Το ισχύον ελληνικό Σύνταγµα κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία στο άρ.13.

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΡΓΑΣΙΑ 5η : ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ- ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΜΕΛΙΩ ΟΥΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Α. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΕΝΙΚΑ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Εργασία Εφαρµογών ηµοσίου ικαίου. Υπεύθυνος Καθηγητής : ηµητρόπουλος Ανδρέας. Αλεξάνδρα Μπουσίου Α.Μ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 77Α / 2002

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1279-1/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 4 /2015

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΩΣ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Θέµα εργασίας : Ερµηνεία του Άρθρο 78 παρ. 5 του Συντάγµατος (Εξαίρεση από την απαγόρευση της κανονιστικής φορολογικής αρµοδιότητας).

Συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για το άρθρο 3

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Συνηµµένο και Παραρτήµατα

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αϖόφαση ΕΕ Α αναφορικά µε την αντικατάσταση του θρησκευτικού όρκου αϖό ϖολιτικό 1

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Ερµηνεία του άρθρου 13παρ1 και2σ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ 40/1998 ΑΠ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Παιδαγωγικό Σχόλιο σε Νομικά Πορίσματα και Αποφάσεις

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Αθήνα, 13 Μαρτίου 2007 Αρ. Πρωτ.: Χειριστές: Καλλιόπη Λυκοβαρδή Τηλ Έλενα Μάρκου Τηλ

Γράφουμε στον πίνακα τη λέξη κλειδί «φονταμενταλισμός», διαβάζουμε τις εργασίες και καταλήγουμε στον ορισμό της. (Με τον όρο φονταμενταλισμός

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν εξουσίες που το εκάστοτε. ισχύον δίκαιο απονέμει στα άτομα προκειμένου να τους εξασφαλίσει

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Τα Συνταγματικά δικαιώματα των αλλοδαπών

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Τέχνη Και Θρησκεία. Προπτυχιακή εργασία Μάθηµα: Εφαρµογές ηµοσίου ικαίου Καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος Επ.Καθηγήτρια: Ζωή Παπαϊωάννου

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Transcript:

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο ιδάσκων: Καθηγητής Α. ηµητρόπουλος Επιµέλεια :Γιάννης Κολλιόπουλος ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΚΟΥ (Ερµηνεία του άρ. 13 παρ.5 Σ) ιάγραµµα περιεχοµένων Ι.Εισαγωγή ΙΙ. Η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και η υποχρέωση ορκοδοσίας α. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του όρκου β. Η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης γ. Η υποχρέωση ορκοδοσίας ΙΙΙ. Επικουρικές ερµηνευτικές βάσεις του άρ.13 παρ.5 α. Όρκος και ανθρώπινη αξιοπρέπεια β. Όρκος και θρησκευτική ισότητα ΙV. Ειδικά ερµηνευτικά ζητήµατα α. Ο όρκος των βουλευτών (άρ.59) β. Ο όρκος του Προέδρου της ηµοκρατίας (άρ. 33παρ2) V. Επίλογος ΠΕΡΙΛΗΨΗ SUMMARY ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΚΟΥ (Ερµηνεία του άρ. 13 παρ.5 Σ) Ι. Εισαγωγή Το ισχύον ελληνικό Σύνταγµα κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία στο άρ.13.

