ΤΕΕ Νομαρχιακή Επιτροπή Νομού Καστοριάς Ομάδα Εργασίας ΤΕΕ Δουκάκαρος Μάνος αρχιτέκτων Κωστάρας Γιώργος πολιτικός μηχανικός Μουτζίκη Ευη πολιτικός μηχανικός Το Πανεπιστήμιο αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους θεσμούς της τελευταίας χιλιετίας. Αανάλογα με την χωροθέτηση τους χαρακτηρίζονται ως <<αστικά urban>>, <<πόλης-city>>, ή <<υπαίθρου-rural>>. Η ίδρυση νέων ΑΕΙ ή η ανασυγκρότηση των υπαρχόντων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο τοπικής ανάπτυξης. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι η συγκρότηση ισχυρών πανεπιστημιακών πόλων με καλή λειτουργία, συνοχή και άμεση ουσιαστική σχέση με την πόλη που τα φιλοξενεί. Η δημιουργία Αρχιτεκτονικής σχολής προϋποθέτει μια κρίσιμη μάζα πανεπιστημιακού πληθυσμού η οποία θα νιώθει αυτάρκεια, θα συγκροτεί ισχυρή εσωτερική ζωή και θα καλύπτει τις ανάγκες της με ολοκληρωμένες ποιοτικές υποδομές. Πρόκειται δηλαδή για την συγκρότηση ενός διακριτού πολιτιστικού και επιστημονικού πόλου, που θα μετασχηματίσει την πόλη.
H ιδέα - σενάριο που επεξεργάστηκε η ομάδα εργασίας βασίστηκε καταρχήν στις θεμελιώδεις αρχές, αφενός στο ότι οι κτηριακές εγκαταστάσεις που πρόκειται να στεγάσουν την σχολή θα πρέπει να είναι υφιστάμενα κτήρια, ενταγμένα με ήπιο και οργανωμένο τρόπο στο δομημένο περιβάλλον της πόλης και ιδιαιτέρα προς την θέση που αυτά βρίσκονται ώστε να μην επιβαρυνθεί ο πυκνοδομημένος αστικός ιστός και αφετέρου ότι στο σύνολο της η πρόταση θα ορίζετε από ποιοτικά χαρακτηριστικά και δεν θα είναι μια αφηρημένη και αυθαίρετη Δεν αποτελεί ολοκληρωμένη και άκρως επιστημονική μελέτη ή έκθεση χωροθέτησης και ανάπτυξης εγκαταστάσεων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά είναι πρόταση ιδεών μιας ομάδας εργασίας που συστήθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας και περιλαμβάνει μελετητές μηχανικούς που μελετήσαμε το θέμα πολεοδομικά,χωροταξικά και κοινωνιολογικά με βασική αρχή την λειτουργική και την αισθητική αξία της πρότασης και κατ επέκταση των κτηριακών εγκαταστάσεων και τις υποδομές. Αυτός δηλαδή που είναι και ο σκοπός της αρχιτεκτονικής. Οι μελλοντικοί αρχιτέκτονες κάνουν την πρώτη διαλεκτική νοητική γνωριμία με την έννοια κτήριο μέσα στους χώρους που διδάσκονται την αρχιτεκτονική, Αν αυτό το κτήριο είναι ακατάλληλο ή άσχημο, θα βιώσουν μια κακή εμπειρία, που πολύ πιθανόν θα την μεταφέρουν αργότερα στα σχέδιά τους. Η αρχιτεκτονική αξία του δημόσιου κτηρίου και ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε όλο τον κόσμο και σε όλη την ιστορία χαρακτηρίζετε από την σημειολογία που φέρει το κτήριο καθαυτό καθώς πολλές φορές και της θέσης που αυτό εντάσσεται.
