ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας στην ελληνική έννομη τάξη. i) Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Ο ρόλος του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως στην προώθηση της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΝΟΜΟΣ: 1576/85 (ΦΕΚ 218/Α/ ) Κυρώνουµε και εκδίδουµε τον ακόλουθο νόµο που ψηφίζει η Βουλή:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρημένης) σύμβασης για την προστασία της μητρότητας,»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

Ένδικα μέσα και κυρώσεις σε υποθέσεις διακρίσεων: ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα της γυναίκας εν μέσω οικονομικής κρίσης

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3623, 19/7/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Εργασιακά Θέματα. Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ)

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4162, 2/5/2008

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και καταπολέμηση της έμφυλης βίας»

Εφαρµογή της αρχής της ισότητας των φυλών στις εργασιακές σχέσεις και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ. 10/Α/2-2-84) Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝ.ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΚΟΙΝ.ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Σταδίου Αθήνα

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Εθνική νομοθεσία και τεχνική εναρμόνιση με δίκαιο ΕΕ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3623, 19/7/2002

Τα θεμελιώδη δικαιώματα γίνονται πραγματικότητα για τους πολίτες χάρη στον Χάρτη της ΕΕ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4078, 24/3/2006

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΙΣΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΙΣΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΗΣ 1920

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Μερικές σκέψεις πάνω στην αρχή της ισότητας µε αφορµή την Α.Π. 668/2003 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ /12/ Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών κατά την άσκηση αυτοτελούς επαγγελματικής δραστηριότητας

Σύμβαση για την ίση μεταχείριση ημεδαπών και αλλοδαπών στην κοινωνική ασφάλεια, 1962 Νο

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Έκθεση της Αρχής Ισότητας μετά από καταγγελία για μη πρόσληψη εγκύου σε έκτακτη θέση Τεχνικού στο Γενικό Χημείο του Κράτους λόγω της εγκυμοσύνης της.

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ. Θέμα:

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

(6) ότι πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια του «εργαζομένου» βάσει της νομολογίας του ικαστηρίου 7

(Νομοθετικές πράξεις) ΟΔΗΓΙΕΣ

φορολογική νομολογία περιοδικά με οποιαδήποτε μορφή εί- Τόμος 65

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Οι διακρίσεις στην απασχόληση παραμένουν μεγάλες σήμερα παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

1. Γυναίκα & Απασχόληση

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Τροπολογία. Martina Dlabajová εξ ονόματος της Ομάδας ALDE

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

EULP-512: Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνικά Δικαιώματα Ίση Αμοιβή

Σχετ: Το από ηλεκτρονικό μήνυμά σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 1399/ ). Θέμα: Σ/Ν περί ενσωμάτωσης Οδηγίας 2004/113/ΕΚ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Η διαφορετικότητα είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια της ποικιλομορφίας.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΝΟΜΙΚΗΣ Μάθημα: «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ» Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος Εξάμηνο: Δ Τίτλος εργασίας: «Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ» Ονοματεπώνυμο: Παναγιωτοπούλου Ελένη Α.Μ.: 1340201000256 Αθήνα, 2012

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Α) Πρόλογος σ. 3 Β) Γενικές παρατηρήσεις επί της έννοιας «ισότητα» σ. 3 Β1) Ανθρώπινη αξία και ισότητα σ. 4 Β2) Ο ορισμός και το αντικείμενο (corpus και animus) της ισότητας σ. 4 Β3) Διαστάσεις της έννοιας της «ισότητας» σ. 4 Β3i) Αμυντικό περιεχόμενο σ. 4 Β3ii) Προστατευτικό περιεχόμενο σ. 6 Β3iii) Διασφαλιστικό περιεχόμενο σ. 6 Β4) Διακρίσεις της ισότητας σ. 6 Β4i) Πραγματική και νομική ισότητα σ. 7 Β4ii) Αριθμητική και αναλογική ισότητα σ. 7 Β4iii) Πολιτική, Κοινωνική, Οικονομική ισότητα σ. 8 Γ) Ισότητα των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις σ. 9 Γ1) Ισότητα των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις και Σύνταγμα 1911 & 1975 σ. 9 Γ2) Αναδρομή στο Κοινοτικό Δίκαιο και κυρώσεις παράβασης των διατάξεων των σχετικών οδηγιών σ. 11 Γ2i) Πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο σ. 12 Γ2ii) Παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο σ. 13 Γ2iii) Κυρώσεις για παράβαση των προβλεπόμενων στις Κοινοτικές Οδηγίες σ. 15 Δ) Ανάλυση των άρθρων του ελληνικού ειδικού προσαρμοστικού νόμου 1414/84 και οι προβλεπόμενες κυρώσεις παράβασής του σ. 17 Δ1) Κυρώσεις παράβασης του νόμου 1414/1984 σ. 22 Ε) Επίλογος σ. 22 2

Α) Πρόλογος Η θεμελιώδης αρχή της ισότητας διατυπώθηκε ήδη στην αρχαία Ελλάδα, βρίσκοντας εκφραστές της πρόσωπα, που διαμόρφωσαν το γενικότερο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο και, κυρίως, τους στωικούς φιλόσοφους. Οι ρίζες της ισότητας όμως, απλώνονται και στα θεμέλια του Χριστιανισμού, με της έννοια της ισότητας όλων των ανθρώπων ενώπιον του Θεού. Από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας και της διάδοσης του Χριστιανισμού, η ισότητα θα συναντηθεί με διάφορα φιλοσοφικά και ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα, θα συνδεθεί, στενά, με άλλες, εξίσου θεμελιώδεις, αρχές και αξίες, όπως η δημοκρατία και η δικαιοσύνη. Θα αγνοηθεί, συστηματικά, συστηματικά από ορισμένους λαούς στο πέρασμα των αιώνων και, τελικά, θα αποτελέσει άρρηκτα αναπόσπαστο τμήμα των Συνταγμάτων Ευρωπαϊκών (αλλά και μη Ευρωπαϊκών) φιλελεύθερων κρατών και θα παγιωθεί, φυσικά, και στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα. Θέμα αμφιλεγόμενο, που σχετίζεται με την ισότητα και έχει αποτελέσει αντικείμενο αλλεπάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων, τόσο σε επίπεδο Ευρώπης και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), όσο και, πιο συγκεκριμένα σε επίπεδο Ελλάδας, είναι η ισότητα των δύο φύλων στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, η οποία στο Ελληνικό Σύνταγμα ρυθμίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2: «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Άνδρες και γυναίκες ποτέ δεν είχαν ίση αντιμετώπιση στον εργασιακό τομέα και, ακόμη και σήμερα ανακύπτουν, στον 21 ο αιώνα, παρά τις συνταγματικές κατοχυρώσεις της ισότητας μεταξύ όλων των Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων και των γυναικών, ποικίλα μεγαλύτερα και μικρότερα προβλήματα. Η αναδρομή, που θα ακολουθήσει, στις νομοθετικές ρυθμίσεις Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ρίξει άπλετο φως και θα οδηγήσει σε συμπεράσματα για τη σχέση ισότητας των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις. Β) Γενικές παρατηρήσεις επί της έννοιας «ισότητα» Ας ξεκινήσουμε, όμως, με μία πρώτη προσέγγιση στην έννοια της «ισότητας», με σκοπό την καλύτερη και συστηματικότερη εμβάθυνση στο θέμα της εργασιακής ισότητας ανδρών και γυναικών. 3