Επίσης γίνονται αναφορές σ αυτήν στις διατάξεις των άρ.5 παρ.2 και 16 παρ.2. Η θρησκευτική ελευθερία συνδέεται εξ άλλου στενότατα µε τον σεβασµό της ιδιωτικής ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρ.2 παρ.1), καθώς και µε την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρ. 5 παρ.1). Η διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρ.13 (ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης) περιλαµβάνεται στις µη αναθεωρήσιµες σύµφωνα µε το άρ.110 παρ.1, καθώς και σ αυτές που δεν µπορούν να ανασταλούν σε περίπτωση που κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας σύµφωνα µε το άρ.48 παρ.1.τα παραπάνω αποδεικνύουν την θεµελιώδη σηµασία που προσδίδει ο συντακτικός νοµοθέτης στην θρησκευτική ελευθερία. Στο Σύνταγµα (άρ.13 παρ.5) κατοχυρώνεται επίσης το δικαίωµα της πολιτείας να απαιτεί την ορκοδοσία των πολιτών. Αφήνεται όµως στον κοινό νοµοθέτη όχι µόνο η επιβολή του όρκου, αλλά και ο καθορισµός του τύπου του. Ως δικαιολογητικός λόγος της υποχρέωσης προς ορκοδοσία προβάλλεται η επιδίωξη εντονότερης συνείδησης και ευθύνης στον ορκιζόµενο, ο οποίος έτσι θα αναλογιστεί ότι σε περίπτωση ψευδορκίας ή επιορκίας θα υποστεί τη θεία τιµωρία. Το ζήτηµα ερµηνείας που γεννιέται είναι αν η πολιτεία έχει απεριόριστη αρµοδιότητα ως προς την θέσπιση όρκου και ιδίως, ενόψει της σύγκρουσης µε τη θρησκευτική ελευθερία του ατόµου, αν µπορεί σε κάθε περίπτωση να προβλέπει συγκεκριµένο ενιαίο τύπο όρκου. Αν, δηλαδή η διάταξη αυτή λειτουργεί περιοριζόµενη από την θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου ή περιορίζουσα αυτή. Πρέπει συνεπώς να δούµε αν το Σύνταγµα επιτρέπει την επιβολή θρησκευτικού όρκου και µε ποιους ενδεχοµένως περιορισµούς. Περαιτέρω στο πλαίσιο αυτής της προβληµατικής δηµιουργούνται ερµηνευτικά θέµατα όσον αφορά δύο εξαιρέσεις που φαίνεται να εισάγει το Σύνταγµα σχετικά µε την όρκιση του Προέδρου της ηµοκρατίας (άρ.33 παρ. 2) και των Βουλευτών (άρ.59). ΙΙ. Η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και η υποχρέωση ορκοδοσίας. α. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του όρκου Στο άρ. 13 παρ.5 ορίζεται ότι: «Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόµο, που ορίζει και τον τύπο του». Η γραµµατολογική ερµηνεία της λέξης «όρκος», µας δίνει την έννοια του όρκου ως µια «βεβαίωση, υπόσχεση που δίνει κανείς µε το Θεό µάρτυρα και τιµωρό». Η διάταξη αυτή εντάσσεται στο πλέγµα διατάξεων του Συντάγµατος για την θρησκευτική ελευθερία, άρα υπό την έννοια του Συντάγµατος µιλάµε κατ αρχήν για όρκο θρησκευτικό, δηλαδή την επίσηµη και πανηγυρική διαβεβαίωση για την αλήθεια ορισµένου γεγονότος ή την ακριβή εκτέλεση ορισµένης υπηρεσίας, καθήκοντος ή πράξεως µε την επίκληση του θείου ή γενικότερα του θρησκεύµατος του ορκιζόµενου. Από τον ορισµό αυτό φαίνεται σε τι έγκειται ο θρησκευτικός χαρακτήρας του όρκου. Ειδικότερα η επίκληση του θείου λειτουργεί ώστε ο ορκιζόµενος να αποκτήσει καθαρότητα σκέψης και συνείδησης και να πράξει µε γνώµονα την αλήθεια και όχι το συµφέρον, αλλά και ως εκούσια αποδοχή µιας θείας τιµωρίας σε περίπτωση που δεν πράξει κατ αυτό τον τρόπο. Συνεπώς ο όρκος αποτελεί µία ταυτόχρονα θρησκευτική και νοµική πράξη και συνδέεται άρρηκτα µε τη θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου. β. Η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης Στο άρ.13 παρ.1εδ.1 αναφέρεται ότι: «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη».

Μία από τις ειδικότερες µορφές της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης είναι το δικαίωµα επιλογής, διατήρησης ή εγκατάλειψης µιας συγκεκριµένης θρησκείας καθώς και το δικαίωµα επιλογής της θρησκείας ή της αθεΐας, χωρίς την απειλή επέλευσης δυσµενών συνεπειών. Το δικαίωµα αυτό αναφέρεται κυρίως στον εσωτερικό κόσµο του καθενός, την προσωπική σχέση του καθενός µε το θείο και αποτελεί βασικό στοιχείο αναπτύξεως της προσωπικότητας του. Η ανωτέρω συνταγµατική διάταξη προστατεύει απόλυτα αυτή την µορφή αυτή της ελευθερίας και την κηρύσσει ανεπίδεκτη περιορισµών (απαραβίαστη), εκτός βέβαια της γενικής υποχρέωσης συµµόρφωσης προς τους νόµους και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων προς το Κράτος (άρ. 13 παρ.4). Το ΣτΕ ερµηνεύοντας αυτή τη διάταξη έχει δεχθεί ότι δε µπορεί κάποιος επικαλούµενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις να αρνηθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το κράτος ή τη συµµόρφωση του προς τους νόµους γενικής εφαρµογής, αυτούς δηλαδή που δε ρυθµίζουν ειδικώς θρησκευτικά θέµατα. Νόµοι µε θρησκευτικό χαρακτήρα δεν έχουν εφαρµογή αν συγκρούονται µε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόµου. Κατ αυτό τον τρόπο και ο νόµος που ορίζει τον τύπο και την διαδικασία δόσεως όρκου πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσµα της συνταγµατικής διάταξης για την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (άρ.13 παρ.1) Στην προστασία της ανωτέρω συνταγµατικής διάταξης εντάσσεται και το δικαίωµα να εκδηλώνει και να διακηρύσσει καθένας τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις µε κάθε τρόπο (θετική µορφή) ή, αντίθετα, να µην τις αποκαλύπτει (αρνητική µορφή). Το δικαίωµα αυτό έχοντας ως λογική προϋπόθεση το προηγούµενο, αναφέρεται στην ανάγκη ή στην επιθυµία καθενός να εκφράσει ή να µην εκφράσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. γ. Η υποχρέωση ορκοδοσίας Ενόψει των ανωτέρω επισηµάνσεων πρέπει να δοθεί απάντηση στα εξής ερωτήµατα: α) η υποχρέωση ορκοδοσίας προσβάλλει την θρησκευτική συνείδηση του ατόµου; και β) µπορεί η πολιτεία ενόψει της αρµοδιότητας του άρ.13 παρ.5 να προβλέπει ως υποχρεωτική την ορκοδοσία ακόµα και αν µε αυτή θίγεται η θρησκευτική συνείδηση του ατόµου, λειτουργώντας εν προκειµένω µια τέτοια πρόβλεψη ως νόµιµος περιορισµός της; α) Η απάντηση στο πρώτο ερώτηµα εξαρτάται καταρχήν από τη στάση κάθε θρησκείας απέναντι στο θέµα του όρκου. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο όρκος συνιστά πράξη κατεξοχήν θρησκευτική. Στην περίπτωση λοιπόν που η θρησκεία που πρεσβεύει κάποιος δεν απορρίπτει τον όρκο τότε δεν έχουµε παραβίαση της θρησκευτικής του συνείδησης. Το αντίθετο ισχύει στη περίπτωση που µία θρησκεία απαγορεύει τον όρκο και το άτοµο καλείται ως υποχρέωση συµµόρφωσης προς τους νόµους να ορκιστεί. Περαιτερώ η υποχρεωτικότητα της ορκοδοσιάς γεννά προβληµατισµούς και από άλλη άποψη. Στα πλαίσια της προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης περιλαµβάνεται και απαγόρευση εξαναγκασµού σε θρησκευτική πράξη. Επίσης έχει γίνει δεκτό ότι η δόση όρκου είναι καθαρά θρησκευτική πράξη. Πώς λοιπόν µπορεί να υποχρεωθεί και αυτός ακόµη που δέχεται ότι η θρησκεία του δεν απαγορεύει τον όρκο σε πράξη θρησκευτικού χαρακτήρα, αφού η προστασία είναι απαραβίαστη. Συνεπώς η ορθή αντιµετώπιση πρέπει να είναι η εξής: Η θρησκευτική συνείδηση του ατόµου παραβιάζεται όχι µόνο όταν υποχρεώνεται παρά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις να ορκιστεί, αλλά σε κάθε περίπτωση που υποχρεώνεται να ορκιστεί. β) Η απάντηση στο δεύτερο ερώτηµα εξαρτάται από το αν µε την διάταξη του άρθρου

