Πλοία, Ναυσιπλοΐα, Ναυπηγική

Σχετικά έγγραφα
Πλοία, Ναυσιπλοΐα, Ναυπηγική

Το κάστρο του Παντελίου

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Όπλα. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Το νησί. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 6

Το νησί. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 13

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Το νησί. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 10

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

Ομάδα «Αναποφάσιστοι» : Αθανασοπούλου Ναταλία, Μανωλίδου Εβίτα, Μήτση Βασιλική, Στέφα Αναστασία

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

1. Οι Σκλαβηνίες ήταν νησίδες Σλάβων εποίκων διασκορπισμένες ανάμεσα στο γηγενή πληθυσμό

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

Ανακαλύψεις (15 ος 16 ος αι.) «Ήρθαμε αναζητώντας Χριστιανούς και μπαχαρικά»

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 2018 ΤΑΞΗ : Α ΤΜΗΜΑ : 2 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΕΛΕΝΗ

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

Ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Το Μεσαιωνικό Κάστρο Λεμεσού.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

Το νησί. Η άνθιση που γνώρισαν τα νησιά στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ανακόπηκε βίαια με την. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου.

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το τίμημα της αθηναϊκής αλαζονείας

ΟΜΑΔΑ Α. Α. 1. α. Επιλέξτε τη σωστή απάντηση: 1. Ο αρχηγός της αποστολής κατά το β αποικισμό ονομαζόταν: α) ευγενής β) ιδρυτής γ) οικιστής

Το μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Στρατός. Ο στρατός ξηράς

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Ολυμπία Μπάρμπα Μπάμπης Χιώτης Κων/να Μάγγου 2017, Β3 Γυμνασίου

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Η Παγκόσμια Κληρονομιά της Κύπρου

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Κεφάλαιο 5 (σελ ) Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

ΠΛΟΙΑ. Ειρήνη Πετράκη Δασκάλα Σύμβουλος ΣΧ.Τ.

Γενικό Λύκειο Καρπερού Δημιουργική Εργασία: Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

ΤΟ ΛΥΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΓΡΙΦΟΥ (ή πως χώρεσαν 3000 χρόνια ιστορίας στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαλαμίνας)

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Τίρυνθας

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Ιερού Παλατίου Ιππόδρομο ανακτόρου των Βλαχερνών, του ανακτόρου του Μυρελαίου σειρά καταστημάτων της Μέσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΣΤΕΛΛΙΑΝΩΝ «Ο ΚΕΡΑΜΟΣ»

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

Το νησί. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 6

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Πλατείες. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Προϊστορική περίοδος

Ο ναός των Αγίων Αποστόλων

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

Ψηφιοποίηση, επεξεργασία, προσθήκες, χαρτογραφικό υλικό: Αρχείο Πανοράματος ( Απρίλιος 2014

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

Χρονολογία ταξιδιού:στις 8 Ιουλίου του 1497 άρχισε και τελείωσε το 1503

«Βυζαντινή Τέχνη και Αρχιτεκτονική, η Θεσσαλονίκη συναντά την Κωνσταντινούπολη» Βυζαντινός Περίπατος

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα

600 π.χ π.χ. Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΟΠΛΙΤΗΣ

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΡΙΠΟΥ

Project. Εργασία των : Μαρίας Τσάκα Άντζελας Πέτκο Γιώργου Κρητικού Αλέξανδρου Παππά

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

(Από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού)

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

2. Αναγέννηση και ανθρωπισμός

Transcript:

