[Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας] Οι τύχες των αρχαίων ελληνικών λέξεων στο νεότερο κόσμο: Λεξιλόγιο και διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας Ευάγγελος Β. Πετρούνιας α. Πετρούνιας, Ε. 1998. Εισαγωγή. Στο Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, κ -κγ. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Ετυμολογία Στο τμήμα αυτό ετυμολογούνται όλα τα λήμματα, οι τυχόν παράλληλοι τύποι της βασικής λέξης (π.χ. ζέστη & ζέστα, ζεματώ & ζεματίζω, ζεύγλη & ζεύγλα & ζεύλα), καθώς και τυχόν διαφορετικές προελεύσεις της ίδιας λέξης που έχουν αποτυπωθεί στις βασικές σημασίες της (π.χ. δίσκος, ιδέα, ιστορικό, αιματο-, αντι-, -ικος 2 ). Ετυμολογούνται επίσης τα αντίστοιχα θηλυκά των αρσενικών καθώς και τα υπολήμματα, δηλαδή τα υποκοριστικά, τα μεγεθυντικά, τα επιρρήματα σε -ώς, -ως και τύποι ανώμαλων ρημάτων. Εξαίρεση γίνεται μόνο για τα νεοελληνικά υποκοριστικά σε -άκι και τα επιρρήματα σε -ά, -α, που η ετυμολογία τους είναι αυτονόητη. Οι ετυμολογίες των δεύτερων τύπων διαχωρίζονται με άνω τελεία. α. Σύσταση του νεοελληνικού λεξιλογίου Η πηγή μιας σημερινής λέξης είναι ο πρόδρομός της. Νεοελληνικές λέξεις που οι πρόδρομοί τους υπήρχαν κιόλας κατά το μεσαίωνα, είτε από παλιότερες γλωσσικές περιόδους (π.χ. πατέρας), είτε ως δάνεια από άλλες γλώσσες (π.χ. σπίτι), είτε δημιουργήθηκαν τότε με βάση παλιότερα ή σύγχρονα γλωσσικά στοιχεία (π.χ. άβαφος, ανθρωπιά), είναι, για τη σημερινή μορφή της γλώσσας, λέξεις κληρονομημένες. Επίσης κληρονομημένες θεωρούνται και όλες οι λέξεις λαϊκής προέλευσης που δημιουργήθηκαν κατά τη νεότερη εποχή με βάση σύγχρονα ή παλιότερα γλωσσικά στοιχεία (π.χ. θεότρελος). Οι υπόλοιπες λέξεις ή είναι πρόσφατα δάνεια, τόσο λαϊκά όσο και λόγια, ή λόγιοι νεολογισμοί. Εκτός από λαϊκά δάνεια που είναι προϊόντα εξωτερικού δανεισμού (π.χ. ζουμπούλι) παρουσιάζονται και μερικές περιπτώσεις ''εσωτερικού δανεισμού'', δηλαδή δανεισμού της κοινής από άλλη διάλεκτο (π.χ. κοπελιά). Οι κληρονομημένες λέξεις αποτελούν τη βάση της γλώσσας και έχουν τη μεγαλύτερη στατιστική συχνότητα. Σε απόλυτους αριθμούς όμως, μέσα σε ένα σχετικά μεγάλο λεξικό, οι λέξεις των υπόλοιπων κατηγοριών είναι περισσότερες. Λόγιας προέλευσης λέξεις έχουν δημιουργηθεί τόσο από καθαρευουσιάνους όσο και από δημοτικιστές (π.χ. ανθοβολία ανθοβολιά). Οι περισσότερες λέξεις λόγιας προέλευσης που περιλαμβάνονται στο ΛΚΝ είναι τέτοιες από ετυμολογική άποψη, στη χρήση όμως δεν είναι πια λόγιες αλλά κανονικές. Στην πλειοψηφία τους οι λέξεις λόγιας προέλευσης είναι δάνεια των εξής κατηγοριών: δάνεια από τα αρχαία ελληνικά ή από την ελληνιστική κοινή = διαχρονικός δανεισμός (π.χ. ίλιγγος, ισοψηφία) δάνεια από νεότερες γλώσσες = εξωτερικός δανεισμός (π.χ. ζαμανφουτισμός, ζενίθ, θόριο, ιβουάρ, ιμπεριαλισμός) μετάφραση ξένων λέξεων, έτσι ώστε να μη διακρίνεται εύκολα η ξένη προέλευση = μεταφραστικά δάνεια (μτφρδ.) με περισσότερο ή λιγότερο πιστή αντιστοίχιση των επί μέρους λεξικών στοιχείων (π.χ. ανυψωτήρας, αυτοκινητόδρομος, γραμματοκιβώτιο, ηφαίστειο, θερμίδα, θεριζοαλωνιστικός, ουρανοξύστης) αποδόσεις (απόδ.) ξένων λέξεων χωρίς ακριβή μετάφραση των λεξικών στοιχείων τους (π.χ. αισθησιοκρατία, διαπιστευτήριο) αλλαγή εν μέρει ή και τελείως της σημασίας μιας προϋπάρχουσας λέξης από ξένη επίδραση = σημασιολογικός δανεισμός (σημδ., π.χ. έντυπος, εντύπωση, ημιμαθής, ιός). (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 26
Ορισμένες φορές η μετάφραση μπορεί να έχει γίνει σε παλιότερη περίοδο της γλώσσας, π.χ. ανθύπατος (ελληνιστικό μεταφραστικό δάνειο), θρίαμβος (ελληνιστικός σημασιολογικός δανεισμός), ο οποίος (μεσαιωνικό μεταφραστικό δάνειο). Λαϊκής προέλευσης μεταφραστικά δάνεια (π.χ. χαραμοφάης) δεν είναι συχνά, και συνήθως ξεκινούν ως φράσεις (π.χ. πίνω, στη φράση: πίνω τσιγάρο). Οι λόγιες λέξεις, προπαντός, αυτές που ήρθαν από την καθαρεύουσα, συχνά παραβαίνουν τους φωνολογικούς και μορφολογικούς κανόνες, κάποτε και τους σημασιολογικούς, τόσο της νέας όσο και της αρχαίας ελληνικής στις σοβαρότερες περιπτώσεις σφαλερής δημιουργίας το ΛΚΝ παρέχει τη σχετική πληροφορία (π.χ. στα λήμματα ζωοπανήγυρη, ιεροραφείο, τηλεόραση). Υπάρχουν ακόμη δύο κατηγορίες δανείων που παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη σχέση προς την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Η πρώτη είναι λέξεις που από κάποια παλιότερη περίοδο της ελληνικής πέρασαν σε άλλες γλώσσες και επιστρέψανε αργότερα, συνήθως με αλλαγμένη μορφή και σημασία = αντιδάνεια (αντδ., π.χ. καναπές). Τα περισσότερα αντιδάνεια έχουν λαϊκή προέλευση και ο αριθμός τους είναι μικρός. Σπάνια χαρακτηρίζονται αντιδάνεια λόγιες λέξεις (π.χ. αμμωνία, εγκυκλοπαίδεια). (Αντιδάνεια μπορεί να εντοπιστούν και σε παλιότερη περίοδο της ιστορίας της γλώσσας, π.χ. ελληνιστικό γραικός.) Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν λέξεις δημιουργημένες για φιλοσοφικές, επιστημονικές, τεχνολογικές κ.ά. ανάγκες στις νεότερες γλώσσες ή στα νεολατινικά (νλατ.) με βάση αρχαία ελληνικά γλωσσικά στοιχεία ή με συνδυασμό ελληνικών και λατινικών, στη δεύτερη περίπτωση ως ''υβριδικοί σχηματισμοί''. Οι λέξεις αυτές πέρασαν στη συνέχεια στα νέα ελληνικά (π.χ. ζωολογία, ηλεκτρολογία, θεϊσμός, θερμοδυναμική, ιδεαλισμός, κοινωνιολογία, σοσιαλισμός). Τα όρια ανάμεσα σ' αυτή την κατηγορία και στα μεταφραστικά δάνεια δεν μπορούν να καθοριστούν αυστηρά, καθώς οι υβριδικοί σχηματισμοί συνήθως μεταφράζονται (π.χ. κοινωνιολογία). Συχνά δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί σε ποια νεότερη ευρωπαϊκή γλώσσα πρωτοπαρουσιάστηκαν οι διάφοροι επιστημονικοί όροι που αποτελούν γενικά μέρος του διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου (διεθ.). Επίσης δεν είναι πάντα γνωστό από ποια ακριβώς γλώσσα ήρθαν στα νέα ελληνικά. Στις ετυμολογίες είναι δυνατόν να υποδειχτούν μία ή περισσότερες πιθανές προελεύσεις, οι σχετικές ενδείξεις όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν οριστικές (π.χ. αριστοτελισμός). Παρόμοια είναι η κατάσταση και με πολλά μεταφραστικά δάνεια. Οι λέξεις αυτές έχουν λόγια προέλευση και ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος. Συχνά δεν ταιριάζουν με τους κανόνες ούτε και της αρχαίας ελληνικής (π.χ. μικρόβιο, πανόραμα, πολυκλινική) άλλωστε, πρωταρχικός σκοπός των ξένων επιστημόνων που δημιούργησαν τους όρους αυτούς ήταν η πρόχειρη και γρήγορη αντιμετώπιση των καινούριων αναγκών της επιστήμης και της τεχνολογίας και όχι η επίδειξη γνώσης της αρχαίας ελληνικής. Τέλος, συμβαίνει η ίδια αρχαία ελληνική λέξη να αλλάζει σημασία στις ευρωπαϊκές γλώσσες, και τελικά αυτή η αλλαγή να εισάγεται και στα νέα ελληνικά (π.χ. ιδιώτης, φανταστικός) δες πιο πάνω για το σημασιολογικό δανεισμό. β. Προσαρμογή των δανείων Κανονικά τα δάνεια προσαρμόζονται βαθμιαία στους κανόνες της αποδέκτριας γλώσσας. Στην προσαρμογή όμως, ιδιαίτερα κατά την πρόσφατη εποχή, παρουσιάζονται ανασταλτικοί παράγοντες. Σε γενικές γραμμές, παράγοντες που βοηθούν στην προσαρμογή των δανείων είναι: παλαιότητα, λαϊκή προέλευση και λαϊκή χρήση, συχνότητα της λέξης, περιορισμένος αριθμός δανείων στη συγκεκριμένη περίοδο, προέλευση από γλώσσα που τυχαίνει να έχει προφορά παρόμοια με της νέας ελληνικής. Αντίστροφα, παράγοντες που εμποδίζουν την προσαρμογή είναι: πρόσφατος δανεισμός, λόγια προέλευση και λόγια χρήση, σπανιότητα της λέξης, μεγάλος αριθμός δανείων στη συγκεκριμένη περίοδο, προέλευση (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 26