13 παρ. 5 εισάγεται ένας ακόµη περιορισµός στην θρησκευτική ελευθερία ή αν η διάταξη αυτή πρέπει να ισχύει υπό το πρίσµα της διακήρυξης της θρησκευτικής ελευθερίας ως απαραβίαστης στο άρ.13 παρ.1. Η ορθότερη άποψη που έχει διατυπωθεί είναι ότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για περιορισµό. Η έννοια της διάταξης είναι ότι οσάκις η πολιτεία θελήσει να επιβάλει τον όρκο, τον όρκο αυτόν θα τον προβλέψει ο νόµος. Όταν λοιπόν τεθεί ο όρκος αυτός µε νόµο, τότε καθένας ο οποίος δεν έχει πρόβληµα συνειδήσεως υποχρεούται να τον πάρει. Αυτός όµως ο οποίος έχει πρόβληµα συνειδήσεως δεν υποχρεούται να τον πάρει. Απαλλάσσεται. Η διάταξη δε λέει ότι είναι υποχρεωτική η δόση του όρκου για τους πάντες απλώς και µόνο αναφέρεται στη µορφή του όρκου. Την άποψη αυτή υποστηρίζει και η πρόσφατη νοµολογία του ΣτΕ. Το ικαστήριο αναγνωρίζει δύο εξαιρέσεις αναφορικά µε την υποχρέωση ορκοδοσίας. Στη µία ανήκουν τα άτοµα που δηλώνουν ότι κωλύονται να δώσουν όρκο δια λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, δηλαδή γιατί οι αρχές της θρησκείας που πρεσβεύουν, όπως οι ίδιοι τις ερµηνεύουν, δεν τους επιτρέπουν τον όρκο. Στην άλλη κατηγορία ανήκει κάθε άτοµο που δηλώνει ότι είναι άθεο ή άθρησκο και συνεπώς κωλύεται να δώσει τον προβλεπόµενο όρκο. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση δέχεται ότι τα συγκεκριµένα άτοµα έχουν τη δυνατότητα άντι για δόση θρησκευτικού όρκου να δώσουν σχετική διαβεβαίωση, επικαλούµενα την τιµή και τη συνείδηση τους. Η διαβεβαίωση αυτή θα έχει τις ίδιες συνέπειες. Το ικαστήριο κλείνει τη σχετική σκέψη του µε τα εξής: Εξάλλου από την παράγραφο 5 του αυτού άρθρου 13 του Συντάγµατος δεν συνάγεται ότι αποκλείεται εις τον έχοντα λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως να δώσει αντί θρησκευτικού όρκου απλή, κατά τα άνω, διαβεβαίωσιν, διότι η διάταξις αυτή ορίζει, απλώς, δι όσους δέχονται να δώσουν θρησκευτικόν όρκον, ότι δια την επιβολήν αυτού απαιτείται νόµος, ο οποίος ορίζει και τον τύπο αυτού και δεν ανατρέπει την δια της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Συντάγµατος κατοχυρούµενην ελευθερίαν της θρησκευτικής συνειδήσεως εκείνων οι οποίοι αρνούνται, δια τους εκτεθέντας λόγους, να δώσουν τον όρκον αυτόν δικαιούµενοι να προβούν εις την κατά τα άνω διαβεβαίωσιν. Συνεπώς το ικαστήριο δέχεται την άποψη ότι η παρ. 5 του άρ.13 δεν αποτελεί περιορισµό της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά αντίθετα ότι πρέπει να ερµηνεύεται µε γνώµονα την διακήρυξη της ελευθερίας ως απαραβίαστης. Στα πλαίσια της απόλυτης προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης πρέπει να γίνεται δεκτό ότι ο καλούµενος να ορκιστεί δεν είναι υποχρεωµένος να αποκαλύψει τη θρησκεία που πρεσβεύει και το δικαστήριο πρέπει να αρκείται στη δήλωση του ότι δε µπορεί για λόγους θρησκευτικής συνείδησης να ορκιστεί. Στην ουσία δεν είναι απαραίτητη καν η επίκληση συγκεκριµένης θρησκείας, καθώς σε κάθε περίπτωση µπορεί ο καθένας να πιστέυει σε ένα βασικό δόγµα µε ποικίλες παραλλαγές και αιρετικές απόψεις ακόµη και προσωπικού χαρακτήρα. Ενώ δε νοείται να τεθεί ως ζήτηµα απόδειξης το αν µία θρησκευτική δοξασία δέχεται ή δεν δέχεται τον όρκο. εν είναι τελικά θέµα θρησκείας, αλλά θέµα θρησκευτικής συνείδησης. Κατά συνέπεια πρέπει να γίνει δεκτό ότι κατά ορθή ερµηνεία της διατάξεως του άρ.13 παρ. 5 µιλάµε καταρχήν για όρκο που έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Η πολιτεία είναι ελεύθερη µε νόµο να επιβάλει όρκο ορίζοντας και τον τύπο του. Πρέπει όµως να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν άτοµα που για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως δε µπορούν να ορκιστούν ή δε µπορούν να ορκιστούν κατά συγκεκριµένο τύπο. Ακόµη πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι ενόψει της απαραβίαστης προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης δε επιτρέπεται να εξαναγκάζεται κάποιος σε θρησκευτική πράξη, όπως είναι η υποχρεωτική ορκοδοσία ούτε µπορεί να εξαναγκάζεται να αποκαλύπτει την θρησκεία που πρεσβεύει. Υπό τις

