Μια πλειάδα σημαντικών μνημείων της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής περιόδου συναντά ο επισκέπτης στο νομό Τρικάλων, ο οποίος διαπιστώνει ιδίοις όμασι ότι η ιστορία δεν είναι απλά υπόθεση κάποιων βιβλίων, αλλά είναι μπροστά μας, ζωντανή, αποτυπωμένη στην πολιτιστική μας κληρονομιά. Η προϊσταμένη της 19ης Εφορείας Βυζαντινων Αρχαιοτήτων Κρυσταλλία Μαντζανά, μας ξεναγεί στα μνημεία αυτά των Τρικάλων, της Πύλης και της Καλαμπάκας, αλλά και άλλων περιοχών του νομού Τρικάλων. Τρίκαλα Στην πόλη των Τρικάλων και στην περιοχή του Προφήτη Ηλία, το 1956, κατά τη διάρκεια διάνοιξης περιφερειακής οδού, σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Ορλάνδο, βρέθηκε, 1 / 6
απροσδόκητα, μισοκατεστραμμένο ψηφιδωτό δάπεδο, χωρίς να μπορεί να ορισθεί το αρχικό μήκος και πλάτος, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους, αλλά κι επειδή το εκσκαπτικό μηχάνημα, επέφερε μεγάλη καταστροφή, ενώ βόρεια και δυτικά αυτού εντοπίσθηκε τοιχοποιϊα επενδεδυμένη με ορθομαρμάρωση. Πρόκειται, πιθανότατα, σύμφωνα με την κ. Μαντζανά, για ψηφιδωτό δάπεδο νάρθηκα παλαιοχριστιανικής βασιλικής κι αυτό επιβεβαιώνεται από το σχέδιο της διακόσμησης και το κείμενο της επιγραφής, που αναφέρει: "Υπέρ ευχής ο πρωτοπρεσβύτερος Παρδαλάς εκέντησεν τον νάρθηκα". Η φράση "Υπέρ ευχής" συνηθίζεται σε αναθηματικές επιγραφές, ενώ το "πρωτοπρεσβύτερος", το συναντάμε σε επιγραφές παλαιοχριστιανικών χρόνων. Όσον αφορά το όνομα Παρδαλάς ή Παρδάλας, είναι όνομα που συναντάται και σε ρωμαϊκές επιγραφές και νομίσματα ενώ ο τύπος Παρδάλιος απαντά ως όνομα επισκόπου στον εκκλησιαστικό συγγραφέα Σωκράτη, εξηγεί η κ. Μαντζανά. Το ρήμα "εκέντησεν", δηλαδή κατασκεύασε ψηφιδωτό, χρησιμοποιείται κατά πάσα πιθανότητα, επειδή ο τρόπος διακόσμησης του ψηφιδωτού θυμίζει την τέχνη κεντήματος σε στημόνι και συναντάται σε πολλά μνημεία του Ελλαδικού χώρου. Η δε λέξη "νάρθηξ", απαντά για πρώτη φορά από τον 3ομ.Χ. έως και τον 6ο μ.χ. Τις μακριές πλευρές καλύπτει ταινία με κυμματοειδείς έλικες και εσωτερικά και στις τέσσερις πλευρές πλαίσιο από σπειρομαίανδρο. Το κέντρο διαιρείται σε τρία μικρότερα ορθογώνια διάχωρα, από τα οποία διασώθηκαν μόνον δύο. Το βόρειο φέρει ταινία-πλαίσιο από κισσόφυλλα, ενώ μέσα γεμίζει με οκτώ κύκλους, που τοποθετούνται σε δύο επάλληλες σειρές τετραγώνων. Στο δεύτερο διάχωρο, όπου και η επιγραφή, η διακόσμηση αλλάζει: όλη την επιφάνεια καταλαμβάνουν τρεις ημικυκλικές αψίδες, που στηρίζονται σε κίονες ή πεσσούς. Το κενό, κάτω από τις αψίδες, καλύπτεται με αμφορείς με μεγάλες λαβές, από το στόμιο των οποίων βγαίνουν ελικοειδείς βλαστοί, που καταλήγουν σε σταφύλια, ενώ πάνω προς το στόμιο πετούν συμμετρικά δύο πτηνά για να πιούν το νερό της ζωής. Πάνω από το τόξο εικονίζονται πάλι δύο αντιμέτωπα μακρόποδα πτηνά, πιθανότατα παγώνια. 2 / 6
