Πανεπιστήμιο. Αθηνών

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΘΕΜΑ: Προϋποθέσεις αντικατάστασης Δικηγόρου διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ (άρθρο 371 ΠΚ παρ. 1)

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Βασικές Αρχές για το Ρόλο των Δικηγόρων 1

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Ποινική ευθύνη Δικηγόρων για µη γνωστοποίηση παραβάσεων του «πόθεν έσχες» από υπόχρεα πρόσωπα. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Δ.Ν. Δικηγόρου Πειραιώς

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 13: H προστασία των προσωπικών δεδομένων και ιδίως στο διαδίκτυο. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten

7768/15 ADD 1 REV 1 ΕΚΜ/ακι 1 DPG

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

«ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0297(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η ΟΠΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

9664/19 ΘΚ/μκρ 1 JAI.2

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Αριθμός 180(Ι) του 2002 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟ. Για σκοπούς εναρμόνησης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητος με τίτλο

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Γιούλη Τραγουλιά Δικηγόρος ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΑ ΖΕΡΒΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Transcript:

Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή Ν.Ο.Π.Ε. Νομικό Τμήμα Εργασία στη σύνθεση ημοσίου ικαίου «Το δικηγορικό απόρρητο» Ονοματεπώνυμο: Βιτωράκη Ανδριάνα Εξάμηνο φοίτησης: Η ιδάσκων καθηγητής: Κος ημητρόπουλος A.M.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Προεισαγωγικό σημείωμα 2. Εισαγωγή Α) Το απόρρητο Β) Ο δικηγόρος και το δικηγορικό απόρρητο - εισαγωγική προσέγγιση εννοιών 3. Το θέμα της άρσης του δικηγορικού απορρήτου και οι νέες διεθνείς τάσεις 4. Συνταγματική κατοχύρωση του ικηγορικού Απορρήτου Α) Σ 2 Παρ.1 και Σ 5 παρ.1 «Το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και η ανθρώπινη αξία» Β) Σ 9 παρ.1 «Η προστασία της κατοικίας» Γ) Σ 19 «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας» 1) Έγγραφη επικοινωνία δικηγόρου - πελάτη 2) Έγγραφη επικοινωνία μεταξύ δικηγόρων ) 1) Σ 20 παρ.1 «ικαίωμα παροχής έννομης προστασίας» 2) Σ 20 παρ.2 «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου» 5. Το δικηγορικό απόρρητο και η θεμελίωσή του σε άλλα νομοθετικά κείμενα. Α) Κώδικας Πολιτικής ικονομίας 1) 400 Κ.Πολ. «Ένσταση Εξαιρέσεως» 2) 401 Κ.Πολ. «Η κρίση του ικηγόρου για την απαλλαγή από μαρτυρία»

3) 402 Κ.Πολ. «Το δικαίωμα άρνησης κατάθεσης και Επαγγελματικό και Καλλιτεχνικό απόρρητο» Β) Κώδικας Ποινικής ικονομίας 1) 212 Κ.Π «Επαγγελματικό απόρρητο μαρτύρων» 2) 261, 262 ΚΠ «Υποχρέωση για παράδοση εγγράφων και κατάσχεση εγγράφων» Γ) Ποινικός Κώδικας 1) 371 Π.Κ 2) 233 Π.Κ «Απιστία ικηγόρου» ) Κώδικας ικηγόρων 1) ν.δ 3026/1954, άρθρο 49 «Υποχρέωση εχεμύθειας» 2) ν.δ 3026/1954, άρθρο 50 «Απαλλαγή δικηγόρου από μαρτυρία» Ε) Κώδικας Φορολογικού ικαίου 1) ν. 4125/1960 άρθρα 155, 156 «Θεσμική προσαρμογή του δικαιώματος εννόμου προστασίας φορολογίας» 6. Συμπέρασμα 7. Περίληψη 8. Βιβλιογραφία 9. Νομολογία και ενδεικτικές αποφάσεις ικαστηρίων σχετικά με το ικηγορικό Απόρρητο

ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ο θεσμός του δικηγορικού απορρήτου αποτελεί ένα θεμελιώδους σημασίας ζήτημα που συναντάται στο πλαίσιο του ημοσίου ικαίου, προσελκύοντας μεγάλο συνταγματικό ενδιαφέρον. Σχετίζεται άμεσα και αφορά στα δικαιώματα της επικοινωνίας, της ελευθερίας της έκφρασης (Σ 5), της δικαστικής προστασίας (Σ 8, 20) αλλά και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (Σ 5). Άλλωστε, η πρακτική του εφαρμογή γίνεται σε καθημερινή βάση αντιληπτή τόσο δικαστικά όσο και εξωδικαστικά. Για την ορθή και διεξοδική ανάλυση και προσέγγιση του εν λόγω θεσμού στην παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί αρχικά μια εισαγωγική προσέγγιση της έννοιάς του, κατόπιν θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε τους όρους «δικηγόρος» και «απόρρητο», επιτυγχάνοντας στη συνέχεια μια γενικότερη προσέγγιση του δικηγορικού απορρήτου, ενώ η υπόλοιπη εργασία θα αναφερθεί στην κατοχύρωση του θεσμού στο Σύνταγμα αλλά και σε συγκεκριμένα νομοθετικά κείμενα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α) Το απόρρητο Το απόρρητο αποτελεί μια έννοια η οποία έχει απασχολήσει ανά τους αιώνες την επιστήμη τόσο ως προς την ετυμολογία της στους διάφορους χώρους, όπου αυτό εμφανίζεται (κρατικός, ιδιωτικός, κοινωνιολογικός, νομικός), όσο και ως προς τη βαθύτερη σημασία της στις έννοιες που αυτό προσδιορίζει. Ετυμολογικά, ο όρος απόρρητο οριοθετεί και διακρίνει φραγμούς μεταξύ εκείνων που γνωρίζουν και εκείνων που αγνοούν. Αφορά το κρυφό, το εμπιστευτικό, το εσωτερικό, το μη ανακοινώσιμο σε τρίτους. Όπως παρατηρείται στις κοινωνιολογικές έρευνες, στις κοινωνίες των οποίων η φιλοσοφία είναι ατομοκεντρική, η γοητεία για το κρυφό και το εμπιστευτικό εκφράζει την ενδιάθετη βούληση του ατόμου να προσδιορίζεται με διαφορετικό τρόπο από τα υπόλοιπα κι εντέλει να αυτοκαθορίζεται. Άλλωστε έχει παρατηρηθεί ότι τα δύο τμήματα που αποτελούν τη ζωή του ατόμου, αφενός αυτό που αφορά τις εσωτερικές σχέσεις του με τους φίλους, τους γνωστούς, τους συνεργάτες του και αφετέρου το τμήμα που αφορά τις κοινωνικές σχέσεις του, επιβεβαιώνουν την παραπάνω θεωρία. Αναλυτικότερα, το πρώτο τμήμα πρέπει να μείνει άθικτο από επεμβάσεις και απροσπέλαστο, ενώ το

δεύτερο μπορεί να αποτελέσει αποτέλεσμα γνώσης και έρευνας από τρίτους 1. Παρ όλα αυτά το απόρρητο, όπως προαναφέρθηκε είναι μια έννοια ευρεία που αναφέρεται και αφορά πλείονες χώρους της επιστήμης, αλλά και της κοινωνίας. Έτσι, λοιπόν, βρίσκει εφαρμογή τόσο στον ατομικό χώρο (προσδιορισμός του ατόμου όπως αναφέρθηκε παραπάνω, απόρρητο επιστολών) όσο και στον κοινωνικό και επαγγελματικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στο δημόσιο τομέα είναι ευρέως γνωστό ότι απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους. Γι αυτό άλλωστε και το «κρατικό», όπως ονομάζεται, απόρρητο καταλαμβάνει και εκεί σημαντικό ρόλο με τη διαφορά, όμως, ότι πρέπει να βρίσκει σπάνια εφαρμογή και μόνο σε εξαιρετικά ευαίσθητα θέματα, όπως αυτά της διπλωματίας και της εθνικής άμυνας. Μόνο κατ αυτό τον τρόπο, άλλωστε, μπορεί να διασφαλιστεί η νόμιμη και τελεσφόρα λειτουργία της κρατικής λειτουργίας στα πλαίσια του δημοσίου τομέα. Επιπροσθέτως, στον επαγγελματικό χώρο και δη στα ελεύθερα επαγγέλματα, τα οποία τα τελευταία έτη έχουν αποκτήσει τη δική τους εσωτερική οργάνωση, το απόρρητο, με την έννοια του επαγγελματικού απορρήτου, βρίσκει ευρύτατη εφαρμογή. Πιο αναλυτικά, θέματα όπως η προστασία του πελάτη και η θωράκιση της σφαίρας των απορρήτων του τόσο ως πελάτη όσο και ως ανθρώπου, ως ηθική δηλαδή έκφραση του δικαιώματος της προσωπικότητάς του που κατοχυρώνεται νομικά, επιλύονται και εξασφαλίζονται 1 Μακρίδου, Το ικηγορικό Απόρρητο, σελ. 13