άνω διευκρινήσεις και περιορισµούς το νόηµα της συνταγµατικής διάταξης είναι ότι η πολιτεία µπορεί να προβλέπει µε νόµο όρκο, τον τύπο του και τη διαδικασία δόσης του, ο οποίος όµως καθίσταται υποχρεωτικός µόνο για όποιον δέχεται να ορκιστεί. Οι υπόλοιποι που προβάλλουν κάποιο κώλυµα µπορούν να δίνουν διαβεβαίωση επικαλούµενοι την τιµή και τη συνείδησή τους µε το ίδιο περιεχόµενο και την ίδια τυπική δύναµη, ακόµη και αν αυτό δεν προβλέπεται ρητά. ΙΙΙ. Επικουρικές ερµηνευτικές βάσεις του άρ.13 παρ.5 Η αρµοδιότητα της πολιτείας να προβλέπει όρκο και να ορίζει τον τύπο του περιορίζεται κατά συστηµατική ερµηνεία του Συντάγµατος από άλλες δύο οµάδες διατάξεων πέραν αυτής του άρ.13 παρ.1εδ.1. Η πρώτη αποτελείται από τις διατάξεις που αναφέρονται στον σεβασµό της ανθρώπινης αξίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας και η άλλη από αυτές που αναφέρονται στην ισότητα και ιδίως την θρησκευτική ισότητα. α. Όρκος και ανθρώπινη αξιοπρέπεια Στο άρ. 2 παρ.1 του Συντάγµατος ορίζεται ότι: «Ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Η αρχή αυτή επεκτείνεται στο άρ. 5 παρ. 1 όπου ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του.εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη». Παρόµοια θεµελίωση προσφέρει και το άρ.7 παρ. 2 όπου ορίζεται ότι: «..η άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορέυονται και τιµωρούνται, όπως νόµος ορίζει». Καθιερώνεται έτσι ένα πλέγµα αρχών που καταδεικνύει µε τον πιο προφανή τρόπο ότι ο σεβασµός και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι καθήκον της πολιτείας σε κάθε της έκφανση. Ο σεβασµός αυτός απαιτεί ο κάθε άνθρωπος να τυγχάνει µεταχείρισης που αρµόζει σε προσωπικότητα ελεύθερη να αποφασίζει και να πράττει αυτόβουλα και να µην υφίσταται συµπεριφορές και πρακτικές που τον υποτιµούν και τον µεταχειρίζονται ως µέσο για την επίτευξη ενός συγκεκριµένου σκοπού µεταβάλλοντας τον σε αντικείµενο. Κατά τα ανωτέρω η πολιτεία δε µπορεί να προβλέψει όρκο που θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υποχρεωτική επιβολή όρκου προσβάλλει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την προσβάλλει γιατί η πολιτεία φαίνεται να δυσπιστεί εκ των προτέρων απέναντι σ αυτόν στον οποίο επιβάλλει τον όρκο. Επιβάλλοντας υποχρεωτικό θρησκευτικό όρκο τον εξαναγκάζει ψυχικά µε την απειλή τιµωρίας, θείας και κοσµικής. Τον χρησιµοποιεί, δηλαδή ως αντικείµενο για την εξακρίβωση της αλήθειας και όχι ως υποκείµενο µε συγκεκριµένα δικαιώµατα, τα οποία πρέπει να γίνονται σεβαστά. Η εκ των προτέρων αµφισβήτηση της αξιοπιστίας του προκαλεί στο άτοµο, την αίσθηση ότι υφίσταται βία στη συνείδηση του και προσβολή της υπόστασης του πράγµα αντίθετο µε την διακηρυχθείσα υποχρέωση της Πολιτείας στο άρ.2 παρ. 1. Εποµένως η υποχρεωτική ορκοδοσία παραβιάζει και την αρχή του σεβασµού της ανθρώπινης αξίας. Εξάλλου ο όρκος µικρή αποτελεσµατικότητα θα είχε για τις περιπτώσεις τις οποίες θέλει να αποτρέψει. Όποιος έχει αποφασίσει να επικαλεστεί ψευδή γεγονότα ή να υποσχεθεί χωρίς διάθεση εκπλήρωσης θα το κάνει είτε ανωµοτί είτε µε όρκο. Ο όρκος είναι ένας τύπος επαχθής για τον ηθικά έντιµο και θρησκευτικά συνειδητοποιηµένο άνθρωπο για τους υπόλοιπους δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.

