Νομολογία 75/1998 Άρειος Πάγος Υπόθεση περί καταχρηστικής απεργίας Σχολιασμός:Κουτσούκος Γεώργιος ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ 75/1998 (ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ) Ιστορικό Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του αναγνώρισε ότι είναι παράνομη - ως καταχρηστική (για τον ένα δηλαδή λόγο από τους επαλλήλως προβληθέντες) - η ανωτέρω απεργία που κήρυξε το αναιρεσείον σωματείο, την οποία και απαγόρευσε (απαγγέλοντας ποινές σε βάρος όλων των εναγομένων ήδη αναιρεσειόντων). Δέχτηκε δε, σχετικά με το κύριο αίτημα της απεργίας που αφορούσε την αύξηση των αποδοχών των μελών του πρώτου αναιρεσείοντος σωματείου κατά 15%, τα ακόλουθα: Οι μισθοί που καταβάλλει το πρώτο αναιρεσίβλητο στους εκπαιδευτικούς του, χωρίς να συνυπολογισθούν οι πρόσθετες παροχές του σ αυτούς, υπερβαίνουν κατά 41 έως 80% τις αποδοχές των συναδέλφων τους των λοιπών σχολείων. Συγκεκριμένα τους καταβάλλει ό,τι ακριβώς δικαιούνται κατά νόμο και επιπλέον το καλούμενο «κολλεγιακό» επίδομα, που εξαρτάται από το χρόνο υπηρεσίας τους και κυμαίνεται από 82.680 έως 222.600 δραχμές κατά μήνα. Επιπλέον χρηματοδοτεί ειδικό ταμείο, που παρέχει πρόσθετη περίθαλψη ιατροφαρμακευτική στους ιδίους και τις οικογένειές τους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η προϋπολογισμένη δαπάνη του τρέχοντος σχολικού έτους για το σκοπό αυτό ανήρχετο σε 35.000.000 δραχμές. Έχει καθιερώσει πρόγραμμα επιμορφώσεως, με μεταπτυχιακές σπουδές ενός έως δύο ετών σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού, του οποίου καλύπτει τις δαπάνες (ναύλα, δίδακτρα, οίκηση, διατροφή) καταβάλλοντας συγχρόνως πλήρεις τις αποδοχές των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα αυτό. Η προϋπολογισμένη δαπάνη ανήρχετο σε 11.000.000 δραχμές. Παρέχει έκπτωση στα δίδακτρα 100% για το πρώτο τέκνο τους, 74% για το δεύτερο και 50% για τα επόμενα. Η προϋπολογισμένη δαπάνη, για τα 109 τέκνα των εκπαιδευτικών του που φοιτούν στα εκπαιδευτήριά του, ανέρχεται σε 123.000.000 δραχμές. Παρέχει δωρεάν μεταφορά και σίτιση σ αυτούς και τα τέκνα τους που φοιτούν στα εκπαιδευτήριά του, η δε προϋπολογισμένη δαπάνη ανήρχετο σε 37.000.000 δραχμές. Οι πρόσθετες αυτές παροχές συμποσούνται σε 206.000.000 ετησίως και έτσι αντιστοιχεί σε κάθε εκπαιδευτικό ετησίως 1.000.000 δραχμές περίπου. Εντέλει, ενόψει και της αναλογίας των πρόσθετων αυτών παροχών, οι αποδοχές τους είναι υψηλότερες κατά 76 έως 100% όλων των συναδέλφων τους εκπαιδευτικών σε όλη την Ελλάδα. Επίσης το ωράριό τους είναι σημαντικά μειωμένο σε σύγκριση με τις ώρες διδασκαλίας των λοιπών συναδέλφων τους. Το πρώτο αναιρεσίβλητο από 1.9.1995 χορήγησε στους εκπαιδευτικούς του τη γενική αύξηση που δόθηκε τμηματικά στους δημοσίους υπαλλήλου (3+3%) και επιπλέον αύξησε το «κολλεγιακό» επίδομα κατά 6%. Πέραν τούτων, το πρώτο αναιρεσίβλητο σωματείο δεν ασκεί επιχείρηση ούτε αποβλέπει σε κέρδη. Οι διοικούντες αυτό παρέχουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, ενώ διαθέτουν τα έσοδά του για την επίτευξη των σκοπών του. Τα έσοδα από τη λειτουργία των εκπαιδευτηρίων του δαπανώνται για την κάλυψη των μισθών των εκπαιδευτικών, καθώς και των μισθών του διοικητικού και του τεχνικού προσωπικού, για τη συντήρηση και τη βελτίωση των κτιριακών εγκαταστάσεων, για την κάλυψη του προγράμματος υποτροφιών (με φοίτηση σημαντικού αριθμού απόρων μαθητών) και για την ασφάλεια των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Περαιτέρω το Εφετείο δέχτηκε ότι προκειμένου να ικανοποιηθεί το απεργιακό αίτημα για αύξηση των αποδοχών των εκπαιδευτικών του πρώτου αναιρεσιβλήτου κατά 15%, το
