ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: «ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ» ΜΑΘΗΜΑ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΕ

Σχετικά έγγραφα
Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η άποψη του Δικαστηρίου

LEGAL INSIGHT Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΟΔΩΝ, Χρήστος Παρασκευόπουλος- Κόλιας LL.M., M.Sc.

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΗΜΕΙΟΥ «I/A» Γενικής Γραμματείας την ΕΜΑ / το Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ.:6110/11 FREMP 9 JAI 77 COHOM 34 JUSTCIV 16 JURINFO 4 Θέμα:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

5538/11 GA/ag,nm DG C 1 B

Διοικητικό Δίκαιο. Πηγές διοικητικού δικαίου - 3 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος Αλκιβιάδης Φερεσίδης Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. Σημασία του μηχανισμού υποβολής προδικαστικού ερωτήματος

PUBLIC ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες,27Μαΐου 2014 (OR.en) 10296/14 LIMITE JUR321 JAI368 POLGEN75 FREMP104

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Θέματα Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης 24ος Διαγωνισμός Εξεταζόμενο μάθημα: Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

14991/18 ADD 1 1 ECOMP.3 LIMITE EL

Τα θεμελιώδη δικαιώματα γίνονται πραγματικότητα για τους πολίτες χάρη στον Χάρτη της ΕΕ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

της 3ης Απριλίου 1968*

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

XT 21014/19 1 UKTF. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) XT 21014/19 BXT 15 CO EUR-PREP 10. ΣΗΜΕΙΩΜΑ Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ/ΑΠΟΜΙΜΗΣΗΣ (ACTA) B7-0618/2010

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η Συνθήκη του Άµστερνταµ: οδηγίες χρήσης

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

7232/19 ADD 1 REV 1 1 TREE.2.B LIMITE EL

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2013 (OR. en) 6206/13 Διοργανικός φάκελος: 2012/0262 (NLE) JUSTCIV 22 ATO 17 OC 78

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 28 ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Αθήνα 12/04/2011. Αριθ. Πρωτ.Γ31/58

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

GSC.TFUK. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Ιανουαρίου 2019 (OR. en) XT 21105/1/18 REV 1. Διοργανικός φάκελος: 2018/0427 (NLE) BXT 124

1. Το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτεί ειδική προστασία πέραν του ΓΚΠΔ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

9663/19 ΣΠΚ/μγ 1 JAI.2

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Οκτωβρίου 2016 (OR. en, de)

XT 21004/18 ADD 1 REV 2 1 UKTF

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 2 Ιουλίου 2010 (OR. en) 11160/4/10 REV 4. Διοργανικός φάκελος: 2007/0152 (COD)

Η αρχή της επικουρικότητας

Γνώμη 3/2019 σχετικά με τις ερωτήσεις και απαντήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ του Κανονισμού για τις Κλινικές Δοκιμές και του Γενικού Κανονισμού

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Απόφαση (ΕΕ) 2016/954 του Συμβουλίου της 9ης

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0068(CNS) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΣΧEΔΙΟ EΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2119(INI)

Transcript:

ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: «ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ» ΜΑΘΗΜΑ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΕ Συγγραφή: Μαρία Ανδρέου Βαλεντίνη Νικολαΐδου ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ένα από τα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η αναγωγή του ιδιώτη σε υποκείμενό της, ήτοι σε φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, χωρίς να απαιτείται για το σκοπό αυτό η παρεμβολή του κράτους. Ο ιδιώτης είναι φορέας δικαιωμάτων, όχι μόνο οικονομικής φύσεως αλλά και πολιτικής, τα οποία αντλεί από τις Συνθήκες, το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθώς και από τη νομολογία του ΔΕΕ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπώς, συνυπάρχουν τόσο τα θεμελιώδη δικαιώματα όσο και οι θεμελιώδεις ελευθερίες (ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων), γεγονός που καθιστά το ενδεχόμενο σύγκρουσής τους πολύ πιθανό. Η προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αρχή της ΕΕ και απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση της, καθώς όσο η Ένωση δεν εγγυάται η ίδια την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και συγκεκριμένα όσο αφήνει τους διοικουμένους χωρίς προστασία έναντι πράξεων των οργάνων της που περιορίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, τίθεται υπό αμφισβήτηση το κύρος της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης και η ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη. Η Ένωση λοιπόν εγκαθιδρύει την προστασία των δικαιωμάτων, προσδίδοντάς τους θεμελιώδη αξία, και η προάσπισή τους συνιστά υποχρέωσή της, η οποία διατρέχει το σύνολο των αρμοδιοτήτων αυτής. Το ίδιο ισχύει δε και για τα κράτη μέλη. Περαιτέρω, στα πλαίσια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος είναι αναμφισβήτητη η κυριαρχία των οικονομικών ελευθεριών. Δεδομένου ότι στόχος και θεμέλιο ίδρυσης της Ένωσης ήταν η οικονομική συνεργασία των κρατών μελών, η οποία κωδικοποιείται με την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, η ελεύθερη κυκλοφορία, όπως διαρθρώνεται διαμέσου των τεσσάρων θεμελιωδών 1