Κάτω από την επιγραφή, ο ψηφοθέτης απεικονίζει συμβολικά μεγάλο ψάρι και πάνω τοποθετεί φιάλη ή κρήνη, προς την οποία πετούν πουλιά για να πιούν από το νερό της ζωής, ενώ το υπόλοιπο κενό καλύπτεται με κισσοφόρα κλαδιά. Στο διάστημα μεταξύ των τριών τόξων εικονίζονται λευκά πτηνά (ίσως περιστέρια), που πετούν σε σκοτεινό αέρα. Το διάχωρο με την επιγραφή, εκτός από την πρωτότυπη διακόσμηση, τονίζεται και με μεγάλη ποικιλία ψηφίδων. Στη δε επιγραφή, το ωραίο σχήμα των γραμμάτων και την ομοιότητα των στοιχείων της με στοιχεία ρωμαϊκών επιγραφών του 2ου,3ου και 4ου αι. μ.χ., όπως το πι, το σίγμα και τις συνδέσεις κάποιων γραμμάτων, όπως το ΓΕ (Π+Ε). Ο ψηφοθέτης φρόντισε ακόμα και το τέλος της επιγραφής, που για να μην μείνει κενό, το κάλυψε με κυματιστό βλαστό. Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν για τη χρονολόγηση του ψηφιδωτού και επομένως και της βασιλικής στα μέσα του 5ου μ.χ. αι. Οι εποχές δύσκολες τότε, καθώς δεν υπήρχε προσωπικό και υλικά για τη συντήρησή του και γι' αυτό το λόγο ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Δημήτριος Θεοχάρης προχώρησε στην κατάχωσή του. Το όνομα Τρίκκη ή Τρίκκα διατηρείται και στην πρωτοβυζαντινή περίοδο. Ως Τρίκαλα αναφέρονται για πρώτη φορά, το 1082-1083, όταν τα καταλαμβάνουν οι Νορμανδοί, ενώ από τους συγγραφείς, πρώτη η Άννα Κομνηνή, χρησιμοποιεί τον όρο Τρίκαλα, αλλά η επισκοπή Τρίκκης είναι ήδη γνωστή από τον 4ο αι., όταν το 325 μ.χ., ο επίσκοπος Διόδωρος πήρε μέρος στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Στις περιγραφές περιηγητών και συγγραφέων, τα Τρίκαλα αναφέρονται ως πόλη με ευχάριστη όψη, με δενδροστοιχίες στις όχθες του Ληθαίου, δημόσια αγορά αλλά και το φρούριο, που το έκτισε εκ θεμελίων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βυζαντινός συγγραφέας Προκόπιος, ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, τον 6ο αι.μ.χ., στη θέση αρχαίας ακροπόλεως, που λόγω της στρατηγικής του σημασίας ανακαινίσθηκε από πολλούς κατακτητές Πύλη 3 / 6
Στο ναό της Πόρτα Παναγιάς, η αρχιτεκτονική, η γλυπτή, ψηφιδωτή κι εντοίχια διακόσμηση, δημιουργούν ένα μνημειώδες σύνολο, που για να το περιγράψει και μόνον ο μελετητής χρειάζεται να καλύψει πολλές σελίδες, αφού το μνημείο παρουσιάζει πολλές χρονολογικές φάσεις. Ο ναός, ήταν άλλοτε το καθολικό της Ι. Μ. Μεγάλων Πυλών, η οποία διαλύθηκε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Στην τοιχοποιϊα του ναού χρησιμοποιήθηκαν και μεγάλοι φαιοί δόμοι, στοιχείο που αποτελεί ένδειξη ότι ή στην ίδια θέση ή πολύ κοντά, υπήρχε αρχαίος ναός, πράγμα που ενισχύεται και από τμήματα μονολιθικών κιόνων, διάσπαρτα τόσο στο προαύλειο του ναού όσο και στον περιβάλλοντα χώρο. Η χρήση επίσης μαρμάρινων κιονίσκων και αμφικιονίσκων στα παράθυρα και τις εισόδους, καθώς και το σπάνιας τεχνικής επιστύλιο στο τέμπλο, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προϋπήρχε και παλαιοχριστιανική βασιλική, άποψη που ενισχύουν και τα μαρμάρινα τμήματα, τμήματα επίστεψης τέμπλου, επικράνων κ.