ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟ: ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗ ΟΝΟΜΑ: ΑΘΑΝΑΣΙΑ Α.Μ.: 1340200000420 ΘΕΜΑ «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» Ι ΑΣΚΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ Γ. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΖΩΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδες Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3-5 ΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α : Η θρησκευτική ελευθερία στη σύµβαση του γάµου. 6-8 ΙΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β : Η θρησκευτική ελευθερία στην έγγαµη σχέση. 9 IV. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ : Η θρησκευτική ελευθερία σε περίπτωση λύσεως του γάµου-καταχρηστική άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας. 10-11 V. ΚΕΦΑΛΑΙΟ : Η θρησκευτική ελευθερία και η γονική σχέση. 12-13 Ο Προσηλυτισµός ειδικότερα 13-15 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 16 VII. ΠΕΡΙΛΗΨΗ 16-17 VIII. ΛΗΜΜΑΤΑ 17 IX. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 18-19
3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τόσο η θρησκευτική ελευθερία όσο και η οικογενειακή ζωή του ατόµου, µε τις ειδικότερες εκφάνσεις τους η καθεµία, κατοχυρώνονται συνταγµατικά ως ατοµικά δικαιώµατα. Τα δικαιώµατα αυτά ανήκουν στην κατηγορία των αµυντικών ή αρνητικών δικαιωµάτων, αφού ενσωµατώνουν αγώγιµη και εξαναγκαστή αξίωση του πολίτη έναντι του Κράτους να µην ενεργεί αλλά να απέχει από την άσκηση οποιασδήποτε παρεµβατικής δραστηριότητάς του. Κατ αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται ένα ελάχιστο ελευθερίας και αξιοπρέπειας για τον πολίτη, οριοθετείται η ιδιωτική του ζωή και ενισχύεται η έννοµη θέση του 1. Στο άρθρο 13 του ισχύοντος Συντάγµατος κατοχυρώνεται η θρησκευτική ελευθερία ως αντικειµενικός κανόνας δικαίου και ως ατοµικό δικαίωµα 22. Με την αντικειµενική της µορφή, η θρησκευτική ελευθερία ταυτίζεται µε την ανεξιθρησκία, µε την αρχή δηλαδή κατά την οποία είναι ελεύθερη και ανεκτή οποιαδήποτε πίστη σε οποιοδήποτε δόγµα 3. Ο όρος θρησκευτική ελευθερία είναι καθολικός, καλύπτει δηλαδή κάθε µορφή ελευθερίας που αναφέρεται στη θρησκεία και ειδικότερα, τις δύο σηµαντικότερες εκδηλώσεις της, την ελευθερία θρησκευτικής συνειδήσεως και την ελευθερία άσκησης της. Το περιεχόµενο της είναι ευρύ, περιλαµβάνει δε το δικαίωµα του ατόµου να διαµορφώνει ελεύθερα θρησκευτική συνείδηση, να αποδέχεται συγκεκριµένο δόγµα, να δηλώνει ( θετική θρησκευτική ελευθερία) ή να αποσιωπά ( αρνητική 1 αγτόγλου Π., Ατοµικά ικαιώµατα (τεύχος Α ), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 1991, Κεφάλαιο Α. 2 Βλ. ηµητρόπουλο Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα-παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, Ι Έκδοση, Αθήνα 2004, σελ. 185. 3 Βλ. ηµητρόπουλο Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα-παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, Ι Έκδοση, Αθήνα 2004, σελ. 186.
