«Η καλι πλευρά των πραγμάτων» Ρολλοί ξζρουν τα λουλοφδια κλζφτεσ. Είναι εκείνα τα λεπτά, πράςινα κλωναράκια, που ςτθν κορυφι τουσ ζχουν κάτι ςαν άςπρεσ τριχοφλεσ. Κάποιοι κα λεγαν πωσ μια αράχνθ φφανε τθν δικι τθσ, επίγεια χιονονιφάδα και τθν ςτιριξε πάνω ςτθ βάςθ ενόσ λουλουδιοφ. Κλζφτεσ υψϊνονταν εδϊ κι εκεί ςε ζνα μικρό, αλλά καταπράςινο λιβάδι, ενϊ ο άνεμοσ φυςοφςε ίςα-ίςα για να ςαλεφουν τα χορτάρια. Ριο πζρα φαίνονταν τα βουνά. Μζςα ςτο ςφφριγμα του αζρα διζκρινε κανείσ γζλια παιδιϊν, χαροφμενων παιδιϊν που γζλαγαν με τθν ψυχι τουσ. Ζτρεχαν παίηοντασ κυνθγθτό. Ζνα αγόρι παραλίγο να ξεφφγει από το κορίτςι που το κυνθγοφςε, όμωσ τθν τελευταία ςτιγμι του άρπαξε το χζρι. -Χα! Σϋ ζπιαςα! Σϋ ζπιαςα! Χα χα! φϊναξε το κορίτςι. -Καλά, θρζμθςε Ζλλθ! Και άφθςε επιτζλουσ το χζρι μου! τθσ είπε το αγόρι. Η Ζλλθ τον άφθςε. -Δεν μου λεσ Λευτζρθ, αν είναι κάκε φορά που παίηουμε κυνθγθτό να χάνεισ, τότε γιατί παίηουμε; Είπε κοροϊδευτικά το κοριτςάκι. Ο Λευτζρθσ ζκανε πωσ δεν τθν άκουςε και άλλαξε κζμα. -Ζι! Κοίτα! Λουλοφδια! Φϊναξε λίγο παραπάνω ενκουςιαςμζνοσ απ ότι ιταν. -Τι, αυτά τα αγριόχορτα; ϊτθςε θ Ζλλθ. 1
-Δεν είναι αγριόχορτα! Είναι κλζφτεσ! Ο μπαμπάσ μου λζει ότι αν πάρεισ ζνα, κάνεισ μια ευχι και το φυςιξεισ τότε θ ευχι ςου κα πραγματοποιθκεί! -Ναι καλά -Πχι, αλικεια! Ευχιςου κάτι και κα δεισ. -Ωραία, είπε θ Ζλλθ και άρχιςε να μαηεφει όςο περιςςότερα λουλοφδια μποροφςε. -Μα τι κάνεισ;! ϊτθςε ο Λευτζρθσ. -Τι να κάνω; Μαηεφω λουλοφδια, του απάντθςε θ Ζλλθ, Τι άλλο νακάνω; -Μα, υποτίκεται πωσ παίρνεισ ζνα λουλοφδι και κάνεισ μία ευχι. Δεν ξεριηϊνεισ ολόκλθρο το λιβαδάκι! Το κορίτςι άφθςε τουσ κλζφτεσ να πζςουν ςτο χορτάρι και πιγε να κόψει ζναν άλλο, όταν τθν διζκοψε το αγόρι. -Και τϊρα τι κάνεισ;! Ζριξεσ όλα τα λουλοφδια ςου! Γιατί παίρνεισ κι άλλο ζνα; -Για να κόψω ζνα άλλο. -Γιατί; -Εμ γιατί ζτςι. Δεν ξζρω. -Καλά, τότε γιατί δεν κάνω εγϊ μια ευχι καλφτερα; είπε χωρίσ να περιμζνει απάντθςθ κι ζψαχνε με τα μάτια το χορτάρι. Μετά από λίγα λεπτά ζςκυψε, ζκοψε ζνα κλζφτθ, ζκλειςε τα μάτια του, πιρε μια ανάςα και φφςθξε απαλά το λουλουδάκι. Τα τριχοειδι ςπόρια του πζταξαν ςαν αλεξίπτωτα ςτον αζρα. Ο Λευτζρθσ ξανάνοιξε τα μάτια του και γζλαςε. 2
-Λοιπόν; ρϊτθςε θ Ζλλθ. -Τι λοιπόν; -Λοιπόν, τι ευχικθκεσ; -Ο μπαμπάσ μου λζει ότι, αν πω φωναχτά τθν ευχι μου, δεν κα πραγματοποιθκεί. -Τότε πεσ τθν μου ςιγανά ςτο αυτί, του απάντθςε το κορίτςι βάηοντασ τα μαλλιά τθσ ςτθν άκρθ για να ακοφει καλφτερα. Ο Λευτζρθσ το ςκζφτθκε λίγο και μετά χαμογζλαςε. Τθσ ψικφριςε κάτι. Ύςτερα γζλαςαν και οι δφο. -Αποκλείεται να ευχικθκεσ αυτό, του είπε το κορίτςι. -Γιατί; -Γιατί μποροφςεσ να ευχθκείσ ό,τι ικελεσ και εςφ ευχικθκεσ αυτό; -Ναι. Ακολοφκθςε ςιωπι. -Καλά, είπε θ Ζλλθ και κοίταξε το πράςινο χορτάρι και τουσ άςπρουσ κλζφτεσ. -Ορίςτε. Η ευχι ςου πραγματοποιικθκε. -Τι; Τόςο γριγορα; -Ναι. -Αλικεια; -Ναι, ςου λζω. 3