Β1) Ανθρώπινη αξία και ισότητα Η ισότητα ανήκει στο περιεχόμενο της ανθρώπινης αξίας, και αποτελεί έναν από τους δύο πόλους της, καθώς, ανθρώπινη αξία δεν είναι μόνο ελευθερία, ούτε μόνο ισότητα, αλλά είναι και ελευθερία και ισότητα. Η αρχή της ισότητας απαγορεύει την αξιολόγηση, την από νομική-συνταγματική άποψη διάκριση του ανθρωπίνου γένους σε κατηγορίες, με βάση το φύλο, τη φυλή ή τις πεποιθήσεις. Η ισότητα, όμως, δύναται να φτάσει μέχρι το σημείο που δεν προσκρούσει στην ανθρώπινη αξία. Β2) Ο ορισμός και το αντικείμενο (corpus και animus) της ισότητας Ένας σύντομος και πλήρης ορισμός της έννοιας ισότητα είναι ο εξής: «Ισότητα είναι η κατάσταση κατά την οποία περισσότερα υποκείμενα διαθέτουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα και τυγχάνουν της ίδιας, αναλογικά, μεταχείρισης, όχι μόνο όταν δεν έχουν, αλλά και όταν έχουν συγκεκριμένη υλική ή πνευματική διαφορά». Το προστατευόμενο αγαθό είναι η ισότητα, που αποτελεί και το θέμα της αντικειμενικής και υποκειμενικής συνταγματικής ρύθμισης, το αντικείμενο του δικαιώματος. Το δικαίωμα της ισότητας είναι η νομική αξίωση του ανθρώπου, για ίση μεταχείριση. Βέβαια η ισότητα ως κατάσταση διαφέρει από την αρχή της ισότητας, δηλαδή, τον κανόνα του δικαίου, που επιβάλλει την κατάσταση αυτή. Ως συνταγματικό προστατευόμενο αγαθό διαθέτει corpus και animus. Το corpus της ισότητας παραλλάσσεται ανάλογα με την ειδικότερη μορφή της (π.χ. η ισότητα αμοιβής αναφέρεται σε ίση ποσότητα χρημάτων, αγαθών). Από την άλλη πλευρά, το animus της ισότητας έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα με αναλογικό, ποιοτικό και όχι ποσοτικό περιεχόμενο, συνιστά, δηλαδή ρύθμιση με βάση την οποία έχουμε σε όμοιες περιπτώσεις ίση μεταχείριση. Η αρχή της ισότητα, όπως κατοχυρώνεται συνταγματικά, έχει, κυρίως, την έννοια της ίσης μεταχείρισης. Β3) Διαστάσεις της έννοιας της «ισότητας» Β3i) Αμυντικό περιεχόμενο Αναφορικά, τώρα, με τις διαστάσεις της ισότητας η έννοια αυτή έχει από τη μία αμυντικό περιεχόμενο το οποίο ως αμυντικό δικαίωμα στρέφεται κατά του κράτους (αμυντικό erga omnes δικαίωμα), αλλά και ενάντια σε κάθε φορέα εξουσίας (είτε δημόσιας, είτε ιδιωτικής εξουσίας). 4

Το σημαντικό δικαίωμα όμως, της ισότητας, όπως και τα υπόλοιπα αμυντικά δικαιώματα, έχει την δυνατότητα να τριτενεργεί, όπως διαφαίνεται και από το άρθρο 25 παράγραφος 2 εδάφιο γ του Συντάγματος όπου αναφέρεται πως «τα συνταγματικά δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν». Η υποστηριζόμενη αντίθετη άποψη, κατά την οποία η εφαρμογή της ισότητας στις ιδιωτικές σχέσεις θα επέφερε αναίρεση της ιδιωτικής ελευθερίας και της ελευθερίας των συμβάσεων παρουσιάζει ασυνέπεια προς την επιτασσόμενη κατ άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο γ τριτενέργεια. Η αρχή της ισότητας δεσμεύει στην τήρησή της, γενικότερα, το κράτος και, ειδικότερα, το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση του κράτους. Το κράτος δεσμεύεται να απέχει από κάθε ενέργεια που, τυχόν, θα διαφοροποιούσε όμοιες μεταξύ τους περιπτώσεις, σχέσεις ή καταστάσεις. Δηλαδή, το κράτος οφείλει να μην παράγει την ανισότητα (status negativus του δικαιώματος της ανισότητας), όμως, το δικαίωμα αυτό δεν στρέφεται μόνο κατά του κράτους ως αμυντικό, αλλά και ως προστατευτικό. Με την έννοια αυτή το κράτος δεν υποχρεούται μόνο σε παράλειψη, αλλά και σε θετικές πράξεις, για την προστασία του ατόμου από διάφορες ανισότητες. Συνεπώς, η δέσμευση της συνταγματικής επιταγής του κράτους ως σύνολο, ως κρατική εξουσία δεσμεύει και τις συνιστώσες της κρατικής εξουσίας, δηλαδή τη νομοθετική, τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία. Πρώτον, λοιπόν, δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας ο ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ο οποίος οφείλει να προβαίνει σε κοινή ρύθμιση των όμοιων καταστάσεων. Εάν όμως, παρά την ομοιότητα η νομοθετική ρύθμιση εισάγει διαφοροποιήσεις, γεννάται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της σχετικής διάταξης. Με άλλα λόγια, νομοθετικές διαφοροποιήσεις θεωρούνται εφικτές επί ανόμοιων σχέσεων ή καταστάσεων και μόνο επ αυτών. Δεύτερον, δεσμεύεται από την τήρηση της αρχής της ισότητας ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της απονομής της δικαιοσύνης καλείται να εφαρμόζει την αρχή της ισότητας και σε περίπτωση μη εφαρμογής της αρχής η απόφαση δύναται να εξαφανιστεί από το αρμόδιο δικαστήριο, αναδρομικά, από το χρόνο της έκδοσής της. Τα δικαστήρια, δηλαδή, έχουν την εξουσία να αρνούνται την εφαρμογή του νόμου, εφόσον θεωρούν ότι έρχεται σε αντίθεση προς το περιεχόμενο της αρχής της ισότητας. Συνεπώς, οφείλουν, αφενός να μην εφαρμόζουν, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 4 του Συντάγματος και, αφετέρου, να αποκαθιστούν την ισότητα, 5

εφαρμόζοντας τον κανόνα, χωρίς την αντισυνταγματική διάταξη και επί της κατηγορίας η οποία έχει εξαιρεθεί από αυτόν. Τρίτον, δεσμεύεται από την τήρηση της ισότητας η ΔΙΟΙΚΗΣΗ, εφόσον ενεργεί κατά διακριτική ευχέρεια. Έτσι, όλα τα όργανα της διοίκησης υποχρεούνται από το Σύνταγμα σε ίση μεταχείριση των πολιτών με την έννοια της ίσης μεταχείρισης των όμοιων καταστάσεων. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όμως, εφαρμόζεται όταν πρόκειται για παράνομες καταστάσεις. Η παράβαση πάντως της αρχής της ισότητας οδηγεί στην αναδρομική ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης από το χρόνο έκδοσης της. Β3ii) Προστατευτικό περιεχόμενο Η άλλη διάσταση του περιεχομένου της ισότητας αφορά στο Προστατευτικό περιεχόμενο και διακρίνεται: i) Στο προστατευτικό δικαίωμα της ισότητας, το οποίο στρέφεται προς (και όχι κατά του) και περιέχει αξίωση παροχής βοήθειας, για την απόκρουσης επιθετικής εις βάρος της αμυντικής ισότητας ενέργειας. Το προστατευτικό δικαίωμα δεν είναι απόλυτο, αλλά σχετικό, δεν στρέφεται προς τους ιδιώτες αλλά μόνο προς το κράτος. ii) Στην προστατευτική υποχρέωση του κράτους, απέναντι στο προστατευτικό δικαίωμα του πολίτη. Η προστατευτική αξίωση εξαναγκάζει το κράτος και τα όργανά του να ενεργούν προς την κατεύθυνση της προστασίας της ισότητας, ως νομοθετική, διοικητική ή εκτελεστική εξουσία. Β3iii) Διασφαλιστικό περιεχόμενο Και η τελευταία διάσταση του περιεχομένου του δικαιώματος της ισότητας είναι το διασφαλιστικό περιεχόμενο που εμπεριέχει αξιώσεις διαφύλαξης από κινδύνους άλλους, εκτός, δηλαδή, από επιθετικές ανθρώπινες ενέργειες και αξιώσεις, για τη βελτίωση της θέσης του φορέα. Β4) Διακρίσεις της ισότητας Ας εξετάσουμε τώρα τις τρεις διαφορετικές κατηγορίες διακρίσεων της ισότητας, καθώς και τις υποκατηγορίες της κάθε μίας από αυτές. 6

