ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡ. 16 ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ ΡΕΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΛΑΓΙΟΥ ΒΙΡΓΙΝΙΑ Α.Μ. 1340200000723 ΑΘΗΝΑ - ΜΑΪΟΣ 2004
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. 1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ.. 3 2. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ 4 α. Η ελευθερία επιλογής και ενασχολήσεως µε την επιστήµη 4 β. Η ελευθερία της επιστηµονικής γνώµης. 5 γ. Επιστήµη και πολιτική.. 3. Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΑΥΤΟ ΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΕΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 6 α. Η πανεπιστηµιακή αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ και οι πανεπιστηµιακοί δάσκαλοι ως δηµόσιοι λειτουργοί. 6 4 Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ Ι ΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ. 9 5. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. 13 α. Ατοµικό δικαίωµα και θεσµική εγγύηση. 13 β. Τα πάντα υπόκεινται στην έρευνα 14 γ. Ελευθερία επιλογής του αντικειµένου και της µεθόδου της έρευνας 14 δ. Ελευθερία προσβάσεως στα πορίσµατα της µέχρι τούδε έρευνας 15 ε. Ελευθερία δηµοσιεύσεως των πορισµάτων της έρευνας 15 6. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ.. 16 α. Ελευθερία καθορισµού των όρων της πανεπιστηµιακής διδασκαλίας. 16 β. Ελευθερία του διδάσκεσθαι 17 7. ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ 18 8. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ 19 9. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ 20 α. Περιορισµοί µεθόδου έρευνας και περιορισµοί µεθόδου διδασκαλίας 20 10. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 22 11. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 24 12. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 25 2
1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγµατος «η επιστήµη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες η ανάπτυξη και προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Η ακαδηµαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγµα». Σύµφωνα µε την έννοια της διατάξεως αυτής, επιστήµη είναι η αναζήτηση, ανάπτυξη και αξιοποίηση της γνώσεως. Συστατικό στοιχείο της επιστήµης είναι η έρευνα και η διδασκαλία, η οποία είναι απαραίτητη για την συνέχιση της επιστηµονικής έρευνας. Η επιστηµονική έρευνα είναι ελεύθερη, εντός ή εκτός Πανεπιστηµίου. Η ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας αποτελεί την ακαδηµαϊκή ελευθερία. Το άρθρο 16 παρ. 1 του Σ. κατοχυρώνει ένα status negativus αλλά και ένα status positivus αφού η ανάπτυξη και προαγωγή της επιστήµης, της έρευνας και της διδασκαλίας αποτελούν υποχρέωση του κράτους. Πρόκειται εποµένως για Συνταγµατικό δικαίωµα, αλλά και θεσµική εγγύηση, δηλαδή η συνταγµατική κατοχύρωση ενός θεσµού. Η ακαδηµαϊκή ελευθερία ως θεσµική εγγύηση σε συνδυασµό µε την πανεπιστηµιακή αυτοδιοίκηση είναι το πλαίσιο µέσα στο οποίο γεννιέται και ακµάζει η επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία. 3
2. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ α. Η ελευθερία επιλογής και ενασχολήσεως µε την επιστήµη Η ελευθερία της επιστήµης περιλαµβάνει την ελευθερία επιλογής και ενασχολήσεως µε οποιαδήποτε επιστήµη. Με τον όρο «επιστήµη» εννοούµε την προσπάθεια κατάκτησης «τέλειας», ακριβούς και ολοκληρωµένης γνώσης, χωρίς θεµατικούς περιορισµούς. Στην κατά το Σύνταγµα έννοια της επιστήµης στο άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγµατος περιλαµβάνεται και οτιδήποτε µπορεί, σύµφωνα µε την µορφή και το περιεχόµενό του, να θεωρηθεί ως σοβαρή και προγραµµατισµένη προσπάθεια εξεύρεσης της αλήθειας. β. Η ελευθερία της επιστηµονικής γνώµης. Η ελευθερία της επιστήµης περιλαµβάνει και την ελευθερία της επιστηµονικής γνώµης και πιο συγκεκριµένα την ελευθερία της διαµορφώσεως, διατηρήσεως ή αλλαγής εκφράσεως και διαδόσεως ή αποσιωπήσεως µιας επιστηµονικής γνώµης και θετικής ή αρνητικής αντιδράσεως σ αυτήν. Η ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της επιστηµονικής γνώµης σηµαίνει το ανεπίτρεπτο οποιουδήποτε ελέγχου και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άδεια της προφορικής ή γραπτής εκφράσεως της επιστηµονικής γνώµης και το ανεπίτρεπτο δυσµενών επιπτώσεων σε µια οποιαδήποτε επιστηµονική γνώµη. Στην ελευθερία της επιστηµονικής γνώµης περιλαµβάνεται οπωσδήποτε και η αµφισβήτηση των κυρίαρχων επιστηµονικών απόψεων ή θεωριών και η τυχόν ανάπτυξη εναλλακτικών εκδοχών για την επιστήµη. Με τον ελεύθερο επιστηµονικό διάλογο εξασφαλίζεται η ανάπτυξη και προαγωγή της επιστήµης, της έρευνας και διδασκαλίας. 4
