Περίληψη : Ο ναός της Αγίας Ευφημίας ανακαλύφθηκε το 1939, όταν εργασίες στον παρακείμενο Ιππόδρομο αποκάλυψαν το οικοδόμημα. Τμήμα του παλατιού του Αντιόχου του 5ου αιώνα μετατράπηκε σε εκκλησία τον πρώιμο 7ο αιώνα. Το 13ο αιώνα, ο ναός διακοσμήθηκε εκ νέου με τοιχογραφίες που απεικόνιζαν το βίο της αγίας, από τις οποίες σώζονται κατά χώρα 14. Χρονολόγηση 7ος-15ος αι. Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη Τοπογραφικός εντοπισμός Στο βορειοδυτικό άκρο του Ιπποδρόμου 1. Ανακάλυψη και ταύτιση του μνημείου Καθώς κατεδάφιζε ένα παλιό κτήριο φυλακών στα βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου το 1939, ο Maarif Vekkloit ανακάλυψε ένα μαρτύριο της αγίας Ευφημίας, το οποίο ταυτίστηκε από έναν κύκλο τοιχογραφιών που απεικονίζουν το μαρτύριο της αγίας από τη Χαλκηδόνα. 1 Την τοποθεσία ανέλαβε να ανασκάψει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1942 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης, υπό τη διεύθυνση του A.M. Schneider και του αρχιτέκτονα Bay Sedat Çetintas. Τα ημερολόγια ανασκαφής του Schneider χάθηκαν, προτού σταθεί δυνατό να δημοσιευτούν τα ευρήματα ως εκ τούτου, αν και η τελική αναφορά που έγινε από τους Naumann και Belting δίνει πληροφορίες για το οικοδόμημα, δεν αποτελεί (όπως σημειώνει ο Thomas Mathews) την οριστική δημοσίευση. 2 Ανασκαφές που έγιναν αργότερα, υπό τη διεύθυνση του Duyuran, μεταξύ των ετών 1951 και 1952, αποκάλυψαν μια βάση κίονα στο προστώο του ναού με μια επιγραφή που ταυτίζει το χώρο με το παλάτι του Αντιόχου. 3 Οι ενσφράγιστοι οπτόπλινθοι που ανασκάφηκαν στο χώρο, συνδυαζόμενοι με μαρτυρίες από τις γραπτές πηγές, χρονολογούν το οικοδόμημα κάποια στιγμή μετά το 429. 4 Ο ναός παρουσιάζει τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του 6ου αιώνα πάντως, στις γραπτές πηγές αυτό το τμήμα του παλατιού αναφέρεται ότι μετατράπηκε σε εκκλησία για να μεταφερθούν εκεί τα λείψανα της αγίας Ευφημίας της Χαλκηδόνας από το ναό της πόλης, υπό την πίεση τότε των Περσών. Αυτή η αναφορά υποδεικνύει μια χρονολόγηση στον πρώιμο 7ο αιώνα (608/609 ή 615 ή 626, αν και στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ο ναός εσφαλμένα αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Α και η μετακομιδή των λειψάνων τοποθετείται στον πρώιμο 5ο αιώνα). 5 2. Τα σωζόμενα μέρη του κτηρίου Το σωζόμενο οικοδόμημα αποτελείται από μια σειρά τοίχους με ποικίλο ύψος, μεταξύ ενός και τριών μέτρων, διατεταγμένους σε εξαγωνική περίκεντρη κάτοψη, με μια ευρεία αψιδωτή κόγχη σε κάθε πλευρά. Ανάμεσα στις κόγχες υπήρχαν μικρά κυκλικά δωμάτια. Η είσοδος του κοσμικού κτηρίου βρισκόταν στα νότια στα δεξιά αυτής της εισόδου, στην ανατολική κόγχη και μπροστά από αυτήν, προστέθηκε το Βήμα. Ακόμη μία είσοδος ανοίχθηκε στην κόγχη απέναντι από το ιερό, ενώ η παλαιότερη παρέμεινε σε χρήση, αν και αργότερα έγινε πιο στενή. Η χρονολογία της κατασκευής της νέας εισόδου στη δυτική κόγχη δεν είναι επιβεβαιωμένη, αλλά εφόσον, μαζί με το Βήμα, δημιουργεί ένα νέο άξονα Α-Δ (αντί για τον άξονα Β-Ν του κοσμικού κτηρίου), ο Mathews υποθέτει ότι πρέπει να αναχθεί στην περίοδο κατά την οποία το κτήριο μετατράπηκε σε εκκλησία. 