Επισηµαίνεται, ότι η Συρία διατηρεί για 30 χρόνια πολύ καλές σχέσεις µε το Ιράν, όχι λόγω θρησκευτικής συγγένειας, αλλά λόγω των κοινών τους συµφερόντων που πηγάζουν από τα προβλήµατα που έχουν οι δύο χώρες τόσο µε το Ισραήλ όσο και µε το Ιράκ, ειδικά στο θέµα του ΡΚΚ. Εν τω µεταξύ, λαµβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις στη Συρία θα ήταν λάθος να θεωρήσει κάποιος ότι τα αίτιά τους είναι αποκλειστικά θρησκευτικά. Άλλωστε τα συνθήµατα των εξεγερµένων όπως, «όχι στο Ιράν», «όχι στη Χεζµπολάχ», «θέλουµε µουσουλµάνους που πιστεύουν στον Αλλάχ», είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, δεδοµένου ότι απευθύνονται στην ηγεσία των αράβων αλεβιτών. Σε ότι αφορά τη στάση που θα τηρήσει η Άγκυρα στο ενδεχόµενο µιας εµφύλιας σύρραξης στη Συρία δηµιουργείται το εξής ερώτηµα: Η Τουρκία θα στηρίξει το καθεστώς του Ασάντ που αποτελείται από σιίτες ή το συριακό λαό που η πλειοψηφία του είναι σουνίτες όπως οι Τούρκοι; Στο Λίβανο υπάρχουν 18 θρησκευτικές οµάδες χωρίς όµως να υπάρχουν πρόσφατα επίσηµα στοιχεία για των αριθµό των µελών τους. Ωστόσο, σύµφωνα µε εκτιµήσεις ξένων αναλυτών, ο αριθµός των σιϊτών αποτελεί το 25-35% της χώρας, οι οποίοι κατοικούν στη Βυρηττό, στο βορειοανατολικό Λίβανο στην κοιλάδα Βekaa και στο νότιο Λίβανο. Το Ιράν προσδίδει ιδιαίτερη σηµασία στο Λίβανο λόγω του ότι συνορεύει µε το Ισραήλ. Άλλωστε, για το λόγο αυτό παρέχει στρατιωτική και οικονοµική υποστήριξη στη Χεζµπολάχ, η οποία ιδρύθηκε το 1982 στον Λίβανο, προερχόµενη από διάφορες οργανώσεις σιϊτών µουσουλµάνων µε χοµεϊνιστικές ιδεολογίες. Η κατανοµή των σιϊτών στις χώρες του Κόλπου είναι η ακόλουθη: Μπαχρέιν 70%, Υεµένη 35%, Κατάρ 20%, Κουβέιτ 30%, Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα 16% και Σαουδική Αραβία 5%. Κρίνεται σκόπιµο να τονισθεί ότι οι σιίτες της Σαουδικής Αραβίας, παρά το µικρό ποσοστό τους, παρουσιάζουν
3 ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι κατοικούν στις περιοχές όπου ευρίσκονται οι σηµαντικότερες πηγές πετρελαίου. Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια οι σιίτες των χωρών του Κόλπου αποτελούν ένα από τα κύρια θέµατα της επικαιρότητας, αφενός λόγω του «δόγµατος Μπους» αναφορικά µε τον εκδηµοκρατισµό της Μέσης Ανατολής, αφετέρου λόγω των σχέσεών τους µε το Ιράν, το οποίο επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή. Όλα αυτά προκαλούν ανησυχία στα αραβικά καθεστώτα λόγω: Της απειλής που θα δηµιουργήσει µια ενδεχόµενη απαγόρευση των Στενών της Χουρµούζης από το Ιράν, δεδοµένου ότι η εξαγωγή του 20% της παγκόσµιας παραγωγής πετρελαίου διέρχεται από την εν λόγω περιοχή. Της συνέχισης του πυρηνικού προγράµµατος του Ιράν. Των εσωτερικών αναταραχών που προκλήθηκαν από τους σιίτες στις περισσότερες χώρες του Κόλπου, οι οποίοι διεκδικούν δυναµικά τα δικαιώµατά τους και δηµιουργούν σοβαρές ανησυχίες στους ξένους επενδυτές. Σχέσεις Τουρκίας-Ιράν Μετά την άνοδο του κόµµατος ΑΚΡ στην εξουσία της Τουρκίας, οι τουρκοιρανικές σχέσεις ετέθησαν σε µια νέα βάση. Συγκεκριµένα, µετά την πολιτική που εφάρµοσε ο Ερντογάν κατά τον πόλεµο στο Ιράκ, διασαφηνίσθηκαν «έτι περαιτέρω» τα κοινά συµφέροντα µεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης, αυξήθηκε ο διάλογος µεταξύ τους, ενώ οι οικονοµικές σχέσεις, καθώς επίσης η συνεργασία τους στους τοµείς της ενέργειας και της ασφάλειας έναντι του ΡΚΚ παρουσίασαν σηµαντική βελτίωση. Οι Τούρκοι, στηριζόµενοι στην αρχή του Νταβούτογλου: «µία χώρα για να γίνει παγκόσµια δύναµη, πρώτα πρέπει να γίνει περιφερειακή δύναµη», έθεσαν σε εφαρµογή µια στρατηγική, της οποίας οι κύριοι πυλώνες στηρίζονται στη συνεργασία µε όλες τις χώρες της περιοχής (ειδικά µε το Ιράν και τη Συρία) προκειµένου καµία από αυτές να µην αποµονωθεί και να µην περιθωριοποιηθεί από το παγκόσµιο σύστηµα. Η νέα τουρκική αντίληψη θεωρεί ότι: Οι συχνές συγκρούσεις σε χώρες όπως το Ιράκ, ο Λίβανος κ.λπ. αναβαθµίζουν τη θέση της Τεχεράνης διότι οι σιϊτικές οµάδες των χωρών αυτών προσφεύγουν στη βοήθεια του Ιράν, στο οποίο προσδίδεται και ο ρόλος του προστάτη των σιϊτών. Έτσι, η πόλωση που δηµιουργείται καθιστά το Ιράν µια συνεχώς αναβαθµιζόµενη περιφερειακή δύναµη µε σηµαντική στρατιωτική ισχύ.