4 θρησκευτική ελευθερία) τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις καθώς και το δικαίωµα να µην υφίσταται δυσµενείς συνέπειες λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων (θρησκευτική ισότητα), όπως σε περιπτώσεις κατάληψης κάποιας δηµόσιας θέσεως ή αξιώµατος. Η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται επίσης, σε κείµενα ιεθνών Συµβάσεων, µεταξύ των οποίων και στα άρθρα 9 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για την προάσπιση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ Α) και 2 εδ. 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, τα οποία έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα µε Νόµο 4 και αποτελούν εσωτερικό, ανώτερο των νόµων δίκαιο, σύµφωνα µε το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος. Εν τούτοις, ενώ στις διεθνείς συµβάσεις και διακηρύξεις υπάρχει µία ενιαία κατοχύρωση τόσο της θρησκευτικής ελευθερίας όσο και της γενικότερης ελευθερίας πεποιθήσεων, στο Σύνταγµα µας, στο άρθρο 13 κατοχυρώνεται µόνο η ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων και διαζευκτικά ερµηνευόµενο πια µε το άρθρο 5 παρ. 2 Σ. περιλαµβάνει και τις λοιπές πεποιθήσεις. Η οικογένεια από την άλλη πλευρά, αποτελεί µία κοινωνιολογική, αόριστη νοµική έννοια 5, της οποίας τη µορφή ή την έκταση δεν προσδιορίζει ο Νόµος και η οποία ερµηνεύεται και εξειδικεύεται µε τη βοήθεια και των συνταγµατικών διατάξεων ( έµµεση τριτενέργεια των συνταγµατικών διατάξεων στις έννοµες σχέσεις). Το δικαίωµα στην οικογενειακή ζωή κατοχυρώνεται στα άρθρα 9 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγµατος. Κανόνες οικογενειακού δικαίου, αυξηµένης µάλιστα τυπικής ισχύος περιέχονται και σε ιεθνείς Συµβάσεις, που έχουν επικυρωθεί από την Ελλάδα, όπως στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 4 Όπως κυρώθηκαν αρχικά µε το Ν. 2329/1953 και µετά µε το ν.δ. 53/1974. 5 Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού ικαίου, 2 η έκδοση, 1998, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, Σελ.10κ.επ.
5 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, στη Σύµβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώµατα του παιδιού (1989) 6 και στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την άσκηση των δικαιωµάτων του παιδιού (1996) 7. Η θρησκευτική ελευθερία, αν και απαραβίαστο δικαίωµα, υφίσταται κάποιους περιορισµούς, που θέτει το ίδιο το Σύνταγµα και οι οποίοι είναι κατ αρχήν το να πρόκειται για γνωστή θρησκεία και επιπλέον, το να µην προσβάλλεται η δηµόσια τάξη, τα εθνικά σύµβολα και τα χρηστά ήθη, η συµµόρφωση στους νόµους του Κράτους και η απαγόρευση διενέργειας πράξεων προσηλυτισµού. Επιπλέον, η θρησκευτική ελευθερία υφίσταται ορισµένους σηµαντικούς περιορισµούς στα πλαίσια του θεσµού τις οικογένειας, οι οποίοι επιβάλλονται για λόγους γενικότερου δηµοσίου ή κοινωνικού συµφέροντος. 6 Όπως κυρώθηκε µε το Ν. 2101/1992 και αποτελεί καταστατικό Χάρτη των σύγχρονων αντιλήψεων για τη νοµική θέση των ανηλίκων. 7 Όπως κυρώθηκε µε το Ν. 2502/1997.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α : Η θρησκευτική ελευθερία στη σύµβαση του γάµου. 