γ. Επιστήµη και πολιτική Στο πλαίσιο της αναπτύξεως της ελευθερίας της επιστήµης αξίζει να παρατηρηθεί και η σχέση της επιστήµης µε την πολιτική. Η επιστήµη δεν είναι α-πολιτική ούτε πολιτικά ουδέτερη, η επιστήµη δεν µπορεί να βρίσκεται έξω από την πολιτική. Στοιχείο της ελευθερίας της επιστήµης και ειδικότερα της ακαδηµαϊκής ελευθερίας είναι η αναγνώριση και κατοχύρωση της πολλαπλότητας των επιστηµονικών θεωριών και απόψεων και συνεπώς της ελευθερίας του επιστηµονικού διαλόγου. Στην εποχή µας, η κοινωνία µας χαρακτηρίζεται από την «πολιτικοποίηση» και την «επιστηµονικοποίηση» των σχέσεων παραγωγής και των σχέσεων κυριαρχίας, µε αποτέλεσµα η επιστήµη να γίνεται κινητήρια δύναµη της κοινωνικοπολιτικής προόδου. Στην σήµερον ηµέρα, η θεωρία οργανώνει την πρακτική, υπάρχει ενότητα θεωρίας και πράξης, οι δε επιστήµονες δεν αρκούνται απλώς στην έρευνα και ερµηνεία του κόσµου αλλά γίνεται και µια συλλογική προσπάθεια τροποποίησης και εξέλιξής του. Έτσι δεν υφίσταται διάκριση µεταξύ «καθαρής επιστήµης» και πολιτικής ή µεταξύ επιστήµης και αξιολογικών κρίσεων του επιστήµονα. Οι αξιολογικές κρίσεις δεν είναι µόνο αναπόφευκτες αλλά και επιβεβληµένες. εν είναι δηλαδή µόνο δικαίωµα αλλά και καθήκον. Ο ακαδηµαϊκός δάσκαλος δεν δικαιούται να είναι ψυχρός και αδιάφορος ερευνητής. Φυσικά ο Πανεπιστηµιακός δάσκαλος δεν πρέπει να κάνει πολιτική, µε την έννοια ότι δεν πρέπει να επιδιώκεται µέσω της ακαδηµαϊκής διδασκαλίας η προπαγάνδα υπέρ ή κατά πολιτικών ή κοµµατικών θέσεων. Κάτι τέτοιο πάει να είναι επιστήµη αλλά καταλήγει σε στρατευµένη επιστήµη, η οποία αντίκειται στο Σύνταγµα. 5
3. Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΑΥΤΟ ΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΕΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ α. Η πανεπιστηµιακή αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ και οι πανεπιστηµιακοί δάσκαλοι ως δηµόσιοι λειτουργοί Κατά το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. 1 του Συντάγµατος «η ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου µε πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύµατα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του κράτους, έχουν δικαίωµα να ενισχύονται οικονοµικά από αυτό και λειτουργούν σύµφωνα µε τους νόµους που αφορούν τους οργανισµούς τους». Εποµένως, από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι ανώτατες σχολές δεν µπορούν να ιδρύσουν ιδιώτες, φυσικά ή νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Ανώτατες σχολές µπορεί να ιδρύσει µόνο το κράτος γι αυτό και µιλάµε για κρατικό µονοπώλιο ανώτατης Παιδείας. Όλες οι ανώτατες σχολές συνιστώνται και λειτουργούν ως νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Κατά το Σύνταγµα, το πανεπιστήµιο είναι ένα ίδρυµα που παρέχει ορισµένες υπηρεσίες: επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία. Στο έδαφος του Πανεπιστηµίου δηλαδή ανθίζει η ακαδηµαϊκή ελευθερία. Ο τρόπος λειτουργίας και διοικήσεως του Πανεπιστηµίου κρίνεται µε κριτήριο την εκπλήρωση του σκοπού αυτού. Η ακαδηµαϊκή ελευθερία προϋποθέτει και συνεπάγεται την αυτοδιοίκηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων. Το Σύνταγµα του 1952 όρισε για πρώτη φορά ότι τα Α.Ε.Ι. αυτοδιοικούνται. Αυτοδιοίκηση σηµαίνει την άσκηση διοικητικών αρµοδιοτήτων από διοικητική µονάδα που βρίσκεται εκτός του σώµατος των Κρατικών υπηρεσιών και είναι οργανωµένη ως ξεχωριστό νοµικό πρόσωπο που ορίζει 6
µόνο τα πρόσωπα που το διοικούν. Στην πράξη βέβαια υπάρχουν ακόµα πολυάριθµα ζητήµατα που ρυθµίζονται µε Προεδρικό ιάταγµα ή Υπουργική απόφαση. Ακόµα σπουδαιότερη είναι η δηµοσιονοµική εξάρτηση των ΑΕΙ από την διοίκηση. Κατά την νοµολογία του Συµβουλίου της Επικράτειας «πλήρης αυτοδιοίκηση» των ΑΕΙ είναι η εξουσία «να αποφασίζουν επί των ιδίων υποθέσεων δι ιδίων οργάνων, εις την οποίαν περιλαµβάνονται η εξουσία της επιλογής δια των ιδίων αυτών οργάνων του διδακτικού και του διοικητικού προσωπικού αυτών, εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων, οι οποίοι διέπουν την οργάνωσιν και λειτουργίαν των ιδρυµάτων τούτων». Η «πλήρης αυτοδιοίκησις» των ΑΕΙ έχει διφυή υπόσταση: Αφενός πρόκειται για ατοµικό δικαίωµα, αφού αποτελεί τη φυσική προέκταση της ακαδηµαϊκής ελευθερίας κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγµατος κι αφετέρου πρόκειται για θεσµική εγγύηση αφού το αυτοδιοικούµενο Πανεπιστήµιο καθιερώνεται ως θεσµός κυρίως για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της ανάπτυξης και προαγωγής της επιστήµης που αποτελεί «υποχρέωση» και «αποστολή» του κράτους. Η αυτοδιοίκηση έγκειται στην διοικητική και δηµοσιονοµική αυτοτέλεια του νοµικού προσώπου. Από την διοικητική αυτοτέλεια των ΑΕΙ απορρέει η εξουσία τους να εκλεγούν τα όργανά τους. Ακόµα συνεπάγεται την εξουσία των ΑΕΙ να αποφασίζουν τις υποθέσεις τους µε δικά τους όργανα. Από την συνταγµατικά προστατευόµενη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ συνεπάγεται και η οικονοµική ή δηµοσιονοµική τους αυτοτέλεια. ηµοσιονοµική αυτοτέλεια είναι η οικονοµική ανεξαρτησία του αυτοδιοικούµενου οργανισµού, µε την έννοια ότι έχει δική του περιουσία και δικά του έσοδα, τα οποία διαχειρίζεται και διαθέτει κατά την δική του κρίση, συντάσσει δικό του προϋπολογισµό και απολογισµό και ασκεί το δικό του δηµοσιονοµικό έλεγχο. Σε ότι αφορά την οικονοµική αυτοτέλεια, πρόκειται για θεσµική εγγύηση που περιβάλει την πλήρη αυτοδιοίκηση και δηµιουργεί 7
