Fishing down marine food webs: Η περίπτωση των Ελληνικών Θαλασσών

Σχετικά έγγραφα
Ψάρια και Θαλασσινά στο Kόκκινο! - μία λίστα με τα είδη που κινδυνεύουν περισσότερο-

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

Τα Ιχθυαποθέματα της Μεσογείου στα Όρια της Κατάρρευσης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ Αριθμ. Πρωτ.: 1310/71384 ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ& ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

Η έννοια του οικοσυστήματος Ροή ενέργειας

Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας

Επαγγελματική αλιεία στην Κύπρο

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ, ΕΤΟΥΣ 2012 µε µηχανοκίνητα σκάφη άνω των 20 HP

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ

Εικόνα 1. Σχηματική απεικόνιση του τι μπορεί να συμβεί κατά την είσοδο των ψαριών σε δίχτυα

Παραγωγή και κατανομή της τροφής. Β ΜΕΡΟΣ: Κτηνοτροφία Αλιεία

Yπεραλίευση. Η Ευρώπη οφείλει να ξαναδώσει ζωή στις θάλασσες

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

Έρευνα αγοράς κλάδου παραγωγής ιχθυηρών

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΙΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Την τελευταία 30ετία στην Ελλάδα έχουν αναδειχθεί οι ιχθυοκαλλιέργειες θαλασσινών μεσογειακών ειδών (κυρίως τσιπούρας και λαβρακίου).

Γενικές Αρχές Οικολογίας

Οργάνωση και λειτουργίες του οικοσυστήματος Ο ρόλος της ενέργειας. Κεφάλαιο 2.2

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Σενάριο 10: Οργάνωση και λειτουργίες του οικοσυστήματος - Ο ρόλος ενέργειας

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Οι µεταβολές του αριθµού των µηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών 1, κατά κατηγορία αλιείας και τύπο αλιευτικού εργαλείου, είναι οι εξής:

Εφαρμογή Ολοκληρωμένου Προγράμματος Παρακολούθησης Θαλασσίων Υδάτων στο πλαίσιο υλοποίησης της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 7 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕ ΛΥΚ. ΤΑΞΕΙΣ. Μεσόγειος: Ένας παράδεισος σε κίνδυνο

EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL A7-0008/294. Τροπολογία. Alain Cadec, Carmen Fraga Estévez εξ ονόµατος της Οµάδας PPE

Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος

41o Γυμνάσιο Αθήνας Σχ. Έτος Τμήμα Β1

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Οι µεταβολές του αριθµού των µηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών 1, κατά κατηγορία αλιείας και τύπο αλιευτικού εργαλείου, είναι οι εξής:

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

Πρόλογος Οργανισμοί...15

Η αγορά προϊόντων αλιείας στην Τουρκία

1.2. ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ. ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ - Σχολική χρονιά

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

98 Ο ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΠΕ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόγραμμα MOFI. ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΦΩΚΙΑ & ΑΛΙΕΙΑ Αντιμετωπίζοντας τη σχέση αλληλεπίδρασης στις ελληνικές θάλασσες

Έννοιες Βιολογίας και Οικολογίας και η Διδακτική τους

Άνθρωπος και Περιβάλλον

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΣΚΑΦΗ: Έτος 2017

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της. πρότασης ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ

Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0229 C8-0162/ /0109(COD)) Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Ερωτήσεις και Απαντήσεις σχετικά με τη νέα, μεταρρυθμισμένη Κοινή Αλιευτική Πολιτική

A7-0008/244

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

Αλιεία στην περιοχή της συμφωνίας ΓΕΑΜ (Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο) Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0143 C8-0123/ /0069(COD))

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΣΚΑΦΗ: Έτος 2018

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής

Εισόδημα Κατανάλωση

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Περι ληψη μελε της. «Ψαρεύοντας πρωτεΐνη» Οι επιπτώσεις της θαλάσσιας αλιείας στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια έως το έτος 2050»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ «ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ»

«το νερό δεν αποτελεί ένα απλό εμπορικό προϊόν όπως οποιοδήποτε άλλο, αλλά, είναι μια κληρονομιά που πρέπει να προστατευθεί...»

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η ΑΓΟΡΑ ΙΧΘΥΗΡΩΝ ΣΤΗΝ ΛΙΒΥΗ

Μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ) Προς ένα καλύτερο μέλλον για τα ιχθυοαποθέματα και τους αλιείς

Επιπτώσεις στη Βιοποικιλότητα και τα Οικοσυστήματα

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της. πρότασης απόφασης του Συμβουλίου

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ. Έκθεση Έτους 2015

ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ & ΘΑΛΑΣΣΑΣ Εισήγηση Ευαγγελία Μηνά

στα πλαίσια του προγράμματος LIFE + THALASSA Νοέμβριος 2010

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. της. πρότασης απόφασης του Συμβουλίου

ΕΛΙΑΜΕΠ ΕΛ. ΕΤΑΙΡEΙΑ ΕΚΕΠΕΚ. Επικοινωνία RSS

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 1-3. στον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Γαλάζια Ανάπτυξη: Σχεδιασμός και προκλήσεις στον τομέα του τουρισμού και της αλιείας. Η περίπτωση του Δήμου Καλυμνίων

Επιδράση των υδατοκαλλιεργειών στο περιβάλλον

Ερωτήσεις και Απαντήσεις σχετικά με τη μεταρρυθμισμένη Κοινή Αλιευτική Πολιτική

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

«Εθνικό Σχέδιο Παροπλισµού επαγγελµατικών αλιευτικών σκαφών που

Παράκτια ή μικρή Μέση Μεγάλη

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

ΘΕΜΑ 1 Ο ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΘΕΡΙΝΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12/01/2014

Γενικές Αρχές Οικολογίας

ΚΑΙ ΕΚΤΡΟΦΗ ΙΧΘΥΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ Ε. ΠΑΠΟΥΤΣΟΓΛΟΥ ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Α) Να χαρακτηρίσετε µε Σ (σωστή) ή µε Λ (λάθος) κάθε µία από τις επόµενες προτάσεις

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΙ ΩΝ ΠΑΝΙ ΑΣ

2. Εγχώρια κατανάλωση-διατροφικές συνήθειες.

Βιώσιµη εκµετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο *

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΙΑ ΧΩΜΑΤΕΡΗ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

14/11/2011. Οικογένεια Felidae Υποοικογένεια Acinonychidea Acinonyx jubatus

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Tο Μέλλον της Αλιείας EΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑΣ YΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΥΠΟΕΡΓΟ 6 Αξιοποίηση βιοχημικών δεδομένων υποδομής Αξιολόγηση κλιματικών και βιογεωχημικών μοντέλων. Πανεπιστήμιο Κρήτης - Τμήμα Χημείας

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΤΟΜΕΑ KAI ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Perrotis College Dr. Konstantinos Rotsios Mr. Nikolaos Gizgis

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Κωνσταντίνος Χατζηκωνσταντίνου Πτυχιακή Εργασία Fishing down marine food webs: Η περίπτωση των Ελληνικών Θαλασσών Επιβλέπων Γιώργος Δ. Κόκκορης Επίκουρος Καθηγητής Ιανουάριος 2010 ΜΥΤΙΛΗΝΗ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η πραγματοποίησης της παρούσας εργασίας έγινε εφικτή με την καθοδήγηση και την εν γένει συμβολή του επιβλέποντα καθηγητή της εργασίας Δρ. Γιώργο Δ. Κόκκορη, Επίκουρο καθηγητή του τμήματος Επιστημών της θάλασσας, δημιουργώντας ένα άριστο περιβάλλον επικοινωνίας μεταξύ μας. Επίσης θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου διότι βρισκόταν διπλά μου όποια στιγμή χρειάστηκε δίνοντας μου τις κατάλληλες συμβουλές. Στη συνέχεια θέλω να ευχαριστήσω τον Δρ. Στρατή Γεωργακαράκο, Επίκουρο καθηγητή του τμήματος Επιστημών της θάλασσας για την παραχώρηση των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν στην εργασία. Τον Δρ. Παναγιώτη Δημητρακόπουλο Επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Περιβάλλοντος που παρευρέθη στην παρουσίαση της Πτυχιακής μου εργασίας ως μέλος της εξεταστικής επιτροπής. Για το τέλος άφησα την οικογένεια μου, στην οποία αφιερώνω αυτή την εργασία διότι έδειξε υπομονή και πίστεψε σε μένα σε όλες τις δύσκολες στιγμές που πέρασα και με υποστήριξε όλα αυτά τα έτη φοίτησης μου στην σχολή. 2

Περιεχόμενα ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ... 5 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ... 6 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ... 6 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 7 1.1. Τα αλιεύματα ως πηγή τροφίμων... 7 1.2. Ελλάδα και αλιεία... 7 1.3. Προβλήματα της αλιείας στην Ελλάδα... 9 1.4. Υπεραλίευση... 10 1.5. Προσανατολισμός της ελληνικής αλιείας και μέτρα διαχείρισης... 11 1.6 Αντικείμενο μελέτης... 13 2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 14 2.1. Θαλάσσια τροφική αλυσίδα... 14 2.2. Τροφικά επίπεδα και τροφικά δίκτυα: Kαθορισμός και εκτίμηση... 15 2.3. Η Βάση Δεδομένων FishΒase... 18 2.4. H Υπόθεση fishing down the marine food web... 20 2.5. Θαλάσσιος τροφικός δείκτης (Marine trophic index MTI)... 21 2.6. Δείκτης Fishing is Βalanced (FiB)... 23 2.7. Γραμμική παλινδρόμηση, συντελεστής προσδιορισμού και συντελεστής συσχέτισης Spearman (r)... 25 2.8. Είδη υπό μελέτη... 26 2.8.1. Οικογένεια Engraulidae... 26 2.8.1.1. Engraulis encrasicolus... 26 2.8.2. Οικογένεια Scombridae... 26 2.8.2.1. Katsuwonus pelamis... 26 2.8.2.2. Sarda sarda... 27 2.8.2.3. Scomber japonicus... 28 2.8.2.4. Scomber scombrus... 29 2.8.2.5. Thunnus thynnus... 29 2.8.3. Οικογένεια Carangidae... 30 2.8.3.1. Trachurus trachurus... 30 2.8.3.2. Trachurus picturatus... 31 2.8.4. Οικογένεια Clupeidae... 31 2.8.4.1. Sprattus sprattus... 31 2.8.4.2. Sardina pilchardus... 32 2.8.4.3. Sardinella aurita... 33 2.8.5. Οικογένεια Xiphiidae... 34 2.8.5.1. Xiphias gladius... 34 2.8.6. Οικογένεια Myopsidae... 34 2.8.6.1. Sepia officinalis... 34 2.8.6.2. Loligο vulgaris... 35 2.8.6.3. Todarodes sagittatus... 36 3

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ... 37 3.1 Αποτελέσματα κάθε είδους... 37 3.2 Αποτελέσματα για το σύνολο των εκφορτώσεων... 44 3.3 Αποτελέσματα MTI και FiB... 46 4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ... 49 5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 52 4

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1. Εκφορτώσεις του είδους Sarda sarda στην Ελλάδα (1982 2006)... 37 Σχήμα 2. Εκφορτώσεις του είδους Xiphias gladius στην Ελλάδα (1982 2006)... 37 Σχήμα 3. Εκφορτώσεις του είδους Thunnus thynnus στην Ελλάδα (1982 2006)... 38 Σχήμα 4. Εκφορτώσεις του είδους Katsuwonus pelamis στην Ελλάδα (1982 2006) 38 Σχήμα 5. Εκφορτώσεις του είδους Scomber scombrus στην Ελλάδα (1982 2006)... 39 Σχήμα 6. Εκφορτώσεις του είδους Trachurus trachurus στην Ελλάδα (1982 2006). 39 Σχήμα 7. Εκφορτώσεις του είδους Sardinella aurita στην Ελλάδα (1982 2006)... 40 Σχήμα 8. Εκφορτώσεις του είδους Trachurus picturatus στην Ελλάδα (1982 2006) 40 Σχήμα 9. Εκφορτώσεις του είδους Engraulis encrasicolus στην Ελλάδα (1982 2006)... 41 Σχήμα 10. Εκφορτώσεις του είδους Scomber japonicus στην Ελλάδα (1982 2006). 41 Σχήμα 11. Εκφορτώσεις του είδους Sardina pilchardus στην Ελλάδα (1982 2006). 42 Σχήμα 12. Εκφορτώσεις του είδους Sprattus sprattus στην Ελλάδα (1982 2006)... 42 Σχήμα 13. Εκφορτώσεις του είδους Sepia officinalis στην Ελλάδα (1982 2006)... 43 Σχήμα 14. Εκφορτώσεις του είδους Todarodes sagittatus στην Ελλάδα (1982 2006)... 43 Σχήμα 15. Εκφορτώσεις του είδους Loligο vulgaris στην Ελλάδα (1982 2006)... 44 Σχήμα 16. Ετήσιες εκφορτώσεις (ton) στην Ελλάδα (1982 2006) για (a) όλα τα υπό μελέτη είδη (με ή χωρίς τα κεφαλόποδα), (b) τα μικρού μεγέθους υπό μελέτη είδη (Scomber scombrus, Trachurus trachurus, Sardinella aurita, Trachurus picturatus, Engraulis encrasicolus, Scomber japonicus, Sardina pilchardus, Sprattus sprattus), (c) τα μεγάλου μεγέθους υπό μελέτη είδη (Sarda sarda, Xiphias gladius, Thunnus thynnus, Katsuwonus pelamis) και (d) τα κεφαλόποδα (Sepia officinalis, Todarodes sagittatus, Loligo vulgaris).... 45 Σχήμα 17. Ετήσια διακύμανση του μέσου τροφικού επιπέδου (TLm) σε σχέση με το έτος για τα υπό μελέτη είδη, με ή χωρίς τα κεφαλόποδα (1982 2006)... 46 Σχήμα 18. Long-term διακύμανση TLm - landings για τα 15 συνολικά υπό μελέτη είδη στην Ελλάδα (1982-2006)... 47 5

Σχήμα 19. Ετήσιες εκφορτώσεις (%) για τα 15 υπό μελέτη είδη στην Ελλαδα στις οποίες διακρίνονται τα τροφικά επίπεδα (TL): TL> 3,5 και TL <3,5... 47 Σχήμα 20. Ετήσια διακύμανση του FIB δείκτη για τα υπό μελέτη είδη με ή χωρίς τα κεφαλόποδα (1982 2006)... 48 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1. Μέσο τροφικό επίπεδο για τα 15 υπό μελέτη είδη (Από: Fishbase, searoundus)... 19 Πίνακας 2. Ετήσιες εκφορτώσεις για τα 15 εξεταζόμενα είδη στην Ελλάδα για περίοδο 24 ετών (1982-2006) (Από: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία).... 22 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα 1. Θαλάσσια τροφικά δίκτυα... 15 Εικόνα 2. Τροφικά επίπεδα (Από: Stergiou & Karpouzi, 2005)... 16 Εικόνα 3. Fishing down the marine food web (Από: Pauly et al., 1998)... 20 6