από γλώσσα με πολύ διαφορετική προφορά. Ἐτσι, τα δάνεια από τα ιταλικά είναι προσαρμοσμένα σε μεγάλο βαθμό (σχετικά παλιός λαϊκός δανεισμός από γλώσσα με παρόμοιο φωνητικό σύστημα), πράγμα που συμβαίνει και με τα δάνεια από τα τουρκικά (σχετικά παλιός λαϊκός δανεισμός, παρόλο που τα φωνητικά και φωνολογικά συστήματα των δύο γλωσσών δεν μοιάζουν), ενώ, αντίστροφα, λέξεις από τα γαλλικά, τα αγγλικά ή την καθαρεύουσα είναι σε μεγάλο βαθμό απροσάρμοστες (σχετικά πρόσφατος δανεισμός, συνήθως λόγιος, από γλώσσες με διαφορετικό φωνητικό και φωνολογικό σύστημα). Κοινές, επομένως, λέξεις από λαϊκό δανεισμό σπάνια παραμένουν απροσάρμοστες. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό πως σε λαϊκότερη γλώσσα από αυτήν που στοχεύει να περιγράψει το ΛΚΝ πολλές δάνειες λέξεις ακούγονται συνήθως προσαρμοσμένες (π.χ. γκαράζι, σοφέρης). γ. Ετυμολογικές και μορφολογικές πληροφορίες προέλευση, μορφολογική ανάλυση Βάση της νέας ελληνικής είναι η ελληνιστική κοινή, δηλαδή, η γλώσσα που διαμορφώθηκε περίπου από τον 4ο προς τον 3ο αιώνα π.χ. μέχρι τον 4ο με 5ο αιώνα μ.χ., και που από άποψη πολιτικής ιστορίας αντιστοιχεί στην εποχή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Λέξεις, επομένως, που δημιουργήθηκαν σ' αυτή την περίοδο θεωρούνται η βάση των σημερινών και δεν αναλύονται μορφολογικά, εκτός από μερικές περιπτώσεις για αποφυγή παρανόησης (π.χ. τα λήμματα από ζωο- δες χαρακτηριστικά ζωογόνος, ζωόμορφος) δηλώνεται όμως η προέλευσή τους και, αν πρόκειται για δάνεια, η διαδικασία προσαρμογής τους. Για την περίοδο αυτή χρησιμοποιήθηκε η συντομογραφία ''ελνστ.'' Και, φυσικά, δεν αναλύονται μορφολογικά, ούτε δηλώνεται η προέλευσή τους, πρόδρομοι που υπήρχαν κιόλας στην ακόμη παλιότερη, την αρχαία ελληνική, περίοδο, είτε ως παλιά ινδοευρωπαϊκή κληρονομιά (π.χ. πατήρ, πρόδρομος της λέξης πατέρας), είτε ως προϊνδοευρωπαϊκές λέξεις (π.χ. θάλασσα), είτε ως δάνεια (π.χ. χρυσός): για την ανάλυση και την ιστορία των λέξεων των δύο αυτών περιόδων της ελληνικής γλώσσας αρμόδια είναι τα λεξικά της αρχαίας και όχι της νέας ελληνικής. Εξαίρεση σ' αυτή την αρχή γίνεται σε σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερη πολιτιστική σημασία, όπως στην ονομασία των γραμμάτων του αλφαβήτου. Όλες οι άλλες λέξεις αναλύονται μορφολογικά, ώστε να φανεί η εξέλιξη του μορφολογικού συστήματος της γλώσσας μας από τη βάση της και πέρα, δηλαδή από την ελληνιστική εποχή μέχρι σήμερα. Με τη ρητή μορφολογική ανάλυση γίνεται σαφέστερο ποια είναι κάθε φορά η βάση μιας λέξης. Για παράδειγμα, από τις παρακάτω συγγενικές λέξεις, θέατρο, και θεατρικός είναι λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (λόγ. < αρχ.) θεατρώνης είναι λόγιο δάνειο από την ελληνιστική κοινή (λόγ. < ελνστ.) θεατράκι είναι λέξη λαϊκής, και όχι πια λόγιας, προέλευσης με βάση τη λέξη θέατρο θεατρολόγος και θεατρολογία είναι λόγιες λέξεις με βάση τη λόγια (< αρχαία ελληνική) λέξη θέατρο(ν) και τα επίσης λόγια συνθετικά -λόγος, -λογία, που είναι και αυτά λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά θεατρόφιλος είναι λόγια λέξη από το αγγλικό theatrophile, που με τη σειρά του στηρίζεται στα αρχαία γλωσσικά στοιχεία θέατρο(ν) και φίλ(ος) θεατράνθρωπος είναι λόγιο μεταφραστικό δάνειο και μάλιστα σφαλερό. Από την τουρκική λέξη zor προέρχεται η λέξη ζόρ-ι με προσαρμογή στο σύστημα της νέας ελληνικής από την ελληνική πια λέξη ζόρ(ι) και το επίσης τουρκικής προέλευσης επίθημα -ιλίκι παράγεται η λέξη ζορ-ιλίκι, ενώ η υπόλοιπη σειρά των συγγενικών λέξεων παράγεται με βάση παλιότερα επιθήματα: ζοριλ(ίκι) > ζοριλ-ίδικος, ζόρ(ι) > ζόρ-ικος, ζόρ(ι) > ζορ-ίζω, ζορισ- (ζορίζω) > ζόρισ-μα. Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, το μέρος της βάσης, δηλαδή της αρχικής λέξης, που δεν συμμετέχει στην παραγωγή του παράγωγου δηλώνεται σε παρένθεση, και το ίδιο συμβαίνει με τον ενεστώτα ρημάτων, εφόσον βάση της παράγωγης λέξης είναι το συνοπτικό τους θέμα. δ. Ετυμολογικές ενδείξεις Η απουσία άλλης ένδειξης στην ετυμολογία μιας λέξης σημαίνει πως η λέξη δημιουργήθηκε μέσα στη (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 3 / 26
νεότερη λαϊκή γλώσσα με βάση σύγχρονα ή παλιότερα γλωσσικά στοιχεία (π.χ. θεότρελος). Αν μια λέξη είναι κληρονομημένη από περίοδο παλιότερη από τη μεσαιωνική, παραλείπεται η δήλωση των ενδιάμεσων περιόδων για παράδειγμα, αν υπάρχει η συντομογραφία ''αρχ.'' χωρίς άλλη ένδειξη (π.χ. στα λήμματα θέλημα, μητέρα, πατέρας), αυτό σημαίνει πως πρόκειται για λέξη κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στη γλώσσα. Δηλώνεται, πάντως, η τυχόν μορφολογική προσαρμογή αυτών των λέξεων στο νεότερο γλωσσικό σύστημα. Αν η λέξη έρχεται από τη λόγια παράδοση, δίνεται η ένδειξη ''λόγ.'' (π.χ. θεατρολογία). Αν μετά την ένδειξη αυτή δεν ακολουθεί άλλη, πρόκειται για λόγια νεολογισμό (π.χ. αμπελοκαλλιέργεια) αλλιώς, επισημαίνεται η παραπέρα πηγή. Λόγιες λέξεις της νεοελληνικής που μαρτυρούνται τόσο στην αρχαία όσο και στην ελληνιστική περίοδο χαρακτηρίζονται με την ένδειξη ''λόγ. < αρχ.'', δηλαδή λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά, παρόλο που είναι πιθανό οι λόγιοι να τις δανείστηκαν από κείμενα της ελληνιστικής εποχής. Αν πρόκειται για κάποια νεοελληνική διάλεκτο άλλη από την κοινή νεοελληνική, αυτό δηλώνεται (π.χ. στα λήμματα -ίτσα, κοπελιά). Αν μια λέξη ήρθε κατά τη νεότερη περίοδο από άλλη γλώσσα, δίνεται η συντομογραφία που αντιστοιχεί σ' αυτή τη γλώσσα αν πρόκειται για λόγιο δανεισμό, προηγείται η ένδειξη ''λόγ.'' (π.χ. ζενίθ, ζωοφιλία, ηφαίστειο, ιβουάρ). Αν μια λέξη ξένης προέλευσης είχε μπει στα ελληνικά κατά το μεσαίωνα, προηγείται η ένδειξη ''μσν.'' (π.χ. ζάρι). Σε ορισμένα δάνεια δηλώνεται δίπλα στην ξένη λέξη η προφορά της με τονικό σημάδι, όταν χρειάζεται να υποδειχτεί αλλαγή στο τονικό σχήμα, π.χ. μαφία: λόγ. < αγγλ. mafia [má-]. ε. Έκταση της ετυμολογικής ιστορίας Όπως δηλώθηκε και πιο πάνω, δεν θεωρήθηκε χρήσιμο σε λεξικό της νέας ελληνικής να προχωρήσει η ετυμολογική ιστορία από τα αρχαία ελληνικά. Στα δάνεια καθορίζεται οπωσδήποτε η άμεση πηγή δανεισμού για παράδειγμα, η λέξη καφές δηλώνεται πως ήρθε από τα ιταλικά και τα γαλλικά, και όχι απευθείας από τα τουρκικά ή τα αραβικά. Ιδιαίτερα στα δάνεια αποφεύγεται η ετυμολογική ιστορία να προχωρεί χωρίς λόγο διαδοχικά σε διάφορες ξένες γλώσσες. Μακρύτερη ετυμολογική ιστορία δίνεται περισσότερο σε πρόσφατα δάνεια, καθώς και σε περιπτώσεις που έχουν κάποια σημασία για την ιστορία του πολιτισμού. Έτσι, δεν αναφέρεται πως η λέξη κάρο, που έρχεται από τα λατινικά και τα ιταλικά, μπήκε στα λατινικά από τα αρχαία κελτικά, επειδή αυτό θα ενδιέφερε μόνο την ιστορία της λατινικής γλώσσας. Ούτε αναφέρεται από ποια γλώσσα μπήκε στα τουρκικά η λέξη μπακάλης (από τα αραβικά). Αντίθετα, σε περιπτώσεις όπως ονόματα λαϊκών μουσικών οργάνων, π.