αναιρεσίβλητο τούτο θα πρέπει να περιορίσει σημαντικά τις λειτουργικές δαπάνες του ή να επιβαρύνει τους γονείς των μαθητών του με αύξηση των διδάκτρων. Με αυτές τις παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι το απεργιακό αυτό αίτημα είναι προφανώς καταχρηστικό, κυρίως ενόψει του σκοπού, των οικονομικών δυνατοτήτων και των λοιπών υποχρεώσεων του πρώτου αναιρεσιβλήτου αλλά και του γεγονότος ότι οι αποδοχές των μελών του πρώτου αναιρεσείοντος είναι περίπου διπλάσιες από εκείνες των λοιπών συναδέλφων τους σε όλη την Ελλάδα. Έτσι όμως το Εφετείο προκειμένου να αποφανθεί για την καταχρηστική ως ανωτέρω άσκηση του δικαιώματος της συγκεκριμένης απεργίας (ζητήματος που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης), έλαβε υπόψη του κυρίως το μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα του πρώτου αναιρεσιβλήτου σωματείου (εργοδότη), τις οικονομικές του δυνατότητες (τις οποίες και δεν προσδιόρισε) και τις λοιπές υποχρεώσεις του (τις οποίες επίσης δεν καθόρισε), καθώς και το γεγονός ότι οι αποδοχές των απεργών εκπαιδευτικών ήσαν περίπου διπλάσιες από εκείνες των λοιπών συναδέλφων τους σε όλη την Ελλάδα. Για να καταλήξει δε στο τελευταίο αυτό συμπέρασμα υπολόγισε πρόσθετες παροχές που δεν είχαν πραγματοποιηθεί αλλά απλώς είχαν προϋπολογισθεί, ενώ περιέλαβε σε αυτές και παροχές (πρόγραμμα επιμορφώσεως, δωρεάν μεταφορά των εκπαιδευτικών, σίτισή τους στο σχολείο) που δεν είναι παροχές αποκλειστικά προς όφελος των εργαζομένων αλλά στοχεύουν και στην καλλίτερη λειτουργία των εκπαιδευτηρίων. Εξάλλου δεν αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση στοιχεία που να θεμελιώνουν πολύ μεγάλη ζημία των εκπαιδευτηρίων ή ανεπανόρθωτη βλάβη τους από την ικανοποίηση του αιτήματος της απεργίας. Μόνος ο σημαντικός περιορισμός των λειτουργικών δαπανών (χωρίς να εξηγείται με στοιχεία ο λόγος που τον επιβάλλει) ή η επιβάρυνση των γονέων των μαθητών με αύξηση των διδάκτρων (και πάλι χωρίς να εξηγείται γιατί), δεν αρκούν Νομικό ζήτημα To νομικό ζήτημα, που τίθεται εδώ, είναι εάν καταχρηστική μπορεί να χαρακτηρισθεί η απεργία και όταν τα αιτήματά της είναι παράλογα ή παράνομα, όχι όμως, διότι είναι αδικαιολόγητα ή απλώς υπερβολικά. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός ως καταχρηστικής της άσκησης δικαιώματος απεργίας που έχει αίτημα την αύξηση των αποδοχών των μισθωτών, οι οποίες έχουν ήδη συμβατικώς καθορισθεί σε ποσά ανώτερα των νομίμων, εξαρτάται από το ύψος των καταβαλλομένων ήδη αποδοχών, τη διαφορά τους από τις νόμιμες, το ύψος της αξιούμενης αυξήσεως, το χρόνο χορηγήσεως της προηγούμενης αυξήσεως, τις επιπτώσεις επί της οικονομικής αντοχής του εργοδότη και τις λοιπές περιστάσεις. Απεργία καθηγητών Ελληνοαμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος με αίτημα την αύξηση των αποδοχών τους. Απόφαση Επειδή κατά το άρθρο 