Τα δυο παιδιά κοιτάχτθκαν και μετά για κάποιο ανεξιγθτο λόγο, ξεκαρδίςτθκαν ςτα γζλια Ρζραςαν ϊρεσ, μζρεσ, εβδομάδεσ, μινεσ, χρόνια και οφτε θ Ζλλθ οφτε κι ο Λευτζρθσ ξαναπιγαν ςτο λιβαδάκι. Μζχρι ζνα απόγευμα του Αυγοφςτου, που ζνασ γεράκοσ ζπαιρνε τον δρόμο προσ τα κει. -Γεια ςασ, κφριε Λευτζρθ! Φϊναξε ζνα παιδί. -Γεια ςου και ςε ςζνα, απάντθςε με τρεμάμενθ φωνι ο θλικιωμζνοσ, πια, Λευτζρθσ. Τι κάνεισ; -Καλά κφριε. Εςείσ; -Καλά κι εγϊ. -Ροφ πάτε; -Στο λιβαδάκι. -Αφοφ τα ςφννεφα είναι μαφρα. -Ναι, αλλά ο ιλιοσ φαίνεται μζςα από τα ςφννεφα. 4
-Εμ υποκζτω αλλά μπορεί να βρζξει! -Και; Καλό κα είναι, κα ποτιςτοφν τα φυτά. Το παιδί φαινόταν πωσ δεν καταλάβαινε τίποτα. -Εμ και γιατί πάτε ςτο λιβαδάκι κφριε; Ο γζροσ χαμογζλαςε. -Είναι μυςτικό, απάντθςε. -Ω είπε λίγο απογοθτευμζνο το παιδί. Καλά τότε Και ο Λευτζρθσ ςυνζχιςε τον δρόμο του και ζφταςε μετά από δζκα λεπτά ςτο λιβαδάκι. Ανζπνευςε τον κακαρό αζρα και μίλθςε. -Θυμάςαι Ζλλθ; Ο γζροσ πιρε μια ανάςα και ςυνζχιςε. -Θυμάςαι όταν ιμαςταν παιδιά και παίηαμε κυνθγθτό και ιρκαμε εδϊ; Ο θλικιωμζνοσ Λευτζρθσ ζκανε εικόνα τον εαυτό του μικρό,μια θλιόλουςτθ μζρα του 20οφ αιϊνα, να τρζχει ςτο λιβαδάκι που παλιά του φαινόταν τόςο μεγάλο -Θυμάςαι και τθν ευχι μου; Να βλζπεισ τα αγριόχορτα- ο γζροσ ζςκυψε και ζκοψε ζνα κλζφτθ- ωσ ευχζσ; 5
Ακολοφκθςε ςιωπι. -Λοιπόν, ιρκα εδϊ για να κάνω μια καινοφργια ευχι, είπε. Ζπειτα ζκλειςε τα μάτια του, πιρε πάλι μια ανάςα και φφςθξε απαλά το λουλουδάκι. Τα τριχοειδι ςπόρια του πζταξαν ςαν αλεξίπτωτα ςτον αζρα Μετά ξανάνοιξε τα μάτια του και ψικφριςε. 6
-Ευχικθκα να τα βλζπει όλοσ ο κόςμοσ ζτςι, όπωσ άλλωςτε τα είδεσ κι εςφ. Ξανακολοφκθςε ςιωπι. Ύςτερα αναςτζναξε βαριά. -Είδαμε τθν καλι πλευρά των πραγμάτων Κρίμα που δεν ευχικθκεσ κι εςφ κάτι. Ξζχαςα να ςου το ηθτιςω. Και τϊρα πϊσ κα ςου φζρω ζνα κλζφτθ; Δεν είςαι δα ςτο μικρό λιβάδι τθσ Ελλάδασ όπωσ εγϊ Ξαναναςτζναξε και πιρε το δρόμο τθσ επιςτροφισ, χωρίσ να κοιτάξει πίςω. Τότε, φφςθξε απαλά ζνασ αςυνικιςτοσ, αλλά ηεςτόσ άνεμοσ και παρζςυρε μαηί του τα τριχοειδι ςπόρια ενόσ κλζφτθ κάπου μακριά. Εκεί που πιγε κι θ ευχι του γερο- Λευτζρθ. Ψθλά πάνω από τα ςφννεφα. Λυδία Καρακαλά Βϋ Γυμναςίου - Εκπαιδευτιρια Καντά Φυςικό περιβάλλον 7