Πλοία, Ναυσιπλοΐα, Ναυπηγική Εμπορικά πλοία και ναυπηγική Τα εμπορικά πλοία της Ύστερης Αρχαιότητας στην πλειοψηφία τους κατασκευάζονταν κατά πολύ μικρότερα από τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά, αν και υπάρχουν μνείες σε γραπτές πηγές για καράβια μεγάλης χωρητικότητας που μετέφεραν σιτάρι στην Κωνσταντινούπολη. Η μείωση των διαστάσεων των πλοίων και η έλλειψη μεγάλων κεφαλαίων για ναυπήγηση νέων οδήγησαν στην κατασκευή ευέλικτων εμπορικών που μπορούσαν να μεταφέρουν φορτίο ικανών τόνων, χωρίς να χάνουν σε ταχύτητα και ευκινησία σε καιρούς θαλασσοταραχής ή απειλής από πειρατές. Για τα εμπορικά πλοία, εκτός από τις μαρτυρίες των πηγών, πληροφορίες αντλούμε από ναυάγια που έχουν ερευνηθεί, κυρίως το ναυάγιο του Yassi Ada στην αρχαία Αλικαρνασσό, απέναντι από την Κω, του 625-626, σύμφωνα με νομισματικά δεδομένα, και του Serçe Liman που βρίσκεται στη χερσόνησο απέναντι από τη Σύμη, της εποχής γύρω στο 1025. Το ναυάγιο του Yassi Ada ήταν ένα εμπορικό περίπου 20 μέτρων μήκους και 5,3 μέτρων πλάτους, χωρητικότητας φορτίου περίπου 60 τόνων. Το ναυάγιο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό και για τη μέθοδο ναυπήγησής του. Σε όλη την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα τα πλοία κατασκευάζονταν σύμφωνα με την αρχή «το πέτσωμα πρώτο», που σημαίνει ότι το κέλυφος ολοκληρωνόταν πριν την τοποθέτηση του εσωτερικού σκελετού: αρχικά πάνω στην καρένα (τρόπιδα) τοποθετούνταν τα ποδοστάματα της πλώρης και της πρύμνης και πάνω σ αυτά στερεώνονταν οι σανίδες του πετσώματος, που πλανίζονταν και συνδέονταν σφιχτά για να εξασφαλιστεί απόλυτη εφαρμογή και στεγανότητα. Το κατάρτι υψωνόταν ουσιαστικά μετά την καθέλκυση του πλοίου. Αντίθετα, στο Μεσαίωνα κατασκευάζονταν πρώτα οι νομείς του πλοίου, σύμφωνα με την αρχή «ο σκελετός πρώτα», και πάνω σ αυτούς προσαρμόζονταν οι σανίδες του κελύφους, που χρειαζόταν πια συχνά καλαφάτισμα με πίσσα. Το πλοίο του ναυαγίου στο Yassi Ada είχε κατασκευαστεί με την παλαιά μέθοδο μέχρι την ίσαλο γραμμή, ενώ από εκεί και πάνω είχε ακολουθηθεί η νεότερη μέθοδος, γεγονός που τοποθετεί το πλοίο σε έναν ενδιάμεσο σταθμό εξέλιξης της ναυπηγικής. Το πλοίο του ναυαγίου στο Serçe Liman είναι όλο κατασκευασμένο σύμφωνα με την δεύτερη μέθοδο. Μια άλλη σημαντική αλλαγή είναι η ανακάλυψη του μονού πηδαλίου, που μετακινούσε το πλοίο πολύ πιο εύκολα από το ένα ή τα δύο μεγάλα κουπιά που παλιότερα υπήρχαν κοντά στην πρύμνη. Η αλλαγή αυτή πρέπει να έγινε παράλληλα στη Δυτική Ευρώπη και στον αραβικό χώρο της Ερυθράς θάλασσας πριν από τον 10ο αιώνα. Την ίδια περίπου περίοδο πρέπει να γενικεύτηκε 1 από 8

