ΛΟΓΟΣ τρίτος Της Χριστίνας, του Πέτρου, του Ιωάννη ως λόγος ζωής Α1. (αποσπάσµατα) Α Τα µάτια ανοίγοντας στο δειλινό και την καρδιά στους τέσσερις ανέµους ταξίδι είπα να κινήσω. Φτερό στα όνειρα, έλεγα πως τούτος ο κόσµος µου αρκεί για τα πετάγµατα. Είταν οι µέρες καλοκαιρινές κι εγώ δεν ήξερα από χειµώνες. Τον Ιάσονα πίστευα για ήρωα βάφοντας άσπρη την «Αργώ» µου... Α2. Άλλοτε παίζοντας τους κλέφτες κι άλλοτε τους κουρσάρους,
µε την Άνοιξη στεφάνι στο µέτωπο και τον Έρωτα να βολοδέρνει στα στήθη κοχύλια κλέβαµε. Μα εγώ, σ ένα κοχύλι βολεύοντας τη σιωπή και το σώµα της νιότης σαϊτεύοντας, πετροβολούσα κερασιές και θάλασσες καρτερώντας κατάρτια από το πέλαγος. Τα πανιά µας φουσκωµένα µε όνειρα και τ αµπάρια γεµάτα αγάπες, τις φουρτούνες περιµέναµε. Γερά σκαριά... Τις γοργόνες λέγαµε θα συναντήσουµε, γιορντάνια στο λαιµό τους τα µάτια να περάσουµε. Σε λιµάνια σκοτεινά Τις γοργόνες κι αν ψάξαµε δε βρήκαµε παρά µονάχα κάποια ξωτικά της θάλασσας συνηθισµένα να φεύγουν κάθε που έπιανε καιρός. (Αυτά µας έκλεψαν τις νύχτες που θέλαµε να χαρίσουµε στην `Άνοιξη...) µείναν τα µάτια µας... Α3. Τ άγνωστα λιµάνια είταν γεµάτα νύχτα. Τα τραγούδια τους µιλούσαν για νιάτα που γέρασαν σε καπηλειά, ήλιους διωγµένους καταµεσής της `Άνοιξης, για πειρατές που κούρσευαν τριαντάφυλλα και για τελώνες µακρυχέρηδες... Στα λιµάνια της νύχτας τη νιότη πρωτοστόλισα µε δάκρυα, στο στήθος και στα µπράτσα γράφοντας 2
ονόµατα όλο αλµύρα, λέγοντας κάθε φορά πως τούτο το ταξίδι θά ναι το στερνό. Και µε πανιά σχισµένα πάλι στο πέλαγος. Με µάτια γεµάτα θάλασσες ανταριασµένες κι αµπάρια που δεν έλεγαν ν αδειάσουν, ξανά στην αναζήτηση της γοργόνας. Α4. Τη ζωή σµιλεύοντας µε δάχτυλα ιδρωµένα κι αφήνοντας στην έρηµο τάµα το δάκρυ, χάραζα στις γυαλωµένες πέτρες µορφές και λέξεις. Οδοιπορία στην έρηµο αναζητώντας την εικόνα και τις ελπίδες... Α5. Σµιλεύοντας τη ζωή µε νύχια και µε δόντια, σµιλεύοντας τη ζωή µε τη ζωή, τους Ατλαντικούς αντιπάλευα και τον πόνο... Ορκισµένος να µην ξεχνώ τα περιστέρια που γκρεµίστηκαν αναζητώντας σκιές αγάπης, ούτε τα µάτια πού µειναν καρφωµένα στους ορίζοντες ηλιοβασιλέµατα προσδοκώντας, ούτε τη στυφή γεύση της τρικυµίας τότε που ανεµίζαµε απελπισµένα τραγούδια της νιότης και ψιθύριζα στην εικόνα σου προσευχές και τραγούδια γράφοντας στους τοίχους 3
πως: ο Θεός που εµείς θα γεννήσουµε θα είναι Ωραίος ως `Έρωτας µε µια γεύση από αίµα. Α6. Τώρα αίµα και σιωπή. Η απουσία φίδι. Τα φωνήεντα νεκρά πουλιά στις χούφτες. Κι εσύ να µην ακούς τις οιµωγές... Μίλησέ µου λοιπόν. Μια λέξη σου ας ταξιδέψει ως τα πανιά µου. Είναι βαριά του δειλινού η σιωπή, πνιγµένη σε λυγµούς. Μίλησέ µου λοιπόν... Στην πόλη µας όλα βάφτηκαν µπλε, χάθηκε ο ορίζοντας, βαδίζουν οι σκιές µας. Μίλησέ µου λοιπόν... Μίλησέ µου... Αν είναι απόψε να χαθώ ας γίνει µε µια λέξη σου... Κείνα τ αποµεσήµερα που µάτωνες και µάτωνα ήταν γεµάτα γιασεµιά. Τούτα τ αποµεσήµερα µυρίζουν παγωνιά, µυρίζουν θάνατο. Μίλησέ µου λοιπόν... 4