αξίωση των ΑΕΙ κατά του κράτους για κάλυψη τουλάχιστον των στοιχειωδών λειτουργικών αναγκών του. Παρ όλα αυτά αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ δεν σηµαίνει και αυτονοµία. ηλαδή δεν έχουν την ικανότητα να εκδίδουν κανονιστικές πράξεις ανεξαρτήτως νοµοθετικής εξουσιοδότησης. Η διάκριση αυτοδιοίκησης και αυτονοµίας είναι εύστοχη και ορθά έχει αποτυπωθεί στην νοµολογία του Συµβουλίου της Επικράτειας. Το άρθρο 16 παρ. 6 Συντ. προβλέπει ακόµη ότι οι καθηγητές των ΑΕΙ είναι δηµόσιοι λειτουργοί. Ο χαρακτηρισµός τους ως δηµόσιων λειτουργών υποδηλώνει ότι οι καθηγητές των ΑΕΙ δεν δεσµεύονται από ιεραρχικές διαταγές και υπηρεσιακές οδηγίες. Ειδικά, έναντι των δηµοσίων υπαλλήλων είναι και η µισθολογική τους µεταχείριση ούτως ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργική και προσωπική τους ανεξαρτησία. Οι καθηγητές των ΑΕΙ είναι ελεύθεροι να καθορίζουν το αντικείµενο, το περιεχόµενο και την µέθοδο της επιστηµονικής τους έρευνας και διδασκαλίας και να εκφράζουν τις επιστηµονικές τους απόψεις και ερευνητικές τους διαπιστώσεις, η δε θέση τους ως δηµοσίων λειτουργών τους επιβάλλει µόνο σε ειδικούς περιορισµούς. Κοινό χαρακτηριστικό µε τους δηµόσιους υπαλλήλους αποτελεί η Μονιµότης των καθηγητών των ΑΕΙ. Αντίθετα όµως µε τους δηµόσιους υπαλλήλους, το Σύνταγµα παρέχει στους καθηγητές των ΑΕΙ, για λόγους εγγυήσεως της ακαδηµαϊκής ελευθερίας, αυξηµένη ανεξαρτησία την οποία ο νοµοθέτης δεν µπορεί να αλλάξει ούτε καν να την καταργήσει. Τέλος, οι καθηγητές των ΑΕΙ διακρίνονται και από το λοιπό διδακτικό προσωπικό. ηµόσιοι λειτουργοί χαρακτηρίζονται από το Σύνταγµα µόνο οι καθηγητές, ενώ το λοιπό διδακτικό προσωπικό επιτελεί δηµόσιο λειτούργηµα. 8
4. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ Ι ΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Ακαδηµαϊκή ελευθερία είναι η ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας στο πλαίσιο του αυτοδιοικούµενου πανεπιστηµίου ή άλλου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύµατος. Η συνταγµατική κατοχύρωση και προστασία της ακαδηµαϊκής ελευθερίας δεν παρουσιάζει µόνο θεωρητικό, αλλά ιδίως πρακτικό ενδιαφέρον. Η ακαδηµαϊκή ελευθερία ως ατοµικό δικαίωµα αναπτύσσεται και προστατεύεται κατά τον καλύτερο τρόπο σ ένα αυτοδιοικούµενο Πανεπιστήµιο. Η ακαδηµαϊκή ελευθερία ως θεσµική εγγύηση σε σύνδεσµο µε την πανεπιστηµιακή αυτοδιοίκηση προσφέρουν και εξασφαλίζουν το ευφορότερο έδαφος για την καλλιέργεια της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας. Ειδικότερη αναφορά γίνεται στο εδάφιο β της παρ. 1 του άρθρου 16 του Συντάγµατος, στην ακαδηµαϊκή ελευθερία. Αυτή δεν είναι παρά η ίδια η ελευθερία της έρευνας και της διδασκαλίας που ασκείται µέσα στον πανεπιστηµιακό χώρο. Πρόκειται συνεπώς για την ελευθερία των καθηγητών των πανεπιστηµίων, οι οποίοι είναι ελεύθεροι να κάµουν έρευνα, είναι ελεύθεροι να διδάσκουν το µάθηµά τους µε όποιον τρόπο το αντιλαµβάνονται και όπως ορίζει η παρ. 1 του άρθρου 16 του Συντάγµατος. Πρόκειται εποµένως για την ελευθερία καθενός µέλους της πανεπιστηµιακής κοινότητας να συµµετέχει στην έρευνα και την διδασκαλία, αναπτύσσοντας έτσι την προσωπικότητά του. Από την άποψη αυτή η ακαδηµαϊκή ελευθερία συνδέεται µε το γενικό δικαίωµα ελευθερίας του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγµατος και εντάσσεται στα ατοµικά δικαιώµατα που κατοχυρώνουν γενικά την ελευθερία της πνευµατικής κίνησης. 9
Στο πεδίο της ακαδηµαϊκής ελευθερίας εισέρχονται και στοιχεία θεσµικά, εφ όσον η συνταγµατική προστασία της δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των φορέων της, αλλά και στην προαγωγή της επιστήµης, η οποία είναι απαραίτητη για την πρόοδο της χώρας σε όλους τους τοµείς. Γι αυτό άλλωστε ανάγεται από το άρθρο 16 παρ. 1 Συντ. σε υποχρέωση του κράτους, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου γίνεται λόγος για «βασική αποστολή» του τελευταίου. Μάλιστα γίνεται γενικότερα δεκτό από την νοµολογία ότι «η αρχή της ακαδηµαϊκής ελευθερίας» εγγυάται την αδέσµευτη επιστηµονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία και νοείται όχι µόνο ως ατοµικό δικαίωµα των πανεπιστηµιακών