6 Η επιθυµία για σύναψη γάµου δεν µπορεί να κωλύεται από θρησκευτικά ζητήµατα, τα οποία δεν άπτονται του περιεχοµένου του θεσµού του γάµου. Κάθε πράξη εξαναγκασµού του ατόµου σε πράξη ή παράλειψη, που αντίκειται τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις αντιτίθεται στη συνταγµατικά κατοχυρωµένη θρησκευτική του ελευθερία. Το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο άλλαξε σε µεγάλο βαθµό φυσιογνωµία και απέκτησε πιο φιλελεύθερο χαρακτήρα µε τη θέσπιση των Ν. 1250/1982 και 1329/1983 8. Έτσι, µε το Ν. 1250/1982 καταργήθηκαν ορισµένα θρησκευτικά κωλύµατα, όπως η προΰπαρξη τριών γάµων, η ιδιότητα κληρικού ή µοναχού, ο υποχρεωτικός θρησκευτικός γάµος και κυρίως, η διαφορά τις θρησκείας των µελλονύµφων. Όσον αφορά στο τελευταίο ζήτηµα, το άρθρο 1371 του Α.Κ. ορίζει ότι, προκειµένου να θεωρηθεί έγκυρος ο γάµος µεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων 9, είναι απαραίτητο η ιεροτελεστία να γίνει από θρήσκευµα αναγνωρισµένο στην Ελλάδα. Αναγνωρισµένο θρήσκευµα ή δόγµα είναι αυτό που έχει φανερές δοξασίες και δηµόσια διδασκαλία, ανεξάρτητα από το αν αποτελεί αίρεση σε σχέση µε την ορθόδοξη ελληνική θρησκεία. Ιδιαίτερα έχει απασχολήσει τα δικαστήρια η εγκυρότητα του γάµου µεταξύ Μαρτύρων του Ιεχωβά, ο οποίος τελείται µε τη συγκεκριµένη ιεροτελεστία και αυτό, γιατί το συγκεκριµένο δόγµα θεωρούνταν ως αντιχριστιανική αίρεση, η οποία προς επιβολή της διδασκαλίας της ασκούσε έντονη προπαγάνδα και προσηλυτισµό σε βάρος της 8 αγτόγλου Π., Ατοµικά ικαιώµατα (Τεύχος Α ), εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 1991, σελ. 326. 9 ύο αποφάσεις των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιά (Απόφ. 488/1963) οριοθετούν την εγκυρότητα του γάµου µεταξύ ετερόδοξων ατόµων.
7 επικρατούσας Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν έχουν υπάρξει διαφορετικές δικαστικές αποφάσεις ως προς το αν οι Χιλιαστές πρεσβεύουν γνωστό δόγµα, µάλλον σήµερα γίνεται γενικά δεκτό ότι αν και δεν συναθροίζονται σε επίσηµες εκκλησιαστικές αρχές, η διδασκαλία των δογµάτων τους είναι φανερή, η κυκλοφορία των εντύπων τους ελεύθερη και νόµιµη ενώ και οι γενικές αρχές των δοξασιών τους έχουν κατατεθεί µε υπόµνηµα στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων. Εποµένως, το δόγµα των Χιλιαστών πληροί τις προϋποθέσεις της γνωστής κατά το Σύνταγµα θρησκείας και αποτελεί πια αναγνωρισµένο δόγµα κατά την έννοια τις διατάξεως 1371 Α.Κ. Αυτό σηµαίνει ότι η ιερολογία µεταξύ Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι καθ όλα νόµιµη και υποστατή 10, 1111. Με το Ν. 1329/1983 καθιερώθηκε η ισονοµία των φύλων στα πλαίσια του γάµου και καταργήθηκε η ιερολογία ως µοναδικός τρόπος σύναψης του γάµου. Ως προς το τελευταίο στοιχείο, το άρθρο 13 του Συντάγµατος και το άρθρο 14 τις Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων απαγορεύουν την εξάρτηση τις απόλαυσης κάποιων δικαιωµάτων από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Έτσι, η εν λόγω ρύθµιση του Α.Κ. συνιστά συνταγµατικό εξαναγκασµό, καθώς οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των µελλονύµφων δεν αποτελούν συστατικό αντικειµενικό στοιχείο του γάµου. Άλλωστε, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόµου, δεν είναι δυνατόν να συµβιβαστεί µε την προκειµένη διάταξη του Αστικού Κώδικα. Ο καθένας από εµάς 10 Βλ. ΣτΕ2105/1975, Υποστατός ο γάµος µεταξύ Μαρτύρων του Ιεχωβά. Θεωρία και Νοµολογία για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.- Ι.Μ.Κονιδάρη, σελ. 83, Νοµικό Βήµα 23/1975, σελ. 1203-1204. 11 Βλ. Πρωτοδικείο Αθηνών 15378/1977, Νοµικό Βήµα 1978, σελ. 1087-1088, Γάµος Χιλιαστών. Πρωτοδικείο Πειραιώς 488/1963, Νοµικό Βήµα, σελ. 1021, Γάµος Μαρτύρων του Ιεχωβά ΠολΠρΑθηνών 7932/1973, Αρµενόπουλος 1973, σελ. 777-779. Και www.dsa.gr.