Α7. Κανέναν δε θ αφήσω να περάσει µέσα στις λέξεις σου, ν αγγίξει το χρώµα και το αίµα σου... Κανέναν δε θ αφήσω να δει τα όνειρά σου, να σταθεί µπροστά στις εικόνες σου, ανάµεσα στα ραγισµένα σου δάκρυα... Και θα σου φέρνω πάντα χαλίκια από τη θάλασσα µε το µονόγραµµά σου σκαλισµένo από ράµφη πουλιών. Θα σου φέρνω πάντα µικρά κυπαρισσόµηλα να στολίζεις τα µαλλιά και τα στήθη σου. Θα σου φέρνω βροχή να ξεδιψάς τ αυγουστιάτικα µεσηµέρια, να σου δροσίζει το στέρνο...το στέρνο που σκάλιζα στην παλάµη µου, την ώρα που έκλεινες τα βλέφαρα να µπω µέσα σου, να ταξιδέψω. Κι εσύ στέρνο... Στέρνο που βαθιά αγαπήθηκες, στέρνο που στολίστηκες µε τα φιλιά του αρχέγονου χθες, στέρνο συνθλιµµένο από κύκλωπες σαν πεις το γυρισµό να πάρεις ίσως δε βρεις παρά µονάχα ένα δωµάτιο σκόρπιες σελίδες, αραχνιασµένες ελαιογραφίες και τις µορφές ενός κλόουν απολιθωµένες... Α8. Μα εσύ δεν άκουγες... εν ήξερες τί σήµαινε βροχή 5
και ούτε είχες δει κάτω από το πουκάµισο τις πληγές της χθεσινής µέρας. Πλασµένη µόνο µ ανθούς λουσµένη µόνο µε φως πρωινού ανοιξιάτικου ήλιου και µε τη συµφωνία του γαλαζοπράσινου στα µάτια σου, τα χέρια άνοιγες ασύνορα... Χωρίς ν ακούς Χωρίς ν ακούς Χωρίς ν ακούς τη σιωπή µου... εν µ άκουγες... Ακόµα κι όταν έλεγα πως περιµένω το ξηµέρωµα για να βαδίσω σιωπηλός τα µονοπάτια της οδύνης, πως περιµένω τον ερχοµό της άλλης µέρας µε στήθος ολάνοιχτο σε κάθε σπαθί, σε κάθε κραυγή. Π ε ρ ι µ έ ν ω... Θέλοντας να πλανηθώ στις µυστικές γραµµές του προσώπου σου. Εκεί που δεν υπάρχει φως, ούτε σκοτάδι, παρά µονάχα ένα χρώµα αχαρακτήριστο, ένα χρώµα µουντό κι ένας αγέρας χαµηλόφωνος... Π ε ρ ι µ έ ν ω... Θέλοντας να πλανηθώ στους µυστικούς καθρέφτες των µατιών σου, ν αρµενίσω κατά πού θέλει το κύµα, κουνώντας αδιάφορα το κεφάλι σε κάθε σπάσιµο καταρτιού... Ξ έ ρ ω, πως τα χέρια σου σταµατούν πάνω µου αναζητώντας σταγόνες ιδρώτα, πως στα µάτια σου ταριχεύεται κάθε έκφραση της αγωνίας µου. Και µένω σιωπηλός, τα δάχτυλα παίζοντας αµήχανα. Α9. Μπορείς να σβήσεις τώρα το κερί... Θα σ αγαπώ το ίδιο στο σκοτάδι και θα πονάω για τα µάτια σου... `Έµαθα να σ αγαπώ ασύχαστα... 6
Μπορώ να σ αγαπώ Μπορώ να σ αγαπώ και δίχως µάτια... και δίχως σώµα... Τώρα τα όνειρα προστάζω να σε φιλούν γλυκά και στα σεντόνια λέω να σε προσέχουν. Πιάνω και στρώνω το κρεβάτι σου µε ροδοπέταλα, τραγούδια βάζω στο προσκέφαλο και την καρδιά µου στα µαλλιά από τις κούκλες σου να σε φυλάει απ το κακό. Κι εσύ πικραίνεσαι απ την ανάσα µου. Βλέπεις στα χέρια µου συρµατοπλέγµατα και την καρδιά σε βάλτους. Π ιάνω και στρώνω στο κρεβάτι σου υάκινθους, γράφω στους τοίχους «Σ ΑΓΑΠΩ». Χαϊδεύω τους καθρέφτες που σε κοίταξαν, τις χτένες που σε χτένισαν... Α10. Μα δεν ακούς... Μα δεν ακούς... Μα δεν ακούς κάθε που λέω «ΕΛΑ»... Μένεις απόκοσµη στα χέρια σου κρατώντας ασκούς του Αίολου, στα µάτια σου κλείνοντας την άρνηση. Ε σ ύ που πάντα µίλαγες µε τα µάτια... Ε σ ύ που πάντα µίλαγες µε την αφή... Μένεις απόκοσµη χωρίς να νιώθεις την οδύνη της αναζήτησης. Μαχαίρι η σιωπή και η νύχτα αµφίβολη. 7
Αµφίβολες οι σκιές της λάµπας σε σχηµατοποιούν στην αφηγηµατική της ερηµιάς στη θανάσιµη λευκότητα του τοίχου. Και οι γραφές αµφίβολες. Σταµατηµένες σε στίξεις απροσπέλαστες, αδιάβατες, όπως το άσπρο χαρτί τις άγονες νύχτες, τις άδειες από ήχους των βηµάτων σου..... Α14. Απόψε έλα... Έλα να δεις λαβωµατιές σε χρόνια αξηµέρωτα κρυµµένες. Μια-µια να τις χαϊδέψεις, µια-µια να τις φιλήσεις. Να µείνεις πλάι µου ως την αυγή, να µείνεις µέσα µου πέρα απ τη νύχτα, να µείνεις πάνω στις φτερούγες µου, στις φλέβες... Απόψε έλα... Έλα να πιαστούµε χέρι-χέρι. Τα µαλλιά σου αρκετά βράχηκαν, τα µάτια µου περίσσια δάκρυσαν... Πού ταξιδεύεις κάθε που νυχτώνει; Και δεν ακούς... Και δεν ακούς... Μικρό πουλί, µικρό πουλί πού ταξιδεύεις; Ποιες θάλασσες δροσίζουν τα µαλλιά σου; Τα µάτια σου µε ποια βουνά γεµίζουν; Κάθε ταξίδι και άλλο φόρεµα, 8
