Αστρονομία - Μαθηματικά Στα μεγάλα κέντρα παιδείας της αυτοκρατορίας, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη, κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας, καλλιεργούνταν πολλές επιστήμες, με έμφαση στη Φιλοσοφία, τη Ρητορική και το Δίκαιο. Όταν επικράτησε ο Χριστιανισμός, άρχισε μια συζήτηση για το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, και πώς αυτά που λέγονται στην Παλαιά Διαθήκη σχετίζονται με τις γνώσεις της εποχής και με την αρχαία επιστήμη. Δημιουργήθηκαν δύο σχολές: της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Η σχολή της Αλεξανδρείας υποστήριζε ότι αυτά που αναφέρονται στο βιβλίο της Γενέσεως είναι γραμμένα με τρόπο αλληγορικό, δηλαδή σημαίνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που λένε. Οπαδοί αυτής της σχολής ήταν ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ένας φιλόσοφος που έζησε στην Αλεξάνδρεια από το 20 π.χ. έως το 50 μ.χ. και ο Μέγας Βασίλειος που ανέπτυξε τις απόψεις του σε εννέα ομιλίες του που βρίσκονται σε ένα συνολικό βιβλίο, την Εξαήμερο. Ο Μέγας Βασίλειος στην Εξαήμερο αποδέχεται το ελληνικό αστρονομικό μοντέλο, όπως αυτό περιγράφηκε από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (ονομαστός Έλληνας φυσικός φιλόσοφος που έζησε στην Αλεξάνδρεια κατά την περίοδο 127-151 μ.χ.): ο κόσμος είναι σφαιρικός, η γη επίσης σφαιρική και ακίνητη, και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Αντίθετα με τη σχολή της Αλεξανδρείας, η σχολή της Αντιοχείας υποστήριζε ότι αυτά που αναφέρονται στο βιβλίο της Γενέσεως είναι γραμμένα ακριβώς, όπως συνέβησαν, λέξη προς λέξη. Οπαδοί αυτής της σχολής ήταν ο Θεόφιλος Αντιοχείας και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος που υποστήριζαν ότι ο κόσμος ήταν διαφόρων σχημάτων και η γη επίπεδη. Ίδιες απόψεις εκφράζει και ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης στο έργο του: Χριστιανική τοπογραφία, στο οποίο παρουσιάζει τη γη ως τον επίπεδο πάτο ενός κιβωτίου, το καμαρωτό κάλυμμα του οποίου είναι η ουράνια σφαίρα. Η αποδοχή από το Βυζάντιο των ελληνικών επιστημών δεν έγινε πάντα ομαλά. Από τη μια υπήρξαν μεγάλοι υποστηρικτές, όπως ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-640) που κάλεσε την Κωνσταντινούπολή τον Στέφανο από την Αλεξάνδρεια (οπαδό των ελληνικών επιστημών) για να διδάξει, και από την άλλη έχουμε τη δολοφονία της αστρονόμου Υπατίας στην Αλεξάνδρεια το 415, από φανατικούς χριστιανούς. 1 από 11
Οι δύσκολοι αιώνες Αραβικές πηγές αναφέρουν την παρουσία Βυζαντινών επιστημόνων στη Βαγδάτη και τη Δαμασκό, που από τις αρχές του 9oυ αιώνα έγιναν κέντρα καλλιέργειας των μαθηματικών, ειδικά της άλγεβρας, και της αστρονομίας. Ο Θεόφιλος Εδέσσης ( 785) υπήρξε προσωπικός αστρονόμοςαστρολόγος του χαλίφη Αλ Μαχντί (775-785), ενώ ο Λέων ο Μαθηματικός ( περ. 869) προσκλήθηκε από τον χαλίφη Αλ Μαμούν (813-833) στη Βαγδάτη με αντάλλαγμα αμύθητα πλούτη. Ο Λέων, ωστόσο, προτίμησε να γίνει αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και έπειτα «προστάτης της φιλοσόφου σχολής» στο Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Στην Κωνσταντινούπολη επανεκδόθηκαν την εποχή αυτή τα έργα αρχαίων και νεότερων επιστημόνων, όπως του Ευκλείδη, του Αρχιμήδη, του Απολλώνιου από την Πέργη της Παμφυλίας, του Κλαύδιου Πτολεμαίου, του Διόφαντου, του Θέωνος του Αλεξανδρέα (του πατέρα της Υπατίας) και άλλων. Το Βυζάντιο βρισκόταν σε συνεχή επαφή με το αραβικό χαλιφάτο αυτήν την περίοδο και η τεχνογνωσία τους, σε ειρηνικά ή πολεμικά