Η ΑΜΕΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19Σ

Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 Σ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

I. ΑΡΘΡΟ 19 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ [Απόρρητο Ανταπόκρισης]

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ «Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 Σ»

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Κεφάλαιο 1: ΕΙΣΑΓΩΓΉ..σελ. 1

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 13: H προστασία των προσωπικών δεδομένων και ιδίως στο διαδίκτυο. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ : ΝΟΜΙΚΗΣ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ» ΙSSUE: The right to free communication

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΡΕΤΤΟΥ (Α.Μ )

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

«Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα.

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

[Έκταση εργασίας: λέξεις]

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν εξουσίες που το εκάστοτε. ισχύον δίκαιο απονέμει στα άτομα προκειμένου να τους εξασφαλίσει

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Η ΑΜΕΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19Σ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (Δ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Α.ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Θ.ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: ΖΩΗ ΒΕΛΑΕΤΗ(Α.Μ.1340201200047) ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2013-2014 1

ΘΕΜΑ Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την ανάλυση του άρθρου 19 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της επικοινωνίας. Ειδικότερα, η εργασία αυτή εξετάζει μια επιμέρους έκφανση της επικοινωνίας, την άμεση ή προσωπική επικοινωνία. Παράλληλα αναλύει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας, που αποτελεί ειδικότερη πτυχή της ελευθερίας της επικοινωνίας. Εν ολίγοις η επισκόπηση του θέματος περιλαμβάνει την εννοιολογική προσέγγιση της επικοινωνίας, την ιστορική αναδρομή της συνταγματικής κατοχύρωσης του σχετικού δικαιώματος και την ανάλυση του άρθρου 19 και των επιμέρους θεμάτων που προκύπτουν από αυτό. Τέλος παρατίθεται κατάλογος με αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων καθώς και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Α.Α.) σχετικές με το δικαίωμα της επικοινωνίας. 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή... 4 2. Έννοια και διακρίσεις της επικοινωνίας... 5 3. Η ανθρώπινη αξία στο άρθρο 19Σ... 6 4. Ιστορική αναδρομή... 7 4.1. Η κατοχύρωση του δικαιώματος της επικοινωνίας στα διεθνή κείμενα... 7 4.2. Η κατοχύρωση του δικαιώματος επικοινωνίας στα ελληνικά Συντάγματα... 8 5. Περιεχόμενο του δικαιώματος... 9 6. Το απαραβίαστο του απορρήτου και το απολύτως απαραβίαστο του άρθρου 19... 12 7. Πεδίο ισχύος του δικαιώματος... 13 7.1. Φορείς... 13 7.2. Αποδέκτες... 14 8. Περιπτώσεις άρσης του απορρήτου... 15 9. Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Άρθρο 19 2)... 16 10. Η απαγόρευση της χρήσης των παρανόμων κτηθέντων αποδεικτικών μέσων (Άρθρο 19 3)... 18 11. Η ποινική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας... 21 12. Η άμεση επικοινωνία σε επιμέρους κοινωνικά σύνολα... 23 12.1. Στον οικογενειακό χώρο... 23 12.2. Στον εργασιακό χώρο... 24 12.3. Στις φυλακές... 25 12.4. Στο στρατό... 25 13. Συμπέρασμα... 25 14. Περίληψη στα ελληνικά... 26 16. Βιβλιογραφία... 28 17. Νομολογία... 30 17.1. Νομολογία ελληνικών δικαστηρίων... 30 17.2. Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου... 31 3

1. Εισαγωγή Άρθρο 19 του Συντάγµατος «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόµος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσµεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. 2. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α». Το άρθρο 19 του Συντάγματος προστατεύει την επικοινωνία και εντάσσεται στο γενικότερο συνταγματικό πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το εν λόγω άρθρο καθιερώνει την προστασία της επικοινωνίας σε οικειότητα σε αντίθεση µε το άρθρο 14 Σ που προστατεύει την επικοινωνία σε δηµοσιότητα. Αυτή ακριβώς η οικειότητα προσδίδει στο σχετικό δικαίωμα ένα κατά βάση «προσωπικό» χαρακτήρα και δικαιολογεί έτσι την αντιµετώπισή του ως δικαιώµατος προσωπικής ελευθερίας lato sensu. 1 Κατά προέκταση στο άρθρο 19 1 Σ αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται το δικαίωμα του ατόμου να διατηρεί απόρρητο το περιεχόμενο των μηνυμάτων του, όχι μόνο για προστασία της επικοινωνίας αλλά και του ιδίου του ατόμου όσον αφορά την ιδιωτική-προσωπική του ζωή. Βασικό στοιχείο, λοιπόν, της προσωπικής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας είναι η μυστικότητα του περιεχομένου της. 1 Βλ. Χρυσόγονο Κ., «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ. 238 4

2. Έννοια και διακρίσεις της επικοινωνίας Επικοινωνία είναι η δραστηριότητα εκείνη, με την οποία ο άνθρωπος έρχεται με οποιοδήποτε τρόπο σε επαφή και συνεννόηση με άλλους ανθρώπους (corpus) και για οποιοδήποτε θέμα εκτός από ζητήματα, που υπονομεύουν την εθνική ασφάλεια ή αναφέρονται σε ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα (animus). Φύσει ζώον πολιτικόν ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την έμφυτη ανάγκη του για εξωτερίκευση των σκέψεων, των αντιλήψεων και των συναισθημάτων του. Η σπουδαιότητά της επικοινωνίας, που προκύπτει ακριβώς από την ιδιότητα του ανθρώπου ως κοινωνικού ανθρώπου (homo sociologicus), αναγνωρίζεται και προστατεύεται ιδιαίτερα από το Σύνταγμα. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν αποτελεί επικοινωνία με την ενδιαφέρουσα εδώ έννοια η επαφή του ανθρώπου με ζώα ή πράγματα, ή «η επικοινωνία με το θείο» κλπ. Η νομική έννοια της επικοινωνίας επιβάλλει, ώστε αποδέκτης της επικοινωνίας να είναι μόνο ο άνθρωπος. Πρόκειται για επικοινωνία αποκλειστικά μεταξύ ανθρώπων. Η επικοινωνία διακρίνεται σε άμεση ή προσωπική και σε έμμεση ή ανταπόκριση. Άμεση είναι η επικοινωνία μεταξύ corpore παρόντων. Στην άμεση επικοινωνία υπάρχει, δηλαδή, άμεση προσωπική επαφή των επικοινωνούντων και δεν μεσολαβεί καταρχήν κανένα μεταξύ τους μέσο. Στην έμμεση επικοινωνία, τα επικοινωνούντα μέρη δεν βρίσκονται «αντιμέτωπα», σωματικά παρόντα, αλλά σε απόσταση, ώστε η «δια ζώσης» επικοινωνία να μην είναι δυνατή. Χρησιμοποιούνται έτσι διάφορα επικοινωνιακά μέσα, όπως η αλληλογραφία, το τηλέφωνο, το τηλεγράφημα, το fax κλπ., ώστε να καταστεί η μεταξύ τους επικοινωνία εφικτή. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει οδηγήσει στη δημιουργία περισσότερων μορφών έμμεσης επικοινωνίας. Η επικοινωνία του ανθρώπου με άλλους ανθρώπους διακρίνεται επίσης σε κρυφή (ή κλειστή) και σε φανερή (ή ανοικτή) επικοινωνία. Κριτήριο της διάκρισης είναι η γνώση ή μη του περιεχομένου της επικοινωνίας από τρίτους. Οι επικοινωνούντες μπορεί να έχουν λόγους και να επιθυμούν, ώστε το περιεχόμενο της επικοινωνίας τους να μη καθίσταται γνωστό «σε τρίτους», δηλαδή σε άλλους εκτός από εκείνους με τους οποίους επικοινωνούν. Στη περίπτωση, και εφόσον δεν 5

