ΕφΘεσ 881/2012 ΔΙΚΑΙΟ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ Πρόεδρος: Παναγιώτης Κατσιρούμπας. Δικαστές: Α. Πελεκούδα, Μ. Τσιλιγκαρίδου (Εισηγήτρια). Δικηγόροι: Δ. Νίκου, Β. Τρεμόπουλος. (79 1 ν. 5960/1972, 15 3 ν. 3472/2006, 71, 914 ΑΚ, 1047 ΚΠολΔ) Επιταγή. Συρροή αξίωσης προς αποζημίωση (914 ΑΚ) με αξίωση από έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Ευχέρεια δικαιούχου να ασκήσει την αξίωση που προκρίνει. Δικαιούχος αποζημίωσης είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο εμφάνισής της, αλλά κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος. Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής. Ευθύνη του διαχειριστή ΟΕ (όργανο εκπροσώπησης ν. π.) σε αποζημίωση λόγω έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Πρόσθετη και ανεξάρτητη εκείνης του νομικού προσώπου. Για την ύπαρξη υπαιτιότητας αρκεί η γνώση του οργάνου για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη από 30.000 Ευρώ. [Βλ. σημείωμα υπό την ΕιρΘεσ 3338/2014, αμέσως παρακάτω] I. Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ αυτό ποινές, εκείνος που εκδίδει επιταγή, χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή τη πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914 και επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από 1
την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλον λόγω ενέχυρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος (ενεχυρούχος δανειστής), ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου (άρθρο 1255 ΑΚ). Αν όμως η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, εκείνος που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι ο τελευταίος. Σημειώνεται, ότι το δικαίωμα αναγωγής του (τελευταίου) κομιστή κατά του εκδότη και των προγενεστέρων υπογραφέων της επιταγής παρέχεται από τις διατάξεις του ν. 5960/1933 (άρθρο 44) σε οποιοδήποτε υπογραφέα της επιταγής, ο οποίος την πλήρωσε. Ο οπισθογράφος δε που πλήρωσε την επιταγή, δύναται επιπλέον να διαγράψει την οπισθογράφησή του, καθώς και τις οπισθογραφήσεις των επομένων οπισθογράφων, με συνέπεια να εμφανίζεται και ως τελευταίος κομιστής, που στηρίζει το δικαίωμα του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων (άρθρα 19 και 47 παρ. 2 του ν. 5960/1933). Αντίθετη άποψη, ότι δηλ. δικαιούχος της αποζημιώσεως από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής αυτής, δεν συνάγεται ούτε από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, που είχε προστεθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, και κατά την οποία η ποινική δίωξη (για την πράξη της παρ. 1) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Τούτο δε διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο όρος «κομιστής» της επιταγής χρησιμοποιείται στην παραπάνω διάταξη μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Κατά συνέπεια, ως «κομιστής» θεωρείται κατά τη διάταξη αυτή και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Εξάλλου, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε ήδη από το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3472/2006 και ορίζεται πλέον ρητώς, ότι δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως έχουν τόσο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Στην ίδια διάταξη προστέθηκε με το παραπάνω άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3472/2006, για την άρση κάθε αμφισβήτησης, ότι ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος εξόφλησε την επιταγή, δικαιούται να λάβει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ.). Τέλος, η άποψη ότι ο εξ αναγωγής δικαιούχος ή ο ενεχυράσας την επιταγή κομιστής δεν έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 914 και επ. του ΑΚ, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, που δεν συνάγονται από το σκοπό του νόμου, αφού έτσι ωφελείται τελικά ο εκδότης, παρότι η δόλια συμπεριφορά του αποτελεί εκτροπή του θεσμού της επιταγής από την κατά νόμο λειτουργία του και συντελεί στη μείωση της αξιοπιστίας της επιταγής ως ex lege οργάνου πληρωμών. Το ότι οι παραπάνω ζημιωθέντες έχουν δικαίωμα να στραφούν κατά του δότη ή των προηγουμένων οπισθογράφων ασκώντας το προαναφερόμενο δικαίωμα αναγωγής αυτών δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, αφού η παρεχόμενη από τις σχετικές 2