κάθε φυγή και άλλο χρώµα. Σαν τον αγέρα άπιαστη... Α15. Μικρό πουλί που ταξιδεύεις κάθε που νυχτώνει; Κλέβεις τα µάτια µου. Κλέβεις τα χείλη µου, αφήνοντας στις άδειες χούφτες χιόνι κι ερηµιά. Κάθε ταξίδι κι ένας θάνατος. Κάθε φυγή και µια κραυγή. Μια καταιγίδα που σαρώνει τις σηµαίες µου... Πουλί µικρό, λουλούδι ολάνθιστο, που ταξιδεύεις κάθε που νυχτώνει; Πού ταξιδεύεις κάθε που νυχτώνει; Ποιανού ουρανού µετράς τ αστέρια; Μικρό πουλί θα πληγωθείς απ τα ταξίδια σου, θα λιώσουν τα φτερά σε κάποιο πέταγµα και τα τοπία θα γίνουν µαχαιριά στα µάτια σου και στα παράθυρα του ύπνου. Για να θυµάσαι πάντα τα ταξίδια σου, για να θυµάµαι πάντα τις φυγές σου. Α16. Οι φυγές σου είχαν πάντα το χρώµα το κόκκινο... Τώρα, τί τό θελες το ατέλειωτο µπλε... 9
Εγώ, καρτερώντας σε, στο παλιό µου µουράγιο, τη µορφή σου σκάλιζα σε θαλασσοφαγωµένα ξύλα, έχοντας στα µάτια τον Ελκόµενο και της Μονεµβασιάς την `Αγια Σοφιά. Εσύ, πού ναυαγούσες τότε και βάφτηκαν έτσι τα µάτια σου; Πού ναυαγούσες; Ποια κύµατα τα βλέφαρά σου έβρεχαν; Και τώρα... Πώς να σε ιστορίσω στο χαρτί και σαν τελειώσω τίνος χειρός να πω πως είσαι; Στου Μυστρά τα χαλάσµατα τις εικόνες σου ψάχνω και στη σιωπή της Περίβλεφτου γυρεύω χρώµατα νεκρά εσένα ν αναστήσω και το χρόνο... Πώς να σε ιστορίσω στο χαρτί τώρα που σίµωσαν καιροί γεµάτοι αντάρα;.. Α29. Τότε που έλεγα και ξανάλεγα πως: Μυστικά από µένα δεν έχω, παρά µονάχα εσένα, που κοιτάζεις τις χούφτες µου τις γραµµές τους διαβάζοντας... Τότε που έλεγα και ξανάλεγα πως: Να κλάψεις θέλω. Τα δάκρυα να ρουφήξω από τα τσίνουρα. Να ζωντανέψω τ όνειρο στις χούφτες µου... 10
Και τώρα να ρωτώ και να ξαναρωτώ: Τις εικόνες σου µε τόση νύχτα γύρω πώς να ψάξω; Τα δάχτυλά µου δεν έχουν άκρες, και δε θα βρουν τ αποτυπώµατά τους, παρά µονάχα απ την παλάµη -κι αυτά µουντά µε την τρύπα του καρφιού -να χάσκει. Πώς να ψάξω το πρόσωπό σου µε τόσο σκοτάδι και µε κοµµένα δάχτυλα; Β Β1. Σ αυτήν την έρηµη πόλη χρόνια έχει να ξηµερώσει. Στα δροµάκια ηχούν βήµατα ανθρώπων που ποτέ δεν γεννήθηκαν και ανθρώπων που ποτέ δεν έµαθαν το θάνατό τους. Στα παράθυρα γκρίζα µάτια ακινητοποιηµένα στα οργωµένα πάρκα ξεφτισµένα πυρωµένα κορµιά. Σ αυτήν την έρηµη πόλη δεν υπάρχει λιµάνι για να σαλπάρουµε. εν υπάρχει ουρανός να µας σκεπάσει. Μόνο µεθυσµένοι άνεµοι και σκοτάδι... 11
Σ αυτήν την έρηµη πόλη αναζητάω τις ώρες σε µουχλιασµένες θύµισες. Τα µάτια τοπία απουσίας κορνίζες εξόριστης πίστης. Αναζητάω τις ώρες ανάµεσα σε δάχτυλα, ανάµεσα σε φλέβες που άντεξαν στο γκρίζο. Όπως άντεξαν στο χρόνο κάποια ακρογιάλια γεµάτα σάπια ξύλα και µέρες βουβές, µε µόνο ήχο το φλοίσβο της θάλασσας, µε µόνες εικόνες τα λιγοστά κυπαρίσσια, τα ερειπωµένα σπίτια, τους άδειους καφενέδες, τις αρχαίες φραγκοσυκιές... Β2. Τοπία ακίνητα σε λησµονηµένες σελίδες. Μαρµαρωµένες γοργόνες από αέρα και ήλιο, χωρίς µια σκιά, χωρίς µια φουρτούνα στα µάτια, να λεν πως αγάπησαν, να λεν πως θυµούνται τα µάτια που τις λάτρεψαν. Στην έρηµη πόλη πορεύοµαι... Παγωµένες σκιές οι γύρω θρυµµατίζονται κάθε που απλώνω το χέρι, συντροφιά µου, αφήνοντας, τη νύχτα. Μόνο στους κήπους κάποιες σιωπές κρατούν ακόµα το χρώµα του φθινοπώρου, αγγίζουν το σώµα της νύχτας, σφίγγουν στο στήθος τους σκόρπιες νότες... Στην έρηµη πόλη αναζητώ ό,τι διαλύθηκε στο πρώτο άγγιγµα, αναζητώ ό,τι αγαπήθηκε παράφορα... 12