Β4i) Πραγματική και νομική ισότητα Πρώτη κατηγορία διάκρισης της ισότητας είναι η διάκριση σε Πραγματική και σε Νομική ισότητα. Η πραγματική ισότητα αφορά στην πραγματική κατάσταση και διακρίνεται με τη σειρά της σε δύο υποκατηγορίες: τη «φυσική ισότητα» (ομοιότητα) και την «πραγματική εν στενή έννοια ισότητα». Η «φυσική ισότητα» αναφέρεται στις φυσικές (σωματικές και πνευματικές) ιδιότητες των ανθρώπων. Η φυσική ισότητα όμως, δεν υπάρχει, εφόσον οι άνθρωποι από τη φύση τους δεν μπορούν να είναι ίδιοι καθώς διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλλο, τη φυλή, τις πνευματικές και σωματικές ικανότητες, τις επιδόσεις και την ηλικία. Η κατοχυρούμενη συνταγματική ισότητα είναι νομική και όχι φυσική ισότητα και δε σημαίνει, συνεπώς, «φυσική ομοιότητα» μεταξύ των ανθρώπων. Το Σύνταγμα λοιπόν, καθιερώνοντας την αρχή της ισότητας, ασφαλώς, δεν καταργεί τις, μεταξύ των ανθρώπων, διαφοροποιήσεις, οι οποίες είναι αναπόφευκτες. Η «εν στενή έννοια πραγματική ισότητα» αναφέρεται στην «πραγματική αξία» των δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από τις φυσικές διαφορές των προσώπων. Η εν στενή έννοια πραγματική ισότητα αναφέρεται στην πραγματική απόλαυση των δικαιωμάτων. Η νομική ισότητα, τώρα, είναι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα και αναφέρεται στην κοινωνική-νομική υπόσταση του ανθρώπου. Αυτό φαίνεται και από το άρθρο 2, παράγραφος 1 του Συντάγματος, όπου ο συντακτικός νομοθέτης, ρητά, καταδεικνύει πως οι άνθρωποι έχουν την ίδια νομική αξία, με την έννοια ότι είναι «ισοβαρείς» και, κατά συνέπεια, διαθέτουν τα ίδια δικαιώματα, ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών (φύλου, ηλικίας, φυλής, χρώματος, κλπ). Β4ii) Αριθμητική και αναλογική ισότητα Δεύτερη κατηγορία διάκρισης της ισότητας είναι η διάκριση σε αριθμητική ισότητα και αναλογική ισότητα. Η αριθμητική (ποσοτική) ισότητα βασίζεται στο ποσοτικό κριτήριο και συνίσταται στην εξασφάλιση «ίσης ποσότητας» σε όλους τους φορείς. Αυτό το περιεχόμενο έχει η πολιτική ισότητα, η οποία βασίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 του Συντάγματος). Στην αρχή της αριθμητικής ισότητας, όμως, αντιτίθεται η πολλαπλή ψήφος ή ψηφοφορία, καθώς όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα μίας και μόνης ψήφου ίσης βαρύτητας με των υπολοίπων. Η αναλογική ισότητα θεσπίζεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος και επιβάλλει την ίση μεταχείριση με βάση τα ποιοτικά και όχι τα ποσοτικά κριτήρια. Η αναλογική ισότητα, δηλαδή, επιβάλλει την άνιση μεταχείριση των ανόμοιων και την ίση μεταχείριση των 7

όμοιων. Απαγορεύεται, συνεπώς, η διαφορετική ρύθμιση όμοιων καταστάσεων και επιβάλλεται η διαφορετική ρύθμιση των ανόμοιων. Στην ουσία, η αρχή προωθεί την ίση και όχι την ίδια μεταχείριση όλων των περιπτώσεων. Β4iii) Πολιτική, Κοινωνική, Οικονομική ισότητα Τελευταία διάκριση της ισότητας με κριτήριο το περιεχόμενό της είναι η πολιτική, κοινωνική και οικονομική ισότητα. Ας εξετάσουμε, όμως μία-μία της κάθε μία από τις παραπάνω μορφές της διάκρισης αυτής. Η πολιτική ισότητα συνιστά την, καταρχήν, ισότητα και είναι ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η πολιτική ισότητα είναι ισότητα μεταξύ των Ελλήνων πολιτών. Όλοι οι Έλληνες, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία και τα λοιπά χαρακτηριστικά, έχουν τα απονεμόμενα από το Σύνταγμα πολιτικά δικαιώματα. Στην πολιτική ισότητα ανήκουν η ισότητα της ψήφου, η ίση πρόσβαση στις δημόσιες λειτουργίες, η ισότητα των πολιτικών κομμάτων, κλπ. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, μόνον Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους. Μάλιστα, η διάταξη αυτή ανήκει στις μη αναθεωρήσιμες (άρθρο 110, παράγραφος 1 του Συντάγματος) και η ισχύς της δεν αναστέλλεται κατ άρθρο 48, παράγραφος 1. Η οικονομική ισότητα καθιερώνεται και αυτή από το Σύνταγμα και πλευρές της ισότητας αυτής είναι η ισότητα αμοιβής, εργασίας και η φορολογική ισότητα. Δεδομένης της οικονομικής ανισότητας, όμως, επηρεάζεται σημαντικά η άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και συμβάλει στην αποστασιοποίηση μεταξύ πραγματικής και νομικής ισότητας. Βέβαια, στα πλαίσια ενός κοινωνικού κράτους δικαίου τίθεται ο προβληματισμός εξασφάλισης ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης, για να είναι δυνατή κάποια στοιχειώδης απόλαυση συνταγματικών δικαιωμάτων. Βάσει της συνταγματικά καθιερωμένης αρχής της φορολογικής ισότητας προβλέπεται η συμμετοχή όλων των Ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός (άρθρο 4, παράγραφος 5 του Συντάγματος). Η φορολογική ισότητα είναι ισότητα αναλογική με την έννοια ότι κάθε Έλληνας πολίτης έχει φορολογική υποχρέωση, ανάλογη προς τη φοροδοτική του ικανότητα, χωρίς την εισαγωγή φορολογικών εξαιρέσεων, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, στις οποίες απαλλάσσονται από το φόρο άτομα με πάρα πολύ χαμηλά εισοδήματα. Τελευταία μορφή της διάκρισης αυτής είναι η κοινωνική ισότητα η οποία καθιερώνεται συνταγματικά και απαγορεύει τίτλους ευγενείας και άλλες διακρίσεις 8

με βάση το φύλο ή τη φυλή. Μερικότερη πλευρά της κοινωνικής ισότητας είναι η ισότητα των φύλων όπως θεμελιώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2 του Συντάγματος: «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Η αρχή της ισότητας αφορούσε, αρχικά, μόνο τον ανδρικό πληθυσμό. Η επέκτασή της και στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα ιστορικής εξέλιξης. Έτσι, σύμφωνα με την αρχική διατύπωση του άρθρου 116, παράγραφος 2 του Συντάγματος, αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών επιτρέπονταν μόνο για «σοβαρούς λόγους» οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τις φυσικές ιδιαιτερότητες των δύο φύλων, τις οποίες δεν μπορεί να αγνοήσει η νομική αρχή της ισότητας. Με την αναθεώρηση του 2001 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 116, παράγραφος 2 του Συντάγματος και ορίζεται, πλέον, ότι: «Δεν αποτελεί διάκριση, λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων, για την προώθηση της ισότητας, μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως, σε βάρος των γυναικών». Γ) Ισότητα των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις Και μετά από τη γενική επισκόπηση της έννοιας «ισότητας», ας περάσουμε στο ειδικότερο ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων, διενεργώντας, αρχικά, μια αναδρομική εξέταση στο τι ίσχυε παλαιότερα, με βάση το Σύνταγμα του 1911 και το Σύνταγμα του 1975 και, στη συνέχεια, με μία αναδρομή στο Κοινοτικό δίκαιο και σε άλλες διεθνείς συμβάσεις, που ρυθμίζουν τα περί της ισότητας των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις. Καταλήγοντας, θα αναλύσουμε τον νόμο 1414/1984, που αποτελεί έναν από τους ειδικούς (αλλά και πιο σημαντικούς) νόμους προσαρμογής στην Οδηγία 76/207 της Ε.Ο.Κ. Γ1) Ισότητα των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις και Σύνταγμα 1911 και 1975 Αναφορικά, λοιπόν, με το ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις και το προγενέστερο Σύνταγμα του 1911 παρατηρούμε πως, με βάση το άρθρο 3 του Συντάγματος της εβδόμης Ιουνίου 1911, προβλέπεται μεν ότι: «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και συνεισφέρουσιν, αδιακρίτως, εις τα δημόσια βάρη, αναλόγως των δυνάμεών των. Μόνον δε πολίται Έλληνες είναι δεκτοί εις όλας τας δημόσιας λειτουργίας, πλην των δι ειδικών νόμων εισαγόμενων ειδικών 9

