2 Test 1 anorexia nervosa = νευρική ανορεξία slender = αδύνατος vulnerable = ευάλωτος pivotal = κεντρικός adversely = αρνητικά επηρεάζομαι misfit = απόκληρος, μη αποδεκτός redundant = περιττός compensation = αποζημίωση shaft = αγωγός, φρεάτιο ridge = κορυφογραμμή craftsmanship = τεχνική unfathomable = ανεξιχνίαστο, μυστικό monetary = χρηματικός ward sb off = καταπολεμώ celestial = αστρικός folklore = λαϊκός scant = ανεπαρκής imply = υπονοώ dignity = αξιοπρέπεια demise = θάνατος reincarnate = μετενσαρκώνω inadmissible = μη αποδεκτός tutor = καθηγητής sequel = συνέχεια fall through = αποτυγχάνω perception = αντίληψη indication = ένδειξη conceal = αποκρύπτω negligible = αμελητέος succumb = υποκύπτω trigger (v) = προκαλώ recession = οικονομική κρίση ventilation = εξαερισμός revelation = αποκάλυψη astounded = έκπληκτος inexplicably = ανεξήγητα descendants = απόγονοι immunity = ανοσία attribute = αποδίδω ailment = ασθένεια scholar = λόγιος feat = κατόρθωμα oath = όρκος courtesy = ευγένεια usurp = σφετερίζομαι (κλέβω) intertwined = αλληλένδετος plausibility = αληθοφάνεια anticipate = αναμένω cunning = πονηριά fall short = υπολείπομαι dissect = κάνω ανατομία, διαμελίζω inedible = μη φαγώσιμος advocate = υπερασπίζομαι diminish = μειώνω engross = απορροφώ, μονοπωλώ facilitate = διευκολύνω perceive = αντιλαμβάνομαι rapid = γοργός prevail = κυριαρχώ conform = προσαρμόζομαι implication = επίπτωση inherit = κληρονομώ publicity = δημοσιότητα beneficial = ευεργετικός indelible = ανεξίτηλος inaudible = δεν ακούγεται embark = ξεκινώ entail = εμπεριέχω ease (n) = άνεση dismissive = απορριπτέος distinctive = ξεχωριστός pace = ρυθμός imperative = αναγκαίο offspring = απόγονος rapport = συμπάθεια decline = μείωση attain = αποκτώ esteemed = εκτιμητέος Test 2 opt for = επιλέγω strained = βεβιασμένος formidable = δεινός adamantly = σθεναρά smuggle = εισάγω λαθραίως curb = συγκρατώ defame = δυσφημώ recollect = θυμάμαι, αναπολώ onset = ξεκίνημα punctuality = ακρίβεια implement = εφαρμόζω cite = αναφέρω privilege = προνόμιο notion = ιδέα toddler = νήπιο detrimental = επιζήμιος consultant = σύμβουλος abound = αφθονώ handily = εύκαιρα elective = επιλέξιμος concur = συμφωνώ partisan = αντάρτης/οπαδός blatantly = κατάφωρα stun = εκπλήσσω excruciating = αγωνιώδης stamina = αντοχή grim = βλοσυρός abdomen = κοιλιακή χώρα amiable = ευγενικός feasible = εφικτό ardent = διακαής assert = ισχυρίζομαι, βεβαιώνω proliferate = πολλαπλασιάζω lawsuit = δίωξη, μύνηση belittle = υποτιμώ patronise = υποστηρίζω proponent = υπέρμαχος homeschooling = μάθηση στο σπίτι impetus = ώθηση viable = βιώσιμος compulsory = υποχρεωτικός commence = ξεκινώ mental = νοητικός acquisition = απόκτηση inadequacy = ανεπάρκεια conduct = διεξάγω disposal = διάθεση prevalent = επικρατών disciple = μαθητευόμενος herald = κήρυκας prowess = ανδρεία veer off = βγαίνω εκτός πορείας repercussion = συνέπεια wane = μειώνομαι deteriorate = καταρρέω rigorous = αυστηρός wristband = βραχιόλι χειρός acclaim = επευφημώ threshold = όριο predicament = δύσκολη