553 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των τελεσιδίκων αποφάσεων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο εξαιτίας καθ' ύλην αναρμοδιότητας ή εκείνων που οριστικά περατώνουν τη δίκη. Εξάλλου κατά το άρθρο 556 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Στην προκειμένη υπόθεση, το αναιρεσείον "Ελληνοαμερικανικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα" με την από 5.10.1995 αγωγή - κατά των αναιρεσιβλήτων (δηλαδή του σωματείου των εκπαιδευτικών που απασχολούνται στο εκπαιδευτήριό του και των μελών του διοικητικού του συμβουλίου) - ζήτησε (α) να ακυρωθούν οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων του εν λόγω συνδικαλιστικού σωματείου της 20.9.1995 και της 3.10.1995, με τις οποίες αποφασίστηκε η κήρυξη απεργίας στο εκπαιδευτήριό του, (β) να αναγνωρισθεί ως παράνομη η απεργία των εκπαιδευτικών που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3.10.1995 και συνεχίστηκε με τη μορφή της αποχής, να απαγορευθεί στο μέλλον, και (γ) να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 3654/1995 απόφαση διέταξε το χωρισμό του πρώτου αιτήματος της αγωγής (για την ακύρωση των αποφάσεων των
γενικών συνελεύσεων του πρώτου αναιρεσιβλήτου συνδικαλιστικού σωματείου) και την εκδίκασή του από το ίδιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) σε άλλη δικάσιμο κατά την τακτική διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 17 αρ. 3, 218 παρ. 2, 591 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Το Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση ως προς τη διάταξή της αυτή, την οποία και επανέλαβε στο διατακτικό της δικής του αποφάσεως (11984/1995). Περαιτέρω το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση αναγνώρισε ότι είναι παράνομη - ως καταχρηστική (για τον ένα δηλαδή λόγο από τους επαλλήλως προβληθέντες) - η ανωτέρω απεργία που κήρυξε το αναιρεσίβλητο σωματείο, την οποία και απαγόρευσε (απαγγέλοντας ποινές σε βάρος όλων των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων). Παραλλήλως όμως, ως εκ περισσού, έκρινε ότι δεν ήσαν βάσιμοι οι λοιποί λόγοι, που (κατά τα προεκτεθέντα) επαλλήλως επικαλέστηκε το αναιρεσείον προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό του για το παράνομο της απεργίας. Συγκεκριμένα δέχτηκε ότι δεν συνέτρεχε έλλειψη ικανότητας του αναιρεσιβλήτου σωματείου προς σύναψη συλλογικής συμβάσεως εργασίας και επομένως αρμοδιότητας αυτού για κήρυξη σχετικής απεργίας και ότι υπήρξε απαρτία στις γενικές συνελεύσεις που αποφάσισαν την κήρυξη της απεργίας, ενώ δεν αποδείχτηκαν οι άλλες παρανομίες που προέβαλε το αναιρεσείον. Τοιουτοτρόπως όμως, αφού το αναιρεσείον νίκησε όσον αφορά το δεύτερο αγωγικό αίτημα (να αναγνωρισθεί ότι είναι παράνομη η απεργία), δεν δικαιούται ήδη να ασκήσει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως το ένδικο μέσο της αναιρέσεως σε σχέση προς το αυτό αίτημα, και δη παραπονούμενο για τους ανωτέρω λόγους που (επαλλήλως προταθέντες) ως εκ περισσού κρίθηκαν αβάσιμοι. Δεδικασμένο βλαπτικό για το αναιρεσείον δεν είναι δυνατόν να υπάρξει από τις κρίσεις, που το Εφετείο εξέφερε ως προς την ικανότητα του αναιρεσιβλήτου συνδικαλιστικού σωματείου να συνάψει ΣΣΕ και την αρμοδιότητα να