εξαιρέσεων», όμως, στην ουσία τα πράγματα διαφέρουν. Συγκεκριμένα, ο όρος «Έλληνες πολίτες», σε καμία περίπτωση δε συμπεριλαμβάνει και τις Ελληνίδες. Η αρχή της ισότητας στην προκειμένη περίπτωση αφορά μόνον τους άνδρες και αναφέρεται σε διακρίσεις που γίνονται από τον εργατικό νόμο, με πρόθεση ευνοϊκότερης διαχείρισης μίας συγκεκριμένης κατηγορίας μισθωτών, στην οποία κατηγορία εννοείται πως δεν υπάγονται γυναίκες, παρά μόνο άνδρες εργαζόμενοι. Έτσι, τόσο ο νόμος 2112 «περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας», όσο και ο νόμος 6299/1934 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του προγενέστερου ν. 2112», καθώς και ο νόμος 23/1936 «περί του σχήματος και της τιμής πωλήσεως των εφημερίδων» και ο νόμος 1093/38 «περί δημοσιογραφικών οργανώσεων» όπως, επίσης, και ο ν.δ. 424/1941 «περί απαγορεύσεως απολύσεως υπό το κράτος», αναφέρονται όλοι σε προσπάθεια κατάργησης διακρίσεων και καθιέρωσης της ισότητας, μεταξύ των ανδρών εργατών, καθώς οι γυναίκες εκείνη την εποχή, ουδεμία θέση μπορούσαν να έχουν στον εργασιακό χώρο. Βλέπουμε, λοιπόν, πως και μόνο από την αναφορά των νόμων αυτών σε άνδρες-εργάτες καθιερώνεται μία τακτική ανισότητας σε βάρος γυναικών, οι οποίες στο Σύνταγμα του 1911 ούτε καν αναφέρονται ή υπονοούνται ως κατηγορία εργαζομένων ανθρώπων. Μία τακτική που, βέβαια, στο βαθμό αυτό θα πάψει να ισχύει, αλλά έως και τον 21 ο αιώνα δεν θα έχει απαλειφθεί, πλήρως, από τη σκέψη των εργοδοτών. Τώρα, αναφορικά με το Σύνταγμα του 1975, βλέπουμε πως αυτό δεν περιορίστηκε να επαναλάβει τη γενική ρήτρα της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά στο άρθρο 4, παράγραφος 2 του Συντάγματος ορίζεται πως: «Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Ενώ, παράλληλα, στο άρθρο 116, παράγραφος 2 επιτρέπει αποκλίσεις από τον κανόνα της ισονομίας ανδρών και γυναικών «μόνον δι αποχρώντας λόγους εις τα ειδικώς υπό του νόμου οριζομένας περιπτώσεις». Τέλος, σε ό,τι αφορά την είσοδο στο δημόσιο ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 ότι «Μόνον Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί εις πάσας τας δημόσιας λειτουργίας». Με αφορμή τη διάκριση των γυναικών υπαλλήλων, έναντι των ανδρών, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) ερμήνευσε τις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις πολύ σύντομα από την έναρξη της ισχύος τους. Έτσι, το Δικαστήριο, αφού επαναβεβαιώνει την καθιερωμένη και από το Σύνταγμα του 1952 ερμηνεία ότι η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου είναι κανόνας δεσμευτικός, για όλα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας, προβαίνει στην ερμηνεία των νέων συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4 παράγραφος 2 και 116 παράγραφος 2. Κρίνει, λοιπόν, ότι το 10

εννοιολογικό περιεχόμενο των διατάξεων αναλύεται σε δύο κανόνες: α) έναν αρνητικό που απαγορεύει τη δημιουργία άνισων καταστάσεων και τη διαφοροποίηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, λόγω φύλου και β) έναν θετικό που επιβάλλει την παροχή ίσων δυνατοτήτων σε αμφότερα τα φύλα, για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελεύθερη ατομική δράση ή συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων είναι θεμιτές, μόνο εφόσον θεσπίζονται, ευθέως, από τυπικό νόμο ή κανονιστικές πράξεις, εκδιδόμενες κατά νομοθετική εξουσιοδότηση η οποία προβλέπει ρητώς τα κριτήρια των αποκλίσεων 1. Οι αποκλίσεις πρέπει να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους και να στοχεύουν στην μείζονα προστασία της γυναίκας, είτε σε καθαρά βιολογικές διαφορές, που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαιτέρων μέτρων. (Σ.τ.Ε. 3217/77, 1915, 3254, 3879/82, 422, 1328/83) Σύμφωνα με τα παραπάνω ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται, κατ άρθρο 4 παράγραφο 4 του Συντάγματος ώστε να διορίζονται σε δημόσιες θέσεις άνδρες και γυναίκες, αδιακρίτως και μόνο κατ εξαίρεση, να επιφυλάσσονται ορισμένες θέσεις για το ένα φύλο, εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι. (Σ.τ.Ε. 3217/77) Ωστόσο, το Σ.τ.Ε. προχώρησε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις, σχετικά με την ερμηνεία των νέων συνταγματικών διατάξεων, ως προς την ίση μεταχείριση των δύο φύλων (4113/83, 1953, 4230/85, 3561, 3562/86). Το χαρακτηριστικό της νομολογίας είναι ότι χειρίζεται τις διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 2 και 116 παράγραφος 2 του Συντάγματος, σαν μία νέα αυτοτελή ενότητα, που διακρίνεται από τη γενική αρχή της ισότητας. Τέλος, όσον αφορά στο ποιοι είναι οι αποχρώντες λόγοι που επιτρέπουν την εξαίρεση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, η νομολογία είχε προσδιορίσει, σαφώς, πως οι βιολογικές ιδιαιτερότητες κάθε φύλου επέβαλαν τη διαφοροποίηση της νομοθετικής ρυθμίσεως. Γ2) Αναδρομή στο Κοινοτικό Δίκαιο και κυρώσεις παράβασης των διατάξεων των σχετικών οδηγιών Στο σημείο αυτό, αξίζει να κάνουμε μία αναδρομή στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο και να εμβαθύνουμε στις σχετικές διατάξεις του, που αφορούν στην επιδεικνυόμενη από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες προσήλωση σε αρχές όπως: ο σεβασμός του δικαίου, η ισότητα, η ελευθερία της κοινωνικής προόδου. Αρχές που 1 Αντιθέτως, ο Αρ. Μάνεσης, αποκλείει την ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση και απαιτεί τυπικό νόμο ψηφιζόμενο από την Ολομέλεια της Βουλής. 11

οδηγούν, αβίαστα, στην αναγνώριση του αιτήματος της γυναίκας, για ισότητα με τον άνδρα στο χώρο των σχέσεων εργασίας. Το αίτημα αναγνωρίσεως της ισότητας της γυναίκας με τον άνδρα στο χώρο των σχέσεων εργασίας αποτυπώνεται με σαφήνεια και πληρότητα σε κανόνες τόσο του πρωτογενούς, όσο και του παραγώγου κοινοτικού δικαίου. Γ2i) Πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο Οι σχετικές διατάξεις του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου περιέχονται στο άρθρο 119 της συνθήκης ΕΟΚ. Το άρθρο αυτό επιβάλλει την ισότητα των αμοιβών, για όμοια εργασία μεταξύ των εργαζομένων και των δύο φύλων. Κατά το άρθρο 119 ως «αμοιβή νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα σε χρήματα ή σε είδος από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας». Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι η ισότητα αμοιβής χωρίς διακρίσεις φύλου συνεπάγεται: πρώτον, ότι η αμοιβή παρέχεται κατ αποκοπή και καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μέτρησης και δεύτερον, ότι η αμοιβή που δίνεται για εργασία, με βάση τη χρονική διάρκεια, είναι η ίδια για όμοια θέση εργασίας. Με την ερμηνεία του άρθρου 119 ασχολήθηκε, για πρώτη φορά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Defrenne v. Sabena 80/87. Το Δικαστήριο, για να εκφέρει προδικαστική κρίση σχετικά με την υπόθεση θεώρησε πως το ζήτημα της άμεσης εφαρμογής του άρθρου 119 πρέπει να κριθεί στο φως της σημασίας της αρχής της ίσης αμοιβής, του σκοπού αυτής της διάταξης και της θέσης της στο σχήμα της Συνθήκης. Το άρθρο 119 επιδιώκει σκοπό διπλό. Πρώτον, λόγω του διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης της κοινωνικής νομοθεσίας στα Κράτη-Μέλη το άρθρο 119 έχει σκοπό να αποφύγει καταστάσεις όπου επιχειρήσεις Κρατών- Μελών, που έχουν εφαρμόσει την αρχή της ίσης αμοιβής, αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά μειονεκτήματα στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό, σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις Κρατών-Μελών, που δεν έχουν, ακόμη, εξαλείψει δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος της εργαζόμενης γυναίκας, σχετικά με την αμοιβή. Και δεύτερον, η διάταξη αυτή αποτελεί μέρος των κοινωνικών στόχων της Κοινότητας, που δεν είναι, απλώς, μία οικονομική ένωση, αλλά σκοπεύει βασισμένη στην κοινή δράση να εξασφαλίσει την κοινωνική πρόοδο, για τη διαρκή βελτίωση των όρων εργασίας, όπως τονίζεται εμφαντικά στον πρόλογο της Συνθήκης. Αυτός ο διπλός οικονομικόκοινωνικός σκοπός δείχνει ότι η αρχή της ίσης αμοιβής αποτελεί μέρος των θεμελίων της Κοινότητας, σύμφωνα, άλλωστε, και με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 119 12