καλύτερα μέσα από τη χρήση της έννοιας του απορρήτου (ενδεικτικά παραδείγματα: ιατρικό, δικηγορικό, δημοσιογραφικό απόρρητο). Βέβαια, η τήρηση του απορρήτου ως θεσμός μοιάζει να συγκρούεται προς το δημόσιο συμφέρον, που συνίσταται στην επιδίωξη της ανευρέσεως της ουσιαστικής αλήθειας, αλλά αυτό είναι κάτι που θα εξετασθεί σε επόμενη ενότητα 2. Β) Ο ικηγόρος και το δικηγορικό απόρρητο Εισαγωγική προσέγγιση εννοιών. Σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 3026/1954, ο δικηγόρος είναι «άμισθος δημόσιος λειτουργός δικαιούμενος σεβασμού και τιμής παρά των δικαστηρίων και πάσης αρχής». Οι δικηγόροι παρέχουν θεμελιώδους σημασίας αρωγή στην απονομή της δικαιοσύνης. Ο θεσμός πρωτοσυναντάται στην Αθήνα του 5 ου αιώνα π.χ, όπου η έννοια του δικηγόρου (άγνωστη τότε με τη σημερινή της έννοια) ήταν συνυφασμένη με τους ρήτορες της εποχής, οι οποίοι συνθέτοντας δικανικούς λόγους παρείχαν βοήθεια στους πολίτες που βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη οδηγώντας στην ορθή επίλυση των διαφορών. Στις μέρες μας ο θεσμός αρχικά ρυθμίστηκε με τα άρθρα 91-104 Κ.Πολ. και 131-152 Οργ. ικ. Επακολούθησαν ο ν. Γλ ΟΓ /1912 και το ν.δ 1/12 εκεμβρίου 1925 και 5/20 Μαΐου 1926 «περί δικηγόρων». Σήμερα ισχύει στη βάση του το ν.δ 3026/1954 2 Μακρίδου, ο.π.

«περί του κώδικος δικηγόρων», όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ιδίως με το ν.δ 3720/1957 και τους νόμους 4507/1966, 343/1976, 723/1977 και 1093/1980. Καθώς, όμως, η επαγγελματική εγκατάσταση πέρα από τα κρατικά σύνορα (Ευρωπαϊκή Ένωση) διευρύνεται, η ανάγκη εξομοίωσης των θεσμών μας με αυτούς του κοινοτικού δικαίου, η μεταβολή των αντιλήψεων της σύγχρονης τεχνοοικονομικής κοινωνίας σε σχέση με την ελευθερία που είναι συνυφασμένη με το δικηγορικό λειτούργημα, έχουν μεταβάλει τις αντιλήψεις και το κοινωνικό γίγνεσθαι, ώστε το παρόν νομοθετικό καθεστώς να τελεί ήδη υπό ριζική επανεξέταση. Αναλυτικότερα τώρα, όσον αφορά στο κύριο έργο του δικηγόρου θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής 3 : Βασικός σκοπός του δικηγόρου είναι η γραπτή και προφορική αντιπροσώπευση του πελάτη του ενώπιον των δικαστικών και διοικητικών αρχών 4. Πιο συγκεκριμένα, αποκαθαίρει τα νομικώς κρίσιμα πραγματικά περιστατικά από τα επουσιώδη παρουσιάζοντάς τα σε συστηματική κατάταξη και συμβάλλοντας κατ αυτό τον τρόπο στην ορθή επίλυση των νομικών ζητημάτων. Κατ αυτόν τον τρόπο αμβλύνεται η φυσική ανισότητα μεταξύ των διαδίκων και διευκολύνεται η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης 5. Κάτι που πρέπει να ειπωθεί ήδη από αυτό το σημείο είναι η υποχρέωση του δικηγόρου πριν και πάνω από όλα συμβιβασμού των διαφορών 6. Σκοπός δεν 3 ν.δ. 3026/1954 4 ο.π., ιδίως άρθρο 39 5 ν.δ. 3026/1954 6 ο.π.. άρθρο 46 Ι

είναι η όξυνσή τους και η κατάληξή τους δίχως άλλο στη δικαστική οδό αλλά η προσπάθεια επίλυσής τους με τρόπο σύμφορο (στο βαθμό που αυτό μπορεί να επιτευχθεί, έστω και με αμοιβαίες υποχωρήσεις) προς τους αντιδίκους. Στην περίπτωση βέβαια που κάτι τέτοιο καθίσταται αδύνατο χρέος του δικηγόρου είναι «να συμβάλλη εις την επικράτησιν της αληθείας και του δικαίου» 7. Κάτι τέτοιο έχει την έννοια ότι προβάλλει μόνο τους νομικούς ισχυρισμούς που μπορούν να υποστηριχτούν με σοβαρότητα και τα πραγματικά περιστατικά που είναι αληθή. Όσον αφορά τώρα στη σχέση του δικηγόρου με τον πελάτη του πρέπει να ειπωθεί πως συνδέονται μεταξύ τους με σχέση ιδιωτικού δικαίου που χαρακτηρίζεται ως «αμειβόμενη εντολή» 8. Αυτό όμως δε σημαίνει πως αυτομάτως ο πρώτος καθίσταται άβουλο όργανο του τελευταίου, αλλά, αντιθέτως, ενεργεί (πάντοτε τηρώντας το καθήκον της εχεμύθειας, για το οποίο θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω) «ελευθέρως έναντι του πελάτου του, κατά την επιστημονικήν του πεποίθησιν, μη τελών προς τούτον εις σχέσιν εξαρτήσεως» 9. Επομένως η σχέση μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε (λόγω του προσωπικού χαρακτήρα της), τόσο από το δικηγόρο όσο και από τον εντολέα. Στην τελευταία, όμως, περίπτωση ο εντολέας υποχρεούται να αποζημιώσει το δικηγόρο. Εξάλλου, η ανεξαρτησία του δικηγόρου προκύπτει και από το ασυμβίβαστο 7 Ο.π. άρθρο 46 Ι & Κ.Πολ. 116 M. Gargon, Ο ικηγόρος και η Ηθική (µετάφραση Γ. Πανάγου), 1976 8 Α.Π. 283/1956, Ν.. 1956, 549 (550) 9 ΕφΘεσ/κης 930/1982, Αρµ. 1982, 884

του λειτουργήματός του προς δημόσια ή ιδιωτική θέση ή προς άσκηση εμπορικής ή άλλης δραστηριότητας 10. Εξετάζοντας περαιτέρω το θέμα της αμοιβής διαπιστώνουμε ότι επιτρέπεται σήμερα η πάγια περιοδική αμοιβή για την παροχή καθαρά νομικών εργασιών, όχι όμως υπό προθεσμία 11. Στο πλαίσιο της ίδιας ενότητας θα επιχειρήσουμε να επιτύχουμε μια συνθετική θεώρηση της έννοιας του δικηγόρου με το θεσμό του δικηγορικού απορρήτου ως ειδικής έκφανσης του επαγγελματικού απορρήτου. Το δικηγορικό απόρρητο ταυτίζεται στον πυρήνα της σημασίας του με την υποχρέωση του δικηγόρου να υπερασπίζεται, να διαφυλάσσει και να προστατεύει τα συμφέροντα του πελάτη του, καθώς και το δικαίωμά του να πιστεύει ότι η σφαίρα της ιδιωτικής του ζωής, που προστατεύεται άλλωστε από το Σύνταγμα και πλήθος άλλων ιεθνών ιακηρύξεων, είναι χώρος προσπελάσιμος μόνο από εκείνους που από παράδοση, έχουν αναγάγει την εχεμύθεια σε απαραβίαστο ιερό κανόνα 12. Η ικαιοσύνη είναι ο σταθερότερος πυλώνας ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννοιας του Κράτους ικαίου, γι αυτό και ο ρόλος του δικηγόρου σε ένα τέτοιο δημοκρατικό και δικανικό σύστημα είναι θεμελιώδης. Εξάλλου, δίκαιο, ηθική και δεοντολογία αποτελούν το τρίπτυχο πάνω στο οποίο εδράζεται η προστασία του εν λόγω θεσμού. Κατ αυτό τον τρόπο «ο συνήγορος είναι ο 10 ν.δ. 3026/1954, άρθρα 62, 63 11 ν.δ. 3026/1954, άρθρο 63 IV α, V 12 Οικονοµίδης Αριστείδης, Η άρση του ικηγορικού Απορρήτου, ΝοΒ τόµος 50, 2002, σελ. 853

