26. Μνημονικό Αποτύπωμα Σύνοψη Μνημονικό αποτύπωμα (memory trace) ή έγγραμμα (engram) είναι το φυσικό αποτύπωμα στον εγκέφαλο που αποτελεί το υπόβαθρο της μνήμης. Θεωρείται, δηλαδή, ως το σύνολο των αλλαγών στον εγκέφαλο, οι οποίες στηρίζουν το φαινόμενο της μνήμης. Μεταξύ των κεντρικών ζητημάτων που αφορούν στο μνημονικό αποτύπωμα είναι το είδος των μεταβολών στις οποίες συνίσταται, η περιοχή ή οι περιοχές στον εγκέφαλο που συμμετέχει(ουν) καθώς και η σταθερότητά του στον χρόνο. Προαπαιτούμενη γνώση Σε γενικές γραμμές δεν απαιτούνται ιδιαίτερα εξειδικευμένες γνώσεις για την αντίληψη της έννοιας του μνημονικού αποτυπώματος και την κατανόηση του μεγαλύτερου μέρους του παρόντος κεφαλαίου. Ωστόσο, βασικές γνώσεις νευροβιολογίας θα βοηθήσουν τον αναγνώστη στη νοητική διείσδυση των πληροφοριών γύρω από μοριακές διεργασίες. Τα λήμματα στα οποία μπορεί να ανατρέξει ο αναγνώστης για μεγαλύτερη εμβάθυνση επί των μεταβολών που συμβαίνουν στον εγκέφαλο και αποτελούν το υπόβαθρο της μνήμης περιλαμβάνουν την «Πλαστικότητα», τη «Σύναψη - Συναπτική διαβίβαση» και «Οξύαιχμα Κύματα-Ριπιδισμοί». 26.1 Ορισμός και Ιστορικά Στοιχεία Μνημονικό αποτύπωμα (memory trace) ή έγγραμμα (engram) είναι το φυσικό αποτύπωμα στον εγκέφαλο που αποτελεί το υπόβαθρο της μνήμης. Αντιστοιχεί στη φυσική εκδήλωση του μνημονικού αποτυπώματος (memory trace), το οποίο μπορεί να οριστεί ως «μία υποθετική εννοιολογική κατασκευή της οποίας η πραγματική ύπαρξη συνάγεται μέσω της ανάκλησης και της συμπεριφορικής έκφρασης στον πειραματικό έλεγχο συγκράτησης της πληροφορίας» (Sara, 2007). Εναλλακτικά, το μνημονικό αποτύπωμα «θεωρείται ότι είναι η νευρωνική αλλαγή που συνοδεύει μια νοητική εμπειρία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, της οποίας η συγκράτηση, τροποποιημένη ή μη, επιτρέπει στο υποκείμενο, σε έναν μεταγενέστερο χρόνο, να έχει νοητικές εμπειρίες τέτοιου είδους που δεν θα ήταν δυνατόν να έχει απουσία του αποτυπώματος» (Tulving, 2007). Ορισμένοι ερευνητές διακρίνουν το έγγραμμα από τη μνήμη. Για παράδειγμα, ο Morris Moscovitch υποστηρίζει ότι «το έγγραμμα ή μνημονικό αποτύπωμα είναι η αναπαράσταση ενός κωδικευμένου συμβάντος ή εμπειρίας. Δεν είναι ακόμα μία μνήμη, αλλά προσφέρει την αναγκαία (φυσική) συνθήκη για την ανάδυση των μνημών, έτσι όπως ένα εξωτερικό ερέθισμα προσφέρει την ευκαιρία για την ανάδυση ενός αντιλήμματος» (Moscovitch, 2007). Επίσης, «έγγραμμα είναι υποτιθέμενο φυσικό αποτύπωμα στον εγκέφαλο που συμβαίνει ως αποτέλεσμα της εμπειρίας, το οποίο διαρκεί και με κάποιο τρόπο είναι σημαντικό για τη μεταγενέστερη έκφραση της μνήμης. Αντίθετα, μνήμη είναι περισσότερο μια νευρογνωσιακή διεργασία, μέσω της οποίας οι αναπαραστάσεις της εμπειρίας εκφράζονται με την ομιλία ή άλλες πτυχές της συμπεριφοράς» (Morris, 2007). Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες που παραπέμπουν στην ιδέα ενός είδους μόνιμης φυσικής αλλαγής ως συνέπεια της αντίληψης ή της σκέψης ανήκουν στον Πλάτωνα και στο κείμενό του «Θεαίτητος», όπου χρησιμοποιείται η μεταφορά του «κέρινου εκμαγείου» στην ψυχή για να περιγράψει τη διεργασία της μνημόνευσης ως αποτύπωμα δακτυλιδιών («..αποτυπούσθαι, ώσπερ δακτυλίων σημεία ενσημαινομένους..», ). Ο ρόλος λοιπόν του κέρινου αυτού εκμαγείου είναι «να αποτυπώνεται ό, τι θελήσουμε ν απομνημονεύσουμε απ όσα τυχόν δούμε ή ακούσουμε ή καταλάβουμε οι ίδιοι» («..και εις τούτο ότι αν βουληθώμεν μνημονεύσαι ως αν ίδωμεν ή ακούσωμεν ή αυτοί εννοήσωμεν..» (191d), (Πλάτων, 1992). Ο όρος έγγραμμα επινοήθηκε από τον Γερμανό μελετητή Richard Semon (1859-1918), για να περιγράψει τη φυσική αλλαγή που δημιουργείται στον εγκέφαλο ως συνέπεια ερεθίσματος και η οποία αντιπροσωπεύει μία μνήμη, διατυπώθηκε δε στο βιβλίο του Die Mneme (1904), στο οποίο αφιερώνει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Ο Εντοπισμός του Εγγράμματος». Ο Semon διατύπωσε την υπόθεση ότι οι μνήμες αντιπροσωπεύονται στον εγκέφαλο μέσω φυσικών αλλαγών. Τη φυσική αυτή αλλαγή ο Semon την περιέγραψε μέσω του νόμου της εγγραφής (engraphy), διεργασίας με την οποία εξέφραζε τον τρόπο με τον οποίο τα ερεθίσματα της εμπειρίας αφήνουν συνδεδεμένα, ενοποιημένα συμπλέγματα αποτυπωμάτων που συνιστούν την κατάσταση αποθήκευσης της μνήμης. Τα αποτυπώματα αυτά δεν περιορίζονταν σε ένα μόνο κύτταρο αλλά σε ένα σύνολο κυττάρων. Τα αποτυπώματα αυτά δημιουργούνται εκ νέου μετά από κάθε επανάληψη που δημιουργεί ένα νέο αποτύπωμα και δεν ενδυναμώνει ένα ήδη υπάρχον. Τα μνημονικά αποτυπώματα δεν τα έβλεπε ως πιστά αντίγραφα των εμπειριών αλλά ως λιγότερο ζωηρά απ ό,τι η αρχική εμπειρία, υπόκεινται σε παραμόρφωση και συνδέονται με άλλα μνημονικά συμπλέγματα μέσω των αλληλεπικαλυπτόμενων χρόνων δημιουργία τους. Την - 205 -
«αφύπνιση» ή «έγερση» του αποτυπώματος από τη λανθάνουσα κατάστασή του (δηλαδή την ανάκληση του εγγράμματος) σε μια κατάσταση εκδηλούμενης δραστηριότητας την περιέγραψε ως εκφορά (ecphory), που αποτελεί και τον δεύτερο μνημονικό νόμο. Σύμφωνα με αυτό τον νόμο της εκφοράς, «η μερική επανάληψη του συμπλέγματος διέγερσης, το οποίο έχει αφήσει πίσω του το σύμπλεγμα εγγράμματος, ενεργεί εκφορητικά σε αυτό το σύγχρονο σύμπλεγμα εγγράμματος, είτε η επανάληψη συμβαίνει υπό τη μορφή της αρχικής είτε της μνημονευθείσας διέγερσης». Τη διεργασία κατά την οποία διαφορετικές αισθήσεις και ιδέες μπορούν να συνδυαστούν και να αναγνωριστούν ως μνήμες και όχι ως νέες εμπειρίες την περιέγραψε ως ομοφωνία (homophony). Δηλαδή, μια μνήμη αναδεικνύεται ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ της διεργασίας της ανάκλησης (των στοιχείων προερχομένων από συγκεκριμένες συνθήκες του περιβάλλοντος) και του εγγράμματος. Χωρίς την ανάκληση υπάρχει μόνο το έγγραμμα, του οποίου η ύπαρξη μπορεί να διαπιστωθεί μόνο με την ανάδυση της μνήμης. Άρα, ο Semon διέκρινε τη διαδικασία της μνήμης από