τα Κράτη-Μέλη είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν «την εφαρμογή της αρχής ότι άνδρες και γυναίκες πρέπει να παίρνουν ίση αμοιβή, για ίση εργασία». Γ2ii) Παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο Οι διατάξεις, τώρα, του παράγωγου κοινοτικού δικαίου αποτελούν αντικείμενο δύο Οδηγιών: της Οδηγίας 75/117 και της Οδηγίας 76/207. Αναφορικά με την Οδηγία 75/117 της 10 ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών-Μελών, που αφορούν στην εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η Οδηγία 75/117 στηρίζεται στο άρθρο 100 της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. Κατά το άρθρο 1 της Οδηγίας 75/117 ορίζεται ότι η αρχή της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών, που καθιερώθηκε από το άρθρο 119 της Συνθήκης και θα αποκαλείται στο εξής «αρχή της ίσης αμοιβής», σημαίνει ότι για την ίδια εργασία, στην οποία αποδίδεται ίση αξία, θα εξαλειφθεί κάθε διάκριση με βάση το φύλο, αναφορικά προς όλες τις μορφές και τους όρους αμοιβής. Κατά το άρθρο 2 ορίζεται ότι τα Κράτη- Μέλη θα εισάγουν στα εθνικά νομικά τους συστήματα μέτρα, που είναι αναγκαία, για να επιτρέψουν σε κάθε μισθωτό, που θεωρεί ότι είναι αδικημένος από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής, να ασκήσει, δικαστικά, το δίκαιο του, ύστερα από ενδεχόμενη προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές. Κατά το άρθρο 3 ορίζεται ότι τα Κράτη-Μέλη θα καταργήσουν κάθε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών που προκύπτει από νόμους, κανονισμούς ή διοικητικές πράξεις και είναι αντίθετη στην αρχή της ίσης αμοιβής. Κατά το άρθρο 4 τα Κράτη-Μέλη υποχρεώνονται να λάβουν τα αναγκαία μέτρα εξασφάλισης, ώστε διατάξεις συλλογικών συμβάσεων, μισθολογικών κλιμάκων ή συμφωνιών και ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αντιτίθενται στην αρχή της ίσης αμοιβής, θα είναι ή θα κηρύσσονται άκυρες, ανίσχυρες ή τροποποιήσιμες. Κατά το άρθρο 5 τα Κράτη-Μέλη υποχρεούνται να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προστασίας των εργαζομένων κατά πιθανών απολύσεων από τους εργοδότες τους, για παράπονά τους μέσα στην επιχείρηση ή για δικαστικές διαδικασίες, που αποβλέπουν σε αναγκαστική συμμόρφωση με την αρχή της ίσης αμοιβής. Κατά το άρθρο 6 τα Κράτη-Μέλη καλούνται να λάβουν, σύμφωνα με τις νομικές τους περιστάσεις και τα νομικά τους συστήματα, τα μέτρα που είναι αναγκαία, για να εξασφαλίσουν ότι η αρχή της ίσης αμοιβής θα εφαρμόζεται. Το 13

άρθρο 7 αναφέρεται στην ενημέρωση των εργαζομένων, για την αρχή της ίσης αμοιβής και ορίζει ότι τα Κράτη-Μέλη θα φροντίσουν, ώστε οι διατάξεις που υιοθετήθηκαν, σύμφωνα με την Οδηγία, μαζί με σχετικές διατάξεις, που βρίσκονται ήδη, σε ισχύ, να περιέρχονται σε γνώση των μισθωτών με όλα τα κατάλληλα μέσα. Τέλος, στο άρθρο 8 της Οδηγίας 75/117 ορίζεται ότι τα Κράτη-Μέλη υποχρεούνται να θέσουν σε ισχύ τους νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις, που χρειάζονται για να συμμορφωθούν με την Οδηγία μέσα σε ένα έτος από τη γνωστοποίησή της και θα πληροφορήσουν, αμέσως, την επιτροπή. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η Οδηγία 75/117 αποβλέπει στην εξειδίκευση του κανόνος που εισάγει το άρθρο 119 της Συνθήκης και επιβάλλει τη λήψη μέτρων με σκοπό: α) Τη βελτίωση της δικαστικής προστασίας των εργαζομένων, που θίγονται από τη μη εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 119 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. β) Την κατάργηση των διακρίσεων που πηγάζουν από κάθε είδους ρύθμιση των αμοιβών από νομοθετικές ή διοικητικές πράξεις, συλλογικές συμβάσεις ή ιδιωτικές συμφωνίες. γ) Την ενημέρωση των εργαζομένων, για τα συναφή δικαιώματά τους με κάθε πρόσφορο μέσο μαζικής ενημέρωσης ή ενημέρωσής τους στο χώρο εργασίας τους. Η αδυναμία όμως, τόσο του άρθρου 119 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. όσο και της Οδηγίας 75/117 να αντιμετωπίσουν διαφορές εισοδήματος απετέλεσαν κύριο μοχλό πιέσεως, για την προώθηση σε σύντομο χρονικό διάστημα της Οδηγίας 76/207, συγκεκριμένα έναν περίπου χρόνο αργότερα από την Οδηγία 75/117, δηλαδή την 9 η Φεβρουαρίου 1976. η νεότερη Οδηγία στοχεύει στην εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, όσον αφορά στην πρόσβαση σε απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και στις συνθήκες εργασίας. Και αυτή η Οδηγία επιβάλλει στα Κράτη-Μέλη τη λήψη μέτρων, με σκοπό το σεβασμό της αρχής της ίσης μεταχείρισης, κατά την πρόσβαση σε θέση εργασίας σε οποιονδήποτε κλάδο και επάγγελμα: Πρώτον, με την κατάργηση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών ρυθμίσεων, που είναι αντίθετές με την αρχή αυτή. Δεύτερον, με την ακύρωση και τροποποίηση διατάξεων συλλογικών συμβάσεων ή ατομικών συμβάσεων εργασίας, εσωτερικών κανονισμών επιχειρήσεων και καταστατικών ελεύθερων επαγγελμάτων, για τον ίδιο λόγο. Και τρίτον, με τη δυνατότητα αναθεώρησης νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης. 14

Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 3 παράγραφος 1 της Οδηγίας 76/207 απαγορεύει κάθε διάκριση με βάση το φύλο, όσον αφορά στην επιλογή του υποψηφίου, για μία θέση εργασίας, σε οποιαδήποτε μορφή απασχόλησης, σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας (βιομηχανία, εμπόριο και παροχή υπηρεσιών) και εφαρμόζεται, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ενώ καλύπτει την παροχή εξαρτημένης και ανεξάρτητης εργασίας, καθώς και τα ελεύθερα επαγγέλματα. Η Οδηγία 76/207 απαγορεύει τόσο τις άμεσες, όσο και τις έμμεσες διακρίσεις με βάση το φύλο ή ειδικότερα την οικογενειακή κατάσταση του εργαζομένου. Με τον όρο άμεση διάκριση ως λόγος δυσμενούς μεταχείρισης του εργαζομένου θεωρείται, αφενός το γεγονός ότι ο εργαζόμενος ανήκει σε ένα συγκεκριμένο φύλο και, αφετέρου, ότι βρίσκεται εκτός του τεθειμένου ορίου ηλικίας. Επειδή, όμως, αυτή η τυπική έννοια της άμεσης διακρίσεως θεωρείται πολύ στενή έχουμε ως αποτέλεσμα της διευρύνσεώς της, τη δημιουργία της έμμεσης διακρίσεως. Τα βασικά χαρακτηριστικά της έμμεσης διάκρισης με βάση το φύλο είναι: Πρώτον, η εκ μέρους του εργοδότη ομοιόμορφη εφαρμογή ενός όρου ή μίας προϋπόθεσης κοινής, για όλους τους εργαζομένους. Δεύτερον, το ποσοστό ενός φύλου, που είναι σε θέση να εκπληρώσει αυτή την προϋπόθεση, να είναι σημαντικά, αλλά όχι εξαιρετικά μικρότερο από το ποσοστό του άλλου φύλου. Βέβαια, λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό που, πράγματι, μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωση. Και το τρίτο χαρακτηριστικό μίας έμμεσης διάκρισης είναι ότι ο εργοδότης καλείται να ανταποδείξει ότι ο εφαρμοσθείς όρος είναι κατάλληλος και απαραίτητος για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου θεμιτού επιχειρησιακού στόχου. Φυσικά, ένας οποιοσδήποτε οικονομικός λόγος, άσχετος με το φύλο, δεν είναι ικανός να προσδώσει μία χροιά αντικειμενικότητας στην εφαρμογή μίας τέτοιας προϋπόθεσης. Εδώ, αξίζει να αναφέρουμε μία περίπτωση έμμεσης διάκρισης εις βάρος των ανδρών, όσον αφορά στην πρόσβασή τους στο δημόσιο τομέα. Για να διοριστούν στο δημόσιο, λοιπόν, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 21 του «Υπαλληλικού Κώδικα» το ελάχιστο όριο ηλικίας και για τα δύο φύλα, για υποβολή υποψηφιότητας πρόσβασης στο δημόσιο, είναι το εικοστό πρώτο έτος ηλικίας, για τους άνδρες, όμως ισχύει η ειδική προϋπόθεση πως δεν μπορούν να παρουσιαστούν, αν δεν έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή αν δεν έχουν εξαιρεθεί. Η συγκεκριμένη 15