4 Μια «πυρηνική κρίση» θα αποµονώσει το Ιράν από την περιοχή µε αποτέλεσµα να πληγούν οι τουρκο-ιρανικές οικονοµικές σχέσεις, να αυξηθεί η επιθετικότητα του Ιράν, να κινητοποιηθούν οι σιϊτικές οµάδες της Μέσης Ανατολής που το υποστηρίζουν και να δηµιουργηθεί αστάθεια στην περιοχή. Πρέπει να εφαρµοσθεί µια πολυδιάστατη διπλωµατική στρατηγική και να αναπτυχθούν σχέσεις συνεργασίας όχι µόνο µε όλες τις χώρες, αλλά και µε όλες τις θρησκευτικές και πολιτικές συνιστώσες που υπάρχουν σ αυτές. Ως παράδειγµα αναφέρονται οι εξελίξεις στο Ιράκ, στο Λίβανο, στην Παλαιστίνη και πρόσφατα στην Αίγυπτο και στη Λιβύη. Η βούληση δε αυτή «έλαβε σάρκα και οστά» πριν από ένα χρόνο, µε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, σε συνεργασία µε τη ΜΙΤ, να ενεργοποιεί ένα δίκτυο Ινστιτούτων Στρατηγικών Μελετών, τα οποία πραγµατοποίησαν µια ευρεία έρευνα στις χώρες αυτές προκειµένου, αφενός να διαπιστωθεί το ποσοστό επιρροής τους από την τουρκική αντίληψη, αφετέρου να υποβληθούν σχετικές προτάσεις για τα επόµενα τουρκικά βήµατα. Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι, ενώ είναι φανερό ότι η Τεχεράνη αποτελεί µία γεωπολιτική απειλή για την Άγκυρα, η Τουρκία του Ερντογάν, µε την παράλογη ερµηνεία της έννοιας των «µηδενικών προβληµάτων», έχει προσανατολισθεί σ έναν παρατραβηγµένο διπλωµατικό ακτιβισµό που όχι µόνο δεν προµηνύει µία µόνιµη προσέγγιση µε το Ιράν, αλλά θα αποτελέσει την αιτία µιας πιθανής σύγκρουσης στο µέλλον. Άλλωστε είναι γνωστό, ότι η ένταση που υπάρχει στην περιοχή δεν οφείλεται αποκλειστικά σε µια θρησκευτικο-δογµατική διαµάχη µεταξύ σιιτών και σουνιτών. Η διαµάχη αυτή αφενός οφείλεται στην ανταγωνιστικότητα που υπάρχει µεταξύ του Ιράν και των χωρών της περιοχής σε θέµατα ισχύος και επιρροής, αφετέρου στην αντιπαράθεση που υπάρχει µεταξύ Ιράν και ύσης. Οι Κούρδοι του βόρειου Ιράκ και η Τουρκία Για πάρα πολλά χρόνια η τουρκική αντίληψη προσελάµβανε την Περιφερειακή Κουρδική ιοίκηση του Βορείου Ιράκ ως µία απειλή κατά µήκος των νοτιοανατολικών της συνόρων. Όµως, µετά το 2007 η πολιτική που εφαρµόσθηκε προσέδωσε νέες διαστάσεις στις σχέσεις των δύο πλευρών, µε την Τουρκία να ζητά από την κουρδική διοίκηση να εµποδίζει τα µέλη του ΡΚΚ αφενός να αναπτύσσουν πολιτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες στο βόρειο Ιράκ, αφετέρου να εισέρχονται στην Τουρκία για διεξαγωγή επιχειρήσεων. Παράλληλα, η δραστηριοποίηση πολλών τουρκικών εταιρειών, ειδικά στην πόλη Ερµπίλ του βορείου Ιράκ, στους τοµείς των κατασκευών, της δηµιουργίας εµπορικών κέντρων, ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, εστιατορίων κ.λπ. δηµιούργησε µια αµφίδροµη σχέση συνεργασίας µε τους Κούρδους. Αναφορικά δε, µε τις τουρκικές απαιτήσεις για το ΡΚΚ, η κουρδική