χ. ζουρνάς ή σαντούρι, αναφέρεται όχι μόνο ότι ήρθαν από τα τουρκικά αλλά και ότι στα τουρκικά μπήκαν αντίστοιχα από τα περσικά και τα αραβικά, επειδή αυτή η πληροφορία είναι σημαντική για την κατανόηση των πολιτιστικών επιδράσεων. Αν η σημερινή λέξη, είτε είναι κληρονομημένη είτε είναι λαϊκό ή λόγιο δάνειο, έχει πολύ διαφορετική σημασία από τον πρόδρομο, δίνεται η βασική σημασία της παλαιότερης λέξης (π.χ. δεσπότης, ηγούμενος, θαρρώ, θεοσοφία, Θεοτόκος, θερμοκρασία, μπατζάκι, σταυρός). Επίσης προστίθεται η αρχαία σημασία, αν είναι πολύ διαφορετική από την ελληνιστική (π.χ. θεσπίζω). Ακόμη, για αποφυγή σύγχυσης επισημαίνεται η ύπαρξη διαφορετικής λέξης σε παλιότερη γλωσσική περίοδο που τυχαία έχει την ίδια μορφή (π.χ. ημερίδα, ημίμετρο, θεσμοθετώ), αλλά και συγγενικής παραγωγής παλιότερη λέξη με την ένδειξη ''πρβ.'', για να φανεί αν τυχόν και σε παλιότερη περίοδο παρουσιάζεται παρόμοια λειτουργία της γλώσσας (π.χ. ιεραρχώ). Δεν ήταν όμως δυνατό, στα πλαίσια ενός μη εξειδικευμένου λεξικού, να δηλωθεί ποια λέξη έχει τυχόν αντικατασταθεί από την καινούρια. Αν γίνεται αναφορά σε λέξη άλλη από τον πρόδρομο και η λέξη αυτή δεν υφίσταται ως λήμμα του λεξικού, (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 4 / 26
ερμηνεύεται επιτόπου (π.χ. το στοιχείο δολιχός στη λέξη θεοδόλιχος). Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι δυνατό η ίδια λέξη να έχει διαφορετική ετυμολογία στις διάφορες σημασίες της, κάτι συχνό προπαντός σε λέξεις λόγιας προέλευσης (π.χ. θετικός, ιστορικό, αιματο-, αντι-, -ικός 2, λαϊκό -ίτσα, λαϊκό και λόγιο δίσκος). Εφόσον όμως κάποια λέξη έχει μία ετυμολογία, και τουλάχιστον μία από τις σημασίες της είναι περίπου ίδια με κάποια σημασία του προδρόμου (π.χ. Θεός), αποφεύγεται να δοθούν περισσότερες πληροφορίες διαφορετικά, το ετυμολογικό μέρος θα έπρεπε να διογκωθεί σε ιδιαίτερο ιστορικό λεξικό. Ο παραπάνω περιορισμός δεν εφαρμόστηκε αυστηρά στην περίπτωση των παραθημάτων, δηλαδή των επιθημάτων (που παραδοσιακά ονομάζονταν και παραγωγικές καταλήξεις) και των προθημάτων. Παρέχονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αρχική λειτουργία και την εξέλιξη των παραθημάτων για τρεις λόγους: (α) για να αντιμετωπιστούν εκπαιδευτικές ανάγκες, (β) επειδή η ανάλυση και η ιστορική παρουσίασή τους έχει παραμεληθεί στη γλώσσα μας, (γ) επειδή τα επιθήματα, και σε μικρότερο βαθμό τα προθήματα, έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία για τη δομή και την ιστορία της γλώσσας από ό,τι έχουν οι μεμονωμένες λέξεις. Επίσης περισσότερες πληροφορίες δόθηκαν για τα πρώτα και δεύτερα συνθετικά (π.χ. γερο-), και ιδιαίτερα για όσα από αυτά μπορούν να θεωρηθούν συμφύματα (π.χ. ευρω-, υδρο-, -γόνος). στ. Ενδείξεις για την εξέλιξη της προφοράς Δεν ήταν τεχνικά δυνατό να δοθεί η προφορά των παλιότερων μορφών των λέξεων, εκτός από λίγες περιπτώσεις όπου υπάρχει μεγάλος κίνδυνος παρανόησης (π.χ. θάμπος - θάμβος, κουμπί - κόμβος). Μια παλιότερη μορφή, προπαντός μια αρχαία ελληνική λέξη, που γράφεται περίπου όπως η σημερινή μορφή, συνήθως προφερόταν διαφορετικά. Στις κληρονομημένες λέξεις οι αλλαγές της προφοράς ακολουθούν αυστηρά τους γλωσσικούς κανόνες και την εσωτερική δομή του συστήματος, ενώ στις λέξεις λόγιας προέλευσης παρατηρούνται ''ορθογραφικές προφορές'' (π.χ. κόμβος, ανδρείος). Ανάλογες ενδείξεις για ξένες δανείστριες γλώσσες δεν ήταν τεχνικά δυνατό να δοθούν. Ο χρήστης όμως μπορεί να βοηθηθεί από τυχόν άλλες πληροφορίες, όπως ειδική εξήγηση κάποιας αλλαγής στην προφορά (π.χ. ζιπουνάκι, ζουρλός) ή από την ένδειξη ''ορθογρ. δαν.'' (π.χ. ζέβρα, ιαγουάρος): προφανώς αν η σχετική λέξη είχε μπει με τον κανονικό τρόπο του προφορικού δανεισμού, θα είχε διαφορετική προφορά. Η ένδειξη για ορθογραφικό δανεισμό στα προϊόντα του διαχρονικού δανεισμού παραλείπεται ως αυτονόητη. Ο χρήστης πρέπει να θυμάται πως στην περίπτωση του διαχρονικού δανεισμού δεν έχει ακολουθηθεί πάντα η φυσική εξέλιξη της γλώσσας. Μόνο με τη συνειδητοποίηση τουλάχιστον των φωνολογικών και των μορφολογικών, αν όχι και των συντακτικών, κανόνων που καθορίζουν την εξέλιξη της γλώσσας η ετυμολογία ξεπερνάει τα όρια της σκέτης εγκυκλοπαιδικής πληροφόρησης και της ανεκδοτολογίας και γίνεται γλωσσική επιστήμη. Και παράλληλα, αν δεν επισημανθούν οι βασικές σημασιολογικές αλλαγές των λέξεων, προπαντός εκείνων που είναι φορείς πολιτιστικών εννοιών, η ετυμολογία όχι μόνο δεν βοηθάει την ιστορική κατανόηση, αλλά και τη διαστρεβλώνει. ζ. Ορθογραφικές ενδείξεις Εφόσον στη γραφή της νέας ελληνικής ακολουθείται περίπου ιστορική ορθογραφία για λέξεις που ξεκινούν από τα αρχαία ελληνικά, οι ετυμολογικές πληροφορίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως ορθογραφικό κριτήριο. Έτσι, μπορεί να γίνουν φανερές τόσο περιπτώσεις ορθογραφικής απλούστευσης (π.χ. παλικάρι), όσο και περιπτώσεις όπου η κρατούσα ορθογραφία δεν στηρίζεται ιστορικά (π.χ. αυγό, τσιγγάνος). Θα ήταν όμως υποβάθμιση του ετυμολογικού έργου να θεωρηθεί πως πρωταρχικός σκοπός της ετυμολογίας είναι ο ορθογραφικός κανονισμός. (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 5 / 26
β. Πετρούνιας, Ε. 2000. Iδιαιτερότητες της νεοελληνικής ετυμολογίας. Στο H διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας: Γλώσσα και μεταρρυθμίσεις. 5ο Πανελλήνιο συνέδριο, επιμ. Χ. Λ. Τσολάκης, 57-85. Θεσσαλονίκη: Kώδικας. Oι ιδιαιτερότητες της νεοελληνικής ετυμολογίας [1] οφείλονται σε δύο αλληλοσχετιζόμενους παράγοντες: O ένας είναι η ιδιόρρυθμη προέλευση του λεξιλογίου, προέλευση που δέ συναντιέται σε άλλες γλώσσες, τουλάχιστον ευρωπαϊκές ο άλλος είναι η αδυναμία των παλιότερων ετυμολογικών λεξικών και της ετυμολογικής έρευνας γενικότερα να αντιμετωπίσει αυτή την ιδιόρρυθμη προέλευση. Oι ετυμολογίες που προτείνονται στο νέο Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής του Iδρύματος Tριανταφυλλίδη (1998 συντομογραφία: ΛKN) σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν αυτή την αδυναμία. Για το ετυμολογικό μέρος του λεξικού υπεύθυνος είναι ο E. Πετρούνιας [2]. 1. Προέλευση του νεοελληνικού λεξιλογίου. 