ουσιαστικός φρουρός και εγγυητής της δικαιότητας της ποινικής δίκης» 13, εκείνος που μέσω του θεσμού του δικηγορικού απορρήτου εγγυάται και εξασφαλίζει με εποικοδομητικό τρόπο τη θεμελιώδη αρχή «nulla poena sine processu», δηλαδή καμία ποινή χωρίς δίκαιη δίκη. Η αναφορά στο δικηγορικό απόρρητο περικλείει, ενδεικτικά, τη γνώση εκ μέρους του δικηγόρου των πραγματικών περιστατικών κάθε υπόθεσης με κάθε λεπτομέρεια, την κατάθεση του δικηγόρου ως μάρτυρος στη δίκη 14, την ανάγκη έρευνας στο γραφείο ή στο σπίτι του δικηγόρου, την ανάγκη κατάσχεσης ορισμένων εγγράφων, το θέμα της επικοινωνίας τόσο προφορικής όσο και γραπτής, συνηγόρου - κρατουμένου, την επίδειξη εγγράφων 15. Ο δικηγόρος δεν εξετάζεται ως μάρτυρας ούτε για τα περιστατικά εκείνα που του εμπιστεύθηκε ο πελάτης του ούτε για τα περιστατικά που υπέπεσαν στην αντίληψή του κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, εφόσον βέβαια έχει γι αυτά καθήκον εχεμύθειας. Κατ εξαίρεση, όμως, μπορεί να εξετασθεί ως μάρτυρας, εφόσον επιτρέψει την εξέτασή του εκείνος που του τα εμπιστεύθηκε και τον οποίο αφορά το απόρρητο. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να εξετάζεται ως μάρτυρας όμως επί υποθέσεως στην οποία ανεμίχθη, χωρίς προηγούμενη άδεια του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο ανήκει ή σε κατεπείγουσα περίπτωση του προέδρου αυτού. Στην αντίθετη περίπτωση δεν 13 Ν. Ανδρουλάκης, ο.π., σελ. 38 14 Φρονίµου Ε., Η Εξέτασις του ικηγόρου ως Μάρτυρος, Ελλ 6 (1975), 398 15 Κ.Πολ., Κεραµεύς, σελ. 102-106

επέρχεται η ακυρότητα της κατάθεσής του, αλλά η πειθαρχική κύρωση του παραβάτη δικηγόρου (Εφ.Αθηνών 7547/1982 Ελλ. ικ.24 (1983), 62), δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 49 παρ. 2 του Κώδικα ικηγόρων, από όπου προκύπτουν τα ανωτέρω, αποτελεί δεοντολογικό κανόνα (Εφ. Λάρισας 749/1980 Ελλ. ικ 23 (1982), 622). Τέλος, ένσταση εξαίρεσης προβάλλεται μόνο από τον πελάτη και όχι από τον αντίδικό του, γιατί το επαγγελματικό απόρρητο έχει θεσπιστεί προς όφελος του πελάτη εκείνου τον οποία αφορά το απόρρητο και όχι του αντιδίκου του. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως μέσω του θεσμού του δικηγορικού απορρήτου εκφράζεται και δικαιώνεται η εμπιστοσύνη του πελάτη στο πρόσωπο του δικηγόρου, προασπίζονται τα συμφέροντα του πρώτου και διευκολύνεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Στην αντίθετη περίπτωση θα κρινόταν επίφοβη η ανατροπή του συζητητικού συστήματος που επικρατεί στην πολιτική δίκη. Έστω και αν η μετάδοση μιας εμπιστευτικής πληροφορίας θα μπορούσε να αποτελέσει σε άλλη περίπτωση συλλογική απαίτηση, όταν λαμβάνει χώρα στο δικαστήριο ή προς τον συγκεκριμένο αντίδικο οδηγεί αδιαμφισβήτητα σε βλάβη των συμφερόντων του πελάτη, ενώ παράλληλα προδίδει και την αδήριτη ανάγκη του τελευταίου να εμπιστευτεί στο δικηγόρο - φύλακα των συμφερόντων του όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης με στόχο αυτός ο τελευταίος γνωρίζοντάς τα με κάθε λεπτομέρεια να μπορέσει να ασκήσει ορθά το δικηγορικό λειτούργημα. Πράγμα

που δεν μπορεί να επιτευχθεί αν κλονισθεί η εμπιστοσύνη του πελάτη με την άρση του απορρήτου. Γι αυτό άλλωστε και ο νομοθέτης επιτάσσει την τήρηση του δικηγορικού απορρήτου με μια σειρά δικονομικών και άλλων διατάξεων, όπως και ο Κώδικας περί ικηγόρων. Έτσι το καθήκον σιωπής του δικηγόρου προβλέπεται από το άρθρο 391 Π.Κ. και συμπληρώνεται με την απαγόρευση εξέτασής του ως μάρτυρα με το άρθρο 312 Π.Κ., 400 Κ.Πολ. και 50 του Κ ικ. Με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός από την πρόβλεψη και την προστασία του ίδιου του θεσμού του δικηγορικού απορρήτου, δικαιολογείται και ο νομοθετικός λόγος της ποινικής ευθύνης του δικηγόρου για παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, άρθρο 371 Π.Κ. 16 Παράλληλα, ο δικηγόρος που θα παραβιάσει το καθήκον αυτό υπέχει και πειθαρχικές ευθύνες (άρθρο 339 Κ ικ). 16 Αριστείδης Οικονοµίδης, Η Άρση του ικηγορικού Απορρήτου, ΝοΒ τόµος 50, 2002, σελ. 853

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ Τα σύγχρονα πολιτικοοικονομικά δεδομένα (διεθνές εμπόριο, ελεύθερη κυκλοφορία ατόμων και αγαθών, η ηλεκτρονική επανάσταση μέσω του διαδικτύου) έχουν συντείνει καθοριστικά στη δημιουργία νέων απαιτήσεων, νέων κοινωνικών ρόλων, αλλά και στη διεύρυνση των ήδη υπαρχόντων. Κατ αυτό τον τρόπο, ο δικηγόρος έχει ξεφύγει πια από τον κλασσικό ρόλο του της υπεράσπισης του πελάτη του, της προάσπισης των συμφερόντων του και στην παροχή συμβουλών σε ό, τι αφορά τις οικονομικές συναλλαγές και τα επιχειρηματικά σχέδιά του. Ο δικηγόρος, λοιπόν, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του πολλές φορές αποτελεί το φορέα που θα παράσχει τόσο νομικές όσο και οικονομικού χαρακτήρα συμβουλές 17. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, οι συμβουλές αυτές παρέχονται για την εξυπηρέτηση νομίμων σκοπών, δεν είναι λίγες οι φορές όμως, ιδίως τα τελευταία χρόνια που ο δικηγόρος καλείται να προσδώσει νομιμοφάνεια σε αμφιβόλου νομιμότητας οικονομικές συναλλαγές. Στη σύνοδο του F.A.T.F (Financial Action Task Force) στις 18-20-11-1997 τέθηκε το θέμα της ανακοπής της εξάπλωσης της νομιμοποίησης παρανόμων κεφαλαίων. Πιο πρόσφατα στις 9.3.1999 και στις 14.7.1999, το Ευρωπαϊκό 17 Κανελλόπουλος Νικόλας, ικηγορικό Απόρρητο και Οικονοµική Εγκληµατικότητα, ΝοΒ τόµος 50, 2002, σελ. 853