Εφόσον η μελέτη αφορά υφιστάμενα κτήρια, ταυτόχρονα ανοίγει και το θέμα της σωστής επανάχρησης του κτηρίου από την αρχική του λειτουργία και σκοπό, σε μια νέα ζωή. Η μελέτη έλαβε επίσης υπόψη και την δυνατότητα επέκτασης των πανεπιστημιακών κτηριακών εγκαταστάσεων. Τα πανεπιστήμια είναι ιδρύματα με γεωμετρικά αυξανόμενη πρόοδο των σπουδαστών και γενικά της πανεπιστημιακής κοινότητας. Σε δεύτερο επίπεδο εξετάστηκαν και μελετήθηκαν οι υποδομές που θα πλαισιώνουν την λειτουργία του πανεπιστημίου. Η προσπελασιμότητα στον χώρο και οι θέσεις στάθμευσης είναι τα προς εξέταση ουσιαστικά ζητήματα που μας απασχόλησαν. Τα συμπεράσματα και επιθυμητά αποτελέσματα που θα προκύψουν από την πρόταση αρθρώνονται στον τελευταίο άξονα που αφορά την πόλη, τις επιπτώσεις και τα οφέλη μεμονωμένων περιοχών μικροσκοπικά αλλά και για την πόλη γενικότερα. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, και άλλα πολεοδομικά και χωροταξικά ζητήματα.
Σχηματοποιώντας λοιπόν το πλαίσιο της μελέτης Αυτό περιλαμβάνει Πανεπιστήμιο Αυτό αναλύει Την Σημειολογία της θέσης και την ελκυστικότητα του χώρου, Την Σημειολογία των κτηρίων Την Διαδικασία της επανάχρησης σημαντικών κτηρίων δημόσιου χαρακτήρα και κλίμακας και η συμβατότητα της νέας χρήσης Και την δυνατότητα επέκτασης του πανεπιστημιακού πυρήνα στον σύγχρονο αστικό ιστό. Τις υποδομές Όπου εξετάζεται Η προσπελασιμότητα και η πρόσβαση στο χώρο του πανεπιστημίου Οι θέσεις στάθμευσης
Η πόλη Ανάπλαση Τόνωση της ευρύτερης περιοχής Χαμηλή όχληση Ήπια ένταξη του νέου αυτού αστικού συντελεστή στον αστικό ιστό. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι αναπτύξεις που έχουν σχέση με τον πολιτισμό αποτελούν ουσιώδεις συνεκτικούς παράγοντες της πολιτιστικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής της πόλης. Αυτοί οι αστικοί συντελεστές ως χώροι, εγκαταστάσεις και επίκεντρα δραστηριότητας, αποτελούν στοιχεία πολεοδομικής οργάνωσης κεφαλαιώδους σημασίας, δεδομένου ότι επηρεάζουν σημαντικά το βαθμό επιτυχίας της οργάνωσης επιμέρους αστικών περιοχών και το σύνολο της πόλης γενικότερα. Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στο κέντρο του αστικού ιστού, αποτελεί τον μοναδικό ανοιχτό χώρο με μεγάλη επιφάνεια πρασίνου και ταυτόχρονα γεωμορφολογικά αποτελεί την ακρόπολη του αστικού πυρήνα της Καστοριάς.
Η έννοια του ότι τοποθετούμε την παιδεία νοητά στο ψηλότερο σημείο της πόλης όπως στην αρχαιότητα τοποθετούνταν τα λατρευτικά σύνολα και οι ναοί, δείχνει την ευγενική πρόθεση προς την ποιοτική αναβάθμιση που θέλουμε να αποκτήσει η παιδεία μας. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται το Βυζαντινό Μουσείο Καθώς και ένα σύμπλεγμα σημαντικών κτηριακών μονάδων δημόσιου χαρακτήρα και κλίμακας που θα αποτελέσει και την βάση της ιδέας για την δημιουργία πανεπιστημιακού πυρήνα.