έργα, όπως μαρτυρεί η περίπτωση του λεγόμενου υγρό πυρ, ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινή. Εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων Από την εποχή αυτή σώζονται οι σημαντικότερες μαρτυρίες για την επίδραση της επιστήμης των Αράβων σε Βυζαντινούς λόγιους, ιδίως στην επίλυση πρακτικών μαθηματικών προβλημάτων και στην κατάστρωση αστρονομικών πινάκων. Οι πίνακες αυτοί περιείχαν προβλέψεις για τις θέσεις των ουρανίων σωμάτων, των συζυγιών και των εκλείψεων, πολύ χρήσιμων στοιχείων που βοηθούσαν στον υπολογισμό του Πάσχα και τη διάγνωση ωροσκοπίων. Από την περίοδο αυτή σώζεται το μόνο ολοκληρωμένο σύγγραμμα αραβικής αστρονομίας σε μετάφραση: οι Μέθοδοι ψηφοφορίας διαφόρων υποθέσεων αστρονομικών (περίπου 1060-1072). Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι ο πατέρας της, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α, είχε στην αυλή του τέσσερις αστρολόγους, δύο Αιγυπτίους, έναν Αθηναίο και τον Συμεών Σηθ, Ιατρό και Μαθηματικό, συγγραφέα του έργου Σύνοψις φυσικών (περ. 1058). Κατά την πρώτη πενηνταετία του 12ου αιώνα, βυζαντινά χειρόγραφα με έργα αρχαιοελληνικής επιστήμης, όπως του Αριστοτέλη, του Ευκλείδη, του Ήρωνα, του Πτολεμαίου και του Πρόκλου, μεταφράζονται σε μάλλον κακά λατινικά στην αυλή των βασιλέων της Σικελίας, ενώ λίγο αργότερα, ίδια και άλλα αρχαιοελληνικά επιστημονικά έργα μεταφράζονται επίσης στην Ισπανία. Ωστόσο, για τους συντηρητικούς κύκλους του Βυζαντίου, η μαγεία, η αστρολογία και ο αποκρυφισμός αποτελούν προδοσία του Χριστιανισμού. Από τις πλέον ανεξιχνίαστες αστυνομικές υποθέσεις στο Βυζάντιο ήταν η καταγγελία του Μιχαήλ Ψελλού το 1058 ότι ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος είχε μυηθεί στον Μιθραϊσμό και σε άλλες ειδωλολατρικές οργιαστικές λατρείες από δύο μοναχούς, τον Νικήτα και τον Ιωάννη, και από μια σκοτεινού παρελθόντος γυναίκα, τη Δοσιθέα, ίσως πρώην ηθοποιό και μάντισσα. Ο Κηρουλάριος έπαθε μάλλον καρδιακή προσβολή 2 από 11
από το άγχος του και πέθανε ακριβώς πριν από την ανάκριση. Εποχή των Παλαιολόγων Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πρωτεύουσας, το πανεπιστήμιο και η πατριαρχική σχολή, κατέρρευσαν και οι σημαντικές τους βιβλιοθήκες διαμελίστηκαν και μεταφέρθηκαν στη λατινική Δύση. Στην Νίκαια, όπου εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι λόγιοι, έγινε προσπάθεια να αναζωογονηθεί η εκπαίδευση. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, μάλιστα, το 1239 και το 1240 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και την Αχρίδα για τη συγκέντρωση βιβλίων με σκοπό την επανέκδοση των κειμένων τους. Η Φυσική του αποτελεί συντόμευση και παρουσίαση των Φυσικών του Αριστοτέλη. Έτσι, μετά το 1261, στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης άρχισε πάλι η διδασκαλία των τεσσάρων μαθηματικών μαθημάτων: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία. Το Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων του Γεωργίου Παχυμέρη αποτελεί ένα διδακτικό βιβλίο για τα μαθήματα αυτά. Η αστρονομική γνώση, την τελευταία αυτή περίοδο του Βυζαντίου, πλουτίστηκε τόσο από την περσική αστρονομία όσο και από τη Δύση. Όμως, υπήρξαν αντιδράσεις, λόγω των συνομιλιών για την ένωση των Εκκλησιών. Η εποχή δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη διόρθωση των κανόνων του Πτολεμαίου και στη σύγκρισή τους με κανόνες που προέρχονταν από την Ανατολή, δηλαδή την Περσία, ή από άλλες παραδόσεις της Δύσης, όπως ήταν οι αραβικοί κανόνες του Τολέδου, οι