οικονομικών ελευθεριών, εγγυάται αυτό τον στόχο και αποτελεί δομικό στοιχείο της Ένωσης. Συνεπώς όταν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ οικονομικής ελευθερίας και δικαιώματος το ΔΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση δύο θεμελιωδών για την ενωσιακή έννομη τάξη αξιών. Ακόμη, στο πλαίσιο της σύγκρουσης των ανωτέρω, αναδύεται από την πλευρά των κρατών μελών «το αντανακλαστικό του προστατευτισμού» της εθνικής τους αγοράς έναντι των αλλοδαπών αγορών. Έτσι παρατηρούμε μια εργαλειακή αντιμετώπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα κράτη μέλη, καθώς προσπαθούν να τα χρησιμοποιήσουν ως λόγους περιορισμού του πεδίου αρμοδιότητας της Ένωσης για να προκρίνουν δικές τους εθνικές επιλογές. Α. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η έννοια των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ενωσιακή έννομη τάξη διαμορφώθηκε κατά βάση νομολογιακά, καθώς στις αρχικές ιδρυτικές συνθήκες δεν υπήρχε καμιά αναφορά σε ανθρώπινα ή θεμελιώδη δικαιώματα. Ωστόσο τα θεμελιώδη δικαιώματα κατοχυρώνονται πλέον ως πρωτογενές δίκαιο (Ι). Έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι η κατοχύρωσή τους αυτή αποτελεί προϊόν μιας μακρόχρονης διάπλασης του περιεχομένου τους από το ΔΕΕ (ΙΙ). Ι. ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΩΣ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Το άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) αναφέρει ότι «η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ της 7 ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Ο Χάρτης διακηρύχθηκε από την Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο στις 7 Δεκεμβρίου 2000, κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας και εν συνεχεία επιβεβαιώθηκε και τροποποιήθηκε το 2007. Από το Δεκέμβριο του 2009, ο Χάρτης κατέστη νομικά δεσμευτικός, αποτελεί τμήμα του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, όπως ρητά ορίζεται στο ως άνω αναφερόμενο άρθρο και συνεπώς υπερέχει των εθνικών κανόνων των κρατών - μελών. Με τη διακήρυξη του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η ΕΕ αποκτά για πρώτη φορά στην ιστορία της ένα γραπτό κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα που ορίζει δεν είναι νέα: ο Χάρτης βασίζεται 2

στο «ισχύον δίκαιο», δηλαδή συγκεντρώνει σε ένα έγγραφο τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζουν ήδη οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις και διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, οι Κοινωνικοί Χάρτες που έχουν υιοθετηθεί από την Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης καθώς και η νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ. Η απαρίθμηση των δικαιωμάτων στο Χάρτη γίνεται βάσει των αρχών: της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των θεμελιωδών ελευθεριών, της ισότητας, της αλληλεγγύης, των δικαιωμάτων των πολιτών και της δικαιοσύνης. Ο Χάρτης αποσκοπεί στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών έναντι των πράξεων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των Συνθηκών της Ένωσης αλλά και στον έλεγχο του ενωσιακού νομοθέτη. Περαιτέρω στην παρ. 2 του άρθρου 6 ΣΕΕ αναφέρεται ότι «Η Ένωση προσχωρεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών». Η Σύμβαση αυτή, που θεσπίστηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1950 και συμπληρώθηκε από ορισμένο αριθμό Πρωτοκόλλων, αποτελεί βασικό κείμενο στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η Σύμβαση χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος αφορά δικαιώματα και ελευθερίες και αποτελείται από 18 άρθρα και το δεύτερο μέρος περιγράφει τον τρόπο λειτουργίας και τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο εδρεύει στο Στρασβούργο. Η ΕΕ, ως Ένωση, δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της ΕΣΔΑ. Απεναντίας, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι συμβαλλόμενα μέρη. Η προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, όπως ορίζεται και στην παρ. 2 του άρθρου 6 σημαίνει: 1) ότι η Ένωση έχει αρμοδιότητα να προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο εξέδωσε δύο γνωμοδοτήσεις (υπ αριθμ. 2/94 και 2/13). Με τη δεύτερη έκρινε ότι υπάρχει ζήτημα συμβατότητας, καθώς το Σχέδιο Συμφωνίας προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ είναι ασυμβίβαστο προς τις αρχές της ενωσιακής έννομης τάξης και 2) ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και τα κράτη μέλη της ΕΣΔΑ, θα υποβάλλεται, όσον αφορά στον σεβασμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον έλεγχο μιας νομικής οντότητας που δεν ανήκει στην ΕΕ και η οποία εξειδικεύεται στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων: δηλαδή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 3