Κοινοβούλιο εξέδωσε μια απόφαση και μία πρόταση (την COM (98) 0401-C4-0396/98 και COM/99/0352 αντίστοιχα) που αφορούσαν στην επέκταση των υποχρεώσεων της οδηγίας 308/91 στα μεσιτικά γραφεία, στους πωλητές έργων τέχνης, στα καζίνο και τους λογιστές και στα νομικά επαγγέλματα. Τελικά, στις 31/10/2001 το Συμβούλιο Υπουργών σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαμόρφωσε το τελικό σχέδιο της τροποποίησης της ανωτέρω οδηγίας με αριθμό 3651/2001/31.10.2001. Πιο συγκεκριμένα, τα παραπάνω όργανα κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα: α) Στη μερική άρση του δικηγορικού απορρήτου και στην απορρύθμιση από τα κράτη-μέλη των οργάνων στα οποία θα αναφέρουν οι δικηγόροι τις ύποπτες συναλλαγές. β) Στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη-μέλη να ρυθμίζουν κατά «το δοκούν» την αξιολόγηση των συλλεγέντων πληροφοριών. Αναλυτικότερα, η επέκταση της κοινοτικής οδηγίας 308/91 επιβάλλει στο δικηγόρο την υποχρέωση αναφοράς στην εκάστοτε αρμόδια αρχή κάθε ύποπτης συναλλαγής αλλά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος έχει το ρόλο του οικονομικού μεσολαβητή για τον πελάτη του (όταν για παράδειγμα ανοίγει τραπεζικό λογαριασμό ή συστήνει υπεράκτια εταιρία). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λοιπόν, ο δικηγορικός σύλλογος, τρόπον τινά, επιφορτίζεται με την υποχρέωση αναφοράς των υπόπτων συναλλαγών στην αρμόδια επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικηγόρος λειτουργεί ως συνήγορος σε ποινικό δικαστήριο ή ως εκπρόσωπος σε δικαστική εν γένει διαδικασία (εδώ συμπεριλαμβάνονται και οι σχετικές συμβουλές για την αποφυγή ή έναρξη τέτοιας διαδικασίας και ειδικά όταν οι πληροφορίες αυτές περιέχονται σε γνώση του πριν ή κατά ή μετά τη διαδικασία αυτή) δεν υπάρχει η ανωτέρω υποχρέωση αναφοράς 18. Παρ όλα αυτά, όλo και περισσότερο έδαφος κερδίζει η άποψη τόσο μερίδας της πολιτικής ηγεσίας των άλλων ευρωπαϊκών κρατών όσο και άλλων επιστημονικών και θεσμικών φορέων, μεταξύ των οποίων και του ελληνικού Κοινοβουλίου και της CCBE ότι λόγω των σημαντικών θεσμικών υποχρεώσεων αλλά και του κώδικα δεοντολογίας που διέπει το δικηγορικό λειτούργημα (που διαφέρουν σημαντικά και είναι πολύ πιο αυστηρές από αυτές των οικονομικών επαγγελμάτων) δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους και μεγέθους παραχωρήσεις ή ανοχές. Βασικό επιχείρημά τους είναι ότι ο θεσμός του δικηγόρου και κατ επέκταση και του δικηγορικού απορρήτου που τον προσδιορίζει, αποτελούν εχέγγυα του κράτους δικαίου για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και κατ επέκταση την εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εμβαθύνοντας λίγο περισσότερο στις απόψεις που έχουν διατυπωθεί παρατηρούμε ότι κρατούσα, πολιτικά τουλάχιστον, είναι η άποψη η οποία υποστηρίζει ότι το απόρρητο οφείλει να είναι απόλυτο όταν ο δικηγόρος ή ο συμβολαιογράφος ενεργεί υπό την ιδιότητά του νομικού συμβούλου, εξασφαλίζοντας κατ 18 Κανελλόπουλος Νικόλας, ο.π.

αυτό τον τρόπο την αναμενόμενη εμπιστοσύνη του πελάτη προς το πρόσωπό του. Στις περιπτώσεις, όμως, που το έργο του εξαντλείται αποκλειστικά και μόνο σε αυτό του οικονομικού μεσολαβητή, αξίες και έννομα αγαθά όπως αυτό της ανθρώπινης ζωής και ακεραιότητας παραμερίζονται υπέρ της οικονομικής ευημερίας του κάθε κοινωνού και κατά του κοινωνικού συνόλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διάκριση μεταξύ νομικού ενεργούντος ως συμβούλου και νομικού ενεργούντος ως οικονομικού μεσολαβητή έχει θεσμοθετηθεί ήδη στην Ελβετία από την 1.4.1998, εντάσσοντας τη δεύτερη κατηγορία στους υπόχρεους να τηρούν τις διατάξεις αναφοράς των υπόπτων συναλλαγών ξεπλύματος, του νόμου για το οικείο αδίκημα 19. Επιχειρώντας μια συνθετική θεώρηση των ανωτέρω λεχθέντων σχετικά με το θέμα της άρσης του δικηγορικού απορρήτου θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής: Η σημασία του δικηγορικού απορρήτου για το νομοθέτη είναι θεμελιώδους σημασίας, κάτι το οποίο φαίνεται τόσο από τις διατάξεις με τις οποίες επιτάσσει την τήρησή του (319 Π.Κ., 312 Π.Κ., 400 Κ.Πολ., 50 Κ. ικ., 339 Κ. ικ, 261 και 262 Κ.Πολ. κ.λ.π.), αλλά και από το ότι απαγορεύει την αποδέσμευση του δικηγόρου, ακόμα και αν υπάρχει συναίνεση των ενδιαφερομένων, με το σκεπτικό ότι, «εκείνος που δε θα εδέχετο να τον αποδεσμεύσει, θα επιβάρυνε τη θέση του, π.χ. ως κατηγορούμενος.» 20. Θωρακίζεται, επομένως, με αυτό τον τρόπο η σφαίρα της ατομικής ζωής και συγκεκριμενοποιούνται 19 Οικονοµίδης Αριστείδης, ο.π. 20 ο.π.

οι διατάξεις του Συντάγματος. Επιπροσθέτως, ο δικηγόρος έχει καθήκον εχεμύθειας όχι μόνο έναντι του πελάτη του, αλλά και έναντι οποιουδήποτε του εμπιστεύθηκε γεγονότα, ενόψει αναθέσεως, ανεξαρτήτως αν τελικά την ανέλαβε ή όχι. Βεβαίως αν θεωρεί την υπόθεση ανήθικη έχει μεν το δικαίωμα ή καλύτερα το καθήκον να μην αποδεχτεί την υπεράσπισή της, όμως οι ανακοινώσεις που γίνονται προς αυτόν εμπίπτουν στη σφαίρα του απορρήτου. Βέβαια, αν και η τήρηση του απορρήτου ως θεσμού μοιάζει να συγκρούεται προς το δημόσιο συμφέρον που συναρτάται με την επιδίωξη της ανευρέσεως της ουσιαστικής αλήθειας, εντούτοις πάνω από όλα πρέπει να θωρακίζεται η σφαίρα των απορρήτων του ανθρώπου ως ηθική έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας η οποία προστατεύεται συνταγματικά. Γι αυτό το λόγο, λοιπόν και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, ναι μεν προστατεύεται η ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου υπέρ της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, δεν προστατεύεται όμως και η αναζήτηση της ενδεχόμενης συμμετοχής του δικηγόρου στην εγκληματική δράση του πελάτη του. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που επίορκοι δικηγόροι υποβοηθούν την εγκληματική δραστηριότητα του επαγγέλματος, φαλκιδεύοντας κατ αυτό τον τρόπο το δικηγορικό λειτούργημα. Η νέα κοινοτική οδηγία που εγκρίθηκε στα τέλη του 2000 από το ΕΚΟΦΙΝ (Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) προβλέπει την άρση του απορρήτου των δικηγόρων, συμβολαιογράφων και κάθε λογής νομικών παραστατών σε περιπτώσεις που διερευνώνται από τις Αρχές

(πχ. ξέπλυμα χρήματος) και την άμεση θέση των δραστηριοτήτων αυτών υπ όψιν των αρμοδίων αρχών. Εξάλλου, οι νέες ρυθμίσεις επεκτείνουν τις ανωτέρω αναφερθείσες «εγκληματικές δραστηριότητες» και σε όλες τις μορφές οργανωμένου εγκλήματος που στρέφονται κατά των συμφερόντων της Ε.Ε. Οι αντιρρήσεις που έχουν προβληθεί και που όσο πάει και πληθαίνουν αναφέρονται στο ότι με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά, καταλύεται ο θεσμός της υπερασπίσεως του πολίτη, αφού φαλκιδεύεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά του για νομική προστασία. Και βέβαια απόλυτο επαγγελματικό απόρρητο δε νοείται ως χείρα βοηθείας σε εγκληματίες, διότι τόσο η κοινοτική οδηγία 308/91 όσο και ειδικότερες εθνικές νομοθεσίες τιμωρούν αυτόν που παρέχει συνδρομή καθ οιονδήποτε τρόπο σε άτομο που προσπαθεί να νομιμοποιήσει παράνομα εξαχθέντα κεφάλαια. Υφίσταται, όμως, σημαντική διαφορά μεταξύ αποχής από την παροχή συνδρομής σε παράνομες ενέργειες για τη διάπραξη οικονομικών αδικημάτων και υποχρέωσης κατάδοσης στις αρχές του πελάτη αυτού. Στη βάση, άλλωστε, του απολύτου σεβασμού του απορρήτου θεμελιώνεται το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του ανθρώπου για δίκαιη δίκη (άρθρο 6 ΕΣ Α). Σταθμίζοντας, λοιπόν, τα υπέρ και τα κατά πρέπει να καταλήξουμε στην εξεύρεση της χρυσής τομής μεταξύ της σφαίρας του ημοσίου συμφέροντος και των ατομικών δικαιωμάτων.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ Μολονότι ο θεσμός του δικηγορικού απορρήτου δεν κατοχυρώνεται ρητά σε κάποιο άρθρο του Συντάγματος, η προστασία στο σύνολό του συνάγεται αδιαμφισβήτητα από τη συστηματική ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη συστηματική ερμηνεία των άρθρων 2, 5, 9, 19, 20 του Συντάγματος. Κάθε ένα από τα παραπάνω άρθρα καθορίζει, διευκρινίζει,συμπληρώνει και κατοχυρώνει την έννοια και την προστασία του εν λόγω θεσμού. 1) Σ 5 παρ.1 και 2 παρ.1 δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και η ανθρώπινη αξία. Το άρθρο 25 του Συντάγματος και δη η παρ.1 εδ.γ αυτού είναι υψίστης σημασίας γιατί καθιερώνει την ισχύ του Συντάγματος τόσο στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου όσο και σε αυτή των ιδιωτικών έννομων σχέσεων. Κατ αυτό τον τρόπο το Σύνταγμα καθίσταται καθολικός ρυθμιστής της έννομης τάξης και «πηγή νομιμοποίησης όλων των μερικότερων κλάδων του δικαίου» 21. Έτσι, λοιπόν, η παλιά θεωρία του νομικού δυαδισμού παραγκωνίζεται και τη θέση της παίρνει η μονιστική αρχή, καθιερώνοντας την ενότητα της έννομης τάξης. 21 ηµητρόπουλος Α., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ. 108