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Τα αλιεύματα ως πηγή τροφίμων Ως πηγή τροφής τα νερά της Γης, θαλάσσια και γλυκά, έχουν υποεκτιμηθεί επί πάρα πολλά χρόνια. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό όταν οι περιοχές της θάλασσας και των γλυκών νερών συγκρίνονται με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις της Γης, σαν πηγές τροφής. Το γεγονός αυτό προκάλεσε σοβαρές καθυστερήσεις στην αλιευτική έρευνα και στην ανάπτυξη της αλιευτικής βιομηχανίας. Τα αλιεύματα καταλαμβάνουν μια ξεχωριστή θέση στη δίαιτα του ανθρώπου, ιδιαίτερα των κατοίκων των παραθαλάσσιων και των περιοχών που διαβρέχονται από εσωτερικά νερά. Υψηλή βιολογική αξία, πλούτος σε ανόργανα άλατα και βιταμίνες, μεγάλη πεπτικότητα και άριστες οργανοληπτικές ιδιότητες, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Με τον όρο αλιεύματα χαρακτηρίζονται όλοι οι υδρόβιοι ζωικοί οργανισμοί που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για την διατροφή του ή μετά από κατάλληλη επεξεργασία και μετατροπή τους σε διάφορα προϊόντα (π.χ. ιχθυάλευρο) (Παπαναστασίου, 1987). Στα αλιεύματα περιλαμβάνονται πολυάριθμα ζωικά είδη, που ανήκουν σε πολλές και διαφορετικές ταξινομικές ομάδες, όπως ψάρια, μαλάκια, μαλακόστρακα, εχινόδερμα, ερπετά, αμφίβια, θηλαστικά, σφουγγάρια και ανθόζωα. Τα ψάρια αντιπροσωπεύουν την πολυπληθέστερη ταξινομική ομάδα μέσα στα αλιεύματα. Οι στατιστικές αποδεικνύουν ότι τα αλιεύματα αποτελούν τη βασική πηγή ζωικών πρωτεϊνών για τους φτωχούς κυρίως λαούς. Τα περισσότερα είδη αλιευμάτων είναι βρώσιμα. Υπάρχουν όμως και ορισμένα μη βρώσιμα αλιεύματα όπως τα σφουγγάρια, τα ανθόζωα (κοράλλια και θαλάσσιες ανεμώνες) και άλλα, μικρότερης όμως σημασίας. Ο χαρακτηρισμός ως αλιευμάτων μόνο των βρώσιμων ειδών δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής. Το ίδιο το αλίευμα στη μια περίπτωση μπορεί να είναι βρώσιμο και στην άλλη μη βρώσιμο. Π.χ. οι ρέγκες (Clupea harengus) όταν χρησιμοποιούνται για νωπή κατανάλωση, κονσερβοποίηση, αλάτιση, κάπνιση, κατάψυξη κ.λπ. θεωρούνται αλιεύματα, ενώ το ίδιο ιχθυολογικό είδος όταν χρησιμοποιείται για την παραγωγή ιχθυαλεύρων δεν θεωρείται αλίευμα. 1.2. Ελλάδα και αλιεία Η Ελλάδα είναι μια μεσογειακή χώρα γεωγραφικά τοποθετημένη στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Με συνολικό μήκος ακτών 15.000 χιλιόμετρα η Ελλάδα κατέχει μια μεγάλη παράδοση στην αλιεία. Τα 4.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής της ηπειρωτικής χώρας και τα 11.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής των χιλιάδων κατοικημένων και ακατοίκητων νησιών και των βραχονησίδων του Ιονίου και του Αιγαίου ευνοούν εξαιρετικά την αλιεία και καθορίζουν λίγο ως πολύ τον τρόπο αλιείας. Η έντονη ποικιλομορφία του ανάγλυφου προσδίδει στις ακτές ιδιαίτερη οικολογική αξία, η οποία είναι ακόμη μεγαλύτερη στα νησιά λόγω ακριβώς του αυτόνομου γεωγραφικού τους χαρακτήρα. Ο βυθός των ελληνικών θαλασσών, σύμφωνα με τις μελέτες των ωκεανογραφικών ινστιτούτων και των υδρογραφικών υπηρεσιών, εμφανίζεται ανώμαλος και παρουσιάζει υποβρύχιες οροσειρές, κοιλάδες, πεδιάδες, βαθιά ανοίγματα και ύφαλους. 7

Τα αίτια γι' αυτή τη διαμόρφωση οφείλονται κυρίως στους ποταμούς, που συνεχώς μεταφέρουν και συσσωρεύουν στο βυθό διάφορες ύλες, στα ηφαίστεια που δημιουργούν υφάλους και νησιά και σε διάφορους άλλους παράγοντες. Το θαλάσσιο περιβάλλον της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από πλούσια βιοποικιλότητα. Από τα 579 είδη ψαριών που ζουν στη Μεσόγειο, τα 370, εκ των οποίων περισσότερα από 35 είναι εισβολείς, απαντώνται στις ελληνικές θάλασσες (www.fishbase.org). Επίσης ξεχωριστό είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η παράκτια ζώνη, αφού στις βραχώδεις ακτές και στο θαλάσσιο τμήμα της συγκεντρώνονται τα περισσότερα είδη (ενδημικά και μη), που βρίσκουν εδώ τις κατάλληλες περιοχές για την αναπαραγωγή και τη διατροφή τους. Η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) και η θαλάσσια χελώνα (Caretta caretta) είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα σπάνιων και απειλούμενων ειδών για την επιβίωση των οποίων έχουν μοναδική σημασία τα παράκτια ενδιαιτήματα και οι παραλίες της Ελλάδας. Σήμερα, η τεράστια ποικιλία των ελληνικών ιχθυηρών και η εξαιρετική τους ποιότητα επιβάλλει την διεθνή τους αναγνώριση. Παρόλο που η σύγχρονη τεχνολογία έχει αλλάξει τη βιομηχανία αλιείας παγκοσμίως, η πλειοψηφία των Ελλήνων παράκτιων ψαράδων συνεχίζει να ψαρεύει με τις παραδοσιακές μεθόδους, χρησιμοποιώντας τις πεντάμετρες ή εξάμετρες βάρκες τους, οι οποίες αποτελούν το 90% του συνολικού ελληνικού στόλου. Η ελληνική αλιεία προσφέρει περίπου 130.000-160.000 τόνους ψαριών και άλλων θαλασσινών κάθε χρόνο. Περίπου το 90% αυτού του συνόλου αλιεύεται στο Αιγαίο Πέλαγος. Τα σημαντικότερα είδη είναι σαρδέλες (Sardina pilchardus), γάβροι (Engraulis encrasicolus), συναγρίδες (Dentex dentex), λαβράκια (Dicentrarchus labrax) και μεσογειακά μύδια (Mytilus sp., Penia sp.). Στο Ιόνιο πέλαγος στη Δυτική Ελλάδα αλιεύονται κυρίως ευρωπαϊκές σαρδέλες (Sardina pilchardus), γάβροι (Engraulis encrasicolus) και μαρίδες (Spicara smaris), ενώ από τις θαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας προέρχονται αρκετές χιλιάδες τόνοι ξιφία (Xiphias gladius) και τόνου (Thunnus thynnus). Όσον αφορά την ποικιλία των αλιευμάτων, η αντζούγια (Engraulis encrasicolus) και τα μεσογειακά μύδια (Mytilus sp., Penia sp.) είναι τα κύρια είδη που ακολουθούνται από τη σαρδέλα (Sardina pilchardus). Ο υπόλοιπος όγκος αλιεύματος αποτελείται από μια μεγάλη ποικιλία θαλασσίων ψαριών. Η ελληνική αλιεία του γλυκού νερού της ενδοχώρας διοχετεύει στην αγορά περίπου 20.000-30.000 τόνους ψαριών ετησίως. Παράλληλα, από τα ιχθυοτροφεία προέρχεται περισσότερο από το 1/3 της ελληνικής παραγωγής ψαριών. Με ετήσιο ποσοστό αύξησης περίπου 10% η ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους βιομηχανικούς τομείς της Ελλάδας. Αυτή η επιτυχία βασίζεται εν μέρει στις φυσικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, όπως είναι το ήπιο κλίμα, τα καθαρά ύδατα, τα 3.000 νησιά της, και η μεγάλη της ακτογραμμή. Τα σημαντικότερα εκτρεφόμενα είδη είναι η συναγρίδα (Dentex dentex), το λαβράκι (Dicentrarchus labrax), το ευρωπαϊκό χέλι (Anguilla anguilla), ο κυπρίνος (Cyprinus carpio) και σε μικρότερη ποσότητα η πέστροφα (Salmo trutta). Η Ελλάδα παράγει το 60% της συνολικής παραγωγής σε συναγρίδα (Dentex dentex) και λαβράκι (Dicentrarchus labrax) που εκτρέφονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σχεδόν τη μισή από την παγκόσμια παραγωγή. Τα 3/4 της παραγωγής εξάγονται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 8

Οι σημαντικότερες ευρωπαϊκές αγορές για συναγρίδα (Dentex dentex) και λαβράκι (Dicentrarchus labrax) είναι η Ισπανία, η Γαλλία, η ίδια η Ελλάδα, η Τουρκία και η Πορτογαλία. Η ζήτηση αυξάνεται επίσης στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Η σημαντικότερη αγορά για τα ελληνικά ψάρια γενικά είναι η Ιταλία, αλλά η ζήτηση αυξάνεται επίσης και στη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ισπανία. Η μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση ψαριών στην Ελλάδα είναι περίπου 27 κιλά, γεγονός που τοποθετεί την Ελλάδα σχεδόν στο ίδιο υψηλό επίπεδο με την Ιταλία, τη Δανία και τον Καναδά. Η Ελλάδα εξάγει κυρίως φρέσκα και κατεψυγμένα ψάρια και θαλασσινά, και λιγότερο επεξεργασμένα προϊόντα. Τα μύδια (Mytilus sp., Perna sp.) είναι στην κορυφή του καταλόγου των εξαγωγών των θαλασσινών. Στη δεύτερη θέση είναι η συναγρίδα (Dentex dentex) φρέσκια ή κατεψυγμένη και στην τρίτη θέση είναι το λαβράκι (Dicentrarchus labrax), φρέσκο ή κατεψυγμένο. Ο κλάδος της κονσερβοποιίας ψαριών εξάγει περισσότερο από 1.600 τόνους προϊόντων ετησίως, κυρίως μύδια και μαλάκια. Τα περισσότερα από αυτά εξάγονται στη Γαλλία, στην Αλβανία, στη Γερμανία και στην Ιταλία Ο αλιευτικός στόλος της χώρας μειώνεται κατά τα τελευταία δέκα χρόνια και κατά την περίοδο 1991-2000 μειώθηκε κατά 13,5%. Οι εργαζόμενοι στον κλάδο αλιείας είναι σχεδόν σταθεροί σε αριθμό και ανέρχονται σε 40.153 άτομα (μέση τιμή περιόδου 1991-1997). Οι βασικοί λιμένες εκφόρτωσης στον ελληνικό χώρο βρίσκονται στις πόλεις Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Χαλκίδα, Πρέβεζα, Μεσολόγγι, Πάτρα, Πειραιάς, Κάλυμνος, Χίος, Κύμη, Μουδανιά, Μυτιλήνη, Βόλος, Ηράκλειο, Καλαμάτα, Φανάρι, Πόρτο Κουφό, ενώ οι λιμένες με οργανωμένες ιχθυόσκαλες είναι στις πόλεις Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Χαλκίδα, Πρέβεζα, Μεσολόγγι, Πάτρα, Πειραιάς, Κάλυμνος και Χίος. Ωστόσο, από τις ιχθυόσκαλες διακινείται μόνο το 25-30% της συνολικής παραγωγής, ενώ το υπόλοιπο διακινείται απευθείας. Ένα 10% περίπου προωθείται απευθείας σε μεταποιητικές μονάδες, κυρίως μικρά πελαγικά ψάρια. 1.3. Προβλήματα της αλιείας στην Ελλάδα Ο Ελληνικός αλιευτικός κλάδος αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα που συναντά σήμερα ο κλάδος αυτός σε όλη την Ευρώπη. Η υπεραλίευση, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των αποθεμάτων, των εκφορτώσεων και των εισοδημάτων, αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον των ιχθυοαποθεμάτων και του ίδιου του αλιευτικού κλάδου. Ο υψηλός ανταγωνισμός με την ερασιτεχνική αλιεία, την παράνομη αλιεία όπως και την τουριστική αλιεία, που η δράση τους είναι ανεξέλεγκτη, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, συμβάλλει στη μείωση των ιχθυαποθέματων. Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που δημιουργείται με την αλιεία είναι η ρύπανση του υδάτινου περιβάλλοντος από τις δραστηριότητες των αλιέων, όπως είναι οι απορρίψεις, τα καύσιμα και τα ατυχήματα με συνέπεια την υποβάθμιση αλιευτικών πεδίων. Επίσης η όξυνση του ανταγωνισμού, λόγω της παγκοσμιοποίησης της αγοράς αλιευτικών προϊόντων, αποτελεί μία επιπλέον πρόκληση. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας εξαρτάται από την ικανότητα προσαρμογής του κλάδου ώστε να 9

μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες που δημιουργούνται αφενός από την ανεπάρκεια των πόρων και αφετέρου από τη ζήτηση της αγοράς. Τα προβλήματα συνεχίζονται με την έλλειψη επαγγελματικής κατάρτισης των αλιέων, το υψηλό κόστος του αλιευτικού εξοπλισμού, των καυσίμων και των αλιευτικών εφοδίων, το υψηλό κόστος ταξιδιού και της συντήρησης σκαφών και εργαλείων, την απουσία καταβολής αποζημίωσης των πληγέντων αλιέων, έπειτα από άσχημες καιρικές συνθήκες ή από αυξημένη ρύπανση ή μόλυνση των υδάτων, την έλλειψη και ανεπάρκεια έργων υποδομής αλιείας, την παλαιότητα του στόλου και την ανεπάρκεια του εξοπλισμού, την μη ορθολογική διαχείριση αλιευτικών πόρων και αλιευτικών πεδίων, την ανεπαρκή εκπαίδευση και ενημέρωση στελεχών και τις διοικητικές και τεχνικές ανεπάρκειες. Επίσης έντονο πρόβλημα υπάρχει και στο κύκλωμα διακίνησης των αλιευμάτων, όπου παρατηρείται άμεση εξάρτηση του παραγωγού από τον έμπορο. Τέλος σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπάρχει το πρόβλημα της εκτίμησης της παραγωγής από την παράκτια αλιεία καθώς η κοντινότερη ιχθυόσκαλα, όπου εκφορτώνονται τα αλιεύματα τυγχάνει να βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση με συνέπεια να μην υπάρχει μια στοιχειώδης μέτρηση των δεδομένων της παραγωγής. 1.4. Υπεραλίευση Η παγκόσμια αλιευτική παραγωγή έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 40 χρόνια, καθώς έχει αυξηθεί η αποτελεσματικότητα του αλιευτικού στόλου, ο οποίος διαθέτει σήμερα μεγαλύτερα σκάφη, καλύτερα δίχτυα, νέες τεχνολογίες εντοπισμού των ψαριών. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται αύξηση των αλιευμάτων. Απλώς ο αλιευτικός στόλος στοχεύει πλέον σε μεγάλα βάθη και εκμεταλλεύεται τα τελευταία φυσικά καταφύγια των ψαριών κάτι που οδηγεί στον συστηματικό και με ταχύτατους ρυθμούς αποδεκατισμό των αποθεμάτων. H υπεραλίευση έχει σημαντικές επιπτώσεις στους ιχθυοπληθυσμούς, στην διατήρηση της βιοποικιλότητας και στην γενικότερη υγεία των θαλάσσιων βιοσυστημάτων. Με την χρησιμοποίηση μη επιλεκτικών εργαλείων και με τη βοήθεια της τεχνολογίας η αλιεία έχει επιφέρει εξάντληση ή σημαντική μείωση των ιχθυαποθεμάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agriculture Organization - FAO) μη επιλεκτικές αλιευτικές μέθοδοι (π.χ. αφρόδιχτα) ευθύνονται για την θανάτωση και την καταστροφή μεταξύ 18 και 40 εκατομμυρίων μετρικών τόνων θαλασσίων ειδών παγκοσμίως. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελούν τα συρόμενα εργαλεία (μηχανότρατες) που, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται στην παράκτια ζώνη, προκαλούν μεγάλη καταστροφή ισοπεδώνοντας ότι καλύπτει το βυθό της θάλασσας και εξαφανίζοντας κάθε μορφή ζωής που εξαρτάται από αυτόν. Επιπλέον η χρήση μη επιλεκτικών αλιευτικών εργαλείων ευθύνεται για το θάνατο πολλών θαλάσσιων θηλαστικών (π.χ. δελφίνια και φώκιες) και χελωνών ετησίως, που μπλέκονται σε αυτά και πνίγονται. Βασικοί λόγοι που οδηγούν στην εξαφάνιση πολλών θαλάσσιων ειδών, πέραν της υπεραλίευσης, είναι επίσης οι καταστροφικοί τρόποι αλιείας όπως η χρήση χημικών και εκρηκτικών ουσιών που προκαλούν ζημιές σε σημαντικούς θαλάσσιους βιότοπους και μειώνουν την ποικιλία της θαλάσσιας ζωής. Επίσης, η χρήση αλιευτικού εξοπλισμού κατά παράβαση των ορίων που θέτει η ευρωπαϊκή νομοθεσία και η αλιεία σε περιόδους απαγόρευσης πλήττουν σοβαρά τα ιχθυαποθέματα. 10