8 αναπτύσσει την προσωπικότητά του κάτω από τις συνθήκες που ο ίδιος επιλέγει και δεν είναι δυνατό να µην είναι ελεύθερος να τελέσει το γάµο του κάτω από µορφή µη ιερολογίας.
9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β : Η θρησκευτική ελευθερία στην έγγαµη σχέση. Με το γάµο επέρχονται ορισµένες έννοµες συνέπειες (προσωπικές και περιουσιακές), όπως κυρίως η υποχρέωση για συµβίωση, για κοινή λήψη αποφάσεων και για την ανάγκη συνεισφοράς στις ανάγκες της οικογένειας. Στα πλαίσια τις έγγαµης συµβίωσης περιορίζεται η προσωπικότητα των συζύγων µε κοινές υποχωρήσεις αλλά σε καµία περίπτωση αυτή δεν πρέπει να εξαφανίζεται. Ο κάθε σύζυγος διατηρεί την ιδιωτική του σφαίρα, στην οποία µπορεί να αναπτύξει ελεύθερα τα πνευµατικά του ενδιαφέροντα και ειδικότερα, τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Αυτό σηµαίνει ότι κάθε σύζυγος µπορεί να επιλέγει και να εκφράζει ελεύθερα (µε νηστεία, προσευχή κ.λ.π.) τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και ότι ο άλλος σύζυγος είτε είναι ετερόδοξος είτε ετερόθρησκος ή και οµόδοξος δεν δικαιούται να τον εξαναγκάζει στη λήψη συγκεκριµένων αποφάσεων ή στη διενέργεια πράξεων ή παραλείψεων αντίθετων µε τις πεποιθήσεις του. Η αξίωση για έγγαµη συµβίωση δεν µπορεί να ασκείται καταχρηστικά (άρθρο 1386 Α.Κ.). Αν κάτι τέτοιο συµβεί, ο σύζυγος που υφίσταται την καταχρηστική συµπεριφορά έχει κάθε δικαίωµα να αντιδράσει και να προχωρήσει περαιτέρω σε διακοπή της εννόµου σχέσεως, έχοντας γι αυτό εύλογη αιτία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ : Η θρησκευτική ελευθερία σε περίπτωση λύσεως του γάµου - Καταχρηστική άσκηση τις θρησκευτικής ελευθερίας. 10 Το άρθρο 1439 του Α.Κ. στην πρώτη του παράγραφο προβλέπει ότι καθένας από τους συζύγους µπορεί να ζητήσει διαζύγιο σε περίπτωση ισχυρού κλονισµού του γάµου, δηλαδή ριζικής µεταστροφής στα συναισθήµατα του συζύγου σε τέτοιο βαθµό, ώστε η εξακολούθηση της έγγαµης συµβίωσης να είναι βάσιµα αφόρητη για τον ενάγοντα. Τίθεται λοιπόν, το ζήτηµα του κατά πόσο η αλλαγή δόγµατος ή θρησκείας εκ µέρους του συζύγου προκαλεί κλονισµό τέτοιο, ώστε να πληρείται το γράµµα τις παραπάνω διατάξεως και να δικαιολογείται διαζύγιο. Κατ αρχήν, κάθε σύζυγος έχει το δικαίωµα να µεταβάλει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, χωρίς το γεγονός αυτό καθ εαυτό να µπορεί να θεωρηθεί ότι δηµιουργεί προβλήµατα στο γάµο. Έτσι, είναι δυνατή η προσχώρηση ενός εκ των δύο συζύγων σε θρήσκευµα διαφορετικό, σε κάθε περίπτωση βέβαια γνωστό και αναγνωρισµένο 12, ο άλλος δε σύζυγος είναι υποχρεωµένος να σεβασθεί την αλλαγή αυτή. Έχει γίνει δεκτό από τη νοµολογία ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ένας σύζυγος απλώς προσχώρησε σε άλλο δόγµα δεν στοιχειοθετείται βάσιµος λόγος διαζυγίου. Κατά το άρθρο 1439 Α.Κ. για τη θεµελίωση του ισχυρού κλονισµού του γάµου ως λόγου διαζυγίου απαιτείται η συνδροµή υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεων του συζύγου, αντικειµενικών στο γάµο ως σχέσης ηθικής από την οποία απορρέουν υποχρεώσεις, οι οποίες κρινόµενες αντικειµενικά και εφ όσον συνεκτιµηθούν τα πρόσωπα των συζύγων, η πνευµατική, ηθική συγκρότηση τους και οι γενικότερες περιστάσεις, οδηγούν στο 12 Υπόθεση Κοκκινάκη Μ. κατά Ελλάδος, Ευρωπαϊκό ικαστήριο Ανθρωπίνων ικαιωµάτων.