ΙΙ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Η αρχική θέση του ΔΕΕ στο ζήτημα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων διαφαίνεται με την απόφαση Stork (ΔΕΚ υποθ. 1/58) του 1959, κατά την οποία το Δικαστήριο απέφυγε να αποφανθεί επί αιτιάσεων κατά της Ανώτατης αρχής της ΕΚΑΧ για παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τα εθνικά Συντάγματα, όπως το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και ακώλυτης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, δηλώνοντας αναρμόδιο να εξετάσει την παραβίαση κανόνων του εσωτερικού δικαίου. Αφετηρία της νομολογιακής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτέλεσε η απόφαση Stauder (ΔΕΚ υποθ. 29/69 Erich Stauder), η οποία αφορούσε στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου περιλαμβάνονται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, των οποίων το σεβασμό εξασφαλίζει το Δικαστήριο». Με την απόφαση αυτή το ΔΕΕ εγκατέλειψε την προγενέστερη άρνησή του να ελέγξει τη νομιμότητα των ενωσιακών πράξεων, υπό τους όρους του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στα εθνικά συντάγματα. Με την εν λόγω διακήρυξη, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η ενωσιακή έννομη τάξη παρέχει στους υπηκόους των κρατών της ένα ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων τους. Η αλλαγή της προσέγγισης του Δικαστηρίου ενδεχομένως και να μην ήταν τυχαία. Το Δικαστήριο συνειδητοποίησε ότι η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου κινδύνευε πολύ περισσότερο από το κενό της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση, κενό που θα ωθούσε τα εθνικά δικαστήρια να προκρίνουν τις συνταγματικές τους διατάξεις προκειμένου να το καλύψουν. Χαρακτηριστική είναι η νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, επεφύλαξε στον εαυτό του την εξουσία ελέγχου της συνταγματικότητας των ενωσιακών κανόνων με βάση το εθνικό Σύνταγμα («Solange») για όσο χρόνο το ενωσιακό δίκαιο δε θα εγγυάτο την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτό το εθνικό δικαστήριο διεκδικούσε τη δυνατότητα να περιστέλλει κατά βούληση τα όρια της αρχής της υπεροχής και να παρακάμπτει τη δικαιοδοσία του ΔΕΕ, ασκώντας το ίδιο έλεγχο συνταγματικότητας των κανόνων του παράγωγου ενωσιακού δικαίου (Solagne I 1974). Με την απόφαση Internationale Handelsgesellschaft (ΔΕΚ υποθ. 11/70), το ΔΕΕ αφού επανέλαβε τις αρχές της υπεροχής και της αυτονομίας του 4

ενωσιακού δικαίου, κατέληξε στο εξής: «ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων εξασφαλίζει το Δικαστήριο. Η προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών, αν και εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πρέπει να εξασφαλίζεται μέσα στο πλαίσιο της δομής και των στόχων της Κοινότητας». Με την απόφαση Nold (ΔΕΚ υποθ. 4/73), δημιουργείται ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, στην εν λόγω απόφαση αναφέρεται ότι «το Δικαστήριο κατά την προστασία των δικαιωμάτων καθοδηγείται από τις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές στα κράτη μέλη και συνεπώς δε μπορεί να κάνει δεκτά μέτρα τα οποία αντίκεινται στα θεμελιώδη δικαιώματα ποτ αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τα συντάγματα των κρατώνμελών». Ωστόσο στην υπόθεση αυτή γίνεται αναφορά σε διεθνείς συμβάσεις, τονίζοντας ότι είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπ όψιν τα διεθνή εργαλεία προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τα οποία τα κράτημέλη έχουν συνεργαστεί ή στα οποία έχουν προσχωρήσει. Η αναφορά αυτή «φωτογραφίζει» την ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο παρέκαμψε έτσι το εμπόδιο της έλλειψης γραπτών κανόνων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, θεωρώντας ότι οι συνταγματικοί κανόνες προστασίας που ισχύουν στα κράτη-μέλη αποτελούν ταυτόχρονα κανόνες του ενωσιακού δικαίου, όχι αυτούσιοι αλλά υπό τη μορφή γενικών αρχών στο βαθμό που είναι κοινοί μεταξύ τους, διαμορφώνοντας ένα κοινό corpus κανόνων. Στην απόφαση Hauer (ΔΕΚ υπόθ. 44/79), το ΔΕΕ αναφέρεται ρητά στην ΕΣΔΑ (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Η ΕΣΔΑ είναι η πλέον πρόσφορη από τις διεθνείς συμβάσεις για να παράσχει «...ενδείξεις οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εντός του πλαισίου του κοινοτικού δικαίου». Η Γάλλια υπήρξε η τελευταία από τις χώρες της Κοινότητας των 9 τότε κρατών μελών που επικύρωσε την ΕΣΔΑ, για αυτό μέχρι τότε το ΔΕΚ δεν αναφέρεται ρητά στην εν λόγω Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Το ΔΕΕ προσανατολίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο κατά τρόπο ώστε να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στην απόφαση Wachauf το 1989 (ΔΕΚ υπόθ. 5/88) το ΔΕΕ υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν «...να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτές, κατά το μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μην αντιβαίνει στις 5