διατάξεις προστασία είναι ενδεχόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποβαίνει αναποτελεσματική. Επομένως, και υπό την ισχύ της παρ. 5 του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3472/2006, ο ενεχυράσας την επιταγή οφειλέτης, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε εκ νέου κομιστής αυτής, έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του εκδότη, ως αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΟλΑΠ 23/2007, 24/2007 και 25/2007 Α Δημοσίευση Νόμος). II. Εξάλλου, κατά την σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις και παραλείψεις των οργάνων, τα οποία το αντιπροσωπεύουν κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 του ΑΚ και εκφράζουν την βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχε ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για το πρόσωπο που τέλεσε ή παρέλειψε, τότε ευθύνεται, εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, και το υπαίτιο αυτό φυσικό πρόσωπο. Επομένως, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, η υποχρέωση για αποζημίωση βαρύνει εις ολόκληρον το νομικό πρόσωπο και το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την επιταγή ως όργανο που έχει την εξουσία εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου, δηλαδή το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη με το νομικό πρόσωπο υποχρέωση, ανεξάρτητη της ευθύνης του νομικού προσώπου (βλ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, έκδοση όγδοη, 1969, σελ 64 επ., ΑΠ 133/2001 ΕλλΔνη 2001.699, ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.713). ΙΙΙ. Η αγωγή, σύμφωνα με το προεκτεθέν περιεχόμενό της, είναι πλήρως ορισμένη καθόσον διαλαμβάνονται σ' αυτή σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη όλα τ απαιτούμενα κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, δηλ. το ότι η έκδοση των επιταγών από τον εναγόμενο για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας έλαβε χώρα εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, κατά το χρόνο έκδοσης ή πληρωμής, η ύπαρξη ζημίας από τη μη πληρωμή τους, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας της ενάγουσας και της αδικοπρακτικής και παράνομης συμπεριφοράς του ως άνω δευτέρου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, καθώς και η νόμιμη και εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτών (επιταγών) προς πληρωμή και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγομένων εκκαλούντων, τον οποίο προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, τον οποίο επαναφέρουν και στο παρόν Δικαστήριο ως λόγο έφεσης και ερευνάται άλλωστε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, είναι ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, σύμφωνα με την παραπάνω νομική σκέψη, ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση της ένδικης αγωγής σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε ήταν εκείνη που εμφάνισε τις επίδικες επιταγές προς πληρωμή, είτε ως εξ αναγωγής υπόχρεη, η οποία πλήρωσε τις επίδικες επιταγές και έγινε έτσι νόμιμη και πάλι κομίστρια τους και στη συνέχεια απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των ήδη εκκαλούντων - εναγομένων και ο περί του αντιθέτου λόγος 3
έφεσης, περί της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, είναι ουσία αβάσιμος. IV. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και απ όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχτηκαν τ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη δεύτερος των εκκαλούντων, ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης των εκκαλούντων, εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας, στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας, της οποίας ήταν ομόρρυθμο μέλος, δύο μεταχρονολογημένες επιταγές της «Π. Τράπεζας», ποσού 10.000 ευρώ και 20.000 ευρώ αντίστοιχα, σε χρέωση του τηρούμενου από την πρώτη εναγομένη στην παραπάνω τράπεζα με αριθμό λογαριασμού. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι την πρώτη ως άνω επιταγή, (ποσού 10.000 ευρώ), την μεταβίβασε η ενάγουσα, ως λήπτρια και νόμιμη κομίστρια αυτής, δι' οπισθογραφήσεως, στην «Τράπεζα Κ.», τέθηκε δε επ αυτής η ρήτρα «Πληρώσατε εις διαταγήν Τράπεζα Κ. ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ Κ.» προς είσπραξη από την «Π. ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», ακολούθως δε η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή από την Τράπεζα Κ., την 6.2.2006 στο Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών και εξοφλήθηκε συμψηφιστικά, στη συνέχεια δε εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, την 7.2.2006 από το Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών στην πληρώτρια τράπεζα «Π. ΤΡΑΠΕΖΑ» και δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχε επαρκές διαθέσιμο υπόλοιπο κεφάλαιο στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, πράγμα που σημειώθηκε στο σώμα της εν λόγω επιταγής. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, πλήρως αποδείχτηκε ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (εντός της οκταήμερης προθεσμίας από την επομένη της σημειούμενης ως ημερομηνίας έκδοσης επί του σώματός της) από το Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών στην πληρώτρια ως άνω τράπεζα, όπως ορθά δέχθηκε, κατ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και η εκκαλουμένη απόφαση και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγόμενων, τον οποίο προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν ως λόγο έφεσης και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, περί μη νόμιμης εμφάνισής της, διότι αυτή εμφανίστηκε προς πληρωμή στο Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών, που δεν ισοδυναμεί με εμφάνιση προς πληρωμή, όπως απαιτεί ο νόμος, καθώς δεν έχει εκδοθεί το Προεδρικό Διάταγμα που προβλέπει το άρθρο 31 ν. 5960/1933, είναι ουσία αβάσιμος (βλ. ΕφΠειρ 256/2006 ΔΕΕ 2007.606). Εξάλλου, όσον αφορά στην δεύτερη ως άνω επιταγή, ποσού 20.000 ευρώ, αποδείχθηκε ότι αυτή εμφανίσθηκε εντός του οκταημέρου και νόμιμα, στην τράπεζα Κ. [Κατάστημα Κ. Αθήνα] και δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου της πρώτης ενάγουσας- εκδότριας, όπως διαπιστώθηκε μετά από ρητή εξουσιοδότηση της «Π. Τράπεζας Α.