λπ., τα οποία μαζί με πέτρες περιοχής αποτελούσαν δεύτερο δάπεδο, κάτω από το σύγχρονο τσιμεντένιο που κατασκευάσθηκε αργότερα και που, όταν αφαιρέθηκε, πολύ κοντά στην Ωραία Πύλη, αποκαλύφθηκε μαρμάρινο θωράκιο που είχε τη θέση του ομφαλού του ναού. Πρόκειται για σταυρεπίστεγο ναό, που "αντιγράφει" σε κάτοψη και σε τομή το ναό της Κάτω Παναγιάς της Άρτας, ιδρυτής της οποίας ήταν ο Μιχαήλ Β Δούκας, πατέρας του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη, ο οποίος αναφέρεται ως ιδρυτής της Πόρτα Παναγιάς. Εκτός από τον ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο αρχιτεκτονικός τύπος που ακολουθεί ο ναός, ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο γλυπτός, ψηφιδωτός και γλυπτός διάκοσμος, που δυστυχώς υπέστη μεγάλη καταστροφή από πυρκαγιά, στα 1855, από την οποία διασώθηκαν αποσπασματικά κιονόκρανα και τμήμα του μαρμάρινου τέμπλου, ενώ από την ψηφιδωτή διακόσμηση διασώθηκαν οι μοναδικές στον ελλαδικό χώρο, που χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αι. και που τοποθετήθηκαν σε ανάστροφη θέση, ιδιορρυθμία του καλλιτέχνη ή λάθος τοποθέτησης. Καλαμπάκα Η Καλαμπάκα, εκτός από το Μετεωρίτικο συγκρότημα, που υψώνεται πάνω απ' αυτή και την 4 / 6
αναδεικνύει περισσότερο, λαμπρύνεται και με το αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό μνημείο, το ναό της Κοιμήσεως Θ/κου, άλλοτε Μητρόπολη της Επισκοπής Σταγών, που αναφέρεται από τον 9ο αι. Ο σημερινός ναός - βυζαντινή τρίκλιτη βασιλική, με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος - είναι κτισμένος πάνω σε παλαιοχριστιανική βασιλική, όπως δείχνουν τα υλικά στην τοιχοποιϊα του βυζαντινού ναού, κυρίως στην κεντρική κόγχη, όπου χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι φαιοί λίθοι ή τμήματα μαρμάρινων θωρακίων εντοιχισμένα στη νότια πλευρά. Σημειώνουμε, επίσης, τον μαρμάρινο άμβωνα που τοποθετήθηκε στο κέντρο του μεσαίου κλίτους, τμήματα του οποίου προέρχονται από τον παλαιοχριστιανικό άμβωνα, το μαρμάρινο σύνθρονο που περιτρέχει το ημικύκλιο της αψίδας με τον επισκοπικό θρόνο στο μέσο, το μαρμάρινο κιβώριο που υψώνεται πάνω από την κτιστή Αγία Τράπεζα, η διακόσμηση των κιονίσκων του οποίου συναντάται από τον 7ο αι. και τέλος τμήματα του τριβήλου που οδηγεί στον εσωνάρθηκα. Σπάνιας τεχνικής και καλά δουλεμένο θα πρέπει να ήταν και το ψηφιδωτό δάπεδο, από το οποίο σήμερα σώζονται μόνον δύο μικρά τμήματα: το πρώτο αποκαλύφθηκε κοντά στην Αγία Τράπεζα και το δεύτερο στο βόρειο κλίτος κοντά στη βάση του τέμπλου. Ο ναός αγιογραφήθηκε αγιογραφήθηκε στα 1573, σύμφωνα με επιγραφή που αναγράφεται στη δυτική πλευρά του εξωνάρθηκα (δεύτερος νάρθηκας) από τον μοναχό Νεόφυτο, γιό του περίφημου ζωγράφου Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά κι από τον ιερέα Κυριαζή, με το εικονογραφικό πρόγραμμα να ακολουθεί τις εικονογραφικές τάσεις του 16ου