Οι πανεπιστημιακοί χώροι αποτελούν σημεία αναφοράς στην πόλη. Η σημειολογία λοιπόν αυτή που φέρουν τα παραπάνω κτήρια είναι χαρακτηριστική και μοναδική. Το πρώτο κτήριο προς εξέταση είναι το ΞΕΝΙΑ: Το Ξενία έργο του Αρχιτέκτονα Χαράλαμπου Σφαέλου χτισμένο το 1953 αποτελεί για την πόλη της Καστοριάς αλλά και γενικότερα του ελλαδικού χώρου σημαντικό ιστορικό αλλά και βιωματικά για τους πολίτες της πόλης, αστικό συντελεστή. Από τα πρώτα Ξενία που κτιστήκαν με βάση το πρόγραμμα του ΟΕΚ που ξεκίνησε το 1950 από τον Χ. Σφαέλο και που έμελε να εξελιχθεί την περίοδο 1957-1967 σε πραγματικό εργαστήριο αρχιτεκτονικής σκέψης. Το εγχείρημα αυτό έδωσε μια από τις σημαντικότερες ενότητες δημοσίων κτηρίων μεταπολεμικά σχεδιασμένα υπό μια συνολική αρχιτεκτονική θεώρηση. Τα Ξενία αποτελούν σήμερα σημείο αναφοράς για τους Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες ως μια σύγχρονη, καθαρή και ειλικρινής αρχιτεκτονική έκφραση, που με συνέπεια ερμήνευσε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος μέσα από ένα κώδικα πολιτισμικής εντοπιότητας. Το κτήριο διαρθρώνεται σε τρεις ορόφους, υπόγειο, Ισόγειο και Πρώτοςόροφος. Το κτιριολογικό πρόγραμμα ενός ξενοδοχείου είναι λίγο πολύ σε όλους γνωστό. Δωμάτια με τους βοηθητικούς χώρους W.C. κλπ., μεγάλες κοινόχρηστες αίθουσες σαλόνια, εστιατόριο, χώροι Η/Μ εξοπλισμού κλπ. Η πρόταση εντάσσει στο κτήριο αυτό τα γραφεία καθηγητών στον όροφο, γραμματεία και τις διοικητικές υπηρεσίες με δυνατότητα φιλοξενίας μόνιμών αλλά και περιοδικών εκθέσεων των διπλωματικών εργασιών των
φοιτητών στις μεγάλες αίθουσες σαλόνια εστιατόριο του ισογείου, και μικρούς εργαστηριακούς χώρους και ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό στο υπόγειο. Η διάταξη και λειτουργία αυτή δεν θα αλλοιώσει ως διαρρύθμιση τον αρχικό σχεδιασμό του κτηρίου γιατί οι διαστάσεις και οι λειτουργίες της υφιστάμενης δραστηριότητας ως δωμάτια ξενοδοχείου και η μελλοντική χρήση ως γραφεία καθηγητών διοίκηση κλπ. ταυτίζεται. Πρόκειται δηλαδή για ήπιες παρεμβάσεις που θα εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο την νέα του λειτουργία. Το συνολικό εμβαδό του κτηρίου είναι 1795 τ.μ. περίπου. Οφείλουμε ως κοινωνία να διατηρούμε αληθινά παραδείγματα καλών προθέσεων καλής αρχιτεκτονικής, που διδάσκουν μετριοφροσύνη, ηθική, αισθητική και οξυδέρκεια του νου. Είναι δεδομένο πλέον ότι η πολιτεία δεν έχει καμιά πρόθεση άμεσα να προστατέψει με νομοθετικό πλαίσιο το αρχιτεκτονικό έργο του μοντερνισμού χαρακτηρίζοντας διατηρητέα σημαντικά κτήρια όπως τα Ξενία, τα Προσφυγικά Αλεξάνδρας και πλήθος άλλων μοντέρνων κτηρίων μοναδικής αρχιτεκτονικής αξίας, μπορούμε όμως ως πολίτες να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε σωστά.
Το δεύτερο προς εξέταση κτήριο είναι η Λέσχη Αξιωματικών έργο του Αρχιτέκτονα Κλέων Κραντονέλλη που σχεδίασε το (1969-70). Πρόκειται για ένα κτίριο όπου ο αρχιτέκτονας απέφυγε την μίμηση μορφών απευθείας δανεισμένες από την Μακεδονίτικη Αρχιτεκτονική και σχεδίασε ένα σύγχρονο, μοντέρνο κτίριο, που ερεθίζει την μνήμη να προκαλέσει το συναίσθημα διαμέσου παραστάσεων. Απορρίπτοντας έτσι μια γραφική λύση, αναζήτησε το πνεύμα του τόπου (genius loci) και την αποτύπωσε σχεδιάζοντας ένα κτίριο επανερμηνέυοντας την λαϊκή παράδοση με μοναδικό τρόπο, άσκηση όχι και τόσο εύκολη, μιας και αυτό ήταν εκείνη την εποχή το ζητούμενο στον χώρο της αρχιτεκτονικής και γενικότερα της τέχνης και της διανόησης. Από την οντολογία του Μακεδονίτικου σπιτιού αντλεί την πλαστική των όγκων, την αίσθηση των αναλογιών, την αμεσότητα των φυσικών υλικών, της πέτρας και του ξύλου αλλά και του οπλισμένου σκυροδέματος στον φέρωντα οργανισμό, που το αφήνει ανεπίχριστο στο φυσικό χρώμα του υλικού, αφενός ώστε να είναι το κτίριο απόλυτα ειλικρινή στις προθέσεις της αρχιτεκτονικής σύνθεσης αλλά και της ορθολογικής κατασκευαστικής του δομής, προσεγγίζοντας την αρχέγονη λιτότητα του ελληνικού χαρακτήρα και αφετέρου γιατί προσαρμόζεται απόλυτα στο τοπίο με τρόπο μοναδικό. Χωρίς κανένα υλικό να υπερισχύει του άλλου πετυχαίνει τον σκοπό του Έλληνα μοντέρνου αρχιτέκτονα, την έκφραση, μέσω μιας νέας αρχιτεκτονικής γλώσσας που ωστόσο θα είναι τόσο αληθινή όσο θα συνδυάζει τα μηνύματα του ευρωπαϊκού ρασιοναλισμού με τις αξίες της αυτόχθονης αρχιτεκτονικής παράδοσης.