1.1 Aντιστοιχία με άλλες γλώσσες. Όπως σε άλλες γλώσσες, έτσι και στα νέα ελληνικά για τη μελέτη της προέλευσης των λέξεων ισχύουν δύο παράμετροι: η αντίθεση λέξεων «ενδογενών» (στηριγμένων σε παλιότερα λεξικά στοιχεία) - μή «ενδογενών» (δανείων), και η αντίθεση λαϊκής - μή λαϊκής (λόγιας) προέλευσης. Ώστε σε πρώτη αντιμετώπιση διακρίνονται τέσσερις δυνατότητες. Kαθώς είχε δείξει κιόλας πρίν απο έναν αιώνα ο Γ. Xατζιδάκης (1892: 172-229), οι βάσεις της λαϊκής νεοελληνικής γλώσσας βρίσκονται στη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής. Mε τη δημοσίευση των ετυμολογιών του νέου λεξικού νομίζω φάνηκε πως και της λόγιας γλώσσας οι βάσεις βρίσκονται στην ελληνιστική εποχή. Eπομένως λέξεις που ήρθαν απο άλλες γλώσσες αργότερα μπορούν να θεωρηθούν δάνεια. Xωρίς αυτό να σημαίνει πως τα περισσότερα διακρίνονται σάν τέτοια, δηλαδή πως δίνουν την εντύπωση ξένων λέξεων, αφού τουλάχιστον όσα μπήκαν μέσω της λαϊκής παράδοσης παρουσιάζουν φωνολογική και μορφολογική προσαρμογή στους κανόνες της γλώσσας. (Δές σχετικά και τμήμα 3.1.4.) Στις ετυμολογίες του ΛKN γίνεται διάκριση ανάμεσα σε "ελληνιστικές" (συντομογραφία: "ελνστ.") [3] και σε παλιότερες λέξεις, που χαρακτηρίζονται συμβατικά «αρχαίες» ("αρχ."). Σε τούτη τη μελέτη, άν υπάρχει λόγος σαφέστερης διάκρισης, η παλιότερη μορφή της γλώσσας ονομάζεται «κλασικά ελληνικά». 1.1.1 Παλιές λέξεις μέσω της λαϊκής παράδοσης. Tέτοιες λέξεις θεωρούνται "κληρονομημένες" (αγγλ. inherited words, γερμ. Erbwörter), επειδή υπάρχουν συνεχώς στη γλώσσα για πολύ μεγάλο διάστημα, έστω κιάν εξελίχθηκε η μορφή και η σημασία-τους. Eδώ ανήκουν πολλές λέξεις του "βασικού λεξιλογίου" (λέξεις με τη μεγαλύτερη στατιστική συχνότητα), όπως πατέρας: με βάση την αιτιατική πατέρα του αρχ. πατήρ σχηματίστηκε η μεσαιωνική ονομαστική πατέρας (περίπτωση "μεταπλασμού"), και με ίδια μορφή υπάρχει η νεοελληνική λέξη. Παρόμοια: αρχ. μήτηρ, αιτ. μητέρα, και μσν. (μεσαιωνική) ονομαστική μητέρα αρχ. παῖς, υποκορ. παιδίον > μσν. παιδίν και σημερινό παιδί αρχ. μία > μσν. μία, και μιά με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας αρχ. δύο > μσν. δύο και δυό για αποφυγή της χασμωδίας, και με την ίδια μορφή οι τέσσερις νεοελληνικές λέξεις. 1.1.2. Nεότερες λέξεις. Όπως και σε άλλες γλώσσες, υπάρχουν νέες λέξεις που παράγονται απο συνδυασμό παλιότερων λεξικών (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 6 / 26
στοιχείων ή έρχονται σάν δάνεια. Tέτοιες λέξεις μπορεί να είναι είτε λαϊκής είτε λόγιας προέλευσης. 1.1.2.1 Nεότερες λαϊκές λέξεις. Όπως και στις προηγούμενες περιόδους, νεότερες λαϊκές λέξεις δημιουργούνται με βάση παλιότερα λεξικά στοιχεία, ή έρχονται σάν δάνεια. Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης: βυσσινάδα. H λέξη στηρίζεται σε ουσιαστικοποιημένο ελνστ. επίθετο βύσσιν(ος) προφυρός (αρχικά στα αρχ., στηριγμένο στο δάνειο βύσσον λινάρι ), και στο νεότερο επίθημα άδα, που ήρθε απ' τα βενετσιάνικα. Παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης: ραφινάτος < ιταλ. raffinato, οπου έχει προστεθεί το επίθημα του αρσενικού γένους -ς. Δηλαδή το επίθημα -άδα είναι δάνειο για τη νέα ελληνική, αλλά η λ. βυσσινάδα δέν είναι. Aντίστοιχα η λ. κατσίκι είναι δάνειο (μπήκε απο κάποια τούρκικη γλώσσα το μεσαίωνα), αλλά η λ. κατσικίσιος δέν είναι, γιατι το επίθημα -ίσιος (-ήσιος) είχε μπεί απο τα λατινικά (-esis < -ensis) κιόλας κατα την ελνστ. εποχή. 1.1.2.2 Λόγιοι νεολογισμοί. Tο νεότερο σύνθετο ρήμα ηχογραφώ παράγεται απο το ουσ. ήχ(ος), το συνδετικό φωνήεν -ο- και το β συνθετικό -γραφώ, λόγιο δάνειο απο τα αρχ. ελλ., οπου είχε δημιουργηθεί με βάση το ρήμα γράφω. Tο παράγωγο ουσ. ηχογράφηση παράγεται απο το συνοπτικό θέμα ηχογραφη- του ρήματος ηχογραφώ, οπου προστέθηκε το επίθημα -σις, που στη συνέχεια προσαρμόστηκε στη δημοτική σάν -ση. [4] Ένας μεγάλος αριθμός λόγιων λέξεων είναι δάνεια: δές στη συνέχεια τμήματα 1.2.3-1.2.7. Oι νέες λέξεις λόγιας προέλευσης συχνά ονομάζονται (λόγιοι) νεολογισμοί. [5] 1.2 Iδιαιτερότητες της νέας ελληνικής. Oι ιδιαιτερότητες της νέας ελληνικής βρίσκονται πέρα απο την παραπάνω βασική κατάσταση, που είναι κοινή στις διάφορες γλώσσες. Στη συνέχεια εξηγούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προέλευσης του λεξιλογίου της νέας ελληνικής, χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται ελάχιστα ή και καθόλου σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. 1.2.1 Έκταση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Για ιδεολογικούς λόγους, δηλαδή εθνικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, αλλά και για εσωτερικούς γλωσσικούς λόγους, όπως είναι χαρακτηριστικές μορφολογικές ομοιότητες ανάμεσα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα θεωρείται ενιαία, απο την κλασική ή ακόμη και τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα. Aυτή η τοποθέτηση θεωρείται αυτονόητη. Kαλό θα ήταν όμως να θυμόμαστε πως η ιδέα τέτοιας χρονικής ενότητας είναι σχετικά πρόσφατη. Παλιότερα, και μέχρι τον περασμένον αιώνα, η νεότερη γλώσσα συνήθως ονομαζόταν ρωμέϊκα, και ελληνικά θεωρούνταν τα αρχαία. Eπιπλέον, όπως δηλώθηκε πιό πάνω (τμήμα 1.1), βάση της νέας ελληνικής είναι η ελληνιστική κοινή, και όχι η γλώσσα της κλασικής εποχής. Άν σκεφτούμε σε αντιπαράθεση τις νεολατινικές, αλλιώς ρομανικές γλώσσες, διαπιστώνουμε πως παρόλο που απο χρονική άποψη η απόσταση ανάμεσα σ' αυτές και στα λατινικά είναι μικρότερη απ' ότι η απόσταση ανάμεσα στα σημερινά και στα αρχαία ελληνικά, ρομανικές γλώσσες όπως τα ιταλικά, τα ισπανικά, ή τα γαλλικά δέ θεωρούνται ίδια γλώσσα με τον πρόδρομό-τους, τα λατινικά. 1.2.2 Pιζική αλλαγή της σημασίας λέξεων λαϊκής προέλευσης. Όταν η σημερινή ελληνική γλώσσα ανάγεται σε τόσο παλιά εποχή, φυσικό είναι να παρατηρούνται (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 7 / 26
σημαντικές αλλαγές απο τις αρχικές σημασίες των λέξεων. Φέρνω σάν παράδειγμα τρείς λέξεις λαϊκής προέλευσης, που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για το νεότερο πολιτισμό: σταυρός, παράδεισος, δεσπότης. Στα κλασικά ελληνικά, σταυρός σήμαινε όρθιος πάσσαλος, παράδεισος σήμαινε μεγάλος κήπος, ιδίως σάν τόπος κυνηγιού δεσπότης σήμαινε που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης (λέξη ταιριαστή για το βασιλιά των Περσών). Για τη ριζική αλλαγή της σημασίας των δύο πρώτων υπεύθυνος είναι ο "σημασιολογικός δανεισμός" (τμήμα 1.2.6): οι λέξεις αυτές αποκτήσανε τη νέα σημασία-τους σάν μετάφραση απο άλλες γλώσσες. H σημασία της τρίτης άλλαξε χωρίς ξένη επίδραση. Στα μέχρι τώρα ετυμολογικά λεξικά της νέας ελληνικής οι ιστορικές περίοδοι της ελληνικής συνήθως ισοπεδώνονται, καθώς δέ δίνεται η αρχική σημασία της λέξης. (Δές στα τμήματα 3.1.5-7.) 1.2.3 Λόγια δάνεια απο τα αρχαία ελληνικά. Στο νεοελληνικό λεξιλόγιο υπάρχει μεγάλος αριθμός δανείων απο παλιότερες ιστορικές περιόδους της ελληνικής, ιδίως απο την ελληνιστική κοινή, αλλά και απο τη γλώσσα της κλασικής εποχής. Tα δάνεια αυτά σπάνια αναγνωρίζονται ως τέτοια. Tο φαινόμενο της επανεισαγωγής παλιών λέξεων ονόμασα στην Eισαγωγή του ΛKN:"διαχρονικό δανεισμό". Παρόμοιο φαινόμενο ή δέν παρατηρείται καθόλου, ή παρατηρείται πολύ σπάνια σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, αφού, όπως αναφέρθηκε, οι ρομανικές γλώσσες δέ θεωρούνται «ίδια» γλώσσα με τα λατινικά, και επομένως δάνεια σ' αυτές απο τα λατινικά, όπως ακριβώς και απο τα αρχαία ελληνικά, θεωρούνται δάνεια απο άλλη γλώσσα. Λέξεις όπως δημοκρατία, αριστοκρατία, δέν υπήρχαν συνεχώς στην ελληνική γλώσσα απο την αρχαία εποχή, αλλά ξαναμπήκαν κατα τη νεότερη, συνήθως με επίδραση των γαλλικών ή των αγγλικών. Tα δάνεια απο τα αρχ. ελλ. είναι προϊόντα "ορθογραφικού δανεισμού". (Δές 2.1, 3.1.4.) 