αι. Αξιοπρόσεκτη η αντιγραφή με κεφαλαία γράμματα, ντοκουμέντων που αφορούν στα δικαιώματα και τα προνόμια της Επισκοπής Σταγών. Πρόκειται για χρυσόβουλλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ Παλαιολόγου, του 1336 καθώς και για το σιγίλλιο του Πατριάρχη Αντωνίου, του 1393 με το οποίο κατοχυρώνονται τα κτήματα, τα μετόχια και γενικότερα τα όρια της Επισκοπής Σταγών. Από τη μελέτη των παλαιοχριστιανικών ναών γίνεται αντιληπτό ότι το εξωτερικό τους είναι απλό και η προσπάθεια διακόσμησης στρέφεται στο εσωτερικό. Λαμπερά ψηφιδωτά, μαρμαροθετήματα ή ορθομαρμαρώσεις καλύπτουν το εσωτερικό τους, ενώ πλούσια γλυπτή διακόσμηση συναντάμε στα παράθυρα και στα τέμπλα που περιέκλειαν το Ιερό Βήμα. 5 / 6
Η χρήση υλικών στην κατασκευή των βυζαντινών ναών (βλ. Πόρτα Παναγιά, Κοίμηση Καλαμπάκας) δεν σημαίνει ότι εξαφανίζονται τα παλαιοχριστιανικά δεδομένα αντίθετα συνυπάρχουν με τα βυζαντινά και προαναγγέλλουν μια τέχνη που απαιτεί από τον καλλιτέχνη να ακολουθήσει τα πρότυπα, ενώ η επικοινωνία του με το κοινό θεωρείται βασική ανάγκη. Εγκαταλείποντας την τέχνη της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής δημιουργεί μνημειώδη ζωγραφική, που προσαρμόζεται στο κτίριο και σέβεται την αρχιτεκτονική του. Γενικά επικρατεί μια μεγαλοπρέπεια, που δηλώνει μια αλλαγή, η οποία συντελείται βαθμιαία. "Η ανίχνευση της ιστορίας σε κάθε σημείο του νομού θα συνεχισθεί για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να είμαστε σε θέση να φέρουμε στο φως περισσότερα μνημεία-σταθμούς αυτής της περιόδου έτσι ώστε σε συνδυασμό με τα στοιχεία, για τον πολιτισμό και την κουλτούρα των δύο προηγούμενων εποχών όσο και η γνωριμία με τους πρώτους κατοίκους της περιοχής, μέσα από τα ευρήματα του Σπηλαίου της Θεόπετρας, να διατυπώσουμε τα μηνύματα και τους τρόπους του παρελθόντος που συνεχίζουν να απαντούν σε ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος", επισημαίνει η κ. Μαντζανά. Είναι γνωστό, συνεχίζει, ότι τόσο στην περιοχή των Τρικάλων όσο και στην ευρύτερη περιοχή Θεσσαλίας και στα πρώτα χρόνια του Βυζαντινού κράτους οι επιδρομές Σλάβων, Γότθων, Βουλγάρων και στη συνέχεια Καταλανών, Τούρκων κ.λπ. ερήμωσαν πόλεις, ισοπέδωσαν περιοχές και κατέστρεψαν πολλά τεκμήρια που σήμερα θα μας βοηθούσαν να οργανώσουμε την ιστορική τοπογραφία του χώρου αυτού. Η ιστορική τεκμηρίωση των αρχαιολογικών ευρημάτων είναι ο σκοπός και ο στόχος των αρχαιολόγων, γιατί η αρχαιολογική έρευνα εμπλουτίζει την ιστορία μιας περιοχής, γιατί φέρνει στο φως απτά δείγματα μιας μορφής πολιτισμού, ενός τόπου. Όπου δε οι ιστορικές πηγές έχουν εξαφανισθεί, όπως συμβαίνει για την περιοχή των Τρικάλων, τα ευρήματα της αρχαιολογικής έρευνας, κατά την κ. Μαντζανά, δεν είναι μόνο στοιχεία που θα φωτίσουν τη συγκεκριμένη μορφή πολιτισμού,αλλά αποτελούν την ίδια την ιστορία της περιοχής. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ 6 / 6