Στα µάτια µου εφιάλτης η Προκρούστια κλίνη, τα µέλη που τεντώνονται για να φτάσουν, τα µέλη που τεµαχίζονται για να χωρέσουν. Και η γεύση της πίκρας κατακάθι στα χείλη µου....... Β8. Σχήµα προσώπου µεταµορφωνόµενο σύµφωνα µε το φύσηµα του αγέρα. Σχήµα προσώπου υποκλινόµενο στις σκοπιµότητες συστηµάτων, χρώµα προσώπου λασπωµένο εν ονόµατι των νόµων και της τάξης των πραγµάτων... Σας εξορίζω στα θλιβερά κατάλοιπα των ανερµάτιστων ηµερών.. Αρκούν, πια, σε µένα µια χούφτα αγάπη, µια πίκρα ανείπωτη, µια θάλασσα σχισµένες φλέβες και η σηµαία του λοξία. Αρκούν σε µένα µια χούφτα αγάπη, µια νύχτα ρακένδυτη κι ένα υπόγειο παγωµένο, να γράφω στους τοίχους του τη δική µου Οδύσσεια -έστω γνωρίζοντας πως θα είµαι κι εγώ ο ανώνυµος ένας 13
των τόσων δισεκατοµµυρίων νεκρών του χθες του σήµερα του αύριο... Β9. Πέρασα στην απέναντι όχθη καλά φορολογηµένος απ τους ανθρώπους... Στις τσέπες µου µόνο ένας καθρέφτης µικρός και µια τρύπια δραχµή Να κοιτάζω ανάµεσά της τα χέρια τα κοµµένα, το βοµβαρδισµένο στήθος. Να σφυρίζω µηνύµατα σ αυτούς που έµειναν πίσω κρατώντας ενέχυρο τα χέρια µου. Αδιαφορώ... Μπορώ πια να ζήσω µόνο µε µάτια. Μπορώ να ψηλαφώ µε την ανάσα µόνο. Μπορώ να πεθαίνω κατά βούληση. Ξέροντας πως αν κάτι µ αγάπησε παράφορα κι αν κάτι λάτρεψα ασύνορα είταν οι Θερµοπύλες... Πέρασα στην αντίπερα όχθη. Κρατήστε τους βάλτους για την τιµή των όπλων σας. Ανήκω πια στα οροπέδια..... 14
Γ1. Γ Εσύ που ξέρεις να διαβάζεις τα µάτια, που ξέρεις να κρατάς το χέρι την ώρα που σέρνω βροχή Εσύ ξέρεις και τ όνοµά µου. Στις αλάλητες ώρες, στις νεκρικές απουσίες θα µιλάς χαµηλόφωνα. Θα ρωτάς τους αγέρηδες τη σκιά µου αν είδαν, τις σταγόνες της βροχής, θα ρωτάς, τα µαλλιά µου αν δρόσισαν... Τις ανώνυµες σταγόνες της βροχής, θα ρωτάς, για τους ανθρώπους... «Οι άνθρωποι... Τί απόγιναν οι άνθρωποι; εν ένιωσα κανένα σεισµό. Τί έγιναν οι άνθρωποι;» Τί απόγιναν οι άνθρωποι; Και τί γυρεύουµε σ αυτό το λεωφορείο µε τα σπασµένα τζάµια, µε τους τουρίστες που µασούν πασατέµπο, αδιαφορώντας για το τοπίο; Θά πρεπε από ώρα να είχαµε κατέβει. Θά πρεπε από ώρα να οδοιπορούσαµε, σηκώνοντας στους ώµους τις αποσκευές µας. Τί γυρεύουµε σε τούτο το λεωφορείο λέγοντας «καλή αντάµωση» 15
σε ταξιδιώτες αδιάφορους, σ ανθρώπους που µας ξενάγησαν σ έρηµες χώρες; Γ2. Οι επιφάνειες χαµογελούν. Αστράφτουν καλά σµαλτωµένες. Τί γυρεύουµε ανάµεσα σε τόσες επιφάνειες; Οι επιφάνειες -φράχτες στα µάτια µας κρύβουν ζηλότυπα -νεύρα, αρτηρίες, φλέβες. Πρέπει να σπάσουµε τις επιφάνειες, πρέπει τα µάτια µας να δουν στο βάθος. Πρέπει τα δάχτυλα να φτάσουν στα νεύρα, στις αρτηρίες, να επιστρέψουν σε κάποια µήτρα σε κάτι προϋπάρχον. Πρέπει να συντριφτούν οι επιφάνειες, µήπως και βρούµε κάποιο φως στα υπόγεια κοιτάσµατα... Τί γυρεύουµε ανάµεσα σε τόσες επιφάνειες εµείς -ως ασθενείς της τρίτης θέσης -ως µελλοθάνατοι της φιέστας που µυρίζει φορµόλη -ως παρείσακτοι και ρακοσυλλέκτες; Τί γυρεύουµε ανάµεσα σε τόσες επιφάνειες, εµείς -οι νυχτερινοί εραστές των τοίχων, που ζωγραφίζουµε στο σκοτάδι την `Άνοιξη, σφίγγοντας τις γροθιές µας στο θάνατο, -οι ονειροπόλοι; Εµείς οι ανώνυµοι, οι ενταγµένοι στις προαποφάσεις τους, 16