και η χρήση των τριγωνικών πανιών, που συνοδεύτηκε από την ναυπήγηση ακόμη ελαφρότερων εμπορικών πλοίων, που είναι γνωστά ως λατίνια. Ως τον 12ο αιώνα τα λατίνια είχαν καθιερωθεί στη Μεσόγειο και από εκεί διαδόθηκαν στη Βόρεια Ευρώπη. Αυτές οι αλλαγές έδωσαν τη δυνατότητα στα πλοία να ταξιδεύουν εκμεταλλευόμενα στο έπακρο τον άνεμο, έκαναν τους κωπηλάτες σχεδόν περιττούς και επέτρεψαν να γίνονται ταξίδια σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Τέλος, απεικονίσεις πλοίων σε βυζαντινά έργα της Παλαιολόγειας περιόδου δείχνουν ότι η ναυπηγική είχε πλέον δεχθεί ισχυρές ιταλικές επιδράσεις. Για την ναυσιπλοΐα είμαστε σίγουροι ότι θα πρέπει να υπήρχαν ειδικευμένοι ναυτικοί που υπολόγιζαν τις αποστάσεις από σημεία της ξηράς ή από τη θέση του ήλιου και των άστρων με τη χρήση του αστρολάβου. Επιβοηθητικά κείμενα ήταν οι περίπλοι, που έδιναν πληροφορίες για τα λιμάνια και τις ακτογραμμές, τις αγορές και τα προϊόντα της κάθε περιοχής έχουν σωθεί μόνον ο περίπλους της Ερυθράς θάλασσας, του 3ου αι., και του Ευξείνου Πόντου, που δεν είναι παλαιότερος της πρώτης πενηνταετίας του 6ου αι. Η ύπαρξη χαρτών με προκαθορισμένες πορείες και σημειωμένους υφάλους, αβαθή και αποστάσεις μεταξύ λιμανιών είναι υποθετική οι παλαιότεροι γνωστοί πορτολάνοι χρονολογούνται μόλις στον 16ο αιώνα. Πολεμικά πλοία και πολεμική τεχνική Η κατασκευή των πολεμικών πλοίων της Ύστερης Αρχαιότητας ήταν κληρονόμος της ναυπηγικής παράδοσης του Ελληνορωμαϊκού κόσμου. Οι ελάχιστες πηγές αναφέρουν την ύπαρξη τριήρεων και λιβυρνίδων, πλοίων μικρών και ευέλικτων που διέθεταν μια σειρά κουπιών με δεκαπέντε κωπηλάτες σε κάθε πλευρά («τριακόντοροι νήες»). Τον 6ο αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους οι δρόμωνες, που σύμφωνα με τον Προκόπιο ονομάστηκαν έτσι, λόγω της ταχύτητας που ανέπτυσσαν. Στον 10ο αιώνα οι δρόμωνες ήταν τα κατ εξοχήν πολεμικά πλοία των Βυζαντινών, που έφταναν σε μήκος τα 40 μέτρα και διέθεταν δύο σειρές κουπιά και έναν ή δύο ιστούς με ορθογώνιο πανί ο κεντρικός και τριγωνικό πανί ο δεύτερος, για πορεία εκτός πολεμικής εμπλοκής. Ήταν τα μεγαλύτερα πλοία του στόλου και διέθεταν πλήρωμα έως τριακόσιους άνδρες. Πραγματικοί κωπηλάτες ήταν όσοι βρίσκονταν στην κατώτερη σειρά των κουπιών, ενώ αυτοί της ανώτερης ήταν μάλλον πεζοναύτες στρατιώτες. Στην πρύμνη υπήρχε η σκηνή του κυβερνήτη, ο κράββατος, που επέτρεπε την εποπτεία και την προφύλαξη από τα εχθρικά βέλη. Στα πλαϊνά του πλοίου υπήρχαν κρεμασμένες ασπίδες, στερεωμένες σε υποδοχές, για την προστασία των πεζοναυτών. Πάνω στον υπερυψωμένο διάδρομο των δρομώνων υπήρχαν μηχανήματα, καταπέλτες, τοξοβαλλίστρες και γερανοί, για την εκτόξευση βλημάτων στα εχθρικά πλοία την ώρα της ναυμαχίας. Στη βάση του μεγάλου καταρτιού βρισκόταν το ξυλόκαστρο, μια περίκλειστη κατασκευή απ όπου στρατιώτες πετούσαν στους εχθρούς πέτρες, σίδερα και πήλινα αγγεία γεμάτα ασβέστη, φίδια, σαύρες και σκορπιούς. Στην πλώρη ήταν στερεωμένη η βαλλίστρα για την εκτόξευση των δοχείων με το «υγρό πυρ». Τα μικρά δρομώνια ήταν βοηθητικά πλοία που είχαν το σχήμα του δρόμωνα διέθεταν έναν ή δύο ιστούς με τριγωνικά πανιά, αλλά δεν είχαν πολεμικό εξοπλισμό, καθώς χρησίμευαν για ανιχνεύσεις και ειδικές 2 από 8

