Περίληψη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α στο νότιο τμήμα του Βοσπόρου, στην τοποθεσία της αρχαίας ελληνικής πόλης του Βυζαντίου. Η πόλη ιδρύθηκε το 324 και εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου 330. Ο Κωνσταντίνος χρηματοδότησε ένα σημαντικό οικοδομικό πρόγραμμα, με στόχο τη διεύρυνση και τον εξωραϊσμό της νέας του πρωτεύουσας. Χρονολόγηση 324-337 Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη 1. Η πόλη του Βυζαντίου Αν και υπάρχουν ενδείξεις για εγκατάσταση πληθυσμού ήδη από το τέλος της 3ης χιλιετίας π.χ., η πρωιμότερη ουσιαστική κατοίκηση της περιοχής συντελέστηκε τον 7ο αι. π.χ. με την ίδρυση της πόλης του Βυζαντίου, 1 μιας αποικίας της ελληνικής πόλης των Μεγάρων. Η ονομασία προέρχεται από το θρυλικό ιδρυτή της Βύζα, γιο της νύμφης Σεμέστρης ή του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, κόρης της Ιούς. 2 Υπάρχει αναφορά και για άλλον υποθετικό ιδρυτή, τον Άντη, και φαίνεται πως ο συνδυασμός των δύο ονομάτων σχημάτισε το τοπωνύμιο της πόλης. Η πόλη ήρθε στο προσκήνιο το 2ο αι. μ.χ., όταν αντιτάχθηκε στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο Σεβήρος την ισοπέδωσε και στη συνέχεια την ξανάχτισε, μετονομάζοντάς τη σε Augusta Antonina προς τιμήν του γιου του. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια για το Βυζάντιο είναι λιγοστά. Αρκετά από τα αρχαία οικοδομήματα ενσωματώθηκαν στην καινούρια πόλη και διατηρήθηκαν καλά στη Βυζαντινή περίοδο. 3 Ο Σεβήρος κατέστρεψε το αρχαίο τείχος, που περνούσε πολύ κοντά στην ανατολική πλευρά του χώρου που επρόκειτο να γίνει το Φόρο του Κωνσταντίνου, αλλά ξαναχτίστηκε αργότερα, στον 3ο αιώνα. 4 Το νεκροταφείο της πόλης βρισκόταν εκτός των τειχών. 5 Η ακρόπολη (στην τοποθεσία του Τοπκαπί) είχε τρεις ναούς, αφιερωμένους στην Αφροδίτη, στην Αρτέμιδα και στο θεό Ήλιο. Ένας άλλος ναός, αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, επίσης αναφέρεται στις πηγές. Υπήρχαν τουλάχιστον δύο λιμάνια εντός των τειχών, το Βοσπόριον ή Προσφόριον στην 5η ρεγεώνα και το Νεώριον στην 6η, κοντά στο οποίο υπήρχε μια αγορά, που αργότερα αποτέλεσε το Στρατήγιον. Στα μνημεία συγκαταλέγονταν επίσης μια ακόμα αγορά, που ονομαζόταν Τετράστωον (και που αργότερα έγινε το Aυγουσταίον, νότια της Αγίας Σοφίας), το θέατρο στα ανατολικά της ακρόπολης, το αμφιθέατρο ή Κυνήγιον στην περιοχή των Μαγγάνων, που βρισκόταν στα ανατολικά της ακρόπολης, δύο λουτρά (τα λουτρά του Αχιλλέα, με ένα παρακείμενο Γυμνάσιο, και του Ζευξίππου), ο Ιππόδρομος και το υδραγωγείο του Ουάλη, που στην πραγματικότητα χτίστηκε από τον Αδριανό. Ο πληθυσμός του Βυζαντίου υπολογίζεται μεταξύ 20.000 και 50.000 κατοίκων. 2. Η επιλογή της τοποθεσίας Η δημιουργία αυτοκρατορικών τόπων διαμονής ήταν συνήθης πρακτική της Τετραρχίας. Παραδείγματα τέτοιων πόλεων αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, το Μιλάνο, η Νικομήδεια και η Θεσσαλονίκη. Η ίδρυση ή επανίδρυση μιας πόλης ως αυτοκρατορικού τόπου διαμονής συνοδευόταν από ένα περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης που στόχο είχε τον εξωραϊσμό της πόλης, κατά κύριο λόγο με μεγάλα κτήρια όπως ιπποδρόμιο, αυτοκρατορικά μαυσωλεία και ένα ανάκτορο. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε τη μάλλον ασήμαντη τοποθεσία του Βυζαντίου, προφανώς διότι εκτιμούσε τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα. 6 Έλεγχε το στενό κανάλι που ένωνε τη Μαύρη θάλασσα με τη Μεσόγειο βρισκόταν στο σταυροδρόμι των μεγαλύτερων δρόμων, συμπεριλαμβανομένης της Εγνατίας, με κατεύθυνση από Ανατολή προς Δύση βρισκόταν κοντά στις ολοένα αναπτυσσόμενες παράκτιες πόλεις της Μικράς Ασίας παρείχε ταχεία πρόσβαση στις δύο Δημιουργήθηκε στις 9/3/2017 Σελίδα 1/6