την αποθηκευμένη πληροφορία. Είναι σαφές ότι βασικά στοιχεία της θεώρησης του Semon, όπως είναι η ύπαρξη εγγράμματος και η δημιουργία κυτταρικών συναθροίσεων μέσω συγχρονισμένης και επαναλαμβανόμενης δραστηριότητας, απαντώνται σε σύγχρονες υποθέσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις υποθέσεις για τον σχηματισμό και τον ρόλο της ιπποκάμπειας σύμπλοκης δραστηριότητας των οξύαιχμων κυμάτων-ριπιδισμών στη διεργασία της μνημονικής παγίωσης, παρόλο που οι αναφορές στην εργασία του Semon σπανίζουν. Ευρεία χρήση του όρου έγγραμμα υπήρξε μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Αμερικανού Karl Lashley «In search of the Εngram» (1950), στο οποίο, παρ όλη τη φανερή επίδραση από τις ιδέες του Semon, δεν γίνεται ούτε μία αναφορά στην εργασία του Semon. Αρχικά, η επιτυχία της εξαρτημένης μάθησης του Pavlov, στις αρχές του 1900, οδήγησε στην ιδέα ότι τα εγγράμματα πιθανώς εντοπίζονται στις νευρωνικές εκείνες οδούς που συνδέουν τις αισθητικές με τις κινητικές περιοχές. Ο Lashley, λοιπόν, προσδοκούσε να εντοπίσει στοιχεία παρόμοια με αυτά του εξαρτημένου αντανακλαστικού στον εγκέφαλο και προχώρησε σε μια σειρά πειραμάτων, τη δεκαετία του 20, αποσυνδέοντας χειρουργικά τις αισθητικές από τις κινητικές περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού πειραματόζωων, είτε πριν είτε μετά την εκμάθηση από μέρους των πειραματόζωων συγκεκριμένων συμπεριφορικών δοκιμασιών ποικίλης δυσκολίας. Επίσης, χρησιμοποίησε τη μεθοδολογία της εξαγωγής συμπεράσματος για τη λειτουργία μέσω της δυσλειτουργίας, προκαλώντας ανατομική καταστροφή διάφορων εγκεφαλικών περιοχών ποικίλου μεγέθους στα πειραματόζωα και εξετάζοντας κατόπιν την ικανότητά τους για επιτέλεση μαθησιακών δοκιμασιών. Μετά από πολύχρονο πειραματισμό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εκτός από τις πρωτοταγείς αισθητικές περιοχές, καμία άλλη φλοιϊκή περιοχή δεν ήταν αναγκαία για την εκμάθηση και μνημόνευση των δοκιμασιών. Παρατήρησε, επίσης, ότι μόνον η έκταση της βλάβης και η δυσκολία του μαθησιακού λαβυρίνθου μείωναν τη μαθησιακή επίδοση των πειραματόζωων, δηλαδή όσο πιο σύνθετη η μαθησιακή δοκιμασία και όσο πιο μεγάλη η βλάβη τόσο μεγαλύτερη η μείωση στη μαθησιακή επίδοση. Ο Lashley κατέληξε ότι μνημονικά αποτυπώματα μπορούν να βρεθούν σε όλο τον εγκέφαλο και ότι δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου με προνομιακό ρόλο στη μνήμη. Οι παρατηρήσεις αυτές τον οδήγησαν σε συμπεράσματα που συνόψισε και διατύπωσε σε δύο αξιώματα, της ίσης δυναμικότητας και της μαζικής δράσης. Το πρώτο δηλώνει ότι όλες οι φλοιϊκές περιοχές έχουν ίση δυναμικότητα ως προς τη στήριξη της μάθησης και γενικά μπορεί κάποια περιοχή να αντικαταστήσει κάποια άλλη στη διεργασία της μάθησης. Σύμφωνα με το δεύτερο, της μαζικής δράσης, η μείωση της επίδοσης στις δοκιμασίες μάθησης και μνήμης είναι ανάλογη μάλλον με την έκταση του κατεστραμμένου ιστού παρά