Στο άρθρο 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην κοινωνικοοικονομικοπολιτική ζωή της χώρας. Ως γενικές οριοθετήσεις (όχι περιορισμοί γιατί δεν προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος, απλά το οριοθετούν) στο παραπάνω συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα τίθενται η προσβολή των αλλότριων δικαιωμάτων, η παραβίαση του Συντάγματος και η επιταγή των χρηστών ηθών. Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πως στο πεδίο του Σ5 παρ.1 εμπίπτουν και η ελευθερία έκφρασης και διάθεσης του προφορικού λόγου και το αναπόσπαστο δικαίωμα του εντολέα για ελεύθερη και έμπιστη επικοινωνία με το δικηγόρο του. Σύμφωνα τώρα με το Σ2 παρ.1 «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». Πρόκειται για την καταστατική αρχή της σύγχρονης έννομης τάξης. Στο άρθρο αυτό προσδιορίζεται η ιδέα της δικαιοσύνης 22. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το Σ9, ΠΚ371 και ΚΠ 212 επιτυγχάνεται και κατοχυρώνεται η προστασία της ιδιωτικής ζωής, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πελάτη στην εχεμύθεια του δικηγόρου και επιπρόσθετα το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου να διατηρεί κρυφές τις καταστάσεις της ιδιωτικής του ζωής, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματός του στην προσωπικότητα. 22 ηµητρόπουλος Α., ο.π., σελ 111

2) Σ 9 παρ.1 «Η προστασία της κατοικίας» Στο άρθρο 9 του Συντάγματος ορίζεται ότι «η κατοικία του καθενός είναι άσυλο και η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δε γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας. Οι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει.» Σε αυτό συγκεκριμένα το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9 του Συντάγματος βρίσκει εφαρμογή ο θεσμός του δικηγορικού απορρήτου. Μέσω της προστασίας της κατοικίας προστατεύεται περαιτέρω και η σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στο ισχύον Σύνταγμα του 1975, το άρθρο 9 απονέμει για πρώτη φορά συνταγματική προστασία στην ιδιωτική ζωή του ατόμου. Με την έννοια αυτή το δικηγορικό γραφείο μπορεί να προστατευθεί σύμφωνα με το Σ9 εφόσον εκληφθεί ως κατοικία του δικηγόρου. Κατ αυτό τον τρόπο τις ώρες που η είσοδος δεν είναι επιτρεπτή σε οποιονδήποτε έχει ανάγκη δικηγορικής συμβουλής, το δικηγορικό γραφείο θεωρείται άσυλο, κατοικία του δικηγόρου και, συνεπώς, προστατεύεται όπως και όλα τα ευρισκόμενα σε αυτό έγγραφα σύμφωνα με το Σ9. Στο εν λόγω άρθρο προστατεύεται το άσυλο και απαγορεύεται η έρευνα,

όμως η απαγόρευση αυτή κάμπτεται από το ίδιο το Σύνταγμα, επιτρέποντας τη διεξαγωγή έρευνας, όπου ο νόμος ορίζει 23. Οι πληροφορίες που ο πελάτης εμπιστεύεται στο δικηγόρο του μπορεί να προέρχονται από τη σφαίρα της ιδιωτικής του ζωής όσο κι από αυτή της δημόσιας 24. Έτσι το δικηγορικό απόρρητο δεν προστατεύει μόνο την ιδιωτική ζωή αλλά και τη δημόσια 25. Συνεπώς, ιδιωτικός βίος και δικηγορικό απόρρητο τέμνονται και σημείο τομής αποτελούν τα γεγονότα της ιδιωτικής ζωής που εμπιστεύεται ο εντολέας στον εντολοδόχο του και τα οποία προστατεύονται συνταγματικά, όχι λόγω του δικηγορικού απορρήτου αλλά του Σ9. Επομένως και αυτό το άρθρο θεμελιώνει κατά ένα μέρος το θεσμό του δικηγορικού απορρήτου, το οποίο στοχεύει τόσο στην προστασία του ιδιώτη όσο και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. 3) Σ19 «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης κι επικοινωνίας.» Το άρθρο 19 του Συντάγματος συμβάλλει ουσιαστικά στη συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού του δικηγορικού απορρήτου. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του εν λόγω άρθρου αναφέρει ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δε δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών 23 ο.π. σελ. 215 24 Μακρίδου, Το ικηγορικό Απόρρητο, σελ. 42 25 κατά τον ορισµό του Μιχαηλίδη Ναυάρου, το Σ 1983, σελ. 379

εγκλημάτων. Εν συνεχεία, στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου γίνεται λόγος για τα σχετικά με τη συγκρότηση, λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της πρώτης παραγράφου. Προϊόν, μάλιστα, της τελευταίας αναθεώρησης του 2001 είναι τόσο η πρώτη παράγραφος όσο και η επόμενη, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν ανακτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 94 26. Η παραβίαση του εν λόγω άρθρου (Σ9) ως προς τις επιστολές συμπεριλαμβάνει και αναφέρεται τόσο στα κρατικά όργανα όσο και στους ιδιώτες, προσδίδοντας κατ αυτό τον τρόπο τριτενέργεια στο άρθρο του Συντάγματος. Με το άρθρο 19, λοιπόν, του Συντάγματος προστατεύεται το απόρρητο των επιστολών. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, όχι μόνο οι παραδοσιακές μορφές γραπτής επικοινωνίας, αλλά και τέλεξ, τηλεγραφήματα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη μελλοντική εφεύρεση. Παράλληλα με το Σύνταγμα, το άρθρο 370 Π.Κ τιμωρεί με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι ενός έτους την παραβίαση της μυστικότητας των επιστολών ή άλλων εγγράφων από κρατικό όργανο ή ιδιώτη. Συνήθης είναι η διάκριση μεταξύ σφραγισμένων και ασφράγιστων επιστολών. Υποστηρίζεται άποψη ότι μόνο η σφραγισμένη επιστολή προστατεύεται συνταγματικά με το 26 Κ. Κεραµεύς, ικονοµική Αυστηρότητα και Επιείκεια, Αφιέρωµα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, σελ. 703

άρθρο 19, ενώ στην περίπτωση της ασφράγιστης δεν εμποδίζεται πλέον οποιαδήποτε ανάγνωση ή κατάσχεση. Στην περίπτωση, πάντως, του δικηγορικού απορρήτου η διάκριση μεταξύ σφραγισμένων και ασφράγιστων επιστολών δεν έχει καμία θέση. Η παράδοση από τον εντολέα στον εντολοδόχο της επιστολής καλύπτεται από το καθήκον εχεμύθειας του τελευταίου, κάτι που δεν καταστρατηγείται ούτε παύει να προστατεύεται από την αποσφράγιση των επιστολών, καθώς αν δεν αποσφραγιστούν οι τελευταίες ο δικηγόρος δεν μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου τους. Α) Έγγραφη επικοινωνία δικηγόρου και πελάτη Τόσο η έγγραφη όσο και η προφορική επικοινωνία του δικηγόρου με τον πελάτη του προστατεύεται και αποτελεί έκφανση του καθήκοντος εχεμύθειας του πρώτου προς τον δεύτερο. Οι κρατούμενοι έχουν το δικαίωμα του άρθρου 192 Κ ικ. προσαρμοσμένο. Η φυλάκιση δε συνεπάγεται απαγόρευση της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, επομένως έχουν οι κρατούμενοι δικαίωμα επικοινωνίας, καθώς και δικαίωμα απόρρητης επικοινωνίας (βέβαια στην περίπτωση των ποινικών φυλακισμένων το απόρρητο μπορεί να αρθεί για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων). Οφείλουν, επομένως, οι αρχές να εξασφαλίζουν σε κάθε κρατούμενο δυνατότητα ανταπόκρισης αλλά και προσωπικής

