ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Προπτυχιακή Εργασία. Τσαγκούλη Μαρία. Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

1. Συνιστάται Εθνική Επιτροπή για τα δικαιώµατα του ανθρώπου. η οποία υπάγεται στον Πρωθυπουργό.

Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της προεκλογικής περιόδου των βουλευτικών εκλογών της 4 ης Οκτωβρίου 2009 ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑ ΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Νέο νοµοθετικό καθεστώς σχετικά µε τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑ ΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

«Αυτό που διηγούμαστε συνέβη πραγματικά. Τίποτα δεν συνέβη όπως το διηγούμαστε.» Γκαίτε (Goethe)

ΚΟΙΝ: Προϊστάµενο Γραφείου Νοµικού Συµβούλου Υπ. Οικονοµικών, Αντιπρόεδρο Ν.Σ.Κ. κ. Βασίλειο Σουλιώτη ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4404,

2. Η Νέα ΜΕΡΑ εκπροσωπείται έκτοτε στη Βουλή από τα μέλη της Βουλευτές Ιωάννη Κουράκο (Β Πειραιώς) και Νικόλαο Σταυρογιάννη (Φθιώτιδας).

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 2 Ιουλίου 2015 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Α.Π:ΥΠΟΙΚ ΕΞ 2015 ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΟΔΗΓΙΑ Αριθμ. 2/

Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της προεκλογικής περιόδου των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ.

θέμα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Α. Εισαγωγή -λόγοι δημιουργίας ΑΔΑ -οι ΑΔΑ πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της προεκλογικής περιόδου των βουλευτικών εκλογών της 17 ης Ιουνίου 2012 ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Α. ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4271, 25/2/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ, ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

ΑΔΑ: 4ΙΙΛΚ-ΥΗ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

Ε.Ε. Παρ. Ι(I), Αρ.4545,

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Σχέδιο Νόµου. «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων» Άρθρο 1

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης έχοντας υπόψη:

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση»

ΙΙ. Οι επιµέρους διατάξεις

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Γλυκερία Σιούτη, καθηγήτρια Νομικής και μέλος του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ

Π.Δ. 261/97 (ΦΕΚ 186 Α')

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Στο σχέδιο νόμου «Ίδρυση Οργανισμού Βιβλίου και Πολιτισμού» Προς τη Βουλή των Ελλήνων

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΠΩΦΕΛΟΥΜΑΙ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΩ ΣΕΒΟΜΑΙ ΣΤΗΡΙΖΩ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΣΧΕΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ

Καλλικράτης: οι Περιφέρειες ως δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης

ΤΙΤΛΟΣ: ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑΣ, ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής, Τομέας Δημοσίου Δικαίου. Διδάσκοντες: Δημητρόπουλος Ανδρ., Αντωνίου Θ.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Γιάννα Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Καθηγήτρια Τμήματος Νομικής. Αρμοδιότητες Συμβουλίου

ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ σχετικά με το STOA

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΔΩΡΗΤΩΝ

Ελεγκτικό Συνέδριο. Νομική βάση. Δομή

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης

Λειτουργία ραδιοφωνικών σταθµών ελεύθερης λήψης µέσω δορυφόρου ή άλλων δικτύων

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3016/2002

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΔΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΘΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΟΠΤΗ ΟΤΑ ΕΠΟΠΤΗΣ ΟΤΑ. Τόπος Εργασίας (Ταχυδρομική Διεύθυνση) ΕΔΡΑ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΟΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Γιάννα Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Καθηγήτρια Νομικής Σχολής, ΑΠΘ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Τί σημαίνει η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ;

ΝΟΜΟΣ 2719/1999. Κύρωση της ιεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας και άλλες διατάξεις.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

««ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.» ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ. Άρθρο 1. Επωνυμία

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ Α Π Ο Φ Α Σ Η 332/

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΕΟΔΙΔ ΑΡΘΡΟ 1

στο σχέδιο νόµου «Κύρωση της από 10 Ιουνίου 2013 Πράξης Νοµοθετικού Περιεχοµένου «Τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005» (Α 139)»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4158, 11/4/2008 NOMOΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ

ηµητρακόπουλος Γιώργος

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Η ελευθερία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής

Αντιπρόεδρο, τις Συμβούλους Ευαγγελία-Ελισάβετ Κουλουμπίνη και. Κωνσταντίνα Ζώη και τους Παρέδρους Γεώργιο Παπαϊσιδώρου (εισηγητή) και

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3451, 24/11/2000

ΘΕΜΑ: «Αναδιοργάνωση των οικονομικών υπηρεσιών των Περιφερειών»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4318, 2/3/2012 9(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ (ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) ΝΟΜΟ

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4102, 15/12/2006

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 6: Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης- Αρμοδιότητες Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για µέλη δ.σ., στελέχη, µετόχους, εταίρους κ.λπ. εργοληπτικών επιχειρήσεων.

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Υποβολή αιτήσεων υποψηφιότητας για το διορισμό ενός (1) μέλους λόγω λήξης θητείας του Προέδρου στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.

ΑΔΑ: 0Ρ-0476 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. «Ελληνικό Ίδρυµα Έρευνας και Καινοτοµίας και άλλες διατάξεις» ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

ΝΟΜΟΣ 4128/2013. Άρθρο πρώτο

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Διεύθυνση Σχέσεων Κράτους - Πολίτη

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Διοικητικό Προσωπικό Κανονισμοί 1990 και 1992

Συμβούλιο της Επικρατείας Τμήμα Δ Αριθμός απόφασης 1098/2011

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ECB-PUBLIC. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 6ης Αυγούστου 2013 σχετικά με την ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (CON/2013/57)

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ. ΟΔΗΓΙΑ Αριθμ. 3/

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ. ΟΔΗΓΙΑ Αριθμ. 4 /

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Θέµα: Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης Διδάσκοντες: Δηµητρόπουλος Α. Ευστρατίου Π. Αντωνίου Θ. Στεργίου Μαρία Α.Μ. 1340201000342 1

Εισαγωγή Αντικείµενο µελέτης της παρούσας εργασίας αποτελεί το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (στο εξής Ε.Σ.Ρ.). Σε πρώτο επίπεδο, επιχειρείται µια σύντοµη ιστορική αναδροµή στο θεσµό της ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα και στη δραστηριοποίηση του Ε.Σ.Ρ., ενώ, στη συνέχεια, ακολουθεί ανάλυση, καθώς και διευκρίνιση των βασικών στοιχείων του άρθρου 15 παράγραφος 2 του ισχύοντος Συντάγµατος, στο οποίο κατοχυρώνεται συνταγµατικά το Ε.Σ.Ρ., µε στόχο να επιτευχθεί αποτελεσµατικότερη προσέγγιση του περιεχοµένου της συγκεκριµένης διάταξης και του ρόλου του οργάνου. Σε επόµενο στάδιο, λαµβάνει χώρα η αναλυτική παρουσίαση του νόµου 2863/2000, ο οποίος περιλαµβάνει ουσιώδεις ρυθµίσεις που αφορούν το Ε.Σ.Ρ., µε όσες τροποποιήσεις έχουν πραγµατοποιηθεί έκτοτε στο σώµα του. Βασικός σκοπός της εργασίας αυτής είναι η κατανόηση τόσο της φύσης όσο και του τρόπου λειτουργίας του εν λόγω οργάνου, το οποίο, µολονότι αποτελεί θεσµό σχετικά νέο για το ελληνικό δίκαιο, εντούτοις βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο, αφού οι πολιτικές δυνάµεις της χώρας συνεχώς προσπαθούν να αυξήσουν ολοένα και περισσότερο την επιρροή τους στα ραδιοτηλεοπτικά µέσα. 2

Πίνακας περιεχοµένων 1. Ιστορική αναδροµή της δηµιουργίας και δικαιικής εξέλιξης του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης σελ.4 2. Η αντικατάσταση της «Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης» (Ε.Ρ.Τ.- Α.Ε.) από τη «Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση» (ΝΕΡΙΤ) σελ.9 3. Το άρθρο 15 παράγραφος 2 του Συντάγµατος και η κατοχύρωση του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης σελ.12 4. Το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως ανεξάρτητη αρχή σελ.14 5. Ο νόµος 2863/2000 («Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και άλλες αρχές και όργανα του τοµέα παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών») και ανάλυσή του σελ.17 6. Περίληψη σελ.29 7. Βιβλιογραφία σελ.30 3