β. Όρκος και θρησκευτική ισότητα Στο άρ. 4 παρ.1 διακηρύσσεται ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου». Με την διάταξη αυτή τίθεται κανόνας δικαίου αυξηµένης τυπικής δύναµης. Αυτό σηµαίνει ότι δεσµεύονται όλα τα όργανα του κράτους, όχι µόνο αυτά που εφαρµόζουν τους νόµους, αλλά και αυτά που νοµοθετούν. Όπως γίνεται δεκτό σε θεωρία και νοµολογία, το περιεχόµενο της ισότητας δεν αφορά µόνο στην ισότητα ενώπιον του νόµου, δηλαδή την ίση, χωρίς διακρίσεις, εφαρµογή των νόµων, αλλά και στην ισότητα του νόµου απέναντι στους πολίτες, δηλαδή την ίση ρύθµιση. Η νοµολογία δέχεται ότι ο νοµοθέτης µπορεί να προβαίνει σε ανόµοια µεταχείριση οµοίων περιπτώσεων µόνο αν υπάρχουν λόγοι ειδικής σκοπιµότητας ή γενικότερου συµφέροντος. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνει τα ακρότατα όρια της διακριτικής ευχέρειας. Στο άρ. 5 παρ.2 αναφέρεται ότι «Όλοι...απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση [µεταξύ άλλων]... θρησκευτικών... πεποιθήσεων». Από τη διάταξη αυτή ευθέως, αλλά και από τη διάταξη του άρ.13 παρ.1 εδ.2 που ορίζει ότι «Η απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός», προκύπτει η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω θρησκείας και το αντανακλώµενο δικαίωµα της θρησκευτικής ισότητας. Σύµφωνα µε αυτά, περιεχόµενο του ειδικότερου αυτού δικαιώµατος στα πλαίσια της θρησκευτικής ελευθερίας, είναι η απαγόρευση της άνισης µεταχείρισης µεµονωµένων ατόµων ή οµάδων µε θρησκευτικά κριτήρια. Η θρησκεία δεν αποτελεί θεµιτό κριτήριο διαφοροποίησης κατά την αναγνώριση, παραχώρηση, στέρηση ή περιορισµό δικαιωµάτων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται µόνο στο µέτρο που επιβάλλονται από το περιεχόµενο του δικαιώµατος. Υπο τις ανωτέρω επισηµάνσεις η αρµοδιότητα της πολιτείας, κατά το άρ.13 παρ.5, τόσο να επιβάλει µε νόµο όρκο σε συγκεκριµένη περίπτωση όσο και να ορίσει τον τύπο του δεν είναι απόλυτη και απεριόριστη. Η διάταξη αυτή ερµηνευόµενη υπό το πνεύµα τόσο της γενικής όσο και της θρησκευτικής ισότητας που επιτάσσει το Σύνταγµα και ενταγµένη συστηµατικά σ αυτό επιτρέπει στην πολιτεία να θεσπίζει µε νόµο όρκο και τύπο όρκου που δεν παραβιάζουν την ισότητα των ατόµων. Αν ο όρκος που επιβάλλεται σε ένα µεµονωµένο άτοµο ή σε µια όµαδα ατόµων είναι επαχθέστερος απ αυτόν που επιβάλλεται στους υπόλοιπους αυτός ο όρκος είναι αντισυνταγµατικός. Πολύ περισσότερο η επιβολή θρησκευτικού όρκου στο άτοµο είναι πολύ επαχθέστερη από την παροχή διαβεβαίωσης µε την επίκληση της τιµής και της συνείδησής του η οποία δεν ασκεί πίεση στη θρησκευτική τους συνείδηση. Κατά τον τρόπο αυτό, και από αυτή την άποψη, η υποχρεωτική ορκοδόσια αποτελεί εντονότατη διάκριση και προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας του ατόµου. Κατά συνέπεια το αληθές νόηµα της διάταξης του άρ.13 παρ.5 δε µπορεί να είναι η επιβολή υποχρεωτικής ορκοδοσίας έστω και αν αυτό προβλεφθεί µε νόµο που ορίζει και τον τύπο του, έστω και αν κατά τα άλλα η θρησκεία που πρεσβεύει κάποιος δεν τον εµποδίζει να ορκιστεί, αλλά η επιβολή όρκου κατά τη διαδικάσια και τον τύπο που ορίζει ο νόµος, µόνο γι αυτούς που εκούσια ορκίζονται. ΙV. Ειδικά ερµηνευτικά ζητήµατα Με τα άρ. 59 παρ.1&2 (όρκος των βουλευτών) και άρ. 33 παρ.2 (όρκος του Προέδρου της ηµοκρατίας) φαίνεται να εισάγονται εξαιρέσεις από την αρχή