Αλφονσιανοί κανόνες και οι εβραϊκοί κανόνες της Προβηγκίας. Πρώτος ο Γεώργιος Χιονιάδης μαθήτευσε στον περίφημο Σαμς Αλ Ντιν Αλ Μουχαρί στην Ταυρίδα γύρω στο 1300 και μετέφρασε αραβικά και περσικά αστρονομικά κείμενα και πίνακες. Οι λόγιοι που, μεταξύ άλλων, εκπονούν αστρονομικές μελέτες είναι οι: Γεώργιος Χρυσοκόκκης, Βαρλαάμ Καλαβρός, Νικηφόρος Γρηγοράς, Θεόδωρος Μελιτηνιώτης, Θεόδωρος Μετοχίτης, Νικηφόρος Χούμνος, Δημήτριος Χρυσολωράς, Μιχαήλ Χρυσοκόκκης, Μάρκος Ευγενικός και Πλήθων Γεμιστός, που ανήκουν στην τότε αφρόκρεμα της διανόησης του Βυζαντίου. Γλωσσάρι (0) Πληροφοριακά Κείμενα (8) Η πόλη: Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, η Αθήνα στον 1ο και τον 2ο αιώνα ήταν μια ευημερούσα πόλη που συγκέντρωνε την προσοχή και τις χορηγίες αυτοκρατόρων, 3 από 11
όπως ο Αδριανός που αύξησε την περίμετρο των τειχών και διπλασίασε σχεδόν την έκτασή της, και πλούσιων ιδιωτών, όπως ο Ηρώδης ο Αττικός που την κόσμησε με μνημειακά σύνολα που διατηρούνται εν μέρει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το 267 η κατάληψη της πόλης από τους Έρουλους και το 396 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου προκάλεσαν πλήγματα στην άλλοτε λαμπρή πόλη. Ένα τείχος, που στο εξής θα αποτελούσε την κύρια οχύρωση της Αθήνας, περιέκλεισε την Ακρόπολη, τη ρωμαϊκή αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Από τις αρχές του 4ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 6ου, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έδωσαν ζωή στην Ακαδημία διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία σε φερέλπιδες νέους, χριστιανούς και ειδωλολάτρες, από όλη την αυτοκρατορία ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας ήταν τρεις από αυτούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί. Η Αθηναΐδα, κόρη του σοφιστή Λεοντίου, με τη μόρφωσή της εντυπωσίασε την αυγούστα Πουλχερία, που της επέβαλε το 421να βαπτιστεί χριστιανή με το νέο όνομα Ευδοκία και να λάβει σύζυγο τον αδελφό της, τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β. Το λεγόμενο Παλάτι των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο, θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την Ευδοκία και την οικογένειά της. Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορρωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049) ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό 4 από 11
της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών. Η επίσκεψη του Βασιλείου Β Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών. Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορρωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών. Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α και ο Αρκάδιος 5 από 11
δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση. Μέγας Βασίλειος: Ο Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλειος, όπως είναι γνωστός, υπήρξε Πατέρας της Εκκλησίας, επίσκοπος Καισαρείας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους τρεις Ιεράρχες που θεωρούνται προστάτες της παιδείας. Ιωάννης Χρυσόστομος: Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας, είναι Άγιος, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354. Έδρασε στην ίδια πόλη, αλλά και την Κωνσταντινούπολη. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, εξαιτίας του αξεπέραστου χαρίσματός του στην ομιλία. Διετέλεσε επίσης επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, όπου διακρίθηκε για το σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο που διενήργησε. Θεωρείται ένας από τους πλέον λαοφιλείς ιεράρχες, εξ ου και σήμερα θεωρείται άγιος από την Λουθηρανική και την Αγγλικανική εκκλησία, ενώ κατατάσσεται στους μεγάλους πατέρες της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, αφήνοντας πίσω σπουδαίο, ανεκτίμητο και διαχρονικό συγγραφικό έργο, που αγκαλιάζει όλο το φάσμα των ποιμαντικών και θεολογικών ζητημάτων της εκκλησίας. Ηράκλειος: Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 610 έως το 641. Ήταν γιος του εξάρχου της 6 από 11
Καρχηδόνας. Ανακηρύσσεται αυτοκράτορας το 610, όταν εισβάλλει στην Κωνσταντινούπολη με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις από την Καρχηδόνα και, με την υποστήριξη των Πρασίνων και του πατριάρχη Σεργίου Α, καταλαμβάνει το θρόνο. Η αυτοκρατορία όταν αναλαμβάνει την εξουσία ο Ηράκλειος, βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσμενή κατάσταση, καθώς δέχεται πιέσεις από τους Σλάβους και τους Άβαρους στα βόρεια Βαλκάνια και τους Πέρσες στα Ανατολικά. Οι Πέρσες μάλιστα, καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ το 614 και την Αίγυπτο το 619. Παράλληλα, πρέπει να αντιμετωπίσει και εσωτερικούς αντιπάλους οι οποίοι εποφθαλμιούν τον θρόνο του. Σε γενικές γραμμές, ο Ηράκλειος βρισκόταν μονίμως σε αμυντικούς και επιθετικούς πολέμους, καταφέρνοντας να κατατροπώσει τους Πέρσες και τους Άβαρους. Ωστόσο, σύντομα τον περσικό κίνδυνο αντικαθιστά το Ισλάμ. Οι μωαμεθανοί καταλαμβάνουν περιοχές στην Παλαιστίνη τις οποίες ο αυτοκράτορας αδυνατεί να ανακτήσει. Ο Ηράκλειος υπήρξε εξαιρετικός στρατιωτικός και πολεμιστής, αναδιοργανώνει το στρατό και ανακτά πολλά από τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι το ίδιο ικανός κυβερνήτης, ενώ αδυνατεί να λύσει τις θρησκευτικές διαμάχες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Η πόλη : Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων. Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής Δύσης και Βορρά Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή του 52 μ.χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας. Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος 7 από 11
της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο 8 από 11
μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β, η Ειρήνη- Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία. Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430. Υγρόν πυρ: Η υπεροχή του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού οφειλόταν χωρίς αμφιβολία στο φοβερό όπλο που είχαν στην κατοχή τους: το υγρόν πυρ ή όπως το συναντάμε με άλλες ονομασίες: πυρ θαλάσσιον, Μηδικόν πυρ, σκευαστόν πυρ. Η εκτόξευση υγρών εύφλεκτων υλών ήταν γνωστή από την Αρχαιότητα, με τη μορφή φλεγόμενων βελών ή εύφλεκτων υλών μέσα σε δοχεία. Το υγρόν πυρ μοιάζει να ήταν το ισχυρότερο όλων αυτών, γιατί είχε το χαρακτηριστικό να μην σβήνει όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θεοφάνη, ο Ελληνοσύρος αρχιτέκτονας Καλλίνικος ήταν ο εφευρέτης το υγρού πυρός και οι Βυζαντινοί το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά εναντίον του ναυτικού των Αράβων, κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-718. Εφόσον όμως τα συστατικά για την παρασκευή του υγρού πυρός ήταν ήδη γνωστά από την Αρχαιότητα, η συμβολή του Καλλίνικου θα μπορούσε να ήταν στον τρόπο εκτόξευσης του υγρού πυρός. Η σύνθεση του υγρού πυρός παραμένει μυστήριο μέχρι και σήμερα, αφού τα συστατικά και ο τρόπος παρασκευής του ήταν κρατικό μυστικό. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος απείλησε με αφορισμούς όποιον θα πρόδιδε τη μυστική φόρμουλα, την οποία, όπως έλεγαν, την είχε αποκαλύψει ένας άγγελος σταλμένος από το Θεό στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Υποθέτουμε ότι το υγρόν πυρ ήταν ένα μείγμα από θειάφι και νάφθα, ένα εύφλεκτο ορυκτό έλαιο, όπως το αργό πετρέλαιο, που το έβρισκαν στην περιοχή μεταξύ Κασπίας και Μαύρης θάλασσας, καθώς και στην Αραβία. Όμως, περιείχε και άλλα καύσιμα υλικά, όπως ασβέστη και ρητίνη, τα οποία ενίσχυαν την ανάφλεξη. Εκτός από του Βυζαντινούς, φαίνεται ότι και οι Άραβες γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, εμπρηστικά μείγματα με κυριότερα συστατικά τη νάφθα και την υγρή πίσσα που δεν έσβηναν με νερό παρά μόνο με άμμο. Αυτό δεν είναι παράξενο, αφού οι δύο λαοί ήταν σε συνεχή επαφή μεταξύ τους (ιδιαίτερα κατά την πρώτη χιλιετία), σίγουρα υπήρχε μεταξύ τους κατασκοπεία και οι πολλοί αιχμάλωτοι και από τις δυο πλευρές θα μετέδιδαν πληροφορίες στο αντίπαλο στρατόπεδο, ιδιαίτερα όταν ο εχθρός είχε ήδη καταφέρει να πάρει στα χέρια του το μυστικό όπλο. Το υγρόν πυρ 9 από 11
φυλασσόταν μέσα σε μακρόστενα σκεύη, πήλινα ή μεταλλικά, τα οποία ονομάζονταν σίφωνες. Τα σκεύη αυτά τα περιέλουζαν με το ίδιο το μίγμα και του έβαζαν φωτιά αμέσως πριν τα εκτοξεύσουν, ή τα τύλιγαν με υφάσματα ποτισμένα στο μίγμα, στα οποία επίσης έβαζαν φωτιά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σίφωνες διέθεταν δαδιά που πρέπει να λειτουργούσαν όπως τα σημερινά φιτίλια. Η ρίψη των σιφώνων γινόταν από ειδικές εκτοξευτικές μηχανές που βρίσκονταν στις πλώρες των πλοίων: οι μηχανές αυτές ήταν μάλλον βαλλίστρες, δηλαδή μεγάλων διαστάσεων ξυλοκατασκευές που είχαν μηχανισμό όμοιο με αυτόν του τόξου, και έριχναν πέτρες ή βέλη. Οι βαλλίστρες είχαν διάφορα μεγέθη, ανάλογα με τον τύπο ή το μέγεθος του πλοίου που τις χρησιμοποιούσε, και εξωτερικά καλύπτονταν από μεταλλικές κεφαλές αγρίων ζώων που έβγαζαν από το στόμα τους φωτιά και καπνό. Υπήρχαν επίσης και χειροσίφωνες, που μάλλον ήταν μικρά πήλινα ή μεταλλικά αγγεία γεμάτα με υγρόν πυρ, τα οποία θα ρίχνονταν εναντίον των εχθρών όπως οι σημερινές χειροβομβίδες. Η κύρια επιτυχία του υγρού πυρός ήταν ότι έσπερνε τη σύγχυση και τον πανικό στα εχθρικά πλοία, που έπαιρναν αμέσως φωτιά η πυρκαγιά είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί για ένα ξύλινο πλοίο στην ανοικτή θάλασσα σε ώρα ναυμαχίας. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το υγρόν πυρ μέχρι τον 13ο αιώνα. Τελευταία φορά, όμως, που μαθαίνουμε ότι χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς είναι κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ο ιστορικός Φραντζής αναφέρει ότι με υγρόν πυρ απωθήθηκαν οι Οθωμανοί που άρχισαν να σκάβουν σήραγγες κάτω από τα τείχη της πόλης, ενώ υγρόν πυρ χρησιμοποίησε και ο Φραγκίσκος Φλαντανέλα, κυβερνήτης πλοίου ναυλωμένου από τον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο, που νίκησε μια μοίρα του Οθωμανικού στόλου σε ναυμαχία στο Βόσπορο στις 20 Απριλίου 1453. Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118. 10 από 11
Βιβλιογραφία (3) 1. Ε. Νικολαΐδης, Οι επιστήμες στο βυζάντιο Η ιστορική παράδοση του Νεώτερου Ελληνισμού σε Ιστορία και Φιλοσοφία των επιστημών στον Ελληνικό χώρο (17ος 19ος αι.), Αθήνα, 2003 2. Οι επιστήμες στον Ελληνικό χώρο, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε, Αθήνα, 1997 3. The Occult Sciences in Byzantium, 2006 11 από 11