αποστολές. Το έμβολο εγκαταλείπεται από τα μέσα του 7ου αιώνα και εμφανίζεται ξανά μετά τον 14ο, όταν τα πολεμικά πλοία εξοπλίζονται με κανόνια. Τα χελάνδια ήταν επίσης μικρά πλοία με δύο σειρές κουπιά και ένα ή δυο κατάρτια με τριγωνικά πανιά, για να αναπτύσσουν ταχύτητα. Διακρίνονταν σε «ουσιακά χελάνδια» με πλήρωμα εκατόν δέκα άνδρες, δηλαδή μία «ουσία», και σε «πάμφυλα χελάνδια», το πλήρωμα των οποίων έφτανε τα εκατόν ογδόντα άτομα. Η τακτική των Βυζαντινών στη θάλασσα, όπως εκτίθεται στα Ναυμαχικά του Λέοντος του Σοφού, ήταν κυρίως να λαμβάνονται υπόψη οι ενδείξεις που επέτρεπαν την έγκαιρη πρόβλεψη των καιρικών συνθηκών, ώστε να επισπεύδουν ή να αποφεύγουν την αναμέτρηση με τα εχθρικά πλοία, μέχρι οι συνθήκες να γίνουν κατάλληλες. Βασικό μέλημα του ναυάρχου και των κυβερνητών των πλοίων ήταν να διαφυλάσσονται τα σκάφη και τα πληρώματα από τη θαλασσοταραχή. Κατά τη ναυμαχία τα πλοία παρατάσσονταν σε γραμμή ευθεία ή καμπύλη, ανάλογα με τις περιστάσεις: η παράταξη γινόταν σε ευθεία γραμμή, αν έπρεπε να γίνει επίθεση κατά πρώρας όταν τα πλοία παρατάσσονταν σε ημικύκλιο, ο δρόμωνας του ναυάρχου καταλάμβανε το μέσο και οι μεγαλύτεροι δρόμωνες τα άκρα το σχήμα αυτό δεν επέτρεπε την κύκλωση από τον εχθρικό στόλο. Όταν δινόταν το σύνθημα, το καθένα πλοίο ανέπτυσσε ταχύτητα για να βρεθεί κοντά στον εχθρικό στόλο στοχεύοντας ένα συγκεκριμένο πλοίο, οι επιβαίνοντες στρατιώτες προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν την άμυνα των υπερασπιστών του, ο κυβερνήτης έδινε οδηγίες ώστε να επιτευχθεί το πλεύρισμα και η συνακόλουθη πρόσδεση των δύο πλοίων και, από εκεί και έπειτα, η μάχη ουσιαστικά δινόταν σώμα με σώμα. Το πολεμικό λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, το Νεώριον, λειτουργούσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά τον 7ο ή τον 8ο αιώνα, οι στόλοι των θεμάτων διέθεταν κατά τόπους ναυτικές βάσεις και νεώρια για την κατασκευή νέων πλοίων και την επισκευή των παλαιών. Στον 10ο και τον 11ο αιώνα το «βασιλικόν πλώιμον» διέθετε ακόμη ναυπηγείο στην Κωνσταντινούπολη υπό την διοίκηση ενός εξαρτιστή, ενώ μικροί ταρσανάδες θα πρέπει να υπήρχαν και σε περιφερειακά λιμάνια. Γλωσσάρι (0) Πληροφοριακά Κείμενα (5) Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 3 από 8

μ.χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση. Το νησί: Το κάλλος του τοπίου, ο πλούτος των φυσικών πόρων και η χαρακτηριστική ανήσυχη και επικοινωνιακή νησιωτική ιδιοσυγκρασία της συνέθεσαν στους αιώνες την εικόνα ενός αιγαιακού τόπου με μακρά ιστορία και όγκο πολιτιστικής κληρονομιάς, δυσανάλογο του μεγέθους της Κω. Στη σύγχρονη φυσιογνωμία του νησιού σημαντικό μερίδιο κατέχουν ως ιστορικοί μάρτυρες οι αρχαιότητες της κλασικής εποχής, η πληθώρα μνημείων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, καθώς και η αρχιτεκτονική και η πολεοδομική διαρρύθμιση της περιόδου της ιταλικής κατοχής. Η Κως είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος και εντοπίζεται μεταξύ της Καρπάθου και της Nισύρου. Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα έχει επιβεβαιωθεί 4 από 8