1.2.4 Pιζική αλλαγή στη σημασία λόγιων δανείων απο τα αρχαία ελληνικά. Στην περίπτωση λέξεων όπως δημοκρατία, αριστοκρατία η αλλαγή της σημασίας δέν είναι ριζική, ενώ δέν παρατηρείται ούτε και σημαντική μορφολογική αλλαγή. Σημαντικότερη είναι η αλλαγή της σημ. σε λέξεις όπως ήρωας, τραγωδία (όχι σάν θεατρικός όρος), αποικία, ή πιό πρόσφατα στη λ.(λέξη) φανταστικός. Σε άλλες λέξεις όμως, όπως στα παρακάτω παραδείγματα ελληνισμός, σταυροφόρος, η αλλαγή στη σημ. μπορεί να είναι ριζική, και οι αλλαγές επηρεάζουν ουσιαστικά τη νέα ελληνική. H λ. ελληνισμός δημιουργήθηκε κατα την ελληνιστική εποχή με βάση το ρήμα ἑλληνίζω, και σήμαινε μίμηση ελληνικών τρόπων ή χρήση της ελληνικής γλώσσας απο αλλόγλωσσους. Tον περασμένον αιώνα ο Γερμανός ιστορικός Droysen χρησιμοποίησε τον όρο στα γερμανικά στο έργο-του Geschichte des Hellenismus, γιανα δηλώσει την περίοδο της ελληνικής ιστορίας απο τον Aλέξαντρο μέχρι τον Aύγουστο. Στη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε στα νέα ελληνικά με τη σημασία των απανταχού Eλλήνων, μιά σημασία που σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες εξακολουθεί να είναι σπάνια ή δέν υπάρχει καθόλου. Στα αρχαία ελληνικά, το επίθημα μός, ιδιαίτερα σάν προσθήκη σε θέμα ρημάτων σε ισ, δήλωνε μίμηση τρόπων, γλώσσας, ή πολιτικών ιδεών κάποιας ομάδας όπως λακωνισμός, ἀττικισμός. Στη σημερινή λ. ελληνισμός πρέπει να δεχτούμε επεκταμένο επίθημα ισμός, δημιουργημένο με επίδραση των ξένων γλωσσών, που εδώ έχει και διαφορετική λειτουργία. Kαι φυσικά, ο όρος ελληνιστικός, που χρησιμοποιώ και στις ετυμολογίες του λεξικού, είναι δάνειο απο το γερμανικό hellenistisch. Στο πρώτο απο τα παραπάνω παραδείγματα έχουμε επίδραση "διεθνισμού" (τμήμα 2.2), στο δεύτερο, στη λέξη σταυροφόρος, έχουμε συνδυασμό με "μεταφραστικό δάνειο" (τμήμα 2.3). (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 8 / 26
Oι ριζικές αλλαγές στη σημασία λόγιων δανείων απο τα αρχ. ελλ. είναι πολύ συχνότερες απο ότι οι αλλαγές στις λαϊκές λέξεις, καθώς συχνά τα λόγια δάνεια αποδίδουν στην πραγματικότητα όρους και έννοιες των δυτικοευρωπαϊκών γλωσσών. Tα παλιότερα ετυμολογικά λεξικά αγνοούν αυτό το φαινόμενο. (Δές στο τμήμα 3.1.7.) 1.2.5 Δάνεια απο τα διεθνή ελληνικά. Στη διαχρονική πορεία της ελληνικής γλώσσας μπορούν να διαπιστωθούν δύο παράλληλα ρεύματα: το ένα είναι, όπως το ονόμασα αλλού, τα "διεθνή ελληνικά", το άλλο είναι τα "νέα ελληνικά" (Πετρούνιας 1996). Tο πρώτο αναφέρεται στον τεράστιο αριθμό φιλοσοφικών, επιστημονικών και άλλων όρων που υπάρχουν στις νεότερες γλώσσες και στηρίζονται σε αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία ή σε συνδυασμό αρχαίων ελληνικών και λατινικών. Tο άλλο είναι μιά ολοκληρωμένη γλώσσα, που όμως περιορίζεται γεωγραφικά και αριθμητικά στην Eλλάδα, την Kύπρο και τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Tα δύο ρεύματα σήμερα συναντιούνται, καθώς οι εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις των «διεθνών ελληνικών», δημιουργημένες στις νεότερες γλώσσες, έρχονται σάν δάνεια στα νέα ελληνικά. Aρχικά, ελληνικές λέξεις πέρασαν στις νεότερες γλώσσες με το ενδιάμεσο των λατινικών, προσαρμοσμένες φυσικά στο λατινικό μορφολογικό και φωνολογικό σύστημα. Tους τελευταίους αιώνες μπαίνουν στις νεότερες γλώσσες αρχαίες ελληνικές λέξεις και χωρίς το ενδιάμεσο των λατινικών, ακολουθώντας όμως το λατινικό μοντέλο. 1.2.5.1 Aπο τα αρχαία ελληνικά μέσω των λατινικών στις νεότερες γλώσσες. Παραδείγματα στη λατινική-τους μορφή. - Aρχαίες: ἀθλητής > athleta, ἱππόδρομος > hippodromos ἐπιληψία > epilepsia; φιλοσοφία > philosophia, ῥητορική > rhetorica, διαλεκτική φιλοσοφική μέθοδος > dialectica μουσική > musica, γραμματική > grammatica ἱστορία > historia γεωμετρία > geometria, ἀριθμητική > arithmetica. - Eλληνιστικές: γεωγραφία > geographia, ἀστρονομία > astronomia, ἀστρολογία > astrologia (στα αρχ. σήμαινε ότι και η λ. ἀστρονομία) θεολογία (αρχ., αλλά με καινούργια σημ.) > theologia. - Mεσαιωνική: ἱεραρχία (σάν εκκλησ. όρος) > μσνλατ.(ινικά) hierarchia. 1.2.5.1.α Δείγμα παλιάς αμοιβαίας επίδρασης ελληνικών - λατινικών. Xαρακτηριστικό παράδειγμα παλιών αμοιβαίων επιδράσεων της ελληνικής και της λατινικής είναι η σειρά των λέξεων: αρχ. χριστός ( αλειμμένος ) > ελνστ. Xριστός (μετάφραση του αραμαϊκού Mεσσίας) > λατ. Christus, με βάση τη λ. Christus στα λατινικά Christ ianus > ελνστ. Xριστιανός> χριστιαν ίζω> Xριστιανισ μός αποδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας > λατ. Christianismus. 1.2.5.2 Aπο τα αρχαία ελληνικά απευθείας στις νεότερες γλώσσες Παραδείγματα στην αγγλική-τους μορφή: - Aρχαίες: ἐρωτικός > erotic, ἀριστοκρατία, δημοκρατία, πολιτική > aristocracy, democracy, politics. - Eλληνιστικές: βιογραφία > biography, τὰ ἔντομα (όρος του Aριστοτέλη) > entomo (κιόλας στα λατινικά σάν μεταφραστικό δάνειο: insect-um). 1.2.5.3. Διεθνισμοί στα νέα ελληνικά. H αρχική πηγή δημιούργησε παράδοση, έτσι ώστε ο νεότερος πολιτισμός, αφομοιώνοντας τις αρχικές καταβολές, δημιουργεί νέες λατινικές και περισσότερο ελληνικές λέξεις, που ούτε υπήρχαν ούτε και θα μπορούσαν να υπάρξουν στον αρχαίο κόσμο με τη συγκριτικά περιορισμένη επιστημονική και τεχνολογική (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 9 / 26
ανάπτυξη. Mεγάλο μέρος-τους έχει έρθει στα νέα ελληνικά, και θεωρητικά θα μπορούσαν κάποτε να έρθουν όλες. Στα παραδείγματα που ακολουθούν δίνεται για συντομία μόνον η γαλλική μορφή αυτών των λέξεων, αφού οι περισσότερες ήρθαν στα νέα ελληνικά απο τα γαλλικά ή με το ενδιάμεσο των γαλλικών: acoustique, cardiologie, diachronie, écologie (πρώτα στα γερμανικά), électricité, kilomètre (δημιούργημα της γαλλικής επανάστασης), magnétisme, mélodrame, néolithique, néoplasme, orthopédie, paléontologie, pédiatrie, pscychologie, synchronie, télégramme, téléphone, téléscope, thermomètre, uranium, utopie (όρος δημιουργημένος στα αγγλικά απο τον Thomas More) > ακουστική, καρδιολογία, διαχρονία, οικολογία, ηλεκτρισμός, χιλιόμετρο, μαγνητισμός, μελόδραμα, νεολιθικός, νεόπλασμα, ορθοπαιδεία/ορθοπαι(ε)δική, παλαιοντολογία, παιδιατρική, ψυχολογία, συγχρονία, τηλεγράφημα, τηλέφωνο, τηλεσκόπιο, θερμόμετρο, ουράνιο, ουτοπία. Σε συνδυασμό με μετάφραση: εγωισμός < γαλλ. égoisme (égo- < λατ. ego= αρχ. ἐγώ), κοινωνιολογία < γαλλ. sociologie, πολυβιταμίνες, πολυμέσα < αγγλ. multivitamines, multimedia. Προφανώς είναι επιπόλαιο και παραπλανητικό, τέτοιες λέξεις να παρουσιάζονται αδιάκριτα σάν να ήταν περίπου «αρχαίες ελληνικές». Σε ένα σχετικά μεγάλο λεξικό, όπως το ΛKN, οι διεθνισμοί αποτελούν περίπου το 15 με 20 % του συνόλου των λημμάτων. Σε μεγαλύτερο λεξικό το ποσοστό θα ήταν υψηλότερο. Oι διεθνισμοί στις νεότερες γλώσσες ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και σε εκατομμύρια και βέβαια κανένα γενικό λεξικό, ούτε κάν το μεγάλο αμερικάνικο Webster's, δέν επιχειρεί να τους παραθέσει όλους. Άν υπολογίσουμε πως με βάση το αρχαίο ελληνικό λεξικό Liddell & Scott της Oξφόρδης, οι λέξεις ολόκληρης της αρχαίας ελληνικής και της ελληνιστικής γραμματείας, δηλαδή περιόδου μεγαλύτερης απο χίλια χρόνια, που έτυχε να σωθούν είναι περίπου 1.200.000 με 1.300.000, μπορούμε να πάρουμε μιά ιδέα για την επίδοση των διεθνισμών, που είναι δημιουργήματα μόλις δύο ή τριών αιώνων, και σε αριθμό κιόλας υπερέχουν. 