απαραβίαστου της θρησκευτικής συνείδησης και γενικότερα της θρησκευτικής ελευθερίας. Εγγύτερη όµως ερµηνευτική προσέγγιση µπορεί να µας δείξει ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα εναρµονισµού των διατάξεων αυτών µε το πνέυµα του Συντάγµατος µε αποτέλεσµα να µη µιλάµε πλέον για εξαιρέσεις. α. Ο όρκος των βουλευτών (άρ.59παρ. 1&2) Για να ασκήσουν τα καθήκοντα τους οι βουλευτές πρέπει να δώσουν τον θρησκευτικό όρκο που ορίζει το άρ. 59. Για τους χριστιανούς ορίζεται µάλιστα συνταγµατικά και ο συγκεκριµένος τύπος(παρ.1). Για τους αλλόθρησκους ή αλλόδοξους βουλευτές προβλέπεται στην παρ.2 θρησκευτικός όρκος σύµφωνα µε τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγµατος. Το άρ. 59 δεν προβλέπει την περίπτωση του όρκου των βουλευτών εκείνων που είναι άθεοι ή η θρησκεία τους απαγορεύει τον όρκο. Το άρ. 3 παρ.3 του Κανονισµού της Βουλής προβλέπει µάλιστα ότι αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του όρκου δεν επιτρέπονται. Οι τυχόν επιφυλάξεις διατυπώνονται µε σύντοµη γραπτή δήλωση, που κατατίθεται στο προεδρείο της Βουλής πριν τη δόση του όρκου και καταχωρίζεται στα πρακτικά. Παρόλαυτα, ενώ στη συνταγµατική διάταξη δεν προβλέπεται ρητά τι γίνεται στην περίπτωση που κάποιος είναι άθρησκος ή άθεος ή η θρησκεία του δεν αναγνωρίζει τον όρκο, προκύπτει από τα πρακτικά Βουλής ότι προτάθηκε σχετική διάταξη η οποία όµως δεν υπερψηφίστηκε όχι επειδή απορρίφθηκε το περιεχόµενο της, αλλά γιατί αυτό θεωρήθηκε αυτονόητο. Περαιτέρω ενόψει του άρ.13 παρ.1 γίνεται αφενός δεκτό ότι στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αντίκειται κατ αρχήν κάθε είδος εξαναγκασµού σε πράξη (όπως είναι και η υποχρεωτική δόση όρκου) που δε συµπορεύεται µε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός, αφετέρου ορίζεται ότι κανείς δε µπορεί να στερηθεί τα δικαιώµατα του εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Είναι σαφές ότι η αδυναµία ενός εκλεγµένου αντιπροσώπου του λαού να αναλάβει τα καθήκοντα του βουλευτή επειδή δε δέχεται δικαιολογηµένα να ορκιστεί αποτελεί βάναυση στέρηση των δικαιωµάτων του. Για τους λόγους αυτούς µπορεί να γίνει δεκτό ότι ο συντακτικός νοµοθέτης δεν θέλησε να επιβάλει ανεξαίρετα την θρησκευτική ορκοδοσία, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε άλλωστε συστηµατική αντινοµία, και άρα οι άθεοι βουλευτές µπορούν να αναλαµβάνουν τα καθήκοντα τους επικαλούµενοι την τιµή και την συνείδησή τους. β. Ο όρκος του Προέδρου της ηµοκρατίας (άρ. 33 παρ.2) Παρόµοιο µε την ερµηνεία της υποχρέωσης των βουλευτών να ορκίζονται είναι και το θέµα που γεννιέται µε τον όρκο του Προέδρου της ηµοκρατίας. Στο άρ.31 προβλέπεται ότι ο υποψήφιος Πρόεδρος της ηµοκρατίας πρέπει σωρευτικά να είναι Έλληνας πολίτης πριν από πέντε χρόνια τουλάχιστον, να έχει ελληνική καταγωγή, να είναι σαράντα ετών και να έχει τη νόµιµη ικανότητα του εκλέγειν. Αυτά είναι, κατά το Σύνταγµα, τα τυπικά προσόντα του Προέδρου της ηµοκρατίας. Περαιτέρω στο άρ. 33 παρ.2 προβλέπεται ότι ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας πριν αναλάβει τα καθήκοντα του ενώπιον της Βουλής δίνει θρησκευτικό χριστιανικό όρκο. Η διάταξη αυτή γεννάει ερµηνευτικό πρόβληµα. Εισάγεται µε τη διάταξη αυτή εξαίρεση στο συνταγµατικό σύστηµα προστασίας των ατοµικών δικαιωµάτων και ιδίως της θρησκευτικής ελευθερίας, ή πρόκειται για αβλεψία του συντακτικού νοµοθέτη που