καθηγητών ή ερευνητών αλλά και ως οργανωµένη δραστηριότητα, αναπτυσσόµενη σύµφωνα µε κανόνες που θεσπίζει και µε οικονοµικά µέσα που παρέχει το κράτος. Τα µέλη ΕΠ των ΑΕΙ έχουν ευθέως από το άρθρο 16 Συντ. ατοµικό δικαίωµα να αξιώσουν από το κράτος την εξασφάλιση των εν γένει προϋποθέσεων για την ακώλυτη άσκηση της διδακτικής και ερευνητικής τους δραστηριότητας, ως αναπόσπαστων στοιχείων της ακαδηµαϊκής τους ελευθερίας και ως αναγκαίων όρων της κατοχυρωµένης συνταγµατικά αποστολής τους ως ερευνητών. Ιδιαίτερη σηµασία έχει το κατά το άρθρο 16 παρ. 1 εδ. β Συντ. όριο της ακαδηµαϊκής ελευθερίας, η οριοθέτηση δηλαδή το «καθήκον υπακοής στο Σύνταγµα» καθήκον αυτονόητο. Οι ακαδηµαϊκοί διδάσκαλοι πρέπει να αντιληφθούν ότι υπάρχουν ορισµένα όρια, τα οποία δεν µπορούν να υπερβούν και οφείλουν να µην τα θίγουν, ορισµένα όρια ιερά. Πιο συγκεκριµένα «η υπακοή» έχει την έννοια ότι ο φορέας της ακαδηµαϊκής ελευθερίας µπορεί να αµφισβητήσει την ορθότητα, όχι όµως και την δεσµευτικότητα των επιλογών του συντακτικού νοµοθέτη. ιότι δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιήσει την ιδιότητά του ως ακαδηµαϊκού δασκάλου για να υπονοµεύσει το Σύνταγµα. Έτσι, ενόψει και της συνταγµατικά κατοχυρωµένης υποχρέωσης του κράτους για την ανάπτυξη και προαγωγή 10
της επιστήµης ισχύει σχετικά µε το καθήκον υπακοής στο Σύνταγµα ο κανόνας: «δεν υπάρχει ανυπακοή στο Σύνταγµα χωρίς ταυτόχρονη αντιεπιστηµονικότητα». Με άλλα λόγια το καθήκον υπακοής στο Σύνταγµα δεν επιβάλλει βασικά, στον ακαδηµαϊκό δάσκαλο παρά µόνο την υποχρέωση επιστηµονικότητας κατά την έρευνα και διδασκαλία. Ανυπακοή στο Σύνταγµα υπάρχει ιδίως όταν η τυχόν διαφωνία προς τους θεµελιώδεις κανόνες του, διατυπούµενη κατά την ακαδηµαϊκή διδασκαλία, δεν είναι προϊόν επιστηµονικής ανάλυσης, αλλά εκδήλωση πολιτικής πολεµικής. Σε κάθε περίπτωση το «καθήκον υπακοής» στο Σύνταγµα δεν αποκλείει την επιστηµονική κριτική, όχι µόνο των διατάξεων και θεσµών των, ακόµη και των θεµελιωδών, αλλά και της ουσίας και της όλης δοµής, καθώς και των κοινωνικοοικονοµικών βάσεων και των Πολιτικών λειτουργιών και εκδηλώσεων της κρατικής εξουσίας που είναι οργανωµένη µε το Σύνταγµα. Το «καθήκον υπακοής» στο Σύνταγµα δεν σηµαίνει υπακοή σε οδηγίες ή διαταγές, θέσεις ή γνώµες των εκάστοτε κυβερνώντων ή άλλων κρατικών οργάνων που περιορίζουν την επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία. εν είναι δυνατό ούτε µε νόµο, ούτε µε διοικητική πράξη ούτε µε δικαστική απόφαση να απαγορευτεί ή να υπαγορευτεί, άµεσα ή έµµεσα, στους ακαδηµαϊκούς δασκάλους η υποστήριξη οποιωνδήποτε επιστηµονικών θεωριών ή απόψεων. Η ακαδηµαϊκή ελευθερία, όπως οριοθετείται στο άρθρο 16 του Συντάγµατος, αποτελεί ιδιόρρυθµο ατοµικό δικαίωµα. Σε περίπτωση αµφιβολίας τεκµαίρεται ότι η ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας υπερισχύει. Αντίθετα, η προστασία της ακαδηµαϊκής ελευθερίας έρευνας και διδασκαλίας έτσι όπως καθιερώνεται στο Σύνταγµα είναι ευρύτερη από την προστασία της γενικότερης κοινής ελευθερίας έκφρασης και διάδοσης των στοχασµών, για την οποία προβλέπει το άρθρο 14 παρ. 1. ιότι αυτή η τελευταία τελεί «υπό την επιφύλαξη του νόµου», ο οποίος µπορεί να επιβάλλει ειδικότερους περιορισµούς κατά την ρύθµιση της άσκησής της. Αντίθετα, η ακαδηµαϊκή ελευθερία προστατεύεται ευρύτερα, απέναντι και στην 11
νοµοθετική εξουσία. Εκτός δηλαδή από τους περιορισµούς που θέτει το ίδιο το Σύνταγµα στο άρθρο 16 που προκύπτουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγµα, από την ιδιότητα του δηµοσίου λειτουργού και από την οργάνωση και λειτουργία των ΑΕΙ υπό την κρατική εποπτεία ο νόµος δεν µπορεί να επιβάλλει άλλους, προληπτικούς ή κατασταλτικούς περιορισµούς στο περιεχόµενο της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας. Έτσι θα ήταν αντισυνταγµατικός ο Νόµος που δεν θα επέτρεπε, π.χ. την διδασκαλία ορισµένων θεωριών ή απόψεων. Αντισυνταγµατικός θα ήταν επίσης ο νόµος που θα θέσπιζε ποινικές ή πειθαρχικές κυρώσεις ή θα προέβλεπε δυσµενείς γενικά συνέπειες για παρόµοιους λόγους (αποκλείοντας π.χ. από τα ΑΕΙ πρόσωπα που έχουν ορισµένες επιστηµονικές, κοσµοθεωρητικές ή πολιτικές αντιλήψεις). Τέτοιοι περιορισµοί δεν είναι δυνατό να θεσπιστούν έγκυρα από τον κοινό νοµοθέτη, δεν µπορούν φυσικά να επιβληθούν ούτε από την διοίκηση εν γένει, µε οποιαδήποτε διοικητική πράξη (κανονιστική ή ατοµική, διάταγµα ή υπουργική απόφαση, εγκύκλιο, διαταγή, οδηγία κτλ.). Συνεπώς ο ακαδηµαϊκός δάσκαλος δεν δεσµεύεται ως προς το περιεχόµενο της έρευνας και της διδασκαλίας του από τις τυχόν αντίθετες γνώµες των εκάστοτε κυβερνώντων, άσχετα από την µορφή, νοµική ή µη, µε την οποία αυτές εκδηλώνονται. Ως προς τον τρόπο όµως µε τον οποίο ασκεί την έρευνα και τη διδασκαλία ο ακαδηµαϊκός δάσκαλος υπόκειται: α) στους περιορισµούς λειτουργικής, τεχνικής και δεοντολογικής υφής που τίθενται από τους οργανισµούς των ΑΕΙ, ή σε αυτούς που προκύπτουν από την ιδιότητά του ως δηµόσιου λειτουργού και από την άσκηση του δηµόσιου λειτουργήµατός του, β) Στους γενικούς περιορισµούς κατασταλτικής υφής που απορρέουν από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα π.χ. για έσχατη προδοσία (άρθρο 135), περιύβριση αρχής και συµβόλων (άρθρο 181) εξύβριση και δυσφήµιση (άρθρα 361-363) κ.ο.κ. 12
5. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ α. Ατοµικό δικαίωµα και θεσµική εγγύηση Η νοµολογία του Συµβουλίου της επικρατείας δέχεται ότι η επιστηµονική έρευνα κατοχυρώνεται ως ατοµικό δικαίωµα του καθενός και όχι ως αποκλειστική αποστολή σκοπός του κράτους. Εποµένως κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο έχει το δικαίωµα να επιδίδεται σε επιστηµονική έρευνα. Η επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία είναι αλληλένδετες. Επιδιώκουν µε τη συστηµατική γνώση, η µεν πρώτη την προσέγγιση, η δε δεύτερη τη µετάδοση της επιστηµονικής αλήθειας. Η διδασκαλία προϋποθέτει οπωσδήποτε την έρευνα µε την οποία πετυχαίνεται νέα γνώση. Αλλά και η έρευνα προωθείται µε την διδασκαλία. Η άνθισή τους παρατηρείται κυρίως στα πανεπιστήµια και άλλα ΑΕΙ. Μέσα σ αυτά πραγµατοποιείται η επιστηµονική έρευνα, δηλαδή οι νοητικές και τεχνικές ενέργειες που αποσκοπούν, µε συστηµατικό και αποδεικτικό τρόπο, στην απόκτηση νέων γνώσεων, διεξαγόµενες είτε ατοµικά είτε συλλογικά. Η ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας που αποτελεί έκφραση της ακαδηµαϊκής ελευθερίας και προστατεύεται συνταγµατικά από το άρθρο 16 του Συντάγµατος έχει δύο όψεις: θεσπίζεται µία ατοµική ελευθερία που έγκειται κυρίως στο περιεχόµενο και στη µέθοδο της επιστηµονικής έρευνας. εν πρέπει να τίθενται φραγµοί, είτε νοµικής είτε τεχνικής είτε ιδεολογικής υφής από την κρατική εξουσία, η οποία οφείλει µάλιστα να τους αίρει όταν υπάρχουν. Η ελευθερία της επιστήµης και της έρευνας προστατεύεται από το Σύνταγµα αυτοτελώς και η διάταξη του άρθρου 16 1 ιδρύει ατοµικό δικαίωµα για κάθε επιστήµονα κι ερευνητή. Ακόµη ιδρύεται µια «θεσµική εγγύηση» που προστατεύει λειτουργικά την ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας. Το Σύνταγµα ανάγοντας την ανώτατη εκπαίδευση σε δηµόσια υπηρεσία που παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, τα οποία τελούν υπό την εποπτεία του κράτους 13
και ενισχύονται οικονοµικά από αυτό, θεσπίζει συνάµα την πλήρη αυτοδιοίκησή τους. Ο θεσµός της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ προστατεύεται απέναντι στον κοινό νοµοθέτη. Αφενός δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί µε νόµο αφ ετέρου ο νόµος οφείλει να οργανώνει τα ΑΕΙ µε τρόπο που να διασφαλίζεται η ακαδηµαϊκή ελευθερία και να προάγεται η επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία. β. Τα πάντα υπόκεινται στην έρευνα Η ελευθερία της έρευνας σηµαίνει καταρχήν ότι τα πάντα υπόκεινται στην έρευνα δεν υπάρχει δηλαδή αντικείµενο γνώσεως του οποίου να απαγορεύεται η έρευνα. Όλες οι επιστηµονικές γνώµες υπόκεινται στην έρευνα και στην κριτική. εν υπάρχουν απαραβίαστα επιστηµονικά δόγµατα. γ. Ελευθερία επιλογής του αντικειµένου και της µεθόδου της έρευνας Στην ελευθερία της έρευνας ως έννοια περιλαµβάνεται και η ελευθερία της επιλογής του αντικειµένου και της µεθόδου της έρευνας. Ενώ όλα τα θέµατα έρευνας είναι επιτρεπτά, δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση του δικαιώµατος σε σηµείο που ο ερευνητής να παραβιάζει δηµόσια πράγµατα ή στοιχεία που γενικώς δεν είναι προσιτά στο κοινό, π.χ. για λόγους δηµόσιας ασφάλειας ούτε βέβαια σε αντικείµενα ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Εν όψει της συνταγµατικά θεµελιωµένης υποχρεώσεως του κράτους να αναπτύσσει και προάγει την επιστηµονική έρευνα, οι περιορισµοί της έρευνας είναι επιτρεπτοί µόνο στο µέτρο που χωρίς αυτές δεν θα µπορούσε να προστατευτεί επιτακτικό δηµόσιο συµφέρον. Ο ερευνητής έχει δικαίωµα επιλογής µεθόδου της έρευνας αλλά από αυτήν την ελευθερία δεν συνάγεται ότι ο ερευνητής µπορεί να εφαρµόσει µεθόδους που συνεπάγονται την διενέργεια πράξεων που απαγορεύονται και τιµωρούνται, γιατί για παράδειγµα προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή διακινδυνεύουν την ατοµική ή δηµόσια υγεία. 14