1.2.6 Mεταφραστικά δάνεια. Oι μορφωμένοι στην Eλλάδα δέ δέχονται εύκολα απευθείας δάνεια απο άλλες γλώσσες, άν αυτά δέ δίνουν την εντύπωση αρχαίων ελληνικών λέξεων. Πολλές λέξεις που δέ μοιάζουν με αρχαίες συνήθως μεταφράζονται σε κάτι που μοιάζει με αρχαία ελληνικά, παίρνοντας έτσι ένα περίπου αρχαίο ελληνικό ντύμα [6]. Tα "μεταφραστικά δάνεια" ("μτφρδ.") της νέας ελληνικής είναι στη μεγάλη-τους πλειοψηφία λόγιας προέλευσης. Eίναι χαρακτηριστικό πως απο τα 440 λήμματα του ΛKN με το λαϊκής προέλευσης πρόθημα ξε ίσως μόνον ένα (ξεφυλλίζω, για βιβλίο) αποτελεί μετάφραση, ενώ απο τα 640 με το λόγιας προέλευσης συνώνυμο πρόθημα εκ περίπου τα 220, δηλ. το 34%, αποτελούν μεταφράσεις. (Petrounias 1995: 794-795.) Στα ετυμολογικά λεξικά πολύ σπάνια επισημαίνονται τα μεταφραστικά δάνεια. Ένα απο τα λίγα που επισημαίνονται είναι η λ. ουρανοξύστης, μετάφραση του αγγλικού skyscraper. Mερικά ακόμη παραδείγματα: μικροαστός < γαλλ. petit-bourgeois, μεγαλοαστός < γερμ. Grossbürger (και κατα το γαλλ. grande bourgeoisie ανώτερη αστική τάξη ), δεσποινίς< ιταλ. signorina & γαλλ. demoiselle, οικογένεια < ιταλ. famiglia (αρχ. οἰκογενής δούλος γεννημένος στο σπίτι ) [7]. Στα παραπάνω παραδείγματα παρουσιάζεται δημιουργία νέας λέξης. Άν η λέξη προϋπάρχει σάν μορφή, και προστεθεί η μεταφρασμένη σημασία, μπορεί το φαινόμενο να ονομαστεί "σημασιολογικός δανεισμός" ("σημδ."). Παλιές περιπτώσεις, που αναφέρθηκαν πιό πάνω (τμήμα 1.2.2): ελνστ. σταυρός σάν λαϊκής προέλευσης μετάφραση του λατ. crux, παράδεισος, Xριστός σάν λόγιες (για την ελνστ. γλώσσα) μεταφράσεις απο τα αραμαϊκά. (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 10 / 26
Σε ένα σχετικά μεγάλο λεξικό, όπως το ΛKN, τα μεταφραστικά δάνεια αποτελούν περίπου το 15 με 20% του συνόλου, ποσοστό κατα πολύ υψηλότερο απο το αντίστοιχο φαινόμενο σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Όπως επισημαίνεται στη βιβλιοκρισία που θα αναφερθεί πιό κάτω (τμήμα 3.2.1 και Παράρτημα), συχνά σκοπός της δημιουργίας μεταφραστικών δανείων ήταν να αποκρυβεί το γεγονός του δανεισμού, καθώς επικρατεί η αντιεπιστημονική αντίληψη, πως τα δάνεια σε μιά γλώσσα είναι «δείγμα παρακμής, πτωχείας» κτλ. κτλ. Xτυπητό παράδειγμα είναι η δημιουργία του μεταφραστικού δανείου οικογένεια, σε αντικατάσταση του ιταλικού δανείου φαμίλια < famiglia, γιατι το τελευταίο, σάν απευθείας δάνειο, ήτανε πολύ προφανές πως προέρχεται απο άλλη γλώσσα. Hμετάφραση στηρίχτηκε στην αντιστοίχηση: αρχαίο δοῦλοι - λατινικό famuli. Όπως τονίζεται ακόμη στην ίδια βιβλιοκρισία, με την επισήμανση της πραγματικής προέλευσης τέτοιων λέξεων, που έκανα στο «τεύχος Z, H, Θ, I», φάνηκε πως, αντίθετα με τη συνηθισμένη άποψη, η καθαρεύουσα έχει πολύ περισσότερα δάνεια απο τη λαϊκή γλώσσα, μόνον οτι αυτά τα δάνεια είναι «κρυμμένα». 1.2.7 Δισυπόστατος δανεισμός. Tέλος παρατηρείται ένας "δισυπόστατος δανεισμός", οπου η μορφή μιάς λέξης έρχεται σάν δάνειο απο τα αρχαία ελληνικά, ενώ η σημασία-της έρχεται σάν δάνειο απο κάποια νεότερη γλώσσα. Mερικά παραδείγματα: εκδρομή, στα αρχαία ελληνικά σήμαινε: στρατιωτική επίθεση, είναι μετάφραση του αγγλικού excursion, που ετυμολογικά στηρίζεται σε αντίστοιχο λατινικό excursio στρατιωτική επίθεση ενδόμυχος, στα αρχαία κρυμμένος στο μυχό, ύπουλος, μετάφραση του γαλλικού intime εντατικός, στην ελληνιστική γλώσσα που διεγείρει σεξουαλικά, χρησιμοποιήθηκε σάν μετάφραση του γαλλικού intense ἐκνευρίζω -ομαι (ελνστ.) κόβω τους τένοντες < γαλλ. énerver, s'énerver καθίζηση, στην ελληνιστική γλώσσα καθιστική στάση, μετάφραση των γαλλικών sédimentation, effondrement και του αγγλικού sinking υπάλληλοι, αριστοτελικός όρος για έννοιες της λογικής, μετάφραση του γαλλικού employés subalternes για τους κατώτερους υπαλλήλους [8]. Σε άλλη ευκαιρία ονόμασα στα αγγλικά αυτό το δανεισμό: "double source borrowing" ή "crossed borrowing" (Petrounias 1995: 792). Στα παλιότερα ετυμολογικά λεξικά για τέτοιες λέξεις ή λείπει η αναφορά στον αρχαίο πρόδρομο, ή αλλιώς ταυτίζονται με αφέλεια προς τις αρχαίες λέξεις. (Δές τμήμα 3.3.) [9] 1.2.8. Tυχαία αναδημιουργία. Tυχαία αναδημιουργία είναι φυσικό να παρατηρείται σε γλώσσα με τόσο μακραίωνη ιστορία, και παρουσιάζεται τόσο σε λέξεις λαϊκής όσο και λόγιας προέλευσης. Πάρα κάτω στο τμήμα 3.1.8 εξηγούνται δύο περιπτώσεις, οι λ. τραπεζαρία και καπνιστήριο το πρώτο λαϊκής, το δεύτερο λόγιας προέλευσης. Eδώ προσθέτω μία περίπτωση τυχαίας αναδημιουργίας φαινομενικά όμοιων όρων, που δέ δίνεται απο τα παλιότερα λεξικά: ελεύθερη (κοπέλα) είναι μετάφραση του γαλλικού fille libre, και άσχετο προς το ελνστ. ἐλευθέρα, που σήμαινε παντρεμένη, επειδή δέ βρίσκεται πιά υπο την εξουσία του πατέρα-της. Προφανώς κάποιες κοινωνικές στάσεις μπορεί να εγγραφούν στη γλώσσα η ετυμολογία έχει, ανάμεσα σε άλλα, την υποχρέωση να δείξει τη διαφορετική αντίληψη που ισχύει σε διαφορετικές κοινωνίες και σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Tυχαία αναδημιουργία μπορεί να αφορά λέξεις ετυμολογικά άσχετες μεταξύ-τους, όπως ημερίδα (λόγ.), σχηματισμένο με βάση την εσπερίδα σάν μτφρδ. του γαλλ. matinée, άσχετο προς το αρχ. ἡμερίς αιτ. ίδα ήμερο κλήμα. Λέξεις ετυμολογικά συγγενικές, όπως το καπνιστήριο, ή με συγγενικό ένα μόνο στοιχείο-τους, όπως η τραπεζαρία, που εξηγούνται στο τμήμα 3.1.8. Mπορεί ακόμη η μία λ. να είναι αντδ. ή η ομωνυμία-τους να οφείλεται σε επίδραση απο τη μία στην άλλη: πελεκάνος 1 (πουλί που τρώει ψάρια) < (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 11 / 26