Tα μεγάλα πελαγικά είδη όπως ο τόνος (Τhunnus thynnus) και ο ξιφίας (Χiphias gladius) είναι από τα πρώτα είδη που πληρώνουν το τίμημα της ανεξέλεγκτης αλιείας στα διεθνή ύδατα καθώς αλιεύονται μεγάλα ποσοστά νεαρών και ανώριμων ατόμων και σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή για τη Διατήρηση του Τόνου του Ατλαντικού (ICCAT) το 90% των ενήλικων ερυθρών τόνων έχει ήδη εξαφανιστεί. Στα διεθνή ύδατα, η απουσία ενός ενιαίου, νομικά δεσμευτικού πλαισίου διαχείρισης επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση σε αλιευτικούς πόρους σε ένα "ανοικτό προς όλους" καθεστώς, που το εκμεταλλεύονται όχι μόνο οι Μεσογειακές αλλά και οι άλλες χώρες με μεγάλα αλιευτικά συμφέροντα, όπως η Ιαπωνία και η Kορέα. Ένα παράδειγμα υπεραλίευσης είναι στη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική, όπου η υπεραλίευση του μπακαλιάρου (Gadus morhua) έχει πάρει τέτοιες ανεξέλεγκτες διαστάσεις, που αν δεν ληφθούν μέτρα είναι απλώς θέμα λίγων ετών η πλήρης κατάρρευση του συστήματος. Από το 1994 έως το 2003 μειώθηκαν παγκοσμίως κατά 13% οι ποσότητες των ψαριών που αλιεύονταν. Το 2003 το 29% των αλιευμάτων των ανοικτών θαλασσών βρισκόταν στα όρια της εξαφάνισης. Επίσης το 1/3 σχεδόν της παγκόσμιας αλιευτικής παραγωγής απορρίπτεται στη θάλασσα, νεκρό και άχρηστο. H Μεσόγειος δυστυχώς δεν αποτελεί εξαίρεση από τον υπόλοιπο κόσμο, αντιμετωπίζοντας σοβαρές απειλές για το μέλλον των αλιευτικών πόρων και κατ' επέκταση, το μέλλον χιλιάδων ανθρώπων που εξαρτώνται από την αλιεία. Στην Ελλάδα, η ετήσια αλιευτική παραγωγή ανέρχεται γύρω στους 150.000 τόνους. Aν και τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν την παραγωγή να έχει σταθεροποιηθεί κατά τα τελευταία χρόνια, αυτό έχει επιτευχθεί κυρίως λόγω της συνεχούς αύξησης της αλιευτικής προσπάθειας. Σε εθνικό επίπεδο, ο τομέας της αλιείας απασχολεί περίπου 39.000 άτομα και το 80% αυτού του αριθμού εργάζονται στον τομέα της παράκτιας αλιείας όπου παρουσιάζεται πληθώρα προβλημάτων. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (European Environment Agency - ΕΕΑ) (www.eea.europa.eu), στην Ελλάδα το 65-70% των ψαριών που θεωρούνται εμπορικά υπεραλιεύονται και βρίσκονται εκτός ασφαλών βιολογικών ορίων. Πρόκειται για είδη όπως ο μπακαλιάρος (Gadus morhua), η κουτσομούρα (Mullus barbatus), ο τόνος (Thunnus thynnus) και ο ξιφίας (Xiphias gladius). Στοιχεία του Ινστιτούτου Αλιευτικών Ερευνών της Καβάλας (ΙΝ.ΑΛ.Ε) δείχνουν ότι υπεραλιευμένα είδη είναι επίσης το χταπόδι (Octopus vulgaris), η γαρίδα (Parapenaeus longirostris), η γαρίδα γάμπαρη (Penaeus kerathurus) και η καραβίδα (Astacus fulviatilis). 1.5. Προσανατολισμός της ελληνικής αλιείας και μέτρα διαχείρισης Το σημερινό διαχειριστικό σύστημα που εφαρμόζεται στη Ελλάδα λαμβάνει υπόψη του την αφθονία των ιχθυοπληθυσμών, τη γεωγραφική και κατά βάθος κατανομή των διαφόρων ειδών, τη γεωμορφολογία των ακτών και του βυθού, την κοινωνική και οικονομική διάρθρωση των κοινωνιών των παράκτιων περιοχών και βασίζεται σε ένα σημαντικό αριθμό νόμων και διοικητικών αποφάσεων που ελήφθησαν κυρίως στη δεκαετία του '50. Μολονότι οι περισσότερες από τις αποφάσεις αυτές δε βασίζονταν σε αποτελέσματα επιστημονικής έρευνας, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Τα μέτρα διαχείρισης, σύμφωνα με το ισχύον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: (α) τα μέτρα που στοχεύουν στον έλεγχο της αλιευτικής 11

προσπάθειας και (β) στα τεχνικά μέτρα που στοχεύουν στην προστασία των πόρων. Οι κυριότεροι στόχοι είναι ο έλεγχος της αλιευτικής θνησιμότητας και η ρύθμιση της αλιευτικής προσπάθειας. Τα μέτρα που περιορίζουν την αλιευτική προσπάθεια εισήχθηκαν σιγά-σιγά κατά την εξέλιξη της αλιευτικής πολιτικής της χώρας. Μεταξύ των μέτρων αυτών, άλλα στοχεύουν στον περιορισμό του αριθμού των αλιευτικών σκαφών, διαμέσου ενός συστήματος αδειών και μπορεί να χαρακτηριστούν ως άμεσα μέτρα. Άλλα μέτρα στοχεύουν στον καθορισμό ανώτατου ορίου στην αλιευτική προσπάθεια εκάστου σκάφους, εισάγοντας περιορισμούς στην μηχανική ισχύ και χωρητικότητα. Τα μέτρα αυτά χαρακτηρίζονται ως έμμεσα. Ο προσανατολισμός της ελληνικής αλιείας σε συμφωνία με την ισχύουσα Κοινή Αλιευτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι το μέσο με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση διαχειρίζεται την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια, και τα πολυετή προγράμματα προσανατολισμού έχουν στόχο τη βελτίωση της δομής και αποδοτικότητας του αλιευτικού στόλου, τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης, την ποιοτική αναβάθμιση του κλάδου της αλιείας και την ισορροπημένη και ορθολογική εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων με προτεραιότητες: την προσαρμογή της αλιευτικής προσπάθειας την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του στόλου την ανάπτυξη της μικρής και παράκτιας αλιείας την κοινωνική και οικονομική στήριξη του κλάδου. Η προσαρμογή της αλιευτικής προσπάθειας γίνεται κυρίως με τα προγράμματα διάλυσης των σκαφών σε συμφωνία με τα πολυετή προγράμματα προσανατολισμού της αλιείας έτσι ώστε να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ αλιευτικής προσπάθειας και αποθεμάτων. Η διαδικασία αυτή γίνεται με παράλληλη αποζημίωση των αλιέων για την απόσυρση των σκαφών. Η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός του στόλου είναι η εφαρμογή ενός συστήματος αντικατάστασης των υπαρχόντων παλαιών σκαφών με νεότερα, πιο κατάλληλα εξοπλισμένα, έτσι ώστε όχι μόνο να διευκολύνεται η αλιεία, αλλά ταυτόχρονα να εφαρμόζονται οι νεότεροι κανόνες υγιεινής πληρώματος και αλιεύματος, καθώς και ασφάλειας. Τα βασικά αποθέματα που ενδιαφέρουν τη διαχείριση της Μεσογείου θάλασσας με κατά συνέπεια και της Ελλάδας είναι τα εξής: Μικρά Πελαγικά: Πρόκειται για είδη που σχηματίζουν κοπάδια στην επιφάνεια ή σε μέσα βάθη. Το μήκος τους είναι μέχρι 20 εκατοστά με διάρκεια ζωής μόνο μερικά χρόνια. Έχουν υψηλή φυσική θνησιμότητα και ωριμάζουν αρκετά γρήγορα κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Τέτοια είδη είναι η σαρδέλα (Sardina pilchardus), ο γάβρος (Engraulis encrasicolus), το σκουμπρί (Scomber scombrus) και το σαυρίδι (Trachurus sp.). Μεγάλα Πελαγικά: Ζουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, σχηματίζουν μικρά κοπάδια και είναι μεταναστευτικά είδη. Ζουν αρκετά χρόνια και χαρακτηρίζονται από υψηλή ταχύτητα κολύμβησης. Τέτοια είδη είναι ο ξιφίας (Xiphias gladius) και ο τόνος (Thunnus thynnus). Αλιεύονται με κυκλικά δίχτυα, επιφανειακά παραγάδια και παρασυρόμενα δίχτυα. Βενθοπελαγικά: Απαντούν κοντά στο θαλάσσιο πυθμένα, ζουν αρκετά χρόνια, έχουν χαμηλή φυσική θνησιμότητα, χαμηλό ρυθμό αύξησης και ωριμάζουν αναπαραγωγικά μετά τα δύο τρία χρόνια ζωής. Περισσότερα από εκατό είδη ανήκουν 12

στην κατηγορία αυτή. Αλιεύονται με τράτες βυθού, δίχτυα, παγίδες και παραγάδια βυθού. Παράδειγμα αποτελεί ο μπακαλιάρος (Gadus morhua). Τα βασικά προβλήματα που υφίστανται στη διαχείριση των αλιευτικών αποθεμάτων της Μεσογείου θάλασσας είναι τα ανεπαρκή στατιστικά δεδομένα, η ελλιπής καταμέτρηση του στόλου και η απουσία διοικητικών και ελεγκτικών δομών. 1.6 Αντικείμενο μελέτης Τον Φεβρουάριο του 1998 στο περιοδικό Science δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο Fishing down marine food webs από τους συντάκτες D. Pauly και J. Dalsgaard του πανεπιστημίου British Columbia και τους V. Christensen, R. Froese and F. Torres Jr. από το Διεθνές Κέντρο για τη Διαχείριση Ζωντανών Υδρόβιων Πόρων (International Center for Living Aquatic Resources Management ICLARM) των Φιλιππινών. Στη μελέτη τους χρησιμοποίησαν την παγκόσμια αλιευτική παραγωγή συγκεντρωμένη από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων εθνών για την περίοδο 1950 1994 και με εκτίμηση των τιμών των τροφικών επιπέδων των ειδών από την σύνθεση της διατροφής τους απέδειξαν ότι το μέσο τροφικό επίπεδο της παγκόσμιας αλιευτικής παραγωγής έχει μια πτωτική τάση της τάξεως του 0,10 ανά δεκαετία τα τελευταία 45 χρόνια. Αυτή η διεργασία έγινε γνωστή με το όνομα Fishing down marine food webs και αναφερεται στην μείωση των μεγάλου μεγέθους ψαριών, που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις στις τροφικές αλυσίδες, της αλιευτικής παραγωγής μιας υπό μελέτη περιοχής. Το αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας βασίζεται στην παραπάνω υπόθεση για την περίπτωση των ελληνικών θαλασσών σε ένα διάστημα 25 ετών (1982 2006). 13

2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα εργασία περιλαμβάνει επεξεργασία των δεδομένων με στατιστικά προγράμματα (Past, MS Excel) στα οποία εισήχθησαν τα δεδομένα εκφορτώσεων των 15 ειδών υπό μελέτη. Τα δεδομένα προέρχονται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος και αφορούν το διάστημα 1982-2006. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τις βάσεις δεδομένων Fishbase και Seaaroundus για την εύρεση των τροφικών επιπέδων των ειδών. Με την μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων έγινε γραμμική παλινδρόμηση και υπολογίστηκε το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας p για το συντελεστή κλίσης της κάθε ευθείας όπως επίσης και ο συντελεστής προσδιορισμού R 2. Το r του κάθε γραφήματος αναφέρεται στον συντελεστή συσχέτισης Spearman. 2.1. Θαλάσσια τροφική αλυσίδα Σαν τροφική αλυσίδα ορίζεται η διαδοχή της οργανικής ύλης από ένα μικρότερο οργανισμό, σε έναν άλλο, μεγαλυτέρου μεγέθους. Στην θάλασσα ο κύκλος της ζωής περνά από διάφορες διαδοχικές φάσεις, που χαρακτηρίζονται από μια σύνθετη αλληλουχία βιολογικών και χημικών φαινομένων (Παπαναστασίου, 1987). Ο πρώτος και βασικός κρίκος της τροφικής αλυσίδας είναι το φυτοπλαγκτόν, που αποτελείται από απειράριθμα μικροσκοπικά φύκη, διατομα, κ.λπ., που είναι κατανεμημένο στις διάφορες θαλάσσιες ζώνες. Το φυτοπλαγκτόν, είναι αυτότροφο και με την φωτοσύνθεση, από τις ανόργανες ουσίες, δηλαδή το και τα διαλυμένα στο νερό άλατα και την επίδραση του ηλιακού φωτός, κατασκευάζει την οργανική του ουσία. Κανένας άλλος ζωντανός οργανισμός δεν διαθέτει την ικανότητα αυτή, παρά μόνο οι φυτικοί οργανισμοί που διαθέτουν χλωροφύλλη, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και το φυτοπλαγκτόν. Οι χλωροφυλλούχοι φυτικοί οργανισμοί είναι αυτοί που εξασφαλίζουν τη ζωή πάνω στον πλανήτη. Στον επόμενο κρίκο της τροφικής αλυσίδας, οι φυτοφάγοι ζωικοί οργανισμοί που απαρτίζουν το ζωοπλαγκτόν, τρέφονται από το φυτοπλαγκτόν. Οι οργανισμοί αυτοί λέγονται ετερότροφοι, ακριβώς γιατί η τροφή τους αποτελείται από άλλους οργανισμούς, όντας ανίκανοι να την κατασκευάσουν μόνοι τους. Στην συνέχεια στον τρίτο κρίκο της τροφικής αλυσίδας, οι φυτοφάγοι ζωοπλαγκτονικοί οργανισμοί, καταναλώνονται με την σειρά τους από αλλά μεγάλα σαρκοφάγα υδρόβια ζώα. Και συνεχίζοντας την αλυσίδα, οι μικρότεροι υδρόβιοι ζωικοί οργανισμοί καταναλώνονται από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος κ.ο.κ. 14

Εικόνα 1. Θαλάσσια τροφικά δίκτυα 2.2. Τροφικά επίπεδα και τροφικά δίκτυα: Kαθορισμός και εκτίμηση Η θήρευση είναι μία από τις βασικές διαδικασίες διαμόρφωσης της διάρθρωσης των θαλάσσιων οικοσυστημάτων (Darwin, 1876, Volterra, 1926, Jones, 1982, Walters & Juanes, 1993, Pimm, 2002). Λόγω του ιξώδους του νερού, το σχήμα του σώματος, τουλάχιστον στα πελαγικά ψάρια είναι αυστηρά περιορισμένο, συνεπώς το μέγεθος του σώματος επιδρά στο μέγεθος του στόματος, και αυτό εν συνεχεία στο μέγεθος του θηράματος και αυτό καθιστά μια προβλέψιμη αναλογία μεγέθους θηρευτή/θηράματος, με τα αρπακτικά να είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερα από τα θηράματά τους (Ursin, 1973). Ο σύγχρονος ορισμός του τροφικού επιπέδου, εκφράζοντας την τάση των μεγαλύτερων (και λιγότερο άφθονων) ψαριών να τρέφονται με μικρότερα (πιο άφθονα) ψάρια, τα οποία τρέφονται με ζωοπλαγκτόν και εν συνέχεια με πρωτογενείς παραγωγούς, προήλθε από τους Elton (1927) και Lindeman (1942) οι οποίοι παρουσιάζουν το τροφικό επίπεδο σαν μια κατηγοριοποιημένη οντότητα, που βασίζεται στην ύπαρξη άλλων οντοτήτων, όπως τους πρωτογενείς παραγωγούς, καταναλωτές πρώτης τάξης, καταναλωτές δεύτερης τάξης, κ.λπ. Το τροφικό επίπεδο εκφράζει τη θέση ενός είδους σε ένα θαλάσσιο τροφικό ιστό, συνεπώς καθορίζεται ο ρόλος του στο οικοσύστημα (Pauly & Christensen, 2000). Τα τροφικά επίπεδα δεν είναι ιδιότητες των οργανισμών οι οποίες κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τις διατροφικές προτιμήσεις, αλλά αφορούν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οργανισμών. Η εκτίμηση του τροφικού επιπέδου απαιτεί γνώση της λείας που τρέφεται ένα είδος και των ποσοτήτων της. Στα θαλάσσια οικοσυστήματα, οι τιμές των τροφικών επιπέδων των καταναλωτών γενικά κυμαίνονται μεταξύ 2,0, για τη σίτιση των ειδών αποκλειστικά με φυτά ή 15