κηρύξει απεργία, ούτε ως προς την επίτευξη απαρτίας και τις άλλες παρανομίες στις συγκεκριμένες γενικές συνελεύσεις του εν λόγω σωματείου, δηλαδή από αιτιολογίες προς τις οποίες δεν συνάπτεται - με οποιοδήποτε τρόπο - το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το Εφετείο που θα εκδικάσει την υπόθεση μετά από αναίρεση της ως άνω αποφάσεώς του μπορεί να εξετάσει, εφόσον συντρέξουν οι συναφείς δικονομικές προϋποθέσεις, τη βασιμότητα των λόγω αυτών παρανομίας της απεργίας. Συνεπώς δεν έχει έννομο συμφέρον το αναιρεσείον να προσβάλλει την απόφαση του Εφετείου ως προς την κρίση του για τη βασιμότητα των άλλων λόγων, επί των οποίων η αγωγή βάσισε (επαλλήλως) την παρανομία της απεργίας. Κατ ακολουθίαν είναι απαράδεκτοι οι λόγοι αναιρέσεως υπό στοιχεία ΙΙ και ΙΙΙ (αριθ. 2 και 3), που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου ως προς την κρίση της σχετικά με την έλλειψη ικανότητας του πρώτου αναιρεσιβλήτου συνδικαλιστικού σωματείου προς σύναψη ΣΣΕ και αρμοδιότητας κηρύξεως απεργίας καθώς και ως προς την ακυρότητα των γενικών συνελεύσεών του (για έλλειψη απαρτίας και άλλες παρανομίες). Περαιτέρω είναι απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως ο οποίος, υπό στοιχ. ΙΙΙ.1, αναφέρεται στο αρμόδιο δικαστήριο και την προσήκουσα διαδικασία ως προς το αγωγικό αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων (από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Η προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου διέταξε απλώς το χωρισμό και την εκδίκαση του σχετικού αγωγικού αιτήματος κατά την τακτική διαδικασία. Επομένως, κατά τη διάταξή της αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 553 Κ.Πολ.Δ. 3.- Επειδή από τα άρθρα 57, 59, 299, 932 Α.Κ. συνάγεται ότι επί παράνομης προσβολής της προσωπικότητας νομικού προσώπου, όπως και επί αδικοπραξίας που στρέφεται κατ αυτού, το δικαστήριο μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που εκείνο υπέστη. Στην προκειμένη υπόθεση σε σχέση με το αίτημα της αγωγής του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, το Εφετείο δέχτηκε ότι δεν αποδείχτηκε πως οι αναιρεσίβλητοι - μέλη του Δ.Σ. του εναγομένου συνδικαλιστικού σωματείου - γνώριζαν πως είναι παράνομη, ως καταχρηστική, η απεργία που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3.10.1995 και συνεχίστηκε με την μορφή της αποχής. Επίσης δέχτηκε ότι το αναιρεσίβλητο συνδικαλιστικό σωματείο απέστειλε - με τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους μέλη του διοικητικού του συμβουλίου - έγγραφη ανακοίνωση στα μέσα ενημέρωσης, με την οποία κατάγγειλε τη διοίκηση του αναιρεσείοντος ότι επιδεικνύει αυταρχική συμπεριφορά και παραβιάζει το νομικό πλαίσιο λειτουργίας του, ότι βαρύνεται με παραλείψεις σε οργανωτικά ζητήματα, ότι έχει υποβιβάσει