A. Ιστορική αναδροµή της δηµιουργίας και δικαιικής εξέλιξης του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης Η πρώτη αναφορά, σχετικά µε το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (στο εξής Ε.Σ.Ρ.), γίνεται στο Σύνταγµα του 1952. Στην πρώτη εµφάνιση του αυτή, αξίζει να σηµειωθεί πως ο συντακτικός νοµοθέτης περιέχει µόνο µια απλή µνεία της ραδιοφωνίας, ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στην τηλεόραση. Συγκεκριµένα, περιορίζεται στο να ορίσει τις συνταγµατικές διατάξεις, οι οποίες δεν εφαρµόζονται στη αυτή, χωρίς στην ουσία να την υποβάλλει σε κάποια άλλη θετική συνταγµατική ρύθµιση ή προστασία. Τα κίνητρα της περιορισµένης αναφοράς στη ραδιοφωνία θα πρέπει να αναζητηθούν σε µια διάθεση να διατηρηθεί το status quo, η πολιτική', δηλαδή, υποταγή της ραδιοφωνίας υπό το εκάστοτε κυβερνών κόµµα. Τόσο η νοµοθετική ρύθµιση και οργάνωση, όσο και η καθηµερινή λειτουργία της υπό το Σύνταγµα του 1952 εδράζονται στην αντίληψη ότι δεν τίθενται συνταγµατικές δεσµεύσεις, κάτι το οποίο ισχύει κυρίως την περίοδο της δικτατορίας. Ωστόσο, µια σηµαντική καινοτοµία, σχετικά µε το Ε.Σ.Ρ., εισάγεται µε το Σύνταγµα του 1975. Παρότι η παράγραφος 1 του άρθρου 15 ουσιαστικά επαναλαµβάνει τη διάταξη της παραγράφου 8, εδάφιο α του άρθρου 14 του Συντάγµατος του 1952, η παράγραφος 2 επιφέρει µια σηµαντική αλλαγή: θεσπίζει την αρχή του κρατικού ελέγχου, της αντικειµενικότητας και της ισότητας, αλλά και αυτή της ποιότητας στο χώρο της ραδιοτηλεόρασης. Αρρύθµιστο παραµένει, βέβαια, το ζήτηµα του φορέα του ελέγχου αυτού, αφού ο συντακτικός νοµοθέτης αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νοµοθέτη να ορίσει αν φορέας της ραδιοτηλεόρασης θα είναι το κράτος, κάποιος άλλος οργανισµός δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή κάποιος ιδιωτικός πολιτικός, οικονοµικός, πολιτιστικός ή θρησκευτικός οργανισµός, καθώς και αν θα υπάρχει ένας ενιαίος ή περισσότεροι του ενός φορείς ραδιοτηλεόρασης. Μέσα στον ίδιο χρόνο, όµως, ο νοµοθέτης εξειδικεύει τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 15 µε το νόµο 230/1975 1. Συγκεκριµένα, µε το νόµο αυτό προβλέπεται ως νέος φορέας της ραδιοτηλεόρασης η «Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση» (Ε.Ρ.Τ.), ο σκοπός της οποίας ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1 και, ουσιαστικά, πρόκειται για την «ενηµέρωσιν, επιµόρφωσιν, και ψυχαγωγία του Ελληνικού λαού» µε την εκποµπή ραδιοτηλεοπτικών προγραµµάτων. Παράλληλα, στον ίδιο προβλέπεται η συγχώνευση της ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενηµερώσεως Ενόπλων Δυνάµεων) µε την Ε.Ρ.Τ., µετά το πέρας µιας διετίας από την έναρξη ισχύος του και εφόσον «συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις». Πληθώρα αλλαγών σηµειώνεται τα χρόνια που ακολουθούν όσον αφορά τον τοµέα της ραδιοτηλεόρασης και, αρχικά, ο θεσµος αυτός καταλήγει µε τη 1 Ν.230/1975 «Περί ιδρύσεως της υπό την επωνυμίαν Ελληνική Ραδιοφωνία- Τηλεόρασις Ανωνύμου Εταιρείας» (ΦΕΚ Α 272) 4

µορφή του κρατικού µονοπωλίου, αν και κάτι τέτοιο δεν κατοχυρώνεται expressis verbis στο Σύνταγµα. Είκοσι περίπου χρόνια µετά, όµως, η µονοπωλιακή αυτή µορφή θα καταργηθεί και θα κάνει την εµφάνισή του ο θεσµός της ιδιωτικής ελληνικής τηλεόρασης. Η εξέλιξη αυτή καθιστά αδήριτη ανάγκη τη µεταρρύθµιση του ραδιοτηλεοπτικού καθεστώτος στην Ελλάδα και την υιοθέτηση διαφορετικής αντιµετώπισης από την κεντρική εξουσία, η οποία ουσιαστικά µεταφράζεται σε ανάγκη να ιδρυθεί ένα νέο όργανο, το οποίο θα επιφορτιστεί µε εποπτικά καθήκοντα. Έτσι, το 1987 η ανάγκη αυτή οδηγεί στην ίδρυση του Ραδιοτηλεοπτικού Συµβουλίου, ως ανεξάρτητης αρχής, καθώς και της Επιτροπής για την Τοπική Ραδιοφωνία, των οποίων, όµως, η λειτουργία δυστυχώς δεν αποδεικνύεται επαρκής και ικανοποιητική. Για το λόγο αυτό ιδρύεται τελικά τον Οκτώβριο του 1989 το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ). Πρωταρχικός στόχος του Ε.Σ.Ρ. ήταν η αντιµετώπιση των προβληµάτων που παρουσιάστηκαν λόγω της εµφάνισης ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθµών, από τον Ιανουάριο του προηγούµενου έτους, και της ανάγκης οµαλής συνύπαρξης µε τους ήδη υπάρχοντες δηµόσιους. Η ίδρυση και η κατοχύρωση του Ε.Σ.Ρ. ως εποπτικού οργάνου του ραδιοτηλεοπτικού τοµέα πραγµατοποιείται µε το νόµο 1866/1989 2, σύµφωνα µε τον οποίο, συστήνεται ως ενδεκαµελές διοικητικό όργανο µε αρµοδιότητα τη χορήγηση, ανανέωση και ανάκληση των αδειών στους τοπικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθµούς και την εποπτεία της κρατικής και ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης και το οποίο, µάλιστα, χαίρει ανεξαρτησίας. Μια ανεξαρτησία απο την κρατική εξουσία, αλλά και τα πολιτικά κόµµατα, που, όµως, σε αρχικό επίπεδο, αποτυγχάνει να λειτουργήσει, όπως αναµενόταν, κυρίως λόγω της οργανωτικής διάρθρωσης και της σύνθεσης του οργάνου αυτού, καθώς η πλειοψηφία του ανήκει στους επικρατέστερους κοµµατικούς σχηµατισµούς της εποχής. Η λίστα των µειονεκτηµάτων, βέβαια, δεν εξαντλείται στο πεδίο της µη επιτυχηµένης διασφάλισης ανεξαρτησίας του εν λόγω οργάνου, αφού προβλήµατα δηµιουργεί, επιπροσθέτως, και ο ελλιπής προσδιορισµός των αρµοδιοτήτων του από τον προαναφερθέντα νόµο. Έτσι, στο χρονικό διάστηµα λειτουργίας του βάσει του νόµου 1866/1989, το Ε.Σ.Ρ. δεν έχει να επιδείξει αξιόλογη δραστηριότητα στον τοµέα άσκησης εποπτείας, εκτός από ορισµένες µόνο ρυθµίσεις σχετικά µε την εσωτερική λειτουργία του ίδιου. Όσον αφορά τις τηλεοπτικές άδειες, µάλιστα, οι διαδικασίες χορήγησής τους περιορίζονται απλά στη λήψη αποφάσεων, χωρίς τελικά να πραγµατοποιείται ποτέ ούτε η σύναψη σύµβασης παραχώρησης, η οποία είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης της άδειας, ούτε η έκδοση των προεδρικών διαταγµάτων που θα προσδιόριζαν το τυπικό της σύµβασης. 2 Ν.1866/1989 «Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και παροχή αδειών για την ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών» 5

Το 1993 εκδίδεται νεότερος ραδιοτηλεοπτικός νόµος (Ν.2173/1993 3 ), ο οποίος στην πραγµατικότητα είναι ένα συνοθύλευµα περίπλοκων διατάξεων. Στην πραγµατικότητα κοµµατικοποιεί εντελώς το Ε.Σ.Ρ., το οποίο πλέον ελέγχεται από την κυβερνητική πλειοψηφία, και παράλληλα θεσµοποιεί την εξάρτηση της δηµόσιας ραδιοτηλεόρασης από την κυβέρνηση. Ακόµη, παραπέµπει τη ρύθµιση όλων των οργανικών, διαδικαστικών και ουσιαστικών ζητηµάτων της ραδιοτηλεόρασης σε προεδρικά διατάγµατα, τα οποία όµως δεν εκδίδονται ποτέ. Με τον τρόπο αυτό, το ρυθµιστικό πλαίσιο της ραδιοτηλεόρασης καθίσταται πλήρως αδρανές και το Ε.Σ.Ρ. καταλήγει να έχει συµβολικό µόνο χαρακτήρα, χωρίς να ενεργεί υπέρ των σκοπών για τους οποίους ιδρύθηκε, δηλαδή τις διαδικασίες χορήγησης τηλεοπτικών αδειών και την άσκηση εποπτείας της τηλεόρασης. Ούτε άδειες έχουν εκδοθεί αλλά ούτε και οι αποφάσεις επιβολής προστίµων ή κοινοποίησης προειδοποιήσεων σε περίπτωση καταστρατήγησης των διατάξεων, σχετικά µε τις διαφηµίσεις ή τις προγραµµατικές αρχές, εκτελούνται, ενώ την ίδια στιγµή οι παραβάσεις των προγραµµατικών ρυθµίσεων από τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθµούς είναι πια καθηµερινές. Ένας νέος νόµος σχετικά µε τη ραδιοτηλεόραση θεσπίζεται το 1995 (Ν.2328/1995 4 ), ο οποίος ρυθµίζει το καθεστώς χορήγησης αδειών και άσκησης εποπτείας στον ραδιοτηλεοπτικό τοµέα µε τρόπο πιο αναλυτικό από ό, τι οι προηγούµενοι, χωρίς και πάλι, όµως, αυτό να συνεπάγεται αναβάθµιση της ποιότητας των ρυθµίσεων. Ο νόµος αυτός ρυθµίζει, κυρίως, το καθεστώς καθορισµού της συχνότητας και χορήγησης αδειών και τον έλεγχο της συγκέντρωσης και του προγράµµατος, ενώ αρµόδιοι για την κατανοµή και διάθεση των συχνοτήτων αυτών ορίζονται οι Υπουργοί Τύπου και ΜΜΕ, καθώς και Μεταφορών και Επικοινωνίας. Οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας υποβάλλονται και εξετάζονται, ως προς την πληρότητά τους, από την αρµόδια για το σκοπό αυτό υπηρεσία του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ, στο οποίο και βρίσκεται το σχετικό αρχείο αδειών. Με τον τρόπο αυτό, για ακόµη µια φορά, όπως και µε το νόµο 2173/1993, θεσµοποιείται η πλήρης παρέµβαση του κράτους στον τοµέα αυτό και ο ρόλος του Ε.Σ.Ρ. παραµένει απλώς συµβολικός. Συγκεκριµένα, το Ε.Σ.Ρ. είναι αρµόδιο µόνο για την καταχώρηση των αντιγράφων των αδειών που του αποστέλλονται, αν και εξετάζει και αξιολογεί και αυτό τις αιτήσεις για τη χορήγηση της ραδιοτηλεοπτικής άδειας. Ο Υπουργός, όµως, είναι αυτός που διαδραµατίζει τον καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες χορήγησης, ανάκλησης και ανανέωσης των αδειών. Όσον αφορά τις προγραµµατικές αρχές, στο νόµο ενσωµατώνονται οι σχετικές διατάξεις της κοινοτικής ραδιοτηλεοπτικής οδηγίας, όµως, ο έλεγχος του Ε.Σ.Ρ. για την τήρηση των αρχών αυτών από τους σταθµούς δεν είναι πρακτικά εφαρµόσιµος. 3 Ν.2173/1993 «Ανασυγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ίδρυση της Εθνικής Επιτροπής Ηλεκτρονικών Μέσων Επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» 4 Ν.2328/1995 «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας, ρύθμιση θεμάτων της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 159/3.8.1995) 6