προϋπόθεση «έπληττε» τους άνδρες ηλικίας 21-25 χρονών, όπως ακριβώς και η τοποθέτηση ανωτάτων ορίων ηλικίας γύρω στα 30, που έπληττε τις γυναίκες ηλικίας 31-35 χρονών. Βέβαια, η καινοτομία της Οδηγίας 76/207 είναι ότι προβλέπει δύο περιπτώσεις στις οποίες η αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει προσαρμοστεί έτσι, ώστε, αφενός, μεν να ανταποκρίνεται στις δεδομένες βιο-φυσιολογικές διαφορές των δύο φύλων, αφετέρου δε, να επιτρέπει τη διόρθωση ανισοτήτων, που οφείλονται σε προηγούμενες διακρίσεις. Επιπλέον, προβλέπεται μία γενική ρήτρα μη εφαρμογής της αρχής όταν το φύλο αποτελεί «αποφασιστικό παράγοντα», για την εκτέλεση μίας εργασίας. Η πρώτη, λοιπόν, περίπτωση που αφορά σε λόγους προστασίας της γυναίκας αφορά τις κάθε είδους προστατευτικές διατάξεις υπέρ των γυναικών, ειδικότερα, σε περίπτωση εγκυμοσύνης ή μητρότητας (άρθρο 2 παράγραφος 3) εφόσον, όμως, δεν έχει εκλείψει ο αρχικός προστατευτικός σκοπός τους. Τα Κράτη-Μέλη έχουν το δικαίωμα να προστατεύσουν τη γυναίκα σε δύο βασικά σημεία: κατά πρώτον, το αντικείμενο προστασίας είναι η οργανική ακεραιότητα της γυναίκας, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μέχρι αποκαταστάσεως της σωματικής και ψυχικής ισορροπίας της και δευτερευόντως, αντικείμενο προστασίας είναι η σχέση ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί, κατά το χρόνο αμέσως μετά από τον τοκετό, σχέση η οποία θα υπέφερε από την, ταυτόχρονη, εξάσκηση ενός επαγγέλματος. Η δεύτερη, τώρα, περίπτωση επιτρέπει τη λήψη μέτρων θετικής δράσης, υπέρ του ενός φύλου, για τον παραμερισμό υφιστάμενων διακρίσεων, στα πλαίσια της αποκατάστασης της ισότητας ευκαιριών και παρόλο που αναφέρει, ειδικότερα, τις γυναίκες (άρθρο 2 παράγραφος 4), λόγω του ότι αυτές έχουν, κυρίως, ανάγκη τέτοιων μέτρων καλύπτει, σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής και μέτρα υπέρ των ανδρών. Τα προγράμματα θετικής δράσης, ειδικά, για την πρόσβαση στην απασχόληση συνίσταται κατά κύριο λόγο στη μέθοδο της ποσόστωσης, σύμφωνα με την οποία ένα ποσοστό θέσεων εργασίας καλύπτεται, υποχρεωτικά, από άτομα ενός φύλου του οποίου η μέχρι τώρα συμμετοχή στο συγκεκριμένο τομέα θεωρείται πολύ μικρή. Τέλος με τη γενική ρήτρα του άρθρου 2 παράγραφος 2 προβλέπεται η δυνατότητα των Κρατών-Μελών να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας την εξάσκηση, περιλαμβανομένης, ενδεχομένως και της απαιτούμενης εκπαίδευσης επαγγελμάτων και εργασιών, για τις οποίες, λόγω της φύσης τους ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο αποτελεί παράγοντα καθοριστικής σημασίας. Αυτή είναι και 16

η μοναδική εξαίρεση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, κατά την πρόσβαση στην απασχόληση. Γ2iii) Κυρώσεις για παράβαση των προβλεπόμενων στις Κοινοτικές Οδηγίες Το Δ.Ε.Κ. ασχολήθηκε με αφορμή δύο υποθέσεις 2 με το θέμα των κυρώσεων, μετά από αντίστοιχα προσδιοριστικά ερωτήματα γερμανικών δικαστηρίων. Στις αποφάσεις αυτές το Δ.Ε.Κ. παρατήρησε ότι, παρόλο που το άρθρο 189 παράγραφος 3 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. αφήνει ελεύθερα τα Κράτη-Μέλη ως προς τον τρόπο και τα μέσα εφαρμογής μίας Οδηγίας, τα μέσα αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα, για την πλήρη επίτευξη του προβλεπόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος. Απαραίτητο, για την εφαρμογή της υποχρέωσης, που απορρέει από το άρθρο 6 της Οδηγίας 76/207, την παροχή, δηλαδή, αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στα θύματα διάκρισης είναι ένα σύστημα κυρώσεων. Κατά το Δικαστήριο οι κυρώσεις μπορεί να είναι, είτε αστικές (π.χ. υποχρέωση πρόσληψης του θύματος διακρίσεως ή χρηματική αποζημίωση) είτε ποινικές. Η Οδηγία, πάντως, ούτε αποκλείει κάποιο είδος κύρωσης, ούτε επιβάλλει κάποιο άλλο. Η μόνη απαίτηση που θέτει είναι: 1) Οι κυρώσεις να μπορούν να εξασφαλίσουν αποτελεσματική προστασία και 2) τα Κράτη-Μέλη να έχουν έντονη αποτρεπτική δύναμη έναντι του εργοδότη. Δ) Ανάλυση των άρθρων του ελληνικού ειδικού προσαρμοστικού νόμου 1414/84 και οι προβλεπόμενες κυρώσεις παράβασής του Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί και να αναλυθεί ως προς τα πιο σημαντικά άρθρα του ο νόμος 1414/1984 που αποτελεί έναν σημαντικό, για την ελληνική νομοθετική πραγματικότητα, ειδικό προσαρμοστικό νόμο. Ο νόμος 1414/1984 δημιουργήθηκε, για να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα το περιεχόμενο της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ. Ακολουθεί η ανάλυση των βασικότερων άρθρων του, για να κατανοηθεί η προσφορά του νόμου στη ρύθμιση του ζητήματος της ισότητας των δύο φύλων στις εργασιακές σχέσεις στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 1414/1984, ο νόμος κάλυπτε όλους τους εργαζομένους με σχέση εξαρτωμένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και όσους 2 Υποθέσεις 14/83 Von Kolson και Kamann κατά Land Nordrhein-Westfalen, Συλ. 1984.1891-1920 και 79/83 Harz κατά Deutsche Tradax GmbH, 1984.1921-1944 17

ασκούσαν ελεύθερα επαγγέλματα. Δεν κάλυπτε, όμως, τους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα, καθώς και όσους ασχολούνταν με σχέση δημοσίου δικαίου. Βέβαια, οι παραπάνω μπορούσαν να επικαλεσθούν όσες διατάξεις της Οδηγίας είχαν άμεσο αποτέλεσμα, μια και εργοδότης τους ήταν το Δημόσιο, χωρίς, όμως, αυτό να απαλλάσσει την Ελλάδα από την υποχρέωσή της να λάβει μέτρα, που ήταν απαραίτητα για την εφαρμογή της Οδηγίας. Η ισότητα των φύλων, σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση, στο δημόσιο τομέα κατοχυρώνεται από το άρθρο 4 παράγραφος 2 του Συντάγματος, καθώς και από το άρθρο 19 παράγραφος 1 και 2 του «Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων» που προέβλεπαν που προέβλεπαν την είσοδο, στο δημόσιο τομέα, των γυναικών «επί ίσοις όροις» με τους άνδρες, καθώς και τη δυνατότητα να καταλαμβάνουν βοηθητικές θέσεις σε σώματα με στρατιωτική οργάνωση. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου 1414/1984, ο νόμος αυτός απαγόρευε τόσο τις έμμεσες, όσο και τις άμεσες διακρίσεις. Βέβαια, η πρώτη παράγραφος του άρθρου αναφέρεται, γενικά, στην απαγόρευση διάκρισης με βάση το φύλο και την οικογενειακή κατάσταση, κατά την πρόσβαση στην απασχόληση, χωρίς να αναφέρεται, ειδικά, στις έμμεσες διακρίσεις, γίνεται, όμως, δεκτό πως περιλαμβάνονταν και αυτές. Ρητή αναφορά στις έμμεσες διακρίσεις γίνεται, αρχικά, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου το οποίο απαγόρευε να γίνεται αναφορά στο φύλο στις δημοσιεύσεις, στις αγγελίες, στις διαφημίσεις, στις προκηρύξεις, στις εγκυκλίους και στους κανονισμούς, που αφορούσαν στην επιλογή προσώπων, για κάλυψη κενών θέσεων εργασίας με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10. στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 προβλέπεται η απαγόρευση των διακρίσεων εις βάρος εγκύου, η οποία, μάλιστα, είχε δικαίωμα να προσκομίσει την τυχόν απαιτούμενη, για την πρόσληψη, ιατρική βεβαίωση και «μετά τη λήξη της λοχείας», αν οι αντίστοιχες ιατρικές εξετάσεις κρίνονταν ως επικίνδυνες, για την υγεία της ίδιας ή του εμβρύου. Η αποτελεσματικότητα, πάντως, της όλης ρυθμίσεως του άρθρου 3 εξαρτιόταν, κατά πολύ, από τον τρόπο ερμηνείας των δικαστηρίων, μιας και το άρθρο στερείται οποιασδήποτε αναφοράς στα δικαιώματα του θύματος της διάκρισης. Στο άρθρο 4 παράγραφος 5 του νόμου 1414/1984, ορίζεται ότι τα «επιδόματα γάμου και παιδιών, που καθιερώνονται για πρώτη φορά ή επαναρυθμίζονται, χορηγούνται στο εξής στο ακέραιο σε κάθε εργαζόμενο σύζυγο ή γονέα, ανεξαρτήτως φύλου». Η διάταξη αυτή, ενώ αναγνώριζε ότι τα προαναφερόμενα επιδόματα αποτελούσαν τμήμα της αμοιβής, δεν εξάλειφε, αμέσως, 18