προαναφερθείσες επιταγές..». Η απόφαση ΕΡΤ του 1991 (ΔΕΚ υπόθ. 260/89) θίγει το ζήτημα της χορήγησης αποκλειστικών τηλεοπτικών δικαιωμάτων στην ΕΡΤ και τη συμβατότητα της παραπάνω κατάστασης με τις ενωσιακές διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, και η Ελλάδα επικαλείται εξαιρέσεις για λόγους δημοσίας τάξης. Το ΔΕΕ τονίζει ότι «η αμφισβητουμένη εθνική ρύθμιση μπορεί να υπαχθεί στις εξαιρέσεις... μόνο αν είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα για το σεβασμό των οποίων μεριμνά το Δικαστήριο». Στην απόφαση Kadi (ΔΕΚ υποθ. C- 402/05) το ΔΕE αποφαίνεται ότι τα όργανα της Ένωσης οφείλουν να διασφαλίζουν τη νομιμότητα των ενωσιακών πράξεων με κριτήρια τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. B. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ & ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ. ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ Ή ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ; Η συνύπαρξη οικονομικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ενωσιακό σύστημα, ως «θεμελιωδών αξιών», έχει πολλαπλές νομικές συνέπειες. Οι υπήκοοι των κρατών-μελών δικαιούνται προστασίας τόσο ως οικονομικά δρώντες, όσο και ως «πολίτες της Ένωσης», ενώ αντίστοιχη είναι και η υποχρέωση θεσμικών οργάνων και κρατών να διαφυλάσσουν και τις δύο κατηγορίες δικαιωμάτων. Είναι πιθανό η δράση ενός κράτους μέλους να φέρει αντιμέτωπες τις δύο ενωσιακές επιταγές, ήτοι τη διασφάλιση της οικονομικής ελευθερίας και την προστασία ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Μέσω μιας τέτοιας αντιπαράθεσης, τίθεται εμμέσως το κρίσιμο ζήτημα της μεταξύ τους ιεράρχησης. Το ζήτημα της σύγκρουσης τίθεται για πρώτη φορά με την απόφαση Grogan (υπόθ. C- 159/90): επρόκειτο για προδικαστικό ερώτημα δικαστηρίου της Ιρλανδίας, που υποβλήθηκε στο ΔΕΕ, αλλά απασχόλησε ευρύτερα την κοινή γνώμη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στην εν λόγω υπόθεση, στο στόχαστρο των ιρλανδικών αρχών βρέθηκαν εγχώριες φοιτητικές ενώσεις, επειδή διένειμαν φυλλάδια με πληροφορίες για κλινικές, που αναλάμβαναν σε άλλες κοινοτικές χώρες, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη νόμιμη, εκούσια διακοπή της κυήσεως. Υπενθυμίζεται βέβαια, ότι η άμβλωση απαγορεύεται δυνάμει διατάξεως του Συντάγματος στην Ιρλανδία. Επρόκειτο, λοιπόν, αφενός για το θεμελιώδες δικαίωμα των σπουδαστών της ελευθερίας εκφράσεως, αφετέρου για την ενωσιακή ελευθερία αποδοχής υπηρεσιών, δηλαδή, τη μετάβαση σε άλλη χώρα της Ένωσης προκειμένου να διεξαχθεί εκεί η εκούσια διακοπή της κυήσεως. Στην περίπτωση, ωστόσο, εκείνη οι δυο ομάδες θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους, 6