θραύσματα τροφής, με 5,5 για τα σαρκοφάγα, με την τελευταία τιμή που χαρακτηρίζει ορισμένα ειδικά αρπακτικά που τρέφονται με θαλάσσια θηλαστικά (Pauly et al., 2000). Ο ρόλος των ψαριών μέσα στα οικοσυστήματα είναι κυρίως συνάρτηση του μεγέθους τους διότι τα μικρόσωμα ψάρια είναι λογικό να έχουν μεγαλύτερο αριθμό θηρευτών απ ότι τα μεγαλόσωμα ψάρια. Από την άλλη πλευρά, διάφορες ανατομικές και φυσιολογικές προσαρμογές μπορεί να οδηγήσουν σε τροφική εξειδίκευση, καθιστώντας τα είδη ικανά να λειτουργούν ως φυτοφάγα, με τροφικό επίπεδο 2,0, ή ως σαρκοφάγα με τροφικά επίπεδα που γενικά ποικίλλουν από 3,0 ως περίπου 4,5. Σε γενικές γραμμές, τα ψάρια έχουν τροφικά επίπεδα που κυμαίνονται μεταξύ 2,0 και 4,7, τα θαλάσσια θηλαστικά μεταξύ 3,2 και 5,5 και τα κεφαλόποδα και τα θαλασσοπούλια μεταξύ 3,0 και 5,0, με τα περισσότερα κεφαλόποδα περίπου 3,7 και τα περισσότερα θαλασσοπούλια να έχουν τροφικά επίπεδα μεγαλύτερα από 4,0, ενώ άλλα ασπόνδυλα κατά κανόνα περιορίζονται σε τροφικά επίπεδα κάτω του 3,0 (Froese et al., 2005). Εικόνα 2. Τροφικά επίπεδα (Από: Stergiou & Karpouzi, 2005) Επιπλέον, το τροφικό επίπεδο ενός είδους αλλάζει κατά τη διάρκεια της οντογένεσής του. Η μάζα σώματος πολλών ειδών αυξάνεται κατά 5 τάξεις μεγέθους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Είδη ταχείας ανάπτυξης μπορούν να αρχίσουν τη ζωή τους ως θηράματα και να καταλήξουν ως κύρια αρπακτικά μέσα σε διάστημα ενός έτους. Οι προνύμφες, που καταναλώνουν φυτοφάγο ζωοπλαγκτόν (δηλ. ζωοπλαγκτόν που καταναλώνει φυτοπλαγκτόν με τροφικό επίπεδο 2,0), έχουν ένα τροφικό επίπεδο κοντά στο 3,0. Τα ιχθύδια καταναλώνουν μεγαλύτερο ζωοπλαγκτόν και μικρά ψάρια ή βενθικά ασπόνδυλα, γεγονός που οδηγεί στην αύξηση του τροφικού τους επιπέδου. Η μέγιστη τιμή του τροφικού επιπέδου είναι περίπου 4,5 για τα αμιγώς ιχθυοφάγα, μεγαλόσωμα είδη. Για τον καθορισμό του τροφικού επιπέδου ενός είδους, πρέπει να ληφθούν υπ όψιν η σύσταση της διατροφής του και τα τροφικά επίπεδα της λείας του. 16

Το τροφικό επίπεδο μιας ομάδας ψαριών (άτομα, πληθυσμοί, είδη) καθορίζεται από: Τροφικό επίπεδο (TL) = 1 + Μέσο τροφικό επίπεδο της λείας του. Ο καθορισμός του τροφικού επιπέδου μπορεί να εκφραστεί πιο αυστηρά από τον τύπο: όπου TLj είναι το τροφικό επίπεδο της λείας j, DC ij αντιπροσωπεύει το κλάσμα του j στην δίαιτα του i και G είναι το σύνολο των ειδών που ανήκουν στην λεία του καταναλωτή. Έτσι το τροφικό επίπεδο των ψαριών και άλλων υδρόβιων ζώων παίρνει όλες τις τιμές ανάμεσα στο 2,0 το 5,5, με την τελευταία τιμή να είναι σπάνια ακόμα και στα μεγάλα ψάρια όπως οι καρχαρίες, χαρακτηρίζοντας μόνο εξειδικευμένους θηρευτές θαλασσίων θηλαστικών (π.χ. φάλαινες) (Pauly et al. 1998, Froese & Pauly 2000, Stergiou & Karpouzi 2002, Kaschner et al. 2004). Το Διεθνές Βιολογικό Πρόγραμμα (International Biological Program) το 1960 καθιέρωσε την τιμή 1 για το τροφικό επίπεδο των πρωτογενών παραγώγων και θραυσμάτων τροφής συμπεριλαμβανομένων και μερικών βακτηρίων (Matthews 1993). Ωστόσο η μέθοδος ανάλυσης του στομάχου μπορεί να θεωρηθεί αμφισβητήσιμη λόγω μερικών προβλημάτων, όπως ότι αντικατοπτρίζει την δίαιτα των προηγουμένων ωρών, η δίαιτα μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την εποχή και κατά διαστήματα και η λεία με σκληρά μέρη (π.χ. ωτόλιθοι) εμφανίζεται καλύτερα στις αναλύσεις από την αντίστοιχη που περιέχει πλαγκτόν, θραύσματα τροφής κ.λπ. Μια άλλη αξιόλογη μέθοδος μέτρησης του τροφικού επιπέδου είναι η ανάλυση σταθερού ισοτόπου του Νατρίου. Οι οργανισμοί έχουν την τάση να είναι 3 εμπλουτισμένοι σε όσον αφορά την τροφή τους και το δ το οποίο είναι ένας δείκτης της σχετικής αφθονίας του σταθερού ισοτόπου του Νατρίου χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει το τροφικό επίπεδο ενός είδους. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι μπορεί να υποδεικνύει την δίαιτα του οργανισμού κατά περιόδους από μήνες έως χρόνια. Το τροφικό επίπεδο αποτελεί μια σημαντική οικολογική παράμετρο για την διερεύνηση της δομής των θαλασσίων οικοσυστημάτων. Έτσι, παρόλο που ο αριθμός των ειδών των ψαριών, κεφαλοπόδων, θαλασσίων θηλαστικών και θαλασσίων πουλιών διαφέρει από οικοσύστημα σε οικοσύστημα σε όλα κυριαρχούν είδη με τροφικά επίπεδα 3,2 έως 3,3 (Froese et al. 2005), δηλαδή είδη παμφάγα με προτίμηση τους ζωικούς οργανισμούς. Το τροφικό επίπεδο είναι επίσης ένας σημαντικός δείκτης για την εκτίμηση των επιπτώσεων της αλιείας στα θαλάσσια οικοσυστήματα, τόσο άμεσα (πχ. για την εκτίμηση της πρωτογενούς παραγωγής, για την υποστήριξη συγκεκριμένης αλιευτικής παραγωγής κ.α.) όσο και έμμεσα. 17

2.3. Η Βάση Δεδομένων FishΒase Η FishBase είναι ένα σύστημα πληροφοριών που περιέχει τα βασικά στοιχεία της βιολογίας και της οικολογίας όλων των ψαριών του πλανήτη. Είναι πιο συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη εγκυκλοπαίδεια για τα ψάρια που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να τροποποιηθεί από κατηγορίες ανθρώπων του επιστημονικού ή όχι δυναμικού. Περιέχει, γενικά, δεδομένα για τη βιολογία και την οικολογία (π.χ. ηλικία, αύξηση, αναπαραγωγή, θνησιμότητα, τροφικό επίπεδο) 29.300 περίπου ειδών ψαριών, 218.200 κοινά ονόματα ψαριών σε διάφορες γλώσσες (μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά), περισσότερα από 80.000 συνώνυμα, 42.400 φωτογραφίες, γραμματόσημα με ψάρια, βίντεο και ήχους ψαριών, χάρτες εξάπλωσης και βιοποικιλότητας, στοιχεία αλιευτικής παραγωγής ανά οικοσύστημα, και πολλές άλλες πληροφορίες. Η FishBase δημιουργήθηκε στο Διεθνές Κέντρο για τη Διαχείριση των Έμβιων Υδάτινων Πόρων International Center for Living Aquatic Resources Management (ICLARM) σε συνεργασία με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας - Food and Agriculture Organization (FAO) των Ηνωμένων Εθνών και πολλών άλλων συνεργατών. Χρηματοδοτείται κυρίως μέσω των συνεχών επιχορηγήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ιδέα τις ίδρυσης της FishBase συνελήφθη το 1987 από τον Daniel Pauly ο οποίος εμπνευσμένος από τη συγκέντρωση δεδομένων του FAO πρότεινε τη μεταφορά αυτών των στοιχείων σε μια τυποποιημένη και συνεχώς εμπλουτιζόμενη βάση δεδομένων που σκόπευε να χρησιμοποιήσει για την έρευνά του, αλλά και να την καταστήσει διαθέσιμη σε άλλους, μέσω αυτού που έπειτα έγινε γνωστό ως πρόγραμμα λογισμικού ICLARM (Pauly et αl., 1995). Έτσι, η υλοποίηση της FishBase άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 (Froese & Pauly, 1990), κυκλοφόρησε μαζικά σε CD-ROM το 1995 αναβαθμιζόμενη σε τακτά χρονικά διαστήματα (Froese & Pauly, 1994, 1998, 2000, 2004). Στο Διαδίκτυο (http://www.fishbase.org/) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1998. Από τότε ενημερώνεται σε μηνιαία βάση. To 2000 συγκροτήθηκε το FishBase Consortium (FBC) αποτελούμενο από 7 μέλη (Museum Νational d Histoire Νaturelle, Paris, France; Musιe Royal de l Afrique Centrale, Tervuren; Swedish Museum of Natural History, Stockholm, Sweden; Institut fur Meereskunde, Kiel, Germany; FAO, Rome, Italy; WorldFish Center, Philippines; and Fisheries Centre, UBC, Canada). Το Σεπτέμβριο του 2004, έγινε δεκτό, ως το 8 ο μέλος του FBC, το Τμήμα Βιολογίας (Εργαστήριο Ιχθυολογίας) του ΑΠΘ. Το FBC είναι υπεύθυνο για την υποστήριξη και την ανάπτυξη της FishBase. Η έκταση της FishBase είναι μεγάλη. Οι πληροφορίες για τη βιολογία ψαριών είναι δομημένες σε περισσότερους από 1.000 τομείς βάσεων δεδομένων που ομαδοποιούνται σε 60 σημαντικούς και 70 δευτερεύοντες πίνακες με συνολικά περισσότερα από δύο εκατομμύρια αρχεία. Μια εργασία τέτοιου μεγέθους και πολυπλοκότητας περιέχει αναπόφευκτα λάθη και αποκλίσεις. Τα προβλήματα που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν οι χρήστες της FishBase είναι τεσσάρων βασικών τύπων: Κενοί τομείς, αν και οι πληροφορίες υπάρχουν και θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί, αλλά πιθανόν να μην είναι διαθέσιμες ή δεν έχουν δημοσιευτεί και επεξεργαστεί ακόμα. Λανθασμένες καταχωρήσεις, δηλαδή είτε καταχωρήσεις που δεν υποστηρίζονται από τη δοθείσα αναφορά, είτε αναπαραγωγή ενός προφανούς λάθους στη δοθείσα αναφορά. 18

Λάθη που αφορούν στην αντιστοίχιση των εντολών πρόσβασης στα δεδομένα (Myers, 1979, Bruce, 1980, Ozkarahan, 1990, Pfleeger, 1992). Πίνακες που θα έπρεπε να είχαν σχεδιαστεί διαφορετικά. Είναι εύλογο ότι με 29.300 γνωστά είδη ψαριών η κάλυψη όλων των επιστημονικών πεδίων που αφορούν σε αυτά (οικολογία, βιολογία, γεωλογία) είναι ανέφικτη στο πέρασμα λίγων μόλις χρόνων από τη συλλογή των πληροφοριών, πράγμα στο οποίο αποσκοπεί η ομάδα της FishBase. Οι ελλείψεις είναι οι εξής: Πλήρεις πίνακες ελέγχου (χωρών/ νησιών, θαλασσίων και εσωτερικών υδάτων) Συμπεριφορά ψαριών (καλύπτει μόνο την αναπαραγωγική και διατροφική συμπεριφορά) Παραδοσιακοί χάρτες διανομής (όχι μόνο το μέρος όπου έγινε η αναφορά ενός είδους) Το τροφικό επίπεδο των 12 υπό μελέτη ψαριών στην παρούσα εργασία προέρχεται από την ιστοσελίδα Fishbase στην οποία υπάρχουν εκτιμήσεις τροφικών επίπεδων ειδών από την σύνθεση της διατροφής τους (το τροφικό επίπεδο των ειδών Engraulis encrasicolus και Trachurus picturatus προέρχεται από την ανάλυση μεμονωμένων τροφικών αντικειμένων και όχι από την σύνθεση της διατροφής τους) ενώ το τροφικό επίπεδο των κεφαλόποδων προέρχεται από την ιστοσελίδα seaaroundus. Τα ενδιαιτήματα των ψαριών προέρχονται επίσης από την ιστοσελίδα Fishbase. Πίνακας 1. Μέσο τροφικό επίπεδο για τα 15 υπό μελέτη είδη (Από: Fishbase, Searoundus) Είδos Κοινό όνομα Μέσο τροφικό επίπεδο Ενδιαίτημα Ψάρια Sarda sarda Atlantic bonito παλαμίδα σάρδα 4,5 Ωκεανικό Xiphias gladius Swordfish ξιφίας 4,49 Επιπ/Μεσοπελαγ. Thunnus thynnus Atlantic bluefin tuna Τόνος κόκκινος 4,43 Ωκεανικό Katsuwonus pelamis Skipjack Κατσουβόνεια παλαμίδα 4,35 Επιπ/Μεσοπελαγ. Scomber scombrus Atlantic mackerel Σκουμπρί 3,65 Ωκεανικό Trachurus trachurus Atlantic horse mackerel σαυρίδι κοινό 3,64 Ωκεανικό Sardinella aurita Gilt sardine Φρίσσα 3,4 Ωκεανικό Trachurus picturatus Blue Jack mackerel μαυροσαύριδο 3,32 Ωκεανικό Engraulis encrasicolus Anchovy - γάβρος Ευρωπαϊκός 3,11 Ωκεανικό Scomber japonicus Chub mackerel κολιός 3,09 Επιπ/Μεσοπελαγ. Sardina pilchardus European pilchard σαρδέλα 3,05 Ωκεανικό Sprattus sprattus Sprat παπαλίνα 3,0 Ωκεανικό Κεφαλόποδα Sepia officinalis Cuttlefish Σουπιά φαρμακευτική 3,6 Παράκτιο Todarodes sagittatus Flying Squid θράψαλο 3,2 Ωκεανικό Loligo vulgaris Common squid Καλαμάρι κοινό 3,2 ημι-βενθοπελαγικό 19