11 συµπέρασµα ότι η συµβίωση έχει καταστεί αφόρητη για τον σύζυγο 13. Αντίθετα, υπήρξαν και περιπτώσεις όπου ο σύζυγος κατέληξε να ασκεί καταχρηστικά το δικαίωµα αυτό, µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται προβλήµατα στο οικογενειακό του περιβάλλον 14. Ο ενάγων σύζυγος όχι µόνο νοµιµοποιείται τότε να καταφύγει στην δικαιοσύνη για να λύσει το γάµο του αλλά και απαιτείται να προβεί σε µία τέτοια ενέργεια, αφού η θρησκευτική ελευθερία δεν είναι δυνατόν να αποτελεί άλλοθι για την παραβίαση νοµικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάµο, όπως είναι η υποχρέωση για συµβίωση. Η νοµολογία έχει ασχοληθεί µε το συγκεκριµένο ζήτηµα πολλές φορές, µε οµοφωνία στις σχετικές αποφάσεις της. 13 Απόφαση 174/1972 και Γνωµοδότηση 185/1967. 14 Η εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης συνιστά τεκµήριο κλονισµού. Σ αυτή δε την περίπτωση, ο σύζυγος δεν οφείλει διατροφή στη σύζυγο-απόφαση 277/1971
12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ : Η θρησκευτική ελευθερία και η γονική σχέση. Στο πλαίσιο τις γονικής µέριµνας, η οποία συνιστά λειτουργικό δικαίωµα των γονέων, εξασφαλίζεται κατ αρχήν η προστασία των προσωπικών και περιουσιακών συµφερόντων των τέκνων. Στο περιεχόµενο της περιλαµβάνεται η επιµέλεια του προσώπου, η ανατροφή, η µόρφωση και η εκπαίδευση, η επίβλεψη, η ονοµατοδοσία, η επιλογή θρησκεύµατος, η αντιπροσώπευση του τέκνου και γενικότερα, η συνολική φροντίδα για τη σωµατική, ψυχολογική και πνευµατική ανάπτυξη του (ά. 1510 Α.Κ.). Σε περίπτωση κατά την οποία έχει επέλθει διαζύγιο µεταξύ των γονέων και τη γονική µέριµνα ασκεί η µητέρα, δεν µπορεί να καθορίσει χωρίς τη συναίνεση του πατέρα το θρήσκευµα και την ονοµατοδοσία. Επειδή η ονοµατοδοσία και η επιλογή θρησκεύµατος αποτελούν σοβαρότατα θέµατα (συνιστούν τον πυρήνα της γονικής µέριµνας), τα οποία επηρεάζουν το µέλλον του τέκνου, για την επιλογή τους απαιτείται η συµφωνία των γονέων, ανεξάρτητα από το ποιος γονέας ασκεί την επιµέλεια. Σε περίπτωση δε κατά την οποία οι γονείς επιλέγουν την αθεΐα για το ανήλικο τέκνο τους, αυτοί διατηρούν πλήρες το δικαίωµα τους να αποσύρουν το παιδί τους από το µάθηµα των θρησκευτικών, τον εκκλησιασµό και την προσευχή. Εδώ, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι, η προβλεπόµενη στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγµατος βασική υποχρέωση του Κράτους προς παροχή παιδείας, η οποία θα σκοπεί στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης εξαντλείται στην πρόβλεψη της θρησκευτικής διδασκαλίας. Το αυξηµένο πολιτειακό ενδιαφέρον για την οικογένεια και τις οικογενειακές σχέσεις οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανάγκη προστασίας των ανηλίκων τέκνων. Γι αυτό το λόγο και κατ εξαίρεση
13 µόνον επιτρέπεται η δικαστική επέµβαση, στην περίπτωση κατά την οποία η άσκηση της γονικής µέριµνας γίνεται καταχρηστικά. Ο προσηλυτισµός ανηλίκων τέκνων συνιστά µία από τις εκφάνσεις της καταχρηστικής άσκησης της γονικής µέριµνας (άρθρο 281 Α.Κ.). Ο Προσηλυτισµός ειδικότερα Ο προσηλυτισµός απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγµα στο άρθρο 13 παρ. 2 εδάφιο γ. Σε αντίθεση µε τα προηγούµενα ελληνικά Συντάγµατα, το άρθρο αυτό όπως είναι σήµερα διατυπωµένο αφορά όχι µόνο στην επικρατούσα θρησκεία αλλά σε κάθε γνωστή πλέον θρησκεία. Σε αντίθεση µε το ελληνικό Σύνταγµα, κανένα άλλο συνταγµατικό ή νοµοθετικό κείµενο δυτικοευρωπαϊκού κράτους δεν περιλαµβάνει διάταξη απαγόρευσης του προσηλυτισµού. Το νοµοθετικό πλαίσιο που αφορά στον προσηλυτισµό ανάγεται στην περίοδο της µεταξικής δικτατορίας. Σύµφωνα λοιπόν, µε το άρθρο 4 παρ. 2 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 2 του Α.Ν.1672/1939, προσηλυτισµός είναι η ιδία ή δια πάσης φύσεως παροχών ή δι υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια µέσων απατηλών, δια καταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης ή δι εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή κουφότητος άµεσος ή έµµεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετερόδοξων επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής. 15,1616 15 Βλ. Μπότση Φ., Η θρησκευτική ελευθερία στο πλαίσιο της ελληνικής έννοµης τάξης. Απτή πραγµατικότητα ή χρόνιο desideratum;, Εφαρµογές. ηµ. ικαίου, έτος ΙΖ 2004, Τεύχος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Κοµοτηνή. 16 Ο Άρειος Πάγος στηρίχθηκε σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις στο χαµηλό µορφωτικό επίπεδο του προσήλυτου για να συµπεράνει αδυναµία πνευµατική, απειρία και κουφότητα ΑΠ 997/1975 (ΠοινΧρ ΚΣΤ, σε.380), ΑΠ1035/1975 (ΠοινΚΣΤ, σελ.391), ΑΠ 238/1979 (ΠοινΧρΚΘ, σελ.463).