πρόκειται για επικοινωνία μεταξύ corpore παρόντων, οι επικοινωνούντες επιλέγουν μέσα, τα οποία μπορούν να εξασφαλίσουν τη μυστικότητα της επικοινωνίας 2. Το προστατευτικό περιεχόμενο του άρθρου 19 αναφέρεται στην έμμεση επικοινωνία ή ανταπόκριση, αλλά από το αντικειμενικό νόημα και τη λεκτική διατύπωση («με οποιονδήποτε άλλο τρόπο») προκύπτει ότι στο άρθρο 19 Σ θεμελιώνεται ένα ευρύτερο δικαίωμα επικοινωνίας, που περιλαμβάνει και μορφές άμεσης επικοινωνίας 3 3. Η ανθρώπινη αξία στο άρθρο 19Σ Η ανώτατη δικαιοπολιτική αρχή της έννομης τάξης, η ανθρωπιστική αρχή, ορίζει ότι η ανθρώπινη αξία είναι απαραβίαστη. Ο συντακτικός νομοθέτης υποχρεώνει την κρατική εξουσία όχι μόνο να σέβεται, αλλά και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία. Η υποχρέωση αυτή του Κράτους για σεβασμό και προστασία της ανθρώπινης αξίας θεμελιώνεται στο άρθρο 2 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Ταυτόχρονα το άρθρο 25 1, το οποίο ορίζει ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», καθιστά την κρατική εξουσία ως εγγυήτρια δύναμη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ανθρώπινη αξία εξειδικεύεται με τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα και επομένως, εφόσον η ανθρώπινη αξία είναι απαραβίαστη, απαραβίαστα είναι και τα συνταγματικά δικαιώματα που την εξειδικεύουν. Αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης αξίας είναι και το δικαίωμα της επικοινωνίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Σκοπός του άρθρου είναι η προστασίας κάθε μορφής παρακολούθησης, ελέγχου, λογοκρισίας ή παρεμπόδισης της επικοινωνίας. 2 Βλ. Δημητρόπουλο Α., «Συνταγματικά Δικαιώματα, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος III», Αθήνα 2004, σ. 228. 3 Βλ. Μάνεσης Α., Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικές Ελευθερίες, 1981 σελ.232 επ. 6

4. Ιστορική αναδρομή 4.1. Η κατοχύρωση του δικαιώματος της επικοινωνίας στα διεθνή κείμενα Η πρώτη προσπάθεια προστασίας του δικαιώματος της επικοινωνίας σε οποιαδήποτε έκφανση της συμπίπτει χρονικά με τη Γαλλική Επανάσταση. Η Γαλλική Συντακτική Συνέλευση με ψήφισμα της στις 10 Αυγούστου του 1789 διακήρυξε το απαραβίαστο των επιστολών, που αποτελούσε το μοναδικό μέσο έμμεσης επικοινωνίας εκείνη την εποχή. Η σχετική διακήρυξη όριζε ότι το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο και ότι δεν επιτρέπεται η προβολή του από το κράτος ή από ιδιώτες. Επίσης, με ψήφισμα της στις 5 Δεκεμβρίου κατήργησε τις πιστώσεις για το «μαύρο γραφείο» (cabinet noir) που ενεργούσε το έλεγχο της αλληλογραφίας. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη όμως δεν συμπεριέλαβε, μεταξύ των αρχών που διακήρυξε, την αρχή του απαραβίαστου των επιστολών, στάση που κράτησαν και τα μεταγενέστερα γαλλικά Συντάγματα του 1791, 1793 και 1795. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η προστασία του απορρήτου θεμελιώθηκε στην γενική διάταξη της τέταρτης τροπολογίας του Συντάγματος που ψηφίστηκε το 1791. Στην ηπειρωτική Ευρώπη το βελγικό Σύνταγμα του 1831 περιλάμβανε διάταξη που θεμελιώνει την αρχή του απαραβίαστου των επιστολών (άρθρο 22), αρχή που αναγνωρίσθηκε μετέπειτα και από άλλα Συντάγματα διαφόρων Κρατών, που με τον καιρό την επεξέτειναν και στα άλλα μέσα ανταπόκρισης. Σήμερα η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας περιλαμβάνεται σε όλα σχεδόν τα διεθνή κείμενα περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίων. Το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α. Σύμβαση της Ρώμης 1950) εγγυάται το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της ανταποκρίσεως. Συγκεκριμένα ορίζει ότι: «παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής 7

και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του» (άρθρο 8 1). Επιπλέον στο άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ο.Η.Ε) ορίζεται ότι: «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια ή την αλληλογραφία του, ούτε προσβολές της τιμής και της υπόληψης του. Καθένας έχει το δικαίωμα να τον προστατεύουν οι νόμοι από επεμβάσεις και προσβολές αυτού του είδους». Επίσης στο άρθρο 17 1 του Διεθνούς Συμφώνου περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων της 19-12-1966 (ήδη ν.2462/1997) κατοχυρώνεται ότι: «Κανείς δεν υπόκειται σε αυθαιρεσίες ή παράνομες παρενοχλήσεις της ιδιωτικής του ζωής, της οικογένειας, της κατοικίας ή της αλληλογραφίας του, ούτε σε παράνομες προσβολές της τιμής ή της υπόληψής του». 4.2. Η κατοχύρωση του δικαιώματος επικοινωνίας στα ελληνικά Συντάγματα Από τα Συντάγματα της περιόδου των υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνων, μόνο το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος του 1827 (άρθρο 13) και το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832 (άρθρο 38) περιείχαν γενικές διατάξεις που απαγόρευαν την έκδοση διαταγής για την εξέταση οποιωνδήποτε «πραγμάτων», στις οποίες θα μπορούσε να θεμελιωθεί η προστασία του απόρρητου των επιστολών. Το Σύνταγμα του 1844 διακήρυξε για πρώτη φορά ρητά ότι «το απόρρητον των επιστολών είναι απαραβίαστον» (άρθρο 10) κατά πιστή μετάφραση του άρθρου 22 του Βελγικού Συντάγματος του 1831. Αντιδρώντας στις παραβιάσεις του άρθρου αυτού κατά την οθωνική περίοδο, το άρθρο 20 του Συντάγματος του 1864 χαρακτήρισε το απόρρητο των επιστολών ως «απολύτως» απαραβίαστο, χωρίς βέβαια να προσθέσει με αυτό τον τρόπο τίποτε το ουσιαστικό στη διάταξη. Η αναθεώρηση του 1911 δεν έθιξε το άρθρο 20. Το Σύνταγμα του 1927 στο άρθρο 18 περιέλαβε στα προστατευόμενα μέσα τα τηλεγραφήματα και τα τηλεφωνήματα ενώ το Σύνταγμα του 1952 υιοθέτησε ευρύτερη διατύπωση που περιελάμβανε κάθε 8

μέσο ανταπόκρισης (άρθρο 20: «το απόρρητον των επιστολών και της καθ οιονδήποτε άλλον τρόπον ανταποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστον»). Η κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας περιελήφθη και στο Σύνταγμα του 1968 (άρθρο 15) με κάποιες προσθήκες («το απόρρητον των επιστολών και της καθ οιονδήποτε άλλον τρόπον ανταποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστον. Νόμος ορίζει τας εγγυήσεις υπό τας οποίας η δικαστική αρχή δια λόγου εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξεως ή προς διακρίβωσιν απεχθών εγκλημάτων δεν δεσμεύεται εκ του απορρήτου»). Η ίδια ακριβώς ρύθμιση περιελήφθη και στο Σύνταγμα του 1973 (άρθρο 15), ενώ η διάταξη του άρθρου 19 του Συντάγματος του 1975 διαφέρει από την προϊσχύουσα κατά το ότι προσθέτει δίπλα στον όρο «απαραβίαστο» τη λέξη «απόλυτα» και δίπλα στην λέξη «ανταποκρίσεως» τη λέξη «επικοινωνίας», χαρακτηρίζει την ανταπόκριση ή επικοινωνία ως «ελεύθερη» και προσθέτει ως δεύτερο εδάφιο μια επιφύλαξη νόμου. Ο απλός νομοθέτης διακηρύσσει επίσης το απόρρητο των επικοινωνιών και τιμωρεί την παράβασή του. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκαν δύο ακόμα παράγραφοι στο άρθρο 19 του Συντάγματος, η παράγραφος 2 και 3. Η παράγραφος 2 ορίζει ότι: «νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1», ενώ η παράγραφος 3 αναφέρει ότι: «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Για πρώτη φορά υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση της απαγόρευσης χρήσης παράνομα κτηθέντων αποδεικτικών μέσων. 5. Περιεχόμενο του δικαιώματος Το εκ του άρθρου 19 του Συντάγματος δικαίωμα έχει δύο συνιστώσες 4 : 4.Bλ. Χρυσόγονου Κ. «Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα», εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006, σελ. 256 9

