ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΤΣΑΣ μικροδιηγήματα
ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΥΓΕΣ Έχεις χρήματα εκεί, πάτερ, είμαι σίγουρος, όπως εγώ εδώ έχω μια σπάθη αν δε θες να δεις τη σπάθη, άσε με τότε να δω τα χρήματα, και βιάσου, γιατί εγώ, ο Αντρέας Τολεδόν, έντεκα έχω στείλει να αναπαύονται στο βαρέλι με τις μύγες. Όλες οι τέχνες έχουν τον προστάτη τους. Οι μεταπράτες έχουν τον Άγιο Ιάκωβο του Κάδιθ, οι δικηγόροι την Αγία Σύλληψη, οι ιχθυοπώλες τον Άγιο Λεόν της Καστίλλης μόνον οι αλήτες δεν έχουν τον προστάτη τους, οι υπόλοιποι εγκληματίες ναι. Πες στους ανθρώπους σου λοιπόν να κάνουν άγιο αυτόν τον βλάκα (ο Θεός να τον έχει καλά) τον ψευτοιππότη που με έσωσε, τον δον Κισάτο. Φυγόδικος δεν είναι σαν τα μούτρα μου, ούτε τσιφούτης σαν τα δικά σου. Και άκου πώς έγινε: με σέρνανε με αλυσίδες για εκτέλεση, έκλαιγα τη τύχη μου ο φουκαράς όταν αυτός είδε από μακριά (άκου λόξα!) αλγερινούς πειρατές να σέρνουν χριστιανό σε σκλαβοπάζαρο! Να χαρώ τα μάτια που του δωσε ο Θεός! Και τώρα τα λεφτά, τσιφούτη, μη χλομιάζεις.αχ θα με εκτελούσαν, που λες, πάτερ, πάνω στον ανθό της νιότης! 1
ΤΟ ΜΗΛΟ Θα έχεις ακούσει ότι εμείς οι γιδοβοσκοί κρεμούμε στα ζωνάρια μας τρίχινα φυλαχτά για τη βασκανία. Εκείνη τη μέρα είχα χάσει το δικό μου και τριγυρνούσα να το βρω. Γιατί, εκτός ότι είναι μεγάλη γρουσουζιά να το χάσεις, οι άνθρωποι εδώ ζηλεύουν το γείτονά τους όσο τίποτα άλλο, και δε θέλει πολύ για να ρίξουν το κακό τους μάτι στο κοπάδι σου, ή ακόμη και σε ένα ταψί χορτόπιτα. Έτσι λοιπόν, όπως τριγυρνούσα σκεφτικός και κακόκεφος στο δάσος, συνάντησα δυο άντρες. Ο ένας ψηλός, σαν να τον είχε δαγκώσει η ψώρα. Ο άλλος κοντοστούπης και αγαθός, συζητούσαν για έναν λιμοκοντόρο που μπορούσε να διδάξει την ομιλία στον οποιονδήποτε μέχρι και σε σκύλους. Και έλεγε ο ψηλός: «Ό,τι και να πούμε, αγαπητέ Σάντσο, το σίγουρο είναι πως λίγοι γνωρίζουν το μυστικό αυτής της αλλόκοτης τέχνης. Ο Ιγνάτιος Μαγιαρόλα την α- ποδίδει στη μαγεία. Και βεβαίως, έτσι θα ναι. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί ένας σκύλος να απαγγείλει στίχους του Γκονγκόρα, ή να πει ευχαριστώ στον άνθρωπο που του δίνει ένα παλιόψωμο ή ένα κόκκαλο;» Ο Σάντσος τότε είπε: «Ένας σκύλος που μιλά δεν είναι δα και τόσο σπάνιο φαινόμενο, θυμήσου αφεντικό τον ιεροεξεταστή Εουσέμπιο, που όσοι τον γνώρισαν, είπαν ότι ήταν ένα άκαρδο σκυλί». Ο ψηλός γέλασε με αναφιλητά. Ο Σάντσος τότε μίλησε για έναν αχυρώνα που είχε πιάσει πρόπερσι φωτιά. Ο άλλος τον διέκοψε: «Τι σχέση έχουν οι αχυρώνες με το θέμα μας, τη μαγική 2