με τον εντοπισμό του στον φλοιό. Ο ίδιος δήλωσε ότι ορισμένες φορές νιώθει πως πρέπει να καταλήξει με το συμπέρασμα ότι μάθηση απλά δεν μπορεί να υπάρξει, παρόλο που ορισμένες φορές όντως συμβαίνει (Lashley, 1950). Φαίνεται ότι η αποτυχία του Lashley να εντοπίσει το φυσικό υπόβαθρο της μνήμης οφειλόταν στο γεγονός ότι προσπαθούσε να βρει λάθος φαινόμενο. Ήδη εκείνη την περίοδο υπήρξαν ενστάσεις και ως προς την καταλληλότητα των συμπεριφορικών δοκιμασιών που είχε χρησιμοποιήσει και για την ακρίβεια των προκαλούμενων εγκεφαλικών βλαβών που είχε πραγματοποιήσει. Παρ όλη, όμως, την αποτυχία να στηρίξει πειραματικά κάποια από τις θεωρίες για τη μάθηση και μνήμη, ο Lashley είχε σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της συνδυασμένης μεθοδολογίας εγκεφαλικής βλάβης και συμπεριφορικής ανάλυσης και, επίσης, κατέληξε στο εννοιολογικά σημαντικό συμπέρασμα ότι σχετικά απλά συστήματα συνδεδεμένων νευρώνων με ρόλο εντολέα και εκτελεστή (όπως στα αντανακλαστικά) δεν μπορούν να υφίστανται σε ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες. Αυτή η ιδέα με κάποιο τρόπο επηρέασε τη διαμόρφωση κατοπινών θεωρήσεων του εγκεφάλου και της μνήμης, που βασίζονταν στην ιδέα των παράλληλων κατανεμημένων δικτύων. Αν ένα έγγραμμα διαμεσολαβείται από ένα δίκτυο νευρώνων, τότε η δημιουργία του θα πρέπει να είναι η διεργασία μέσω της οποίας νευρώνες που πριν λειτουργούσαν ανεξάρτητα, αρχίζουν να λειτουργούν μαζί στο πλαίσιο ενός δικτύου. Μια πρώτη πρόταση-υπόθεση για τον τρόπο μέσω του οποίου λειτουργικώς συνεκτικά δίκτυα νευρώ- - 206 -
νων μπορούν να διαμορφωθούν στον εγκέφαλο διατυπώθηκε από τον Καναδό ψυχολόγο και μαθητή του Lashley, Donald Hebb, ο οποίος υπέθεσε ότι οι μνήμες αποθηκεύονται με τη μορφή των δικτύων νευρώνων που ονόμασε κυτταρικές συναθροίσεις (cell assemblies), και, επίσης, πρότεινε έναν κυτταρικό μηχανισμό για τη δημιουργία αυτών των κυτταρικών συναθροίσεων, δίνοντας ταυτόχρονα και μια λύση στο πρόβλημα που ανέδειξαν τα πειράματα του Lashley. Δηλαδή, η υπόθεση του Hebb έδειξε ποια θα μπορούσε να είναι η φύση ενός μνημονικού αποτυπώματος, πώς μπορεί να αποφεύγεται ολική καταστροφή της μνήμης μετά από βλάβη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια του εγγράμματος σχετίζεται ευθέως με την έννοια της μνημονικής παγίωσης. Επίσης, η αντίληψη ότι η εμπειρία αφήνει ένα φυσικό αποτύπωμα, το έγγραμμα, στον εγκέφαλο ήταν και συνεχίζει να είναι κυρίαρχη στο πεδίο της έρευνας γύρω από τη μνήμη επηρεάζοντάς την με πολύ σημαντικό τρόπο. Στη θεώρηση του Hebb για τη διαμόρφωση των κυτταρικών συναθροίσεων, η έννοια της παγίωσης ήταν ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, στην αρχή, η εμπειρία προκαλούσε κάποιου είδους βραχύχρονες διεργασίες, μεταβολές, εντός των συναθροίσεων των (ασθενώς διασυνδεδεμένων) κυττάρων, μέσω π.