5 ηγεσία του βορείου Ιράκ θα υποστηρίξει το ΡΚΚ, εφαρµόζοντας µια πολιτική ώστε και το ΡΚΚ να µην αποµονωθεί, αλλά και η Τουρκία να µην ενοχλείται. Ενόψει της αποχώρησης των αµερικανικών στρατευµάτων από το Ιράκ το εκέµβριο του 2011, άρχισαν να κυκλοφορούν αρκετά σενάριο τόσο για το κενό που θα δηµιουργηθεί όσο και για τη χώρα που θα το καλύψει: το Ιράν, η Σαουδική Αραβία ή η Τουρκία; Οι Κούρδοι, σ ένα τέτοιο ενδεχόµενο και εφόσον διαπιστώσουν ότι απειλούνται από το Ιράν και τους Άραβες, δεν αποκλείεται να προσφύγουν στη βοήθεια της Τουρκίας. Κατόπιν τούτου, Τούρκοι αναλυτές εκτιµούν ότι την επόµενη περίοδο πιθανόν να τεθούν στην επικαιρότητα σενάρια και συζητήσεις για ενοποίηση Τουρκίας-βορείου Ιράκ, χωρίς φυσικά να αποκλείουν, µεσοπρόθεσµα, την ίδρυση ανεξάρτητου Κουρδικού Κράτους, θέµα για το οποίο τόσο η Τουρκία όσο και το Ιράν έχουν σοβαρές ενστάσεις. Συνεκτιµώντας όλα τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία: Ενώ είναι µια σουνιτική χώρα δεν διστάζει να συνεργασθεί µε τη «Σιϊτική Ηµισέληνο» διότι εφαρµόζει την αρχή: «Η εξωτερική πολιτική των κρατών χαράσσεται σύµφωνα µε τα εθνικά τους συµφέροντα». Ωστόσο, η πολιτική αυτή µετατρέπει την αρχή των µηδενικών προβληµάτων του Νταβούτογλου σε πολλαπλά προβλήµατα µε τις Ηνωµένες Πολιτείες, το Ισραήλ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. εν επιθυµεί τη δηµιουργία συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, δεδοµένου ότι η στρατηγική της στηρίζεται στην πολιτική, οικονοµική και πολιτιστική διείσδυση στις χώρες αυτές, λόγω των γεωπολιτικών, γεωστρατηγικών, γεωπολιτιστικών και γεω-οικονοµικών τους ιδιαιτεροτήτων. Όπως και στο παρελθόν έτσι και τώρα εφαρµόζει τη στρατηγική της «ενεργούς ουδετερότητας» τηρώντας επαφές µε όλες τις αντιµαχόµενες πλευρές, στις συγκρούσεις που υπάρχουν, παρέχοντας πάντα µυστική υποστήριξη στην πιο ισχυρή πλευρά και µη διστάζοντας να αλλάξει τακτική όταν θα το επιβάλλουν τα συµφέροντα της. Επιδιώκει τη συνεισφορά της στην παγκόσµια και περιφερειακή ειρήνη, την ενεργό συµµετοχή της στην επίλυση παγκόσµιων και περιφερειακών προβληµάτων και την ανάδειξη της ως «χώρα προστάτης» των αδύναµων χωρών. Επισηµαίνεται ότι, οι Τούρκοι δεν αποδέχονται τη χώρα τους ως ένα απλό παρεµβαλλόµενο κράτος (περιοχή ταµπόν) µεταξύ Ανατολής και ύσης, αλλά την αποκαλούν ως «χώρα άξονας», διότι θεωρούν ότι συµβάλουν ενεργά στη συνύπαρξη και συνεργασία µεταξύ του πολιτισµού της ύσης, του πολιτισµού του Ισλάµ και του πολιτισµού των Τούρκων της Κεντρικής Ασίας.
6 Εξασφαλίζοντας την ασφάλεια των συνόρων της µε το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία θα µπορέσει ευκολότερα να προβάλλει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αµφισβητώντας πιο δυναµικά τα κυριαρχικά δικαιώµατα της Ελλάδος και της Κύπρου. (Ο Χρήστος Μηνάγιας είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η γεωπολιτική στρατηγική και η στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τουρίκη. Πρόκειται για µια εµπεριστατωµένη µελέτη η οποία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πρωτογενείς τουρκικές πηγές και µπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας χρήσιµος οδηγός για το είδος της απειλής που συνιστούν οι τουρκικές ένοπλες δυνάµεις και τις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας υπό το µανδύα του νεο-οθωµανισµού. Επίσης, είναι τακτικός αρθρογράφος επί θεµάτων Τουρκίας στην ιστοσελίδα www.geostrategy.gr)