ελνστ. πελεκᾶνος αντδ. < λατ. pelecanus < αρχ. πελεκάν, ᾶνος - πελεκάνος 2 (ο δρυοκολάπτης) < αρχ. πελεκᾶς -ᾶντος (με επίδραση του πελεκάνος 1 ) - πελεκάνος 3 (ξυλουργός ή λιθοξόος) < πελεκώ (ίσως με επίδραση του πελεκάνος 2 ). 2 Eπίδραση των λόγιων δανείων στα νέα ελληνικά. 2.1 Eπίδραση των δανείων απο τα αρχαία ελληνικά. Πολλά απο τα λόγιας προέλευσης δάνεια δέ συμμορφώνονται στους φωνολογικούς και μορφολογικούς κανόνες της νέας ελληνικής. Όπως δηλαδή δέ συμμορφώνονται πάντα τα πιό πρόσφατα λόγια δάνεια απο τα γαλλικά, π.χ. ιβουάρ, γκαζόν, ή απο τα αγγλικά, π.χ. κομπιούτερ, έτσι μπορεί να μή συμμορφώνονται και δάνεια απο τα αρχαία ελληνικά: χθόνιος (σύμπλεγμα χθ), η οδός (θηλυκό σε -ος), το όν, το προϊόν. Mεγάλος αριθμός δανείων με διαφορετική προφορά και μορφολογία μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στο σύστημα της αποδέχτριας γλώσσας, και αυτό ακριβώς έχει συμβεί στα νέα ελληνικά με τα δάνεια απο τα αρχαία ελληνικά, όπως άλλωστε συμβαίνει σήμερα και με δάνεια απο άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Άν όμως δέ γίνει σαφές πως οι αλλαγές ξεκίνησαν απο ατελώς προσαρμοσμένα δάνεια, δημιουργείται η εντύπωση πως η νέα ελληνική γλώσσα δέν έχει ή δέν είχε συγκεκριμένους φωνολογικούς και μορφολογικούς κανόνες. Tα δάνεια απο τα αρχ. ελλ. είναι προϊόντα ορθογραφικού δανεισμού, με αποτέλεσμα να αντιβαίνουν συχνά τους φωνολογικούς κανόνες τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής: ανδραγαθία, κόμβος, εύστοχος. (Δές και 3.1.4.) 2.2 Eπίδραση των διεθνισμών στα νέα ελληνικά. Oι διεθνισμοί δημιουργούνται γιανα ικανοποιηθούν οι ανάγκες των νεότερων γλωσσών, και όχι για επίδειξη αρχαιομάθειας. Ώστε δέν είναι παράξενο που συχνά δέ συμφωνούν με τους γραμματικούς και σημασιολογικούς κανόνες των δύο κλασικών γλωσσών. Tο θέμα έχει γίνει γνωστό διεθνώς τουλάχιστον απο το 1966, με μελέτη του Γάλλου γλωσσολόγου É. Benveniste, οπου παρουσιάζονται δύο γαλλικές λέξεις, η μία απο αυτές το microbe (στα νέα ελληνικά πέρασε σάν μικρόβιο). Στην Eλλάδα όμως εξακολουθούμε να αγνοούμε αυτή την εξέλιξη, με αποτέλεσμα να παραξενευόμαστε, ακόμη και να καταδικάζουμε τη μορφή και τη σημασία τέτοιων διεθνισμών. Aκολουθούν παραδείγματα λέξεων, που έχουν περάσει σε κοινή χρήση, και που παλιότερα θα θεωρούνταν έξω απο τους κανόνες της ελληνικής, αρχαίας και νέας: άζωτο, ουτοπία, πανόραμα, πολυκλινική, πολυβιταμίνες, ορθοπαι(ε)δική, ορθοδοντική. Tέτοιες λέξεις επηρεάζουν τη σημασιολογία και τη μορφολογία της νέας ελληνικής. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση συνθετικών όπως πολυ- (δές και Γιαννουλοπούλου 1999: Παράρτημα xiv-xvii). Σάν πρώτο συνθετικό το πολυ υπάρχει συνεχώς στη γλώσσα απο τα αρχαία, και δηλώνει κατοχή πολλών ομοειδών πραγμάτων: πολυσέλιδος (λόγιο) ή αλλιώς πως αυτό που ακολουθεί συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, έντονα: πολυμιλάω, τα πολυαγαπημένα. Tο ίδιο και σε δάνεια απο τα αρχαία: πολυμήχανος που μηχανεύεται με μεγάλη επιτυχία. Σάν "σύμφυμα" όμως, δηλαδή σάν διεθνές λεξικό στοιχείο που βρίσκεται ανάμεσα στη σύνθεση και στην παραγωγή, δηλώνει πολλαπλή υποδιαίρεση, διάφορα επιμέρους : πολυκλινική δέν είναι μιά μεγάλη ή μιά ιδιαίτερα σπουδαία κλινική, αλλά μιά κλινική με υποδιαίρεση σε επιμέρους θεραπευτικές μονάδες. H λέξη δημιουργήθηκε στα γαλλικά, polyclinique, με βάση αρχαία ελληνικά λεξικά στοιχεία, και καθώς μοιάζει να είναι «όμορφη ελληνική λέξη», πέρασε στη γλώσσα-μας και δημιούργησε πρότυπο. (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 12 / 26
Tο οτι τέτοιες λέξεις έχουν δημιουργήσει νέα μορφολογικά πρότυπα στη νέα ελληνική φαίνεται και απο την ύπαρξη δανείων, που είναι είτε ενμέρει είτε πλήρως μεταφράσεις ξένων όρων: πολυβιταμίνες, πολυμέσα (δές και στο ακόλουθο τμήμα) αποδίδουν τα αγγλ. multivitamines, multimedia. Για διαφημιστικούς λόγους δημιουργείται σήμερα η πολυσκάλα, δηλαδή σπαστή σκάλα για πολλαπλές χρήσεις, πολυμίξερ (μίξερ για πολλαπλές χρήσεις, όχι μεγάλο μίξερ), και με βάση το πανόραμα κάποιος παιδικός σταθμός ακριβώς στην περιοχή Πανοράματος της Θεσσαλονίκης ονομάστηκε παιδικόραμα! Όπως το πολυ σάν σύμφυμα αντιστοιχεί σε δύο ή και περισσότερα ξένα συμφύματα, τα poly multi pluri, έτσι και τα περισσότερα άλλα συμφύματα για παράδειγμα ημι = hemi semi half.hπολλαπλή αντιστοιχία δημιουργεί προβλήματα εκμάθησης ξένων γλωσσών απο Έλληνες. (Petrounias 1998.) 2.3 Eπίδραση των μεταφραστικών δανείων στα νέα ελληνικά. Όπως συμβαίνει με πολλούς διεθνισμούς, έτσι και με τα μεταφραστικά δάνεια είναι δυνατό η μετάφραση να μιμείται την ξένη λέξη και να μή συμμορφώνεται στους κανόνες της ελληνικής. Άν υπάρξουν πολλά τέτοια δάνεια, είναι δυνατό να τροποποιηθεί η μορφολογία και η σημασιολογία της νέας ελληνικής. Για παράδειγμα, παλιότερα δέ θα γίνονταν δεχτές λέξεις όπως τηλεόραση, μετάφραση του γαλλικού télévision (απο οπου και το αγγλικό television), θεατράνθρωπος < γερμ. Theatermann, ζωοπανήγυρις < τουρκ. hayvan panayırı [10], ακταιωρός < γαλλ. garde-côtes (σύνθεση με βάση κλιτό τύπο του ουσιαστικού, την ονομαστική πληθυντικού, και όχι με βάση το θέμα της λέξης, επειδή και το γαλλικό πρότυπο είναι στην ονομαστική πληθυντικού παρόμοια τα πρόσφατα πολυβαταμίνες πολυμέσα, που αναφέρθηκαν πιό πάνω). Tο ελληνιστικό ρήμα ἐκνευρίζω, που μαρτυρείται στην παθητική μετοχή, έγινε ενεργητικό και αυτοπαθές γιανα ταιριάξει στο καινούργιο πρότυπό-του, το γαλλικό énerver, s'énerver. Tα "παραθετικά σύνθετα" του τύπου νόμος-πλαίσιο (στη γραφή συνήθως με ενωτικό), μετάφραση γαλλικού τύπου σύνθεσης, έχουν πιά δημιουργήσει καινούργιο μορφολογικό μοντέλο στη νέα ελληνική, οπου συνήθως το δεύτερο στοιχείο προσδιορίζει το πρώτο ( ένας νόμος που χρησιμεύει σάν πλαίσιο ), και όχι όπως συνήθως στα ελληνικά σύνθετα, οπου ο προσδιορισμός είναι αντίστροφος: κοσμοκαλόγερος ( ένας καλόγερος που ζεί μέσα στον κόσμο ). (Δές και Aναστασιάδη1986: 181-210.) Tο νέο μοντέλο όμως δέν έχει ακόμη ενσωματωθεί πλήρως: συχνά οι ομιλητές δέν είναι σίγουροι για την κλίση-του. 2.4 Kύρος της δανείστριας γλώσσας. Kαθώς γλώσσα με υψηλό κύρος, όπως ήταν παλιότερα τα γαλλικά και σήμερα τα αγγλικά, θεωρείται απο τους μορφωμένους ανώτερη απο την ντόπια, συχνά οι μεταφράσεις προτιμούνται αντί για παλιότερες ελληνικές λέξεις. Στα ακόλουθα δύο παραδείγματα, στην πρώτη περίπτωση έχουμε αντικατάσταση λαϊκής λέξης, στη δεύτερη λόγιας: H αντωνυμία ο οποίος, λόγια μετάφραση του γαλλικού lequel, συστήνεται σε πολλά σχολεία σάν καλύτερη απο το λαϊκής προέλευσης τυπικά μεσαιωνικό και νεοελληνικό αναφορικό μόριο που < οπου < όπου. H φράση και τα λοιπά (με άρθρο) είναι λόγιο δάνειο απο τη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής. Σε σοβαρά έντυπα όμως παρατηρείται σαφής προτίμηση προς τη φράση και λοιπά (χωρίς άρθρο), που είναι μετάφραση του γαλλικού etcetera (επίσης χωρίς άρθρο) αντίστοιχα και η συντομογραφία κλπ. αντί του κτλ., καθώς η πρώτη αποδίδει πιστότερα τη γαλλική συντομογραφία etc. Παρόμοια ισχύουν με τη σχετικά πρόσφατη επίδοση του επιρρήματος απλώς, ή και «μεταγλωττισμένου» στη δημοτική σάν απλά, με βάση το αγγλικό simply, που έχει σχεδόν αντικαταστήσει όλα τα παλιότερα μόνο, μονάχα, σκέτα, τίποτ' άλλο παρά, και άλλα. 3. H πρακτική των παλιότερων λεξικών και η πρακτική του ΛKN. (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 13 / 26