χ. παλίνδρομης δραστηριότητας. Η συνεχώς επαναλαμβανόμενη παλίνδρομη αυτή δραστηριότητα εντός του κυτταρικού συναθροίσματος με τον χρόνο οδηγούσε σε κάποιου είδους δομική «παγίωση» των μεταβολών αυτών, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να εξυπηρετούν την ύπαρξη μακρόχρονης μνήμης. Οι ιδέες αυτές ενέπνευσαν τις πρώτες πειραματικές μελέτες για τη διερεύνηση της παγίωσης, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σχεδόν αμέσως μετά τη διατύπωση αυτών των ιδεών. Πράγματι, η έννοια των συνάψεων του Hebb, δηλαδή των συναπτικών συνδέσεων με χαρακτηριστικά τα βασικά στοιχεία της θεώρησης του Hebb, είναι πολύ διαδεδομένα στη σύγχρονη έρευνα. 26.2 Σύγχρονες Αντιλήψεις και Νευροβιολογικά Στοιχεία Στη σύγχρονη έρευνα που σχετίζεται με τη διερεύνηση του εγγράμματος μπορούν να διακριθούν ορισμένα διαφορετικά ερωτήματα, που αφορούν στη φύση, τον εντοπισμό, τον ρόλο, το επίπεδο οργάνωσης και άλλες ιδιότητες του εγγράμματος. Ανεξάρτητα όλων αυτών των ζητημάτων, μια αρχική, γενική αλλά βασική παραδοχή συνίσταται στην αναγκαιότητα ύπαρξης του εγγράμματος, κάποιου είδους δηλαδή φυσικού υποστρώματος της μνήμης. Η γενική αυτή παραδοχή ύπαρξης ενός εγγράμματος ουσιαστικά αποτελεί προέκταση ή έκφραση της αντίληψης ότι οι λειτουργίες της μάθησης και της μνήμης βασίζονται σε διατηρούμενες φυσικές μεταβολές, οι οποίες επάγονται στο νευρικό σύστημα με την εμπειρία. Οι μεταβολές αυτές, που συνιστούν την προϋπόθεση για τη δημιουργία και ύπαρξη του εγγράμματος θεωρούνται απαραίτητες, αναγκαίες για τη διατήρηση της μνήμης. Συνεπώς, κάποιου είδους έγγραμμα είναι αναγκαίο για το φαινόμενο της μνήμης. Το ζήτημα της φύσης του εγγράμματος σχετίζεται με το ερώτημα κατά πόσο το έγγραμμα συνίσταται στο σύνολο όλων των νευρικών κυττάρων που κωδικοποιούν ένα προς μνημόνευση στοιχείο ή σ εκείνες μόνον τις μεταβολές που έχουν επαχθεί στο νευρωνικό αυτό δίκτυο μέσω της δραστηριότητας και ως αποτέλεσμα της εμπειρίας. Οπωσδήποτε πάντως, οι μεταβολές αυτές ανήκουν στο έγγραμμα και θα πρέπει να αφήνουν κάποιο είδος «σήμανσης» στο νευρικό δίκτυο, είτε αυτή είναι ανατομική, π.χ. ανάπτυξη νέων συνδέσεων μεταξύ των κυττάρων, είτε αφορούν σε σχετικά μικρές, περιορισμένες αλλαγές, π.χ. μοριακές αλλαγές στη συναπτική περιοχή, το συναπτικό μικροπεριβάλλον. Ένα σχετικό ζήτημα είναι αυτό του εντοπισμού του εγγράμματος και συνίσταται στο ερώτημα κατά πόσο το έγγραμμα εντοπίζεται σε μια μοναδική εγκεφαλική περιοχή, η οποία μπορεί ή όχι να μένει σταθερή στον χρόνο. Η διερεύνηση αυτού του ερωτήματος παραπέμπει σε θέματα μεθοδολογίας της πειραματικής προσέγγισης, δηλαδή πρακτικής δυνατότητας. Σε γενικές γραμμές μπορεί να λεχθεί ότι σε απλά συστήματα (π.