οι ανένταχτοι εραστές της δίψας, του έρωτα και του θανάτου, θ ανεµίζουµε πάντα τη σηµαία της άρνησης. Γ3. Εµείς κινήσαµε κατακαλόκαιρο, σκουπίζοντας απ τα χείλη, το δάκρυ και το αίµα του έρωτα. Τα κορµιά µας ιδρώτα µύριζαν, τα χέρια µας απελπισµένα έψαχναν. Εµείς κινήσαµε κατακαλόκαιρο τον ήλιο κοιτώντας κατάµατα. Σε τούτο το χώµα δεν ήρθαµε να κλέψουµε στο πέλαγος δεν ξανοιχτήκαµε στην τύχη. Βαθιά ν αγαπηθούµε θέλαµε και τραγουδώντας να πεθάνουµε. εν ήρθαµε να κλέψουµε, παρά ν αγκαλιαστούµε στις φουρτούνες, να πάρουµε στον ώµο το σταυρό µας, να ορκιστούµε στα τριαντάφυλλα... Κινήσαµε κατακαλόκαιρο, χωρίς επινίκια τραγούδια, µε ποντοπόρα όνειρα στα µάτια µας και χιόνια στα µαλλιά µας... Τώρα δε µένει παρά το χιόνι. Αδιαφορώντας για τα χνάρια που θ αφήσω δραπετεύω, τους δεσµοφύλακες προκαλώντας να ουρλιάξουν «πυρ»... Το χιόνι... το χιόνι... 17
Ίσως ξαναβρεθούµε στο χιόνι... Αγαπηµένη... Γ4. Σ έψαχνα αγαπηµένη... Με τα χέρια ψηλάφιζα γνωστές πέτρες, πασχίζοντας να βρω τα χνάρια της φυγής σου. Σ έψαχνα αγαπηµένη... Φώναζα τ όνοµά σου στα νυχτωµένα µονοπάτια του κόσµου, ακούγοντας µόνο τον αντίλαλο να χιλιοσχίζεται σε κυπαρίσσια. Σ έψαχνα αγαπηµένη... στους πεθαµένους δρόµους και στις σχισµένες αφίσες, στα σφαλιχτά παράθυρα της ερηµιάς του κόσµου... Σ αναζητούσα -πασχίζοντας να συναντήσω τα µάτια σου, -πασχίζοντας ν αγγίξω τα χέρια σου, µια έστω άκρη από το ρούχο σου. Μακρινό ακροκέραµο η µορφή σου σταµατηµένο στην άκρη του κόσµου, να σηµαδεύει την άκρη του ουρανού, την αρχή και το τέλος από πορείες οδύνης. Μακρινό ακροκέραµο η µορφή σου ραγισµένο ως αρχαίο εύρηµα, να θυµίζει θλιµµένα απογεύµατα και φιλιά ταριχευµένα. Γ9. Τώρα ώρα µνήµης... 18
ιαβάτες τώρα κάποιου δρόµου που νέοι χαράξαµε κάποτε, προσµένουµε το αύριο µ ένα χαµόγελο φτιαχτό και µε τις µάσκες στα πρόσωπά µας. Τώρα ώρα αλήθειας... Με την ηχώ της να ειρωνεύεται, να χαστουκίζει τον εφησυχασµό, τα γυάλινα χρώµατα, τα παγωµένα δάκρυα. Τώρα ώρα αλήθειας... Μη ρεζιλεύεσαι άλλο... Ο καθρέφτης κάθε πρωί βλέπει το πρόσωπό σου χωρίς να ξεχνάει το χθεσινό. Μη ρεζιλεύεσαι άλλο... Οι ουλές µακιγιάρονται µόνο τη µέρα. Η νύχτα αποκαλύπτει τα σηµάδια, την ερηµιά της µοναξιάς µας. Καρφώνεται στα ιδρωµένα σεντόνια και γεωγραφεί τη στέρηση και τ ανεκπλήρωτα. Ακροβατεί στο κόκκινο, µε την επίγνωση του ζωντανού θανάτου... Οι ουλές χαρακώνουν το πρόσωπο, σηµαδεύοντας τα χρόνια µε αξηµέρωτα πρωινά. 1. 19
Τα λόγια µάς τοξεύουν, κοµµατιάζουν το χρόνο, µας δικάζουν. Τα λόγια που έµειναν λόγια χαµογελούν ειρωνικά στο σήµερα σαν πάνω τους οι µνήµες αντικατοπτρίζονται... Τα λόγια διατρέχουν σηµεία καταποντισµένα στο χθες, σε θάλασσες αρχαίες, εισχωρούν σε αγγεία µελανόµορφα, ταράζουν τον ύπνο των ωρών, ξεθάβουν νεκρά αγγίγµατα. Τα λόγια διατρέχουν το χρόνο ρευστοποιούνται, διαχέονται σε ασύνορες θάλασσες, σε γαλαξίες, συγχέοντας τις τροχιές τους µε τις τροχιές των πλανητών και την τροχιά της µνήµης..... 4. Οι πέτρες είναι για να σµιλεύονται -να γίνονται ειδώλια. Οι πέτρες είναι για να µένουν -σιωπηλές και ακίνητες. Οι πέτρες είναι για να θυµίζουν... Οι πέτρες µπορεί και να µην είναι πέτρες, µπορεί να είναι ανάσες, κυµατισµοί µατιών. 20