Πρώτον, την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας μέσω επιστολών ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, είτε άπτεται προσωπικών είτε επαγγελματικών ζητημάτων. Δεύτερον, το απόρρητο όλων αυτών των μορφών επικοινωνίας, εφόσον όσοι επικοινωνούν θέλησαν να διατηρήσουν τη μυστικότητα και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα π.χ. τοποθέτηση επιστολής σε κλειστό φάκελο. Αντιθέτως εάν κανένας από τους επικοινωνούντες δεν θέλει τη μυστικότητα, τότε δεν τίθεται θέμα απορρήτου των ανταποκρίσεων αλλά ελευθερίας της έκφρασης. Αν τη θέλει ο ένας εκ των δύο, τότε ως προστατευτέο αγαθό θα θεωρηθεί στοιχείο της ιδιωτικής ζωής του επιθυμούντος τη μυστικότητα. Τα επικοινωνούντα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο επικοινωνίας τους. Η προστασία του απορρήτου δεν αρχίζει μόνο με την ταχυδρόμηση π.χ. της επιστολής, όπως γινόταν παλαιότερα δεκτό, αλλά καλύπτει και την μεταφορά της στο ταχυδρομείο ή το γραμματοκιβώτιο, αφού αυτή είναι μέρος της επικοινωνίας. 5 Με τη λέξη «απόρρητο» γίνεται αντιληπτή η από το δίκαιο προστατευόμενη αυτή μυστικότητα, η οποία ήδη εκ των πραγμάτων υπάρχει, με την έννοια ότι απαγορεύεται η αποκάλυψη του περιεχομένου της. Ενώ λοιπόν η μυστικότητα είναι πραγματική ιδιότητα της επικοινωνίας, με την οποία τα μέρη της προσδίδουν, το απόρρητο είναι νομική ιδιότητα που της προσδίδεται από το ίδιο το δίκαιο. 6 Η απόρρητη επικοινωνία αποτελεί μερικότερη μορφή επικοινωνίας με ιδιαίτερη σημασία καθώς επίσης και μορφή συμπεριφοράς, με την οποία έρχονται σε επαφή δύο τουλάχιστον άτομα. Προϋποθέτει επομένως δύο μέρη, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με μηνύματα, αποστέλλουν ή ανταλλάσσουν, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, πληροφορίες, σκέψεις, απόψεις κλπ. Τα στοιχεία της απόρρητης επικοινωνίας είναι: α) η μυστικότητα, β) το περιεχόμενο της (μήνυμα) και γ) η νομική προστασία της. Ειδικότερα: α) Η μυστικότητα αποτελεί το πρώτο, το πραγματικό στοιχείο της απόρρητης επικοινωνίας. Πρόκειται για στοιχείο εξωτερικό, που αφορά τον τύπο, την εξωτερική μορφή της επικοινωνίας. Η επικοινωνία είναι καταρχήν απόρρητη, όταν ο τρόπος με 5 Βλ. «Ατομικά Δικαιώματα», Π. Δ. Δαγτόγλου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 6 Βλ. Δημητρόπουλος Ανδρ., Συνταγματικά Δικαιώματα, Ειδικό Μέρος, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, τόμος III, Αθήνα 2008, σελ. 85 επ 10

τον οποίο γίνεται εξασφαλίζει τη μυστικότητα, δηλαδή περιορίζει τη γνώση του περιεχομένου της μεταξύ των επικοινωνούντων μερών. Απόρρητο και μυστικό δεν ταυτίζονται. Η μυστικότητα δεν αναφέρεται στο γεγονός της επικοινωνίας, αλλά στο περιεχόμενό της συνομιλίας. Η εξασφάλιση της μυστικότητας εξαρτάται από την επιλογή του μέσου. Το μέσο επικοινωνίας θα πρέπει κατά την συνήθη χρήση του να εξασφαλίζει το απόρρητο, θα πρέπει δηλαδή να μην επιτρέπει στους άλλους την γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Το Σύνταγμα προστατεύει την επικοινωνία με οποιοδήποτε τρόπο και αν γίνεται, ανεξάρτητα δηλαδή από το μ έ σ ο που χρησιμοποιείται. Το απόρρητο της επικοινωνίας αφορά είτε γραπτά είτε προφορικά μηνύματα, επιστολές, τηλεφωνήματα, τηλεγραφήματα, τέλεξ, φαξ κλπ. 7 Το απόρρητο προστατεύεται για κάθε μέσο επικοινωνίας, υπαρκτό ή μελλοντικό, εφόσον το μέσο αυτό είναι από τη φύση του κατάλληλο για τη διεξαγωγή επικοινωνίας μέσα σε οικειότητα, έστω και υπό την προϋπόθεση ότι οι επικοινωνούντες έλαβαν ειδικά μέτρα για τον σκοπό αυτό. Υπάρχει συνεπώς απόρρητο π.χ. στην επικοινωνία μέσω fax, όχι όμως καταρχήν και στην επικοινωνία μέσω του Internet, αφού η τελευταία είναι εξ ορισμού επικοινωνία σε δημοσιότητα, εκτός αν χρησιμοποιηθεί ειδική διαδικασία διαφύλαξης του απορρήτου. β) Υποστηρίζεται ότι με το απόρρητο της επικοινωνίας δεν προστατεύεται αυτό το ίδιο το μ ή ν υ μ α (το οποίο προστατεύεται με το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος) αλλά ο απόρρητος χαρακτήρας του μηνύματος. Δεν παύει πάντως η προστασία του τρόπου επικοινωνίας να καταλήγει και σε προστασία του μηνύματος. Το περιεχόμενο του μηνύματος είναι καταρχήν αδιάφορο. Η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας αφορά οποιοδήποτε θέμα, προσωπικού ή επαγγελματικού χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το αν το θέμα αφορά τους ίδιους τους επικοινωνούντες ή άλλους κλπ. Η μυστικότητα μπορεί ενίοτε να προστατεύει και μηνύματα με αποδοκιμαζόμενο από το δίκαιο περιεχόμενο καλύπτοντας έτσι παράνομες καταστάσεις (π.χ. κατασκοπεία). Κατ αρχήν το άρθρο 19Σ προστατεύει τη μεταβίβαση οποιουδήποτε μηνύματος, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα του, εκτός αν πρόκειται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όπως ορίζεται ρητά στο β εδάφιο. Με τη συνταγματική αυτή ρύθμιση, εθνική ασφάλεια και 7 Βλ. Δημητρόπουλο Α., «Συνταγματικά Δικαιώματα, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος III», Αθήνα 2004, σ. 233 234. 11

ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα αποτελούν εννοιολογικές οριοθετήσεις του απορρήτου της επικοινωνίας. Το μη προστατευόμενο αυτό μήνυμα δεν συνιστά απόρρητο με τη νομική κυριολεξία του όρου. γ) Ενώ η μυστικότητα είναι πραγματική ιδιότητα της επικοινωνίας, την οποία της προσδίδουν τα επικοινωνούντα μέρη, το απόρρητο είναι νομική ιδιότητα την οποία προσδίδει το δίκαιο. Απόρρητη είναι η αναγνωριζόμενη και προστατευόμενη από το δίκαιο μυστικότητα. Το απόρρητο ως νομική ιδιότητα δεν αίρεται. Το Σύνταγμα προστατεύει το απόρρητο της επικοινωνίας, ότι δηλαδή δεν θα λάβει κανείς γνώση του περιεχομένου της επικοινωνίας. Τα δύο μ έ ρ η, τους δύο πόλους της επικοινωνίας, αποτελούν ο αποστολέας και ο παραλήπτης. Η έννοια της συνταγματικά προστατευόμενης επικοινωνίας προσδιορίζεται από τις ενέργειες των προσώπων, που μετέχουν στην επικοινωνιακή διαδικασία. Η επικοινωνία αρχίζει από τη στιγμή, που το μήνυμα έχει διατυπωθεί από τον αποστολέα και τελειώνει τη στιγμή που έλαβε γνώση ο παραλήπτης 8. 6. Το απαραβίαστο του απορρήτου και το απολύτως απαραβίαστο του άρθρου 19 Σχετικά με τη νομική συνέπεια της προσθήκης και της διατήρησης του επιρρήματος «απολύτως» στη συνταγματική κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στη θεωρία δεν υπάρχει ομοφωνία. Σύμφωνα με ένα μέρος της θεωρίας ο όρος «απολύτως απαραβίαστον» δεν προσθέτει τίποτε άλλο επιπλέον στο «απαραβίαστον» του Συντάγματος του 1844. 9 Κατά άλλη γνώμη η ρητή αναφορά στο «απόλυτα» απαραβίαστο του απορρήτου της επικοινωνίας έγκειται στη δέσμευση και των ιδιωτών και όχι μόνο των φορέων δημόσιας εξουσίας από το απόρρητο, δηλαδή στην καθιέρωση της άμεσης τριτενέργειας. 10 Κατά μια τρίτη γνώμη, το «απολύτως» αντιτάσσεται στους φορείς 8 Βλ. Δημητρόπουλο Α., «Συνταγματικά Δικαιώματα, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος III», Αθήνα 2004, σ. 238. 9 Βλ. Π. Δαγτόγλου, «Ατομικά Δικαιώματα Α», Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 351 10 Βλ. Δημητρόπουλος Ανδρ., όπ.π., σελ. 95 12

άλλων ατομικών δικαιωμάτων, με τα οποία το απόρρητο της επικοινωνίας συγκρούεται, έτσι ώστε «σε περίπτωση συγκρούσεως με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, το απόρρητο να απολαμβάνει αυξημένης προστασίας στις σταθμίσεις, στις οποίες θα προβεί ο εφαρμοστής του δικαίου. 11 Υπό την τελευταία αυτή ερμηνευτική εκδοχή, η αναγνώριση της δυνατότητας εξαιρέσεων στη συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας περιορίζεται αισθητά. 12 Ορθότερη φαίνεται η αντιμετώπιση της πλειοψηφίας της σύγχρονης θεωρίας, που δέχεται την έννοια του απαραβίαστου ως συνταγματικό πλεονασμό που δεν προσθέτει τίποτα στο «απαραβίαστο». 7. Πεδίο ισχύος του δικαιώματος 7.1. Φορείς Φορείς του δικαιώματος της επικοινωνίας είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα, τόσο οι Έλληνες πολίτες όσο και οι αλλοδαποί ή οι ανιθαγενείς. Αν η επικοινωνία πραγματώνεται εντός ή εκτός επικράτειας ή από και προς το εξωτερικό, είναι συνταγματικά αδιάφορο. Πέρα από τα φυσικά, και τα νομικά πρόσωπα απολαύουν του δικαιώματος στην επικοινωνία, εφόσον από την όλη συνταγματική ρύθμιση των ατομικών δικαιωμάτων συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα αποκλείονται από τη σχετική προστασία μόνο όταν η άσκηση του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος δεν είναι δυνατή από την ίδια τη φύση τους. 13 Κατ αρχήν το σχετικό δικαίωμα απολαύουν τα ιδιωτικού δικαίου νομικά πρόσωπα, ημεδαπά και αλλοδαπά, καθώς και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα και τα πολιτικά κόμματα. Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου οι απόψεις διίστανται. Κατά μια άποψη 14 τα νομικά πρόσωπα 11 Βλ. Γ. Καμίνης, «Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: Η συνταγματική προστασία και η εφαρμογή της από τον ποινικό νομοθέτη και τα δικαστήρια», Αθήνα 1995, σελ. 505-522 12 Βλ. Τζ. Στράγγα-Ηλιοπούλου, «Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου», Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σελ. 29-30 13 Βλ. Μάνεση «Ατομικές ελευθερίες», ο.π. σελ. 235 14 Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, «Ατομικά Δικαιώματα» σελ. 353 13

δημοσίου δικαίου ως φορείς δημόσιας εξουσίας δεσμεύονται αλλά δεν ωφελούνται από τα ατομικά δικαιώματα και επομένως η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της επικοινωνίας δεν ισχύει γι αυτά. Σύμφωνα, όμως, με άλλη άποψη 15 το άρθρο 19 του Συντάγματος καθιερώνει μια αντικειμενική αρχή, από την οποία απορρέουν τα υποκειμενικά δικαιώματα των επιμέρους φορέων ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία εμφανίζονται, άρα φορείς του εν λόγω δικαιώματος μπορούν να είναι και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Αυτή η άποψη εμφανίζεται ως η πληρέστερη. 7.2. Αποδέκτες Η προστασία της επικοινωνίας από το Σύνταγμα είναι απόλυτη, προστατεύεται δηλαδή όχι μόνο απέναντι στην κρατική εξουσία, αλλά και στην ιδιωτική. Το απόρρητο των επιστολών και της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ανταπόκρισης ή ελεύθερης επικοινωνίας, οφείλουν να σέβονται όχι μόνο τα κρατικά όργανα, αλλά και όλοι οι πολίτες. Το απόρρητο δεσμεύει κατ αρχήν τη δημόσια εξουσία όπως εμφανίζεται με τις παραδοσιακές της μορφές, του νομικού προσώπου του κράτους και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Γίνεται δεκτό όμως ότι το άρθρο 19 δεσμεύει όλα τα κρατικά νομικά πρόσωπα ανεξάρτητα από την ειδικότερη νομική μορφή, με την οποία εμφανίζονται, δηλαδή ως νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ως Ανώνυμη Εταιρεία. Η διαπροσωπική ενέργεια (τριτενέργεια) του απορρήτου της ανταπόκρισης προκύπτει απ αυτό το ίδιο το συνταγματικό κείμενο. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του αναθεωρημένου το 2001 Συντάγματος ορίζει πως τα ατομικά δικαιώματα «ισχύουν και στις σχέσεις ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν». Αποδέκτης του δικαιώματος στην επικοινωνία, επομένως, είναι όχι μόνο η κρατική εξουσία, αλλά και οι ιδιώτες. Γίνεται δεκτό ότι η προστασία του απορρήτου από την «ιδιωτική εξουσία» εμφανίζει, στην σύγχρονη εποχή, μεγαλύτερη ένταση και 15 Βλ. Δημητρόπουλου Α. «Δικαιώματα Συνταγματικά Ειδικό Μέρος Παραδόσεις Τεύχη ΙV ΕΠ», Αθήνα 2001, σελ. 80 14