επικοινωνίας 27. Όσον αφορά, λοιπόν, το θέμα της γραπτής επικοινωνίας του δικηγόρου με τον πελάτη του και για να καταστεί το νόημά της ευκολότερα κατανοητό, καλό θα ήταν να παρατεθούν ορισμένα άρθρα, τα οποία αναφέρονται σε αυτή. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 81 παρ.3 του Σωφρονιστικού Κώδικα εισάγει εξαίρεση στην απόλυτη και γενική προστασία της δικηγορικής εχεμύθειας. Ορίζει δηλαδή ότι «η αλληλογραφία μετά δικηγόρου οριζομένου εγγράφως υπό του κρατουμένου, υπόκειται μόνον εις έλεγχον του περιεχομένου αυτής.» Ενώ αντίθετα, στο άρθρο 83 παρ.4 του Σωφρονιστικού Κώδικα θεσπίζεται ρητά η ελεύθερη και ανέλεγκτη επικοινωνία των υποδίκων με τους διορισμένους συνηγόρους τους. Κατ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, καταστρατηγείται η εχεμύθεια η οποία κρίνεται απαραίτητη μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Γι αυτό, λοιπόν, αυτό που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι ότι οποιαδήποτε διάταξη νόμου επιτρέπει τον έλεγχο της αλληλογραφίας θεωρείται αντισυνταγματική. Άλλωστε η ίδια η Ειδ.Εκθ.Σ.Κ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δύσκολα νομιμοποιείται συνταγματικά ένας τέτοιος έλεγχος και συνεπώς η διάταξη του εν λόγω άρθρου του Σωφρονιστικού Κώδικα πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Άλλωστε, σκοπός και στόχος του δικηγορικού απορρήτου είναι η διαφύλαξη της εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων. Κατ αυτό τον τρόπο, επειδή γνώστης και κάτοχος των εγγράφων 27 ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα, σελ. 242, 243 Μακρίδου, Το ικηγορικό Απόρρητο, σελ. 133

μπορεί να είναι και κάποιος τρίτος (π.χ. φωτοτυπίες), εκτός από το δικηγόρο και τον πελάτη, η ίδια προστασία ισχύει και γι αυτά με την προϋπόθεση ότι τα έγγραφα αυτά περιέρχονται στην κατοχή του τρίτου με τη συναίνεση του πελάτη. Σε κάθε αντίθετη περίπτωση το έγγραφο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί παράνομο και επομένως απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο. Β) Έγγραφη επικοινωνία μεταξύ δικηγόρων Επιχειρώντας μια ανασκόπηση των υφιστάμενων θεωριών ως προς το εν λόγω θέμα της έγγραφης επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων παρατηρούμε πως οι περισσότερες από αυτές αντιμετωπίζουν την ανωτέρω επικοινωνία ως έκφανση του δικηγορικού απορρήτου που δεν περιορίζεται μεταξύ των υποκειμένων «δικηγόρος - πελάτης», όπως αυτά τίθενται στα άρθρα 371 Π.Κ. και 49 ν.δ. 3026/1954. Εξαίρεση αποτελεί η θεωρία που έχει αναπτυχθεί στη Γερμανία, κατά την οποία η έγγραφη επικοινωνία μεταξύ δικηγόρων αντιμετωπίζεται εξαιρετικά μόνο ως απόρρητη, αν στο φάκελο υπάρχει ειδική μνεία «απόρρητο» ή «προσωπικό». Στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. το απόρρητο της επικοινωνίας δικηγόρων - αντιδίκων παραμένει σταθερά ο κανόνας. Στη Γαλλία η προστασία της αλληλογραφίας των δικηγόρων «sous la foi du palais» στηρίζεται κυρίως στην απόλυτη αντιμετώπιση του secret professionel. Εάν το γράμμα δηλαδή περιέχει εμπιστευτικές πληροφορίες εμποδίζεται η παράδοσή του και χρήση του στο δικαστήριο. Μόνο όταν με την αλληλογραφία επιτευχθεί τελική

συμφωνία μεταξύ των μερών, αίρεται το απόρρητο και μοναδικοί αρμόδιοι γι αυτό καθίστανται οι αντίδικοι πελάτες. Σήμερα αυτονόητο θεωρείται το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ περισσότερων δικηγόρων του ίδιου αντιδίκου κι αυτό γιατί 1) κατ αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η επαγγελματική δεοντολογία και το συναδελφικό πνεύμα και 2) εξασφαλίζεται προστασία των ίδιων απόκρυφων πληροφοριών του κοινού εντολέα απέναντι σε τρίτους. Το συναδελφικό πνεύμα που αναφέρθηκε και ανωτέρω προκύπτει άλλωστε από το άρθρο 45 Κ ικ και η παράβασή του με την παράδοση των επιστολών στον αντίδικο ή στο δικαστήριο, προκαλεί ενδεχομένως πειθαρχικό παράπτωμα κατά παράβαση του άρθρου 45 Κ ικ, όχι όμως και ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα κατά το άρθρο 49 Κ ικ. Αξίζει να σημειωθεί, περαιτέρω, πως οι δικηγόροι και όχι οι πελάτες, θεωρούνται κύριοι του περιεχομένου των επιστολών και επομένως η συναίνεση των τελευταίων δεν επηρεάζει τη δυνατότητα παράδοσης των εγγράφων. Αποκλειστικά και μόνο η συμφωνία των δικηγόρων επιτρέπει παρέκκλιση, θεμελιώνοντας παράλληλα πειθαρχικό παράπτωμα, στην περίπτωση παράδοσης χωρίς κοινή συναίνεση, εφόσον πρόκειται για συμπεριφορά που αντιβαίνει στη συναδελφικότητα και την αξιοπρεπή άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Εξάλλου, θα ήταν αδιαμφισβήτητος ο κίνδυνος που θα απειλούσε το δικηγορικό απόρρητο, αν η αλληλογραφία αυτή των δικηγόρων δεν καλυπτόταν από το απαραίτητο πέπλο μυστικότητας, αφού στην προσπάθεια συμβιβασμού ή επιτεύξεως συμφωνίας, θα

ήταν πιθανό να αποκαλυφθούν στον αντίδικο γεγονότα και πληροφορίες επιβαρυντικές για τον πελάτη. Επομένως οι επιστολές που ανταλλάσσουν οι πληρεξούσιοι των αντιδίκων υπάγονται στην προστασία του Σ19 που εμποδίζει την κατάσχεσή τους. Άλλωστε, στις περιπτώσεις αυτές εκτός από την απαγόρευση κατάσχεσης, μπορούν να ενταχθούν και η αίτηση επιδείξεως εγγράφου και η κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Αναλυτικότερα, όσον αφορά στην απαγόρευση της κατάσχεσης εγγράφων, το θέμα διευκρινίζεται με βάση τα άρθρα 169 και 225 παρ. 2 Π.Κ. αλλά και 261 και 262 Κ.Π.. Σύμφωνα με το άρθρο 261 Κ.Π.., ο δικηγόρος που είναι κάτοχος εγγράφων ή άλλων αντικειμένων που περιέχουν μυστικά από τα αναφερόμενα στο άρθρο 212 Κ.Π.., δικαιούται να αντιτάξει εγγράφως στον ενεργούντα την ανάκριση, έστω και αναιτιολόγητα, ότι πρόκειται για μυστικό που σχετίζεται με το επάγγελμά του (πιο αναλυτικά θα γίνει λόγος παρακάτω στο οικείο κεφάλαιο). Όσον αφορά τώρα στην αίτηση επιδείξεως εγγράφου κατά πληρεξουσίου, είναι δυνατό να ειπωθεί ότι σύμφωνα με Κ.Πολ.. 450, η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, οπότε και επιτρέπεται η άρνηση μαρτυρίας, δικαιολογεί τη μη επίδειξη εγγράφου που περιέχει εμπιστευτικές πληροφορίες. Παρ όλα αυτά, ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τον πελάτη του κατά τη διάρκεια της δίκης δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πλαστός διάδικος και να ταυτίζεται με τον πελάτη του, καθώς συνδέονται απλώς με σχέση εντολής. Σύμφωνα με Κ.Πολ.. 451 με την ιδιότητα του τρίτου και όχι του διαδίκου είναι