την ποιότητα του σχολείου, ότι παρανομεί με πολιτικές παρεμβάσεις και παραβιάζει το Σύνταγμα, ότι συγκροτείται από ακατάλληλα πρόσωπα, ότι εκπροσωπεί άγνωστα και σκοτεινά συμφέροντα και ότι έχει διαμορφώσει το σχολείο σε στρατόπεδο, αφού υπάρχουν σ αυτό συρματοπλέγματα και φρουροί που ελέγχουν του εισερχομένους. Περαιτέρω το Εφετείο δέχτηκε ότι με όσα πιο πάνω ανέφεραν προς τα μέσα ενημέρωσης, οι αναιρεσίβλητοι δεν σκόπευαν να βλάψουν το νομικό πρόσωπο του αναιρεσείοντος, αλλά σκοπός τους ήταν να καταγγείλουν τα μέλη της διοικήσεως αυτού για τις συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις τους. Έτσι - έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο - το αναιρεσείον, παρά τις λεκτικές υπερβολές των αναιρεσιβλήτων, δεν προσβλήθηκε στην προσωπικότητά του, δεν υπέστη ηθική βλάβη και το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεώς του δεν είναι ουσιαστικά βάσιμο. Στις ως άνω παραδοχές και στην κρίση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε, αφού - όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση- έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, κατά τρόπον ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο φύλλα εφημερίδων και την εξώδικη δήλωση με τις συναφείς εκθέσεις επιδόσεως δικαστικού επιμελητή. Στήριξε δε την κρίση του στην έλλειψη υπαιτιότητας των αναιρεσιβλήτων, που αγνοούσαν ότι η απεργία τους ήταν καταχρηστική και παράνομη (στοιχείο για το οποίο απαιτούνται νομικές γνώσεις), στο ότι αυτοί δεν σκόπευαν να βλάψουν (να προσβάλλουν παρανόμως) την προσωπικότητα του νομικού προσώπου του αναιρεσείοντος, αλλά (στα πλαίσια της ασκήσεως των νόμιμων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων τους) προέβησαν (με λεκτικές πάντως υπερβολές) σε συγκεκριμένες καταγγελίες για πράξεις ή παραλείψεις του, και στο ότι έτσι δεν προσέβαλαν την προσωπικότητά του και δεν προκάλεσαν ηθική βλάβη στο αναιρεσείον. Έτσι όμως το Εφετείο, που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κατά τη διάταξή της με την οποία είχε απορρίψει το αγωγικό αίτημα για χρηματική ικανοποίηση, παραβίασε εκ πλαγίου τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 57, 59, 932 Α.Κ. Οι ως άνω αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι σαφείς και με αυτές δεν στηρίζεται επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου. Ενώ παρατίθεται το περιεχόμενο της ως άνω έγγραφης ανακοινώσεως των αναιρεσιβλήτων στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, με την οποία αποδίδονται στη διοίκηση του αναιρεσείοντος σοβαρές κατηγορίες, γίνεται δεκτό κατά τρόπο ασαφή και χωρίς να αιτιολογείται επαρκώς ότι οι αναιρεσίβλητοι (παρά τις λεκτικές τους υπερβολές) δεν σκόπευαν να βλάψουν το νομικό πρόσωπο του αναιρεσείοντος αλλά σκοπός τους ήταν να καταγγείλουν τα μέλη της διοικήσεώς του για τις συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις, ως προς τις οποίες δεν αναφέρεται αν ήσαν ή όχι βάσιμες. Έτσι το Εφετείο στέρησε την απόφασή του, ως προς το ανωτέρω αίτημα, νόμιμης βάσεως. Αντιθέτως δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως υπό στοιχείο Ι (υπό αριθ. 1.1) με τον οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ. Είναι όμως βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως υπό το αυτό στοιχείο Ι (υπό αριθ. 1.2), από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. Β. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του «Συλλόγου Εκπαιδευτικών Λειτουργών Κολλεγίου Αθηνών» κ.λ.π. 4.