Tο 1987 δημοσιεύτηκε ένα «δείγμα», και το Δεκέμβριο του 1998 ολόκληρο το λεξικό του Iδρύματος Tριανταφυλλίδη. Tο δείγμα του 1987 περιείχε τα ψηφία Z H Θ I, και γιαυτό έγινε γνωστό ως «Tεύχος Z, H, Θ, I». Mέχρι την παρουσίαση των δύο αυτών δημοσιεύσεων,το μοναδικό αξιόλογο και σοβαρό ετυμολογικό λεξικό ήταν του Nικόλαου Aνδριώτη, που προώθησε σημαντικά τη νεοελληνική ετυμολογία (τρίτη, μεταθανάτια έκδοση το 1983). Για τα προτερήματα αλλά και τα μειονεκτήματα του λεξικού αυτού έχω γράψει παλιότερα (Πετρούνιας 1985: 330-332, 359-375 1995: 797-799), και μερικές απο τις απόψεις-μου φαίνονται και σε τούτη τη δημοσίευση. Tα άλλα λεξικά, είτε ειδικά ετυμολογικά είτε γενικά λεξικά που περιέχουν ετυμολογικό μέρος, ακολουθούν με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία τον Aνδριώτη. Όπου προσπαθούν να πρωτοτυπήσουν, το αποτέλεσμα είναι συνήθως αμφισβητήσιμο [11]. Tο λεξικό Mπαμπινιώτη ετυμολογεί περίπου 70% περισσότερες λέξεις απο ότι ο Aνδριώτης (δές στο τμήμα 3.2.2.2, σημ. 15), όμως το ετυμολογικό μέρος αυτού του λεξικού, σε αντίθεση με το ερμηνευτικό, είναι γενικά απορριπτέο. Έχει πάντως το προσόν πως επισημαίνει μερικούς διεθνισμούς, και λίγα μεταφραστικά δάνεια. Tο λεξικό Mπαμπινιώτη προσπάθησε να επωφεληθεί απο το «Tεύχος Z, H, Θ, I», θέμα οπου θα επανέλθω. (Δές 3.2.1, 3.3.) 3.1 Tα παλιότερα λεξικά. 3.1.1 Έλλειψη ετυμολογικών αρχών. Γενική αδυναμία των παλιότερων ετυμολογικών λεξικών, με μερική μόνον εξαίρεση το λεξικό του Aνδριώτη, είναι η έλλειψη σαφών αρχών ετυμολόγησης. O αναγνώστης συνήθως δέν μπορεί να μαντέψει, πότε δίνεται το έτυμο, δηλαδή η προέλευση μιάς λέξης, πότε η προέλευση δέν αναφέρεται, και γιατί. Oύτε μπορεί να μαντέψει, μέχρι πού φτάνει γενικά η ετυμολογική ιστορία των λέξεων. O Aνδριώτης, άν και παρουσιάζει ασυνέπειες ως προς την έκταση της ετυμολογικής ιστορίας των δανείων, προκειμένου για παλιότερες ελληνικές λέξεις δικαιολογημένα δέν προχωρεί πιό πίσω απο τα αρχαία ελληνικά. (Σύγκρ. σχετικά και τμήμα 1.1.) Tην αρχή αυτή την πήρε απο την πρακτική του Iστορικού Λεξικού της Aκαδημίας Aθηνών (1933 κ.ε.), οπου πρέπει να είχε καθοριστεί απο τον Γ. Xατζιδάκη. Tο λεξικό Mπαμπινιώτη αντιγράφει απο τα ετυμολογικά λεξικά της αρχαίας ελληνικής του Chantraine (1968) και του Frisk (1972) ένα πλήθος άχρηστες πληροφορίες σχετικές με τα ινδοευρ.(ωπαϊκά), που δέν έχουν λόγο ύπαρξης σε ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής, καθώς υποβαθμίζουν την ανάλυση των νεότερων λέξεων [12]. 3.1.2 Yποτυπώδης μορφολογική ανάλυση αντί για υπόδειξη του ετύμου. Στα παλιότερα λεξικά, η μορφολογική ανάλυση των νεοελληνικών λέξεων, ή δέν υπάρχει ή είναι υποτυπώδης, ενώ συχνά επιδιώκεται κάποια ανάλυση των αρχαίων ελληνικών προδρόμων των νεότερων λέξεων. Aυτή η πρακτική, που οφείλεται στην καθαρευουσιάνικη νοοτροπία και στη συνακόλουθη άνιση εκτίμηση των δύο περιόδων της γλώσσας, θολώνει την εικόνα της νέας ελληνικής, που θα έπρεπε να είναι το αντικείμενο των ετυμολογιών ενός νεοελληνικού λεξικού. Eπιπλέον λείπουν οποιεσδήποτε εξηγήσεις σχετικά με την εξέλιξη της προφοράς των λέξεων. Παρατηρείται επίσης το φαινόμενο, αντί να δίνεται η προέλευση, το έτυμον μιάς λέξης, που είναι ο βασικός στόχος της ετυμολογικής έρευνας, οι ετυμολογικές ενδείξεις των λεξικών να περιορίζονται σε υποτυπώδεις μορφολογικές ενδείξεις, ή, ακόμη χειρότερα, υποτίθεται πως η μορφολογική ανάλυση εξυπακούεται. Aκολουθούν δύο παραδείγματα: 1. εκνευρίζω, -ομαι - ANΔ(ριώτης): λόγ. < μεταγν. (= μεταγενέστερο) ἐκ-νευρίζω. - MΠ(αμπινιώτης): αρχ. < ἐκ- + -νευρίζω < νεῦρον. - αριστοτελισμός - ANΔ: (Δέν έχει τη λέξη.) - MΠ: (χωρίς ετυμολ., προφανώς σάν αυτονόητο με βάση το όνομα Aριστοτέλης) (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 14 / 26
Στο ρήμα εκνευρίζω, -ομαι, που έχει τη βάση-του ενμέρει στην ελληνιστική κοινή (όχι στα αρχαία), και ενμέρει στα γαλλικά, δέ γίνεται αναφορά στην παλιά σημασία της λέξης, ούτε επισημαίνεται η προέλευσης της νεότερης σημασίας, και αντί γι' αυτές τις απαραίτητες πληροφορίες δίνεται μιά υποτυπώδης μορφολογική ανάλυση της ελληνιστικής λέξης, που επιπλέον είναι και σφαλερή. Hσωστή ανάλυση του παλιού ρήματος είναι: ἐκ + νεῦρ(ον) -ίζω. O φιλοσοφικός όρος αριστοτελισμός μένει χωρίς ετυμολογία, ίσως επειδή η ετυμολογία-του θεωρείται περιττή σάν αυτονόητη, κάτι που όμως απέχει απο την πραγματικότητα. Eγώ ο ίδιος, όπως γίνεται φανερό απο την ετυμολόγηση που προτείνω, δέν είμαι σίγουρος, άν ο όρος ήρθε κατευθείαν απο τα μεσαιωνικά λατινικά, οπου πρωτοδημιουργήθηκε, ή μέσω των γαλλικών. H έλλειψη συγκεκριμένης υπόδειξης για την προέλευση τέτοιων όρων διαστρεβλώνει τα πολιτιστικά, άν όχι και τα γλωσσικά δεδομένα. Aκολουθούν σε αντιπαράθεση οι ετυμολογίες των ίδιων λέξεων, όπως τις έχω δώσει στο ΛKN: 1. εκνευρίζω, -ομαι: λόγ. < ελνστ. ἐκνευρίζω κόβω τους τένοντες σημδ. γαλλ. énerver, s'énerver. 2. αριστοτελισμός: λόγ. < γαλλ. aristotelisme ή ίσως μσνλατ. aristotelismus < αρχ. Ἀριστοτέλ(ης) -ismus = -ισμός. (Για οικονομία χώρου παραλείφθηκε η ενδιάμεση λατινική μορφή του ονόματος Aristoteles.) 3.1.3 Xρονολογία παλιότερης μαρτυρίας αντί για ένδειξη προέλευσης. Παραγνώριση του βασικού στόχου της ετυμολογίας αποτελεί η αντικατάσταση της ένδειξης προέλευσης απο μιά άχρηστη ένδειξη της παλιότερης μαρτυρίας, αντιγραμμένη απο την παλιά Συναγωγή νέων λέξεων του Kουμανούδη (1910). 1. διασταύρωση - MΠ: η λέξη μαρτυρείται απο το 1861. - ΛKN:λόγ. διασταυρω- (δές στο διασταυρώνω) σις > ση, μτφρδ. γαλλ. croisement. - βυσσινάδα - MΠ: η λέξη μαρτυρείται απο το 1889. - ΛKN:βύσσιν(ο) άδα. 3.1.4 Aνάγκη διάκρισης λαϊκής _ λόγιας προέλευσης. Aνάγκη ένδειξης ορθογραφικού δανεισμού. Eίναι απαραίτητο να δηλωθεί, άν τυχόν μιά λέξη έχει λόγια προέλευση, αφού σ' αυτή την περίπτωση είναι πιθανό να μήν ακολουθεί τους κανόνες της νέας ελληνικής. O Aνδριώτης σωστά εφάρμοζε αυτή την αρχή, τα άλλα λεξικά όμως την αγνοούν. Eπιπλέον πρέπει να δηλωθεί άν τυχόν κάποιο δάνειο έχει μπεί μέσω ορθογραφικού δανεισμού (απο διάβασμα), και όχι μέσω προφορικού (απο άκουσμα). Aυτή η διάκριση είναι ιδιαίτερα απαραίτητη για την ετυμολογία της νέας ελληνικής, που έχει σημαντικό αριθμό ορθογραφικών δανείων, δέν την έκανε όμως ούτε ο Aνδριώτης, ούτε και κανείς άλλος. Άν δέ δηλωθούν τέτοιες περιπτώσεις, μένουν ανεξήγητες διαφορές όπως: γιαπονέζικος, λαϊκό δάνειο, συνώνυμο ιαπωνικός, λόγιο δάνειο και επιπλέον προϊόν ορθογραφικού δανεισμού. Oύτε γίνεται κατανοητό, γιατί να υπάρχουν δύο συγγενικά συνώνυμα: μπαμπάκι και βαμβάκι, κάτι που μπορεί να συμβεί και με βάση παλιότερες λέξεις: άντρας / άνδρας, και γενικά με τα δάνεια απο τα αρχ. ελλ. (Δές και 1.2.3.) Oπότε δημιουργείται η εντύπωση πως η νέα ελληνική γλώσσα, μοναδική ανάμεσα στις άλλες, δέν ακολουθεί κανέναν κανόνα στην ενσωμάτωση των δανείων. Eδώ είναι αναγκαία μιά γενικότερη παρατήρηση. Σε ετυμολογικά λεξικά άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών σπάνια γίνεται διάκριση λαϊκού και λόγιου, γιατι εκεί οι διαφορές λαϊκής και λόγιας προέλευσης λέξεων σήμερα πιά είναι μικρές, ενώ στα νέα ελληνικά εξακολουθούν να είναι σημαντικές. Eπίσης δέν αναφέρονται (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 15 / 26