14 Είναι χαρακτηριστικό το ότι στην Ελλάδα θεωρούνταν προσηλυτισµός και η απλή διακίνηση φυλλαδίων σε υπαίθριο χώρο, πράγµα που το ικαστήριο της ΕΣ Α δεν απεδέχθη. Αντίθετα για να κατηγορηθεί κάποιος για προσηλυτισµό, θα πρέπει να αποδειχθεί η χρήση παράνοµων µέσων. Το εν λόγω κείµενο νόµου εµφανίζεται αρκετά αναχρονιστικό, εν µέρει δε και αντισυνταγµατικό λόγω της ενδεικτικής ( ιδία ) αναφοράς του, η οποία είναι αντίθετη µε την απαγόρευση της αοριστίας που διέπει το Ποινικό ίκαιο. Πιο γνωστή υπόθεση σχετικά µε τον προσηλυτισµό είναι η Υπόθεση Μίνωος Κοκκινάκη. Η εκδίκαση από το Ευρωπαϊκό ικαστήριο Ανθρωπίνων ικαιωµάτων της προσφυγής του Μ. Κοκκινάκη (η οποία και έθεσε για πρώτη φορά στη νοµολογία αυτού του δικαιοδοτικού οργάνου ζητήµατα θρησκευτικής ελευθερίας) έφερε ενώπιον του το ζήτηµα του προσηλυτισµού. Στη συνέχεια, στην υπόθεση Λαρίση και λοιποί ανέκυψε εκ νέου το ίδιο ζήτηµα. Κατά την άποψη του ικαστηρίου, τα ελληνικά δικαστήρια αρκέσθηκαν απλώς την αναπαραγωγή των όρων της σχετικής διάταξης, χωρίς να προσδιορίσουν µε πειστικότητα µε ποιον τρόπο οι κατηγορούµενοι προσπάθησαν να πείσουν ετερόδοξους µε καταχρηστικά µέσα. Η Ελλάδα καταδικάσθηκε και για τις δύο υποθέσεις. Οι Εισαγγελείς και τα ικαστήρια ενηµερώθηκαν για το περιεχόµενο των εν λόγω αποφάσεων και προσάρµοσαν τη νοµολογία τους, µε αποτέλεσµα να υπάρχουν πια ελάχιστες καταδίκες για προσηλυτισµό ανηλίκων (µόνον δύο από 1994 έως το 1997). Στην άσκηση της γονικής µέριµνας περιλαµβάνεται και η εκπροσώπηση του ανήλικου τέκνου (ά. 1510-1511 Α.Κ.) Στο πλαίσιο της εκπροσώπησης, ο γονέας επιµελείται για το ασθενές τέκνο, δηλαδή για
15 την εξέταση από τον ειδικό ιατρό, την υποβολή του στην κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και ενίοτε την υποβολή του σε επιβαλλόµενη χειρουργική επέµβαση. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εµπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του Συντάγµατος, η οποία ορίζει ότι κανένας δεν µπορεί εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συµµορφωθεί προς τους Νόµους. Συνεπώς, δεν έχουν το δικαίωµα να στερούν τα τέκνα τους από τις επιβαλλόµενες µεταγγίσεις αίµατος και ιατροχειρουργικές επεµβάσεις, µη παρέχοντας τη συναίνεση τους. Ο θεραπευτικός αυτός σκοπός είναι αναγνωρισµένος από την Πολιτεία και δικαιολογείται καθώς εξυπηρετεί το ακριβές συµφέρον του ασθενούς. Αυτό σηµαίνει ότι ο πατέρας δεν έχει το δικαίωµα να αρνηθεί επειδή είναι Χιλιαστής, αφαίµαξη και µετάγγιση σε νεογνό του που κινδυνεύει να πεθάνει. Ο πατέρας έχει βέβαια, το σχετικό δικαίωµα παροχής συναίνεσης αλλά η καταχρηστική του άσκηση µπορεί να οδηγήσει σε δικαστικό έλεγχο. Η άρνηση µάλιστα της συναίνεσης δεν συνιστά απλώς, παράλειψη αλλά θετική πράξη, δηλαδή εναντίωση προς τη χρειαζούµενη συναίνεση για την απαιτούµενη ιατρική επέµβαση.