- Επειδή κατά το άρθρο 23 παρ. 2 εδάφ. α του Συντάγματος η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις, για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Υπόκειται όμως - ως συνταγματικό δικαίωμα - στον περιορισμό του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα προς τον οποίο η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται. Είναι δε καταχρηστική η άσκησή του, όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όπως ορίζεται από το άρθρο 281 Α.Κ. που εφαρμόζεται και επί απεργίας η οποία τοποθετείται αναγκαστικά στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων (ιδιωτικών εννόμων σχέσεων) εξελισσομένων μεταξύ μισθωτών και εργοδοτών. Η απεργία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική, εκτός άλλων λόγων, και από το είδος των αιτημάτων της, όταν αυτά είναι προδήλως παράλογα ή παράνομα (ιδίως όταν είναι αντίθετα προς κανόνες δημοσίας τάξεως), όχι όμως διότι είναι αδικαιολόγητα ή απλώς υπερβολικά. Επίσης όταν από την ικανοποίηση των αιτημάτων αυτών είναι δυνατόν να επέλθει πλήρης καταστροφή ή ανεπανόρθωτη βλάβη ή πολύ μεγάλη
ζημία στην επιχείρηση του εργοδότη. Ειδικότερα ο χαρακτηρισμός ως καταχρηστικής της ασκήσεως δικαιώματος απεργίας που έχει αίτημα την αύξηση των αποδοχών των μισθωτών, οι οποίες έχουν ήδη συμβατικώς καθορισθεί σε ποσά ανώτερα των νομίμων, εξαρτάται από το ύψος των καταβαλλομένων ήδη αποδοχών, τη διαφορά τους από τις νόμιμες, το ύψος της αξιούμενης αυξήσεως, το χρόνο χορηγήσεως της προηγούμενης αυξήσεως, τις επιπτώσεις επί της οικονομικής αντοχής του εργοδότη και τις λοιπές περιστάσεις. Το πρώτο αναιρεσίβλητο σωματείο (εκπαιδευτικό ίδρυμα), σύμφωνα με όσα και ανωτέρω αναφέρονται, με την από 5.10.1995 αγωγή - κατά των αναιρεσειόντων (του σωματείου δηλαδή των εργαζομένων στο εκπαιδευτήριό του εκπαιδευτικών και των μελών του διοικητικού του συμβουλίου) - ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί ότι είναι παράνομη η απεργία των ανωτέρω μισθωτών του που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3.10.1995 και συνεχίστηκε με τη μορφή της αποχής και να απαγορευθεί αυτή στο μέλλον, με την απειλή ποινών κατά των αναιρεσειόντων. το Εφετείο προκειμένου να αποφανθεί για την καταχρηστική ως ανωτέρω άσκηση του δικαιώματος της συγκεκριμένης απεργίας (ζητήματος που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης), έλαβε υπόψη του κυρίως το μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα του πρώτου αναιρεσιβλήτου σωματείου (εργοδότη), τις οικονομικές του δυνατότητες (τις οποίες και δεν προσδιόρισε) και τις λοιπές υποχρεώσεις του (τις οποίες επίσης δεν καθόρισε), καθώς και το γεγονός ότι οι αποδοχές των απεργών εκπαιδευτικών ήσαν περίπου διπλάσιες από εκείνες των λοιπών συναδέλφων τους σε όλη την Ελλάδα. Για να καταλήξει δε στο τελευταίο αυτό συμπέρασμα υπολόγισε πρόσθετες παροχές που δεν είχαν πραγματοποιηθεί αλλά απλώς είχαν προϋπολογισθεί, ενώ περιέλαβε σε αυτές και παροχές (πρόγραμμα επιμορφώσεως, δωρεάν μεταφορά των εκπαιδευτικών, σίτισή τους στο σχολείο) που δεν είναι παροχές αποκλειστικά προς όφελος των εργαζομένων αλλά στοχεύουν και στην καλύτερη λειτουργία των εκπαιδευτηρίων. Εξάλλου δεν αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση στοιχεία που να θεμελιώνουν πολύ μεγάλη ζημία των εκπαιδευτηρίων ή ανεπανόρθωτη βλάβη τους από την ικανοποίηση του αιτήματος της απεργίας. Μόνος ο σημαντικός περιορισμός των λειτουργικών δαπανών (χωρίς να εξηγείται με στοιχεία ο λόγος που τον επιβάλλει) ή η επιβάρυνση των γονέων των μαθητών με αύξηση των διδάκτρων (και πάλι χωρίς να εξηγείται γιατί), δεν αρκούν. Έτσι το Εφετείο παραβίασε τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 281 Α.