6 Εκτός από αυτές τις εισόδους, ανοίχτηκαν και άλλες δύο στα κυκλικά δωμάτια εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού. Οι είσοδοι αυτές στη συνέχεια κλείστηκαν, όταν προσαρτήθηκαν στα σημεία εκείνα μαυσωλεία. 7 Η ύπαρξη δευτερευουσών εισόδων εκατέρωθεν του ιερού είναι σύνηθες χαρακτηριστικό των πρώιμων βυζαντινών ναών της Κωνσταντινούπολης και πρέπει να συνδεθεί με τις απαιτήσεις της λειτουργίας στην πρώιμη βυζαντινή πρωτεύουσα. 8 Δημιουργήθηκε στις 22/5/2017 Σελίδα 1/6
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως και κατάλοιπα του συνθρόνου, της θεμελίωσης της Αγίας Τράπεζας, του φράγματος του πρεσβυτερίου και της σολέας. Πιθανόν υπήρχε κι ένας άμβωνας, αν και δε σώζεται κάποιο σχετικό στοιχείο. Αυτά τα χαρακτηριστικά συμφωνούν με τη διάταξη του χώρου του ιερού που μαρτυρείται και σε άλλους πρώιμους βυζαντινούς ναούς της Κωνσταντινούπολης. Τα γλυπτά κατάλοιπα από το φράγμα του πρεσβυτερίου, όπως είναι οι οκταγωνικές βάσεις των κιονίσκων και τα ανάγλυφα θωράκια, υποδεικνύουν μια χρονολόγηση στον 6ο αιώνα το ίδιο και η τεχνική της ένθετης υαλόμαζας με την οποία κοσμούνται μαρμάρινα μέλη, όπως κίονες και πλάκες. 9 Από την άλλη μεριά, το επιστύλιο φαίνεται ότι είναι της Μέσης Βυζαντινής περιόδου και σχετίζεται με μια ανακαίνιση του 797. Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας ο ναός, σύμφωνα με την παράδοση, εκκοσμικεύτηκε, καθώς ο Κωνσταντίνος Ε (741-775) ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο πατέρας του, ο Λέων Γ (717-741) 10 έριξε τα λείψανα της αγίας στη θάλασσα και η εκκλησία μετατράπηκε σε αποθήκη για όπλα και κοπριά. Τα λείψανα, με θαυματουργικό τρόπο, διασώθηκαν και αποπλύθηκαν ή έφτασαν μέχρι τη Λήμνο, απ όπου η Ειρήνη Αθηναία τα μετέφερε πίσω στην Κωνσταντινούπολη. 11 Αυτή η επιστροφή των λειψάνων ενδεχομένως απηχεί την αποκατάσταση του ναού μετά την Εικονομαχία. 12 3. Οι τοιχογραφίες Ένας κύκλος από 14 τοιχογραφίες σώζεται ακόμη στο νοτιοδυτικό τμήμα του ναού βρίσκονται πίσω από μια προστατευτική ασπίδα. Οι τοιχογραφίες εικονίζουν σκηνές από το βίο και το μαρτύριο της αγίας Ευφημίας της Χαλκηδόνας, διατεταγμένες σε ορθογώνια πλαίσια, με περιγράμματα με κόκκινες γραμμές. Χρονολογούνται στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα με βάση τη χρήση του χρώματος και την τεχνοτροπία. Παρουσιάζουν ομοιότητες με τις τοιχογραφίες του αρχικού εικονογραφικού προγράμματος του Αγίου Δημητρίου (ο μητροπολιτικός ναός) του Μυστρά (1275-1280) και εκείνες του παρεκκλησίου της Παμμακαρίστου (περ. 1310), οι οποίες, αν και χρονολογούνται λίγο αργότερα, ακολουθούν πρωιμότερη τεχνοτροπία. 