πλέον προβληματικές συνοριακές περιοχές της αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, το σύνορο του Δούναβη και τα σύνορα με την Περσία. Η θέση είχε δύο μεγάλα μειονεκτήματα: δεν υπήρχε φυσική οχύρωση στα δυτικά της πόλης (κάτι που αντισταθμίστηκε με την ανοικοδόμηση των τειχών) και δεν υπήρχαν καθόλου φυσικοί πόροι ύδατος (πρόβλημα το οποίο έγινε προσπάθεια να λυθεί με την κατασκευή ενός εξαιρετικού συστήματος αποθήκευσης υδάτων). Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την πόλη το 324 και την εγκαινίασε στις 11 Μαΐου 330. Το όνομά της Κωνσταντινούπολη-Nέα Ρώμη σηματοδοτούσε τις προθέσεις του για την επανίδρυση στο Βόσπορο της δόξας της παλιάς Ρώμης. 7 3. Τα τείχη και το Φόρο του Κωνσταντίνου Οι αρχιτέκτονες και μηχανικοί του Κωνσταντίνου αποτόλμησαν ένα σημαντικό οικοδομικό πρόγραμμα. Εξέχουσας σημασίας ήταν η κατασκευή ενός τείχους, το οποίο εκτεινόταν περίπου 3 χλμ. δυτικά των αρχαίων τειχών του Βυζαντίου. Παρόλο που τίποτα δε σώζεται σήμερα, τμήματά του (όπως η Χρυσή Πύλη ή η Πύλη του Σατουρνίνου) διατηρούνταν στη μεσαιωνική πόλη ακόμα και μετά την οθωμανική κατάκτηση. Στην εξωτερική πλευρά του αρχαίου τείχους οικοδομήθηκε ένα εκτεταμένο κυκλικό φόρο (γνωστό ως Φόρο του Κωνσταντίνου). 8 Στο κέντρο της υπήρχε μια στήλη από πορφυρίτη, η οποία σώζεται και σήμερα με την ονομασία Çemberlitaş, πάνω στην οποία υψωνόταν ένα κολοσιαίου μεγέθους άγαλμα του Κωνσταντίνου-Φοίβου. Το κτήριο της Συγκλήτου βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του φόρου. Το προστώο της διακοσμούσαν τα αγάλματα της Αθηνάς και της Θέτιδας. Απέναντι από τη Σύγκλητο υπήρχε πιθανώς ένα Νυμφαίο. 4. Το Μέγα Παλάτιον και τα παρακείμενα κτήρια Η πρωιμότερη φάση του Παλατιού ανάγεται στον Κωνσταντίνο και τους αμέσως επόμενους διαδόχους του το παλάτι αυτό βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, ανάμεσα στον Ιππόδρομο και στη θάλασσα, μια περιοχή που σήμερα καταλαμβάνεται από το Sultanahmed (Μπλε Τζαμί). 9 Περιλάμβανε διαμερίσματα για διαμονή (παλάτι της Δάφνης), τα διαμερίσματα των αυτοκρατορικών φρουρών, το Δικαστήριο ή δέλφακα, το Αυγουσταίον, πιθανώς αίθουσα θρόνου και μια αίθουσα ακροάσεων, την επονομαζόμενη Consistorium. Ένα δεύτερο κτήριο για τη Σύγκλητο και η Βασιλική βρίσκονταν κοντά στο παλάτι. Κοντά στη Βασιλική, το Μίλιον, πιθανώς ένα τετράπυλο, σηματοδοτούσε την απαρχή της βασικής οδικής αρτηρίας της πόλης. 10 Ο Ιππόδρομος, ένα στάδιο αφιερωμένο στις αρματοδρομίες, που αποτελούσε το κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, βρισκόταν κοντά στο παλάτι. 11 Σύμφωνα με το θρύλο, η κατασκευή του ξεκίνησε επί των ημερών του Σεπτιμίου Σεβήρου και ολοκληρώθηκε από τον Κωνσταντίνο. Ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε τους αγώνες και τις υπόλοιπα δρώμενα από το Κάθισμα, ένα αυτοκρατορικό θεωρείο συνδεόμενο απευθείας με το παλάτι μέσω μιας σπειροειδούς κλίμακας. Τμήματα του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης σώζονται μέχρι σήμερα. Τα λουτρά του Ζευξίππου, που θεωρείται ότι ανοικοδομήθηκαν από το Σεβήρο και διευρύνθηκαν από τον Κωνσταντίνο, βρίσκονταν στη νοτιοανατολική γωνία του Ιπποδρόμου και ήταν φημισμένα για τη συλλογή αρχαίων αγαλμάτων που τα κοσμούσαν. 5. Οδικές αρτηρίες Η βασική αρτηρία ονομαζόταν Mέση οδός (κεντρική), ήταν διαμορφωμένη με στοές και διέσχιζε την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Η Μέση διακλαδιζόταν περίπου 1 χλμ. δυτικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, με τη μία διακλάδωση να οδηγεί νοτιοδυτικά στη Χρυσή Πύλη και με την άλλη να συνεχίζει προς τα βορειοδυτικά. Το μέρος όπου διακλαδιζόταν η Μέση ονομαζόταν Φιλαδέλφιον (κοντά στο μέρος όπου σήμερα βρίσκεται το Laleli Camii) και ήταν διακοσμημένο με μια στήλη από πορφυρίτη και αγάλματα των μελών της οικογένειας του Κωνσταντίνου. 12 Το Καπιτώλιο βρισκόταν κοντά στην περιοχή. Φαίνεται ότι η Κωνσταντινούπολη κληρονόμησε από το Βυζάντιο ένα σχετικά κανονικό πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο στη συνέχεια επεκτάθηκε. 13 Δημιουργήθηκε στις 9/3/2017 Σελίδα 2/6
6. Εκκλησίες και ιερά Η στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στον ειδωλολατρικό πολιτισμό και τα ιερά ήταν κάπως αμφίθυμη. Σίγουρα δεν πάσχισε να κάνει την καινούρια του πρωτεύουσα μια χριστιανική πόλη που θα αντιπαρατίθετο στο ειδωλολατρικό παρελθόν της ως Βυζάντιο, αν και η ειδωλολατρική όψη της πόλης μειώθηκε κατά πολύ επί των ημερών του. Περισσότερο πάντως ενσωμάτωσε τα βασικά στοιχεία της ειδωλολατρίας του Βυζαντίου στην αυτοκρατορική του ιδεολογία, σύμφωνα με μια παλιά ρωμαϊκή παράδοση. Έτσι, ίδρυσε δύο ειδωλολατρικά ιερά εκατέρωθεν ενός προστώου του Τετράστωου, ένα της Ρέας/Κυβέλης και ένα της Τύχης της Ρώμης, που πιθανότατα ήταν μικρής κλίμακας αρχιτεκτονήματα και όχι πραγματικά ιερά οι δύο αυτές θεότητες συνδέονταν με την Τύχη της Κωνσταντινουπόλεως. 14 Επιπλέον, μετέφερε συστηματικά στην Πόλη αρχαία γλυπτά, μια πρακτική την οποία συνέχισαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες. 15 Αν και πρέπει να μετέτρεψε κάποιους ειδωλολατρικούς ναούς σε χριστιανικές εκκλησίες, όπως το μαρτύριο του Αγίου Μωκίου που υπήρξε ενδεχομένως ναός του Δία ή του Ηρακλή, 16 οι τρεις ναοί στην ακρόπολη της Αφροδίτης, του Απόλλωνα-Hλίου και της Άρτεμης αφέθηκαν στην προγενέστερη χρήση τους και αφιέρωση ενδεχομένως όμως ο Κωνσταντίνος να αποθάρρυνε την ειδωλολατρική λατρεία εκεί. 17 Παρά τον ισχυρισμό του Ευσεβίου ότι ο Κωνσταντίνος «αφιέρωσε την πόλη στο Θεό των μαρτύρων» χτίζοντας «αρκετές» εκκλησίες μέσα και έξω από τα τείχη, 18 μόνο τρεις εκκλησίες μπορούν να αποδοθούν σε εκείνον: 19 η μητροπολιτική βασιλική της Αγίας Ειρήνης, ένα μαρτύριο του Αγίου Ακακίου, ενός ντόπιου μάρτυρα, το οποίο βρισκόταν μέσα στα τείχη και κατασκευάστηκε ενδεχομένως από τον Κωνσταντίνο, και η εκκλησία ενός ακόμη μάρτυρα της περιοχής, του Μωκίου, που βρισκόταν έξω από τα τείχη του Κωνσταντίνου, κοντά στην περίφημη κινστέρνα. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων (στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα το Fatih Camii) εσφαλμένα αποδίδεται στον Κωνσταντίνο, αφού όπως φαίνεται εκείνος έχτισε εκεί μόνο ένα μαυσωλείο για τον ίδιο. 20 1. Janin, R., Constantinople byzantine (Paris 2 1964), σελ. 15-26 Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 13-21 Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 62-69 Dagron, G., Naissance d une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris 2 1984), σελ. 13-19. 2. Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 63. 3. Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 13-21. 4. Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 13-15. 5. Έχουν βρεθεί μερικές επιτύμβιες στήλης από το αρχαίο Βυζάντιον, βλ. Dethier, P.A. Mordtmann, A.D., Epigraphik von Byzantion und Constantinopolis (Vienna 1864) Fıratlı, N., Les stèles funéraires de Byzance gréco-romaine (Paris 1964). Βλ. επίσης Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 219-222. 6. Dagron, G., Naissance d une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris 2 1984), σελ. 29-42. 7. Dagron, G., Naissance d une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris 2 1984), σελ. 43-47. 8. Janin, R., Constantinople byzantine (Paris 2 1964), σελ. 67-69 Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 255-257 Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Bonn 1988), σελ. 288-301. 9. Για το Μέγα Παλάτιον βλ. Paspates, A.G., The Great Palace of Constantinople (London 1893) Ebersolt, J., Le Grand Palais de Constantinople (Paris 1910) Miranda, S., Étude de topographie du Palais Sacré de Byzance (Mexico City 2 1976) Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (København 1959). Βλ. επίσης, Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos Δημιουργήθηκε στις 9/3/2017 Σελίδα 3/6
(Bonn 1988), σελ. 235-270. 10. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 216-218 Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Bonn 1988), σελ. 271-276. 11. Janin, R., Constantinople byzantine (Paris 2 1964), σελ. 177-188 Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 64-71 Dagron, G., Naissance d'une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris 2 1984), σελ. 320-347. 12. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 267-268. 13. Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 27-32 Berger, A., Die Altstadt von Byzanz in der vorjustinianischen Zeit, Varia 2 [= Ποικίλα Βυζαντινά 6 (1987)], σελ. 9-30 Berger, A., Streets and Public Spaces in Constantinople, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 161-172. 14. Ζώσιμος, Ιστορία Νέα II.31.2. 15. James, L., Pray not to fall into temptation and be on your guard : Pagan statues in Christian Constantinople, Gesta 35.1 (1996), σελ. 12-20. Για τις αρχαιότητες στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας βλ. Basset S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004). 16. Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 91-3. 17. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB, Bonn 1831), σελ. 345. 18. Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου ΙΙΙ.48. 