Ε.», στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριάς της. Στη συνέχεια, σφραγίσθηκε αυθημερόν από την «Τράπεζα Κ. Α.Ε.», το σώμα της επιταγής. Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η παραπάνω, δεύτερη επιταγή, δεν εμφανίσθηκε νόμιμα, διότι εμφανίσθηκε προς πληρωμή σε Συμψηφιστικό Γραφείο, τον οποίο κατ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε κατ ουσίαν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρουν ως λόγο έφεσης στο παρόν Δικαστήριο, 4
είναι ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε, ως διαχειριστής των εταιρικών υποθέσεων της πρώτης εναγομένης και ομόρρυθμο μέλος της, ότι τόσο κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών, ο οποίος όπως αποδείχτηκε και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, είναι ο Δεκέμβριος του έτους 2005, όσο και κατά το χρόνο πληρωμής αυτών, αφού η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία την οποία εκπροσωπεύει αυτός, δεν διέθετε τα απαιτούμενα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, τα οποία έπρεπε να υπάρχουν καθ' όλη τη χρονική περίοδο από την έκδοση έως την εμφάνισή της προς πληρωμή. Για την ύπαρξη άλλωστε της υπαιτιότητας αρκεί η γνώση περί της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων χωρίς να απαιτείται κανένα άλλο στοιχείο (ΑΠ 609/1995 ΔΕΕ 1995.989). Εξάλλου η γνώση του δευτέρου εναγομένου, περί της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων συνομολογείται από τους εναγομένους στις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στις οποίες ισχυρίζονται ότι κατά το χρόνο παράδοσης των δυο επίδικων μεταχρονολογημένων επιταγών (Δεκέμβριος 2005), οι οποίες εκδόθηκαν σε αντικατάσταση άλλης (λήξεως 20.12.2005) επιταγής και κατά το χρόνο πληρωμής τους, υπήρχε μεγάλη οικονομική αδυναμία να εξοφλήσουν, αφού ήδη η εναγομένη εταιρία άρχισε να καταρρέει οικονομικά. Επομένως ο ισχυρισμός των εναγομένων περί έλλειψης δόλου, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν αποδείχτηκε και ο σχετικός λόγος έφεσης είναι ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα πλήρωσε τις παραπάνω επιταγές στην τελευταία κομίστρια και κατέστη έτσι και πάλι, νόμιμη κομίστρια αυτών. Εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των δύο πρώτων εναγομένων και ήδη εκκαλούντων η ενάγουσα υπέστη συνολική ζημία ύψους 30.000 ευρώ, ίση δηλαδή με το συνολικό ποσό των δύο απλήρωτων επιταγών, όπως κατ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επομένως, δικαιούται αυτή, μετά την επιφύλαξη που διατύπωσε για διεκδίκηση του ποσού των 45 ευρώ, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα στη σχετική ποινική δίκη, το υπόλοιπο ποσό των 29.955 ευρώ, ως αποζημίωση, εις ολόκληρον, τόσο από την πρώτη, όσο και από τον δεύτερο εναγόμενο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου σχετικού λόγου έφεσης. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης που ν αφορά την πρώτη των εκκαλούντων, ομόρρυθμη εταιρία, πρέπει ν απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, κατ ουσίαν αναφορικά με την τελευταία. IV. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εκκαλούμενο κεφάλαιο περί προσωπικής κράτησης του δευτέρου εναγομένου λόγω της αδικοπραξίας, σύμφωνα με το άρθρο 1047 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ήδη ισχύει από 25.7.2011 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 62 παρ. 1 και 2 του ν. 3994/2011, «προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες... Δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση και για απαίτηση μικρότερη από 30.000 ευρώ». Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα παραπάνω αποδείχτηκαν και όπως κατ' ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η συνολική ζημία της ενάγουσας, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δευτέρου εναγομένου, ανέρχεται στο ποσό των 29.955 ευρώ, είναι δηλαδή μικρότερη των 30.000 ευρώ που απαιτεί ο νόμος, 5
προκειμένου να απαγγελθεί σε βάρος του τελευταίου προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης. Πρέπει, επομένως να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης του δευτέρου εναγομένου, ως βάσιμος κατ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο τούτο, της προσωπικής κράτησης του δευτέρου εναγομένου, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο, να δικασθεί η υπ αριθ. κατ. 6623/4.2.2007 αγωγή, μόνο ως προς το αίτημα της προσωπικής κράτησης του δευτέρου εναγομένου και ν' απορριφθεί ως προς τούτο, ως νόμω αβάσιμη. 6