µπορεί να λυθεί µε κατάλληλη ερµηνευτική προσέγγιση; Κατά µία άποψη στα πλαίσια της ανάδειξης του Προέδρου της ηµοκρατίας εισάγεται εξαίρεση. Σύµφωνα µε την άποψη αυτή η εξαίρεση αυτή προκύπτει σαφώς, αν και δεν αναφέρεται ρητώς, από το γεγονός ότι σύµφωνα µε το άρ.33 παρ.2 ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας οφείλει να δίνει θρησκευτικό όρκο και µάλιστα χριστιανικό, και άρα πρέπει να είναι χριστιανός, αν και όχι κατ ανάγκη ορθόδοξος. Η άποψη ότι η διάταξη αυτή θα πρέπει να «υποχωρήσει» ενώπιον των άρ. 4 και 13 παρ.1 προϋποθέτει αποδοχή της θεωρίας «των αντισυνταγµατικών διατάξεων του συντάγµατος», η οποία δεν γίνεται κατ αρχήν δεκτή. Κατά άλλη όµως άποψη, που φαίνεται και ορθότερη, «ο υπέρµετρος αυτός περιορισµός του δικαιώµατος δε µπορεί να στηρίζεται σε ένα έµµεσο στοιχείο όπως το κείµενο του όρκου», καθώς γίνεται µάλιστα δεκτό οι περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων πρέπει να ερµηνεύονται στενά, δηλαδή να εφαρµόζονται µόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ρητώς αναφέρονται. ε µπορεί δηλαδή, ενώ στο άρ. 31 προβλέπονται σαφώς τα προσόντα του Προέδρου της ηµοκράτιας να εισάγεται µε έµµεσο τρόπο, ως προσόν και το να πρεσβεύει την χριστιανική θρησκεία. Και µπορεί βέβαια να υποστηρίζεται ότι δε µπορεί να «υποχωρεί» µια συνταγµατική διάταξη έναντι κάποιας άλλης ενόψει της τυπικής ισοδυναµίας τους, όµως ηθικοπολιτικά, αξιολογικά και ουσιαστικά δεν έχουν όλες οι διατάξεις την ίδια βαρύτητα. Ιστορικό επιχείρηµα προκύπτει από την προηγούµενη διατύπωση του άρθρου για τα προσόντα του ανώτατου άρχοντα στα προϊσχύσαντα συντάγµατα και ιδιώς του συντάγµατος του 1952, από το οποίο προέκυψε το σήµερα ισχύον. Συγκεκριµένα στο άρ. 47 του Συντάγµατος του 1952 προβλεπόταν ότι «Πας διάδοχος του Ελληνικού Θρόνου απαιτείται να πρεσβέυη την θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Παρόµοιες διατυπώσεις είχαν όλα τα συντάγµατα πλην αυτών του 1925 και 1927. Στο ισχύον σύνταγµα η εν λόγω διάταξη καταργήθηκε, ενώ πολλές διατηρήθηκαν ίδιες αφού πρώτα η λέξη «βασιλέας» λόγω της µεταβολής του πολιτεύµατος αντικαταστάθηκε µε τη φράση «Πρόεδρος της ηµοκρατίας». Μπορούµε λοιπόν να υποθέσουµε βάσιµα ότι βούληση του συντακτικού νοµοθέτη ήταν να αφαιρέσει από τα προσόντα του Προέδρου της ηµοκράτιας το ορθόδοξο χριστιανικό δόγµα. Περαιτέρω µπορεί να υποστηριχθεί ότι η πρόβλεψη χριστιανικού όρκου αποτελεί µια έµµεση αναγνώριση του πραγµατικού γεγονότος ότι η Ανατολική Εκκλησία του Χριστού είναι η επικρατούσα θρησκεία στη χώρα, όπως άλλωστε προκύπτει και άµεσα από την διατύπωση του άρ. 3. Εποµένως επειδή βάσιµα µπορεί να πιθανολογηθεί ότι κάποιος υποψήφιος θα είναι χριστιανός, νοµοτεχνικά βέβαια λάθος, υιοθετείται διατύπωση χριστιανικού όρκου, που είναι όµως εκτός του πνεύµατος του Συντάγµατος. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και η αντίστοιχη διάταξη για τους βουλευτές (άρ.59 παρ.2) που προβλέπει τον τρόπο ορκοδοσίας αλλόδοξων και αλλόθρησκων βουλευτών. Με ερµηνευτική δήλωση θα µπορούσε σε µελλοντική αναθεώρηση να διευκρινιστεί. Επιβάλλεται, λοιπόν, συστηµατική ερµηνεία των διατάξεων αυτών του Συντάγµατος µε σκοπό την άρση αντινοµιών και την αποφυγή υπέρµετρου περιορισµού της θρησκευτικής ισότητας που εκτός από την ευθεία παραβίαση της, γίνεται σε προφανή δυσαρµονία µε την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας και µη εµφανή επιδιωκόµενο σκοπό. Μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι κατά συστηµατική ερµηνεία του Συντάγµατος επιτρέπεται η ανάδειξη στο αξίωµα του Προέδρου της ηµοκρατίας όχι µόνο χριστιανού (ορθόδοξου ή ετερόδοξου), αλλά και αλλόθρησκου. Θέµα ίσως θα µπορούσε µόνο να δηµιουργηθεί για άθεο ή άθρησκο Πρόεδρο της ηµοκρατίας ενόψει της «βασικής αποστολής του κράτους» να παρέχει παιδεία που να αποσκοπεί,