Επιπρόσθετα, οι µηχανισµοί ελέγχου του προγράµµατος και επιβολής διοικητικών κυρώσεων στην πραγµατικότητα βρίσκονται στα χέρια του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ, µε αποτέλεσµα να καθίσταται αδύνατη η εφαρµογή και η λειτουργία τους, ενώ για την επιβολή κυρώσεων απαιτείται η έκδοση πράξης του εν λόγω Υπουργού και η σύµφωνη γνώµη του Ε.Σ.Ρ. Αν, µάλιστα, αδρανήσει το Ε.Σ.Ρ. η απόφαση εκδίδεται χωρίς τη σύµπραξή του. Είναι, εποµένως, φανερό ότι µε το νόµο του 1995 το Ε.Σ.Ρ. στερείται για µία ακόµη φορά τα απαραίτητα ελεγκτικά και κυρωτικά µέσα και εγγυήσεις, που θα του παρείχαν τη δυνατότητα να ελέγξει τις ενέργειες των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθµών, τις οικονοµικές σχέσεις και την προγραµµατική τους συµπεριφορά. Ένας ακόµη νόµος, που θεσπίζεται προκειµένου να προσδιορίσει τη φύση και τις αρµοδιότητες του οργάνου αυτού, είναι ο νόµος 2644/1998 5, που στοχεύει στην ενίσχυση του ελεγκτικού και κυρωτικού ρόλου του Ε.Σ.Ρ., καθώς θεσπίζεται για πρώτη φορά η δυνατότητά του να επιλαµβάνεται αυτεπαγγέλτως, χωρίς, δηλαδή, να απαιτείται προηγουµένως να ερωτηθεί ο Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ, σε περιπτώσεις παραβιάσεως της ραδιοτηλεοπτικής νοµοθεσίας. Ο εποπτικός αυτός ρόλος του Ε.Σ.Ρ. ενδυναµώνεται από τις νέες αρµοδιότητες που προβλέπει για αυτό ο νέος νόµος, αν και ουσιαστικά συνεχίζει να παραµένει δευτερεύων, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, µπορεί να συναποφασίζει µε το Υπουργείο Τύπου και ΜΜΕ. Η κυρίαρχη νοµική του δραστηριότητα είναι, εποµένως, η διατύπωση σύµφωνης γνώµης στην τελική απόφαση του αρµόδιου Υπουργού, ενώ οι περιπτώσεις αυτοτελούς αποφασιστικής αρµοδιότητας από µέρους του είναι περιορισµένες, όπως άλλωστε και τα περιθώρια αναπτύξεως πρωτοβουλιών. Μια νέα προσπάθεια για επιπλέον ενίσχυση των αρµοδιοτήτων και του ρόλου του ΕΣΡ µε µεγαλύτερη επιτυχία αυτή τη φορά λαµβάνει χώρα το 2000. Ο νόµος 2863/2000 6, καινοτοµώντας, επιφυλλάσσει αποκλειστική αρµοδιότητα στο Ε.Σ.Ρ. για ζητήµατα σχετικά µε την εφαρµογή του ισχύοντος θεσµικού πλαισίου, όσον αφορά την παροχή κάθε είδους ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, δηλαδή για τη χορήγηση αδειών, τον έλεγχο τήρησης των κανόνων σχετικά µε τη νόµιµη, διαφανή και ποιοτική λειτουργία των φορέων παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Μάλιστα, καταργεί τον έλεγχο νοµιµότητας από τον Υπουργό Τύπου και ΜΜΕ επί των αποφάσεων του Ε.Σ.Ρ., τον οποίο προέβλεπε η προϊσχύουσα νοµοθεσία ως τελική πράξη πλήθους σύνθετων διοικητικών ενεργειών και, έτσι, καθίσταται φανερό πως επιτέλους το Ε.Σ.Ρ. αποκτά αποφασιστική 5 Ν.2644/1998 «Για την παροχή συνδροµητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών και συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α/233/13-10-98) 6 Ν.2863/2000 Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και άλλες αρχές και όργανα του τομέα παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών» 7

αρµοδιότητα για τα περισσότερα ζητήµατα σχετικά µε το θεσµό της ραδιοτηλεόρασης, καθώς δύναται να ασκεί τον εποπτικό του ρόλο εκδίδοντας εκτελεστές διοικητικές πράξεις, χωρίς να υπόκειται πια σε έλεγχο από τον Υπουργό. Βέβαια, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις τόσο γενικά όσο και στο χώρο της ραδιοτηλεόρασης ειδικότερα, καθιστούν αναγκαία τη συνεχή θέσπιση νέων µέτρων και ρυθµίσεων, κάτι το οποίο δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί αποκλειστικά σε επίπεδο κοινής νοµοθεσίας, αλλά χρήζει ρύθµισης στο Σύνταγµα. Προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί η ρητή συνταγµατική κατοχύρωση του Ε.Σ.Ρ., που έλαβε χώρα µε την αναθεώρηση του 2001, ενώ ένα χρόνο αργότερα, ο νόµος 3051/2002 θα εισάγει, µεταξύ άλλων, και ορισµένες τροποποιήσεις στο σώµα του κυρίως νόµου 2863/ 2000 µε σκοπό την επιπλέον ενίσχυση του ρόλου του εν λόγω οργάνου. 8

Β. Η αντικατάσταση της «Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης» (Ε.Ρ.Τ.-Α.Ε.) από τη «Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση» (ΝΕΡΙΤ) Σηµαντικό, στο σηµείο αυτό, είναι να αναφέρουµε πως έχουν επέλθει σηµαντικές αλλαγές και όσον αφορά το φορέα της κρατικής ελληνικής ραδιοτηλεόρασης, που δηµιουργήθηκε µε το νόµο 230/1975. Ο λόγος γίνεται για την «Ελληνική Ραδιοφωνία - Τηλεόραση (Ε.Ρ.Τ.)», ο οποίος καταργήθηκε το έτος 2013 και αντικαταστάθηκε από τη «Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση» (ΝΕΡΙΤ). Συγκεκριµένα, τον Ιούνιο του 2013 δηµοσιεύτηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως πράξη νοµοθετικού περιεχοµένου, η οποία τροποποιούσε το άρθρο 14Β του νόµου 3429/2005. Σύµφωνα µε αυτή: «α)σε περίπτωση κατάργησης του φορέα, όπως και τυχόν θυγατρικών του, καθορίζεται η διακοπή της λειτουργίας του καθώς και των τυχόν θυγατρικών του, ως και ο χρόνος αυτής, η τύχη της περιουσίας του καταργούµενου νοµικού προσώπου, όπως και των τυχόν θυγατρικών του, ρυθµίζονται όλα τα θέµατα της διαδοχής των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών τους, όπως και η τύχη των εκκρεµών δικών, της αυτοδίκαιης λύσης των πάσης φύσεως εργασιακών σχέσεων και των συµβάσεων έργου, της αυτοδίκαιης λήξης όλων των αποσπάσεων προσωπικού καθώς και κάθε σχετικό µε αυτά θέµα, της αυτοδίκαιης λήξης της θητείας των οργάνων διοίκησης, των διαδικασιών και οργάνων που απαιτούνται για τη διαδοχή καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια, β) σε περίπτωση συγχώνευσης του φορέα, καθορίζεται η διακοπή της λειτουργίας και η τύχη της περιουσίας του συγχωνευόµενου προσώπου, ρυθµίζονται τα θέµατα των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών του, της ρύθµισης των θεµάτων των εργασιακών σχέσεων και κάθε σχετικό µε αυτήν θέµα, της αυτοδίκαιης λήξης της θητείας των οργάνων διοίκησης, των διαδικασιών και οργάνων για τη συγχώνευση, το καταστατικό ή ο οργανισµός που το διέπει και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών, Δηµόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και του κατά περίπτωση εποπτεύοντος τον καταργούµενο ή συγχωνευόµενο φορέα, καθορίζονται τα θέµατα που αφορούν την διαφύλαξη της περιουσίας των καταργούµενων ή συγχωνευόµενων φορέων, οι σχετικές διαδικασίες και όργανα και κάθε άλλο σχετικό θέµα.». Με τη δηµοσίευση της πράξης αυτής ουσιαστικά προετοιµάστηκε το έδαφος, για να ακολουθήσει η απόφαση αριθ. ΟΙΚ. 02/11.6.2013 7, µε την οποία καταργείται οριστικά πλέον η δηµόσια επιχείρηση «Ελληνική 7 αριθ. ΟΙΚ. 02/11.6.2013 «Κατάργηση της δημόσιας επιχείρησης Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση, Ανώνυμη Εταιρεία (ΕΡΤ Α.Ε.)» 9