Οι πέτρες µπορεί και νά ναι Πέτρες ασήκωτες, να καίνε τα δάχτυλα, να σχίζουν τα χείλη, να κοκκινίζουν απ το αίµα µας... Μπορεί και νά ναι οµολογίες ζωής, νά ναι αρχή και τέλος, τα µεγάλα ερωτηµατικά τ ανερµήνευτα και τα µαγικά, τα σπουδαία ανεξιχνίαστα, τα θανάσιµα λόγια. Ας µην βεβηλωθούν από αµύητους. Μου ανήκουν όπως ο θάνατος, όπως οι έσχατοι λόγοι της εκδηµίας µου.... 7. Και τα µάτια... Αν είναι να µείνουν τα µάτια µου ας µείνουν µόνο στα µάτια σου, ή έστω στον αγέρα. Αν είναι να µείνουν τα µάτια µου ας µείνουν ως διαθήκη σιωπής, αφού ανήκουν στις όχθες του Πηνειού, -αφού γέµισαν µε τοπία και χρώµατα -αφού µπορούν και σφαλιχτά να µιλούν για κάστρα και αρχαίους ναούς, για τη συµφωνία της πέτρας και της θάλασσας για κυπαρισσοκορφές µετέωρες στην αφετηριακή γραµµή του χρόµου, -αφού κρατούν άφθορα τα ερηµικά ακρογιάλια του Κίσσαβου όρθια τα πλατάνια και τις κουτσουπιές 21
που χαιρετίζουν το Αιγαίο. Αν είναι να µείνουν τα µάτια µου ας µείνουν µόνο στα µάτια σου αφού πολύ σ αγάπησα και στις πορείες τον ιδρώτα σου σκούπιζα µε τα χείλη. 8. Και οι λέξεις... Οι λέξεις δε χάνουν το νόηµα, παρά µονάχα το περίγραµµα για να χωρέσεις Ε σ ύ µονάχα εσύ ως µαχαίρι στο χθες, ως σηµαία στο σήµερα, κραυγαλέα ορατή και παρούσα, ως φιλί και πληγή, ως ζωή και σαν θάνατος... Ε1. Ε Εσύ Αγαπηµένη γαλαξιακό στερέωµα στα µάτια της άχρονης νύχτας, ταξιδεύεις µε ταχύτητες φωτός, αφήνοντάς µου τις χθεσινές σου εικόνες ως µόνη γνώση. Εγώ, Αγαπηµένη ελάχιστο κβαν στα δικά σου τα µάτια, 22
ταξιδεύω σε ποτάµι δακρύων για να σε φτάσω, να µιλήσω µ όλους αυτούς που χάθηκαν, ή θα χαθούν, αυτούς που έµειναν λησµονηµένα περάσµατα. Μόριο σκόνης στα µάτια της νύχτας, που ανοιγοκλείνουν µηχανικά για να µε διώξουν, ταξιδεύω ξορκίζοντας τις σκληρές ώρες, χαϊδεύοντας τα κουρασµένα σου µέλη, µε την επίγνωση ενός θανάτου αναπότρεπτου και µιας φυγής ανερµήνευτης... Ταξιδεύω, κρατώντας τη σιωπή των µατιών σου, το ίδιο τρυφερά, όπως κάποια παιδιά κρατούν περιστέρια σε αφίσες ειρήνης, το ίδιο τρυφερά, όπως τυλίγουν το σώµα σου σεντόνια αγαπηµένα. Ταξιδεύω, ξορκίζοντας το κακό, όπως οι µάνες όλου του κόσµου ξορκίζουν τις σφαίρες µε τα ονόµατα των παιδιών τους. Ε2. Ανήκουµε στην αναζήτηση της µήτρας µας, στον άχρονο νόστο, στους λευκούς τιτανόλιθους της Επίδαυρου, στους ασάλευτους πωρόλιθους που µνηµονεύουν αχαιούς βασιλείς και στους απέραντους ελαιώνες που ερωτεύεται ξανά και ξανά η Κορωνίδα, συντρίβοντας τους µύθους του Απόλλωνα, 23
χαρίζοντας και τον έσχατο των ασπασµών της στα φλεγόµενα δάχτυλα των θνητών... Τίποτα το φανταχτερό στα επικά σου µάτια, τίποτα το καθηµερινό στις εικόνες σου. Και τα χρώµατά σου ανεξίτηλα προορισµένα να µιλήσουν στους αιώνες. Ε3. Στη Μονεµβασιά, ψηλά, ιστορώ εικόνες αχειροποίητες, µε σκαριά ποντοπόρα κι εσένα γοργόνα. Με το βλέµµα στραµµένο στο πέλαγος, καρτερώ το γυρισµό των ονείρων... Αφουγκράζοµαι επιστροφές µατιών αφουγκράζοµαι τη ροή του αίµατός σου στις φλέβες µου... Καρτερώ το γυρισµό των ονείρων µε τα µάτια γεµάτα θάλασσες ανταριασµένες και τα τσίνουρά µου γεµάτα αλµύρα... Καρτερώ το γυρισµό των ονείρων κι αυτά, όπως πάντα, κερί ανάβουν στην αγάπη και µένουν παράµερα στη σιωπή το πορτρέτο σου να ικετεύουν και να δακρύζουν... Ε4. 24