Κτίριο και τοπίο βρίσκονται σε συνεχή διάλογο, αλληλοδιεισδύοντας το ένα στο άλλο δημιουργούν μια σχέση ουσιαστική και αισθητικά άρτια. Ένα έμπειρο μάτι αναγνωρίζει κατασκευαστικές λεπτομέρειες στο κτίριο που ακόμα και σήμερα όπου σχεδόν όλα είναι εφικτά στην κατασκευή, προκαλούν θαυμασμό για την σύλληψη μιας αυθεντικής και γνήσιας μίξης ισορροπίας, λειτουργικότητας και αισθητικής ηθικής. Πρόκειται δηλαδή για μια απόλυτα επιτυχή προσαρμογή των βασικών μορφολογικών και συντακτικών αρχών του μοντέρνου κινήματος στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού χώρου μακροσκοπικά, αλλά και μικροσκοπικά, στα τοπικά αρχιτεκτονικά ιδιώματα όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο χρόνο. Τώρα όσον αφορά το υφιστάμενο κτηριολογικό πρόγραμμα αυτό αναπτύσσεται σε τρεις ορόφους, Ημιυπόγειο, Ισόγειο και Πρώτος όροφος. Στο ημιυπόγειο, διατάσσονται τα μαγειρεία με τα ψυγεία τροφίμων, θάλαμος οπλιτών και μικρό εστιατόριο, χώροι ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού και μια σειρά αποθηκευτικών χώρων μεγάλων διαστάσεων συνολικού εμβαδού 860 τετραγωνικών μέτρων περίπου. Το ισόγειο περιλαμβάνει μεγάλη αίθουσα, εντευκτήριο, αίθριο, ζαχαροπλαστείο, Χολ, κουρείο, κλιμακοστάσιο και χώρος γραφείων, εμβαδού 785 τ.μ περίπου. Στον όροφο συνεχίζεται το αίθριο και εσωτερικά περιλαμβάνει δύο εστιατόρια, βιβλιοθήκη αναγνωστήριο, μεγάλο χολ, σαλόνι ανωτέρων, γραφείο και ξενώνα με τους βοηθητικούς χώρους, καθώς και μεγάλους ημιυπαίθριους χώρους και βεράντες συνολικού εμβαδού 745 τ.μ περίπου. Οι μεγάλοι σε διαστάσεις χώροι έχουν την ευελιξία και την δυνατότητα με έξυπνο σχεδιασμό και με ελαφριά προκατασκευασμένα στοιχεία να διαρρυθμίσουν τους χώρους σήμερα αλλά και να μετασχηματιστούν στο μέλλον κατά
περίπτωση εσωτερικά, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της σχολής. Μπορούν λοιπόν να στεγασθούν στο κτήριο αυτό οι αίθουσες διδασκαλίας, αμφιθέατρο διαλέξεων, εργαστήρια προπλασμάτων κλπ. Ο Δομημένος καθαρός χώρος στο σύνολο είναι 2390 τ.μ. Επί οικοπέδου εμβαδού 1793,69 τ.μ. Συνεχίζοντας στον ίδιο άξονα εξετάζεται: Το διατηρητέο Βαλαλά, κτίσμα με χαρακτηρισμό από το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης με ΦΕΚ το 2003 ιδιοκτησίας σήμερα Γρηγοριάδη & Σια Ο.Ε θα μπορούσε να ενταχθεί και αυτό στον πανεπιστημιακό πυρήνα ολοκληρώνοντας το τρίπτυχο Κτήριο Ξενία Κτήριο Κραντονέλλη Κτήριο Βαλαλά. Το Κτήριο διατάσσεται και αυτό σε τρεις ορόφους και θα μπορούσε να στεγάσει βιβλιοθήκη και αίθουσα Η/Υ. Στο σύνολο των τριών ορόφων διαθέτει 560 τ.μ. περίπου. Ο συνεκτικός αυτός πανεπιστημιακός πυρήνας βρίσκεται πολεοδομικά και χωριταξικά στο κέντρο του αστικού ιστού. Αυτό του δίνει την δυνατότητα σε σχετικά μικρή περίμετρο να βρίσκονται και άλλα κτήρια δημόσιου χαρακτήρα και κλίμακας,
που θα μπορούσαν αργότερα και αν οι απαιτήσεις και οι ανάγκες του πανεπιστημίου διευρυνθούν να ενταχθούν και αυτά. Τα οικόπεδα των παραπάνω τριών κτηρίων και προς την βόρεια πλευρά στο σύνολο τους δημιουργεί μεγάλης έκτασης χώρου πρασίνου που μπορεί να ενταχθεί στις λειτουργίες του πανεπιστημίου είτε ως υπαίθριος χώρος ξεκούρασης είτε ως υπαίθριοι εργαστηριακοί χώροι με κατάλληλα διαμορφωμένες ξύλινες εξέδρες.