19. Dagron, G., Naissance d'une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris 2 1984), σελ. 388-401. 20. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 27 Dagron, G., Naissance d'une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris 2 1984), σελ. 401-409, όπου αναφέρεται και σε προγενέστερη βιβλιογραφία. Βλ. επίσης Dark, K. Özgümüş, F., New Evidence for the Byzantine Church of the Holy Apostles, Oxford Journal of Archaeology 21 (2002), σελ. 393-413. Βιβλιογραφία : Müller-Wiener W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion Konstantinupolis Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs., Tübingen 1977 Dagron G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des Patria, Paris 1984 Basset S., The Urban Image of Late Antique Constantinople, Cambridge 2004 Guberti Basset S., "The Antiquities in the Hippodrome in Constantinople", Dumbarton Oaks Papers, 45, 1991, 87-96 Mango C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles), 2, Paris 1985, Travaux et Mémoires, Monographies 2 Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique, 2, Paris 1964 Berger A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos, Bonn 1988, Ποικίλα Βυζαντινά 8 Δημιουργήθηκε στις 9/3/2017 Σελίδα 4/6
Berger A., "Die Alstadt von Byzanz in der vorjustinianischen Zeit", Varia 2, 1987, Ποικίλα Βυζαντινά 6, 9-30 Berger A., "Streets and Public Spaces in Constantinople", Dumbarton Oaks Papers, 54, 2000, 161-172 Dagron G., Naissance d une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451, 2, Paris 1984 Δικτυογραφία : Review: Sarah Bassett, The Urban Image of Late Antique Constantinople http://www.cornucopia.net/aboutuilc.html Streets and Public Spaces in Constantinople http://www.doaks.org/dop54/dp54ch8.pdf Γλωσσάριo : αγορά, η Αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση του λαού. Κατά τους Ιστορικούς χρόνους η συνάθροιση του λαού ονομαζόταν εκκλησία και η λέξη αγορά σήμαινε το δημόσιο χώρο συγκέντρωσης των πολιτών στον οποίο συναντάμε δημόσια οικοδομήματα εμπορικού, θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα. Τύχη, η Ως σύμβολο πλούτου και ευημερίας, η Τύχη είχε λάβει διαστάσεις θεότητας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο (ταυτιζόταν με τη λατινική Fortuna) και συχνά συνδεόταν με πόλεις ως έκφραση και εγγύηση της επιτυχίας και της δύναμής τους. Εικονογραφικά ταυτιζόταν πολλές φορές με προσωποποίηση της πόλης, που έπαιρνε τη μορφή μιας θεάς με ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη αυτή πόλη. Πηγές Ζώσιμος, Ιστορία Νέα, Paschoud, F. (ed.), Zosime. Histoire Nouvelle 1 (Paris 1971) Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum I (Leipzig 1907, ανατ. New York 1975) Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία, Bright, W. (ed.), Socratesʹ ecclesiastical history (Oxford 2 1893) Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae Chronographia (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1831) Πασχάλιο Χρονικό, Dindorf, L. (ed.), Chronicon Paschale I (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1832) Notitia Urbis Constantinopolitanae, στο Seeck, O. (ed.), Notitia Dignitatum (Berlin 1876, ανατ. 1962) Παραθέματα Η Κωνσταντινούπολη επί Κωνσταντίνου Α στην αφήγηση