13 Ορισμένες λεπτομέρειες, όπως η χρήση διαφορετικών χρωμάτων για την απόδοση των επιφανειών του φωτός και της σκιάς στα ενδύματα των μορφών, θυμίζουν ακόμα μεταγενέστερες εξελίξεις στην παλαιολόγεια μνημειακή ζωγραφική στο Μυστρά (όπως οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου, 1360-1370). Σύμφωνα με τις τεχνοτροπικές τάσεις της πρώιμης παλαιολόγειας ζωγραφικής, οι μορφές στις τοιχογραφίες του κύκλου της Ευφημίας είναι αρκετά ογκηρές. Εκτός από αυτό τον κύκλο τοιχογραφιών, υπάρχει επίσης μια απεικόνιση του μαρτυρίου σαράντα χριστιανών στρατιωτών οι οποίοι πάγωσαν μέχρι θανάτου στη λίμνη της Σεβάστειας (οι Σαράντα Μάρτυρες της Σεβάστειας), που δεν έχει παράλληλο στην Κωνσταντινούπολη. 14 4. Αποτίμηση Ο ναός της Αγίας Ευφημίας είναι ένα σημαντικό μνημείο της κωνσταντινουπολίτικης ναοδομίας και τέχνης. Ο τρόπος με τον οποίο ένα κοσμικό παλατινό οικοδόμημα μετατράπηκε σε εκκλησία παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την αφομοίωση τύπων της κοσμικής αρχιτεκτονικής της ύστερης αρχαιότητας από την πρώιμη βυζαντινή ναοδομία. Επιπλέον, διασώζει ίχνη της εσωτερικής διαρρύθμισης του ναού, προσφέροντας έτσι μια πιθανή κάτοψη της λειτουργικής διάταξης των πρώιμων κωνσταντινουπολιτικών ναών. Τέλος, ο εικονογραφικός κύκλος του 13ου αιώνα με το μαρτύριο της Ευφημίας είναι μοναδικός στην τέχνη της πρωτεύουσας. 15 1. Για μια σύντομη αναφορά σε αυτήν την αγία, βλ. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford New York 1991), σελ. 747-748, βλ. λ. Euphemia of Chalcedon (A. Kazhdan N. Patterson-Sevcenko). 2. Naumann, R. Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 13-15. Δημιουργήθηκε στις 22/5/2017 Σελίδα 2/6
3. Για τον Αντίοχο, έναν πραιπόσιτο επί Θεοδοσίου Β, βλ. Bardill, J. Greatrex, G., Antiochus the Praepositus: A Persian Eunuch at the Court of Theodosius II, Dumbarton Oaks Papers 50 (1997), σελ. 171-197. 4. Bardill, J., The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study, American Journal of Archaeology 101.1 (1997), σελ. 67. 5. Για τη μετακομιδή των λειψάνων βλ. Berger, A., Die Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel, Hellenika 39 (1988), σελ. 311-322. Για τις πηγές σχετικά με την Αγία Ευφημία στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Naumann, R. Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 23-27 Janin, R., La geographie ecclésiastique de l Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Oeucuménique 3: Les Églises et les monastères 2 (Paris 1969), σελ. 120-121. 6. Mathews, T.F., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Pa. 1971), σελ. 64. 7. Naumann, R. Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 49-53. 8. Mathews, T.F., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Pa. 1971), σελ. 106-107. 9. Naumann, R. Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 54-70. 10. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford - New York 1991), σελ. 747-748, βλ. λ. Euphemia of Chalcedon (A. Kazhdan N. Patterson-Sevcenko). 11. Θεοφάνης, Χρονογραφία I, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1980), σελ. 439-440 Janin, R., La geographie ecclésiastique de l'empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Oeucuménique 3: Les Églises et les monastères 2 (Paris 1969), σελ. 121. 12. Naumann, R. Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 70-71. 13. Naumann, R. Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 113-118. 14. Naumann, R. Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Berlin 1966), σελ. 171-177. 15. Mathews, T.F., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Pa. 1971), σελ. 61. Βιβλιογραφία : Janin R., La géographie ecclésiastique de l empire byzantin, Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: Les églises et les monastères, 2, Paris 1969 Naumann R., Belting H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken, Berlin 1966, Istanbuler Forschungen 25 Mathews T.F., The Byzantine Churches of Istanbul. A Photographic Survey, University Park London 1976 Mathews T.F., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy, University Park, Pennsylvania London 1971 Bardill J., "The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study", American Journal of Archaeology, 101:1, Jan. 1997, 67-95 Δημιουργήθηκε στις 22/5/2017 Σελίδα 3/6
Greatrex G., Bardill J., "Antiochus the Praepositus: A Persian Eunuch at the Court of Theodosius II", Dumbarton Oaks Papers, 50, 1997, 171-197 Dark K.R., "Houses, streets and shops in Byzantine Constantinople from the fifth to the twelfth centuries", Jounral of Medieval History, 30, 2004, 83-107 Kazhdan A., Patterson-Ševčenko N.P., "Euphemia of Chalcedon", A. Kazhdan et al. (ed.), Oxford Dictionary of Byzantium 2, Oxford New York 1991, 747-748 Schneider A.M., "Das Martyrion der Hl. Euphemia beim Hippodrom zu Konstantinopel", Byzantinische Zeitschrift, 42, 1943, 178-185 Schneider A.M., "Grabung im Bereich des Euphemia-Martyrions zu Konstantinopel", Achäologischer Anzeiger, 58, 1943, 255-289 Berger A., "Die Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel", Hellenika, 39, 1988, 311-322 Δικτυογραφία : Hag. Euphemia en to Hippodromo http://www.nyu.edu/gsas/dept/fineart/html/byzantine/index.htm?http&&&www.nyu.edu/gsas/dept/fineart/html/byzantine/12.htm Γλωσσάριo : αψίδα, η Γενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα. βήμα, το Υπερυψωμένο τμήμα στο εσωτερικό ενός χώρου. Χρησιμοποιείται για την ανάδειξη και τον τονισμό του χώρου. επιστύλιο, το Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού. θωράκιο, το 1. Αρχαιότητα: Άνοιγμα στον τοίχο της πρόσοψης του σκηνικού οικοδομήματος. Τα μεταξύ των θυρωμάτων διαστήματα διακοσμούνται με ζωγραφικούς πίνακες. 