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς αιτιολογίες), και είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα με την προσβαλλομένη απόφαση, στην καταχρηστική ως ανωτέρω απεργία συμπεριλαμβάνεται και η αποχή των εκπαιδευτικών του από τις συνεδριάσεις των ακαδημαϊκών τμημάτων και των συμβουλίων τάξεων. Συνεπώς, μετά την παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως, παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου που αναφέρεται στην απαγόρευση αυτής της αποχής ως μέρους της καταχρηστικής απεργίας. 5.- Επειδή καταχρηστική είναι και η απεργία που η ικανοποίηση του αιτήματός της δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, διότι είναι χωρίς αντικείμενο. Το Εφετείο, σχετικά με το δεύτερο απεργιακό αίτημα για ρύθμιση των εκκρεμοτήτων της συμπληρώσεως των κενών οργανικών θέσεων του εκπαιδευτικού προσωπικού, δέχτηκε ότι πρόκειται για αίτημα που έχει την έννοια πως ορισμένοι εκπαιδευτικοί του πρώτου αναιρεσιβλήτου θέλουν να συνταξιοδοτηθούν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Και ναι μεν η ένταξη του συνταξιοδοτουμένου στο δημόσιο γίνεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας μετά πρόταση του συλλογικού οργάνου που διοικεί το σχολείο, σε περίπτωση όμως ελλείψεως προτάσεως επιλαμβάνεται οίκοθεν το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο. Η απεργία κηρύχθηκε διότι το εκπαιδευτήριο καθυστερεί να υποβάλει σχετική πρόταση στον Υπουργό, για ένταξη ορισμένων εκπαιδευτικών στο δημόσιο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είπε ότι, αφού ο Υπουργός έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει οίκοθεν, το απεργιακό αυτό αίτημα δεν έχει ουσιαστικό αντικείμενο. Έτσι όμως το Εφετείο δεν διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες στην απόφασή του επί του ουσιώδους αυτού ζητήματος, διότι από το ένα μέρος δέχεται ότι η ένταξη των εκπαιδευτικών στο δημόσιο πραγματοποιείται με πρόταση του συλλογικού οργάνου του διοικούντος το σχολείο, ενώ από το άλλο μέρος θεωρεί το σχετικό αίτημα της απεργίας άνευ αντικειμένου αφού η διοίκηση μπορεί να αποφανθεί οίκοθεν. Είναι συνεπώς βάσιμος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, καθόσον επισημαίνει την
πλημμέλεια αυτή που θεμελιώνεται στο άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. 6.- Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί - στο σύνολό της - η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. όπως ισχύει μετά το άρθρο 31 παρ. 1 ν. 2172/1993). Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 178 παρ. 1 και 183 Κ.Πολ.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει τη συνεκδίκαση των κρινομένων αιτήσεων α) από 12 Ιανουαρίου 1996 του «Ελληνοαμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος» και β) από 4 Ιουλίου 1996 του «Συλλόγου Εκπαιδευτικών Λειτουργών Κολλεγίου Αθηνών κ.λ.π. Αναιρεί την 11984/1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκείμενο από άλλους δικαστές.