κατάσταση contemplate = συλλογίζομαι compose = συντάσσω promote = προάγομαι alliance = συμμαχία innate = έμφυτος molecular = μοριακός infiltrate = διεισδύω induce = παρακινώ, προτρέπω suspend = αναβάλλω/ τιμωρώ residential = κατοικημένος disrupt = διαταράσσω cardiovascular = καρδιαγγειακός contend with = υποστηρίζω in a nutshell = εν συντομία dispute = διαφωνώ arbitrator = διαιτητής / διαμεσολαβητής subjective = υποκειμενικός compromise = συμβιβασμός circuit = κύκλωμα burden = βάρος, καθήκον (μτφ) commend for = επικροτώ versatility = ελαστικότητα defy = αψηφώ stage (v) = οργανώνω outing = έξοδος claim (n) = ισχυρισμός conjunction = σύνδεση indigenous = αυτόχθων / ντόπιος ingratiate = εύνοια goalie = τερματοφύλακας disposition = διάθεση culprit = ένοχος/εγκληματίας verify = επιβεβαιώνω insomnia = αϋπνία legislation = νομοθεσία approach = προσέγγιση subordinate = υφιστάμενος volatile = εύφλεκτος objective = αντικειμενικός detach = αποστασιοποιούμαι era = εποχή ubiquitous = πανταχού παρών Test 3 illustrate = παρουσιάζω mitigate = καταπραΰνω entail = εμπεριέχω diffuse = εκτονώνω / αποτρέπω την έκρηξη resolve = επιλύω visibility = ορατότητα avarice = φιλαργυρία convert = μετατρέπω vacuum = κενό formation = σχηματισμός landfall = στεριά
battering = σφυροκόπημα (μτφ) gale = θυελλώδης άνεμος downgrade = υποβαθμίζω δύναμης vulnerable = ευάλωτος breach = διαπερνώ weather (v) = αντέχω attend = παρευρίσκομαι preventive = αποτρεπτικός whim = ιδιοτροπία indelible = ανεξίτηλος decree = διάταγμα embezzle = καταχρώμαι clamp down on = πατάσσω hyperbole = υπερβολή fraud = απάτη corruption = διαφθορά loathe = αποστρέφομαι resentment = αποτροπιασμός distracting = αποσπώ την προσοχή grudge = κακία sullen = σκυθρωπός hostile = εχθρικός breather = διάλλειμα, παύση confrontational = αντιθετικό evaporation = εξάτμιση distinctive = ξεχωριστός satellite = δορυφόρος brace = προετοιμάζομαι unleash = απελευθερώνω optimal = ιδανικός momentum = συσσώρευση surge = συσσώρευση flooded = πλημμυρισμένος accompany = συνοδεύω detest = απεχθάνομαι recall = θυμάμαι leak = διαρροή (και μτφ) ineligible = ακατάλληλος conducive = ευνοϊκό allegation = υπαινιγμός / κατηγορία truancy = κοπάνα define = ορίζω manslaughter = ανθρωποκτονία pay-off = δωροδοκία interfere = παρεμβαίνω shareholder = μέτοχος pesticide = εντομοκτόνο ailment = ασθένεια artificial = τεχνητός colony = αποικία excess = πλεόνασμα drone = υπηρέτης honeycomb = κηρήθρα clover = τριφύλλι scrap (v) = απορρίπτω / σταματώ clientele = πελατεία assess = αξιολογώ negligence = αμέλεια treatment = θεραπεία ceremony = τελετή hive = κυψέλη harvest = συγκομιδή fluctuating = ακανόνιστο regurgitation = παλινδρόμηση acacia = ακακία classify = κατηγοριοποιώ revelation = αποκάλυψη contemporary = σύγχρονος extent = μέγεθος/έκταση Test 4 biofuel = βιοκαύσιμο hemp seed = σπόρος κάνναβης import = εισάγω cultivate = καλλιεργώ impartial = αμερόληπτος laundry = μπουγάδα unsanitary = ανθυγιεινός emblem = έμβλημα compromise = συμβιβασμός cargo = εμπόρευμα straits = στενά navigation = πλοήγηση slaughtering = σφαγή fertile = εύφορος aid = βοήθεια evade = αποφεύγω swashbuckling = παλληκαρισμός propelled = ωθούμενο bureau = γραφείο seafarer = ταξιδιώτης complicit = συνένοχος surveillance = επιτήρηση illicit = παράνομος foolhardy = παράτολμος be nominated = είμαι υποψήφιος miscellaneous = ποικίλος / διάφορος hoodie = μπλούζα με κουκούλα sought-after = περιζήτητος breakthrough = επίτευγμα crude = ακατέργαστος / άξεστος dismissive = απορριπτέος crop = σοδειά interfere = παρεμβαίνω pilgrimage = προσκύνημα underfund = υποχρηματοδοτώ litigation = δίκη patrol = περιπολώ wage = μισθός/εισόδημα commercial = εμπορικός board (v) = επιβιβάζομαι unrest = αναταραχή collapse = κατάρρευση withdrawal = απόσυρση pursuer = διώκτης mounted = τοποθετημένος maritime = ναυσιπλοΐα hostage = όμηρος safe (n) = χρηματοκιβώτιο facilitate = διευκολύνω velocity = ταχύτητα blustery = θορυβώδης/βίαιος motive = κίνητρο harrowing = οδυνηρός pinch = στιγμή (μτφ) pretend = υποκρίνομαι ornament = στολίδι pare down = απλοποιώ piece together = συναρμολογώ maternal = μητρικός fragile = εύθραυστος integrity = ακεραιότητα boast = περηφανεύομαι attribute = αποδίδω graduation = αποφοίτηση hand down = περνά από γενιά σε γενιά credibility = αξιοπιστία shoal = πλήθος mainland = ηπειρωτική χώρα kinship = συγγένεια oppression = καταπίεση rearing = ανατροφή anguish = άγχος/αγωνία emancipation = χειραφέτηση feed = σύνδεση renown = γνωστός / αναγνωρίσιμος accountant = λογιστής eagerness = προθυμία encounter = συνάντηση embark = ξεκινώ empathetic = με κατανόηση phlegmatic = φλεγματικός / νωθρός give credit = δίνω τα εύσημα weary = κουρασμένος monsoon = μουσώνας offence = προσβολή dismissal = απόλυση anoint = αλείφω aversion = αποστροφή abiding = διαρκής transmission = μετάδοση spouse = σύζυγος conjugal = συζυγικός scar = ουλή/σημάδι access = έχω πρόσβαση subscribe = γίνομαι συνδρομητής exquisite = εξαιρετικός figures = νούμερα/αριθμοί necessity = αναγκαιότητα Test 5 uncover = αποκαλύπτω severity = σοβαρότητα humiliate = ντροπιάζω mediator = διαμεσολαβητής harness = σχοινί ασφαλείας parachuting = πτώση με αλεξίπτωτο autism = αυτισμός interaction = αλληλεπίδραση disorder = διαταραχή cognitive = νοητικός controversy = διαμάχη pick up on = αναγνωρίζω stimuli = ερέθισμα intervention = παρέμβαση process = επεξεργάζομαι notable = αξιοσημείωτο siblings = αδέρφια immortalise = κάνω αθάνατο apprentice = μαθητευόμενος judiciously = φρόνιμα steamboat = ατμόπλοιο in earnest = με σοβαρότητα 3
4 ruin = καταστροφή intellectual = διανοητικός back drop = παρασκήνιο entail = εμπεριέχει pipe = σωλήνας tackle = αντιμετωπίζω recover = αναρρώνω confront = αντιμετωπίζω contemplate = σκέφτομαι hang glider = αιωροπτεριστής badge = σήμα impairment = δυσχέρεια repetitive = επαναληπτικός spectrum = φάσμα mutation = μετάλλαξη solid = ακέραιος infant = νήπιο attachment = δέσμευση / σύνδεση incomprehensible = ακατανόητος literature = λογοτεχνία coincidence = σύμπτωση institution = θεσμός disguise = μεταμφιέζω typesetter = τυπογράφος widen = διευρύνω pseudonym = ψευδώνυμο investment = επένδυση plot = κομμάτι γης enduring = διαχρονικό (μτφ) license = άδεια ceiling = οροφή pensioner = συνταξιούχος perspective = άποψη babble = παραμιλώ abuse = κακοποίηση single out = ξεχωρίζω undisputed = αδιαμφισβήτητο dispute = διαμάχη embellished = διακοσμημένος tusk = χαυλιόδοντας amulet = φυλακτό ritual = τελετή unbreachable =άθραυστο pregnancy = εγκυμοσύνη discrimination = διάκριση workforce = εργατικό δυναμικό compromise = διακινδυνεύω profit = κέρδος grumble = γκρινιάζω reminisce = αναπολώ stamp out = ξεριζώνω shelter = καταφύγιο artifacts = τεχνουργήματα utilitarian = χρηστικός sculpture = γλυπτό fertility = γονιμότητα abstract = αφηρημένος rung = κλίμακα impede = δυσκολεύω rank = βαθμός/κλίμακα eradicate = εξαφανίζω compile = επιλέγω intolerant = μη ανεκτικός morally = ηθικά Test 6 native = αυτόχθων/ντόπιος repel = αποθώ mating = ζευγάρωμα hatch = εκκολάπτω recreation = αναψυχή bait = δόλωμα enhance = ενισχύω plight = δύσκολη κατάσταση drought = ξηρασία fertiliser = λίπασμα prolonged = παρατεταμένος ash = στάχτη respiratory = αναπνευστικός substance = ουσία renaissance = αναγέννηση quarry = λατομείο wage = εισόδημα carve = χαράσσω prominent = επιφανής depiction = απεικόνιση acclaim = αναγνώριση labour = εργάζομαι interruption = διακοπή downfall = πτώση undertaking = προσπάθεια / εργασία arrogant = αυθάδης squalid = άθλιος/βρώμικος temporarily = προσωρινά descend = κατεβαίνω markedly = ιδιαίτερα chick = νεογνό πτηνό wipe out = εξαφανίζω succumb = υποκύπτω deplete = εξαντλώ yield = απόδοση exacerbate = ενισχύω scarcity = έλλειψη mitigate = μετριάζω exposure = έκθεση rash = εξάνθημα bout = πάλη/μάχη (μτφ) mineral = μεταλλικό στοιχείο profound = ιδιαίτερος / εξαιρετικός yearning = λαχτάρα / επιθυμία prolific = γόνιμος vanish = εξαφανίζω angle = γωνία engender = προκαλώ gargantuan = τεράστιος tomb = τάφος commission = ανάθεση salvation = σωτηρία solitude = μοναξιά / απομόνωση neglect = παραμελώ cease = σταματώ nurture = φροντίζω / καλλιεργώ aspire = ελπίζω/προσδοκώ clergy = κλήρος (εκκλησίας) arduous = επίπονος overbearing = αυταρχικός fable = μύθος fictional = φανταστικός μελλοντικό emissary = απεσταλμένος scorched = καμένος scholar = λόγιος manipulate = χειρίζομαι / εκμεταλλεύομαι renowned = πασίγνωστος subtle = ήπιος moral = ηθικό δίδαγμα tedious = κουραστικός / βαρετός alleviate = απαλύνω / ανακουφίζω meadow = λιβάδι flock = κοπάδι cluster = συστάδα/τσαμπί stalk = βαδίζω αγέρωχα unattainable = άπιαστος insult = προσβάλω curse (v) = καταριέμαι famine = λοιμός wit = εξυπνάδα unanimously = ομόφωνα verify = επιβεβαιώνω acquiesce = συμφωνώ miniscule = μικροσκοπικός damp = υγρός indiscriminate = αδιάκριτος irrefutably = αδιαμφισβήτητα impeding = άμεσα descent = καταγωγή ensuing = επόμενος degradation = υποβιβασμός bend = λυγίζω discretely = διακριτικά persuasive = πειστικός recite = απαγγέλω outlandish = υπερβολικός feign = προσποιούμαι ruse = τέχνασμα credibility = αξιοπιστία futile = μάταιος sour = ξινός/πικρός controversial = αντιφατικός sentence = ποινή/καταδίκη execution = εκτέλεση pestilence = επιδημία cite = αναφέρω erroneous = λανθασμένος conjecture = λογικό συμπέρασμα judgment = κριτική vice = ήθος allude = παραπέμπω disdain = περιφρόνηση appease = καθησυχάζω dreaded = φοβερός conduct = συμπεριφορά blessing = ευλογία predicament = δύσκολη θέση consent = συναίνεση mutual = αμοιβαίος far-fetched = υπερβολικός dazzled = ζαλισμένος bewitched = μαγεμένος inundated = πλημμυρισμένος fraught with = γεμάτος με succinct = περιληπτικός advent = ερχομός ubiquitous = ευρέως διαδεδομένο impact = αντίκτυπος punctuation = σημεία στίξης abbreviation = συντομογραφία ingest = καταναλώνω τροφή
consume = καταναλώνω acquiescent = συναινετικός obesity = παχυσαρκία scrutinise = ελέγχω delusion = ψευδαίσθηση insatiable = ακόρεστος deem = θεωρώ shroud = καλύπτω unscrupulous = ασυνείδητος divine = θεϊκός hurdle = εμπόδιο δρόμου obstruction = εμπόδιο preliminary = προκριματικός complementary = δωρεάν / προσφορά far-reaching = μακροπρόθεσμος enchanted = γοητευμένος peril = κίνδυνος abundant = σε πληθώρα counseling = συμβουλευτική avid = ακόρεστος query = απορία detrimental = επιβλαβής sloppy = άτσαλος contraction = συναίρεση fussy = ακανόνιστος offspring = απόγονος conformance = συμμόρφωση rigid = αυστηρός/απόλυτος lenient = επιεικής Test 7 debt = χρέος incur = επιβαρύνω obsessive = καταναγκαστικός forecast = πρόβλεψη calculate = υπολογίζω negotiate = διαπραγματεύομαι resolution = επίλυση remuneration = αμοιβή / αποζημίωση gismo = μικροεφευρέσεις dispute = διαμάχη foundation = θεμέλιο defective = ελαττωματικός disciplinarian = τηρητής πειθαρχίας liberal = φιλελεύθερος constitution = σύνταγμα (πολιτικό) infantry = πεζικό assembly = συνάθροιση uprising = αναταραχή chancellor = καγκελάριος predecessor = προκάτοχος aspiration = ελπίδα dignity = αξιοπρέπεια subsequent = επόμενος / μελλοντικός congregate = συναθροίζω exemplary = υποδειγματικό rift = ρήγμα format = δομή/μορφή maturity = ωριμότητα collector = εισπράκτορας attribute = αποδίδω counterpart = αντίστοιχος unprecedented = άνευ προηγουμένου reluctance = απροθυμία concession = συμβιβασμός pay off = εξοφλώ innovative = καινοτόμο incompetence = ανικανότητα elapse = λαμβάνω χώρα / περνώ rectify = επιδιορθώνω emperor = αυτοκράτορας conservative = συντηρητικός intellectual = διανοητικό regiment = σύνταγμα (στρατού) foster = ενθαρρύνω parliament = κοινοβούλιο hatred = μίσος affinity = εύνοια vision = όραμα thwart = διακόπτω progressive = προοδευτικός vow = ορκίζομαι deregulation = αλλαγή κανόνων cowardly = δειλό contribute = συνεισφέρω staple = βασικό φαγητό complications = επιπλοκές ration = μερίδα single-handed = μόνος wit = εξυπνάδα (και μτφ) compliment = ενισχύω ratification = επικύρωση discredit = δυσφημώ render = καθιστώ relinquish = εγκαταλείπω ambivalent = διφορούμενο appoint = διορίζω interlocutor = συνομιλητής intonation = τονισμός disparate = ανόμοιος collaboratively = συνεργατικά prudent = σώφρων/έξυπνο income = εισόδημα curriculum = σχολική ύλη courgette = φρέσκο κολοκύθι revitalise = αναζωογονώ triumvirate = τριανδρία endorsement = υποστήριξη stroll = κάνω βόλτες stroke = εγκεφαλικό forfeit = στερώ/χάνω clench = σφίγγω prosperous = ευημερών oral = προφορικός intuitively = ενστικτωδώς manipulate = χειρίζομαι endeavour = προσπάθεια instill = ενσταλάζω / δημιουργώ taxpayer = φορολογούμενος rehabilitation = αποκατάσταση Test 8 acknowledgement = αναγνώριση unison = αρμονία proximity = εγγύτητα progressive = προοδευτικός compulsory = υποχρεωτικός intern = ειδικευόμενος cpr = καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση artificial = τεχνητός administer = χορηγώ migraine = ημικρανία facet = όψη/πλευρά evident = προφανής merger = συγχώνευση sovereignty = κυριαρχία monetary = οικονομικός exporter = εξαγωγέας charter = καταστατικός χάρτης solidarity = συντροφικότητα abolish = καταργώ deem = θεωρώ precipitate = υποθάλπτω proverb = παροιμία amber = κεχριμπάρι stumble into = βρίσκω τυχαία dirt = χώμα erect = ανεγείρω enrolment = εγγραφή poverty = φτώχεια exhilarating = συναρπαστικό sequencing = αλληλουχία pronounced = σαφής prohibition = απαγόρευση incorporate = ενσωματώνω enforcement = επιβολή resuscitation = αναζωογόνηση paramedic = παραϊατρικό προσωπικό manifestation = εμφάνιση intention = πρόθεση applicable = εφαρμόσιμος consolidate = εδραιώνω eradicate = εξαλείφω abstain = απέχω/αποφεύγω implement = εφαρμόζω / ισχύω importer = εισαγωγέας heritage = κληρονομιά prevail = κυριαρχώ advent = ερχομός prevaricate = υπεκφεύγω remote = απομονωμένος memorialise = τιμώ grueling = εξαντλητικός stick = ραβδί gratitude = ευγνωμοσύνη duress = απειλή restoration = αποκατάσταση invigorating = αναζωογονητικός venture = απόπειρα disdain = αποστροφή suburbs = προάστια supervisor = επιτηρητής presume = υποθέτω impulse = στιγμιαία απόφαση surge = συρρέω proceeds = έσοδα neck and neck = αμφίρροπο αποτέλεσμα fatal = θανάσιμος heap = συσσωρεύω hesitancy = δισταγμός utter = απόλυτος oblivion = λήθη mundane = βαρετός 5
6 divulge = αποκαλύπτω deprived = στερημένος breed = ράτσα ζώου extinction = εξαφάνιση mammal = θηλαστικό prey upon = λυμαίνομαι credible = πειστικός pronounce (v) = κηρύσσω insistence = επιμονή conversion = προσηλυτισμός spate = μεγάλος αριθμός explicit = λεπτομερής cater = φροντίζω converge = συγκλίνω tangible = χειροπιαστός fraction = κλάσμα/ποσοστό sizzle = ψήνω/τσουρουφλίζω culprit = ένοχος proportion = ποσοστό balk = αρνούμαι spawn = γεννώ/δημιουργώ babble = παραμιλώ intimate = προσωπικός irreparably = ανεπανόρθωτα hang up = κλείνω το τηλέφωνο brink = όριο/χείλος mourn = θρηνώ rodent = τρωκτικό deplete = εξαντλώ breeding = αναπαραγωγή circumvent = παρακάμπτω Test 9 correspondent = ανταποκριτής tear = ρήγμα shift = μετακίνηση fractionally = ελάχιστα momentarily = στιγμιαία scarcity = μεγάλη έλλειψη detection = ανίχνευση rod = ράβδος confine = περιορίζω recession = οικονομική κρίση well-off = πλούσιος biased = προκατειλημμένος hyperbolic = υπερβολικός principally = κυρίως germinate = γονιμοποιώ horticulturist = φυτολόγος propagate = πολλαπλασιάζω versatility = ευχέρεια resistant = ανθεκτικός alternative = εναλλακτική επιλογή malady = ασθένεια genus = γένος/είδος affliction = βάσανο extract = απόσταγμα aisle = διάδρομος exquisitely = εξαιρετικά regal = βασιλικός cumbersome = δυσκίνητος magnitude = κλίμακα seabed = πυθμένας axis = άξονας spin = περιστρέφομαι hamper = δυσκολεύω reactor = αντιδραστήρας evacuation = εκκένωση liquid = υγρό leak = διαρροή instability = αστάθεια infrastructure = υποδομές prone to = επιρρεπής interval = διάλειμμα seed = σπόρος intervention = παρέμβαση precipitate = επισπεύδω obesity = παχυσαρκία sucrose = σακχαρόζη viable = βιώσιμος host = πληθώρα ailment = ενόχληση / ασθένεια ingestion = κατάποση validate = επιβεβαιώνω negligible = αμελητέο abbey = αβαείο (εκκλησία) subject = υπήκοος bearing = παράστημα mark = σηματοδοτώ echelon = ιεραρχία stud = διακοσμώ heirloom = κειμήλιο procession = τελετή vertical = κάθετος tacky = ευτελής awkwardly = άβολα bygone = περασμένος renowned = περιβόητος amendment = τροποποίηση slanderous = συκοφαντικός dissent = διαφωνώ frugal = λιτός general practitioner = γενικός ιατρός yearn = λαχταρώ surmise = υποθέτω conjecture = συμπέρασμα aggravated = ενοχλημένος procure = αποκτώ predict = προβλέπω nobility = αριστοκρατία expulsion = έξωση coronation = ενθρόνιση realm = βασίλειο vulgarity = χυδαιότητα festoon = διακοσμώ transition = μετάβαση comprise = αποτελώ figure out = καταλαβαίνω solicitor = δικηγόρος retract = αποσύρω meager = πενιχρό surgery = ιατρείο pen (v) = συγγράφω embellish = στολίζω confound = μπερδεύω relish = απολαμβάνω dishearten = αποθαρρύνομαι resort to = καταφεύγω Test 10 lumber = υλοτομία indigenous = ντόπιος relentless = ανελέητος aspire = ελπίζω bemused = μπερδεμένος connotation = υποδήλωση replicate = αντιγράφω conducive = ευνοϊκός bulky = ογκώδης conductor = αγωγός exorbitant = υπερβολικός aftermath = επακόλουθο shield (v) = προστατεύω nuptials = γάμος provoke = προκαλώ pigment = χρώμα hint = υπόνοια magnification = μεγέθυνση heretical = αιρετικός curator = έφορος μουσείου trail = σειρά/μονοπάτι effeminate = θηλυπρεπής token = ενδεικτικός χρόνος grave = τάφος illusion = ψευδαίσθηση inception = έναρξη branch = παράρτημα enrich = εμπλουτίζω imperiled = σε κίνδυνο stem = ανακόπτω logging = υλοτομία benefactor = ευεργέτης conjure up = επινοώ propagation = διάδοση inaccessible = μη προσβάσιμο contemptible = ποταπός fibre = ίνα refined = εκλεπτυσμένος plight = σοβαρή κατάσταση distraught = δυσαρεστημένος courtship = ειδύλλιο haunt = στοιχειώνω glaze = γυαλιστικό smear = επαλείφω resolution = ανάλυση speculation = εικασία holy grail = άγιο δισκοπότηρο riddle = γρίφος clue = στοιχείο exhibit = εκθέτω fuss = φασαρία comfort (v) = παρηγορώ interaction = αλληλεπίδραση legitimate = νόμιμος pent up = συσσωρευμένος eminent = γνωστός posterity = υστεροφημία envisage = οραματίζομαι convey = μεταδίδω / μεταφέρω concept = έννοια swamp (v) = κατακλύζω burial = ταφή illustration = παρουσίαση concise = συνοπτικός grasp = κατανοώ absorb = απορροφώ