επικαιρότητα από εκείνη που εμφανίζει η προστασία του ιδίου δικαιώματος από την κρατική εξουσία. 16 8. Περιπτώσεις άρσης του απορρήτου Η άρση του απορρήτου συνιστά τυπικό περιορισμό συνταγματικού δικαιώματος. Πρόκειται για προφανή συρρίκνωση του περιεχομένου του δικαιώματος για απόκλιση από την τακτική ρύθμιση. Ενώ η μυστική επικοινωνία προστατεύεται, η άρση του απορρήτου αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα αυτό και επιτρέπει την παρακολούθηση. Δεν είναι απαγόρευση επικοινωνίας. Είναι άρση νομικής προστασίας. 17 Ο ίδιος ο νομοθέτης θεσπίζει δύο βασικές εξαιρέσεις της προστατευόμενης επικοινωνίας. Σταματά να υφίσταται απόρρητο και παύει το δικαίωμα σ αυτό, όταν στο περιεχόμενο της επικοινωνίας αναφύονται λόγοι εθνικής ασφάλειας αφενός και αναγκαιότητα διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων αφετέρου. Η μυστική, δηλαδή, επικοινωνία, που αναφέρεται στην εθνική ασφάλεια και σε σοβαρά εγκλήματα παραμένει μυστική, δεν είναι όμως και απόρρητη, και άρα δεν προστατεύεται η μυστικότητά της Λέγοντας εθνική ασφάλεια δε νοείται γενικά η δημόσια ασφάλεια αλλά ο,τι αποκλειστικά αναφέρεται στην προάσπιση της χώρας από εξωτερικούς κινδύνους, ενώ η έννοια των «ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων» θα πρέπει να εκληφθεί ως στενότερη του κακουργήματος. 18 Η πρώτη έννοια είναι πολύ γενική και αόριστη και γι αυτό επιδεκτική καταχρηστικών εφαρμογών, δεδομένου ότι δεν συνδέεται με εγκληματικές ενέργειες κατ αντιδιαστολή με τη δεύτερη. Χρειάζεται γι αυτό σαφή κριτήρια που να είναι ικανά να καθοδηγούν τους δικαστές στη διάγνωση των λόγων εθνικής ασφάλειας. Αυτό επιτυγχάνεται αν οι τελευταίοι αφορούν την προετοιμασία και ανάπτυξη εγκληματικών δραστηριοτήτων κατά της εθνικής ασφάλειας. Η διαφορά τότε σε 16 Βλ. Ανδρ. Δημητρόπουλος, «Συνταγματικά Δικαιώματα. Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου,Τόμος ΙΙΙ, Αθήνα 2008 σελ. 94-95 17 Βλ. Δημητρόπουλος Ανδρ., Συνταγματικά Δικαιώματα, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, III, Αθήνα 2008, σελ.95-96 18 17 Ν 2225/199, άρθρο 4 5 15

σχέση με ορισμένες από τις περιπτώσεις των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων είναι ότι εν προκειμένω η παραβίαση της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας αποβλέπει στην πρόληψη και όχι κατ ανάγκη στη διακρίβωση των σχετικών εγκληματικών δραστηριοτήτων. Δεν ενδιαφέρει δηλαδή σε πρώτο βαθμό η απονομή προσωπικής ποινικής ευθύνης αλλά η αποτροπή κινδύνων. 19 Η έννοια των «ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων» θα πρέπει να εκληφθεί ως στενότερη εκείνης του κακουργήματος αφού το άρθρο 4 του Ν.2225/1994 επιτρέπει την άρση του απορρήτου μόνο για την διακρίβωση συγκεκριμένων κακουργημάτων. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα άρθρα 134, 135 παράγραφος 1 και 2, 135Α, 137Α, 138, 139, 299, τα άρθρα 5, 6, 7 και 8 του Ν.1729/1987 κ.α. 20 Σ αυτές τις δύο περιπτώσεις, επομένως, ο συντακτικός νομοθέτης εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να θέσει τις εγγυήσεις κάτω από τις οποίες θα αρθεί η μυστικότητα της επικοινωνίας ώστε να διαπιστωθεί αν το μήνυμα θα πρέπει να προστατευθεί ή όχι. Οι εγγυήσεις αυτές συνίστανται τόσο στην προηγούμενη χορηγηθείσα άδεια ή εντολή αρμοδίου δικαστικού λειτουργού για την παρακολούθηση της επικοινωνίας. Πρόκειται δηλαδή για μια δεσμευτική και περιοριστική εξουσιοδότηση του κοινού νομοθέτη από το συντακτικό, η οποία μάλιστα αποτελεί και τρόπο έμμεσης αυτοπροστασίας του κοινωνικού συνόλου, που αναιρεί τον απόλυτο χαρακτήρα του απορρήτου. 9. Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Άρθρο 19 2) Παρά την ύπαρξη ενός πολυεπίπεδου (Σύνταγμα, ΕΣΔΑ, κοινή νομοθεσία) πλέγματος διατάξεων προστατευτικών του απορρήτου των ανταποκρίσεων, φαίνεται πως στην πράξη δεν λείπουν τα προβλήματα, αφού υποθέσεις παράνομων υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων έχουν απασχολήσει επανειλημμένα τόσο τις αρμόδιες δικαστικές αρχές όσο και την κοινή γνώμη. Μετά την αναθεώρηση του 2001 το Σύνταγμα επιτάσσει στη παραγράφου 2 του άρθρου 19 τη νομοθετική πρόβλεψη της 19 Βλ. Σπυράκος Δ., «το απόρρητο της επικοινωνίας. Βασικές αρχές και επιλογές για τη δικαιοπολιτική αντιμετώπιση του», Το Σύνταγμα 1993, τεύχος ΙΙΙ, σελ.521-536 20 Βλ. Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σελ 261 16

συγκρότησης, της λειτουργίας και των αρμοδιοτήτων ανεξάρτητης αρχής με σκοπό τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων. Σε εκτέλεση αυτής της συνταγματικής ρύθμισης ψηφίστηκε ο Ν.3115/2003 με τον οποίο θεσπίστηκε η ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών» σε αντικατάσταση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία προβλεπόταν και λειτουργούσε κατά το 2225/1994. Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των καλύπτεται από τις εγγυήσεις του άρθρου 101 Α. Σύμφωνα μ αυτό, τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών διορίζονται με ορισμένη θητεία και απολαμβάνουν εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, ενώ η επιλογή τους γίνεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων, θεσμός ο οποίος προβλέπεται από τον Κανονισμό της Βουλής και έχει διακομματική σύνθεση. Η περαιτέρω αναφορά της 2 του άρθρου 19 στις αρμοδιότητες και στην αποστολή της Αρχής, υποδηλώνει ότι ο σχετικός εκτελεστικός νόμος οφείλει να την εξοπλίσει με τέτοιο εύρος αρμοδιοτήτων, ώστε να καθίσταται εφικτή η επίτευξη του σκοπού της για τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων, διαμορφώνοντας παράλληλα και ένα θεσμικό κεκτημένο, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε μείωση των αρμοδιοτήτων της Αρχής κάτω από το αναγκαίο όριο, εφόσον κάτι τέτοιο θα προσέκρουε προφανώς στη συγκεκριμένη διάταξη. Από το συνδυασμό, πάντως, των διατάξεων της παραγράφου 1 εδ. β και της παραγράφου 2 του άρθρου 19 συνάγεται το συμπέρασμα ότι στη θεσμοθετούμενη ανεξάρτητη Αρχή δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να ανατεθεί η λήψη απόφασης για την άρση ή μη του απορρήτου, εφόσον για τη λήψη τέτοιου είδους αποφάσεων αποκλειστικά επιφορτισμένες είναι οι δικαστικές αρχές. Συνεπώς, η αποστολή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Τηλεπικοινωνιών συνίσταται και περιορίζεται στον προληπτικό έλεγχο των τηλεπικοινωνιακών φορέων καθώς και στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών. 17