τις διακρίσεις στην χορήγησή τους, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ήδη. Έτσι και σε αυτό το σημείο, ο νόμος 1414/1984 περιορίζει, ανεπίτρεπτα, το πεδίο εφαρμογής του κανόνα της ισότητας αμοιβών, για αυτό και ετίθετο θέμα επαναρύθμισης, η οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί είτε ρητά, είτε με παραπομπή σε προηγούμενη ρύθμιση. Η παραπομπή στην προηγούμενη ρύθμιση γινόταν από το 1982, με τις περισσότερες συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η παραπομπή ισοδυναμούσε με επανάληψη της προηγούμενης ρύθμισης, η οποία ίσχυε, πλέον, βάσει της νέας και όχι της προηγούμενης συλλογικής σύμβασης ή διαιτητικής απόφασης. Ωστόσο, η παράγραφος 1 της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 13, που αφορά και αυτή στα επιδόματα γάμου και παιδιών τα οποία προβλέπονταν, ήδη, από προγενέστερες νομοθετικές ρυθμίσεις, αναφέρει πως αυτά χορηγούνταν στον ένα από τους δύο εργαζόμενους συζύγους κατ επιλογή τους ή αν αυτοί διαφωνούσαν μεταξύ τους για το ποιος θα το λαμβάνει, καταβαλόταν στον καθένα το 50% του προβλεπόμενου επιδόματος. Η διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου και της παραγράφου 5 του άρθρου 4 δημιουργεί συνολική ρύθμιση του θέματος των οικογενειακών επιδομάτων αντίθετη, τόσο προς το Σύνταγμα, όσο και προς το κοινοτικό δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν καταργούνται, αμέσως, οι διακρίσεις, λόγω φύλου, με την απαιτούμενη εξίσωση προς τα άνω. Συνεπώς, οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις ήταν ανίσχυρες και ανεφάρμοστες και, αντί για αυτές, εφαρμόζονταν, απευθείας, οι διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1β του Συντάγματος και του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της σύμβασης 100, που θεμελιώνουν δικαίωμα, τόσο των ανδρών, όσο και των γυναικών εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, λήψης οικογενειακών επιδομάτων στο ακέραιο, χωρίς καμία διάκριση. Εντούτοις, στις 14.2.1984, δηλαδή δώδεκα μέρες μετά από την έναρξη ισχύος του νόμου 1414/1984 υπογράφτηκε η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας (ε.γ.σ.σ.ε.) που αποτελεί επαναρύθμιση του θέματος των οικογενειακών επιδομάτων, με την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 5 του νόμου 1414/1984, τόσο ρητή, όσο και κατά παραπομπή. Με την επαναρύθμιση αυτή, όμως, ενώ θα έπρεπε κατ εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 5 του νόμου 1414/1984 να χορηγείται το επίδομα στο ακέραιο (10%) και στους δύο συζύγους, που εργάζονται, με ρητή και σαφή διάταξη, αντιθέτως εισάγεται ρύθμιση δαιδαλώδης και ασαφής, καθώς γίνεται παραπομπή, τόσο σε προηγούμενες συλλογικές ρυθμίσεις, όσο και σε διατάξεις του νόμου 1414/1984, χωρίς να διευκρινίζεται ποιες διατάξεις του νόμου εννοούνται. Είναι, 19

επομένως, προφανές, πως μόνο το άρθρο 4 παράγραφος 5 του νόμου 1414/1984 μπορεί να έχει εφαρμογή σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς, τυχόν, ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 5 της ε.γ.σ.σ.ε., σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του νόμου 1414/1984 σημαίνει άνιση μεταχείριση των εργαζομένων, αντίθετη και προς το νόμο 1414/1984, αλλά και προς το Σύνταγμα, το κοινοτικό δίκαιο και τη σύμβαση 100. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του νόμου 1414/1984 υπάρχει γενική απαγόρευση οποιασδήποτε διακρίσεως με βάση το φύλο του εργαζομένου ως προς τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική του εξέλιξη και σταδιοδρομία. Πρόκειται για ειδικότερη διατύπωση της γενικής αρχής της ισότητας των φύλων, που απαγορεύει, τόσο τις άμεσες, όσο και τις έμμεσες διακρίσεις και η οποία συναντάται στα άρθρα 1 παράγραφος 5 και 5 παράγραφος 1 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νόμου 1414/1984 υπάρχει μία ειδικότερη εφαρμογή της διατάξεως της πρώτης παραγράφου. Η δεύτερη παράγραφος όριζε ότι «η υπερωριακή απασχόληση των εργαζομένων και η απασχόλησή τους κατά τις Κυριακές και αργίες γίνεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και για τα δύο φύλα». Ωστόσο, η διάταξη αυτή θεωρείται ατυχής, μιας και τόσο η υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, όσο και η απασχόληση την Κυριακή μπορούσε, αφενός, να συνεπαγόταν δυσμενή μεταχείριση εις βάρος των γυναικών εργαζομένων και, αφετέρου, ο νομοθέτης δεν εκπλήρωνε την παιδαγωγική του αποστολή, όταν πρόβαλε την υπερωριακή απασχόληση και την απασχόληση της Κυριακής, σαν μία επωφελή απασχόληση, αντί να την περιορίσει για όλους τους εργαζομένους. Το άρθρο 6 του νόμου 1414/1984 αναφέρεται στην απόλυση. Έτσι, όμως, όπως διατυπωνόταν δεν προσέθετε και σπουδαία πράγματα, γιατί και με τις σημερινές διατάξεις (281 Α.Κ.) είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας, για τους λόγους που ανάφερε το άρθρο 6. το κείμενο του νόμου αυτού, μάλιστα, ήταν στενότερα, καθώς προστάτευε την εργαζόμενη, μόνο, όταν ο εργοδότης την απέλυε, επειδή είχε διεκδικήσει την ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις. Στο άρθρο 7 του νόμου 1414/1984 προβλέπονταν ορισμένα ανεπαρκή μέτρα, που οι Οδηγίες επέβαλαν να ληφθούν, ώστε να ενημερώνονταν οι εργαζόμενοι ως προς τα δικαιώματά τους. Έτσι, στο άρθρο αυτό, αναγνωριζόταν «το δικαίωμα των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων να ενημερώνουν τους εργαζομένους και η υποχρέωση των εργοδοτών να διευκολύνουν τις οργανώσεις στο έργο αυτό». Το δικαίωμα, όμως, αυτό οι οργανώσεις το είχαν, έτσι και αλλιώς, βάσει του άρθρου 23 20