από τα αρχαιολογικά ευρήματα στη νεολιθική εγκατάσταση στο σπήλαιο της Άσπρης Πέτρας και στον οχυρωμένο οικισμό της πρώιμης χαλκοκρατίας στο λόφο των Σεραγιών στην πρωτεύουσα του νησιού. Κατάλοιπα ταφών με πλούσια κεραμικά κτερίσματα μαρτυρούν την μυκηναϊκή παρουσία στο νησί, γεγονός που ενισχύεται και από την αναφορά του ονόματος του νησιού στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των πόλεων που έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία. Οι ιστορικοί χρόνοι βρίσκουν την Κω να συμμετέχει μαζί με την Κνίδο, την Αλικαρνασσό και τις τρεις ροδιακές πόλεις στη Δωρική Εξάπολη, ένα είδος ομοσπονδίας των πόλεων που αποικίστηκαν από Δωριείς της Πελοποννήσου, ενώ αργότερα το νησί πέρασε στην κυριαρχία των Περσών, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στην εκστρατεία κατά των ελληνικών πόλεων. Μετά την ήττα των Περσών, το 478 π.χ., η Κως περιήλθε στην Α Αθηναϊκή Συμμαχία. Την περίοδο αυτή, φαίνεται πως πρωτεύουσα του νησιού είναι η Αστυπάλαια, στη θέση της σύγχρονης Κεφάλου. Στην Αστυπάλαια της Κω έχουν ανασκαφεί ναοί του 5ου αι. π.χ. προς τιμήν της Δήμητρας, του Ασκληπιού και της Ομονοίας, θέατρο και τείχος. Το 366 π.χ., και ενώ το νησί βρισκόταν υπό τον έλεγχο του περίφημου δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλου, πραγματοποιήθηκε ο συνοικισμός των παλαιότερων οικισμών του νησιού και η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, Κω-Μεροπίδος, στη θέση της σύγχρονης πρωτεύουσας. Στους ελληνιστικούς χρόνους και παρά τις έριδες για την πολιτική της θέση μεταξύ των βασιλείων των διαδόχων της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, το νησί της Κω με τα μεγάλα του ιερά μεταξύ των οποίων και το πανελλήνιο ιερό του Ασκληπιού- αποτελεί σημαίνον θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή αυτή ακμάζει και ο αρχαίος οικισμός της Αλάσαρνας, στη θέση της σύγχρονης Καρδάμαινας. Η καταβολή υψηλής φορολογίας στη Ρώμη, αλλά και τα πλούσια δημόσια έργα και οι μετασκευές και προσθήκες στα αρχαία ιερά χαρακτηρίζουν την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Κω, από τον 2ο αι. π.χ. και εξής. Γεγονότα που ξεχωρίζουν στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες είναι η επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στο νησί (57) και η διδασκαλία του χριστιανισμού, καθώς και ο ισχυρός σεισμός του 142. Επί Διοκλητιανού (284-305) η Κως ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Καρίας (regio Cariae) και στην Επαρχία των Νήσων (Provincia Insularum). Καθώς ο χριστιανισμός εξαπλώνεται στο Αιγαίο, η Κως ήδη από νωρίς αποκτά επισκοπή, όπως επιβεβαιώνεται από την πληροφορία ότι στις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Χαλκηδόνος (451) έλαβαν μέρος οι επίσκοποι Μελίφρων και Ιουλιανός, αντίστοιχα. Η έναρξη της παλαιοχριστιανικής εποχής στην Κω φαίνεται πως οριοθετείται από έναν ακόμη ισχυρό σεισμό, αυτόν του 469, ο οποίος προκάλεσε σοβαρές φθορές σε ολόκληρο το νησί και είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη πολλών αρχαίων ιερών. Η οικοδόμηση παλαιοχριστιανικών βασιλικών τον 5ο και 6ο αι. στο νησί είναι εντυπωσιακή και καταδεικνύει όχι μόνο την επικράτηση του χριστιανισμού, αλλά και τον πλούτο και την ευμάρεια της εποχής. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί 18 βασιλικές και οικισμοί σε τρεις περιοχές της υπαίθρου (Μαστιχάρι, Καρδάμαινα, Κέφαλος) και έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον άλλες 16, ενώ στην πόλη της Κω οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ιδιωτικά κτήρια με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα. Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, όπως κεραμικοί κλίβανοι και εργαστήρια υαλουργίας, αλλά και η παραγωγή μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και ψηφιδωτών, παρέχουν ενδείξεις για τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων και αποδεικνύουν τη ζωντάνια της πόλης και της υπαίθρου. Η μέχρι πρότινος ισχύουσα άποψη ότι η ακμάζουσα παλαιοχριστιανική εποχή της Κω έλαβε τέλος με το σεισμό του 554 φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπεται, βάσει και των νεώτερων ανασκαφικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οποία η ζωή στην Κω συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αι. και τις αραβικές επιδρομές του 654/655. Το διάστημα μεταξύ των αρχών του 5ου και τις αρχές του 7ου αι. το νησί χειμάστηκε από επιδρομές Βανδάλων, Ισαύρων, Ονογούρων, Βουλγάρων και πιθανώς Αβαροσλάβων. Ο 7ος αι. σημαδεύτηκε από την επίθεση και δήωση του νησιού από τους Πέρσες του Χοσρόη Β και τους 5 από 8