Μεταξύ των κτηρίων Ξενία και Βυζαντινού Μουσείου υπάρχει ελεύθερος χώρος κενό που θα μπορούσε να δημιουργηθεί χώρος αναψυκτηρίου με ελαφριά μεταλλική κατασκευή και υαλοπετάσματα που θα λειτουργεί ως συνδετικός κοινόχρηστος χώρος μεταξύ Βυζαντινού Μουσείου και Πανεπιστημίου. Μικρό βιβλιοπωλείο επίσης θα μπορούσε να λειτουργήσει στον ίδιο χώρο με εξειδικευμένη βιβλιογραφία αρχιτεκτονικής και τέχνης. Σε μικρή απόσταση βρίσκονται επίσης Τα Τερζάκεια λουτρά - σήμερα χωρίς χρήση. Επίσης σε μικρή απόσταση Το κτήριο του ΟΤΕ Σε περίπτωση που ανεγερθεί το Νέο Πνευματικό Κέντρο στην ίδια θέση θα μπορεί να εξυπηρετεί το πανεπιστήμιο για μεγάλες διαλέξεις. Καθώς επίσης και η σύνδεση του πανεπιστημιακού πυρήνα με το παραδοσιακό τμήμα της πόλης Ντολτσό - Απόζαρι και τα διάφορα διατηρητέα αρχοντικά που εντάσσονται σ αυτό ιδιοκτησίας του δήμου Καστοριάς, όπως για παράδειγμα το αρχοντικό του Παπαχρήστου, το αρχοντικό Βέργουλα, Αφών Εμμανουήλ, Μπασσάρα, Νατζή, και άλλα, που σήμερα δεν είναι εφικτό να αποκατασταθούν, θα μπορούσαν ωστόσο να παραχωρηθούν στο πανεπιστήμιο και να αποτελέσουν όχι μόνο ουσιαστικά διδακτικά εργαλεία σε κλίμακα 1 προς 1 για του διδάσκοντες αλλά και μοναδική
ευκαιρία για τους σπουδαστές να διδαχθούν αλλά και να βιώσουν την ανώνυμη παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Τα κτήρια αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εργαστηριακοί χώροι μικρών ομάδων εργασίας <<workshops>> αποκτώντας πραγματική ζωή και να ενταχθούν με τον καλύτερο τρόπο στο σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για την ανάπλαση και ουσιαστική ένταξη του παραδοσιακού τμήματος της πόλης στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Τα παραπάνω κτήρια προτείνονται με βάση τον δημόσιο τους χαρακτήρα και κλίμακα καθώς επίσης και την αισθητικής και ιστορική τους αξία. Θα ολοκληρωθεί και θα ζωντανέψει δηλαδή ένας οργανισμός μεμονωμένων κυττάρων που μέχρι σήμερα είναι νεκρά. Ο δεύτερος άξονας που περιλαμβάνει τις υποδομές, εξετάζει επιμέρους: Την προσπελασιμότητα της περιοχής. Και τις θέσεις στάθμευσης. Η πρόσβαση αλλά και η εκτόνωση της συγκεκριμένης περιοχής μπορεί να κινηθεί με ροή ανάβασης από την οδό Μητροπόλεως παραμονή στον χώρο και εκτόνωση από την οδό Αγ. Αθανασίου προς Ντολτσό ή Βόρεια παραλία και προς το κέντρο αντίστοιχα. Οι δρόμοι αυτοί υποστηρίζονται από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Στο χώρο της Λέσχης Αξιωματικών βρίσκεται ένα μοναδικό παράδειγμα προς μίμηση, σχεδιασμού και ένταξης στεγασμένων κοινόχρηστων χώρων στάθμευσης. Εκμεταλλεύεται το ανάγλυφο του εδάφους και