παράγραφος 1 του Συντάγματος και, ειδικότερα, βάσει του νόμου 1264/1982 στα άρθρα 4 και 16. ενώ η υποχρέωση των εργοδοτών ήταν τελείως αόριστη και η εκπλήρωσή της δύσκολα θα ελεγχόταν, ώστε να διαπιστωνόταν σχετική παράβαση και να επιβάλλονταν οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Ο νόμος 1414/1984 στο άρθρο 10 παράγραφος 1α προέβλεπε με ειδικές διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών την προστασία της εγκυμοσύνης και της μητρότητας και, μάλιστα, αν και δεν αναφέρονταν οι συλλογικές συμβάσεις, οι αποφάσεις διαιτησίας και οι υπουργικές αποφάσεις, καλύπτονταν και αυτές. Τώρα, όσον αφορά στα προγράμματα θετικής δράσης, που προβλέπονταν από την Οδηγία 76/207, περί λήψεως μέτρων δράσης υπέρ του ενός φύλου, για τον παραμερισμό των υφιστάμενων διακρίσεων, ενώ η αποτελεσματικότητά τους θεωρείτο δεδομένη, η συνταγματικότητά τους βρισκόταν υπό αμφισβήτηση. Ο νόμος, όμως, 1414/1984 προέβλεπε τη δυνατότητα στο άρθρο 10 παράγραφος 2 διενέργειας εκπαιδευτικών προγραμμάτων, όπου είχε, ήδη, επικρατήσει η θετική δράση και πρόσβασης στην απασχόληση, σε επαγγέλματα με μικρή εκπροσώπηση ενός φύλου, καθώς και μέριμνας, για πρόσωπα με ιδιαίτερες οικογενειακές υποχρεώσεις, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα συνέβαλαν στην καταπολέμηση της ανισότητας και στην αποκατάσταση της ισότητας των ευκαιριών. Στο άρθρο 11 του νόμου 1414/1984 οι περισσότερες διατάξεις του τροποποιούν προστατευτικές διατάξεις, με σκοπό την προσαρμογή της νομοθεσίας προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 του Συντάγματος και την Οδηγία 76/207. Τα κριτήρια, όμως, που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν ενιαία και, σε πολλές περιπτώσεις, ούτε κατανοητά, με συνέπεια, ενώ ορισμένες διατάξεις πραγματοποίησαν αναγκαίες τροποποιήσεις, άλλες διατάξεις στέρησαν από τους ανηλίκους εργαζομένους την απαραίτητη προστασία από επικίνδυνες βιομηχανικές εργασίες. Ειδικότερα, οι παράγραφοι 1, 4 και 7 καταργούν απαγορεύσεις της απασχόλησης γυναικών στο χειρισμό μηχανημάτων ή την εκτέλεση ορισμένων εργασιών σε συγκεκριμένα μηχανήματα. Οι απαγορεύσεις αυτές, καθώς σχετίζονταν με την επιδεξιότητα και την τεχνική κατάρτιση των γυναικών τις υποτιμούσαν και γι αυτό ως αντίθετες προς το Σύνταγμα και κοινωνικά απαράδεκτες θεωρήθηκαν ανίσχυρες και ανεφάρμοστες. Οι απαγορεύσεις αυτές διατηρούνταν για τους ανηλίκους και των δύο φύλων, κάτω των 18 ετών. Εντούτοις, η άνιση μεταχείριση, λόγω φύλου, δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο σε άλλες περιπτώσεις, που αφορούν το μεγαλύτερο αριθμό επικίνδυνων βιομηχανιών και βιομηχανικών εργασιών και όπου η εξίσωση πραγματοποιείται με τη 21

μείωση του κατώτατου ορίου ηλικίας των κοριτσιών στα 16. Ωστόσο, το γενικό κατώτατο όριο ηλικίας, για την απασχόληση που ισχύει στην Ελλάδα από το 1981 είναι η ηλικία που λήγει η υποχρεωτική εκπαίδευση και, πάντως, τουλάχιστον το 15 ο έτος, για τις εργασίες, όμως, που η νομοθεσία χαρακτήριζε ως επικίνδυνες ισχύει για όλους τους νέους, ανεξαρτήτως φύλου, ως κατώτατο όριο ηλικίας, το 18 ο έτος, βάσει του άρθρου 3 παράγραφοι 1, 2 της σύμβασης 138. αυτό σημαίνει ότι η εξίσωση προς τα άνω είχε, ήδη, πραγματοποιηθεί και ο νόμος 1414/1984 υποβιβάζει ανεπίτρεπτα το, ήδη, ισχύον όριο ηλικίας των 18 ετών, για τις προαναφερόμενες επικίνδυνες εργασίες σε ό,τι αφορά όχι μόνο τα κορίτσια και τα αγόρια, γι αυτό και θεωρείται η διάταξη αυτή ως ανίσχυρη και ανεφάρμοστη. Δ1) Κυρώσεις παράβασης του νόμου 1414/1984 Τέλος, στο άρθρο 12 του νόμου 1414/1984 στην παράγραφο 1 προέβλεπε, σαν κύρωση την επιβολή, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου επιθεωρητή εργασίας, πρόστιμου ύψους 20.000-30.000 δραχμών το οποίο και εισέπρατταν υπέρ της εργατικής εστίας. Η κύρωση αυτή χαρακτηρίστηκε στην εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου σαν «αμεσότερη» και «απλούστερη», χωρίς, όμως, στην πραγματικότητα να παρουσιάζει κανέναν από αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς. Αντίθετα, αποτελεσματικότερες είναι οι αστικές κυρώσεις, βάσει των άρθρων του Αστικού Κώδικα, τα οποία προέβλεπαν, σε περίπτωση διακρίσεως, κατά την πρόσβαση στην απασχόληση, τόσο τη δυνατότητα αποζημίωσης in naturam, δηλαδή πρόσληψης του θύματος, όσο και αποζημίωσής του, λόγω αδικοπραξίας, ή για ηθική βλάβη, εναλλακτικά. Και οι τρεις αυτές μορφές αποζημίωσης έχουν επιδικαστεί από δικαστήρια άλλων Κρατών-Μελών με παρεμφερείς αστικούς κώδικες. Ε) Επίλογος Είναι φανερό από τη συνολική αναδρομή, που διαπράχθηκε, ότι από την εποχή του Συντάγματος του 1911 έως και τον 21 ο αιώνα, που διανύουμε, τα πράγματα, για τις γυναίκες έχουν, σαφώς, βελτιωθεί και ότι αυτές έχουν αποκτήσει, πλέον, δικαίωμα εργασίας με τις ίδιες συνθήκες ή, τουλάχιστον, με παρεμφερείς συνθήκες, με τους άνδρες εργαζομένους. Σήμερα, οι εργαζόμενες γυναίκες έχουν καταφέρει, μετά από χρόνιες προσπάθειες νομοθετική στήριξής τους, τόσο από την Ευρωπαϊκή και τη Διεθνή Κοινότητα, όσο και από τον Έλληνα νομοθέτη και το 22

Σύνταγμα, να ανελιχθούν και να καταλάβουν θέσεις που παλιότερα μόνο άνδρεςεργαζόμενοι θα μπορούσαν να κατέχουν. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως για την προστασία του δικαιώματος, για ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και για την οριστική εξάλειψη των διακρίσεων, λόγω του φύλου, δεν αρκεί, όπως αποδείχτηκε, η ύπαρξη μόνο μίας «νομοθετικής πανοπλίας» και η συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών. Ο πιο δύσκολος, έως και ακατόρθωτος στόχος, είναι η εξαφάνιση από τη σκέψη και τη νοοτροπία των εργοδοτών της θεωρίας πως οι γυναίκες εργαζόμενες δεν αξίζουν και δεν μπορούν να προσφέρουν στον εργασιακό χώρο όσο ένας άνδρας εργαζόμενος στην ίδια θέση. Αυτό που χρειάζεται είναι ο εργοδότης να δώσει τις ευκαιρίες και να εμπιστευτεί την άλλοτε ανδροκρατούμενη «καρέκλα» σε γυναικεία χέρια. Το κατά πόσο, όμως, αυτό μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς επιφυλάξεις, θα το δείξει ο χρόνος. 23

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΒΛΙΑ Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου Τόμος Γ - τεύχη I-III, 2008 σ. 293 επ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Αποστολίδης Δ., Η έννοια της συνταγματικής «ισότητος» εις το εργατικό δίκαιον, ΕΕΔ, 1944, σ. 227 επ. Βάγιας Α., Ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις, ΝοΒ 1984, σ. 1705 επ. Γεραρής Χρ., Η κοινοτική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων και το ελληνικό δημόσιο δίκαιο, ΤοΣ, 1987, σ.464 επ. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις. Ζητήματα εφαρμογής και συμφωνίας με το κοινοτικό δίκαιο του ν. 1414/1984, ΝοΒ, 1984, σ. 786 επ. Κυριαζής Γ., Η ισότητα των φύλων κατά την πρόσβαση στην απασχόληση. Η κοινοτική ρύθμιση και ο ν. 1414/1984, ΝοΒ, 1987, σ. 1132 επ. Μπακόπουλος Α., Η αρχή της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών στο Δίκαιο της ΕΟΚ, Δ/νη 1984, σ. 441 επ. 24