10. Η απαγόρευση της χρήσης των παρανόμων κτηθέντων αποδεικτικών μέσων (Άρθρο 19 3) Η δυνατότητα αξιοποίησης ή μη αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων είναι ένα από τα ζητήματα εκείνα που έχουν διχάσει τη νομική σκέψη και πυροδοτήσει σωρεία επιχειρημάτων και διαφωνιών. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η κρατούσα στην ελληνική συνταγματική θεωρία υποστηρίζει την απαρέγκλιτη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Συντάγματος, δηλαδή τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης χρήσης και αξιολόγησης των παρανόμων κτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε οποιαδήποτε περίπτωση. Οι περισσότερες προσπάθειες ερμηνείας του άρθρου 19 παρ. 3 Συντ. που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, δίνουν έμφαση στη γενικότητα και την αμεσότητα του κανόνα που με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται. Τονίζεται έτσι ότι µε το άρθρο 19 3 Σ καθιερώνεται «γενική» απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων, τα οποία έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9Α και 19 του Συντάγματος 21 ή, κατ άλλη άποψη, η συνταγµατική αυτή διάταξη θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μερική έκφραση της γενικής αρχής, σύμφωνα µε την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί µε αντισυνταγματικό τρόπο. Εν όψει της ανεπιφύλακτης και απόλυτης διατύπωσης της παραγράφου 3 του άρθρου 19 Συντ., επισημαίνεται ακόμη ότι «ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν θέλησε εξαιρέσεις από τον κανόνα της απαγόρευσης της χρήσης αντισυνταγματικών αποδεικτικών μέσων 22». Υποστηρίζεται επίσης, ότι «απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων αυτών σε οποιαδήποτε διαδικασία και ενώπιον οποιουδήποτε οργάνου, δικαστικού, εισαγγελικού, ανακριτικού, κοινοβουλευτικού ή άλλου» καθώς και ότι «ο κανόνας της παραγράφου 3 του άρθρου 19 είναι κανονιστικά πλήρης και άμεσης εφαρμογής, ισχύει δε στο πλαίσιο όλων των 21 Βλ. Κατρούγκαλο Γ., «Αναθεώρηση των κλασσικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων», σε Δ. Τσάτσου / Ευ. Βενιζέλου / Ξ. Κοντιάδη (επιμ.), «Το Νέο Σύνταγμα Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975 / 1986 / 2001, Αθήνα Κομοτηνή 2001, σ. 55 74 (69), Χρυσόγονος Κ., «Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα πριν και μετά τη Συνταγματική αναθεώρηση του 2001», ΔτΑ, 2001, σ. 529 541 (536). Βλ επίσης Τσίρη Π., «Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας», Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ. 104, ο οποίος τονίζει ότι μετά την Αναθεώρηση «ο συνταγματικός νομοθέτης επανέρχεται στο καθεστώς της απόλυτης απαγόρευσης του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 1941 / 1991, η οποία πλέον αποκτά συνταγματική ισχύ». 22 Βλ. Χρυσόγονο Κ., «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ. 245. 18

δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών και εισάγεται απευθείας στο σύστημα όλων των δικονομικών κωδίκων ή άλλων δικονομικών νόμων και στο σύστημα του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ή οποιουδήποτε άλλου νόµου». Ως προς το ενδεχόμενο σύγκρουσης της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών µε άλλα δικαιώματα υποστηρίζεται από την κρατούσα στην ελληνική συνταγματική θεωρία γνώμη ότι «όπως συνάγεται από την διατύπωση του άρθρου 19 3 Συντ., αλλά και από τη διεύρυνση της βούλησης του αναθεωρητικού νομοθέτη, η ρύθμιση του άρθρου 19 3 Συντ. δεν επιτρέπει εξαιρέσεις από την απαγόρευση της χρήσης αντισυνταγματικών αποδεικτικών μέσων, καθιστώντας ανενεργή κάθε αντίθετη διάταξη νόµου και µη επιδεχόμενη σταθμίσεις σε περιπτώσεις σύγκρουσης µε άλλα συνταγματικά δικαιώματα 23». Κατ άλλη, όμως, γνώμη η πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη δεν ήταν να θεσπίσει απόλυτη απαγόρευση της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ενώ μια τέτοια ερμηνεία δε θα συνεκτιμούσε τις προβλεπόµενες από το ίδιο το Σύνταγµα κάμψεις του απορρήτου και θα παρέβλεπε ότι το άρθεο 19 3 δεν έχει υπέρτερο κύρος από οποιαδήποτε άλλη συνταγµατική πρόβλεψη, όπως το συνταγματικά διασφαλιζόμενο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και δικαστικής ακρόασης, στο πλαίσιο του οποίου προστατεύεται συνταγματικά το δικαίωμα απόδειξης 24. Σύμφωνα µε την τελευταία αυτή άποψη, «ο δικαστής επιφορτισμένος με το έργο απονομής της δικαιοσύνης καλείται να σταθμίσει in concreto αν θα επιβληθούν περιορισμοί στο δικαίωμα απόδειξης ή στο αντίρροπο δικαίωμα» και καλείται να συμπεριλάβει στη στάθμιση αυτή ένα «ιδιαίτερο σύνθετο έλεγχο αναλογικότητας». Όπως δε ειδικότερα αναλύεται, αν μεν το παράνομο 23 Βλ. Κοντιάδη Ξ., «Ο νέος Συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001», Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ. 158 159 και υποσ.254. Βλ. επίσης Χρυσόγονο Κ., «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ.245, ο οποίος υποστηρίζει ότι «δεν φαίνεται να υφίσταται έδαφος για σταθμίσεις [του άρθρου 19 παρ. 3 ] σε περίπτωση σύγκρουσης προς άλλα συνταγματικά δικαιώματα». 24 Βλ. Ορφανουδάκη Σαρ., «Η αρχή της αναλογικότητας στην ελληνική έννομη τάξη», Αθήνα Θεσσαλονίκη 2003, σ. 163 164. Πρβλ επίσης, Τσίρη Π. «Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας», Αθήνα Κομοτηνή 2002, σ. 106, ο οποίος υποστηρίζει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα δικαιολογείται παράκαμψη της αρχής που καθιερώνει η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 19 του Συντάγματος. Εν τούτοις δεν είναι απολύτως σαφές κατά πόσον η άποψη αυτή αναφέρεται στο νομικό καθεστώς πριν ή μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, δεδομένου ότι η θέση αυτή διατυπώνεται στο πλαίσιο της ανάλυσης της απόφασης 1/2001 του Αρείου Πάγου, απόφασις η οποία εκδόθηκε πριν από την Αναθεώρηση. Επιπλέον δε ο ίδιος είχε προηγουμένως υποστηρίξει ότι ο συντακτικός νομοθέτης επανέρχεται με την αναθεώρηση «στο καθεστώς της απόλυτης απαγόρευσης» του άρθρου 31 παρ. 2 ν. 1941/1991. 19

αποδεικτικό μέσο δεν είναι το μόνο που έχει αυτός που το επικαλείται, δεν υφίσταται δίλημμα, αφού «το μέσο δεν συμπληρώνει το κριτήριο της αναγκαιότητας». Στην περίπτωση όμως που το παράνομο αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο που μπορεί να επικαλεστεί ο φορέας του δικαιώματος απόδειξης, κατά την άποψη αυτή, «η υποκειμενική όψη των ατομικών δικαιωμάτων δίνει αναμφίβολα το κατ αρχήν πρόκριμα υπέρ του δικαιώματος απόδειξης», ωστόσο «για τη διατήρηση του συγκεκριμένου προβαδίσματος κριτήριο σταθερό αποτελεί η in concreto συμφωνία προς την αρχή της αναλογικότητας», κάτι το οποίο διαπιστώνεται στη βάση του τρόπου κτήσης του παράνομου αποδεικτικού μέσου, του είδους και του βαθμού προσβολής του αντίρροπου εννόμου συμφέροντος καθώς και του ζητήματος κατά πόσο το παράνομο αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει άμεσα το αποδεικτέο 25. Συμπερασματικά, ο κανόνας της απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9Α και 19 Σ. δεν είναι άτεγκτος. Το συνταγματικό θεμέλιο για τη κάμψη της απαγόρευσης που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 Σ. θα πρέπει να αναζητηθεί στη μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ, η οποία είναι δυνατόν να παραβιάζεται σε όλως ακραίες περιπτώσεις, όπως αυτή της απαγόρευσης χρήσης «παρανόμως» (υπό την έννοια του άρθρου 19 παρ.3 Σ.) κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μοναδικό μέσο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, ιδίως δε όταν πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα. Ποτέ δεν απαγορεύεται η αξιοποίηση παράνομα αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου σε ό φ ε λ ο ς του κατηγορουμένου! Γιατί υπέρ της αξιοποίησης βαραίνει εδώ πάντοτε στην πλάστιγγα, πλάϊ στην ζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, και η κινδυνεύουσα κοινωνική υπόσταση, ελευθερία κλπ. του κατηγορουμένου 26. Η εκτίμηση του νομοθέτη και του δικαστή για το κατά πόσο συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση δικονομική κατάσταση ανάγκης, η οποία δικαιολογεί κατ εξαίρεση την χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων λόγω προσβολής της ανθρώπινης αξίας σε περίπτωση μη χρησιμοποίησής τους, θα πρέπει βεβαίως να γίνεται σύμφωνα με ρητή επιταγή της αναθεωρηθείσας διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 Σ, με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Την αρχή αυτή πρέπει να σέβονται οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα 25 Βλ. Ορφανουδάκη Σαρ., «Η αρχή της αναλογικότητας στην ελληνική έννομη τάξη», Αθήνα Θεσσαλονίκη 2003, σ. 164 166. 26 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης», Αθήνα-Κομοτηνή 1994, σ.182. 20

