Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε: «Έλα, Γιαννάκη μου, να σε λούσω! Κουράστηκα να σε κυνηγάω!». Ο μπαμπάς του, που δεν του αρέσανε τα παρακάλια, έβαζε τις αγριοφωνάρες: «Έτσι και δεν είσαι στο μπάνιο σε πέντε λεπτά, θα σε βγάλω στο μπαλκόνι και θα σε πλύνω με το λάστιχο σαν τη Φόξι, καημένε μου!». (Η Φόξι ήταν το σκυλάκι του Γιαννάκη, ένα κανίς άσπρο κι αφράτο σαν τούρτα.)
7356_Den_xanakanw_banio_pote_7356_Den_xanakanw_banio_pote 11/12/13 10:15 π.μ. Page 10 Μα ο Γιαννάκης είχε ήδη κρυφτεί κάτω απ το κρεβάτι του, πίσω πίσω στη γωνία, για να μην τον φτάνει ούτε η μαμά με τα χέρια ούτε ο μπαμπάς με το σκουπόξυλο. «Χτες έκανα μπάνιο!» έσκουζε όλο θυμό. «Πότε πρόλαβα να βρομίσω; Κι έτσι και με λούσετε στο μπαλκόνι με το λάστιχο, θα πάω κι εγώ σαν τη Φόξι και θα κάνω πιπί στο χαλί του σαλονιού και μετά θα σας μασήσω και τα παπούτσια, έτσι για να μάθετε!»
7356_Den_xanakanw_banio_pote_7356_Den_xanakanw_banio_pote 11/12/13 10:15 π.μ. Page 11
7356_Den_xanakanw_banio_pote_7356_Den_xanakanw_banio_pote 11/12/13 10:15 π.μ. Page 12 Η μαμά στο μεταξύ είχε πέσει στα τέσσερα και προσπαθούσε με τον φακό να δει πού είχε χωθεί πάλι ο τετραπέρατος ο γιόκας της, ενώ ο μπαμπάς, καλού κακού, έτρεχε να κρύψει τα καλά του παπούτσια. «Σε χιλιοπαρακαλώ, Γιαννάκη μου» του έλεγε «έλα να κάνουμε μπανάκι. Θες να λένε τα παιδάκια στο σχολείο ότι είσαι βρομιάρης;». «Χτες λούστηκα, οπότε είμαι πεντακάθαρος! Κι αν δε μ αφήσετε ήσυχο, δε θα ξανακάνω μπάνιο ποτέ των ποτών!» Μες στην απελπισία της, η μαμά τον καλόπιανε. «Αν μ αφήσεις να σε λούσω» ψιθύριζε «θα σου πάρω Wii».
7356_Den_xanakanw_banio_pote_7356_Den_xanakanw_banio_pote 11/12/13 10:15 π.μ. Page 13
Ο Γιαννάκης το σκεφτόταν λίγο, αλλά αποφάσιζε ότι ήταν κόλπο. «Έτσι έλεγες και τις προάλλες, ότι θα μου πάρεις έναν παπαγάλο που μιλάει, κι ακόμα περιμένω!» «Άμα βγεις, θα σου πάρω όχι απλό παπαγάλο, αλλά παπαγάλο που να τραγουδάει κιόλας!» Ο Γιαννάκης το ξανασκεφτόταν. «Ναι, αλλά, άμα λουστώ σήμερα, δεν ξανακάνω μπάνιο μέχρι την άλλη βδομάδα μη σου πω μέχρι τον άλλο μήνα». «Ό,τι πεις, Γιαννάκη μου» έλεγε η μαμά, που χε πιαστεί τόση ώρα στα τέσσερα. Αλλά, στο μεταξύ, να σου κι ο μπαμπάς. «Δε γίνεται να του τάζεις δώρα κάθε μέρα για να κάνει το μπάνιο του» έλεγε θυμωμένος. «Δικηγόρος είμαι, δεν είμαι ο Άγιος Βασίλης!» 14
7356_Den_xanakanw_banio_pote_7356_Den_xanakanw_banio_pote 11/12/13 10:15 π.μ. Page 15
Κι αρπάζοντας το κρεβάτι, το τραβούσε προς το μέρος του, οπότε να σου ο Γιαννάκης στριμωγμένος στη γωνία. Πριν προλάβει να τρέξει και να κρυφτεί κάτω απ τη συρταριέρα (που ήταν πολύ βαριά κι ο μπαμπάς δεν την τραβούσε, για να μην πάθει τίποτα η μέση του), οι γονείς του τον άρπαζαν, η μαμά απ τα χέρια κι ο μπαμπάς απ τα πόδια, και τον πηγαίναν σηκωτό στο μπάνιο, ενώ ο Γιαννάκης στριφογυρνούσε και μούγκριζε σαν αρνί που το πάνε για σφάξιμο. «Δε θα περάσει έτσι αυτό!» φώναζε ενώ η μαμά γέμιζε την μπανιέρα με ζεστό νερό κι αφρόλουτρο. «Θα δείτε τι έχετε να πάθετε! Θα το σκάσω απ το σπίτι και δε θα ξανακάνω μπάνιο στη ζωή μου!» 16
Και μια φορά το χε σκάσει πράγματι, αλλά μόνο για δέκα λεπτά μετά πείνασε και σκέφτηκε τα μακαρόνια με κιμά της μαμάς του και την κρέμα σοκολάτα για επιδόρπιο, και γύρισε σαν βρεγμένη γάτα. Μόνο που το βράδυ, την ώρα του μπάνιου, έκανε σαν βρεγμένος σκύλος, και μάλιστα άγριος. Τιναζόταν, γρύλιζε και δάγκωνε, ενώ και οι δύο γονείς του μαζί πασχίζαν να τον σαπουνίσουν.
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, με καβγάδες, δαγκωνιές και τσιρίδες, ώσπου ήρθε ένα βράδυ που άλλαξε τα πάντα. Ο Γιαννάκης ήταν προετοιμασμένος για το κυνηγητό του μπάνιου και μάλιστα σχεδίαζε να τρυπώσει κάτω απ το κρεβάτι των γονιών του, που ήταν ακόμα πιο βαρύ. Όμως η μαμά του χαμογέλασε και του είπε: «Γιαννάκη μου, μεγάλο παιδί είσαι πια. Άμα δε θέλεις να κάνεις μπάνιο, ούτε θα σου τάξουμε δώρα ούτε θα σε καταπιέσουμε. Θα ξαναλουστείς μόνο όποτε το θελήσεις εσύ».
Ο Γιαννάκης βρισκόταν στον έβδομο ουρανό! Αυτό ήταν το καλύτερο δώρο του κόσμου! Όχι μόνο τον είχαν πει «μεγάλο παιδί», αλλά είχαν κάνει το πιο τρελό του όνειρο πραγματικότητα: θα ξανάκανε μπάνιο μόνο τότε που θα το θελε ο ίδιος, δηλαδή ποτέ των ποτών!
Την επόμενη μέρα στο σχολείο ο Γιαννάκης κορόιδευε τα φρεσκολουσμένα παιδάκια, τους έβγαζε τη γλώσσα και φώναζε: «Σκάστε απ τη ζήλια σας, σαπουνισμένα κορόιδα! Εγώ κάνω μπάνιο μόνο όταν το θέλω εγώ!».