2.4. H Υπόθεση fishing down the marine food web Τα τελευταία χρόνια, νέες προσεγγίσεις επιτρέπουν στην έρευνα της αλιείας να τεθεί σε οικοσυστηματικό πλαίσιο. Τέτοιες προσεγγίσεις βασίζονται στην χρήση του τροφικού επίπεδου και η συγκεκριμένη εργασία ερευνά την υπόθεση fishing down the marine food web, η οποία αναφέρεται στην μείωση του μέσου τροφικού επιπέδου της αλιευτικής παραγωγής διότι η αλιεία αφαιρεί επιλεκτικά τα μεγαλύτερα άτομα που τοποθετούνται γενικά σε υψηλότερα τροφικά επίπεδα, τόσο ενδοειδικά όσο και διαειδικά. Επειδή το τροφικό επίπεδο των θαλάσσιων οργανισμών αυξάνει με το μέγεθος, τόσο ενδοειδικά όσο και διαειδικά (Froese & Pauly, 2000, Stergiou & Karpouzi, 2002), επιτρέπει τον προσδιορισμό των επιπτώσεων της αλιείας στα θαλάσσια οικοσυστήματα, και αυτό επειδή η αλιεία μειώνει τη σχετική συμμετοχή των μεγαλόσωμων οργανισμών στο αλίευμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το αλίευμα να κυριαρχείται από μικρόσωμους οργανισμούς που έχουν χαμηλό τροφικό επίπεδο (Pauly et al., 1998). Το μέσο τροφικό επίπεδο (TLm) της αλιευτικής παραγωγής μιας συγκεκριμένης περιοχής έχει προταθεί ως δείκτης της αλιείας που προκαλεί επιπτώσεις στο επίπεδο της τροφικής αλυσίδας (Pauly et al., 1998, Rochet & Trenkel, 2003). Τα τελευταία 45 χρόνια, το TLm έδειξε μια σαφή πτωτική τάση με ρυθμό 0,10 ανά δεκαετία και παρόλο που είναι ευαίσθητος στους οικονομικούς και τεχνολογικούς παράγοντες (Caddy et al., 1998), διάφορες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την τάση αυτή σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα (Stergiou & Koulouri, 2000, Pauly et al., 2001, Pinnegar et al., 2003, Sala et al., 2004). Η έννοια τροφικό επίπεδο έχει σημαντικά δαχειριστικά προβλήματα και η ισορροπία των τροφικών επιπέδων είναι ένας στόχος, που συνδέεται με σαφώς καθορισμένους δείκτες (π.χ. συνολική ετήσια απομάκρυνση από κάθε τροφικό επίπεδο) και με σημεία αναφοράς (π.χ. ανώτατη % ετήσια απομάκρυνση) (Gislason et al., 2000). Εικόνα 3. Fishing down the marine food web (Από: Pauly et al., 1998) 20

2.5. Θαλάσσιος τροφικός δείκτης (Marine trophic index MTI) Ο όρος θαλάσσιος τροφικός δείκτης (ΜΤΙ) είναι το όνομα της Συνόδου για την Βιολογική ποικιλότητα (Convention on Biological Diversity - CBD) για το μέσο τροφικό επίπεδο (TLm) των αλιευτικών εκφορτώσεων το οποίο καθιερώθηκε το 2004 ως ένας δείκτης βιοποικιλότητας, συγκεκριμένα για τον πλούτο και την αφθονία των μεγάλου τροφικού επιπέδου ψαριών. Το μέσο τροφικό επίπεδο (TLm) υπολογίζεται για κάθε έτος j ως εξής (Pauly et al., 1998): όπου TLm είναι το μέσο τροφικό επίπεδο των εκφορτώσεων κατά το έτος j, Y ij είναι εκφόρτωση του είδους i το έτος j και TL i είναι το τροφικό επίπεδο του είδους i. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα εκφορτώσεων από την Εθνική στατιστική Υπηρεσία για ένα διάστημα 25 ετών (1982-2006) (Πίνακας 2). 21

Πίνακας 2. Ετήσιες εκφορτώσεις για τα 15 εξεταζόμενα είδη στην Ελλάδα για περίοδο 24 ετών (1982-2006) (Από: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία). Engraulis encrasicolus Sarda sarda Scomber japonicus Todarodes sagittatus Sardinella aurita Trachurus trachurus Trachurus picturatus 1982 14206 1404,7 1706,3 275 133,5 6321 1613,3 1983 11916,3 1167 3236,4 294,9 47,8 5640,5 1766,2 1984 16529,7 1732 2732,5 247,9 37,7 7006,8 1207,9 1985 17544,3 1321,4 3118,1 236,4 75,9 8950,3 1610,9 1986 18338,6 1026,8 2781 236,2 52 9961,7 734 1987 24735,6 1847,5 3149,9 285,2 106,2 8575 677,5 1988 19182 1249,5 3250,8 285,1 154,7 6625,2 862,7 1989 14791 2534,4 4317 389,2 77 6346,7 587,9 1990 14668 926,3 3198,6 478,8 68,2 5388,4 536 1991 13625,7 793,1 3995,9 445,7 109,7 7103,2 565,9 1992 11511,7 901 5144,7 702,6 332,4 8577,6 479,3 1993 14599,7 863,4 10995,5 666,7 409,3 8261,5 580,9 1994 17331,9 1580,1 14307,3 677,8 705,2 11322,3 1627,8 1995 13873,7 2115 6467,7 906,3 855,7 8331,2 1860,4 1996 15071,4 1750,7 6521,4 811,2 1007,1 8033,4 2484,3 1997 14571,5 1558,2 5631,3 508,5 1260,7 7135,8 2936,5 1998 17527,7 987,9 2231,3 570 1768 4521,2 1369,5 1999 16454,9 1171 1849,9 674,5 1891,1 3533,2 941,5 2000 9862,5 1010,9 2285,9 869,7 1279,6 3901,3 773,2 2001 10770,2 1107,4 1829,4 739,2 2215,2 3407,6 746,8 2002 9975,8 1318,3 3187,5 943 2732,8 3085,9 752,7 2003 13780,3 1339,4 2784,4 1148,6 1501,4 2496,5 776,6 2004 13404 1343,4 2937,1 1192,3 2461,8 2574,3 609,4 2005 11323,6 1443,8 3472,8 933,9 1803 2808,8 710,5 2006 14156 995,2 3277,2 1113,6 2581,2 3338,6 536,9 22

Πινακας 2. Συνέχεια Scomber scombrus Xiphias gladius Thunnus thynnus Loligo vulgaris Sardina pilchardus Katsuwonu s pelamis Sprattus sprattus Sepia officinalis 1982 228,7 555,4 1892 497,9 12376,3 194,9 41,4 543,9 1983 259,3 455 1979,7 600 10279,2 129,7 33,8 613,1 1984 575,7 772,2 2060,2 454,7 10356,2 39,6 46,3 714,5 1985 373,3 1109,8 1550,2 476,8 11490,4 127,5 30,7 846,5 1986 330,4 1356 1766,5 482,2 10365,7 79,2 38,6 1202,3 1987 685,1 917,6 1492,8 588,4 9685 129,2 26,7 1026,3 1988 472 1251,2 1478,2 678 9831,7 102,5 124,7 1514,4 1989 1180,9 2030,6 1579,5 779 10238,7 484,5 62,5 1483,1 1990 3523,4 1214,8 1511,2 666,8 11052,4 82,5 23,2 1994,6 1991 1223,7 1277,6 1438,6 1064,1 14364,9 96,7 88,6 1735,2 1992 2182,1 1031,5 1441,9 1133,7 20690,7 83,5 352,1 1780,5 1993 1550,1 892,4 1864,1 1368,3 20701,4 105,3 147,8 1940,8 1994 1359 1734,3 1837,6 1099,8 20272,3 115,2 554,4 2852 1995 681,3 1401,2 1722,7 942,6 20412,5 130,6 178,4 2515,2 1996 880,1 1236 1400,6 854,5 18895,7 299 262,3 1819 1997 290,6 1552,1 1700,7 617,3 20468,9 161,6 279,1 2372,6 1998 149,3 1264,7 1560,8 441,2 18490 287,8 219,2 2077,5 1999 199,4 1058,6 1311,9 396,9 15214,1 254,5 109,1 2731,4 2000 442,6 1172,7 1752 559,2 16025,6 142,6 265,8 1608,4 2001 154,5 1461,9 1573,6 404,7 14394,9 188,2 473,4 1622,8 2002 314,8 895,9 1346,5 404,5 16330,7 135,9 166,5 2781,6 2003 317,6 989,8 922,8 570,7 8666,6 257,9 303,8 2814 2004 397,6 694,1 831,8 604,7 9216,9 253,7 137,9 1855,4 2005 310,4 1178,8 711,3 649,7 11258,6 314,7 90,1 1630,4 2006 765,3 1036,6 849,2 821,9 11321,2 209,9 253,7 1967,9 2.6. Δείκτης Fishing is Βalanced (FiB) Ένας άλλος δείκτης ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στην εργασία είναι ο δείκτης Fishing is Balanced (FiB) ο οποίος είναι ένα μέτρο της ισορροπίας μεταξύ της αλιευτικής παραγωγής και του τροφικού επιπέδου. Ο δείκτης αυτός μπορεί να είναι ένας δείκτης ισορροπίας του τροφικού επιπέδου με στόχο την διαχείριση της αλιείας, μέσω της αξιολόγησης της αν είναι οικολογικά ισορροπημένη με βάση την παραγωγικότητα της τροφικής αλυσίδας. Ο FiB δείκτης είναι κατά αυτόν τον τρόπο σχεδιασμένος ώστε η τιμή του να παραμένει σταθερή αν η μείωση του τροφικού επιπέδου συνοδεύεται από μια οικολογικά κατάλληλη αύξηση της αλιευτικής παραγωγής. Αρνητικές τιμές του FiB μπορεί να σχετίζονται με μια ασύμμετρη αλιεία, δηλαδή μια μείωση της πραγματικής τρέχουσας αλιευτικής παραγωγής σε σχέση με την θεωρητική (Pauly et al., 2000). Δηλαδή ο FiB δείκτης μπορεί: 23

Να παραμείνει 0 ( FiB=0) αν οι αλλαγές του τροφικού επιπέδου συνοδεύονται από οικολογικά ορθές αλλαγές στην αλιευτική παραγωγή. Να αυξηθεί (FiB>0), είτε από εμφάνιση bottom-up effect 1, για παράδειγμα αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής του οικοσυστήματος, είτε από γεωγραφική επέκταση της αλιείας, που σημαίνει ότι το οικοσύστημα που αξιοποιείται από την αλιεία στην πραγματικότητα έχει επεκταθεί. Να μειωθεί (FiB<0) εάν οι απορρίψεις δεν λαμβάνονται υπ όψιν στην αλιευτική παραγωγή, ή αν η αλιεία αποσύρει τόση μεγάλη βιομάζα από το οικοσύστημα με αποτέλεσμα η λειτουργία του να είναι διαταραγμένη. Ο FiB δείκτης υπολογίζεται ως εξής: όπου Y i είναι οι εκφορτώσεις του έτους i, TL i είναι το μέσο τροφικό επίπεδο των εκφορτώσεων του έτους i, ΤΕ (transfer efficiecy) και αναφέρεται στο μέσο ΤΕ το οποίο είναι χαρακτηριστικό για κάθε συγκεκριμένο οικοσύστημα αλλά συχνά ορίζεται σε 0,1 (Pauly & Christensen 1995), Y 0 και TL 0 είναι οι εκφορτώσεις και το μέσο τροφικό επίπεδο του έτους 0, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την ομαλοποίηση του δείκτη. 1 Η διακύμανση της διανομής και της αφθονίας των οργανισμών εξαρτάται από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ φυσικών και βιοτικών παραγόντων. Οι επιδράσεις bottom-up ( Bottomup effects ) αναφέρονται στον έλεγχο ( bottom-up controls ) σχετικά με την αφθονία και την διάρθρωση των βιοκοινοτήτων των οργανισμών που προέρχεται από την παροχή πόρων (φως ή θρεπτικά συστατικά για το φυτοπλαγκτόν, λεία για τους οργανισμούς) ή από φυσικούς παράγοντες όπως είναι η θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Τα bottom-up controls εμφανίζονται στα χαμηλά επίπεδα της τροφικής αλυσίδας. Στην περίπτωση του φυτοπλαγκτού, η ανάπτυξή του ελέγχεται από τη διαθεσιμότητα των θρεπτικών συστατικών και το ηλιακό φως. Έτσι η διαθεσιμότητα του περιβάλλοντος σε Ν ή άλλων περιορισμένων θρεπτικών συστατικών μπορεί να παράγει ισχυρές επιδράσεις bottom-up στην αναπαραγωγική απόδοση του φυτοπλαγκτού. Αύξηση των πόρων, όπως το φως ή τα θρεπτικά μπορεί να αυξήσει τις αφθονίες όχι μόνο του φυτοπλαγκτού αλλά επίσης και των ζώων που είναι υψηλότερα στη τροφική αλυσίδα. Σε αυτή την περίπτωση η βιοκοινότητα ή το οικοσύστημα ως σύνολο (σε αντίθεση με έναν ενιαίο πληθυσμό ή τροφικό επίπεδο) θα παρουσιάσει bottom-up control. Δεν είναι όμως προβλέψιμο σε πόσα επίπεδα μπορεί να εμφανιστεί η επιρροή της επίδρασης του bottom-up. Για παράδειγμα σε συστήματα γλυκών υδάτων το bottom-up control (θρεπτική ενίσχυση) επηρεάζει μόνο το επόμενο τροφικό επίπεδο. Ομοίως, στα θαλάσσια συστήματα, το bottom-up control μερικές φορές εκδηλώνεται μόνο στο επόμενο τροφικό επίπεδο. Για παράδειγμα, προσθήκες θρεπτικών μπορούν να οδηγήσουν σε αυξήσεις της βιομάζας του φυτοπλαγκτού, αλλά δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν και αυξήσεις σε υψηλότερα επίπεδα. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επίδραση bottom-up μπορεί να εμφανιστεί σε δύο ή και περισσότερα υψηλότερα τροφικά επίπεδα. 24

2.7. Γραμμική παλινδρόμηση, συντελεστής προσδιορισμού και συντελεστής συσχέτισης Spearman (r) Στα δεδομένα της Εθνικής στατιστικής υπηρεσίας χρησιμοποιήθηκαν τα προγράμματα Past και MS Excel για την εκτέλεση της γραμμικής παλινδρόμησης και τη δημιουργία των αντίστοιχων γραφημάτων και την εύρεση των συντελεστών συσχέτισης Spearman και προσδιορισμού. Γραμμική Παλινδρόμηση μιας εξαρτημένης μεταβλητή y από την ανεξάρτητη μεταβλητή x είναι η σχέση y = αx + β όπου α και β είναι παράμετροι. Ο προσδιορισμός των α και β δίνει μια προσεγγιστική ευθεία, που συνδέει τις τιμές της y δοθέντων των τιμών της x. Η ευθεία που προκύπτει λέγεται ευθεία παλινδρόμησης της y πάνω στην x και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη των τιμών y από τις τιμές x μέσα στο εύρος των στοιχείων. Με τη γραμμή παλινδρόμησης του δείγματος γίνεται μια προσπάθεια ερμήνευσης της μεταβλητότητας της εξαρτημένης μεταβλητής που εξηγείται από τις μεταβολές στις τιμές της ανεξάρτητης μεταβλητής. Την αναλογία (ποσοστό) της μεταβλητότητας της εξαρτημένης μεταβλητής που ερμηνεύεται από την παλινδρόμηση ονομάζουμε συντελεστή προσδιορισμού. O συντελεστής προσδιορισμού R 2 μετρά το ποσοστό των μεταβολών της y που οφείλονται σε μεταβολές της x, δηλαδή εκφράζει το ποσοστό της διακύμανσης το οποίο μπορεί να εξηγηθεί από την γραμμική σχέση των δυο μεταβλητών και παίρνει τιμές μεταξύ του 0 και του 1. Όσο πιο κοντά βρίσκεται η τιμή του R 2 στην μονάδα, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η γραμμική σχέση εξάρτησης των μεταβλητών y και x. Ο συντελεστής συσχέτισης Spearman r είναι ένα μη-παραμετρικό μέτρο της στατιστικής εξάρτησης μεταξύ δύο μεταβλητών και αξιολογεί την σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών που μπορούν να περιγραφούν με μονότονη συνάρτηση. Εάν δεν υπάρχουν επαναλαμβανόμενες τιμές δεδομένων, μια απόλυτη συσχέτιση Spearman του αριθμού 1 ή -1 συμβαίνει όταν οι δυο μεταβλητές που συγκρίνονται είναι μονοτονικά συσχετιζόμενες, ακόμα και αν η σχέση τους δεν είναι γραμμική. Ο συντελεστής συσχέτισης Spearman παίρνει τιµές από -1 (αρνητική συσχέτιση), έως +1 (θετική συσχέτιση). Όπου: Αρνητική συσχέτιση: µικρές τιµές της µίας µεταβλητής αντιστοιχούν σε µεγάλες τιµές της άλλης και αντίστροφα. Θετική συσχέτιση: µικρές τιµές της µιας µεταβλητής αντιστοιχούν σε µικρές τιµές της άλλης και αντίστροφα. Μηδενική συσχέτιση: Ο συντελεστής συσχέτισης είναι ίσος µε το µηδέν που σημαίνει πως οι µεταβλητές δεν σχετίζονται (μηδενική υπόθεση). Δηλαδή, ο συντελεστής συσχέτισης Spearman είναι ένα μέτρο του βαθμού της γραμμικής σχέσης δυο μεταβλητών και το πρόσηµο του καταδεικνύει το είδος της σχέσης, ενώ όσο µεγαλύτερη είναι η απόλυτη τιµή του, τόσο ισχυρότερη είναι η συσχέτιση των δύο µεταβλητών. Τέλος, η τιµή µηδέν αντιστοιχεί στη µη ύπαρξη γραµµικής σχέσης. 25