ραδιοφωνία - Τηλεόραση, Ανώνυµη Εταιρεία (ΕΡΤ - Α.Ε.)», µε την αιτιολόγηση ότι, εν µέσω της οικονοµικής κρίσης που µαστίζει την Ελλάδα, η Ε.Ρ.Τ. - Α.Ε. επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισµό και επιβάλλεται ο εξορθολογισµός της παροχής, της λειτουργίας και του κόστους οργάνωσης της δηµόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας µέσω της ίδρυσης και διαµόρφωσης ενός νέου οργανισµού που «να υπηρετεί τις επιταγές του συντάγµατος, τις δηµοκρατικές, κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες της κοινωνίας, καθώς και την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης.» Στην εν λόγω απόφαση καθορίζονται µεταξύ άλλων η τύχη της περιουσίας της Ε.Ρ.Τ.- Α.Ε. και τα σχετικά µε τη διαδοχή στα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις της, ενώ περιέχονται και ρυθµίσεις για τις εργασιακές σχέσεις που λύονται. Αναλυτικά, αναφέρεται ότι η περιουσία της Ε.Ρ.Τ. µεταβιβάζεται αυτοδικαίως από τη δηµοσίευση της απόφασης αυτής στο δηµόσιο, ότι οι συχνότητές της θα παραµείνουν ανενεργές εώς τη σύσταση νέου φορέα και πως οι εκκρεµείς δίκες, µε διάδικο αυτή και τις θυγατρικές της, θα συνεχίζονται στο όνοµα του ελληνικού δηµοσίου. Όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, ειδικότερα, ορίζεται ότι αυτές λύονται πάλι από τη δηµοσίευση της παρούσας απόφασης και ότι αυτή διαδραµατίζει ρόλο καταγγελίας των ατοµικών συµβάσεων εργασίας, ενώ τονίζεται ότι το προσωπικό, του οποίου οι συµβάσεις θα λυθούν, δικαιούται τη νόµιµη κατά περίπτωση αποζηµίωση. Οι ενέργειες αυτές είχαν ως αποτέλεσµα έντονες αντιδράσεις, τόσο εκ µέρους του λαού, όσο και του προσωπικού που απολύθηκε. Συγκεκριµένα, η ΠΟΣΠΕΡΤ (Πανελλήνια Οµοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Εργαζοµένων Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης) µε αίτησή της ζήτησε από το Συµβούλιο της Επικρατείας (στο εξής ΣτΕ) να ανασταλεί η απόφαση για την κατάργηση της Ε.Ρ.Τ.. Δεκτή έκανε εν µέρει την αίτηση αναστολής 8 η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ, εκδίδοντας ανάλογη απόφαση µε αυτή της απόφασης του προέδρου του ΣτΕ. Σύµφωνα µε την Επιτροπή, αναστέλλεται η απόφαση κατά το σκέλος που αφορά το «µαύρο» στην οθόνη της Ε.Ρ.Τ. και την απενεργοποίηση των συχνοτήτων εκποµπής. Παράλληλα, δίνει εντολή στους συναρµόδιους υπουργούς και στον ειδικό διαχειριστή να προχωρήσουν στην πρόσληψη του αναγκαίου προσωπικού για την άµεση εκποµπή του αναγκαίου προγράµµατος από την ελληνική ραδιοτηλεόραση, αλλά και να διεκδικήσει όλο τον κύκλο των δικαιωµάτων της καταργηθείσας, όπως αναφέρει Ε.Ρ.Τ., δηλαδή των εµπορικών και εταιρικών δικαιωµάτων της κ.ά. Η απόφαση ελήφθη µε πλειοψηφία 4 υπέρ έναντι 1 κατά, καθώς η Σύµβουλος Επικρατείας, Μαρία Καραµανόφ είχε την άποψη πως πρέπει να ανασταλεί και το σκέλος που αφορά την κατάργηση της ΕΡΤ, καθώς θεωρεί ότι αυτή η κατάργηση θα έπρεπε να συνοδεύεται µε αυτόµατη λειτουργία του νέου φορέα. 8 Επιτροπή Αναστολών ΣτΕ αριθ. 236/2013 (Απόφαση Επιτροπής Αναστολών της 20ης.6.2013 επί της από 12.6.2013 Αιτήσεως Αναστολής της ΠΟΣΠΕΡΤ) 10

Η ΠΟΣΠΕΡΤ, µάλιστα, κατέθεσε προσφυγή στο ΣτΕ, µε την οποία ζητούσε να ακυρωθεί ως αντισυνταγµατική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή και Ελληνική νοµοθεσία η απόφαση µε την οποία τη 12η Ιουνίου 2013 σταµάτησε η εκποµπή του σήµατος της Ε.Ρ.Τ.. Η Ολοµέλεια, όµως, του ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή αυτή 9. Αποφάνθηκε ότι το κλείσιµο της ΕΡΤ ήταν µικρής διάρκειας, αφού σε σύντοµο σχετικά διάστηµα λειτούργησε νέος κρατικός τηλεοπτικός φορέας, και κατά συνέπεια δεν τίθεται θέµα νοµιµότητας. Παράλληλα, αποφάνθηκαν ότι το άρθρο 15 του Συντάγµατος, το οποίο αναφέρεται στη λειτουργία της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, δεν επιβάλλει την υποχρέωση στην Πολιτεία να δηµιουργήσει κρατική τηλεόραση. Έτσι, µε την απόφαση του αυτή το ΣτΕ έκρινε συνταγµατική την κατάργηση της Ε.Ρ.Τ.. Έτσι, συνεπεία των αποφάσεων αυτών του ΣτΕ, τον Ιούλιο του 2013 ακολούθησε ο νόµος 4173/2013, που ίδρυε το νέο φορέα της δηµόσιας ελληνικής τηλεόρασης, επ' ονόµατι " Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση". 9 Ολ.ΣτΕ 1901/2014 11

Γ. Το άρθρο 15 παράγραφος 2 του Συντάγµατος και η κατοχύρωση του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης Σήµερα, η συνταγµατική ρύθµιση σχετικά µε το Ε.Σ.Ρ. εντοπίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2. Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου αυτού: «2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άµεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρµοδιότητα του Εθνικού Συµβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόµος ορίζει. Ο άµεσος έλεγχος του Κράτους, που λαµβάνει και τη µορφή του καθεστώτος της προηγούµενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειµενική και µε ίσους όρους µετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθµης των προγραµµάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασµό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την υποχρεωτική και δωρεάν µετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών µηνυµάτων των κοµµάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά µέσα.» Από τη συνταγµατική επιταγή αυτή προκύπτουν ποικίλα στοιχεία όσον αφορά το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και το ρόλο του. Αρχικά, παρατηρούµε πως ο συντακτικός νοµοθέτης µέσω της διάταξης αυτής υπάγει τη ραδιοτηλεόραση στον 'άµεσο έλεγχο του Κράτους' και ορίζει ότι ανήκουν στην αποκλειστική του αρµοδιότητα ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων. Ο έλεγχος αποτελεί µια µορφή εξαρτήσεως πιο έντονη από ό, τι η απλή εποπτεία. Άµεσος κρατικός έλεγχος σηµαίνει ότι η ραδιοτηλεόραση πρέπει να ελέγχεται από το Κράτος, όχι όµως και να διευθύνεται από αυτό µε την πλήρη ένταξή του στη διοικητική ιεραρχία ενός υπουργείου. Μάλιστα, είναι περισσότερο εκτενής και ουσιώδης από την εποπτεία εκ µέρους του κράτους στα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Το Σύνταγµα δεν επιβάλλει την οργάνωση της ραδιοτηλεόρασης ως νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου αλλά, αντιθέτως, επιτρέπει τη µορφή του νοµικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, θέτοντας ως προϋπόθεση βέβαια την άσκηση άµεσου κρατικού ελέγχου. Δεν κάνει λόγο, λοιπόν, για κρατικό µονοπώλιο (το οποίο ίσχυε τα πρώτα χρόνια εµφάνισης της ραδιοτηλεόρασης), εποµένως, φορέας µπορεί να είναι, πέρα από το δηµόσιο, και ιδιώτες. Η εποπτεία επί της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης αποτελεί εξωτερική εποπτεία και ειναι ιδιαίτερα σηµαντικό η εποπτική αυτή παρέµβαση να µην καταλήγει σε κρατικό έλεγχο γνώµης. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ούτε απαγορεύει το κρατικό µονοπώλιο, εφόσον φυσικά αυτό δεν προκαλεί µεταβολή του κρατικού ελέγχου σε κρατική διεύθυνση της ραδιοτηλεόρασης. 12