αλλά μάλλον η άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας εκφράσεως, όπως χρησιμοποιήθηκε από τις φοιτητικές οργανώσεις, ερχόταν να ενισχύσει τις δυνατότητες της ασκήσεως της ενωσιακής ελευθερίας. Ήταν, λοιπόν, το εθνικό Σύνταγμα της χώρας μέλους εκείνο που πιθανόν παρεμπόδιζε την ενωσιακή θεμελιώδη ελευθερία και κατ επέκταση, οδηγούσε σε περιστολή και τη θεμελιώδη ελευθερία της ΕΣΔΑ. Το ΔΕΕ απέφυγε να λάβει θέση επί της διαφαινόμενης συγκρούσεως, η οποία αφορούσε κατ ουσίαν αντίθεση μεταξύ εθνικού Συντάγματος και ενωσιακής θεμελιώδους ελευθερίας. Θεώρησε ότι η απαγόρευση διαδόσεως πληροφοριών για την εκούσια διακοπή της κυήσεως, κίνηση αυστηρά απαγορευμένη στην Ιρλανδία, επιτρεπόμενη, ωστόσο, υπό όρους, στις υπόλοιπες χώρες, δεν αποτελεί περιορισμό που εμπίπτει στο άρθρο περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Κατέληξε, έτσι, στο συμπέρασμα ότι το ενωσιακό δίκαιο δεν εμποδίζει το κράτος μέλος να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη συγκεκριμένη διάδοση των πληροφοριών, επειδή πηγή της πληροφορήσεως δεν ήταν όσοι παρείχαν την επίμαχη κοινοτική υπηρεσία, οι ίδιες οι κλινικές, αλλά οι αδιάφορες από απόψεως ενωσιακού δικαίου- φοιτητικές οργανώσεις. Ι. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ Το ΔΕΕ, όπως θα αναλυθεί και κατωτέρω, αντιμετωπίζει κατ αρχήν τα θεμελιώδη δικαιώματα με ανάλογο, με τους λοιπούς λόγους εξαιρέσεων περιορισμού μιας οικονομικής ελευθερίας, τρόπο και προκειμένου να επιλύσει τυχόν σύγκρουση μεταξύ θεμελιώδους δικαιώματος και οικονομικής ελευθερίας, ακολουθεί τον εξής μηχανισμό. Ελέγχει: α. αν υπάρχει περιορισμός μιας οικονομικής ελευθερίας, β. αν ο σκοπός που επιδιώκεται με τον περιορισμό είναι θεμιτός, γ. αν ο σκοπός είναι θεμιτός, καταρχήν δικαιολογεί τον περιορισμό και δ. προβαίνει σε έλεγχο βάση της αρχής της αναλογικότητας. Υπόθεση Schmidberger (ΔΕΚ υποθ. C-112/00) Σε αυτή την υπόθεση οι αρμόδιες αρχές της Αυστρίας χορηγούν σιωπηρώς σε μια ένωση πολιτών έγκριση να διοργανώσει μια συγκέντρωση (προστασία του περιβάλλοντος από ρύπανση βαρέων φορτηγών) στον αυτοκινητόδρομο του Brenner (μία από τις κύριες χερσαίες συγκοινωνιακές οδούς για το εμπόριο μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και του Βορρά της Ιταλίας), η οποία είχε ως συνέπεια τον πλήρη αποκλεισμό της κυκλοφορίας στο εν λόγω αυτοκινητόδρομο επί 30 περίπου ώρες. Η ένωση ενημερώνει τις αρχές σχεδόν ένα μήνα πριν την προγραμματισμένη διαμαρτυρία και αφού δίδεται η έγκριση από τις αρχές (δια της σιωπηρής αποδοχής), πραγματοποιείται η διαδήλωση. Η Schmidberger είναι μια επιχείρηση διεθνών μεταφορών με 7

έδρα στην Γερμανία και μεταφέρει ξυλεία και χάλυβα χρησιμοποιώντας τον αυτοκινητόδρομο Brenner μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας. Η επιχείρηση εναγάγει τις διοικητικές αρχές της Αυστρίας για καταβολή παγίων εξόδων και διαφυγόντος κέρδους. Το εθνικό δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή και η επιχείρηση ασκεί έφεση οπότε και στο πλαίσιο αυτής της διαφοράς το εθνικό δικαστήριο αποστέλλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Συγκεκριμένα τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα: -Είναι νόμιμη η μη εναντίωση των αυστριακών αρχών στην συγκέντρωση και πως ερμηνεύεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων; - Αποτελεί παραβίαση του κοινοτικού δικαίου το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στα εθνικά νομοθετήματα ότι πρέπει να τηρείται το κοινοτικό δίκαιο; -Συντρέχει περίπτωση ευθύνης του κράτους- μέλους επειδή δεν εμπόδισε την συγκέντρωση; -Πρέπει να θεωρείται η υγεία ανώτερη από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων; -Υπάρχει ζημία που θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης; Τίθεται λοιπόν το ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ του δικαιώματος έκφρασης, υπό την ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος συνέρχεσθαι, με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Το ΔΕΕ υποστηρίζει ότι το άρθρο 36 ΣΛΕΕ επιβάλλει στο κράτος μέλος όχι μόνο παράλειψη (να απόσχει από παρακωλυτικές του εμπορίου πράξεις) αλλά και πράξη (να λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα για να διευκολύνει το εσωτερικό εμπόριο). Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι με την έγκριση της διαδήλωσης υπήρξε περιορισμός στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, και τονίζει ότι δεν έχει ενδιαφέρον ο σκοπός της διαδήλωσης, για να κριθεί αν είναι ανεκτός ο περιορισμός, αλλά ο σκοπός που επεδίωκαν οι αρχές δίνοντας έγκριση για την διαδήλωση. Σκοπός των αρχών ήταν η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το ΔΕΕ: - αναπτύσσει το συλλογισμό του περί προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ενωσιακής έννομης τάξης (τα δικαιώματα προστατεύονται μεν αλλά δύνανται να περιορισθούν), - θεωρεί νόμιμους τους περιορισμούς μιας θεμελιώδους ελευθερίας, αυτούς που εξυπηρετούν σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν θίγουν την υπόσταση των δικαιωμάτων. Συνεπώς αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως τους λοιπούς λόγους εξαιρέσεων στις θεμελιώδεις ελευθερίες. Το Δικαστήριο δίδει τα παραπάνω εργαλεία στο δικαστήριο του κράτους μέλους, για να κρίνει το τελευταίο τι θα εφαρμόσει στην συγκεκριμένη περίπτωση. Υπόθεση Omega (ΔΕΚ υποθ. C-36/02 Omega): Στην υπόθεση αυτή, οι γερμανικές αρχές προέβησαν σε απαγόρευση δραστηριότητας που αφορούσε στη διεξαγωγή αθλημάτων με ακτίνες laser, 8