2. Βυζάντιο: Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική τα θυρώματα αποτελούνται από κατακόρυφες πλάκες, συχνά μαρμάρινες, που τοποθετούνται σε σειρά και σχηματίζουν ένα είδος διαχωριστικού ή προστατευτικού κιγκλιδώματος. Στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές τα θωράκια συναπαρτίζουν το φράγμα του πρεσβυτερίου ή το στηθαίο του υπερώου. κόγχη, η Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου. περίκεντρο κτίσμα, το Περίκεντρο ονομάζεται ένα κτήριο που οργανώνεται γύρω από ένα κεντρικό σημείο, σε αντίθεση με τα δρομικά κτήρια, όπου κυριαρχεί η αξονική διευθέτηση. Παραδείγματα περίκεντρων κτηρίων είναι η ροτόντα (κυκλικό σχέδιο), το τρίκογχο (οικοδόμημα αποτελούμενο από 3 κόγχες), το τετράκογχο (κτίσμα αποτελούμενο από 4 κόγχες), το οκτάγωνο, το εξάγωνο, το τετράγωνο, καθώς επίσης και το σταυροειδές κτήριο, με τις τέσσερις συμμετρικά διατεταγμένες κεραίες του σταυρού. σολέα, η (και σολέας, ο) Στενόμακρος ή ευρύς ορθογώνιος υπερυψωμένος χώρος μπροστά από την κεντρική πύλη του φράγματος του πρεσβυτερίου και μέχρι τον άμβωνα προοριζόταν για τους διακόνους και τους αναγνώστες κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Δημιουργήθηκε στις 22/5/2017 Σελίδα 4/6
σύνθρονο, το Διάταξη από μια σειρά υπερκείμενων εδράνων, ημικυκλικά τοποθετημένων κατά την εσωτερική περίμετρο της αψίδας του ναού (θυμίζουν μικρό κοίλο θεάτρου), στα οποία κάθονταν οι ιερείς κατά τη διάρκεια των ιεροπραξιών, όταν δε συμμετείχαν στα δρώμενα. Στο κέντρο του ανώτερου εδράνου υπήρχε συνήθως μαρμάρινος θρόνος, όπου καθόταν ο επίσκοπος (όταν ήταν παρών) ή, ενδεχομένως, ο ηγούμενος (όταν επρόκειτο για μοναστηριακό ναό). φράγμα του πρεσβυτερίου, το Χαμηλό διαχωριστικό ανάμεσα στο Ιερό Βήμα και τον κυρίως ναό. Αρχικά είχε τη μορφή κιγκλιδώματος και αργότερα έγινε λίθινο ή μαρμάρινο. Συναντάται κατά κανόνα την Παλαιοχριστιανική εποχή. Στην κάτοψη είναι ευθύ ή σε σχήμα Π. Αποτελείται από κιονίσκους ή πεσσίσκους και ανάμεσα έχει πλάκες, τα θωράκια. Σταυροί και φυτικά μοτίβα είναι η συνήθης ανάγλυφη διακόσμηση του φράγματος. Πηγές Θεοφάνης, Χρονογραφία I, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1980), σελ. 439 440. Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 1 (Leipzig 1901, ανατ. 1975), σελ. 22. Ψευδο Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 2 (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 197 198, 216 217. Παραθέματα Μαρτυρία για τη μετακομιδή των λειψάνων της αγίας Ευφημίας στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Μαρκιανὸν τὸν βασιλέα ἐγένετο Εὐτύχους τινὸς μαθητὴς ὀνόματι Ἄκατος, διάκονος ὑπάρχων τοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Εὐφημίας ὃς ἰδὼν ἡττηθέντας τοὺς κατὰ Εὐτύχην κατέλαβε Σεραπίωνα τὸ κάστρον τοῦτο δὲ ἦν ἓν τῶν Περσῶν, Ῥήγιον τοὔνομα. Ἐμήνυσε δὲ Περιττίῳ τῷ καστροφύλακι τὰ τῆς ἀσθενείας