Το Σύνταγµά, όµως, δε σταµατά στην πρόβλεψη άµεσου ελέγχου της ραδιοτηλεόρασης από το κράτος, ούτε στον καθορισµό των ορίων αυτού. Μέσω του καθορισµού του σκοπού της ραδιοτηλεόρασης, ο οποίος αναλύεται εκτενώς στην παράγραφο αυτή, καθορίζει συγχρόνως, µε δεσµευτικό και αποκλειστικό τρόπο, τον σκοπό αυτού του ελέγχου. Έτσι, ο άµεσος κρατικός έλεγχος δε συνεπάγεται πολιτική επιταγή της ραδιοτηλεόρασης στην εκάστοτε κυβέρνηση. Αντιθέτως, το κράτος οφείλει µέσω του ελέγχου αυτού να αποτελεί εγγυητή της αντικειµενικότητας και της ισότητας στη µετάδοση πληροφοριών, καθώς και της ποιότητας των προγραµµάτων, ενώ σηµαντική παράµετρος αυτού είναι ο σεβασµός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, µε απώτερο στόχο να µην καταλήξει η ραδιοτηλεόραση φερέφωνο της εξουσίας ορισµένων µόνο πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών ή οικονοµικών οµάδων. Συµπερασµατικά, γίνεται κατανοητό ότι ο άµεσος έλεγχος του κράτους δεν ασκείται παρά µόνο για να εξυπηρετηθούν οι σκοποί που θέτει το ίδιο το Σύνταγµα στην εν λόγω διάταξη. 13

Δ. Το Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως ανεξάρτητη αρχή Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 15, εκτός από τον άµεσο έλεγχο του κράτους πάνω στην ελληνική ραδιοτηλεόραση, χαρακτηρίζει το Ε.Σ.Ρ. και ως ανεξάρτητη αρχή. Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές (στο εξής ΑΔΑ) αποτελούν µια θεσµική καινοτοµία του Ευρωπαϊκού Δηµοσίου Δικαίου. Τα τελευταία χρόνια λειτουργούν σε πλήρη ανάπτυξη στη Γαλλία φέροντας την ονοµασία Autorites Administratives Independantes, η οποία µάλιστα αποτελεί και την πλέον ανεπτυγµένη, συγκροτηµένη και αξιόπιστη εκδοχή του αµερικανικού προτύπου των Independent Regulatory Agencies, που έχουν αναπτυχθεί στις ΗΠΑ ήδη από το τέλος του 19ου. Στην Ελλάδα οι ΑΔΑ θεσπίστηκαν σχετικά καθυστερηµένα, µε το νόµο 1886/1989 (άρθρο 1), που ανέφερε ότι το Ε.Σ.Ρ. λειτουργεί ως ανεξάρτητο όργανο. Έτσι, το Ε.Σ.Ρ. αποτέλεσε την πρώτη ελληνική ΑΔΑ. Στη γένεσή τους καθοριστικό ρόλο διαδραµάτισαν οι ταχύτατες εξελίξεις σε όλους τους τοµείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως στο εµπόριο, την τεχνολογία, την οικονοµία, τις τηλεπικοινωνίες, τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, την αύξηση της γραφειοκρατίας, αλλά και τα προβλήµατα µεταξύ διοίκησης και διοικουµένων. Έτσι, όσον αφορά τις ΑΔΑ σχετικά µε το θεσµό της ραδιοτηλεόρασης, «µε την καθιέρωση του ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού συστήµατος ο εξωτερικός έλεγχος των εµπορικών ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθµών ανατέθηκε σε ιδιαίτερους φορείς, που στις ΗΠΑ, στη Μ.Βρετανία, στη Γαλλία και στην Ελλάδα έχουν τη νοµική µορφή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, ενώ στη Γερµανία αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Οι οργανισµοί αυτοί, ανεξαρτήτως από τη δικαιική τους µορφή και τις διαφορές στις εκάστοτε εθνικές εκφάνσεις των συστηµάτων οργάνωσης και ρύθµισης της ραδιοτηλεοπτικής εποπτείας, που οφείλονται στις διαφορετικές δικαιικές, πολιτικές, πολιτισµικές και διοικητικές παραδόσεις, αποτελούν τη βασική εγγύηση της ικανότητας λειτουργίας της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης». Η αναγκαιότητά των αρχών αυτών προκύπτει από το γεγονός ότι η ιδιωτική ραδιοτηλεόραση, χωρίς τη ρυθµιστική παρέµβαση ενός εξωτερικού οργάνου, δεν είναι βέβαιο ότι θα µπορούσε να ανταποκριθεί στις συνταγµατικές απαιτήσεις της διασφάλισης των ελεύθερων δηµόσιων και ιδιωτικών επικοινωνιακών διαδικασιών, στις οποίες διαµορφώνεται ο σχηµατισµός γνώµης. Οι ΑΔΑ δεν έχουν συµβουλευτικό χαρακτήρα, αλλά εξουσία έκδοσης εκτελεστών πράξεων. Μάλιστα, η εποπτική τους εξουσία δεν προκύπτει ούτε αντλείται από την κρατική εποπτική αρµοδιότητα, αλλά λειτουργούν ανεξάρτητα από αυτήν. Θεωρούνται ανεξάρτητοι από το κράτος θεσµοί, των οποίων η λειτουργία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ανάπτυξης µιας ελεύθερης ραδιοτηλεοπτικής διαδικασίας. Η ανεξαρτησία τους έχει χαρακτήρα πολιτικής ανεξαρτησίας, τόσο προσωπικής όσο και λειτουργικής. Εξαιρούνται από κάθε 14

είδους ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο, καθώς η κυβέρνηση και οι εξαρτώµενοι από αυτήν ανώτεροι διοικητικοί οργανισµοί δεν έχουν τη δυνατότητα να απευθύνουν υπηρεσιακή εντολή σε ΑΔΑ που να αφορά στην εφαρµοστέα από αυτές πολιτική. Φυσικά, η λειτουργική τους ανεξαρτησία οριοθετείται και δε φτάνει µέχρι σηµείου να απουσιάζει κάθε έλεγχος εκ του κράτους, δεδοµένου ότι κάτι τέτοιο θα κρινόταν αντισυνταγµατικό. Αντιθέτως, υπόκεινται σε δικαστικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο. «Η πολιτική ευθύνη των ΑΔΑ καθίσταται διάχυτη και καθηµερινή και αναφέρεται τόσο στα πρόσωπα που συµµετέχουν όσο και στη διαδικασίες που ακολουθούνται». Με τον τρόπο αυτό οι ΑΔΑ αποτελούν εγγυήσεις διαφάνειας για την απρόσκοπτη άσκηση των θεµελιωδών ατοµικών δικαιωµάτων. Ακόµη, αποτελούν µηχανισµό ικανό να συµβάλλει στην ανανέωση της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας και την προστασία της ατοµικής και συλλογικής αυτονοµίας. Η ίδρυση και η λειτουργία τους εµφανίζεται ως οργανωτική, εναλλακτική λύση στη γραφειοκρατούµενη διοίκηση, που συχνά όχι µόνο δε διατηρεί σχέσεις µε το εκλογικό σώµα, αλλά και αναπτύσσει αυταρχικές πρακτικές, παραγνωρίζοντας ακόµη και συνταγµατικά δικαιώµατα των πολιτών. Βέβαια, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι ΑΔΑ συχνά αποτελούν και µηχανισµούς νοµιµοποίησης ή προσχήµατος, καθώς η κρατική εξουσία αναζήτησε καινοφανείς θεσµικούς µηχανισµούς µη υπαγόµενους στον πολιτικό της έλεγχο για τοµείς ευαίσθητους, που χρήζουν της παρέµβασής της, ώστε να επιδιώξει έµµεσα τη διεκπεραίωση του παρεµβατικού της έργου. Επίσης, υποστηρίζεται ότι η γένεση των εποπτικών αυτών αρχών αποτέλεσε προϊόν πολιτικών συγκυριών µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν νέες γραφειοκρατίες, ενώ, ακόµη, πολλοί θεωρούν ότι η διάβρωση της ποιότητας των εκποµπών και η κυριαρχία της φτηνής, εµπορικής τηλεόρασης προκλήθηκε από τον τρόπο λειτουργίας των εποπτικών αρχών αυτών. Εποµένως, το Ε.Σ.Ρ. ως ανεξάρτητη αρχή, εκτος από τη σχετική ρύθµιση του άρθρου 15 παράραφος 2, υπάγεται και στη διάταξη του άρθρου 101Α, που ορίζει τα σχετικά µε τις ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες προβλέπονται από το Σύνταγµα. Συγκεκριµένα. η διάταξη του άρθρου αυτού επιφυλάσσει ιδιαίτερη εξουσία στον κοινό νοµοθέτη, καθώς για τα ζητήµατα σχετικά µε τη θητεία των µελών των ανεξάρτητων αρχών, την ανεξαρτησία τους, αλλά και το προσωπικό των υπηρεσιών τους παραπέµπει στην κοινή νοµοθεσία (Άρθρο 101Α: 1. Όπου από το Σύνταγµα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα µέλη της διορίζονται µε ορισµένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόµος ορίζει. 2. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστηµονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόµος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται µε απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και µε επιδίωξη οµοφωνίας ή πάντως µε την αυξηµένη 15

πλειοψηφία των τεσσάρων πέµπτων των µελών της. Τα σχετικά µε τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον Κανονισµό της Βουλής. 3. Με τον Κανονισµό της Βουλής ρυθµίζονται όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών µε τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου.) 16