ιαχέεσαι µε το φως της αστραπής φωτίζοντας τις νύχτες, αφού πρώτα καλείς τις µνήµες να γυρίσουν στο σήµερα, αφού πρώτα σηµαδεύεις τα χέρια ενώνοντας τις παλάµες σου πάνω από τη φλόγα των κεριών. ιαχέεσαι σε νύχτες χωρίς όρια. Απροσπέλαστη από µάτια ανθρώπινα, απ την ευτέλεια του σήµερα. Ακριβοθώρητη συντέλεια του λόγου µου, εσχατολογική αγωνία των απελπισµένων ρεµβασµών µου. Τα ιερογλυφικά της ανάσας σου πώς να ερµηνεύσω; Και πώς ν αναζητήσω τις αρχαίες ηµέρες στα λεηλατηµένα µυστήρια των χθόνιων θεών µου; Ε5. Εγώ δεν είµαι έρηµος θάλασσα αταξίδευτη. Πάντα ονειρευόµουν ένα πανί πάντα αλµύρα έσταζαν τα µάτια µου. Σε µαδάρες αντίκρυ στεκόµουν χαράζοντας λέξεις µ ανέµους ακυβέρνητους µόνο και µόνο για ν αντέξω στο αύριο της αγωνίας µου. εν είµαι έρηµος... εν είµαι έρηµος... 25
Ε6. Φτερούγα είµαι... Αποκαλύπτοµαι Αποκαλύπτοµαι Αποκαλύπτοµαι Αποκαλύπτοµαι Αποκαλύπτοµαι Αποκαλύπτοµαι Αποκαλύπτοµαι Φτερούγα είµαι Πες τα τριαντάφυλλα να µη τροµάξουν Ζωγραφίζοντας στο τοπίο Εσένα ακρύζοντας πρώτη φορά Κραυγή και αίµα στο αύριο της ζωής Εσένα πίστεψα ως επανάσταση Να µ αγαπάς την ώρα που θα σβήνω Εσένα πίστεψα ως Επανάσταση Σύνθλιψέ µε ανάµεσα στα δάχτυλα, στα δόντια. Στόλισέ µε βασιλικό και µέντα. Θάψε µε σε γυµνό οροπέδιο. Εσένα πίστεψα σαν Επανάσταση Ανάστησέ µε στα µάτια σου, στον ουρανίσκο σου. Οι κραυγές µου συνώνυµες της απελπισίας συντρίβονται εκεί όπου ο έρωτας αγκαλιάζει το θάνατο, χορεύοντας ζεϊµπέκικο και πίνοντας κρασί από την ήβη σου. Ό,τι αγάπησα περιτρέχει τα όρια των εικόνων και ανασαίνει τα χρώµατα της αυγής. Όσο για το κόκκινο -στο γκρίζο των µαλλιών µουείναι αυτό που ξεστράτισε απ τις φλέβες µου... 26
Ε7. Ναυαγώ Θαλασσοδέρνοµαι στα µάτια σου. Ναυαγώ στης σιωπής σου το πέλαγος, απλώνοντας στερνή φορά τα χέρια. Ναυαγώ µε την επίγνωση της ερηµιάς των τοπίων. Εγώ, ο λοξίας, την καρδιά µου δεν πούλησα και στα χέρια µου πάντα κρατούσα λουλούδια... Ναυαγώ ολοµόναχος, λυτρωµένος ιόνυσος, µ ένα λουλούδι στα µαλλιά κι ένα τραγούδι για τα µάτια σου. Ναυαγώ στα πέτρινα µάτια σου στο σκούρο µπλε της χειµωνιάτικης θάλασσας, τη νύχτα προσµένοντας νά ρθει. Ναυαγώ στ απροσπέλαστα χείλη σου στη λαλιά των χεριών σου, προσδοκώντας τη συντριβή των προσωπείων... Ε11. Μικρό πουλί δεν έκλεισε ακόµα η αυλαία... Ο κλόουν είναι ακόµα στη σκηνή... 27
Χειροκροτήστε τον κλόουν... Σε λίγο, χωρίς µάσκα,θα κλαίει µόνος... Χειροκροτήστε τον κλόουν και τη βραδιά που σας χάρισε... Χειροκροτήστε τον, που τραγουδάει: «Η λάµπα λάµπα και η µουσική ήχοι. Στην πολυθρόνα η απουσία κι εσύ σε κορνίζα». Ανάµεσα σε µένα και στον τοίχο δώδεκα µέτρα σιωπής, το βάζο µε την αλυσίδα και δυό τσαλακωµένα όνειρα. Ανάµεσα σε σένα και σε µένα ένα χθες ένα σήµερα ένας θάνατος να µας διαπερνά σαν αέρας. Ανάµεσα σ Εσένα και σ εµένα το απόλυτο Είναι -παρουσία απουσίας θανάσιµη. Ε12. το πορτρέτο µου να γελάει κλαίγοντας Κ α ι πορτρέτο κλόουν να κλαίει γελώντας. Ανάµεσα σε µένα και στον τοίχο το θέατρο του κόσµου, τα τριαντάφυλλα που σφάχτηκαν 28
και οι αλυσίδες, τ αποµεινάρια του κρασιού, που µοιάζει µ αίµα και οι λέξεις, που ζωντανεύουν όνειρα και που πεθαίνουν προδοµένες. Ανάµεσα σ Εσένα, στους άλλους, και σε µένα η λάµπα, η κορνίζα, η πολυθρόνα και το χαµόγελο του κλόουν... Ανάµεσα στους άλλους και σ εµένα οι σελίδες οι άγραφες, οι ανείπωτες λέξεις και µια σιωπή αράγιστη... Ε15. Αγαπώ κάτι θάλασσες ξεχασµένες απ τη γεωγραφία, κάτι λέξεις µονοσύλλαβες... το «ΠΩΣ;» το «ΠΟΥ;» το «ΠΥΡ!» (αυτό γιατί το άκουγα κάθε που µ έστηναν απέναντι στις κάνες τους). Αγαπώ κάτι πέτρες που φυτρώνουν στον οισοφάγο. Μ αυτές είχα χτίσει τη σιωπή ως ανάµνηση των λιθοβολισµών τους. ( Είχα πει κάποτε τη νύχτα νύχτα 29