Άραβες του Μωαβία. Μέχρι τα μέσα του 11ου αι., την εποχή των λεγόμενων "σκοτεινών αιώνων" των συστηματικών αραβικών επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, της συρρίκνωσης των οικισμών και του γενικότερου κλίματος φόβου και επισφάλειας, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για το νησί.μεταξύ αυτών, καταγράφεται η διοικητική ένταξη της Κω στο θέμα των Κιβυρραιωτών. Μετά την ήττα των βυζαντινών στο Μαντζικέρτ (1071) και τις επιδρομές σελτζουκικών και τουρκμανικών φύλων στη Μ. Ασία, η Κως έγινε τόπος υποδοχής προσφύγων, μεταξύ των οποίων και ο μοναχός Χριστόδουλος Λατρηνός, ο μετέπειτα ιδρυτής της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στο μοναχό δωρήθηκαν με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κομνηνού δύο περιοχές, «το τε Καστέλον εγχωρίως λεγόμενον...και το του Πιλέ επονομαζόμενον», όπου Χριστόδουλος ίδρυσε τη Μονή της Θεοτόκου, γνωστή και ως Μονή της Παναγίας των Καστριανών, και οικοδόμησε πάνω στο λόφο το κάστρο του Παλαιού Πυλίου. Το 12ο αι. οι Βενετοί διεκδικούν την Κω. Τα χρόνια μεταξύ 1124 και 1126 το νησί υπέστη ενετικές επιδρομές μετά την άρνηση του Ιωάννη Β Κομνηνού να αναγνωρίσει στους Βενετούς προνόμια στα νησιά, ενώ το 1198 με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ Αγγέλου επικυρώθηκαν τελικά τα ποθητά ενετικά οικονομικά προνόμια σε περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Κως. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους το 1204, η Κως περιέρχεται στην εξουσία του Λατίνου αυτοκράτορα, σύμφωνα με την Partitio Romaniae, χωρίς όμως να υπάρχει γραπτή μνεία για την ίδρυση λατινικής επισκοπής. Σύντομη κατάληψη του νησιού από τον Ιωάννη Βατάτζη σημειώθηκε το 1224, ενώ το 1284 -μετά από μια περίοδο ταλαντεύσεων μεταξύ Βυζαντινών και Ενετών- η Κως καταλαμβάνεται οριστικά από τους Ενετούς. Οι Ιωαννίτες ιππότες φθάνουν στην Κω στα χρόνια 1306-1309. Νέες παλινδρομήσεις μεταξύ Βυζαντινών, Ενετών και Ιωαννιτών αυτή τη φορά καταλήγουν στην οριστική επικράτηση των τελευταίων από το 1337 και εξής. Οι ιππότες κατά τον 14ο αι. προβαίνουν σε αμυντικά έργα στο νησί, τα οποία περιλαμβάνουν επισκευές των υφισταμένων τειχών στην Αντιμάχεια και την πόλη της Κω. Στο κάστρο της Κω μάλιστα, γνωστό και ως κάστρο της Νεραντζιάς, οικοδομήθηκε ισχυρό περιμετρικό τείχος με μεγάλους προμαχώνες. Στο α μισό του 15ου αι. το νησί επλήγη από επιθέσεις των Αιγυπτίων (1440 και 1444). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β, τη σκυτάλη των επανειλημμένων επιθέσεων λαμβάνουν οι Οθωμανοί για το υπόλοιπο του αιώνα, με μεγαλύτερη αυτή του 1457, όταν πολιορκήθηκε το κάστρο της Αντιμάχειας, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να ερημωθεί η κωακή ύπαιθρος. Το 1493 ισχυρός σεισμός ολοκληρώνει την αλγεινή εικόνα εγκατάλειψης. Τρεις δεκαετίες μετά, το 1523, η Κως παραδόθηκε στους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς έπειτα από συνθηκολόγηση των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο το 1522. Υποτελής κεφαλικού φόρου πια, η Κως έχασε τα εύφορα εδάφη της, τα οποία με τη μορφή τιμαρίων ή βακουφίων εκχωρήθηκαν στους Οθωμανούς. Προκόπιος: Βυζαντινός ιστορικός με πλούσιο συγγραφικό έργο. Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και σπούδασε ρητορική, σοφιστική και νομικά. Σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και του δικηγόρου. Σύντομα εισήλθε στον κύκλο του στρατηγού Βελισάριου με καθήκοντα γραμματέα και συμβούλου και τον ακολούθησε σε πολλές εκστρατείες. Έζησε από κοντά την μεγάλη επιδημία πανώλης στην Κωνσταντινούπολη (541-542), την οποία και περιγράφει αναλυτικά. Το συγγραφικό του έργο αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή για την εποχή του Ιουστινιανού, αν και ομολογουμένως δεν στέκεται αμερόληπτος απέναντι στον αυτοκράτορα, καθώς από ένα σημείο και μετά φαίνεται να είναι αρνητικά προκατειλημμένος τόσο απέναντι στον Ιουστινιανό, όσο και προς τη Θεοδώρα. Από το 549 και μετά βρίσκεται σταθερά στην Κωνσταντινούπολη, όμως δεν έχουμε καμιά πληροφορία 6 από 8

για τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Υγρόν πυρ: Το βασικό όπλο, στο οποίο σύμφωνα με τις πηγές οφειλόταν η υπεροχή του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού, ήταν αναμφίβολα το υγρό πυρ, «πυρ θαλάσσιον», «Μηδικόν πυρ» ή «σκευαστόν πυρ», όπως αλλιώς ονομαζόταν, που αποτελούσε την πιο τελειοποιημένη έκδοση των μέχρι τότε γνωστών εμπρηστικών υλών για πολεμικούς σκοπούς. Από την Αρχαιότητα ήδη είχαν χρησιμοποιηθεί υγρές εύφλεκτες ύλες που εκτοξεύονταν κατά του εχθρού με τη μορφή είτε φλεγόμενων βελών είτε εύφλεκτων υλών μέσα σε δοχεία. Το στοιχείο που έκανε το υγρό πυρ να ξεχωρίζει ήταν το γεγονός ότι δεν έσβηνε όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοφάνη, ο Ελληνοσύρος αρχιτέκτονας Καλλίνικος εφηύρε το υγρό πυρ και εξόπλισε μ αυτό τα πλοία που υπερασπίστηκαν με επιτυχία την Κωνσταντινούπολη εναντίον των Αράβων το 717-718. Ωστόσο, η συμβολή του Καλλίνικου θα ήταν ίσως η βελτιστοποίηση του τρόπου με τον οποίο το υγρό πυρ εκτοξευόταν. Η σύνθεση του υγρού πυρός συνιστά μυστήριο μέχρι και σήμερα, αφού τα συστατικά και ο τρόπος παρασκευής του ήταν κρατικό μυστικό. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος επέσειε αφορισμούς και απειλές εναντίον όσων θα πρόδιδαν τη μυστική φόρμουλα, την οποία θεωρητικά ο Θεός μέσω ενός αγγέλου είχε αποκαλύψει στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Στην ιστορία αυτή, όμως, ενυπάρχει ιστορικός πυρήνας: τα συστατικά για την παρασκευή του υγρού πυρός ήταν ήδη γνωστά από την Αρχαιότητα. Το υγρό πυρ κατά πάσαν πιθανότητα ήταν ένα μείγμα από νάφθα, δηλαδή ένα εύφλεκτο ορυκτό έλαιο, όπως το αργό πετρέλαιο, και από θειάφι ασβέστης, ρητίνη και άλλα καύσιμα υλικά ενίσχυαν τη δυνατότητα ανάφλεξης. Φυσικές πηγές νάφθας βρίσκονταν στην περιοχή μεταξύ Κασπίας και Μαύρης θάλασσας, αλλά βεβαίως και στην Αραβία. Οι Άραβες, παράλληλα με τους Βυζαντινούς, είχαν επίσης ανακαλύψει και με επιτυχία χρησιμοποιήσει, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, εμπρηστικά μείγματα, των οποίων τα κυριότερα συστατικά ήταν η νάφθα και η υγρή πίσσα, που δεν έσβηναν με νερό, παρά μόνο με άμμο. Η συνεχής επαφή μεταξύ των δύο λαών ιδιαίτερα κατά την πρώτη χιλιετία, οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους και η κατασκοπεία, οι συνεχείς μάχες, ο μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων και η κατάσχεση πολεμικού υλικού καθιστούν ελάχιστα πιθανή την ύπαρξη «μυστικών» όπλων, όπως το υγρό πυρ. Πηγές, τόσο αραβικές όσο και βυζαντινές, αναφέρονται σε παρόμοιους τρόπους χρήσης του υγρού πυρός για πολεμικούς σκοπούς. Το υγρό πυρ φυλασσόταν μέσα σε μακρόστενα σκεύη, πήλινα ή μεταλλικά, τα οποία ονομάζονταν «σίφωνες». Τα σκεύη αυτά είτε τα περιέχυναν με το ίδιο το μίγμα, που πυροδοτούσαν αμέσως πριν από την ρίψη, ή τα τύλιγαν με υφάσματα ποτισμένα στο μίγμα, στα οποία επίσης έβαζαν φωτιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι «σίφωνες» διέθεταν δαδιά, που θα λειτουργούσαν όπως τα σημερινά φιτίλια. Η ρίψη των «σιφώνων» γινόταν από ειδικές εκτοξευτικές μηχανές που βρίσκονταν στις πλώρες των πλοίων: οι μηχανές αυτές ήταν μάλλον βαλλίστρες, δηλαδή μεγάλων διαστάσεων ξυλοκατασκευές που είχαν μηχανισμό όμοιο με αυτόν του τόξου και έριχναν πέτρες ή βέλη. Οι βαλλίστρες μπορούσαν να είχαν διάφορα μεγέθη, ανάλογα με τον τύπο ή το μέγεθος του πλοίου που τις χρησιμοποιούσε, και, σε μια περίπτωση τουλάχιστον, έφεραν μεταλλικές επενδύσεις τέτοιες, ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν κεφαλές αγρίων ζώων που έβγαζαν από το στόμα τους φωτιά και καπνό. Υπήρχαν, επίσης, και «χειροσίφωνες» οι οποίοι ενδεχομένως ήταν μικρά πήλινα ή μεταλλικά αγγεία γεμάτα με υγρό πυρ, που θα ρίχνονταν εναντίον των εχθρών όπως οι σημερινές χειροβομβίδες. Η κύρια επιτυχία του υγρού πυρός κατά τις ναυμαχίες ήταν ότι επέφερε τη σύγχυση και τον πανικό στον εκάστοτε εχθρικό στόλο, που τρεπόταν σε φυγή εξαιτίας της πυρκαγιάς και της κακής επίδρασής της στο ηθικό των πληρωμάτων των ξύλινων πλοίων. Το όπλο αυτό ήταν σε χρήση από τους Βυζαντινούς κατά κύριο λόγο μέχρι το 13ο αιώνα. Τελευταίος 7 από 8