παραδεκτή η υποβολή της αίτησης επιδείξεως εγγράφου με τον απαιτούμενο τύπο της παρεμπίπτουσας αγωγής, για τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αίρεται η προστασία του δικηγορικού απορρήτου, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα. Στην ανωτέρω εξαίρεση συμπεριλαμβάνονται έγγραφα γνωστοποιηθέντα σε τρίτους ή που δεν έχουν απόρρητο περιεχόμενο ή αυτά για τα οποία υπάρχει συναίνεση του πελάτη προς επίδειξη ή απλώς έχουν δοθεί για φύλαξη. Τέλος τα άρθρα 982-991 Κ.Πολ.., ρυθμίζουν στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτελέσεως την κατάσχεση στα χέρια τρίτου, όταν κινητά κατασχετά αντικείμενα, τα οποία κατά κυριότητα ανήκουν στον καθ ου βρίσκονται στα χέρια κάποιου απρόθυμου να τα παραδώσει τρίτου. Όταν στη θέση του τρίτου βρίσκεται ο δικηγόρος κάτοχος κινητών αξίας του πελάτη του, η κατάσχεσή τους συσχετίζεται με αρχές συναφείς προς την άσκηση του επαγγέλματος. Έτσι, το ότι σύμφωνα με το άρθρο 985 Κ.Πολ.., ο τρίτος - δικηγόρος οφείλει να προβεί σε δήλωση ως προς την κατασχεθείσα απαίτηση, έχει την έννοια ότι επιτρέπεται να προβεί σε τέτοιου είδους δήλωση μόνο για τις περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα αντικείμενα δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της απόρρητης επικοινωνίας. 4) α) Σ20 παρ. 1 «ικαίωμα παροχής έννομης προστασίας» Στο εν λόγω άρθρο προστατεύεται συνταγματικά το δικαίωμα κάθε πολίτη να προσφεύγει στα δικαστήρια για την

παροχή έννομης προστασίας με σκοπό την προάσπιση και περιφρούρηση των δικαιωμάτων του. Εξάλλου, «η απονομή της ικαιοσύνης με τον τρόπο που επιβάλλει το Σύνταγμα και εξειδικεύει ο κοινός νομοθέτης είναι αγαθό καθ εαυτή.» Η σημαντικότερη εγγύηση για την ορθή απονομή της ικαιοσύνης, την προστασία και την εξασφάλιση του δικαιώματος της δικαστικής ακρόασης όλων των διαδίκων και την πραγμάτωση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, η έκδοση δηλαδή της δικαστικής απόφασης, χρήζει νομιμοποίησης ώστε να εξασφαλίζει την αμεροληψία των δικαιοδοτικών οργάνων και την ισότητα όλων απέναντι στο νόμο. β) Σ 20 παρ.2 «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου.» Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 20 του Συντάγματος εξασφαλίζεται το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην προηγούμενη ακρόαση για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται εις βάρος των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του. Για τη διεξαγωγή της κατ αντιδικία δίκης καθίσταται απαραίτητη η παρουσία των δικηγόρων και η ορθή άσκηση των καθηκόντων που τους υπαγορεύει το επάγγελμά τους. Γι αυτό, άλλωστε και σε κάθε δίκη που πρέπει να εξασφαλίζει τη νομιμότητα, την αποτελεσματικότητα και την ισότητα δικαιολογείται απόλυτα η αρχή της ισηγορίας ή ισότητας των όπλων, πράγμα που σημαίνει πως σε όλους παρέχονται ίσα

δικονομικά δικαιώματα κι ευχέρειες για την εξασφάλιση της σωστής και δίκαιης υπεράσπισης.

ΤΟ ΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΑΛΛΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ Πέρα από τη συνταγματική θεμελίωση και προστασία του ο θεσμός του δικηγορικού απορρήτου κατοχυρώνεται και σε άλλες νομοθετικές αυτή τη φορά διατάξεις, όπου και αναφαίνονται ακόμη και περιορισμοί του εν λόγω θεσμού στο πλαίσιο ειδικών κυριαρχικών σχέσεων. Βέβαια, για να καταστούν συνταγματικοί οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να είναι αιτιώδεις (ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας δικαιώματος και θεσμού). Α) Κώδικας Πολιτικής ικονομίας I) 400 Κ.Πολ.. «Ένσταση εξαιρέσεως» Το άρθρο 400 Κ.Πολ.. ορίζει ότι «δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες οι κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, νοσοκόμοι, μαίες, οι βοηθοί τους καθώς και οι σύμβουλοι των διαδίκων για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύθηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματος, για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο.» Η ανωτέρω διάταξη αφορά τόσο σε φυσικά όσο και σε νομικά πρόσωπα. Από την ερμηνεία της γίνεται αντιληπτό πως κατ αρχήν είναι επιτρεπτή η μαρτυρία των δικηγόρων και μόνο κατ εξαίρεση απαγορεύεται. Η εξαίρεση αυτή και συνεπώς ο θεσμός

του δικηγορικού απορρήτου έχει τεθεί προς όφελος του πελάτη, γι αυτό και μόνο αυτός μπορεί να την προτείνει παραδεκτά και όχι ο αντίδικός του. Μόνο στην περίπτωση που το μυστικό αφορά από κοινού πελάτη και αντίδικο, η ένσταση εξαίρεσης μπορεί να προταθεί και από τον τελευταίο. Υπάρχουν, όμως, περαιτέρω και εξαιρετικές περιπτώσεις που η μαρτυρία του δικηγόρου κρίνεται απόλυτα αναγκαία, ακόμα και αν υποβληθεί ένσταση εξαίρεσης από τον πελάτη, και ο δικηγόρος μπορεί να υποχρεωθεί σε κατάθεση. II) 401 Κ.Πολ.. «Η κρίση του ικηγόρου για την απαλλαγή από μαρτυρία» Το άρθρο 401 Κ.Πολ.. συμπληρώνοντας το άρθρο 400 Κ.Πολ.. αναγορεύει το δικηγόρο σε τελικό κριτή της διαφυλάξεως εκείνων των πληροφοριών που κατ αρχήν δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του απορρήτου, διαφυλάσσοντας κατά αυτό τον τρόπο το ιδιωτικό συμφέρον αλλά και το συμφέρον του δικηγορικού επαγγέλματος. III) 402 Κ.Πολ.. «ικαίωμα αρνήσεως καταθέσεως και Επαγγελματικό και Καλλιτεχνικό Απόρρητο» Η ανωτέρω διάταξη παρέχει το δικαίωμα στο μάρτυρα «να αρνηθεί να καταθέσει περιστατικά που 1) μπορούν να δικαιολογήσουν τη δίωξη για αξιόποινη πράξη είτε του ίδιου είτε προσώπου που συνδέεται μαζί του κατά το άρθρο 401 παρ.

2 ή που θίγουν την τιμή του ή την τιμή των προσώπων αυτών, 2) περιστατικά που αποτελούν επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό απόρρητο.» Τα ως άνω περιστατικά τα προτείνει ο ίδιος πριν την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της εξέτασής του και το δικαστήριο αποφαίνεται κατά αξιολόγηση. Ομοίως ο μάρτυρας δεν υποχρεούται να καταθέσει περιστατικά που αποτελούν επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό απόρρητο, δηλαδή περιστατικά που γνωρίζουν μόνο ορισμένα πρόσωπα κι έχουν καθήκον να μην τα ανακοινώνουν σε τρίτους. Β) Κώδικας Ποινικής ικονομίας I) 212 ΚΠ «Επαγγελματικο Απόρρητο των μαρύρων» Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο του Κ.Π.. και συγκεκριμένα με την παρ. 1 στοιχείο β «Η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία οι συνήγοροι σχετικά με όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους. Οι συνήγοροι κρίνουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να κατατεθούν όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός τους.» Όπως γίνεται αντιληπτό το εν λόγω άρθρο εισάγει εξαίρεση στο 209 Κ.Π.. που θεσπίζει καθήκον μαρτυρίας, απαγορεύοντας την εξέταση των δικηγόρων κατά την προδικασία και την κύρια διαδικασία, υπό την ποινή της σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας. Ο δικηγόρος δηλώνει πως αν προβεί σε απάντηση θα παραβιάσει το απόρρητο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως

απαλλάσσεται από το καθήκον εμφανίσεως και ορκοδοσίας. Η ανωτέρω δήλωση υποχρεώνει το δικαστήριο να απέχει από την εξέταση και την αναζήτηση της αλήθειας του περιεχομένου της σχετικής δηλώσεως 28. Με το άρθρο αυτό, λοιπόν, η προστασία που παρέχει το δικηγορικό απόρρητο και η εφαρμογή του καθίσταται θεμελιώδης, εφόσον ήδη η θέση του κατηγορουμένου έχει απόλυτη ανάγκη από την προστασία αυτή. II) ΚΠ 261, 262 «Υποχρέωση για παράδοση εγγράφων και κατάσχεση εγγράφων» Για να καταστεί πλήρης η προστασία του δικηγορικού απορρήτου δεν αρκεί μόνο η απαγόρευση εξέτασης των δικηγόρων ως μαρτύρων για όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους, γιατί η σχέση εμπιστοσύνης και εχεμύθειας δικηγόρου-πελάτη κινδυνεύει να χαθεί και όταν γίνεται έρευνα σε δικηγορικό γραφείο ή επιχειρείται κατάσχεση εγγράφων που περιέχουν απόρρητα στοιχεία. Έτσι, σύμφωνα με 261 Κ.Π.. δικηγόρος που είναι κάτοχος εγγράφων ή άλλων αντικειμένων που περιέχουν κρυφές πληροφορίες σύμφωνα με 212 Κ.Π.. δικαιούται να δηλώσει εγγράφως στον ενεργούντα την ανάκριση, έστω και αναιτιολόγητα ότι πρόκειται για μυστικό που σχετίζεται με το επάγγελμά του. Ωστόσο, αν εκείνος που εκτελεί την κατάσχεση νομίζει πως η δήλωση που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 261 δεν 28 Μακρίδου, Το ικηγορικό Απόρρητο, σελ. 137