δικαιώματα του ανθρώπου, είτε οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού. Από την ίδια μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ. απορρέουν όμως και οι περιορισμοί ως προς το παραδεκτό της χρήσης «παρανόμως» κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ακόμη και στις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η μη χρήση τους οδηγεί σε προσβολή της ανθρώπινης αξίας: Νομοθέτης και δικαστής οφείλουν να ελέγχουν, αν η κτήση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων επιτεύχθηκε με μέσα που προσβάλλουν συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα τρίτων, κατά τρόπο που λόγω της βαρύτητας ή και της φύσης της προσβολής αποτελεί ταυτοχρόνως και προσβολή της ανθρώπινης αξίας αυτών των τρίτων 27. 11. Η ποινική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας Από πλευράς του άρθρου 19 Σ, δεν τίθενται κυρώσεις για τους παραβάτες του συνταγματικώς προστατευόμενου απορρήτου της επικοινωνίας. Η συνταγματική προστασία της ελεύθερης επικοινωνίας ολοκληρώνεται στον Ποινικό Κώδικα. Τα σχετικά προβλέπονται στα άρθρα 248, 249, 250, 370 και 370Α ΠΚ. Ειδικότερα: α) Άρθρο 248 : Παραβάσεις των ταχυδρομικών υπαλλήλων «Ταχυδροµικός υπάλληλος που παράνοµα ανοίγει, υπεξάγει ή καταστρέφει επιστολή ή άλλο αντικείµενο εµπιστευόµενο στο ταχυδροµείο και που του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή ο οποίος εν γνώσει του επιτρέπει σε άλλον να επιχειρήσει µία τέτοια πράξη ή τον βοηθάει σ αυτό ή γνωστοποιεί σε τρίτον το περιεχόµενο ενός κλειστού τέτοιου αντικειµένου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». β)άρθρο 249: Παραβάσεις των τηλεγραφικών υπαλλήλων «Τηλεγραφικός υπάλληλος που παράνοµα ανοίγει, υπεξάγει ή καταστρέφει τηλεγράφηµα εµπιστευόµενο σε τηλεγραφικό γραφείο που του είναι προσιτό λόγω 27 Βλ. Ηλιοπούλου Στράγγα Τζ., «Η χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων μετά την Αναθεώρηση (2001) του Συντάγματος», ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ 2002, σ. 2194 2196, 2214. Βλ. επίσης Ηλιοπούλου Στράγγα Τζ., «Η χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου», Αθήνα Κομοτηνή 2003, σ.64. 21

της υπηρεσίας του, ή εν γνώσει του επιτρέπει σε άλλον να επιχειρήσει µία τέτοια πράξη ή τον βοηθάει σ αυτό ή γνωστοποιεί σε τρίτον το περιεχόµενο τέτοιου τηλεγραφήµατος που γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». γ) Άρθρο 250: Παραβάσεις τηλεφωνικών υπαλλήλων «Τηλεφωνικός υπάλληλος που γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του το περιεχόµενο του τηλεφωνήµατος και το γνωστοποιεί σε τρίτον ή που εν γνώσει του επιτρέπει σε τρίτον να ακούσει κάποια τηλεφωνική ανακοίνωση, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». δ)άρθρο 370: Παραβίαση του απορρήτου των επιστολών «1.Όποιος αθέµιτα και µε σκοπό να λάβει γνώση του περιεχοµένου τους ανοίγει κλειστή επιστολή ή άλλο κλειστό έγγραφο ή παραβιάζει τον κλειστό χώρο στον οποίο είναι φυλαγµένα ή µε οποιονδήποτε τρόπο εισχωρεί σε ξένα απόρρητα διαβάζοντας ή αντιγράφοντας ή αποτυπώνοντας µε άλλο τρόπο επιστολή ή άλλο έγγραφο τιµωρείται µε χρηµατική ποινή ή φυλάκιση µέχρι ενός έτους. 2. Η ποινική δίωξη γίνεται µόνο µε έγκληση.» ε)άρθρο 370Α: Παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας «1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης την εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώνει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου. 2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώνει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου. 3. Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος κάνει χρήση της πληροφορίας ή του υλικού μέσου επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου. 4. Αν ο δράστης των 22

πράξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου είναι πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή νόμιμος εκπρόσωπος αυτού ή μέλος της διοίκησης ή υπεύθυνος της διασφάλισης του απορρήτου ή εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου ή ενεργεί ιδιωτικές έρευνες ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή απέβλεπε στην είσπραξη αμοιβής, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή από πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. 5. Αν οι πράξεις των παραγράφων 1 και 3αυτου του άρθρου συνεπάγονται παραβίαση στρατιωτικού ή διπλωματικού απορρήτου ή αφορούν απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή την ασφάλεια των εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, τιμωρούνται κατά τα άρθρα 146 και 147 του Ποινικού Κώδικα». 12. Η άμεση επικοινωνία σε επιμέρους κοινωνικά σύνολα 12.1. Στον οικογενειακό χώρο Το απόρρητο της επικοινωνίας εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος πρέπει να προστατεύεται και να μην παραβιάζεται. Ο οικογενειακός θεσμός και το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογενείας προβλέπεται στο άρθρο 21 1 του Συντάγματος, το οποίο ρυθμίζει ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιοτης συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, το άρθρο 1520 εδ. α του Α.Κ. ορίζει ότι: «Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό». 28 Σύμφωνα με την απόφαση του Α.Π Τμ. Γ 534/1991, το δικαίωμα της επικοινωνίας είναι άκρως προσωπικό, απορρέει από το βιολογικό και συναισθηματικό δεσμό του τέκνου και του γονέα και η άσκηση του αποβλέπει κυρίως στο συμφέρον του τέκνου. Η τυχόν υπαιτιότητα του γονέα για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και τη λύση του γάμου δεν επηρεάζει το δικαίωμα, το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εάν από την άσκηση του υπάρχει κίνδυνος για την ανατροφή του τέκνου πρέπει να ρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος. Πλήρης αποκλεισμός δεν 28 ΕφΘεσ 3570/1991, ΕφΑθ 8668/1987 και ΑΠ 719/1996 23