χ. σε ένα δίκτυο αντανακλαστικού) είναι πιθανόν το έγγραμμα να έγκειται στα δίκτυα αυτά ακριβώς που συνδέονται με τη σχετική συμπεριφορά, ενώ τα εγγράμματα που στηρίζουν πολύπλοκες μορφές μνήμης στον άνθρωπο και άλλα θηλαστικά θα πρέπει να συνίστανται σε πολύπλοκα συστήματα κατανεμημένων δικτύων. Γι αυτούς τους τελευταίους τύπους εγγραμμάτων υπάρχει αυξημένη πιθανότητα «μετατόπισης» από μία περιοχή σε μία άλλη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της βιωματικής μνήμης, όπου αλληλεπίδραση μεταξύ νευρικών δικτύων του ιππόκαμπου και του νεοφλοιού μπορεί να οδηγεί σε μια τέτοια «μετατόπιση» του μνημονικού περιεχομένου. Εδώ, πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός ότι το νευρωνικό δίκτυο μιας περιοχής, και κατά συνέπεια το σχετικό έγγραμμα, μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο σε ορισμένες μόνο μνημονικές διεργασίες (στάδια) και όχι σε άλλες. Για παράδειγμα, η δημιουργία μνημονικού αποτυπώματος στον ιππόκαμπο μπορεί να είναι ως έναν βαθμό παροδική ή έστω χρονικά μεταβαλλόμενη (Dudai, 2012). Επίσης, μπορεί ένα έγγραμμα να συνίσταται σε ορισμένα, κεντρικά, βασικά στοιχεία και άλλα βοηθητικά, τα οποία είτε κωδικοποιούν επιμέρους παραμέτρους του κύριου μνημονικού περιεχομένου ή συμμετέχουν μόνο σε ορισμένες φάσεις της μνημονικής λειτουργίας, π.χ. κατά την ανάκληση. - 207 -
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, από νευροβιολογική τουλάχιστον άποψη, είναι η παρατήρηση ότι η μακρόχρονη μνήμη είναι ευπαθής στη δράση ορισμένων αμνησιακών ουσιών, ακόμα και χωρίς ύπαρξη ανάκλησης, δηλαδή μνημονικής επανενεργοποίησης. Πρόκειται για αναστολείς ενός ισοενζύμου του ενζύμου πρωτεϊνοκινάση C (protein kinase C, PKC), το οποίο καλείται PKMζ και αποτελεί την «αυτόνομη» μορφή (δηλαδή συνεχώς ενεργή) της PKC, λόγω απουσίας της ρυθμιστικής περιοχής, η οποία κανονικά αναστέλλει την καταλυτική περιοχή του ενζύμου. Το ισοένζυμο αυτό μπορεί να ανασταλεί από διάφορες ουσίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ανασταλτικό πεπτίδιο ζήτα (ZIP). Δρώντας σε συγκεκριμένα υποστρώματα στην περιοχή της σύναψης, η PKMζ οδηγεί στην τροποποίηση του μικροπεριβάλλοντος της σύναψης, με συνέπεια την αύξηση των λειτουργικών υποδοχέων του νευροδιαβιβαστή γλουταμικό και συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διατήρηση της μακρόχρονης συναπτικής ενδυνάμωσης (Ling, Benardo, & Sacktor, 2006), η οποία με τη σειρά της θεωρείται ως το κυτταρικό θεμέλιο του φαινομένου της μνήμης. Είναι ενδιαφέρον ότι και η μακρόχρονη συγκράτηση χωρικής πληροφορίας στον ιππόκαμπο εξαρτάται από τη συνεχή δραστηριότητα της PKMζ. Θεωρείται πιθανό ο ρόλος της PKMζ να είναι η διατήρηση της συναπτικής σήμανσης που δημιουργείται μέσω της νευρωνικής δραστηριότητας, όταν νέα πληροφορία εισέρχεται και κωδικοποιείται στο δίκτυο. Επίσης, έχει βρεθεί ότι το ZIP προκαλεί άμεση απαλοιφή απομακρυσμένων χρονικά μνημών μετά από έκχυσή του στον νεοφλοιό (Pastalkova et al., 2006Pastalkova et al., 2006). Οι παρατηρήσεις αυτές δίνουν μια ιδέα για τη φύση των μηχανισμών που μπορούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του εγγράμματος και ταυτόχρονα δείχνουν, μέσα από τη μεταβλητότητα της συναπτικής