µεταξύ άλλων, στην ανάπτυξης της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων (άρ.16 παρ.2). V.Επίλογος Μετά από όλη την ανωτέρω ανάλυση συµπεραίνουµε τελικά ότι το αληθές νόηµα της συνταγµατικής διάταξης, µε την οποία δίνεται στην πολιτεία η αρµοδιότητα να ορίζει µε νόµο τον επιβαλλόµενο όρκο καθώς και τον τύπο του, περιορίζεται στα πλαίσια ερµηνείας του και ένταξης του συστηµατικά στο πνέυµα του Συντάγµατος. Έτσι λοιπόν η έννοια της διάταξης είναι ότι η πολιτεία µπορεί πάντοτε µε νόµο να επιβάλλει όρκο ο οποίος δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να είναι υποχρεωτικός. Πρέπει να υπάρχει µέριµνα γι αυτούς που δε µπορούν να ορκιστούν λόγω σύγκρουσης µε τα κελεύσµατα της θρησκείας τους ή γενικότερα µε την θρησκευτική τους συνείδηση. Ιδιαίτερη µέριµνα πρέπει εξάλλου να υπάρχει ώστε ο θεσπιζόµενος όρκος να µην έρχεται σε σύγκρουση µε την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία. Υπό το πρίσµα αυτό η εκ των προτέρων επιβολή ορκοδοσίας αποτελεί προσβολή της ανθρώπινης αξίας. Τέλος µεγάλη σηµασία έχει να µην επιβάλλεται όρκος, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, δηλάδη είτε όταν επιβάλλεται µερικά, σε ορισµένα µόνο άτοµα είτε ο όρκος που προβλέπεται για τον καθένα δεν είναι το ίδιο επαχθής. Συστηµατικά ερµηνεύονται και οι διατάξεις για τον όρκο τον βουλετών και του Προέδρου της ηµοκρατίας, ώστε να µην αποτελούν εξαιρέσεις στο πλέγµα πορστασίας των ατοµικών δικαιωµάτων που παρέχει το Σύνταγµα. Βιβλιογραφία α. Συγγράµµατα 1. Ε.Βενιζέλος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου Ι, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσ/νικη 1991 2. Π. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα, τ.α, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα Αθήνα- Κοµοτηνή 1991 3. Ι.Κονιδάρη, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού ικαίου, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα Αθήνα- Κοµοτηνή 2000 4. Κ. Μαυρίας, Συνταγµατικό ίκαιο, β έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα Αθήνα- Κοµοτηνή 2002 5. Α.Ράϊκου,Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Α τεύχος Β,Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1990 6. Σπ.Τρωϊάνου, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού ικαίου, α έκδοση, τεύχ. Α, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα Αθήνα Κοµοτηνή 1982 7..Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β, β έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα

Αθήνα- Κοµοτηνή 1993 8. Κ. Χρυσόγονος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, β έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα Αθήνα- Κοµοτηνή 2002 β. Άρθρα- Μελέτες 1. Ε. Κρουσταλλάκης, Η υποχρέωση ορκοδοσίας εκείνων που πρεσβέυουν τη Χριστιανική θρησκεία, ιδίως µετά το Σύνταγµα του1975, 11, σελ. 5επ. 2. Γ. Πρίντζιπας, Συνταγµατικά προβλήµατα της υποχρέωσης ορκοδοσίας, Η Θρησκευτική ελευθερία, Εκδόσεις Eunomia Verlag, Αθήνα 1997 3.. Φιλίππου, Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και η υποχρέωση ορκοδοσίας, τα 2/1999, σελ 409-423. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Τα συνταγµατικά όρια του όρκου. Η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και η υποχρέωση ορκοδοσίας. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του όρκου. Η πολιτεία µπορεί πάντοτε µε νόµο να επιβάλλει όρκο ο οποίος δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να είναι υποχρεωτικός. Πρέπει να υπάρχει µέριµνα γι αυτούς που δε µπορούν να ορκιστούν λόγω σύγκρουσης µε τα κελεύσµατα της θρησκείας τους ή γενικότερα µε την θρησκευτική τους συνείδηση. Όρκος και ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ιδιαίτερη µέριµνα πρέπει εξάλλου να υπάρχει ώστε ο θεσπιζόµενος όρκος να µην έρχεται σε σύγκρουση µε την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία. Τέλος µεγάλη σηµασία έχει να µην επιβάλλεται όρκος, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, δηλάδη είτε όταν επιβάλλεται µερικά, σε ορισµένα µόνο άτοµα είτε ο όρκος που προβλέπεται για τον καθένα δεν είναι το ίδιο επαχθής. Συστηµατικά ερµηνεύονται και οι διατάξεις για τον όρκο τον βουλετών και του Προέδρου της ηµοκρατίας, ώστε να µην αποτελούν εξαιρέσεις στο πλέγµα πορστασίας των ατοµικών δικαιωµάτων που παρέχει το Σύνταγµα. SUMMARY The constitutional limits of vow (interpretation of article 13 para.5 of Greek Constitution). The freedom of religious thought and the obligation to vow. The religious character of vowing. The state can always enact vowing with a law, byt this vow cannot be obligatory. Special care should be given for those who don t want or cannot vow due to religious reasons. Vow and human dignity. Special care should be also given so that the vow is not adverse to the principle of equality. Under this light coyld interpretated the articles speaking about the vow of the President of the Republic and the vow of the parliamentary members as well in order not to exist differences and exclusion fron the system of the constiutional protection.