Ε. Ο νόµος 2863/2000 («Εθνικό Συµβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και άλλες αρχές και όργανα του τοµέα παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών») και ανάλυσή του Όπως αναπτύχθηκε και στο ιστορικό πλαίσιο δηµιουργίας και δικαιικής ρύθµισης του Ε.Σ.Ρ., ο νόµος 2863/2000 αποτελεί το βασικό νοµοθέτηµα που διαµόρφωσε τη µορφή του Ε.Σ.Ρ., όπως είναι σήµερα, και συνέβαλε στην ενίσχυση του ρόλου και των αρµοδιοτήτων του. Για το λόγο αυτό σε αυτό το σηµείο θα ασχοληθούµε µε την ανάλυση της δοµής του. Το πρώτο άρθρο, λοιπόν, του παρόντος νόµου πραγµατεύεται τη διοικητική και δηµοσιονοµική αυτοτέλεια του Ε.Σ.Ρ.. Συγκεκριµένα, στην παράγραφο 1 διατυπώνεται ρητά η φύση του Ε.Σ.Ρ. ως «ανεξάρτητης αρχής µε έδρα την Αθήνα», της οποίας τα µέλη απολαµβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, ενώ η παράγραφος 2 ορίζει ότι το Ε.Σ.Ρ. έχει δικό του προϋπολογισµό και πλήρη αυτοτέλεια κατά την εκτέλεσή του και ακολουθεί σύντοµη αναφορά στις προεδρικές αρµοδιότητες στον τοµέα αυτόν (διάθεση των πιστώσεων, ανάληψη υποχρεώσεων, κατάρτιση συµβάσεων και διενέργεια των δαπανών). Στην ίδια παράγραφο προβλέπεται ότι ο προληπτικός και κατασταλτικός έλεγχος των δαπανών γίνεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ η εκκαθάριση, ο έλεγχος και η εντολή πληρωµής των δαπανών από την οικεία υπηρεσία δηµοσιονοµικού ελέγχου. Η ανάθεση έργων, προµηθειών και υπηρεσιών πραγµατοποιείται µε εφαρµογή των διατάξεων για το Δηµόσιο. Στο επόµενο άρθρο (αριθµός 2) βασικό θέµα ρύθµισης είναι η συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ., το οποίο πλέον, όπως ορίζεται, αποτελείται από εφτά µέλη. Από αυτά ορίζεται ένας Πρόεδρος και ένας Αντιπρόεδρος. Η επιλογή των µελών του γίνεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής των Ελλήνων, κατόπιν εισηγήσεως του Προέδρου αυτής, µε απαιτούµενη πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων πέµπτων (4/5) των µελών της και, στη συνέχεια, ο Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ εκδίδει την απόφαση διορισµού των µελών, η οποία δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Ο ίδιος απευθύνει στον Πρόεδρο της Βουλής και σχετικό ερώτηµα, µετά από το οποίο κινείται η διαδικασία επιλογής. Επιπρόσθετα, στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπονται τα κριτήρια επιλογής των µελών του Ε.Σ.Ρ. και, συγκεκριµένα, αναφέρεται πως τα µέλη πρέπει να διακρίνονται για την επιστηµονική τους κατάρτιση, την επαγγελµατική τους εµπειρία ή τη δηµόσια προσφορά τους, κατά προτίµηση σε τοµείς σχετικούς µε την αποστολή και τις αρµοδιότητες της αρχής. Τέλος, στην παράγραφο 4 ορίζονται ως διάρκεια της θητείας των µελών του εν λόγω οργάνου τα τέσσερα χρόνια, ενώ προβλέπεται ανανέωση της θητείας τους (πλην του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, που ορίζονται για πλήρη θητεία) µε κλήρωση, που προηγείται της απόφασης διορισµού και, δια της 17

οποίας, τρία µέλη διορίζονται για τριετή θητεία, προκειµένου να διασφαλίζεται η συνέχεια της λειτουργίας του Ε.Σ.Ρ.. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή παύσης µέλους από τα καθήκοντά του ή λήξης της θητείας του, προβλέπεται διορισµός νέου µέλους, σύµφωνα µε τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2, το οποίο αντικαθιστά το προηγούµενο για το υπόλοιπο της θητείας του. Πρέπει, ακόµη, να σηµειωθεί ότι τα µέλη του Ε.Σ.Ρ. δεν µπορούν να εκτελούν πάνω από δύο θητείες, είτε αυτές είναι διαδοχικές είτε όχι, καθώς και ότι προβλέπεται αυτοδίκαιη παράταση της θητείας των εκάστοτε µελών µέχρι να εκδοθεί η απόφαση διορισµού (βλ. παράγραφος 2). Στη συνέχεια, στο άρθρο 3, ο νοµοθέτης καθορίζει το νοµικό καθεστώς των µελών του Ε.Σ.Ρ.. Συγκεκριµένα, στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι η απασχόληση του Προέδρου και του Αντιπροέδρου είναι πλήρης και αποκλειστική, καθώς και ότι, όσο διαρκεί η θητεία τους, επέρχεται αναστολή της άσκησης οποιουδήποτε άλλου δηµόσιου λειτουργήµατος και απαγορεύεται η άσκηση οποιασδήποτε επαγγελµατικής δραστηριότητας ή ανάληψη άλλων καθηκόντων, αµειβόµενων ή µη, στο δηµόσιο και ιδιωτικό τοµέα. Ωστόσο, εξαιρούνται τα καθήκοντα µε την ιδιότητα µέλους Διδακτικού Επιστηµονικού Προσωπικού Α.Ε.Ι. µερικής απασχόλησης. Όσον αφορά τα υπόλοιπα µέλη του Ε.Σ.Ρ., αυτά είναι πλήρους απασχόλησης και υποχρεούνται σε ανελλιπή συµµετοχή στην άσκηση των αρµοδιοτήτων και στις εν γένει εργασίες της αρχής. Στην επόµενη παράγραφο του ίδιου άρθρου (αριθµός 4) καθορίζονται τα κωλύµατα διορισµού στη θέση µέλους του οργάνου αυτού. Αναφέρεται ότι πρόκειται για την καταδίκη µε τελεσίδικη δικαστική απόφαση για τα αδικήµατα της κλοπής, υπεξαίρεσης, καταπίεσης, απάτης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας ή δωροληψίας, απιστίας, παράβασης καθήκοντος, διασποράς ψευδών ειδήσεων διά του τύπου, συκοφαντικής δυσφήµισης, καθώς και για αδίκηµα που συνιστά έγκληµα κατά των ηθών ή κακούργηµα. Προχωρώντας στο κείµενο του νόµου οι παράγραφοι 3 και 4, που ακολουθούν, καθορίζουν τα ασυµβίβαστα µε την ιδιότητα του µέλους του Ε.Σ.Ρ.. Τέτοια είναι η ιδιότητα του µέλους του Υπουργικού Συµβουλίου, του Υφυπουργού, του Βουλευτή, του Γενικού ή Ειδικού Γραµµατέα Υπουργείου ή αυτοτελούς Γενικής Γραµµατείας, του στρατιωτικού εν ενεργεία, του υπηρετούντος στα σώµατα ασφαλείας, του δηµοσίου υπαλλήλου, καθώς και η ανάληψη αξιώµατος ή θέσης σε οποιοδήποτε πολιτικό κόµµα. Επιπρόσθετα, µέλη του δεν επιτρέπεται να είναι εταίροι, µέτοχοι, µέλη διοικητικού συµβουλίου, ούτε να απασχολούνται, είτε αµειβόµενοι είτε µη και µε οποιαδήποτε νοµική σχέση, σε εταιρεία της οποίας οι δραστηριότητες υπάγονται µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο στην εποπτεία του Ε.Σ.Ρ.. Η παραπάνω απαγόρευση ισχύει όχι µόνο κατά τη διάρκεια της θητείας των µελών, αλλά εκτείνεται και στα επόµενα τρία έτη µετά τη λήξη αυτής. Σε περίπτωση, µάλιστα, που κάποιο µέλος παραβιάσει τις διατάξεις της παραγράφου αυτής τιµωρείται µε φυλάκιση ενός έτους τουλάχιστον και µε χρηµατική ποινή που ισούται µε το δεκαπλάσιο των συνολικών του αποδοχών κατά τη διάρκεια της θητείας του. 18