λειτουργικότητας, πώς θα μπορούσε αυτό το μνημονικό αποτύπωμα να αναδιοργανωθεί. Έτσι, συγκεκριμένες συνάψεις μπορούν να τροποποιηθούν γρήγορα και επιλεκτικά, μέσω ρύθμισης των τοπικών πρωτεϊνών, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διεργασία ταχείας ενσωμάτωσης νέας πληροφορίας σε ένα προϋπάρχον «σχήμα» συνειρμικής γνώσης στον νεοφλοιό. Ίσως η πιο κοντινή στη βιολογία τρέχουσα αντίληψή μας για τη φύση του εγγράμματος βασίζεται στην ενεργοποίηση ενός συγκεκριμένου συνόλου νευρικών κυττάρων (βλ. κυτταρικού συναθροίσματος) στον ιππόκαμπο με μια συγκεκριμένη αλληλουχία. Η ενεργοποίηση αυτής της αλληλουχίας νευρικών κυττάρων συνίσταται σε μια καθορισμένη χωροχρονική διαμόρφωση νευρωνικής δραστηριότητας του συγκεκριμένου κυτταρικού συναθροίσματος, το οποίο πρωτοσχηματίστηκε κατά τη διάρκεια της εμπειρίας και επανενεργοποιείται πάλι επιλεκτικά, πολύ μετά τον τερματισμό της αισθητικής εμπειρίας. Αυτό θεωρείται ότι είναι το πιο κοντινό στην πραγματικότητα παράδειγμα μνημονικού εγγράμματος που έχουμε μέχρι τώρα. Ότι, δηλαδή, αποτελεί μνημονικό αποτύπωμα για τις βιωματικές τουλάχιστον μνήμες. Φυσιολογική εκδήλωση της ύπαρξης τέτοιων (πιθανώς πρόσκαιρων) αποτυπωμάτων στον ιππόκαμπο θεωρείται ότι είναι η δραστηριότητα των οξύαιχμων κυμάτων ριπιδισμών. - 208 -
Βιβλιογραφικές Αναφορές Dudai, Y. (2012). The restless engram: consolidations never end. Annu Rev Neurosci, 35, 227-247. doi: 10.1146/annurev-neuro-062111-150500 Lashley, K. S. (1950). In Search of the Engram. Symbosia of the Society of Experimental Biology, 4, 454-482. Ling, D. S., Benardo, L. S., & Sacktor, T. C. (2006). Protein kinase Mzeta enhances excitatory synaptic transmission by increasing the number of active postsynaptic AMPA receptors. Hippocampus, 16(5), 443-452. doi: 10.1002/hipo.20171 Morris, R. G. M. (2007). Memory: Distinctions and dilemmas. In H. L. Roediger III, Y. Dudai & S. M. Fitzpatrick (Eds.), Science of Memory: Concepts (pp. 29-34). Oxford: Oxford University Press. Moscovitch, M. (2007). Memory: Why the engram is elusive. In H. L. Roediger III, Y. Dudai & S. M. Fitzpatrick (Eds.), Science of Memory: Concepts (pp. 17-19). Oxford: Oxford University Press. Pastalkova, E., Serrano, P., Pinkhasova, D., Wallace, E., Fenton, A. A., & Sacktor, T. C. (2006). Storage of spatial information by the maintenance mechanism of LTP. Science, 313(5790), 1141-1144. doi: 10.1126/science.1128657 Sara, S. J. (2007). Consolidation: From hypothesis to paradigm to concept. In H. L. Roediger III, Y. Dudai & S. M. Fitzpatrick (Eds.), Science of Memory: Concepts (pp. 183-198). Oxford: Oxford University Press. Tulving, E. (2007). Coding and representation: Searching for a home in the brain.. In H. L. Roediger III, Y. Dudai & S. M. Fitzpatrick (Eds.), Science of Memory: Concepts (pp. 65-68). Oxford: Oxford University Press. Πλάτων. (1992). Θεαίτητος: Κάκτος. - 209 -