δημιουργεί υπόστεγο χώρο με φυτευτό δώμα. Φαίνεται δηλαδή ότι εφαρμόζει προφητικά αυτό που σήμερα επιβάλλεται και εφαρμόζετε στην σύγχρονη αρχιτεκτονική των πράσινων κτηρίων και τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό των πόλεων. Στηριζόμενοι στην ιδέα αυτή, μπορεί να τριπλασιαστεί η επιφάνεια του υπόστεγου αυτού με προέκταση προς το Ξενία και το βυζαντινό Μουσείο. Έτσι εξασφαλίζετε η περιβαλλοντική και αισθητική αξία του χώρου φιλοξενώντας βέβαια ταυτόχρονα με έξυπνο τρόπο και τις αναπόφευκτες παθητικές ανάγκες ενός δημόσιου χώρου την στάθμευση των αυτοκινήτων.
Στον τρίτο άξονα διατυπώνονται τα προβλεπόμενα οφέλη για την πόλη της προτεινόμενης πρότασης. Αυτά είναι: Η ώθηση ανάπλασης και τόνωσης της ευρύτερης περιοχής Η χαμηλή όχληση Και η ήπια ένταξη του πανεπιστημιακού πυρήνα στον πυκνοδομημένο αστικό ιστό της πόλης. Ο πανεπιστημιακός αυτός πυρήνας θα αναζωογονήσει τα κύτταρα της ευρύτερης περιοχής που εντάσσετε και θα δώσει τις απαιτούμενες οπτικές παραστάσεις ώστε να απαιτούμε πλέον καλύτερες ποιοτικά και αισθητικά πόλεις. Σημαντικός περιβαλλοντικός όρος που θα πρέπει να εξασφαλιστεί είναι η χαμηλή όχληση. Αυτό θα αποδειχθεί από την περιβαλλοντική μελέτη που θα πρέπει να συνταχθεί αλλά είναι ξεκάθαρο ότι η θέση αυτή με την σχετικά καλή κυκλοφορία των οχημάτων στους δρόμους που αναφέραμε παραπάνω και σε συνάρτηση με τον φυσικό ηχοφράχτη του αλσιλίου θα ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα.
Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι αναπτύξεις που έχουν σχέση με τον πολιτισμό αποτελούν ουσιώδεις συνεκτικούς παράγοντες της πολιτιστικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής της πόλης. Ως χώροι, εγκαταστάσεις και επίκεντρα δραστηριότητας, αποτελούν στοιχεία πολεοδομικής οργάνωσης κεφαλαιώδους σημασίας, δεδομένου ότι επηρεάζουν σημαντικά το βαθμό επιτυχίας της οργάνωσης επιμέρους αστικών περιοχών και το σύνολο της πόλης γενικότερα. Η ένταξη του νέου αυτού αστικού συντελεστή θα αλλάξει μέρα με την μέρα την πόλη σε επίπεδο επιστημονικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, πολιτιστικό και οικονομικό. Η επαφή αυτή με το πανεπιστήμιο θα διαμορφώσει την εσωτερική κουλτούρα της τοπικής κοινωνίας και θα προσφέρει μια διάσταση επιστημονικού προβληματισμού και έργου η οποία θα βοηθήσει όχι μόνο την τοπική κοινωνία από την παρέμβαση του πανεπιστημίου, αλλά και το ίδιο το πανεπιστήμιο στην παραγωγή επιπρόσθετης γνώσης και ανατροφοδότησης ιδεών, τόσο χρήσιμες για την ανάπτυξη και ικανοποίηση των κύριων στόχων του και κατά συνέπεια την επιστημονική του καταξίωση.
Κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να σας παρουσιάσουμε δύο περιπτώσεις πρόσφατων χωροθετήσεων νεοϊδρυθέντων τμημάτων πανεπιστημίων. Και η Η περίπτωση του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου στην Λεμεσό. η χωροθέτησης του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με έδρα την Βέροια. Το τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, με εξαίρεση τη Σχολή Επιστημών Υγείας που θα λειτουργεί στη Λευκωσία, έχει σχεδιαστεί για να αναπτυχθεί σε δύο φάσεις στο κέντρο της πόλης της Λεμεσού. Στην α φάση και για την πρώτη περίοδο λειτουργίας (2007-2013), θα χρησιμοποιηθούν υφιστάμενα ιστορικά δημόσια κτήρια που ανακαινίζονται (παλαιό Ταχυδρομείο, παλαιά Δικαστήρια, παλαιό Κτηματολόγιο) και άλλα ιδιωτικά κτήρια, που έχουν ενοικιαστεί στην περιοχή γύρω από το Δημαρχείο Λεμεσού και την ευρύτερη περιοχή του κέντρου. Περαιτέρω βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία για την απαλλοτρίωση αριθμού κτηρίων στην ίδια περιοχή. Στην β φάση (2013-2017) σχεδιάζεται η ανάπτυξη της καινούργιας πανεπιστημιούπολης με κύριο άξονα τους χώρους του παλιού Νοσοκομείου, της Α Τεχνικής Σχολής, Γ Αστικής Σχολής και της Αστυνομικής Διεύθυνσης, που έχουν παραχωρηθεί στο Πανεπιστήμιο. Ως εκ τούτου, το Πανεπιστήμιο θα αναπτυχθεί
στην περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο πόλων: Παλαιού Νοσοκομείου και Δημαρχείου. Ο σχεδιασμός λαμβάνει υπόψη ότι μέχρι το 2020 ο αριθμός των φοιτητών θα ανέλθει σταδιακά στους 7000-8000, με 5 έως 7 Σχολές και 21 28 τμήματα. Η όλη ανάπτυξη γίνεται στην βάση Γενικού Σχεδίου (master plan) και καλύπτει όλες τις ανάγκες του Πανεπιστημίου.
Ως δεύτερη περίπτωση εξετάζετε Η Χωροθέτηση του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με έδρα την Βέροια. δημιουργήθηκε <<εκ του μηδενός>> μέσα σε μερικούς μήνες από τα κτήρια και τους δρόμους μέχρι τα έπιπλα, τον εξοπλισμό, τα προγράμματα, την αναζήτηση και τον ορισμό των διδασκόντων, των γραμματέων και του υπόλοιπου προσωπικού. Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο 3255/2004 περί <<Ρυθμίσεων θεμάτων όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων>> το Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης έχει ως αποστολή και σκοπό να προσφέρει γνώσεις σε γνωστικά πεδία και αντικείμενα που αφορούν στην οργάνωση και διαχείριση γεωγραφικών περιοχών και χωρικών ενοτήτων, Όπως: Α. Χωροταξία και περιφερειακή ανάπτυξη Β. Πολεοδομικό προγραμματισμό και αστική ανάπτυξη.
Το πανεπιστήμιο χωροθετήθηκε σε απόσταση 4 km περίπου από την Βέροια σε ένα (πρώην Στρατόπεδο). Βασικό κριτήριο χωροθέτησης του νέου Τμήματος αποτέλεσε η παραχώρηση χώρων του πρώην στρατοπέδου της Αγίας Βαρβάρας με την συμπαράσταση των τοπικών φορέων και ειδικότερα του Δήμου προκειμένου να ανακατασκευαστούν τα κτήρια και να μεταμορφωθούν σε χώρους που θα μπορούν να στεγάσουν τους φοιτητές του τμήματος όπως το κτήριο αιθουσών διδασκαλίας, κυλικείο, κτήριο γραφείων και βιβλιοθήκη η οποία είναι υπό δημιουργία στο ίδιο κτήριο που στεγάζεται το Μουσείο Επιστήμης και Τεχνολογίας που δημιούργησε ο Δήμος Βέροιας που του παραχωρήθηκε μετά από αντιπαραθέσεις και αντιδικίες με το τμήμα του Πανεπιστημίου. Οι διδάσκοντες καθηγητές που συγκροτούν το τμήμα είναι στην πλειοψηφεία τους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η μετακίνηση και μεταφορά των φοιτητών από την πόλη της Βέροιας προς το Πανεπιστήμιο γίνεται δύο ή τρεις φορές την ημέρα με Αστικό λεωφορείο. Η σίτιση των φοιτητών γίνεται με την μεταφορά καθημερινά φαγητό στην Βέροια από την φοιτητική λέσχη της Θεσσαλονίκης και σερβίρεται στους φοιτητές στο κτήριο του κυλικείου.