τῶν ἐν Καλχηδόνι οἰκούντων ὃς παρευθὺ τοῦ ἅρματος ἐπιβὰς οὕτως γὰρ τοῖς ἐν Ῥηγίῳ καστροφύλαξι πέφυκε μετὰ ἑβδομήκοντα χιλιάδων ἔρχεται ἐπὶ τὴν Καλχηδονίων μητρόπολιν οἱ δὲ ἐκεῖσε προγνόντες ἔφυγον ἐν τῷ Βυζαντίῳ ἄραντες μεθ ἑαυτῶν καὶ τὰ τίμια λείψανα τῆς ἁγίας Εὐφημίας Ψευδο Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 2 (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 197 198. Λανθασμένη απόδοση του ναού της Αγίας Ευφημίας στον Κωνσταντίνο Α στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρεν τῆς ἁγίας Εὐφημίας τῆς πανευφήμου τὸν ναὸν ἐν τῷ Ἱπποδρομίῳ τιμήσας αὐτὸν διὰ πολυτελοῦς ὕλης παρελθόντων δὲ υμβʹ χρόνων, ἐλθόντος τοῦ μισοθέου Κοπρωνύμου, ἀρμαμέντον καὶ κοπροθέσιον τοῦτον ἐποίησεν καὶ τὸ λείψανον τῆς ἁγίας σὺν τῇ λάρνακι εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ἀπέρριψεν μετὰ δὲ χρόνους λζʹ Εἰρήνη ἡ εὐσεβεστάτη ἄνασσα ἡ Ἀθηναία τοῦτον πάλιν ἀνῳκοδόμησεν καὶ τὸ λείψανον εὑροῦσα ἔφερεν. Ψευδο Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 2 (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 216 217. Οι θρύλοι γύρω από τη δήθεν εκκοσμίκευση του ναού από τον Κωνσταντίνο Ε και την αποκατάστασή του από την Ειρήνη την Αθηναία τοιοῦτον γοῦν τι καὶ εἰς τὸ τιμαλφέστατον λείψανον τῆς πανευφήμου μάρτυρος Εὐφημίας ὁ ἀνόσιος βασιλεὺς διεπράξατο βυθίσας αὐτὸ σὺν τῇ λάρνακι, μὴ φέρων ὁρᾷν μυροδοτοῦσαν αὐτὴν ἐπὶ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἐλέγχουσαν αὐτοῦ τὰ κατὰ τῶν πρεσβειῶν <τῶν ἁγίων> ληρήματα. ἀλλ ὁ θεὸς ὁ φυλάσσων τὰ ὀστᾶ τῶν εὐαρεστούντων αὐτῷ, κατὰ τὰ λόγια, ἀσινὲς τοῦτο διεφύλαξε πάλιν ἀναδείξας αὐτὸ ἐν τῇ Λήμνῳ νήσῳ. διὰ γὰρ νυκτερινῆς ὁράσεως κείμενον ἀρθῆναι προσέταξε καὶ φυλάττεσθαι. ἐπὶ δὲ Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, ἰνδικτιῶνι δʹ, μετὰ τῆς πρεπούσης τιμῆς ἐπανῆλθεν ἐν τῷ τεμένει αὐτῆς, ὃ αὐτὸς μὲν ὡς τῶν ἐκκλησιῶν ἐχθρὸς κοινώσας ἀρμαμέντον καὶ κοπροθέσιον ἐποίησεν, αὐτοὶ δὲ ἀνακαθήραντες τοῦτο πάλιν καθιέρωσαν πρὸς ἔλεγχον μὲν τῆς τούτου ἀθεότητος, ἔνδειξιν δὲ τῆς τούτων θεοσεβείας. Δημιουργήθηκε στις 22/5/2017 Σελίδα 5/6
Θεοφάνης, Χρονογραφία I, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1980), σελ. 439 434. Χρονολόγιο περ. 429: Ανέγερση του παλατιού του Αντιόχου πρώιμος 7ος αι.: Το βορειοανατολικό τμήμα του παλατιού μετατρέπεται σε ναό της Αγίας Ευφημίας. Μεταφορά των λειψάνων της Ευφημίας της Χαλκηδόνας στην Κωνσταντινούπολη επί Κωνσταντίνου Ε (741 775): Σύμφωνα με την παράδοση, ο ναός μετατρέπεται σε αποθήκη περ. 797: Αποκατάσταση του ναού ύστερος 13ος αι.: Κύκλος τοιχογραφιών με το βίο και το μαρτύριο της αγίας Ευφημίας προστίθεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του ναού 1939: Το οικοδόμημα ανακαλύπτεται εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη 1942: Ο A.M. Schneider ξεκινά ανασκαφές στο χώρο του ναού Δημιουργήθηκε στις 22/5/2017 Σελίδα 6/6