2.8. Είδη υπό μελέτη 2.8.1. Οικογένεια Engraulidae 2.8.1.1. Engraulis encrasicolus, Linnaeus 1758 (Anchovy - Γάβρος Ευρωπαϊκός) Συνώνυμα: Clupea encrasicolus, Linnaeus 1758 Engrualis encrasicholus, Cuvier 1817 Stolephorus encrasicholus, Smidt 1895 Engrualis encrasicholus atlanticus, Pusavon 1926 Engrualis encrasicholus maeoticus, Pusavon 1926 Engrualis russoi, Dulzetto 1947 Το Engraulis encrasicolus είναι ένα κοπαδιάρικο, πελαγικό, ψευδομεταναστευτικό, στενόθερμο και ευρύαλο ψαρί (5-41 parts per thousand - ppt). Ανήκει κυρίως στα παράκτια θαλάσσια είδη δημιουργώντας μεγάλα κοπάδια. Εισέρχεται σε λιμνοθάλασσες, εκβολές πόταμων και λιμνών, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ωοτοκίας (Παπαναστασίου, 1987). Ο γάβρος τείνει να κινηθεί πιο βόρεια και περιοδικά ανεβαίνει στην επιφάνεια στις θερμές εποχές του έτους ενώ τον χειμώνα οπισθοχωρεί με κάθοδο σε μεγαλύτερα βάθη (Frimodt, 1995). Στη Μεσόγειο μπορεί να κατέβει σε βάθη μέχρι 150 μέτρα ενώ στη Δυτική Αφρική μέχρι 400 μέτρα (Παπαναστασίου, 1987). Το συνηθισμένο μέγεθος του Γάβρου είναι 12 έως 15 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι 20 εκατοστά (Παπαναστασίου, 1987). Τρέφεται με πλαγκτονικούς οργανισμούς. Γεννά τα αυγά του από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, συνήθως νωρίτερα στη Μεσόγειο και αργότερα στον Ατλαντικό και στη Βόρεια θάλασσα, τα οποία έχουν ωοειδές σχήμα και είναι πελαγικά. Τα περισσότερα άτομα γεννούν μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου (Παπαναστασίου, 1987). Τα νεογέννητα ψάρια κατεβαίνουν στο βυθό κατά το τέλος του έτους, όπου και διαχειμάζουν και ανεβαίνουν πάλι στην επιφάνεια την άνοιξη. Την εποχή αυτή έχουν μήκος 10 έως 12 εκατοστά και θεωρούνται ενός έτους. Οι γενετικοί τους αδένες είναι ώριμοι και γεννούν τα αυγά τους. Το επόμενο φθινόπωρο οι γάβροι κατεβαίνουν πάλι στο βυθό για να ξεχειμωνιάσουν για δεύτερη φορά και ξανάρχονται στην επιφάνεια την άνοιξη με ηλικία 2 ετών και με μήκος 15 έως 18 εκατοστά όπου και γεννούν για δεύτερη φορά (Παπαναστασίου, 1987). Η γεωγραφική εξάπλωση του γάβρου είναι στον Ατλαντικό, από το Μαρόκο μέχρι τη Βόρεια θάλασσα και στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες, στην Μαύρη θάλασσα και στην Αζοφική θάλασσα (Παπαναστασίου, 1987). Ο γάβρος είναι ένα ψαρί με σημαντικό τεχνολογικό ενδιαφέρον. Καταναλώνεται νωπός, αλίπαστος, καπνιστός και κονσερβαρισμένος. Το γνωστότερο βιομηχανοποιημένο προϊόν είναι ο αλίπαστος, ο όποιος φέρεται στην αγορά με την εμπορική ονομασία αντζούγια. 2.8.2. Οικογένεια Scombridae 2.8.2.1. Katsuwonus pelamis, Linnaeus 1758 (Skipjack Κατσουβόνεια παλαμίδα) 26

Συνώνυμα: Scomber pelamis, Linnaeus 1758 Scomber pelamides, Lacepede 1801 Thynnus vegans, Lesson 1826 Euthynnus pelamis, Smitt 1893 Euthynnus (Katsuwonus) pelamis, Fraser-Brunner 1950 Η κατσουβόνεια παλαμίδα είναι ένα μεταναστευτικό, κοπαδιάρικο, πελαγικό ψαρί της ανοιχτής θάλασσας, των ζεστών και εύκρατων νερών (Παπαναστασίου, 1987). Τρέφεται με ψάρια, καρκινοειδή, μαλάκια και κεφαλόποδα (Muus & Nielsen, 1999). Αναπαράγεται όλη τη διάρκεια του έτους στις τροπικές θάλασσες, και από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο στις ελληνικές θάλασσες και στις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Τα αυγά και οι προνύμφες, τα όποια τρέφονται πλαγκτονικά, είναι πελαγικά. Αφθονούν στην Μαύρη θάλασσα, όπου και παραμένουν από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Με την προσέγγιση του χειμώνα, τα ψάρια αυτά εγκαταλείπουν τη Μαύρη θάλασσα και εισέρχονται στις Ελληνικές θάλασσες όπου και παραμένουν μέχρι τον Απρίλιο, στον όποιο ξεκινάει η επιστροφή προς την Μαύρη θάλασσα (Παπαναστασίου, 1987). Το κοινό μήκος του είναι 80 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι 110 εκατοστά και ζει σε βάθη μέχρι 260 μέτρα (Collette, 1995). Ένα χαρακτηριστικό της κατσουβόνειας παλαμίδας είναι ότι μπορεί και προσαρμόζεται σε διαφορετικές θερμοκρασίες (12-27 C) και αλατότητες (14-39 ppt) (Παπαναστασίου, 1987). Αυτό το είδος παλαμίδας είναι κοσμοπολίτικο ψαρί των τροπικών και υποτροπικών θαλασσών. Απαντά στο Νότιο τμήμα της περιοχής Cloafnam, στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες και στην Μαύρη θάλασσα (Παπαναστασίου, 1987). Δεν έχει βρεθεί στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου (Blackburn & Serventy, 1981). Το κρέας της παλαμίδας είναι άσπρο, τρυφερό και εύγεστο και καταναλώνεται βασικά νωπή και με την μορφή αλίπαστου προϊόντος, που είναι γνωστό στην ελληνική αγορά με την εμπορική ονομασία λακέρδα. 2.8.2.2. Sarda sarda, Block 1793 (Atlantic bonito παλαμίδα σάρδα, ρίκι) Συνώνυμα: Scomber sarda, Block 1793 Scomber pelamis, Brϋnnich 1768 Scomber mediterraneus, Snheider 1801 Thynnus sardus, Risso 1826 Pelamis sarda, Cuvier 1832 Sarda mediterranea, Jordan & Gilbert 1834 Sarda sarda, Le Gall 1934 Η παλαμίδα σάρδα είναι ένα επιπελαγικό ψαρί και ζει σε υφάλμυρα ή θαλασσινά οικοσυστήματα κυρίως σε παράκτιες περιοχές (Παπαναστασίου, 1987). Τρέφεται με ψάρια, μαλάκια, μαλακόστρακα, ασπόνδυλα και υπάρχει αναφορά για κανιβαλιστική συμπεριφορά προς τα νεαρά άτομα του ιδίου είδους (Collette, 1986). 27

Αναπαράγεται όλη τη διάρκεια του έτους στις τροπικές θάλασσες, και από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο στις ελληνικές θάλασσες και στις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Τα αυγά και οι προνύμφες, τα όποια τρέφονται πλαγκτονικά, είναι πελαγικά. Αφθονούν στην Μαύρη θάλασσα, όπου και παραμένουν από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Με την προσέγγιση του χειμώνα, τα ψάρια αυτά εγκαταλείπουν τη Μαύρη θάλασσα και εισέρχονται στις ελληνικές θάλασσες όπου και παραμένουν μέχρι τον Απρίλιο, στον όποιο ξεκινάει η επιστροφή προς την Μαύρη θάλασσα (Παπαναστασίου, 1987). Το κοινό μήκος του είναι 50 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι 91 εκατοστά και ζει σε βάθη από 80 έως 200 μέτρα (Παπαναστασίου, 1987). Ένα χαρακτηριστικό της παλαμίδας σάρδας είναι ότι μπορεί και προσαρμόζεται σε διαφορετικές θερμοκρασίες (12-27 C) και αλατότητες (14-39 ppt) (Παπαναστασίου, 1987). Η γεωγραφική εξάπλωση της παλαμίδας σάρδας είναι στον τροπικό Ατλαντικό, μέχρι τον κόλπο της Γλασκώβης και μεταναστεύσεις μέχρι την Σκανδιναβία, στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες και στην Μαύρη θάλασσα (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.2.3. Scomber japonicus, Houttuyn 1789 (Chub mackerel κολιός) Συνώνυμα: Scomber collias, Gmelin 1789 Scomber pneumatophorus, Delaroche 1809 Pneumatophorus colias, Poll 1947 Scomber (Pneumatophorus) japonicas colias, Tortonese 1958 Scomber (Pneumatophorus) japonicas, Bini 1965 Ο κολιός είναι ένα επιπελαγικό, κοπαδιάρικο, μεταναστευτικό ψάρι, που απαντά στα μεσόνερα, και σε βάθη μέχρι 200-300 μέτρα (Παπαναστασίου, 1987). Εμφανίζεται για πρώτη φορά στις ελληνικές ακτές την άνοιξη για να γεννήσει όπως επίσης και το φθινόπωρο. Τις εποχές αυτές είναι καθαρά αφρόψαρο. Με τα πρώτα κρύα του χειμώνα αποσύρεται σε βαθύτερα νερά (Παπαναστασίου, 1987). Μπορεί να δημιουργήσει κοπάδια με τα είδη Sarda chiliensis, Trachurus symmetricus και Sardinops sagax (Collette, 1995). Τα ενήλικα ψάρια διαμένουν κοντά στον πυθμένα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ανεβαίνουν προς την επιφάνεια την νύχτα όπου και τρέφονται με μικρά πελαγικά ψάρια της οικογένειας Clupidae, καλαμάρια, ασπόνδυλα, κωπηποδα και άλλα οστρακόδερμα (Maigret & Ly, 1986). Το μήκος του κολιού μπορεί να φτάσει μέχρι τα 30 εκατοστά και το βάρος του μέχρι το 1 κιλό. Αναπαράγεται από την άνοιξη μέχρι το Σεπτέμβριο, ανάλογα με τη θερμοκρασία του νερού. Τα αυγά και οι προνύμφες του κολιού είναι πλαγκτονικά (Παπαναστασίου, 1987). Ο κολιός ψαρεύεται με τράτες αλλά κυρίως με δίχτυα περικύκλωσης, με την βοήθεια λάμπας αλλά ο βασικός τρόπος ψαρέματος είναι το γρι-γρι. Η γεωγραφική εξάπλωση του κολιού είναι στον Ατλαντικό, από τα Κανάρια νησιά μέχρι τον κόλπο της Γλασκώβης, μεμονωμένα μέχρι τις ακτές της Ιρλανδίας και του 28

Βελγίου (Bauchot & Pras, 1980), στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες και στο νότιο τμήμα της Μαύρης θάλασσας. Η εμπορική αξία του κολιού σε σύγκριση με το σκουμπριού είναι μικρότερη και ποιοτικά θεωρείται καλύτερος ο κολιός όταν ψαρεύεται από τον Αύγουστο μέχρι τον Σεπτέμβριο. 2.8.2.4. Scomber scombrus, Linnaeus 1758 (Atlantic mackerel Σκουμπρί) Συνώνυμα: Scomber scomber, Bonnaterre 1788 Scomber punctatus, Couch 1867 Το σκουμπρί είναι ένα επιπελαγικό ή των μεσόνερων, κοπαδιάρικο και μεταναστευτικό ψάρι που ζει σε βάθη από τον αφρό μέχρι 200 μέτρα τον χειμώνα. Είναι βασικά αφρόψαρο που πλησιάζει τις ακτές δυο φορές το χρόνο, την άνοιξη για ωοτοκία και το φθινόπωρο (Παπαναστασίου, 1987). Το κοινό του μήκος είναι 30 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει και τα 60 εκατοστά (Muus & Nielsen, 1999) Το χειμώνα μένει σε αρκετά βαθειά νερά, όπου και βρίσκει λίγη τροφή και διατρέφεται άσχημα με αποτέλεσμα όταν φτάνει η άνοιξη να είναι πολύ αδύνατο (Παπαναστασίου, 1987). Στα τέλη της άνοιξης (Απρίλιος-Μάιος) τα κοπάδια των σκουμπριών εισέρχονται στα ζεστότερα (11 ο 14 ο C) επιφανειακά νερά των ακτών και τρέφονται κυρίως με ζωοπλαγκτόν όπου και παραμένουν κοντά στις ακτές μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου (Κυρτάτος, 1985). Το θηλυκό γεννά 500.000 αυγά περίπου, που φέρουν μια ελαιώδη σφαίρα. Τα αυγά και οι προνύμφες είναι πλαγκτονικά. Ο γόνος των σκουμπριών ζει στα ανώτερα στρώματα της θάλασσας. Το φθινόπωρο τα νεαρά σκουμπριά απομακρύνονται από τις ακτές για να διαχειμάσουν σε βαθύτερα νερά κοντά στο βυθό (Παπαναστασίου, 1987). Η γεωγραφική εξάπλωση του σκουμπριού είναι στον Ατλαντικό, από το Μαρόκο μέχρι τη Νορβηγία και φυτικά της Βαλτικής, στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες και στην Μαύρη θάλασσα. Επίσης μεταναστευτικά κοπάδια έχουν αλιευτεί μέχρι τη Λευκή θάλασσα και την Νέα γη (Παπαναστασίου, 1987). Το σκουμπρί καταναλώνεται νωπό, κατεψυγμένο καπνιστό, αλίπαστο, ξηραμένο και κονσερβοποιημένο και από τα άπαχα σκουμπριά παρασκευάζονται οι γνωστοί τσίροι. Από τεχνολογική άποψη τα καλύτερα ποιοτικά σκουμπριά για βιομηχανική επεξεργασία είναι της φθινοπωρινής αλιείας ενώ τα αντίστοιχα της ανοιξιάτικης αλιείας είναι εντελώς ακατάλληλα (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.2.5. Thunnus thynnus, Linnaeus 1758 (Atlantic bluefin tuna Τόνος κόκκινος) Συνώνυμα: Scomber thynnus, Linnaeus 1758 Thynnus mediterraneus, Risso 1816 Thynnus brachypterus, Cuvier 1832 Orcynus thynnus, Lütken 1880 29