είναι αληθής, σφραγίζει το έγγραφο ή το εξασφαλίζει με άλλο τρόπο, χωρίς να μάθει το περιεχόμενο του και ζητεί από το διοικητικό συμβούλιο του ικηγορικού Συλλόγου να κρίνει αν το έγγραφο περιέχει δικηγορικό απόρρητο. Στην περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση, το έγγραφο κατάσχεται με επιφύλαξη της ποινικής και κάθε άλλης ευθύνης, αν η δήλωση αποδειχθεί ψευδής (262 παρ. 3 Κ.Π..). Συνεπώς, με τα δύο αυτά άρθρα καθιερώνεται μια αποδεικτική απαγόρευση, η οποία όμως υποχωρεί και δεν ισχύει μόνο εφόσον το αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου. Γ) Ο Ποινικός Κώδικας i) 371 Π.Κ. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού ορίζει ότι «κληρικοί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες, συμβολαιογράφοι, γιατροί, μαίες, νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητας τους ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των προσώπων αυτών, τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση έως ενός έτους αν φανερώσουν ιδιωτικά απόρρητα που τους εμπιστεύτηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους». Βέβαια, γίνεται ευρέως δεκτό πως η συναίνεση στο πλαίσιο του άρθρου αυτού αίρει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Άλλωστε και από την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου όπου

ορίζεται ότι «η ποινική δίωξη χωρεί μόνο κατόπιν εγκλήσεως» τονίζεται έτι παραπάνω η δύναμη της ιδιωτικής βούλησης. Η τέταρτη παράγραφος του ίδιου άρθρου ερμηνεύεται με βάση την αρχή του Φορολογικού ικαίου, σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος επαγγελματίας δε δικαιούται να χρησιμοποιεί καταχρηστικά το απόρρητο και η διοίκηση δε δικαιούται να προχωρεί πέρα από ό,τι της είναι απολύτως αναγκαίο για την επιβολή φορολογίας. Η πράξη δε μένει ατιμώρητη κάθε φορά που η επαγγελματική εχεμύθεια συγκρούεται με ουσιώδες δημόσιο συμφέρον, ούτε το τελευταίο ανάγεται σε απόλυτα υπέρτερο αγαθό 29. II) 233 ΠΚ «Απιστία ικηγόρου» Το εν λόγω άρθρο έχει άμεση σχέση με το θεσμό του δικηγορικού απορρήτου και τη θεμελίωσή του παρ όλο που δεν αποσκοπεί άμεσα στην προστασία του. Η απιστία του δικηγόρου στρέφεται αφενός μεν κατά τα σχέσης δικηγόρου πελάτη, αλλά και αφετέρου κατά των συμφερόντων των δευτέρων. «ικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεση εκείνον, των συμφερόντων το οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, ή που στην ίδια ένδικη υπόθεση βοηθεί με συμβουλές ή με παροχή υπηρεσίας και τους δύο διαδίκους είτε ταυτόχρονα είτε διαδοχικά, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν όμως ενήργησε αφού συνεννοήθηκε μ αυτούς που έχουν αντίθετα συμφέροντα ή 29 Μακρίδου, ο.π., σελ. 199

επιδιώκοντας κέρδος, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών». Η απιστία του δικηγόρου αποτελεί σωρρευτικώς μικτό έγκλημα. ) Κώδικας ικηγόρων I) Άρθρο 49 ν.δ. 3026/954 «Η υποχρέωση Εχεμύθειας» Στην πρώτη παράγραφο του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι «ο δικηγόρος υποχρεούται να τηρεί απαραβίαστη την απαιτούμενη υπέρ του εντολέα του εχεμύθεια περί όσων αυτός του εμπιστεύθηκε. Για όσα άλλα περιέρχονται στη γνώση του εξ αφορμής της ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος, επαφίεται σε αυτόν να κρίνει με συνείδηση αν και σε ποιο μέτρο πρέπει καλούμενος να καταθέσει ως μάρτυρας». Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η υποχρέωση διατήρησης της εμπιστοσύνης του πελάτη στο πρόσωπο του δικηγόρου πρέπει να τηρείται απαραβίαστη ενώ επαφίεται στον ίδιο τον εντολοδόχο - δικηγόρο να κρίνει κατά συνείδηση αν πρέπει να καταθέσει όταν καλείται στο δικαστήριο. Η διάταξη όμως της δεύτερης παραγράφου του ίδιου άρθρου α εδάφιο ορίζει ότι ο δικηγόρος που πρόκειται να καταθέσει απαιτείται να λάβει προηγουμένως άδεια από το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου 30, στον οποίο ανήκει ή σε κατεπείγουσα περίπτωση, από τον Πρόεδρο του ικηγορικού Συλλόγου 31. 30 Ενηµερωτικό Σηµείωµα, Ελλ 1983, σελ. 64 31 Βαθρακοκοίλης Β., Κ.Πολ., σελ. 808

II) Άρθρο 50 του ν.δ.3026/1954 «Απαλλαγή ικηγόρου από μαρτυρία» Το κείμενο της ανωτέρω διάταξης ορίζει ότι «ικηγόρος βεβαιώνει ενώπιον του εντεταλμένου την εξέταση ικαστηρίου ή δικαστού, ότι η κατάθεσις του ήθελε προσκρούσει εις το επιβαλλόμενον αυτού επαγγελματικόν απόρητον, δεν υποχρεούται εις μαρτυρίαν». Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό πως κάθε φορά που ο δικηγόρος βεβαιώνει στο δικαστήριο πως η ενδεχόμενη κατάθεσή του ως μάρτυρα θα ερχόταν σε αντίθεση με το θεσμό του δικηγορικού απορρήτου, το τελευταίο υποχρεούται να τον εξαιρέσει. Ε) Κώδικας Φορολογικού ικαίου Άρθρα 155, 156 του ν.4125/1960 (Κ.Φορ. ). «Θεσμική Προσαρμογή του ικαιώματος της εννόμου προστασίας φορολογίας Στα άρθρα 155, 156 του ν. 4125/1960 του Κώδικα Φορολογικού ικαίου αναφέρονται και ορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικηγορικό απόρρητο αίρεται από την εφαρμογή φορολογικών νόμων. Με άλλα λόγια τις περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνεται ανεκτή, λόγω υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας με το θεσμό της φορολογίας, η θεσμική προσαρμογή του δικαιώματος εννόμου προστασίας που προστατεύεται συνταγματικά στο άρθρο 20 του Συντάγματος, μέσα στο πλαίσιο της φορολογίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Με την παρούσα εργασία επιχειρήθηκε μια συστηματική και διεξοδική προσέγγιση του θεσμού του δικηγορικού απορρήτου. Το καθήκον σιωπής του δικηγόρου προς εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του πελάτη, η προάσπιση των ιδιωτικών απορρήτων, αλλά και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας επιβάλλουν την προστασία, αλλά και την ορθή εφαρμογή του εν λόγω θεσμού. Ο ίδιος συνήγορος διαθέτει την αναγκαία ελευθερία υπεράσπισης, αλλά και τη λειτουργική ανεξαρτησία, δεσμευόμενη πάντα από το καθήκον πίστης προς τον πελάτη-εντολέα του, χωρίς ωστόσο αυτή η δέσμευση να μειώνει τη σημαντικότητα της συμβολής του στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Στο μεγάλο θέμα της πλήρους άρσης του δικηγορικού απορρήτου που έχει τεθεί, η οδηγία 3651/2001/31.10.2001 απαντά με τον καλύτερο τρόπο. Η τήρηση δηλαδή του δικηγορικού απορρήτου δεν μπορεί να υποχωρήσει, εκτός από τις περιπτώσεις των υπόπτων συναλλαγών (μερική άρση) και αυτές κατά τις οποίες ο δικηγόρος αποδεικνύεται συνεργός στη διάπραξη ενός εγκλήματος, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις το δημόσιο συμφέρον και η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας κατισχύει του ιδιωτικού συμφέροντος και το δικηγορικό απόρρητο αίρεται. Κατά τα άλλα, η δικηγορική εχεμύθεια προτάσσεται απέναντι στην κρατική εξουσία, όσο και αν παρεμποδίζει την ανενόχλητη πραγμάτωση των στόχων της.