του Ζωσίμου: Τὸ μὲν οὖν ἀρχαῖον τῆς πόλεως μέγεθος τοῦτο ἦν ἀγορὰν δὲ ἐν τῷ τόπῳ καθ ὃν ἡ πύλη τὸ ἀρχαῖον ἦν οἰκοδομήσας κυκλοτερῆ, καὶ στοαῖς διστέγοις ταύτην περιλαβών, ἁψῖδας δύο μαρμάρου Προκοννησίου μεγίστας ἀλλήλων ἀντίας ἀπετύπωσε, δι ὧν ἔνεστιν εἰσιέναι τε εἰς τὰς Σεβήρου στοὰς καὶ τῆς πάλαι πόλεως ἐξιέναι πολλῷ δὲ μείζονα τὴν πόλιν ἀποφῆναι βουλόμενος, τοῦ πάλαι τείχους ἐπέκεινα σταδίοις πεντεκαίδεκα τείχει περιέβαλε τὴν πόλιν ἀπολαμβάνοντι πάντα τὸν ἰσθμὸν ἀπὸ θαλάσσης εἰς θάλασσαν. Τούτῳ τῷ τρόπῳ πολλῷ μείζονα τῆς προτέρας ἀποτελέσας, καὶ βασίλεια κατεσκεύασεν οὐ πολλῷ <τῶν> τῆς Ῥώμης ἐλάττονα καὶ τὸν ἱππόδρομον εἰς ἅπαν ἐξήσκησε κάλλος, τὸ τῶν Διοσκούρων ἱερὸν μέρος αὐτοῦ ποιησάμενος, ὧν καὶ τὰ δείκηλα μέχρι νῦν ἔστιν ἐπὶ τῶν τοῦ ἱπποδρόμου στοῶν ἑστῶτα ἰδεῖν ἔστησεν δὲ κατά τι τοῦ ἱπποδρόμου μέρος καὶ τὸν τρίποδα τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος, ἔχοντα ἐν ἑαυτῷ καὶ αὐτὸ τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἄγαλμα. Οὔσης δὲ ἐν τῷ Βυζαντίῳ μεγίστης ἀγορᾶς τετραστόου, κατὰ τὰς τῆς μιᾶς στοᾶς ἄκρας, εἰς ἣν ἀνάγουσιν οὐκ ὀλίγοι βαθμοί, ναοὺς ᾠκοδομήσατο δύο, ἐγκαθιδρύσας ἀγάλματα, θατέρῳ μὲν Δημιουργήθηκε στις 9/3/2017 Σελίδα 5/6
μητρὸς θεῶν Ῥέας, ὅπερ ἔτυχον οἱ σὺν Ἰάσονι πλεύσαντες ἱδρυσάμενοι κατὰ τὸ Δίνδυμον ὄρος τὸ Κυζίκου τῆς πόλεως ὑπερκείμενον φασὶν δὲ ὡς καὶ τοῦτο διὰ τὴν περὶ τὸ θεῖον ἐλωβήσατο ῥᾳθυμίαν, τούς τε παρ ἑκάτερα λέοντας περιελὼν καὶ τὸ σχῆμα τῶν χειρῶν ἐναλλάξας. Κατέχειν γὰρ πάλαι δοκοῦσα τοὺς λέοντας νῦν εἰς εὐχομένης μεταβέβληται σχῆμα, τὴν πόλιν ἐφορῶσα καὶ περιέπουσα ἐν δὲ θατέρῳ Ῥώμης ἱδρύσατο Τύχην κατασκευάσας δὲ οἰκίας τισὶν τῶν ἐκ τῆς γερουσίας ἀκολουθήσασιν αὐτῷ... Ζώσιμος, Ιστορία Νέα II.30.4 31.2, Paschoud, F. (ed.), Zosime. Histoire Nouvelle 1 (Paris 1971), σελ. 92 93. Η μέριμνα του Κωνσταντίνου Α για τον εξωραϊσμό της πρωτεύουσάς του, σύμφωνα με το Πασχάλιο Χρονικό: καὶ ἐκάλεσεν αὐτὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀναπληρώσας καὶ τὸ Ἱππικόν, κοσμήσας αὐτὸ χαλκουργήμασι καὶ πάσῃ ἀρετῇ, ποιήσας ἐν αὐτῷ κάθισμα θεωρίου βασιλικοῦ καθ ὁμοιότητα τοῦ ἐν Ῥώμῃ ὄντος. καὶ παλάτιον μέγα ποιήσας πλησίον τοῦ αὐτοῦ Ἱππικοῦ τὴν ἄνοδον ἀπὸ τοῦ παλατίου εἰς τὸ κάθισμα τοῦ Ἱππικοῦ διὰ τοῦ λεγομένου Κοχλίου, κτίσας καὶ φόρον μέγαν καὶ εὐπρεπῆ πάνυ καὶ ἔστησεν ἐν μέσῳ κίονα πορφυροῦν μέγαν λίθου Θηβαίου ἀξιοθαύμαστον, καὶ ὑπεράνω τοῦ αὐτοῦ κίονος ἔστησεν ἑαυτοῦ ἀνδριάντα μέγαν, ἔχοντα ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ ἀκτῖνας, ὅπερ χαλκούργημα ἤγαγεν ἀπὸ τῆς Φρυγίας [...] Ὁ αὐτὸς βασιλεὺς ἔκτισε καὶ δύο ἐμβόλους ἀπὸ τῆς εἰσόδου τοῦ παλατίου ἕως τοῦ φόρου εὐπρεπεῖς, κοσμήσας ἀνδριᾶσι καὶ μαρμάροις, καλέσας τὸν τόπον τῶν ἐμβόλων Ῥηγίαν, κτίσας ἐγγὺς καὶ βασιλικὴν ἔχουσαν κόγχην, καὶ ἔξω μεγάλους κίονας στήσας καὶ ἀνδριάντας, ἥνπερ ἐκάλεσεν Σενᾶτον, καλέσας τὸν τόπον Αὐγουσταῖον, καθότι καὶ στήλην ἦν στήσας κατέναντι τῆς ἰδίας αὐτοῦ μητρὸς Ἑλένης Αὐγούστας δεσποίνης ἐν πορφυρῷ κίονι. Ὁμοίως δὲ καὶ τὸ δημόσιον τὸ λεγόμενον Ζεύξιππον ἀνεπλήρωσεν, κοσμήσας κίοσι καὶ μαρμάροις ποικίλοις καὶ χαλκουργήμασιν. Πασχάλιο Χρονικό, Dindorf, L. (ed.), Chronicon Paschale I (CSHB, Bonn 1832), σελ. 528 529. Δημιουργήθηκε στις 9/3/2017 Σελίδα 6/6