και το πρωί τους υπουργούς τους δεσπότες κι όλους µαζί και πρωί, νεκροθάφτες θνητούς πεινασµένα κοράκια µε λιθοβόλησαν). Αγαπώ κάτι µαχαίρια δίκοπα που χέρια λουλουδιών τα κράτησαν και στο στήθος µ αυτά µε σηµάδεψαν, γράφοντας: Βασιλική Ελένη και Παρασκευή, Βάια και Σταυρούλα Ηλέκτρα, Μαντώ, Κατερίνα και άλλα τόσα ονόµατα (µε ηµεροµηνίες στο πλάι) ξεχνώντας να γράψουν το: «ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ»... Αγαπώ κάτι χρώµατα που αρνούνται το χρόνο, κάτι δάχτυλα που κρατούν τα πορτρέτα ολοζώντανα προσκυνώντας τα Πάθη µου, τη Σιωπή µου και τον `Έρωτα, τις σχισµένες σηµαίες, τους ον Κιχώτες µου και τους `Έσχατους... Ε16. `Έτσι κι αλλιώς δε θα είµαι εγώ ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας και η φωνή µου δε θα είναι ο έσχατος ήχος. `Έτσι κι αλλιώς υπήρξα και θα υπάρξω σηµείο στις ατέλειωτες ευθείες σηµείο στους οµόκεντρους κύκλους σηµείο και λέξη του ανολοκλήρωτου Λόγου ανάσα της αγωνίας των αιώνων κι ένα µικρό καράβι 30
γεµάτο έρωτα. `Έτσι κι αλλιώς υπήρξα για να υπάρξω σ ένα αύριο σαν δάκρυ σε µάτια άχρονα σαν αίµα σε άγραφες σελίδες σαν τραγούδι που έµεινε µισό. Υπήρξα σ ένα µύθο χωρίς τέλος, µ αρχή απροσδιόριστη και σώµα ρευστό - διάπυρο. Υπήρξα κρίκος της αλυσίδας σ ένα γίγνεσθαι αµετάβλητο, σ ένα γίγνεσθαι άχρωµο, άηχο ανώνυµο... `Έτσι κι αλλιώς υπήρξα αγωνία σκόνη ερωτηµατικό στα βλέφαρα του ορίζοντα, στον αµφιβληστροειδή του κόσµου στη νηνεµία της θάλασσας. Ε17. Υπήρξα ένα µικρό καράβι γεµάτο έρωτα και µνήµες φύλλο κιτρινισµένο στη στροφή του κόσµου, έτοιµο να προσπεραστεί περιµένοντας το χειµώνα κραυγάζοντας -πως πέθανε ο Θεός ρωτώντας -αν τέλειωσε ο άνθρωπος -αν διυλίστηκε η αγάπη. Μοίρα µου να είµαι µικρό καράβι γεµάτο έρωτα, µε σπασµένα άλµπουρα, 31
µε πανιά παιγνίδι στον άνεµο. Μοίρα µου να είµαι µικρό καράβι, ακυβέρνητο, που ψάχνει µες την καταχνιά τις οριζοντογραµµές της χαράς και της αγάπης το χαµένο στίγµα....ένα µικρό καράβι σηµαδεµένο από το θάνατο µε κρεµασµένες στα κατάρτια του τις θύµισες της νιότης και τις σηµαίες της αγρύπνιας. Ε18. Μοίρα µου η αγρύπνια στις ώρες που εφησυχάζουν οι άδικοι, στις ώρες που ροχαλίζουν τα βέβηλα στόµατα και το αίµα παγώνει στα οροπέδια του θάνατου. Μοίρα µου η αγρύπνια, η ανίχνευση της σιωπής, η αφή του απέραντου χρόνου. Με τις ουλές στο πρόσωπο του όνειρου ολοένα να µεγαλώνουν, ολοένα να βαθαίνουν, να καρτερούν... Και για απάντηση καµιά προφητεία, καµιά ονειροπόληση παρά µόνο εκκλήσεις στον αόριστο χρόνο στη διαδοχή των εικόνων, στα ηλιοβασιλέµατα που σε ψάχνουν... 32
Τί θα µας µείνει αγαπηµένη µετά το γκρέµισµα των µύθων; Τί θα µας µείνει µετά τις τόσες διασπάσεις; Μοίρα µας Μοίρα µας η γνώση η µοναξιά το ταξίδι... Ε21. Στις θάλασσες ξόδεψα τις µέρες µου. Στα βουνά τις ατέλειωτες νύχτες µου... Γραφτό µου να σαλπάρω στις θάλασσες µε µάτια όλο αντάρα... Ανοιγόµουν στο πέλαγος, στο απέραντο άγνωστο αύριο, µε πανιά τις ελπίδες µου... Κάθε γεωγραφία και σηµατολόγιο. Προσµένει τους οδοιπόρους ξεναγώντας το αύριο στο παρόν, το παρόν που ανήκει στο χθες... Στις θάλασσες ξόδεψα τις µέρες µου, στα βουνά τις ατέλειωτες νύχτες µου, γεωγραφία µαθαίνοντας και το κορµί σου... Ανήκουµε στο χθες... Από το αύριο µας ανήκει 33
µόνο ο θάνατος. Απ το παρόν µας ανήκουν οι ανάσες µας, η απόλυτα παρούσα στιγµή... 34