Ο κόκκινος τόνος είναι ένα επιπελαγικό και μεσοπελαγικό, κοπαδιάρικο και μεταναστευτικό ψαρί. Τα νεαρά ψάρια επιζητούν θερμότερα νερά ενώ τα ενήλικα πηγαίνουν και σε ψυχρές θάλασσες. Είναι άριστοι κολυμβητές που πραγματοποιούν υπερωκεάνιες μεταναστεύσεις (Παπαναστασίου, 1987). Μερικές φορές δημιουργούν κοπάδια με τον μακρύπτερο τόνο, τον κιτρινόπτερο τόνο και με τις παλαμίδες (Collette, 1986). Έχει διαπιστωθεί η παρουσία του σε νερά αλατότητας από 18 έως 39,34 ppt και θερμοκρασίας από 5 έως 28 ο C. Προτιμάει θερμοκρασίες γύρω από τους 26 ο C (Richards, 1969) και βάθη από την επιφάνεια, μέχρι 183 μέτρα τον χειμώνα (Μather, 1964). Χρησιμοποιεί για λεία του μικρά κοπαδιάρικα ψάρια (γάβρους, ζαργάνες, μπακαλιάρους), καλαμάρια και κόκκινα καβούρια (Collette, 1986). Την περίοδο της αναπαραγωγής του σχηματίζει μεγάλα κοπάδια η οποία πραγματοποιείται σε επιφανειακά νερά (8-10 μέτρα) από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, ανάλογα με την περιοχή. Η θερμοκρασία του νερού την περίοδο της ωοτοκίας είναι 20 ο C στην Κεντρική Μεσόγειο και 24,9-29,5 ο C στα στενά της Φλώριδας (Tiews, 1963). Η γονιμότητα είναι πολύ υψηλή. Το θηλυκό ψαρί βάρους 270 έως 300 κιλά γεννά 10.000.000 αυγά (Yamanaka, 1963). Τα αυγά και οι λάρβες είναι πελαγικά (Collette, 1986). Η ανάπτυξη των τόνων είναι αρκετά ταχεία. Τον 1 ο χρόνο έχουν μήκος 60-70 εκατοστά, τον 2 ο χρόνο 80-90 εκατοστά και φτάνουν τον 16 ο χρόνο τα 260-270 εκατοστά (Frade & Vilela, 1962). Το μέγιστο μήκος του που έχει αναφερθεί είναι 458 εκατοστά και το μέγιστο βάρος του 684 κιλά (Claro, 1994). Την γενετική του ωρίμανση την συμπληρώνει στο 3 ο έτος με μήκος 97,5 εκατοστά και βάρος 15 κιλά (Sella, 1929). Η γεωγραφική εξάπλωση του τόνου είναι στον Δυτικό Ατλαντικό, στον Ανατολικό Ατλαντικό, στον Ανατολικό Βόρειο Ειρηνικό, στον Δυτικό Βόρειο Ειρηνικό, στις θάλασσες τις Χαβάης, στην μεσόγειο θάλασσα και στις ελληνικές θάλασσες (Παπαναστασίου, 1987). Ο τόνος είναι ένα πολύ εμπορικό είδος πολύ καλής ποιότητας και καταναλώνεται νωπός ή κονσερβοποιημένος (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.3. Οικογένεια Carangidae 2.8.3.1. Trachurus trachurus, Linnaeus 1758 (Atlantic horse mackerel σαυρίδι κοινό) Συνώνυμα: Scomber trachurus, Linnaeus 1758 Caranx trachurus, Lacepede 1801 Trachurus saurus, Rafinesge 1810 Trachurus vulgaris, Fleming 1828 Trachurus trachurus trachurus, De Buen 1935 Το κοινό σαυρίδι είναι αφρόψαρο, κοπαδιάρικο και ψευδομεταναστευτικό ψάρι (Παπαναστασίου, 1987). Το χειμώνα ζει κοντά στον βυθό και σε βάθος από 40 έως 500 μέτρα, ενώ το καλοκαίρι ανεβαίνει στα επιφανειακά στρώματα και πλησιάζει τις ακτές. 30

Ζει πάνω από φυκιάδες, τροκάδες και αμμώδεις βυθούς και τρέφεται με μικρά ψάρια (σαρδέλες, γάβρους κλπ), μαλακόστρακα και κεφαλόποδα. Το μήκος του μπορεί να φτάσει μέχρι τα 50 εκατοστά (Παπαναστασίου, 1987). Αναπαράγεται την άνοιξη και το καλοκαίρι και τα θηλυκά γεννούν 140.000 αυγά, τα οποία είναι πελαγικά και εκκολάπτονται σε μακριές προνύμφες 5 χιλιοστών (Muus & Nielsen, 1999). Η γεωγραφική εξάπλωση του κοινού σαυριδιού είναι στον Ατλαντικό, από το Γιβραλτάρ μέχρι τον κόλπο της Γλασκώβης, στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες, στην θάλασσα του Μαρμαρά και στην Μαύρη θάλασσα (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.3.2. Trachurus picturatus, Bowdich T. E. 1825 (Blue Jack mackerel μαυροσαύριδο) Συνώνυμα: Seriola picturata, Linnaeus 1758 Caranx suareus, (Risso apud, Cuvier, Valnciennes 1833) Trachurus melanosaurus, Cocco 1839 Caranx cuvieri, Lowe 1841 Decapterus suareus, Hoffman & Jordan 1892 Το μαυροσαύριδο είναι ένα πελαγικό και ψευδομεταναστευτικό αφρόψαρο. Το χειμώνα ζει κοντά στον βυθό και σε βάθος ενώ το καλοκαίρι πλησιάζει τις ακτές (Παπαναστασίου, 1987). Το κοινό μήκος του είναι 25 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι τα 60 εκατοστά (Smith-Vaniz et al., 1990). Έχει εύρος βάθους 305-368 τ.μ. στο ανατολικό Ιόνιο Πέλαγος (Mytilineou et al, 2005). Τα αυγά τους είναι πελαγικά και τρέφονται κυρίως με μαλακόστρακα (Smith-Vaniz, 1986). Τα μαυροσαύριδα είναι γνωστά για την μετανάστευση τους μεταξύ της ακτής της Σαχάρας και της ανοιχτής θάλασσας πιθανώς με προορισμό τα Cape Verde islands (FAO Fisheries Department, 1994). Η γεωγραφική εξάπλωση του μαυροσαυριδιού είναι στον Ατλαντικό, από τα Κανάρια νησιά μέχρι τον κόλπο της Γλασκώβης, στην Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.4. Οικογένεια Clupeidae 2.8.4.1. Sprattus sprattus, Linnaeus 1758 (Sprat παπαλίνα) Συνώνυμα: Clupea sprattus, Linnaeus 1758 Clupanodon phalerica, Risso 1826 Clupea latulus, Cuvier 1829 Clupea papalina, Bonaparte 1846 Sprateela pumila, Valenciennes 1847 Meletta vulgaris, Valenciennes 1847 Meletta phalerica, Moreau 1881 Clupea sulinae, Antipa 1906 Spratella sendinka, Nikolsky 1923 31

Η παπαλίνα είναι ένα κοπαδιάρικο ψαρί το οποίο συνήθως βρίσκεται στις ακτές και εισέρχεται στις εκβολές (κατά μεγάλο ποσοστό τα νεαρά ψάρια) και συχνά συνυπάρχει μέσα στα κοπάδια των νεαρών ρεγγών, με τις οποίες και συγχέεται. Ανέχεται αλατότητα μικρότερη από 4 ppt. Πραγματοποιεί ισχυρές μεταναστεύσεις τον χειμώνα για σίτιση και για την εύρεση περιοχών ωοτοκίας το καλοκαίρι. Τρέφεται με καρκινοειδή και συνήθως το βράδυ κινείται προς την επιφάνεια (Flintegård, 1987). Το κοινό μήκος της είναι 12 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι τα 16 εκατοστά (Whitehead, 1985). Αναπαράγεται τους μήνες Απρίλιο μέχρι Ιούλιο στην Βόρεια θάλασσα και Απρίλιο μέχρι Αύγουστο στην Βαλτική θάλασσα, στην ανοιχτή θάλασσα, όχι όμως μακριά από τις ακτές και σε βάθος 20 έως 100 μέτρα (Παπαναστασίου, 1987). Ωοτοκεί σε βάθη 10-20 μέτρα και παράγει 6,000-14,000 πελαγικά αυγά (Muus & Nielsen, 1999). Οι προνύμφες έχουν μήκος 4 χιλιοστά Με την συμπλήρωση ενός έτους το ψαρί φτάνει τα 9-11 εκατοστά. Στη συνέχεια η ανάπτυξη είναι σχετικά αργή. Σε ηλικία 3 ετών φτάνει τα 11-14 εκοτοστά (Παπαναστασίου, 1987). Η παπαλίνα είναι ψάρι των βόρειων περιοχών, αφθονεί στα νησιά Lofoten, Βόρεια της Νορβηγίας, στην Βαλτική, μέχρι το γεωγραφικό πλάτος 64, στην Ανατολική πλευρά του Ατλαντικού, στην Μεσόγειο, την Αδριατική και στις ελληνικές θάλασσες (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.4.2. Sardina pilchardus, Walbaum 1792 (European pilchard σαρδέλα) Συνώνυμα: Arengus minor, Cornide 1788 Clupea pilchardus, Walbaum 1792 Clupanodon sardina, Risso 1826 Alosa senegalensis, Bennet 1831 Clupea laticosta, Lowe 1843 Alosa sardina, Moreau 1881 Sardina dobrogica, Antipa 1906 Sardina sardina, Chabanaud 1926 Η σαρδέλα είναι ένα ψευδομεταναστευτικό, στενόθερμο, στενύαλο και κοπαδιάρικο ψαρί το οποίο τείνει να κινηθεί προς τα θερμά και αλμυρά νερά. Είναι παράκτιο και πελαγικό και απαντά σε βάθη 25 έως 55 μέτρα την ημέρα και 15 έως 35 μέτρα τη νύχτα. Τρέφεται βασικά με πλαγκτονικά μαλακόστρακα καθώς και με αλλά είδη ζωοπλαγκτού. Η μεγαλύτερη ανάπτυξη της σαρδέλας παρατηρείται σε νερά αλμυρότητας 33 έως 38 ppt. Το μέγεθος της σαρδέλας εξαρτάται βασικά από την ηλικία του ψαριού και την αφθονία ή όχι του πλαγκτόν. Το κοινό μήκος της σαρδέλας είναι από 15 έως 20 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει και τα 25 εκατοστά (Παπαναστασίου, 1987). Η μεταναστευτική συμπεριφορά της σαρδέλας είναι η εξής: το χειμώνα απομακρύνεται από τις ακτές και σχηματίζει τα αναπαραγωγικά σμήνη, στην συνέχεια αναπαράγεται στην ανοιχτή θάλασσα και ο γόνος και τα νεογνά μετακινούνται την άνοιξη προς τις ακτές, για την διατροφή. Το καλοκαίρι κινούνται μεταξύ της ακτής και της ανοιχτής θάλασσας για αναζήτηση τροφής. Το φθινόπωρο συγκεντρώνονται σε 32

κοπάδια κοντά στις ακτές και μετά την γενετική τους ωρίμανση οδεύουν και πάλι στα ανοιχτά και βαθειά νερά, για να πάρουν μέρος στην επομένη αναπαραγωγή (Λασκαρίδη, 1948). Από τις αρχές της άνοιξης μέχρι τις αρχές του χειμώνα ζει κοντά στις ακτές, όπου και αλιεύεται εντατικά, με κυκλικά δίχτυα και απλάδια (Παπαναστασίου, 1987). Αναπαράγεται στις ακτές σε βάθη 20-25 μέτρα και στην ανοιχτή θάλασσα μέχρι 100 μέτρα, τον Απρίλιο στις περιοχές της Μάγχης, τον Ιούνιο με Αύγουστο στη Βόρεια θάλασσα και στην Μαύρη θάλασσα (Whitehead, 1984), τον Σεπτέμβριο έως τον Μάιο στις ευρωπαϊκές ακτές της Μεσογείου (Fage, 1920). Γεννά πολυάριθμα αυγά όλη τη διάρκεια του έτους. Για την ωοτοκία της η σαρδέλα προτιμάει νερά πλούσια σε πλαγκτονικές ουσίες και θερμοκρασίες 18 έως 20 ο C (Hure, 1961) Η γεωγραφική εξάπλωση της σαρδέλας είναι στον Ατλαντικό, από την Σενεγάλη μέχρι την Νορβηγία, στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες και στην Αδριατική (Παπαναστασίου, 1987) Η σαρδέλα εμφανίζει πολύ μεγάλο τεχνολογικό ενδιαφέρον. Καταναλώνεται σε διαφορές μορφές (νωπή, αλίπαστη, κονσερβαρισμένη κ.α.). Σύμφωνα με την νομοθεσία της Ε.Ο.Κ. η ονομασία σαρδέλα αφορά αποκλειστικά και μόνο το ιχθυολογικό είδος Sardina pilchardus. 2.8.4.3. Sardinella aurita, Valenciennes 1847 (Gilt sardine Φρίσσα) Συνώνυμα: Meletta mediterranea, Valenciennes 1847 Sardinella euxina, Antipa 1906 Clupea venulosa, Steinitz 1927 Clupea aurita, Soljan 1948 Αυτό το είδος φρίσσας είναι ένα μεταναστευτικό, κοπαδιάρικο ψαρί των θερμών και αλμυρών νερών. Προτιμά καθαρά αλμυρά νερά με ελάχιστη θερμοκρασία κάτω των 24 C (Bianchi et al, 1993). Μερικές φορές τα κοπάδια της ανακατεύονται με τα κοπάδια των σαρδελών (Παπαναστασίου, 1987). Το κοινό μήκος της φρίσσας είναι 25 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει και τα 31 εκατοστά (Whitehead & Wongratana, 1986). Το καλοκαίρι μετακινείται στην παράκτια ζώνη ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει στον βυθό, μέχρι 350 μέτρα (Παπαναστασίου, 1987). Τα νεαρά ψάρια τείνουν να παραμείνουν στις περιοχές αναπαραγωγής, αλλά στην περίοδο ωρίμανσης επανεντάσσονται στα αποθέματα των ενηλίκων ψαριών της ανοικτής θάλασσας. Τρέφεται με μαλακόστρακα, προνύμφες, μικρά ψαράκια, φυτοπλαγκτόν και ιδιαίτερα κωπήποδα. (Bianchi et al, 1993). Αναπαράγεται στα επιφανειακά θερμά (22 ο C) θαλάσσια στρώματα τον Αύγουστο (Παπαναστασίου, 1987). Η γεωγραφική εξάπλωση της φρίσσας είναι στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες, στην Βαλτική και στις ακτές του Ατλαντικού, στην Νότια Αφρική, στον 33