μνημονεύει τη χρήση υγρού πυρός ο ιστορικός της Άλωσης Φραντζής: με υγρό πυρ απωθήθηκαν οι Οθωμανοί που άρχισαν να σκάβουν σήραγγες κάτω από τα τείχη της πόλης, ενώ υγρό πυρ χρησιμοποίησε ο Φραγκίσκος Φλαντανέλα, κυβερνήτης πλοίου ναυλωμένου από τον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο, εναντίον μοίρας του Οθωμανικού στόλου στις 20 Απριλίου 1453, που χάθηκε στον Βόσπορο. Λέων ΣΤ' ο Σοφός (866-912): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 886 έως το 912. Ο Λέοντας αποκαλούνταν και Σοφός ή Φιλόσοφος, λόγω της ιδιαίτερης πνευματικής του καλλιέργειας. Διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας, ενώ συνέγραψε ποιήματα, λόγους, καθώς και ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα Τακτικά. Ως αυτοκράτορας επιχείρησε να επαναφέρει την τάξη στην εσωτερική πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Η εξωτερική του πολιτική, ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένη, καθώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατελήφθησαν επαρχίες του Βυζαντίου, ενώ πολιορκήθηκαν και λεηλατήθηκαν μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Θεσσαλονίκη, αλλά και η ίδια η πρωτεύουσα. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, γεγονός μη αποδεκτό από την εκκλησία, προκειμένου να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο. Για να επιτύχει μάλιστα την άδεια της εκκλησίας για τον τέταρτο γάμο του, αντικατέστησε τον πατριάρχη Νικόλαο το Μυστικό που αντιδρούσε, με τον Ευθύμιο. Τελικά, παντρεύτηκε τη Ζωή Καρβουνοψίνα εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών, η οποία γέννησε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο. Βιβλιογραφία (5) 1. Ahrweiler H., Byzance et la mer, Paris, 1966 2. Van Doorninck F.H. Jr., Bass G.F, Yassi Ada, College Station, Texas, 1982 3. Christides V., Ibn al-manqali (Mangli) and Leo VI: New Evidence on Arabo-byzantine Ship Construction and Naval Warfare, 1995 4. Van Doorninck F.H. Jr, The 11th-Century Byzantine Ship at Serçe Limani: An Interim Overview σε Sailing Ships of the Mediterranean Sea and the Arabian Gulf, Athens, 1998 5. Βυζαντινά και αραβικά ιστιοφόρα πλοία (7ος 13ος αι.), Αθήνα-Οινούσσες, 2001 8 από 8