Συμπεράσματα: Από τις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί κάποιος να αισθανθεί και να αντιληφθεί τι είδους πανεπιστήμια θέλουμε. Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του σεναρίου στέγασης Αρχιτεκτονικής σχολής διευκρινίζεται ότι η πρόταση αφορά την χωροθέτηση σχολής και όχι ολοκληρωμένου πανεπιστημιaκού συγκροτήματος <<Campus>> που προϋποθέτει διαφορετική προσέγγιση του θέματος. Φυσικά οι προτεινόμενες εγκαταστάσεις σε περίπτωση που στο μέλλον υπάρξει η δυνατότητα δημιουργίας <<campus>> μπορούν να μετατραπούν σε κτήρια διοίκησης, αντίστοιχης περίπτωσης του ΕΜΠ, που από το 1836 όπου στεγάσθηκαν χώροι διδασκαλείας και εργαστηρίων στην Οικία Γ. Βλαχούτση της οδού Πειραιώς μέχρι το συγκρότημα Αβέρωφ στην οδό Πατησίων και την σημερινή Πολυτεχνιούπολη Ζωγράφου. Η κατασκευή της Πολυτεχνιούπολης Ζωγράφου ξεκινά με το πρώτο κτήριο της, ακριβώς το 1950. Το ρυθμιστικό σχέδιο του νέου πανεπιστημιακού campus, εκπονείται στη δεκαετία του 70 και ολοκληρώνεται στις μέρες μας 35 χρόνια μετά.
Μία άλλη περίπτωση είναι: Το πανεπιστήμιο Αιγαίου, όπου η νησιωτική ιδιομορφία το καθιστά το πλέον περίεργο προς την μορφή και την διοίκηση, ιδρύεται το 1984 και αναπτύσσεται ως σήμερα, στην Μυτιλήνη, τη Χίο, την Ρόδο, το Καρλόβασι της Σάμου και την Ερμούπολη της Σύρου. Σε νησιά που στις περισσότερες περιπτώσεις, ούτε ανά δύο δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, παρά μόνο μέσω Πειραιά. Τελικά Συμπεράσματα Μελέτης Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι αφού δεν προϋποθέτει και δεν Προβλέπει ο ταλαιπωρημένος χωροταξικός σχεδιασμός της χώρας μας που θα χωροθετηθούν τα Πανεπιστήμια, τουλάχιστον να εξασφαλίζεται ορθολογικά η επιλογή των θέσεων, των πόλεων, και των εγκαταστάσεων με άλλα κριτήρια. Η πόλη της Καστοριάς διαθέτει μεγάλο Αρχιτεκτονικό και Ιστορικό απόθεμα αυτό είναι γνωστό. Βρίσκεται σε απόσταση από την Θεσσαλονίκη οδικός μιας ώρας και 40 λεπτών και θα μειωθεί με την ολοκλήρωση της Εγνατίας. Διαθέτει επίσης αξιόλογα κτήρια για την στέγαση της Αρχιτεκτονικής σχολής και το κυριότερο είναι ενταγμένα με τον καλύτερο τρόπο στον αστικό ιστό της πόλης.
Με την Εγνατία και τους κάθετους άξονες της, αλλάζει ριζικά η αστική γεωγραφία της περιοχής, η σχέση με τα Βαλκάνια και μειώνονται εντυπωσιακά οι χρονοαποστάσεις. Η παραπάνω πρόταση είναι σαφές ότι κρύβει μια βαθιά επιθυμία επανερμηνίας και μετασχηματισμού της πόλης που αυτόματα θα δημιουργήσει η δημιουργία του πανεπιστημίου. Αυτό βέβαια προϋποθέτει κατ αρχής να παραδεχθούμε ότι η Καστοριά σήμερα είναι μια παθητική πόλη όπως και οι περισσότερες Ελληνικές πόλεις. Με βάση τις παραδοχές αυτές η πόλη θα πρέπει να προχωρήσει σε ριζικό πολεοδομικό επανασχεδιασμό ανάπλασης με βάση το σήμερα, τις σύγχρονες ανάγκες και την αξιοποίηση του ιστορικού και αρχιτεκτονικού της αποθέματος.