16 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το προστατευόµενο σήµερα αγαθό θα πρέπει να είναι η ελεύθερη σκέψη και βούληση του ατόµου. Ορισµένα νέα θρησκευτικά κινήµατα µπορεί να είναι επικίνδυνα στο βαθµό που περιορίζουν αυτήν ακριβώς την ελεύθερη σκέψη και βούληση του ατόµου εν γένει - φθάνοντας ενίοτε και µέχρι την άσκηση υποβολής στους πιστούς τους για τέλεση αξιοποίνων πράξεων - και όχι αποκλειστικά και µόνον τη θρησκευτική του συνείδηση. Η µείζων αξία εποµένως, της ελεύθερης σκέψης και βούλησης του ατόµου είναι εκείνη που κυρίως απειλείται σήµερα και όχι απλώς µία και µόνο από τις συνιστώσες της. Είναι τέλος, γενικά αποδεκτό, ότι η έννοια του αιρετικού δεν έχει νοµική σηµασία στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, δεδοµένης της ελευθερίας καθενός να πρεσβεύει σε όποιο δόγµα θέλει ή να εκφράζει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις κατά το δοκούν. ΠΕΡΙΛΗΨΗ - Η θρησκευτική ελευθερία του ατόµου κατοχυρώνεται στο Σύνταγµα ως ένα από τα βασικότερα ατοµικά δικαιώµατα. Στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων, η ελευθερία αυτή διαµορφώνεται ποικιλοτρόπως και περιορίζεται προς χάριν του συµφέροντος κυρίως των τέκνων αλλά και του γενικότερου δηµοσίου συµφέροντος. Όπως και κάθε δικαίωµα, είναι δυνατόν να ασκηθεί καταχρηστικά από τους φορείς του κυρίως µε τη µορφή του προσηλυτισµού. Οι περιπτώσεις αυτές αντιµετωπίζονται αναλόγως από τη νοµολογία τόσο της χώρας µας όσο και των Ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
17 - The constitutional right of religious freedom is guaranteed in the Constitution of Greece as one of the basic human rights. In the frame of familial relations, this freedom is shaped in many ways and it s limited thanks to the interest of children in the family and thanks to the public interest. As every right, this one as well can be exercised in such a way so as to lead in abuse. (ΛΗΜΜΑΤΑ: Θρησκευτική ελευθερία - οικογένεια - Μάρτυρες Ιεχωβά -Προσηλυτισµός - Υπόθεση Κοκκινάκη - έγγαµη σχέση - γονική σχέση)
18 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1) αγτόγλου Π., Ατοµικά ικαιώµατα (τεύχος Α ), Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1991, Κεφάλαιο Α. 2) ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα-παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, Ι Έκδοση, Αθήνα 2004. 3) Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού ικαίου, 2 η έκδοση, 1998, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή. 4) Υπόθεση Κοκκινάκη Μ. κατά Ελλάδος, Ευρωπαϊκό ικαστήριο Ανθρωπίνων ικαιωµάτων.5) ΑΠ 612/1974, Τµήµα Γ', Νοµικό Βήµα 1975, Προσηλυτισµός τέκνου από Χιλιάστρια µητέρα. 5) ΣτΕ 2105/1975, Υποστατός ο γάµος µεταξύ Μαρτύρων του Ιεχωβά. 6) Θεωρία και Νοµολογία για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ι.Μ. Κοvιδάρη, Νοµικό Βήµα 23/1975, σελ. 1203-1204. 7) Π. Πρ. Θεσσαλονίκης 7709/1980, Αρµενόπουλος 341/1980. Υποστατός ο γάµος µεταξύ Μαρτύρων του Ιεχωβά κατά τους τόπους της θρησκείας τους. 8) Εφετείο Αθηνών 2164/1981, Αρµενόπουλος 1981, σελ. 948-949. 9) Πρωτοδικείο Αθηνών 15378/1977, Νοµικό Βήµα 1978, σελ. 1087-1088. Γάµος χιλιαστών. 10) Πρωτοδικείο Πειραιώς 488/1963, Νοµικό Βήµα, σελ. 1021, Γάµος Μαρτύρων του Ιεχωβά. 11) Πολ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης 2027/1972, Αρµενόπουλος 1972, σελ. 944. Ανυπόστατος ο γάµος µεταξύ Μαρτύρων του Ιεχωβά.
12) Πολ. Πρωτ. Αθηνών 7932/1973, Αρµενόπουλος 1973, σελ. 777-779, Γάµος Χιλιαστών. 19