δ. Ελευθερία προσβάσεως στα πορίσµατα της µέχρι τούδε έρευνας Από την ελευθερία της έρευνας συνάγεται η ελευθερία προσβάσεως στα πορίσµατα της µέχρι τούδε έρευνας. ηλαδή ο κάθε ερευνητής µπορεί να έχει πρόσβαση µόνο σε προσιτά δηµόσια ερευνητικά στοιχεία και όχι σε αυτά που δεν είναι δηµοσιευµένα ή που είναι εµπιστευτικά για λόγους π.χ. δηµόσιας ασφάλειας και φυσικά δεν έχει πρόσβαση σε στοιχεία ιδιωτικής έρευνας. ε. Ελευθερία δηµοσιεύσεως των πορισµάτων της έρευνας Μια άλλη πρακτική εφαρµογή της ελευθερίας της έρευνας είναι η ελευθερία ανακοινώσεως, δηµοσιεύσεως και διαδόσεως των ερευνητικών πορισµάτων. Η ανακοίνωση αυτή µπορεί να γίνει όχι µόνο στον κλειστό πανεπιστηµιακό κύκλο ή σε επιστηµονικά συνέδρια αλλά και σε οµιλίες προς το ευρύτερο κοινό ή στην τηλεόραση, σε ραδιοφωνική εκποµπή ή σε συνέντευξη σε δηµοσιογράφους κλπ. Ο Πανεπιστηµιακός ερευνητής, παρά την ιδιότητά του ως δηµόσιος λειτουργός, έχει δικαίωµα να επιλέξει εξωπανεπιστηµιακό κοινό, για την ανακοίνωση των ερευνητικών του πορισµάτων. Άλλωστε οποιοδήποτε αντικείµενο έρευνας προάγει και εξυπηρετεί το δηµόσιο συµφέρον. Από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας 376/34 συνάγεται υποχρέωση του καθηγητή Πανεπιστηµίου να εκθέτει τα πορίσµατα της επιστηµονικής του έρευνας στο ευρύτερο κοινό. Το σχετικό δικαίωµα αποτελεί ασφαλώς έννοµη αξίωση που δεν εξαρτάται από καµία προηγούµενη άδεια ή έγκριση, έστω και αν η ανακοίνωση των ερευνητικών αποτελεσµάτων αποτελεί άσκηση κριτικής της κυβερνητικής πολιτικής ή αδράνειας. 15
6. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ Όπως ανέφερα πιο πάνω η επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία είναι αλληλένδετες. Η διδασκαλία προϋποθέτει οπωσδήποτε την έρευνα, µε την οποία πετυχαίνεται νέα γνώση. ιδασκαλία, εννοιολογικά σηµαίνει γνωστοποίηση και µεθοδική µετάδοση, µε τεκµηριωµένο και παιδαγωγικό τρόπο, των πορισµάτων της έρευνας είτε προφορικά (σε µαθήµατα, παραδόσεις, φροντιστήρια, ασκήσεις, διαλέξεις) είτε γραπτά µε συγγράµµατα, διατριβές, µελέτες, σηµειώσεις και άλλα δηµοσιεύµατα ιδίως για την προσφορά έργου και την κατάρτιση νέων επιστηµόνων. Έτσι η ελευθερία της διδασκαλίας µαζί µε την ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας αποτελεί την ακαδηµαϊκή ελευθερία. Σε ότι αφορά την ελευθερία της διδασκαλίας και εδώ πάλι πρόκειται σαφώς για ατοµικό δικαίωµα που θεµελιώνει αξίωση απέναντι στην κρατική εξουσία να µην επεµβαίνει περιοριστικά στην διαδικασία κτήσης και µετάδοσης των επιστηµονικών γνώσεων. Παράλληλα ιδρύεται µία θεσµική εγγύηση που προστατεύει λειτουργικά την ελευθερία της διδασκαλίας. α. Ελευθερία καθορισµού των όρων της πανεπιστηµιακής διδασκαλίας Το αντικείµενο της διδασκαλίας δηλαδή η διδακτέα και εξεταστέα ύλη καθορίζεται βασικά από τον οργανισµό της οικείας Σχολής και συγκεκριµενοποιείται συνήθως από τα αρµόδια συλλογικά όργανά της. Οι διδάσκοντες οφείλουν να συµµορφωθούν µε το πρόγραµµα Σπουδών και το ωράριο διδασκαλίας. Ελευθερία της διδασκαλίας σηµαίνει ελευθερία διδασκαλίας οποιασδήποτε επιστηµονικής απόψεως, χωρίς δυσµενείς συνέπειες για τον διδάσκοντα. Η απαγόρευση διδασκαλίας µιας ορισµένης επιστηµονικής θεωρίας αντίκειται στο Σύνταγµα. Η ελευθερία της διδασκαλίας περιλαµβάνει την ελευθερία καθορισµού των όρων της διδασκαλίας, καθορισµό του 16
ακροατηρίου, των θεµάτων, της µεθόδου του χρόνου και του χώρου της διδασκαλίας. Παρ όλο που στο πλαίσιο της πανεπιστηµιακής διδασκαλίας, τα οργανωτικά πλαίσια του προγράµµατος σπουδών επιβάλλουν περιορισµούς. Η ελευθερία της διδασκαλίας όπως συνάγεται από το άρθρο 16 απρ. 1 του Συντάγµατος αφορά µόνο την επιστηµονική διδασκαλία πανεπιστηµιακού επιπέδου είτε γίνεται εντός είτε εκτός πανεπιστηµίου. β. Ελευθερία του διδάσκεσθαι Η ελευθερία του διδάσκειν, όσο και η ελευθερία του διδάσκεσθαι συµπεριλαµβάνονται επίσης στην ελευθερία της διδασκαλίας. Ο διδασκόµενος βέβαια περιορίζεται σηµαντικά στο πλαίσιο του προγράµµατος σπουδών του πανεπιστηµίου αλλά δεν αποκλείεται εντελώς ως προς το θέµα και από ποιόν διδάσκοντα θα διδαχθεί. 7. ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ Φορείς της ελευθερίας της επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας είναι φυσικά και νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ηµεδαποί και αλλοδαποί, ανεξάρτητα από το αν ασκούν έρευνα εντός ή εκτός των πανεπιστηµίων στον δηµόσιο ή ιδιωτικό τοµέα. Φορείς του δικαιώµατος εντός των πανεπιστηµίων είναι όλοι οι πανεπιστηµιακοί διδάσκαλοι, όλων κατ αρχήν, των βαθµίδων. Η ελευθερία της επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας, νοείται έναντι του κράτους και των άλλων φορέων δηµόσιας εξουσίας. Σ αυτούς ανήκουν και τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα που είναι κατά το Σύνταγµα Νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Αν υπάρχουν κάποια κρατικά µέτρα που σαφώς αντιβαίνουν στην κρατική υποχρέωση να αναπτύσσει και να προάγει την επιστήµη, έρευνα και διδασκαλία, τέτοια µέτρα είναι αντισυνταγµατικά και οι επιστήµονες µπορούν να επικαλεσθούν την αντισυνταγµατικότητά τους. 17
8. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ Εκτός από το θέµα της παροχής από το κράτος στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα των κατάλληλων χώρων για την επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία, υπάρχει και το θέµα της αποχής της κρατικής εξουσίας από επεµβάσεις σ αυτούς τους χώρους. Πρόκειται για το Πανεπιστηµιακό άσυλο. Το πανεπιστηµιακό άσυλο, προστατεύει όλα τα µέλη της πανεπιστηµιακής κοινότητας, διδάσκοντες και διδασκόµενους και γενικά όσους βρίσκονται εκεί µε την συναίνεση των αρµόδιων ακαδηµαϊκών οργάνων. Το πανεπιστηµιακό άσυλο συνέχεται άρρηκτα τόσο µε την ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας όσο και µε την πλήρη αυτοδιοίκηση των πανεπιστηµίων και εµπεριέχεται ουσιαστικά στην κατοχύρωση της ακαδηµαϊκής ελευθερίας στο άρθρο 16 του Συντάγµατος. Η τήρηση της τάξης και ασφάλειας στο σύνολο των χωρών λειτουργίας των ΑΕΙ ανήκει στην αποκλειστική αρµοδιότητα και ευθύνη των αρχών που διοικούν το ίδρυµα αυτό σηµαίνει ότι χωρίς την θέληση της Συγκλήτου τα αστυνοµικά όργανα δεν µπορούν να εισδύσουν και να επέµβουν παρά µόνο σε περίπτωση που τελείται αξιόποινη πράξη, η οποία στρέφεται κατά της ζωής ή της σωµατικής ακεραιότητας. 18
9. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Περιορισµοί µεθόδου έρευνας και περιορισµοί µεθόδου διδασκαλίας Το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγµατος διακηρύσσει την ελευθερία της επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας χωρίς περιορισµούς. Βέβαια αυτό δεν σηµαίνει πως επιτρέπεται ο επιστήµονας να χρησιµοποιήσει το δικαίωµά του καταχρηστικά. Κάτι τέτοιο αντίκειται στο Σύνταγµα. Και ο επιστήµονας λοιπόν ή ο ερευνητής, υπόκειται στο γενικώς ισχύον δίκαιο. Η ελευθερία της επιστήµης δεν δίνει στον επιστήµονα το δικαίωµα να διαπράττει για παράδειγµα εσχάτη προδοσία κατά την άσκηση της επιστήµης του ή άλλα εγκλήµατα ή παράνοµες πράξεις που αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη. Ο επιστηµονικός ερευνητής δεν δικαιούται, επικαλούµενος την ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας, να εφαρµόζει µεθόδους που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή διακινδυνεύουν την ατοµική ή δηµόσια υγεία. Η υπαγωγή της ελευθερίας της επιστήµης στους γενικώς ισχύοντες νόµους δεν σηµαίνει ότι η ελευθερία της επιστήµης δεν προστατεύεται έναντι του νοµοθέτη. Μόνο οι γενικοί νόµοι µπορούν να περιορίσουν την ελευθερία της επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας, νόµοι δηλαδή που προστατεύουν γενικά και αντικειµενικά ένα έννοµο αγαθό, χωρίς να στρέφονται συγκεκριµένα κατά ορισµένου προσώπου ή κατά ορισµένης επιστηµονικής θεωρίας. Ούτε φυσικά να καθιστούν αδύνατη την επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία της οποίας η ανάπτυξη και προαγωγή αποτελεί υποχρέωση του κράτους κατά το Σύνταγµα. Η ελευθερία της επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας υπόκειται µόνο σε γενικούς και όχι σε ειδικούς περιορισµούς. Η άσκηση του δικαιώµατος της ακαδηµαϊκής ελευθερίας και πιο συγκεκριµένα η ελευθερία της έρευνας και διδασκαλίας περιορίζεται αντικειµενικά από το γεγονός ότι εντάσσεται στην όλη δοµή, οργάνωση και 19
λειτουργία των ΑΕΙ. Οι περιορισµοί αυτοί είναι αναπόφευκτοι και ειδικότερα πρόκειται για τον περιορισµό του αντικειµένου της διδασκαλίας δηλαδή η διδακτέα και εξεταστέα ύλη, το συγκεκριµένο πρόγραµµα σπουδών και το ωράριο διδασκαλίας. Έτσι περιορίζεται σηµαντικά στην πράξη το δικαίωµα της ακαδηµαϊκής ελευθερίας. Περιοριστική της ακαδηµαϊκής ελευθερίας είναι η θέσπιση υποχρέωσης των καθηγητών των ΑΕΙ να συγγράψουν και δηµοσιεύσουν σε σύντοµη προθεσµία τις παραδόσεις του µαθήµατος που διδάσκουν. Η επιλογή των θεµάτων έρευνας είναι περισσότερο ελεύθερη και αυτή όµως αποβαίνει αντικειµενικά περιορισµένη, όταν προϋποθέτει συλλογική δουλειά, οµαδική εργασία δηλαδή την συνεργασία και άλλων ερευνητών. Ένας άλλος περιορισµός της ελευθερίας της έρευνας στην πράξη είναι η έλλειψη υλικών και τεχνικών µέσων, υποδοµής (δηλαδή εργαστηρίων, µηχανηµάτων, βιβλιοθηκών, χώρων κλπ.). Από την οργάνωση και λειτουργία των ΑΕΙ προκύπτουν και άλλοι περιορισµοί για την µέθοδο της έρευνας. Ναι µεν ο ακαδηµαϊκός διδάσκαλος έχει την συνταγµατικά κατοχυρωµένη ελευθερία να επιλέξει οποιαδήποτε µέθοδο έρευνας και προσέγγισης της επιστηµονικής αλήθειας που τον εξυπηρετεί, χωρίς να δεσµεύεται από οδηγίες και υποδείξεις, υπαγορεύσεις ή απαγορεύσεις αλλά από άποψη οργανωτικής µεθόδου έρευνας υφίστανται περιορισµοί, κυρίως υλικής φύσεως, υποδοµής, εργαστηρίων, κ.ο.κ. Ως προς την επιλογή µεθόδου διδασκαλίας, υφίστανται περιορισµοί σε ότι αφορά την οργανωτική µέθοδο διδασκαλίας. Αν για παράδειγµα η διδασκαλία θα γίνεται ή όχι «καθέδρας», σε µεγάλο ακροατήριο ή σε µικρή οµάδα, αν θα είναι γραπτές ή προφορικές κ.ά. Όλα αυτά, καθώς και το πρόγραµµα σπουδών και το ωράριο διδασκαλίας ρυθµίζονται µε τρόπο ενιαίο και άρα δεσµευτικό και περιοριστικό για τους διδάσκοντες από το ΑΕΙ, τον κανονισµό της Σχολής, του Τµήµατος ή τον Τοµέα. Όλοι οι παραπάνω περιορισµοί οριοθετούν την ακαδηµαϊκή ελευθερία. 20
10. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγµατος κατοχυρώνει την ελευθερία της επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας. Η αναζήτηση, ανάπτυξη και αξιοποίηση της γνώσεως είναι σύµφωνα µε την διάταξη αυτή, η εννοιολογική σηµασία του όρου επιστήµη. Τον όρο επιστήµη απαρτίζουν η έρευνα και η διδασκαλία. Η επιστηµονική έρευνα και διδασκαλία αποτελούν την ακαδηµαϊκή ελευθερία. Η ακαδηµαϊκή ελευθερία όπως κατοχυρώνεται συνταγµατικά στο άρθρο 16, αποτελεί συνταγµατικό δικαίωµα αλλά και θεσµική εγγύηση. Φυσικά η «ακαδηµαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγµα», αλλά η ανάπτυξη και προαγωγή της επιστήµης, έρευνας και διδασκαλίας στο πλαίσιο του αυτοδιοικούµενου Πανεπιστηµίου, αποτελούν υποχρέωση του κράτους. Η ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας είναι ουσιαστικά δύο έννοιες αλληλένδετες. Ως συστατικά στοιχεία της ακαδηµαϊκής ελευθερίας ένα άλλο εξίσου σηµαντικό στοιχείο είναι η αναγνώριση και κατοχύρωση της πολλαπλότητας των επιστηµονικών θεωριών και απόψεων και συνεπώς της ελευθερίας του επιστηµονικού διαλόγου. Στην κοινωνία µας σήµερα, η θεωρία οργανώνει την πρακτική, υπάρχει ενότητα θεωρίας και πράξης. Οι επιστήµονες ή ερευνητές, δεν ερµηνεύουν ούτε απλώς ερευνούν τον κόσµο, ως φυσικό ψυχικό και κοινωνικό, αλλά προσπαθούν και να τον αλλάξουν. Η επιστηµονική έρευνα δεν τελειώνει µε την γνώση, ούτε η διδασκαλία µε την απλή µετάδοσή της. Ολοκληρώνονται µε τη µεθόδευση της λειτουργικότητάς τους στην πράξη. Και η λειτουργικότητα είναι αρνητική, όταν η επιστήµη εµφανίζεται αδιάφορη για τις κοινωνικοπολιτικές συνέπειές τους ή όταν γίνεται όργανο της εξουσίας, είναι δε θετική, όταν συµβάλλει στην 21
κοινωνική πρόοδο που στοιχείο της αποτελεί η ελευθερία της επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας. Η προστασία της επιστήµης και της ακαδηµαϊκής ελευθερίας ειδικότερα, δεν είναι µόνο συνταγµατική διάταξη. Είναι και «κατάκτηση», η οποία θα λειτουργήσει στο µέτρο ιδίως που οι διδάσκοντες και οι διδασκόµενοι στα ΑΕΙ θα έχουν την δύναµη και τη θέληση να τις περιφρουρήσουν και να τις αξιοποιήσουν. 22
11. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - Βενιζέλος Ευ., Τα πανεπιστηµιακά όργανα κατά το ν. 1268/1982 και η πλήρης αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, Αρµενόπουλος 1983, σ. 720 επ. - Γεωργόπουλος Κ., Ελληνικού Συνταγµατικού δικαίου. Πανεπιστηµιακαί παραδόσεις κατά το Σύνταγµα του 1968, Τεύχος Γ, ΑΘΗΝΑ 1973 - αγτόγλου Π.., Πανεπιστηµιακά, 1987. - ηµητρόπουλος Ανδ. Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ, ΤΟΜΟΣ ΙΙΙ, Ι ΕΚ ΟΣΗ, ΑΘΗΝΑ 2004, σελ. 160 επ. - Ευρυγένης., Πανεπιστηµιακή διδασκαλία και πολιτική, Αρµ. 1975 - Κόρσος., Η ελευθερία της τέχνης, της επιστηµονικής ερεύνης και διδασκαλίας κατά το σχέδιον του νέου Συντάγµατος, Ε 1975, σελ. 117 επ. Του ιδίου, Αι ελευθερίαι του ακαδηµαϊκού διδασκάλου επί της έδρας κατά το Σύνταγµα, σε Σύµµεικτα Φ. Βεγλερή, Ι 1988, σελ. 55 επ. - Μάνεσης Αρ., Η συνταγµατική προστασία της ακαδηµαϊκής ελευθερίας. Ο Πολίτης, 1977 (Συνταγµατική Θεωρία και Πράξη, σελ. 736 επ.) Του ιδίου, Η ελευθερία της διδασκαλίας στα Πανεπιστήµια, ΙΚΑΙΟ-Σύνταγµα Πολιτική, ΙΚΑΙΟ και Πολιτική, σελ. 119 επ. - Στασινόπουλος Μ., Η ελευθερία γνώµης των καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων (η ακαδηµαϊκή ελευθερία), Ε, 1957, Νοµικαί Μελέται, 1972, σελ. 9 ΕΛ. - Χουβαρδάς Γ., Η ελευθερία της διδασκαλίας, της τέχνης και της επιστήµης και η συµµετοχή των φοιτητών εις την διοίκησιν των Πανεπιστηµίων, 1977 - Χρυσόγονος Κ., Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, Σάκκουλας 2002. 23
12. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ - Παραρά Π., Νοµοθεσία Νοµολογία Στ.Ε., ΣΥΝΤΑΓΜΑ 1975 Τόµος Ι. Σάκκουλας 1982. Ι. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Σ.τ.Ε., Η ελευθερία της τέχνης και επιστήµης, αριθµ. 1-4. ΙΙ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Σ.τ.Ε., Το κοινωνικό δικαίωµα παιδείας, αριθµ. 2-4 ΙΙΙ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Σ.τ.Ε. Η ανώτατη εκπαίδευσις α ιοικητική αυτοτέλεια, Οικονοµική αυτοτέλεια, αριθµ. 5-6. IV. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Σ.τ.Ε., Η επαγγελµατική εκπαίδευσις, αρ. 7 V. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Σ.τ.Ε., Το ατοµικόν δικαίωµα παροχής εκπαιδεύσεως αριθµ. 8. Προσθήκη Ν. 249/76, Περί Πειθαρχ. Συµβουλίου Καθηγητών. 24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48