τέχνη;» και στόλισε τον υπηρέτη μου με όλα τα επίθετα της ανοησίας. Ο αγαθιάρης ντράπηκε. «Ορίστε, αφεντικό», είπε, «πες εσύ ό,τι ιστορίες θες, για να μη χαλάμε τις καρδιές μας, κι εγώ δε θα σε διακόψω». Έτσι το αφεντικό, αν και μελιτζανής από το θυμό, άρχισε να μιλά για έναν μάγο από την Ανατολή, που μπορούσε να κάνει ένα μήλο χορεύτρια. Ο Σάντσος τον διέκοψε ξανά: «Ανόητο», είπε, «να κάνεις ένα μήλο χορεύτρια. Πρώτον γιατί το μήλο μπορείς να το φας, ενώ τη χορεύτρια όχι.» Τότε ο ψηλός τράβηξε στους θάμνους για την ανάγκη του. Από εκεί τον άκουσα να φωνάζει: «Αχ, Σάντσο, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς μαζί σου, σκέφτεσαι σαν μωρός και όλο στο φαΐ έχεις το μυαλό σου». 3
Η ΕΚΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΠΟΕΤΑΣΤΡΩΝ 1 «Αιμίλιε», είπε ο Στεφάν, «ονειρεύεσαι τον Παρνασσό, και θα φτάσεις σύντομα στην κορυφή, όπως οι άξιοι Απολλώνιος και Δομένικος πόση χαρά έχω που βρίσκομαι μαζί σας!» «Εμείς χαιρόμαστε», είπε ο Δομένικος, «χθες κοιμήθηκα με το βιβλίο σου στον κόρφο μου, Στεφάν, αισθανόμουν ότι αγκάλιαζα τις εννέα Μούσες». Ο Αιμίλιος έσκυψε να κόψει μια παπαρούνα. «Πάντως», είπε, «χθες βράδυ δοκίμασα να γράψω στίχους για τους δυο παλαβούς που συναντήσαμε. Έχετε δίκιο φίλοι, η Ποίηση (σταυροκοπιέται ο Αιμίλιος) πρέπει να είναι Υψηλή και να πηγάζει από τα τρίσβαθα της ψυχής μας». «Σωστά», συμπληρώνει ο Στεφάν, «να πορεύεσαι στους ποιητικούς λειμώνες με οδηγό σου πάντα την Αινειάδα, Αιμίλιε, όχι τη Βατραχομυομαχία, πάντα με το Υψηλό όχι με το Xθαμαλό, αν δηλαδή θες να λογίζεσαι άνθρωπος του καιρού του». «Οι σαλτιμπάγκοι που είδαμε χθες», προσθέτει ο τρυφηλός Δομένικος, «θα σου ενέπνεαν ένα κακό ποίημα κι ένα κακό ποίημα δεν το διαβάζει κανείς. Ακολούθα τη γνώμη μας, Αιμίλιε, και θα δεις τα βιβλία σου να συζητιούνται από άκρη σε άκρη σε ολάκερη τη Σαλαμάνκα». Ο Αιμίλιος βγάζει από τον κόρφο του ένα μουντζουρωμένο χαρτί και το σκίζει. Το μικροδιήγημα «Η εκδρομή των ποετάστρων» πρωτοδημοσιεύτηκε στον κατάλογο Ένας χρόνος Αντίποδες, Αντίποδες, Αθήνα 2015, σελ. ζ -η. 4
«Εύγε», επιδοκιμάζει ο Απολλώνιος, «να αφουγκράζεσαι, αγαπητέ, το σφυγμό του σιναφιού, και θα πας μπροστά». 5