Δυτικό Ατλαντικό από το Χρυσό Ακρωτήρι μέχρι την Αργεντινή και στον Δυτικό Ειρηνικό από την Ιαπωνία μέχρι τις Φιλιππίνες (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.5. Οικογένεια Xiphiidae 2.8.5.1. Xiphias gladius, Linnaeus 1758 (Swordfish ξιφίας) Συνώνυμα: Xiphias thermaicus, Serbetis 1947 Ο ξιφίας ζει σε τροπικές και εύκρατες θάλασσες, σε βάθη μέχρι τα 800 μέτρα αλλά έχει βρεθεί και σε παράκτια ύδατα (Παπαναστασίου, 1987). Γενικά κινείται πάνω από το θερμοκλινές και προτιμάει θερμοκρασίες από 18 έως 22 ο C (Collette B.B., 1995). Συχνά ανεβαίνει στην επιφάνεια, και στην περίπτωση αυτή το ραχιαίο και ουραίο πτερύγιο είναι έξω από το νερό (Παπαναστασίου, 1987). Μεταναστεύει προς εύκρατες περιοχές και κρύα νερά το καλοκαίρι και σε ζεστά νερά το φθινόπωρο (Nakamura, I., 1997). Συνήθως είναι μοναχικό ψαρί, αλλά απαντά και σε κοπάδια. Είναι επιθετικό και τρέφεται με ψάρια, μαλακόστρακα και καλαμάρια (Παπαναστασίου, 1987). Αναπαράγεται από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, στην Μεσόγειο, και από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο στον Ανατολικό Ατλαντικό (Παπαναστασίου, 1987). Τα αυγά τους είναι πελαγικά από 1,6 έως 1,8 χιλιοστά και οι νεαρές λάρβες έχουν 4 χιλιοστά μήκος. Πολλές φορές επιτίθεται σε φάλαινες και σε καρχαρίες, που τους τρύπα με το ξιφοειδές ρύγχος του το οποίο μπορεί να τρυπήσει σανίδες πάχους έως 10 εκατοστών. Σπανιότερα κάνει επιθέσεις και σε μικρά ψαροκάικα (Παπαναστασίου, 1987). Το μήκος του μπορεί να φτάσει μέχρι 6 μετρά και το βάρος του μέχρι 500 κιλά. Το ψαρί αυτό αναπτύσσεται πολύ γρήγορα και σε ηλικία 1 ος έτους φτάνει τα 24 κιλά, και το 2 ο έτος τα 130-140 κιλά (Παπαναστασίου, 1987). Ο ξιφίας προσβάλλεται συνήθως από ένα μικρό παράσιτο (μαλακόστρακο), από το οποίο και υποφέρει πολύ και με την ελπίδα να απαλλαγεί από την ενόχληση αυτή, πολλές φορές κατευθύνεται προς την ακτή με σκοπό να ξυθεί στα βράχια, με κίνδυνο να βρεθεί έξω από το νερό (Παπαναστασίου, 1987). Επίσης μεγάλα άτομα του είδους μπορεί να συγκεντρώσουν μεγάλα ποσοστά υδραργύρου στη σάρκα τους (Collette B.B., 1995). Ψαρεύεται με καμάκια, άρπαγες, συρόμενα στο βυθό δίχτυα και τονάρες. Η γεωγραφική εξάπλωση του ξιφία είναι στον Ατλαντικό, από τη Μαδέρα μέχρι την Ισλανδία, στην Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες, στην Αδριατική, στην Μαύρη θάλασσα και γενικά σε τροπικές και εύκρατες θάλασσες (Παπαναστασίου, 1987). Ο ξιφίας είναι ένα εμπορικό ψαρί που εκτιμάται ιδιαίτερα από τους καταναλωτές και καταναλώνεται νωπός και κατεψυγμένος. Επίσης από τον ξιφία παράγεται το ηπατέλαιο. 2.8.6. Οικογένεια Myopsidae 2.8.6.1. Sepia officinalis, Linnaeus 1758 (Cuttlefish Σουπιά φαρμακευτική) Συνώνυμα: 34

Κανένα Η Sepia officinalis είναι ένα παράκτιο μαλάκιο και απαντά σχεδόν σε όλες τις θάλασσες και ζει συνήθως κοντά στις ακτές, κατά προτίμηση σε παραλιακά νερά και στους αμμώδεις βυθούς των θερμών και εύκρατων περιοχών (Παπαναστασίου, 1987). Έχει σώμα ωοειδές, ελαφρά πλατύ που περιβάλλεται από μακριά πλευρικά πτερύγια, που χωρίζουν στο πίσω μέρος και στο κεφάλι της έχει 10 πλοκάμια με βεντούζες (Παπαναστασίου, 1987). Το μήκος της σουπιάς μπορεί τα φτάσει τα 45 εκατοστά και το βάρος της 4 κιλά σε εύκρατα ύδατα ενώ σε υποτροπικές θάλασσες το μήκος τους είναι συνήθως 30 εκατοστά και το βάρος 2 κιλά (FAO). Κολυμπά στο νερό με μεγάλη ταχύτητα προς τα πίσω και όταν αντιμετωπίζει κίνδυνο εκτοξεύει μελάνη, από έναν αδένα που βρίσκετε μέσα στο σπλαχνικό σάκο, θολώνοντας το νερό και κατορθώνοντας έτσι να απομακρυνθεί από τον εχθρό της. Τα χρωματοφόρα κύτταρα του δέρματος της επιτρέπουν την αλλαγή του χρώματος της ανάλογα με την επιθυμία της και το περιβάλλον στο οποίο ζει (Παπαναστασίου, 1987). Η τροφή της αποτελείται από μικρά μαλάκια, καβούρια, γαρίδες, άλλες σουπιές, και νεαρά βενθοπελαγικά ψάρια. Ο κανιβαλισμός είναι κοινός και έχει ερμηνευθεί ως "στρατηγική" για να αντιμετωπίσουν μια προσωρινή έλλειψη λείας (FAO) Τα θηλυκά κυοφορούν 150 με 4000 αυγά, ανάλογα με το μέγεθός τους και γεννάνε αυγά με μεγάλο κέλυφος και διάμετρο 8 έως 10 χιλιοστά, τα οποία εναποθέτουν πάνω σε θαλασσινά φυτά, σε σχήμα σταφυλιού (Παπαναστασίου, 1987). Στη Μεσόγειο, στις αρχές της άνοιξης, μεγάλα άτομα από το είδος εγκαταλείπουν τα βαθειά νερά, όπου περνούν το χειμώνα, για να μεταναστεύσουν σε ρηχά νερά και έχει διαπιστωθεί ότι η μετανάστευση των αρσενικών προηγείται περίπου μια εβδομάδα από την μετανάστευση των θηλυκών. Η ομάδα αυτή ακολουθείται από μικρότερες σουπιές που φθάνουν στα ρηχά νερά καθ 'όλη τη θερινή περίοδο (FAO). Οι σουπιές έχουν κρέας νόστιμο και άσπρο και μαζί με τα βρώσιμα μαλάκια αντιπροσωπεύουν την πλουσιότερη τροφή σε σίδηρο, ζωική τροφή (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.6.2. Loligο vulgaris, Lamarck 1798 (Common squid Καλαμάρι κοινό) Συνώνυμα: Κανένα Το καλαμάρι Loligo vulgaris είναι ένα ημι-βενθοπελαγικό (ούτε πελαγικό, ούτε πλήρως βενθικό) κεφαλόποδο, γνωστό για τις οριζόντιες και κάθετες μεταναστεύσεις, ανάλογα με το περιβάλλον. Έχει βενθική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής και πελαγική συμπεριφορά σε άλλες περιόδους, όπως κατά τη διάρκεια του κυνηγιού. (Casali et al., 1998). Το σώμα του είναι μακρύ και εσωτερικά περιέχει ένα κεράτινο όστρακο σε σχήμα φτερού και στα πλάγια φέρει δύο πτερύγια. Έχει 10 πλοκάμια, από τα οποία τα 2 είναι πιο μακρυά και λεπτά, από τα υπόλοιπα 8, που είναι όμοια μεταξύ τους και χρησιμεύουν για συλληπτήρια όργανα. Το δέρμα του περιέχει χρωμοφόρα κύτταρα, που του επιτρέπουν να αλλάζει χρώματα με βάση τις συνθήκες του περιβάλλοντος. 35

Κολυμπάει πολύ γρήγορα προς τα πίσω, εκτοξεύοντας με το σίφωνα το νερό που γεμίζει τη μανδυακή κοιλότητα (Παπαναστασίου, 1987). Το κοινό μήκος του είναι 15 έως 25 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει τα 40 εκατοστά. Τα αρσενικά γενικότερα είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά και αναπτύσσονται γρηγορότερα (Relini et al., 1999). Τα θηλυκά γεννούν αυγά την άνοιξη και τα αποθέτουν στο βυθό, μέσα σε σάκους, που μοιάζουν με κορύνες. Τα καλαμάρια Loligo vulgaris ζουν κατά σμήνη στη Μεσόγειο, στις ελληνικές θάλασσες και στον Ατλαντικό και τρέφονται από μικρά ψάρια, μαλακόστρακα και αλλά μαλάκια, που τα πιάνουν με τα δυο αρπακτικά, μακρυά πλοκάμια τους και τα κομματιάζουν με τα δυο κεράτινα σαγόνια (ξύστρο) που έχουν στο στόμα τους (Παπαναστασίου, 1987). Τα νεαρά καλαμάρια τρέφονται με πλαγκτονικούς οργανισμούς (Worms, 1979). Είναι ένα πολύ εμπορικό είδος και ψαρεύεται με πεζότρατες και γρι-γρι και το κρέας του θεωρείται εξαιρετικής γεύσης (Παπαναστασίου, 1987). 2.8.6.3. Todarodes sagittatus, Lamarck 1798 (Flying Squid θράψαλο) Συνώνυμα: Ommatostrephes sagginatus, Lamarck Το θράψαλο απαντά σε μεγάλη κλίμακα στις ελληνικές θάλασσες και μοιάζει με το κοινό καλαμάρι (Loligo vulgaris) από το οποίο διακρίνεται εύκολα από το τριγωνικό του πτερύγιο, που είναι πολύ μικρό και δεν ξεπερνά το ½ του μήκους του σώματος του, σε αντίθεση με το κοινό καλαμάρι που είναι μεγάλο και ξεπερνά το ½ του μήκους του σώματος του. Επίσης το θράψαλο δεν έχει εσωτερικό όστρακο (Παπαναστασίου, 1987). Τρέφεται με μικρά ψάρια, κεφαλόποδα και μαλακόστρακα και ζει στο ανοιχτό πέλαγος, μακριά από τις ακτές (Παπαναστασίου, 1987) και συνήθως σε βάθος μεγαλύτερο από 100 μετρά (Quetglas et al, 1998) Το μήκος του φτάνει τα 30-40 εκατοστά και σε μερικές θάλασσες μπορεί να φτάσει και τα 75 εκατοστά (Wood & Day, 1998). Το κρέας του θραψάλου δεν είναι τόσο νόστιμο, όσο του κοινού καλαμαριού, γι' αυτό και η εμπορική του αξία είναι κατά πολύ μικρότερη. Οι ψαράδες το χρησιμοποιούν συχνά για δόλωμα. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν ξεχωρίζει το κοινό καλαμάρι από το θράψαλο και τα θεώρει και τα δυο καλαμάρια. 36

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 3.1 Αποτελέσματα κάθε είδους Παρακάτω παρουσιάζονται οι χρονοσειρές των εκφορτώσεων κάθε είδους. Εκτελέστηκε γραμμική παλινδρόμηση στα δεδομένα για να διαπιστωθεί η τάση (αυξητική ή μείωσης) των εκφορτώσεων στη διάρκεια του χρόνου. Σχήμα 1. Εκφορτώσεις του είδους Sarda sarda στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη μείωση των εκφορτώσεων του είδους Sarda sarda (Σχήμα 2) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,41963). Σχήμα 2. Εκφορτώσεις του είδους Xiphias gladius στην Ελλάδα (1982 2006) 37

Η παρατηρούμενη αύξηση των εκφορτώσεων του είδους Xiphias gladius (Σχήμα 2) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,57397). Σχήμα 3. Εκφορτώσεις του είδους Thunnus thynnus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη μείωση των εκφορτώσεων του είδους Thunnus thynnus (Σχήμα 3) είναι στατιστικά σημαντική p<0,001 (p=2,6 10-5 ). Σχήμα 4. Εκφορτώσεις του είδους Katsuwonus pelamis στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη αύξηση των εκφορτώσεων του είδους Katsuwonus pelamis (Σχήμα 4) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,10809). 38

Σχήμα 5. Εκφορτώσεις του είδους Scomber scombrus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη μείωση των εκφορτώσεων του είδους Scomber scombrus (Σχήμα 5) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,37326). Σχήμα 6. Εκφορτώσεις του είδους Trachurus trachurus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη μείωση των εκφορτώσεων του είδους Trachurus trachurus (Σχήμα 6) είναι στατιστικά σημαντική p<0,001 (p=0,00031694). 39

Σχήμα 7. Εκφορτώσεις του είδους Sardinella aurita στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη αύξηση των εκφορτώσεων του είδους Sardinella aurita (Σχήμα 7) είναι στατιστικά σημαντική p<0,001 (p=2,4 10-10 ). Σχήμα 8. Εκφορτώσεις του είδους Trachurus picturatus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη μείωση των εκφορτώσεων του είδους Trachurus picturatus (Σχήμα 8) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,36935). 40

Σχήμα 9. Εκφορτώσεις του είδους Engraulis encrasicolus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη μείωση των εκφορτώσεων του είδους Engraulis encrasicolus (Σχήμα 9) είναι στατιστικά σημαντική p<0,05 (p=0,021763). Σχήμα 10. Εκφορτώσεις του είδους Scomber japonicus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη σχεδόν μηδενική αυξηση των εκφορτώσεων του είδους Scomber japonicus (Σχήμα 10) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,95882). 41

Σχήμα 11. Εκφορτώσεις του είδους Sardina pilchardus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη αυξηση των εκφορτώσεων του είδους Sardina pilchardus (Σχήμα 11) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,35268). Σχήμα 12. Εκφορτώσεις του είδους Sprattus sprattus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη αυξηση των εκφορτώσεων του είδους Sprattus sprattus (Σχήμα 12) είναι στατιστικά σημαντική p<0,05 (p=0,016593). 42

Σχήμα 13. Εκφορτώσεις του είδους Sepia officinalis στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη αυξηση των εκφορτώσεων του είδους Sepia officinalis (Σχήμα 13) είναι στατιστικά σημαντική p>0,001 (p=1,4x10-4 ). Σχήμα 14. Εκφορτώσεις του είδους Todarodes sagittatus στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη αύξηση των εκφορτώσεων του είδους Todarodes sagittatus (Σχήμα 14) είναι στατιστικά σημαντική p<0,001 (p=3,3 10-10 ). 43

Σχήμα 15. Εκφορτώσεις του είδους Loligο vulgaris στην Ελλάδα (1982 2006) Η παρατηρούμενη σχεδόν μηδενική μείωση των εκφορτώσεων του είδους Loligο vulgaris (Σχήμα 15) δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,81486). 3.2 Αποτελέσματα για το σύνολο των εκφορτώσεων Παρακάτω παρουσιάζονται οι χρονοσειρές του συνόλου των εκφορτώσεων και των ειδών σε ομάδες (μικρού μεγέθους ψάρια, μεγάλου μεγέθους ψάρια, κεφαλόποδα). Εκτελέστηκε γραμμική παλινδρόμηση στα δεδομένα για να διαπιστωθεί η τάση (αυξητική ή μείωσης) των εκφορτώσεων στη διάρκεια του χρόνου. 44

Σχήμα 16. Ετήσιες εκφορτώσεις (ton) στην Ελλάδα (1982 2006) για (a) όλα τα υπό μελέτη είδη (με ή χωρίς τα κεφαλόποδα), (b) τα μικρού μεγέθους υπό μελέτη είδη (Scomber scombrus, Trachurus trachurus, Sardinella aurita, Trachurus picturatus, Engraulis encrasicolus, Scomber japonicus, Sardina 45

pilchardus, Sprattus sprattus), (c) τα μεγάλου μεγέθους υπό μελέτη είδη (Sarda sarda, Xiphias gladius, Thunnus thynnus, Katsuwonus pelamis) και (d) τα κεφαλόποδα (Sepia officinalis, Todarodes sagittatus, Loligo vulgaris). Η παρατηρούμενη μείωση της συνολικής αλιευτικής παραγωγής για τα 15 υπο μελέτη είδη δεν είναι στατιστικά σημαντική p>0,05 (p=0,57) (Σχήμα 16a) όπως επίσης η μείωση των μικρού μεγέθους ψαριών με χαμηλό TL (p>0,05, p=0,37)(σχήμα 16b) και των μεγάλου μεγέθους μεγάλων ψαριών με υψηλό TL (p>0,05, p=0,13) (Σχήμα 16c). Εξαίρεση αποτελεί η παρατηρούμενη αύξηση των κεφαλόποδων (Σχήμα 16d) η όποια είναι στατιστικά σημαντική p<0,001 (p=2,1 10-5 ). 3.3 Αποτελέσματα MTI και FiB Παρακάτω παρουσιάζονται οι γραφικές παραστάσεις των τιμών που λαμβάνει το μέσο τροφικό επίπεδο (TLm) και ο δείκτης FiB. Σχήμα 17. Ετήσια διακύμανση του μέσου τροφικού επιπέδου (TLm) σε σχέση με το έτος για τα υπό μελέτη είδη, με ή χωρίς τα κεφαλόποδα (1982 2006) 46

Σχήμα 18. Long-term διακύμανση TLm - landings για τα 15 συνολικά υπό μελέτη είδη στην Ελλάδα (1982-2006) Σχήμα 19. Ετήσιες εκφορτώσεις (%) για τα 15 υπό μελέτη είδη στην Ελλαδα στις οποίες διακρίνονται τα τροφικά επίπεδα (TL): TL> 3,5 και TL <3,5 47