νοείται γιατί κρίνεται αντισυνταγματικός. 29 Το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα μετά του ανηλίκου τέκνου λειτουργεί μέσα στη φύση του οικογενειακού δικαιώματος. 30 Αξίζει να σημειωθεί, ότι επιπροσθέτως δεν πρέπει να εμποδίζεται η επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες. Την θέση αυτή ενισχύει η νομολογία, καθώς η απόφαση του Α.Π. Τμ. Γ 1465/1988 καταλήγει στο σκεπτικό ότι ο πατέρας δεν έχει δικαίωμα χωρίς σπουδαίο λόγο να εμποδίσει την επικοινωνία της γιαγιάς με τον εγγονό μετά το θάνατο της θυγατέρας της και μητέρας του ανηλίκου. Το απόρρητο της επικοινωνίας επεκτείνεται και στις σχέσεις μεταξύ των συζύγων, με μια ουσιώδη απόκλιση, που αποσκοπεί στην προστασία του θεσμού του γάμου. Ειδικότερα, είναι αποδεκτό σήμερα μετά από θεωρητικές διχογνωμίες και νομολογιακές διαφοροποιήσεις, ότι το απόρρητο της επικοινωνίας αφορά όλα τα θέματα και ζητήματα που δεν συσχετίζονται με τα αντικειμενικά στοιχεία του γάμου, δηλαδή με τη συμβίωση, την κοινωνία του συζυγικού βίου και την τήρηση της συζυγικής πίστης. 31 Ως εκ τούτου και σε συμφωνία με την απόφαση 381/1987 του ΑΠ Τμ. Γ, θεωρείται νόμιμη η προσκόμιση ως αποδεικτικού μέσου μαγνητοταινίας, που καταγράφει ερωτικές συνομιλίες της άπιστης συζύγου και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. 12.2. Στον εργασιακό χώρο Το Σύνταγμα δεν προβλέπει ειδικές εξαιρέσεις από το απόρρητο της επικοινωνίας. Ο εργοδότης δε μπορεί να περιορίσει το απόρρητο της επικοινωνίας των υπαλλήλων του, ούτε καν επικαλούμενος τον κίνδυνο βιομηχανικής κατασκοπείας ή αθέμιτου ανταγωνισμού. Εν ολίγοις δε δύναται ο εργοδότης να παραβιάζει τις επιστολές των εργαζομένων, κατά συνέπεια δεν τίθεται θέμα θεσμικής προσαρμογής του δικαιώματος επικοινωνίας. Πρόκειται για ανομοιογενή αντίθεση ανάμεσα στο σχετικό δικαίωμα, το οποίο αφορά την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου και στο περιεχόμενο της σχέσης εργασίας, που αφορά την οικονομική και επαγγελματική ζωή. 29 ΕφΘεσ 276/2000 30 ΜπρΒόλου 191/2000 31 Βλ.Ανδρ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα,2008,σελ.101-102 24

12.3. Στις φυλακές Η στέρηση της ελευθερίας δεν συνεπάγεται στέρηση της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. 32 Ειδικά όμως, εφόσον πρόκειται για ποινικούς κρατούμενους, έχει πρόσφορη εφαρμογή η δυνατότητα άρσης του απορρήτου, για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Πρακτικές δυσχέρειες στην άσκηση του δικαιώματος (συχνότητα, τρόπος επικοινωνίας κλπ) προκύπτουν από αυτόν τον ίδιο τον εγκλεισμό των φυλακισμένων. Οι αρχές, επομένως, πρέπει να εξασφαλίζουν σε κάθε κρατούμενο δυνατότητα ανταπόκρισης (ταχυδρομείο) αλλά και προσωπικής επικοινωνίας (επισκεπτήριο). 12.4. Στο στρατό Η στράτευση δεν επηρεάζει το δικαίωμα απόρρητης επικοινωνίας, πρόσφορη όμως και εδώ είναι η άρση του απορρήτου κυρίως για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το δικαίωμα απόρρητης επικοινωνίας των στρατευμένων δεν υπάγεται σε κανένα θεσμικό περιορισμό. 33 13. Συμπέρασμα Η επικοινωνία αποτελεί δραστηριότητα ύψιστης σημασίας για τον άνθρωπο εφόσον ικανοποιεί την έμφυτη ανάγκη του να έρθει σε επαφή με άλλα μέλη του κοινωνικού συνόλου και να ανταλλάξει απόψεις, συναισθήματα και προβληματισμούς. Η επικοινωνία διακρίνεται σε άμεση ή προσωπική και σε έμμεση ή ανταπόκριση με κριτήριο αν η επικοινωνία γίνεται μεταξύ corpore παρόντων ή εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνικών μέσων αντίστοιχα. Παράλληλα, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται και καθίσταται απολύτως απαραβίαστο μέσω του συνταγματικού και εν γένει 32 Βλ. Κοσμάτος Κ., «Το απόρρητο της επικοινωνίας των κρατουμενων», Υπεράσπιση 2000,σελ 429 33 Βλ. Ανδρ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα. Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, τόμος ΙΙΙ, Αθήνα 2008, σελ.102 25

νομοθετικού πλαισίου. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα στην άμεση και έμμεση επικοινωνία θεμελιώνεται στο Σύνταγμα στο άρθρο 19 καθώς και στα επιμέρους άρθρα που κατοχυρώνουν την επικοινωνία σε πιο εξειδικευμένες εκφάνσεις της, όπως π.χ. στα άρθρα 21 και 16 Σ. Ενίοτε καθίσταται θεµιτή η άρση του στα πλαίσια µιας πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης, αλλά πάντοτε και µόνο στις περιοριστικά αναφερόµενες περιπτώσεις. Το ζήτηµα του χαρακτηρισµού ως παράνοµων των αποδεικτικών µέσων, που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των συνταγµατικών διατάξεων ή µε τρόπο αντίθετο προς τον κοινό νόµο, αλλά και του επιτρεπτό ή μη της χρησιμοποίησης τους, στα πλαίσια της ποινικής και πολιτικής δίκης έχει πυροδοτήσει σοβαρούς προβληματισμούς στη νομική θεωρία. Ο εισαχθείς µε την Αναθεώρηση του 2001 κανόνας της παραγράφου 3 του άρθρου 19 Σ. δεν µπορεί να είναι άτεγκτος, ιδίως όταν πρόκειται για μεγίστης σπουδαιότητας και σοβαρότητας περιπτώσεις, όπως αυτή της απαγόρευσης αξιοποίησης των «παρανόµως» κτηθέντων αποδεικτικών µέσων, όταν αυτά αποτελούν το µοναδικό µέσο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουµένου, ιδιαίτερα δε, αν πρόκειται για πολύ σοβαρά εγκλήµατα. 14. Περίληψη στα ελληνικά Το άρθρο 19 του Συντάγματος προστατεύει την επικοινωνία. Αφορά όλα τα επικοινωνιακά μέσα. Φορείς του δικαιώματος είναι τόσο τα φυσικά πρόσωπα, Έλληνες και αλλοδαποί, όσο και τα νομικά πρόσωπα και αποδέκτες, τόσο το κράτος όσο και οι ιδιώτες. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου είναι ευρύτατο και ενδεικτικά αναφέρεται η εφαρμογή στον οικογενειακό και εργασιακό χώρο. Στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του ίδιου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του εν λόγω δικαιώματος, οι οποίοι και ισχύουν σε ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας και της διακρίβωσης ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου επιτάσσει τη νομοθετική πρόβλεψη της συγκρότησης, της λειτουργίας και των αρμοδιοτήτων ανεξάρτητης αρχής με σκοπό τη 26

διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων. Ήδη, με το Ν.3115/2003 προβλέφθηκε η λειτουργία της ως άνω αρχής. Μετά την αναθεώρηση του 2001, εκτός από την παράγραφο 2 προστέθηκε και τρίτη παράγραφος στο άρθρο 19 σύμφωνα με τη οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Η θεωρητική αντιμετώπιση της διάταξης αυτής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς παρατηρούνται διάφορες απόψεις. Τέλος η δια του Συντάγματος παρεχόμενη προστασία της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ολοκληρώνεται και καθίσταται αποτελεσματική μέσω της ποινικής προστασίας του δικαιώματος. 15. Περίληψη στα αγγλικά The article 19 the Constitution protects the communication. It deals with all communication media. Carriers of the right can be both natural persons, Greek and foreign, and legal persons and receivers of the right the state and individuals. The field of application of this article is very wide and examples can be seen in family and in work and prison space. Article 19 par.1 (b) deals with the limitations of the right. This happens when it is about cases critical to national security as well as the investigation on particularly serious crimes. In paragraph 2 of the same article is enforced the legislative prediction of establishing, operation and powers of an independent Authority with the purpose of ensuring the privacy of correspondence. By Law 3115/2003 the function of this Authority was legislated. After the 2001 revision, apart from paragraph 2, a third paragraph was added to article 19, according to which the use of evidence that have been obtained against this article and articles 9 and 9A is prohibited.the theoretical encounter of this provision presents a particular interest since various opinions are observed. Lastly, the provided protection, by the Constitution, of free correspondence or communication is complete and is deemed as effective through penal protection. 27