Όσον αφορά τα σχετικά µε την ευθύνη των µελών του Ε.Σ.Ρ. αυτά ορίζονται στην παράγραφο 5. Τα µέλη υπέχουν πειθαρχική ευθύνη για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από τον εν λόγω νόµο, σύµφωνα µε πλήρως αιτιολογηµένη απόφαση ειδικού πειθαρχικού συµβουλίου. Η συγκρότηση του συγκεκριµένου συµβουλίου, που έχει τριετή θητεία, λαµβάνει χώρα µε απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ κατόπιν προτάσεως του αρχαιότερου Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απαρτίζεται από έναν αντιπρόεδρο του Συµβουλίου της Επικρατείας ως Πρόεδρο, έναν Αρεοπαγίτη, έναν σύµβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο καθηγητές Α.Ε.Ι. στο γνωστικό αντικείµενο του δηµοσίου δικαίου, των οποίων η επιλογή γίνεται κατόπιν κληρώσεως και µε την ίδια απόφαση διορίζεται και ο γραµµατέας του συµβουλίου. Για όσα µέλη του πειθαρχικού συµβουλίου ασκούν το δικαστικό λειτούργηµα απαιτείται απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συµβουλίου. Το πειθαρχικό συβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθµό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουµένου, ενώ επιλαµβάνεται και αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή µετά από τεκµηριωµένες καταγγελίες ή αναφορές στην υπηρεσιακή γραµµατεία του προέδρου του. Συνεδριάζει µε παρουσία τριών µελών τουλάχιστον και λαµβάνει αποφάσεις µε απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της θητείας του ένα µέλος του ΕΣΡ καταδικαστεί µε τελεσίδικη απόφαση για κάποιο από τα αδικήµατα που αποτελούν κώλυµα διορισµού ή αποκτήσει ιδιότητα ή ασκήσει κάποια δραστηριότητα που έχει οριστεί παραπάνω ως ασυµβίβαστη µε το λειτούργηµά του, καθώς, επίσης, αν διαπιστωθεί ότι δεν απασχολείται πλήρως, το πειθαρχικό συµβούλιο αποφασίζει υποχρεωτικά την παύση του. Η σχετική διαπιστωτική πράξη εκδίδεται από τον Υπουργό Τύπου και ΜΜΕ. Σύµφωνα µε την παράγραφο 6, τα µέλη του ΕΣΡ ευθύνονται ποινικά για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών ποινικών νόµων, ενώ η αστική ευθύνη των µελών της αρχής διέπεται από τις διατάξεις του Εισαγωγικού Νόµου του Αστικού Κώδικα και του Υπαλληλικού Κώδικα. Σύµφωνα µε την επόµενη παράγραφο (αριθµός 7), απαγορεύεται η γνωστοποίηση από τα µέλη σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, πλην των αρµοδίων δικαστηρίων και των ειδικών επιτροπών της Βουλής, εµπιστευτικών πληροφοριών και στοιχείων που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση εχεµύθειας αυτή εκτείνεται και στο χρονικό διάστηµα µετά τη λήξη της θητείας τους. Στην παράγραφο 8 προβλέπεται ο τρόπος καθορισµού των κάθε είδους µηνιαίων αποδοχών και αποζηµιώσεων του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των υπόλοιπων µελών του Ε.Σ.Ρ., κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, οι οποίες καθορίζονται µε απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Τύπου και ΜΜΕ, που λαµβάνουν υπόψη τη φύση της απασχόλησης των µελών, καθώς και το ύψος και το είδος των αποδοχών και των αποζηµιώσεων που χορηγούνται στα µέλη των άλλων ανεξάρτητων διοικητικών αρχών. Μάλιστα, τα µέλη του Ε.Σ.Ρ. λαµβάνουν το τριάντα τοις εκατό (30%) των ετήσιων αποδοχών τους για τρία χρόνια αφότου 19

ολοκληρώνεται η θητεία τους. Τέλος, σύµφωνα µε την παράγραφο 9, τα µέλη του υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 24 επ. του Ν.2429/1996. Στη συνέχεια ακολουθεί το άρθρο 4, το οποίο καθορίζει τις αρµοδιότητες της αρχής, µε τις οποίες, µέσω της έκδοσης εκτελεστών ατοµικών διοικητικών πράξεων, υλοποιείται ο άµεσος έλεγχος του κράτους στον τοµέα της παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Ειδικότερα, αναφέρει ότι το Ε.Σ.Ρ. είναι αρµόδιο για τη χορήγηση, ανανέωση και ανάκληση των αδειών και εγκρίσεων που προβλέπουν οι νόµοι 2328/1995 και 2644/1998 (άρθρα 1-12) και οι κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ εξουσιοδότηση αυτών των νόµων για την παροχή ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών, για τον έλεγχο της τήρησης των όρων και των προϋποθέσεων, καθώς και των εν γένει κανόνων και αρχών που προβλέπει η εκάστοτε ισχύουσα νοµοθεσία για τη νόµιµη, διαφανή και ποιοτική λειτουργία των φορέων, δηµόσιων και ιδιωτικών, που αναπτύσσουν δραστηριότητες στον τοµέα παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, ορίζει ότι το Ε.Σ.Ρ. µεριµνά για τη διασφάλιση της πολιτικής και πολιτιστικής πολυµέρειας και πολυφωνίας στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης και ελέγχει την τήρηση των κανόνων του ελεύθερου οικονοµικού ανταγωνισµού, κατά τη δραστηριοποίηση των επιχειρηµατικών φορέων στον τοµέα αυτόν (των ΜΜΕ), ενώ, παράλληλα, είναι αρµόδιο για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και µέτρων προβλεπόµενων στα άρθρα 4 παρ.1 του Ν.2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α`) και 12 και 15 παρ.3 του Ν.2644/1998 (ΦΕΚ 233 Α`), καθώς και για την εξέταση των αιτήσεων επανόρθωσης για προσβολή της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που του διαβιβάζουν οι οικείες επιτροπές. Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι, στο πλαίσιο της άσκησης των προαναφερθέντων αρµοδιοτήτων, το Ε.Σ.Ρ. µπορεί να απευθύνει οδηγίες, συστάσεις, υποδείξεις, ερωτήµατα και γνωµοδοτήσεις σχετικά µε την εφαρµογή των διατάξεων των οικείων νόµων και κανονιστικών πράξεων σε όλους τους δηµόσιους και ιδιωτικούς φορείς και αρχές, είτε αυτεπαγγέλτως είτε σύµφωνα µε τις οικείες διατάξεις. Επίσης, µπορεί να ζητά για αυτήν την εφαρµογή τη συνδροµή κάθε διοικητικής και δικαστικής αρχής, τόσο ηµεδαπής όσο και αλλοδαπής. Οι αρµόδιες διοικητικές αρχές και φορείς του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα έχουν υποχρέωση να ενηµερώνουν ανελλιπώς το Ε.Σ.Ρ. για την εξόφληση και την εν γένει διαδικασία καταβολής των οικονοµικών οφειλών από τους φορείς παροχής ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Στην επόµενη παράγραφο (αριθµός 3) ορίζεται ότι το Ε.Σ.Ρ. µπορεί να ζητά σχετική γνώµη εκπροσώπων ή συλλογικών φορέων συγκεκριµένων ή και ευρύτερων κοινωνικών ή επαγγελµατικών οµάδων, εφόσον κρίνει ότι ανακύπτει ανάγκη εξέτασης ζητηµάτων που ενδιαφέρουν αυτές τις οµάδες. Σύµφωνα µε την παράγραφο 4, το Ε.Σ.Ρ. συντάσσει κάθε έτος, µέχρι την 31η Μαρτίου, έκθεση πεπραγµένων για το έτος που πέρασε. Η έκθεση αυτή γίνεται αντικείµενο συζήτησης και εγκρίνεται σε ειδική συνεδρίαση της αρχής σε ολοµέλεια και υποβάλλεται στη Βουλή των Ελλήνων και στον Υπουργό Τύπου και ΜΜΕ. Η τελευταία παράγραφος του παρόντος άρθρου καθιστά το Ε.Σ.Ρ. αρµόδιο 20

για την άσκηση οποιασδήποτε άλλης γνωµοδοτικής ή αποφασιστικής αρµοδιότητας, πέρα από αυτές του παρόντος άρθρου, για την οποία υπάρχει πρόβλεψη σε ειδική διάταξη της εκάστοτε ισχύουσας νοµοθεσίας. Στο άρθρο 5 ορίζονται οι κανόνες λειτουργίας του Ε.Σ.Ρ. και ρυθµίζονται θέµατα σχετικά µε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από αυτό. Σύµφωνα µε την παράγραφο 1, το Ε.Σ.Ρ. ασκεί τις αποφασιστικές και λοιπές του αρµοδιότητες ως συλλογικό διοικητικό όργανο. Η λειτουργία του και η έκδοση αποφάσεων λαµβάνουν χώρα σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και, συµπληρωµατικά, του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του εσωτερικού κανονισµού λειτουργίας, ο οποίος καταρτίζεται από το Ε.Σ.Ρ. στο πλαίσιο των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και του Ν.2863/2000 και κυρώνεται µε απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Στην παράγραφο 2 αναφέρεται ότι το επιστηµονικό και διοικητικό προσωπικό, όπως κατανέµεται και οργανώνεται στο πλαίσιο των τµηµάτων του άρθρου 7, επικουρεί το Ε.Σ.Ρ. στη λειτουργία του. Στην παράγραφο 3 προβλέπεται η λειτουργία του Ε.Σ.Ρ. σε ολοµέλεια ή σε ειδικά κλιµάκια, τα οποία µπορούν να συγκροτούνται µε απόφαση της ολοµέλειας, για να µελετηθούν και να εξεταστούν συγκεκριµένα ζητήµατα ή ευρύτερα θέµατα, ενώ απαγορεύεται η µεταβίβαση αποφασιστικών αρµοδιοτήτων στα κλιµάκια. Σε αυτά έχουν δικαίωµα να συµµετέχουν και πρόσωπα από το ειδικό επιστηµονικό προσωπικό, χωρίς δικαίωµα ψήφου. Το δικαίωµα της προηγούµενης ακρόασης των προσώπων που εγκαλούνται στο πλαίσιο των ελεγκτικών και κυρωτικών αρµοδιοτήτων του Ε.Σ.Ρ. ασκείται ενώπιον της ολοµέλειας. Οι δύο παράγραφοι που ακολουθούν καθορίζουν τις αρµοδιότητες του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Σύµφωνα µε την παράγραφο 4, αρχικά, ο Πρόεδρος εκπροσωπεί το Ε.Σ.Ρ. ενώπιον κάθε δικαστικής και διοικητικής αρχής. Η εκπροσώπηση -πλην της δικαστικής- µπορεί να ανατίθεται από τον Πρόεδρο σε άλλο µέλος ή επιστηµονικό συνεργάτη. Ο Πρόεδρος συνεργάζεται σε πάγια και διαρκή βάση µε τον Αντιπρόεδρο και τα άλλα µέλη της αρχής, µπορεί να συγκαλεί εκτάκτως την ολοµέλεια όποτε το κρίνει απαραίτητο, είναι αρµόδιος για την επίβλεψη των εργασιών των επιµέρους τµηµάτων του Ε.Σ.Ρ. και παρέχει κατευθύνσεις και οδηγίες στο επιστηµονικό προσωπικό. Επίσης, είναι αυτός που υπογράφει τις αποφάσεις του οργάνου, έρχεται σε επαφή µε όλους τους δηµόσιους φορείς και κάθε άλλο πρόσωπο, φυσικό ή νοµικό, και ενηµερώνει σχετικά µε τη λειτουργία και το έργο της αρχής τον Υπουργό Τύπου και ΜΜΕ, τις αρµόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές και κάθε άλλο φορέα και αρχή. Όσον αφορά την παράγραφο 5, αυτή αναφέρει ότι ο Αντιπρόεδρος ορίζεται ως αναπληρωτής του Προέδρου σε όλες τις αρµοδιότητές του, όταν ο δεύτερος είτε κωλύεται να τις ασκήσει είτε απουσιάζει από την έδρα του Ε.Σ.Ρ., ενώ µε απόφαση της ολοµέλειας γίνεται επιτρεπτή η εξουσιοδότηση υπογραφής στον Αντιπρόεδρο. Επιπλέον, ο Αντπρόεδρος προεδρεύει στα κλιµάκια, για τα οποία κάνει λόγο η παράγραφος 3. 21