τα οποία πραγματοποιούνταν σε εγκατάσταση καλούμενη «ακτινοδρόμιο». Η εγκατάσταση αυτή βρισκόταν υπό την εκμετάλλευση της Omega (εταιρείας γερμανικού δικαίου). Κατά τη διάρκεια του εν λόγω παιχνιδιού πραγματοποιούνταν, μεταξύ άλλων, εικονικοί φόνοι σε ανθρώπινους στόχους. Οι γερμανικές αρχές έκριναν ότι η διεξαγωγή του παιχνιδιού αυτού, ως προς το σκέλος της σκόπευσης ανθρώπων και της διάπραξης εικονικών φόνων, αντέκειτο προς τη γερμανική συνταγματική αρχή περί αναγνώρισης και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Καθώς η εταιρεία Omega, προμηθευόταν τον εξοπλισμό της από βρετανική εταιρεία, το Δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του Γερμανικού Δικαστηρίου, εάν ο περιορισμός αυτός στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών είναι θεμιτός. Το προδικαστικό ερώτημα είχε ως εξής: «Συνάδει με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οι οποίες αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και των εμπορευμάτων, η απαγόρευση βάσει της εθνικής νομοθεσίας, μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας... διότι η δραστηριότητα αυτή αντιβαίνει σε αξίες τις οποίες προστατεύει το Σύνταγμα;». Στο ερώτημα αυτό το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «αναμφισβητήτως η κοινοτική έννομη τάξη αποβλέπει στη διασφάλιση της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ως γενικής αρχής του δικαίου. Συναφώς, δε χωρεί αμφιβολία ότι ο σκοπός της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, χωρίς να έχει σχετικώς σημασία το ότι στη Γερμανία η αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απολαύει ειδικού καθεστώτος, ως αυτοτελές θεμελιώδες δικαίωμα... η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμα και δυνάμει μιας θεμελιώδους ελευθερίας, την οποία εγγυάται η Συνθήκη..». Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διασφαλίζεται ότι ο περιορισμός της θεμελιώδους ελευθερίας γίνεται πάντοτε βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Όπως τονίζει και το Δικαστήριο «..μέτρα περιοριστικά της ελευθερίας δε μπορούν να δικαιολογηθούν...παρά μόνο εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων που αποσκοπούν να διασφαλίσουν και μόνο στο μέτρο που οι σκοποί αυτοί δε μπορούν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα...». Εν προκειμένω κρίθηκε ότι «η επίμαχη απόφαση δεν βαίνει πέραν εκείνου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τις εθνικές αρχές σκοπού» και συνεπώς η απαγόρευση εκ μέρους των γερμανικών αρχών της συγκεκριμένης δραστηριότητας «...δε μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο το οποίο προσβάλλει αδικαιολόγητα την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών..». 9

Το Δικαστήριο, στην εν λόγω απόφαση, εστίασε κυρίως στον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δεν υπεισήλθε σε περαιτέρω έλεγχο των επιμέρους κριτηρίων της αναλογικότητας. Με δύο πρόσφατες αποφάσεις του, το ΔΕΚ έθιξε το ζήτημα της αντιπαράθεσης του δικαιώματος των εργαζομένων στην ανάληψη συλλογικών δράσεων, ως λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμούς στις οικονομικές ελευθερίες. Υπόθεση Viking (ΔΕΚ υποθ. C-438/05) Η πρώτη απόφαση, Viking, είχε ως εξής: Η επιχείρηση θαλάσσιων μεταφορών Viking, εταιρεία φινλανδικού δικαίου, εκμεταλλεύεται επτά πλοία, μεταξύ των οποίων το Rosella, το οποίο εκτελούσε τα δρομολόγια Ελσίνκι Ταλίν. Η Viking λόγω του ότι το Rosella ήταν ζημιογόνο πλοίο, θέλησε να το μετανηολογήσει στην Εσθονία, προκειμένου να χορηγεί κατώτερους μισθούς στους εργαζομένους της. Η FSU, συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία ανήκουν τα μέλη του πληρώματος του Rosella, εξήγγειλε απεργία. Ταυτόχρονα απευθύνθηκε στην ITF, διεθνή ομοσπονδία συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων στον τομέα των μεταφορών, με έδρα το Λονδίνο, η οποία συστηματικά καταπολεμά με μποϋκοτάζ και συλλογικές δράσεις την πρακτική των ναυτιλιακών εταιρειών για νηολογήσεις υπό «σημαίες ευκαιρίας». Η ΙΤF κάλεσε τα μέλη της να απόσχουν από την έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Viking για να αποτραπεί η μετανηολόγηση του πλοίου. Η Viking προσέφυγε σε βρετανικό δικαστήριο ζητώντας να κηρυχθεί η δράση της FSU και της ΙΤF αντίθετη στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, καθώς παρεμπόδιζε την ελεύθερη μετεγκατάστασή της σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Το βρετανικό δικαστήριο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ προκειμένου να διευκρινιστεί η σχέση συλλογικών δράσεων και ελευθερίας εγκατάστασης και πιο συγκεκριμένα αν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, μια συλλογική δράση συνδικαλιστικής οργάνωσης ή ένωση συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά επιχείρησης, προκειμένου να την αναγκάσουν να συνάψει συλλογική σύμβαση εργασίας, το περιεχόμενο της οποίας μπορεί να την αποτρέψει από το να κάνει χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, εάν οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να δικαιολογηθούν. Το ΔΕΕ αρχικά διευκρίνισε ότι η άσκηση αυτών των δράσεων δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης και ότι οι συγκεκριμένες δράσεις είναι σε θέση να περιορίσουν την ελευθερία εγκατάστασης. Δέχτηκε ωστόσο ότι ο περιορισμός αυτός μπορεί κατ αρχήν να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς 10

λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία των εργαζομένων. Στη συνέχεια έκρινε ότι το δικαίωμα αναλήψεως συλλογικής δράσεως, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος απεργίας δεν έχει μόνο εθνική διάσταση και αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου, την τήρηση των οποίων εξασφαλίζει το δικαστήριο, πλην όμως η άσκησή του δύναται να υπόκειται σε περιορισμούς. Ακολούθως, διευκρίνισε ότι «... δεδομένου ότι οι σκοποί της Κοινότητας δεν είναι μόνον οικονομικοί αλλά και κοινωνικοί, τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων... πρέπει να σταθμίζονται με τους σκοπούς που επιδιώκει η κοινωνική πολιτική...». Από τη στιγμή μάλιστα που «οι συλλογικές δράσεις, όπως και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι συλλογικές συμβάσεις, μπορούν να συνιστούν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις μια υποθέσεως, ένα από τα κύρια μέσα των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την προστασία των συμφερόντων τους» θα ήταν υπερβολικά αυστηρή η απαγόρευσή τους. Σε κάθε περίπτωση η δικαιολόγηση των περιορισμών της ενωσιακής ελευθερίας πρέπει να εξακριβωθεί αναλόγως εάν οι επίμαχες θέσεις εργασίας ή οι όροι εργασίας διακυβεύονταν ή απειλούνταν σοβαρά. Ουσιαστικά πρόκειται για τον αναγκαίο έλεγχο αναλογικότητας, τη διενέργεια του οποίου το Δικαστήριο «αφήνει» στον εθνικό δικαστή προκειμένου να εξετάσει εάν κατ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ή και του συμβατικού δικαίου, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διέθεταν κι άλλα μέτρα, λιγότερο περιοριστικά της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Κάτι τέτοιο όμως δε χρειάστηκε να γίνει, καθώς τα μέρη κατέληξαν σε συμβιβασμό. Υπόθεση Laval (ΔΕΚ υποθ. C-341/05) Η υπόθεση αυτή αποτελεί επίσης αποτέλεσμα προδικαστικών ερωτημάτων που αποστέλλει το δικαστήριο της Σουηδίας, στο πλαίσιο διαφοράς που ανέκυψε σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ που ρυθμίζει την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Συγκεκριμένα συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπούσε εργαζομένους αποσπασμένους στη Σουηδία από τη Λετονία, απέκλεισε το εργοτάξιο στη Σουηδία ως μέσο πίεσης απαιτώντας από τον εργοδότη να δεσμευθεί εκ των προτέρων σε ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων, με αποτέλεσμα το δικαίωμα συλλογικής δράσης να κωλύει το ενωσιακό δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Το ΔΕΕ επισημαίνει ότι το δικαίωμα αναλήψεως συλλογικών δράσεων στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τον εργοδότη δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Ένωσης(αρ. 153 πρ. 5 ΣΛΕΕ) ωστόσο 11

κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το ενωσιακό δίκαιο. Το δικαίωμα συλλογικής δράσης είναι θεμελιώδες δικαίωμα (αρ. 28 Χάρτη) που όμως υπόκειται σε περιορισμούς. Τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλει το ενωσιακό δίκαιο, ωστόσο η άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης. Η άσκησή τους πρέπει να συμβιβάζεται με τις επιταγές που αφορούν τα δικαιώματα και με την αρχή της αναλογικότητας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το ΔΕΕ αποφαίνεται ότι εφόσον το εθνικό πλαίσιο σχετικά με τους μισθούς χαρακτηρίζεται από έλλειψη διατάξεων και οι συλλογικές δράσεις συνδέονται με την απαίτηση συγκεκριμένου μισθού για τους εργαζόμενους, είναι δυσανάλογος ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. ΙΙ. Ο ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ ΩΣ ΛΟΓΙΚΟ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ Όπως φαίνεται από την ως άνω αναφερόμενη νομολογία, το Δικαστήριο αρχικά αντιμετωπίζει ως ισότιμες και ισόκυρες τις οικονομικές ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς όπως αναφέραμε θέλει να ξεκαθαρίσει ότι η ενωσιακή έννομη τάξη έχει αυτοτέλεια, τονίζοντας όμως τον μη απόλυτο χαρακτήρα αυτών και συνεπώς τη δυνατότητα περιορισμού τους, κατά την άσκησή τους, για σκοπούς γενικού συμφέροντος. Ωστόσο το Δικαστήριο δε μπορεί να παραβλέψει τον οικονομικό χαρακτήρα της Ένωσης και το στόχο της ενοποίησης, που είναι η ενιαία αγορά και δεδομένου ότι η τελευταία αποτελεί διαρθρωτικό στοιχείο της ίδιας της δομής της Ένωσης, οδηγεί το ΔΕΕ στο να δίνει προβάδισμα στις οικονομικές ελευθερίες καταλήγοντας να αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, με τρόπο όμοιο με τους λοιπούς λόγους εξαίρεσης των περιορισμών των οικονομικών ελευθεριών. Ακριβώς όμως λόγω της επέκτασης της Ένωσης και σε άλλους, πέραν των οικονομικών, σκοπούς το ενωσιακό δίκαιο έχει αναγνωρίσει το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Λογικό λοιπόν είναι το ΔΕΕ να προσπαθεί, σε περιπτώσεις σύγκρουσης θεμελιώδους ελευθερίας και δικαιώματος, να συγκεράσει τα δύο αυτά πεδία, μέσω μιας διαδικασίας στάθμισης, διότι αν αναγνώριζε ρητά υπεροχή στο πεδίο των οικονομικών ελευθεριών και δε φρόντιζε να προασπίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να θεωρήσουν ότι η Ένωση δεν είναι μια ολοκληρωμένη έννομη τάξη και να παρακρατούν για τα ίδια την εξουσία προστασίας των θιγόμενων από τις πράξεις των ενωσιακών οργάνων διοικουμένων. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο 12

μέσα από τις αποφάσεις του τόνισε το ζήτημα «..του αναγκαίου συγκερασμού μεταξύ των επιταγών της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση και εκείνων που απορρέουν από μια θεμελιώδη ελευθερία που καθιερώνει η Συνθήκη..». Πράγματι ο συγκερασμός των δύο πεδίων που μπορεί να βρεθούν σε σύγκρουση, δύναται να καταλήξει στον περιορισμό μιας οικονομικής ελευθερίας λόγω αναγκαιότητας προστασίας ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Σε κάθε περίπτωση, η λογική της στάθμισης και του συγκερασμού δείχνει την προσπάθεια του ΔΕΕ να αναδείξει ότι η Ένωση είναι μια ολοκληρωμένη έννομη τάξη, ενώ διέπεται πάντοτε από την αρχή της αναλογικότητας. Τα συγκρουόμενα συμφέροντα καθίσταται απαραίτητο «..να σταθμίζονται ad hoc από τον εθνικό δικαστή και να καθορίζεται, λαμβανομένου υπ όψιν του συνόλου των περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, αν εξασφαλίσθηκε η προσήκουσα ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων αυτών..». Το κλειδί για την στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων είναι η αρχή της αναλογικότητας, που αποτελεί στοιχείο ελέγχου τόσο της δράσης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσο και των κρατών μελών, όταν αυτά δρουν στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου και η ad hoc αντιμετώπιση της σύγκρουσης. Ο έλεγχος της αναλογικότητας υλοποιείται κρίνοντας την αναγκαιότητα του μέτρου για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, την προσφορότητα/καταλληλότητα του και τέλος την stricto sensu αναλογικότητά του, που συνεπάγεται τη στάθμιση μεταξύ του κόστους και του οφέλους του μέτρου. Το Δικαστήριο στη νομολογία του, δεν προβαίνει πάντοτε στην εξέταση του συνόλου των κριτηρίων αλλά σε αρκετές περιπτώσεις αρκείται στον έλεγχο αναλογικότητας του μέτρου, ενώ σε άλλες εστιάζει στη στάθμιση του συνόλου των παραμέτρων προκρίνοντας έτσι την εν στενή έννοια αναλογικότητα. Σε κάθε περίπτωση, το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι παρέχει τις απαραίτητες υποδείξεις στα εθνικά όργανα ώστε τα τελευταία, ως αρμόδια, να προβούν στην υπαγωγή στη διαδικασία της στάθμισης. Τέλος, όπως αναφέρθηκε, η χρησιμοποίηση της αρχής της αναλογικότητας, ως εργαλείο στάθμισης από τις εθνικές αρχές, ενδέχεται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ένας περιορισμός μιας θεμελιώδους ελευθερίας ο οποίος στοχεύει στην προστασία ενός θεμελιώδους δικαιώματος, είναι καθ όλα θεμιτός και ανεκτός από το ενωσιακό δίκαιο. 13