Στην παράγραφο 6 προβλέπονται ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος συνεδριάσεως του Ε.Σ.Ρ.. Το Ε.Σ.Ρ. συνεδριάζει στην έδρα του ή και εκτός αυτής, εφόσον αυτό έχει ορισθεί πρωτύτερα, τρεις φορές το µήνα τουλάχιστον και εκτάκτως, όταν ζητήσουν κάτι τέτοιο δύο τουλάχιστον µέλη. Προϋπόθεση νόµιµης συνεδριάσεώς του είναι η συµµετοχή στη συνεδρίαση του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου και τριών τουλάχιστον µελών. Οι αποφάσεις λαµβάνονται κατά πλειοψηφία, ενώ η ψήφος των µελών είναι πάντοτε ονοµαστική, φανερή και αιτιολογηµένη. Σε περίπτωση διαµόρφωσης περισσότερων των δύο απόψεων, η ασθενέστερη προσχωρεί σε µία από τις ισχυρότερες, εωσότου διαµορφωθεί πλειοψηφία. Τυχόν διαφοροποιήσεις σχετικά µε την αναλογία της ψήφου καταγράφονται στα πρακτικά της συνεδρίασης. Σύµφωνα µε την επόµενη παράγραφο (αριθµός 7), οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Ε.Σ.Ρ. πρέπει να είναι πλήρως και ειδικά αιτιολογηµένες και να αντιστοιχούν στο περιεχόµενο των πρακτικών της εκάστοτε συνεδρίασης. Εν τέλει, βασει της παραγράφου 8, οι αποφάσεις του Ε.Σ.Ρ., εξαιρουµένων αυτών που εκδίδονται στο πλαίσιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4, συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εκτελεστούς τίτλους, όπως ορίζουν οι διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δηµοσίων Εσόδων, και κοινοποιούνται στον Υπουργό Τύπου και ΜΜΕ. Μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεώς τους ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, όπως, επίσης, και οι διοικητικές προσφυγές που προβλέπονται στο Σύνταγµα και τη νοµοθεσία, ενώ ένδικα βοηθήµατα κατά των αποφάσεων του οργάνου αυτού µπορεί να ασκεί και ο Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ. Το Ε.Σ.Ρ. µπορεί αυτοτελώς να παρίσταται στις δίκες που έχουν αντικείµενο τη νοµιµότητα των πράξεων ή παραλείψεών του. Το άρθρο 6, που έπεται, ρυθµίζει τα ζητήµατα προσλήψεως διοικητικού και επιστηµονικού προσωπικού του Ε.Σ.Ρ.. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται η σύσταση πενήντα (50) θέσεων, εκ των οποίων οι είκοσι (20) είναι θέσεις µόνιµου διοικητικού και οι τριάντα (30) ειδικού επιστηµονικού προσωπικού, ενώ η παράγραφος 2 ορίζει ότι η πρόσληψη του διοικητικού προσωπικού γίνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις για τις προσλήψεις των δηµοσίων υπαλλήλων και η κατανοµή του στις οργανικές θέσεις, που το παρόν άρθρο συνιστά, γίνεται βάσει του Οργανισµού του προσωπικού, τον οποίο καταρτίζει το Ε.Σ.Ρ. και κυρώνεται µε απόφαση του Υπουργού Τύπου και ΜΜΕ. Η πλήρωση των θέσεων του διοικητικού προσωπικού µπορεί να γίνει και µε αποσπάσεις ή µετατάξεις προσωπικού από Υπουργεία ή άλλες δηµόσιες υπηρεσίες ή νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα. Ο Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ µπορεί µε απόφασή του, ύστερα από πρόταση του Ε.Σ.Ρ., να διακόπτει την απόσπαση των προαναφερθέντων υπαλλήλων. Η παράγραφος 3 αφορά το ειδικό επιστηµονικό προσωπικό και καθορίζει τη διαδικασία πλήρωσης των σχετικών θέσεων. Συγκεκριµένα, προβλέπεται οτι η αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων γίνεται από ειδική επιτροπή εµπειρογνωµόνων που συγκροτείται από το Ε.Σ.Ρ. και στην οποία συµµετέχουν τουλάχιστον δύο µέλη του οργάνου αυτού και ένα µέλος του 22

Ανωτάτου Συµβουλίου Επιλογής Προσωπικού ως Πρόεδρος. Ακόµη, δέκα (10) θέσεις επιστηµονικού προσωπικού µπορούν να πληρωθούν µε αποσπάσεις ή µετατάξεις ειδικών επιστηµόνων από Υπουργεία ή άλλες δηµόσιες υπηρεσίες ή νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (βλ. Παραπάνω στην παράγραφο 2 για το διοικητικό προσωπικό). Με την παράγραφο 4 θεσπίζεται η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση του επιστηµονικού προσωπικού, ενώ προβλέπεται, επίσης, ότι οι διατάξεις για τα ασυµβίβαστα των µελών του Ε.Σ.Ρ. ισχύουν και για το διοικητικό και επιστηµονικό προσωπικό του για όσο χρόνο διαρκεί η απασχόλησή τους, καθώς και για τέσσερα έτη µετά τη λήξη αυτής. Στη συνέχεια, η παράγραφος 5 ρυθµίζει τα σχετικά ζητήµατα µε την πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού, ενώ παράγραφος 6 ορίζει ότι για τις αποδοχές και αποζηµιώσεις του ειδικού επιστηµονικού προσωπικού αποφασίζουν οι Υπουργοί Οικονοµικών και Τύπου και ΜΜΕ. Τέλος, η παράγραφος 7 θεσπίζει υποχρέωση του προσωπικού αυτού τήρησης εχεµύθειας σχετικά µε τις εµπιστευτικές πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Και στην περίπτωση του προσωπικού αυτού ισχύουν όσα προβλέπονται για τα µέλη του ΕΣΡ (βλ. άρθρο 3 παράγραφος 7). Με το άρθρο 7 προβλέπεται η οργάνωση σε τµήµατα της διοικητικής και επιστηµονικής υποστήριξης του Ε.Σ.Ρ. κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων και των εν γένει εργασιών του. Η κατανοµή του διοικητικού και επιστηµονικού προσωπικού στα τµήµατα αυτά πραγµατοποιείται µε απόφαση της ολοµέλειας. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει λειτουργία στο Ε.Σ.Ρ. των εξής τµηµάτων: «α) Τµήµα Νοµιµότητας και Χορήγησης Αδειών, µε αντικείµενο την εκτέλεση όλων των απαραίτητων εργασιών: i. για τη λήψη των αποφάσεων του ΕΣΡ σχετικά µε τη χορήγηση, ανανέωση και ανάκληση αδειών λειτουργίας ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθµών ελεύθερης λήψης και παροχής συνδροµητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών, ii. για τον έλεγχο της τήρησης των όρων και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην εκάστοτε ισχύουσα νοµοθεσία για τη νόµιµη λειτουργία των φορέων που κατέχουν άδεια παροχής ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών. β) Τµήµα Ελέγχου Διαφάνειας, µε αντικείµενο την τήρηση του Μητρώου Επιχειρήσεων, που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 10α του π.δ. 213/1995, όπως αυτό προστέθηκε µε το άρθρο 1 παρ.2 του π.δ. 310/1996, και την εκτέλεση όλων των ελεγκτικών και λοιπών εργασιών που είναι απαραίτητες για την εφαρµογή των διατάξεων του π.δ. 310/1996. γ) Τµήµα Ποιότητας Προγραµµάτων, µε αντικείµενο την εκτέλεση όλων των απαραίτητων εργασιών για τον έλεγχο της ποιότητας των παρεχόµενων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών, καθώς και για την εξέταση των αιτήσεων επανόρθωσης του άρθρου 9 του π.δ. 100/2000. δ) Τµήµα Διοικητικής Μέριµνας και Τεχνικής Υποστήριξης, µε αντικείµενο την εκτέλεση όλων των απαραίτητων εργασιών για: i. εύρυθµη λειτουργία του συνόλου των υπηρεσιών του ΕΣΡ, ii. την τεχνική υποστήριξη 23