Γεωαρχαιολογικές και βιοαρχαιολογικές έρευνες στα παράλια της βόρειας Πιερίας Τα παράκτια περιβάλλοντα αποτελούν ιδανικούς μάρτυρες των πολύπλοκων ευστατικών και τοπικών αλλαγών της στάθμης της θάλασσας. 1 Οι εκτεταμένες παραλιακές πεδιάδες της Ελλάδας διατηρούν συχνά πολύτιμες πληροφορίες για τις μεταβολές στο φυσικό περιβάλλον, και γενικότερα στο τοπίο κατά το ύστερο Πλειστόκαινο και το Ολόκαινο. Τα τελευταία 40 χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές παλαιογεωγραφικές μελέτες στον ελλαδικό χώρο, άλλοτε ανεξάρτητα και άλλοτε στο πλαίσιο εντατικών επιφανειακών ερευνών. 2 Αν και σε όλες τις περιπτώσεις τονίζεται η σημασία των αλλαγών της στάθμης της θάλασσας στην κατανόηση του αρχαιολογικού τοπίου, ζητήματα όπως ο συσχετισμός των δεδομένων από γειτονικά και αλληλοεξαρτώμενα μεσόγεια και παράκτια περιβάλλοντα, 3 η διατήρηση και ορατότητα των αρχαιοτήτων στα παράκτια περιβάλλοντα 4 και η κατανόηση των περιβαλλοντικών συνθηκών κατά τη διάρκεια κατοίκησης ενός οικισμού 5 δεν συζητιούνται εξίσου συχνά. Τέλος, η συζήτηση για τους τρόπους εκμετάλλευσης των παράκτιων περιβαλλόντων από τον άνθρωπο δε λαμβάνει συνήθως υπόψη τις άμεσες πληροφορίες για το τοπίο και το περιβαλλοντικό 1 G. Rapp - J.C. Kraft, Holocene coastal change in Greece and Aegean Turkey, στο: P.N. Kardulias (επιμ.), Beyond the Site: Regional Studies in the Aegean Sea (Lanham 1994) 69-90. 2 π.χ. E. Ζangger, Prehistoric coastal environments in Greece: the vanished landscapes of Dimini Bay and Lake Lerna, JFieldA 18, 1991, 1-15. M. Besonen - G.R. Rapp - Z. Zing, The lower Acheron river valley: ancient account and the changing landscape, στο: J. Wiseman - K. Zachos (επιμ.), Landscape and Archaeology in Southern Epirus, Greece I (Hesperia Supplement 32, 2003) 199-263. A. Vött - H, Brückner - A. Schriever - J. Luther - M. Hand - K. Van Der Borg, Holocene palaeographies of the Palairos coastal plain (Akarnania, Northwestern Greece) and their geoarchaeological implications, Geoarchaeology 21 (7), 2006, 649-664. M. Ghilardi - S. Kunesch - M. Styllas - E. Fouache, Reconstruction of mid-holocene sedimentary environments in the central part of the Thessaloniki Plain (Greece), based on microfaunal identification, magnetic susceptibility and grain-size analyses, Geomorphology 97, 2008, 617-630. M. Ghilardi - E. Fouache - F. Queyrel - G. Syrides - K. Vouvalidis - S. Kunesch - M. Styllas - S, Stiros, Human occupation and geomorphological evolution of the Thessaloniki Plain (Greece) since mid Holocene, JASc 35, 2008, 111-125. 3 E. Zangger, The Geoarchaeology of the Argolid (Berlin 1993). 4 M. Μπέσιος - A. Κραχτοπούλου, Η εξέλιξη του τοπίου στη βόρεια Πιερία, ΑΕΜΘ 8, 2001 (2003), 385-400; A. Krahtopoulou, The Geoarchaeology of Northern Pieria, Macedonia, Greece (Κατερίνη, 2010). 5 E.g. E. Zangger, The island of Asine: a palaeographic reconstruction, OpAth 20 (15), 1994, 221-239. M. Ghilardi - D. Psomiadis - S. Coridier - S. Delanghe-Sabatier - F. Demorya - F. Hamidi - T. Parashou - E. Dotsika - E. Fouache, The impact of rapid early to mid-holocene palaeoenvironmental changes on Neolithic settlement of Nea Nikomedeia, Thessaloniki Plain, Greece, Quaternary International 266, 2012, 47-61. L. Lespez - Z. Tsirtsoni - P. Darque - H. Koukouli-Chrysanthaki - D. Malamidou - R. Treuil - R. Davidson - G. Kourtesi-Philippakis - C. Oberlin, The lowest levels at Dikili Tash, northern Greece. A missing link in the Early Neolithic of Europe, Antiquity 87, 2013, 30-45. 1
πλαίσιο και τις, συχνά σημαντικές, αλλαγές που σημειώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. 6 Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται τα πρώτα αποτελέσματα της γεωαρχαιολογικής και βιοαρχαιολογικής έρευνας στην παραλιακή πεδιάδα του Κορινού στη βόρεια Πιερία (Εικόνα 1). 7 Εστιάζοντας στην προϊστορική περίοδο, θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε πώς η κατανόηση και η ερμηνεία του αρχαιολογικού τοπίου, αλλά και όψεων του υλικού πολιτισμού, μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά από μια τέτοια διεπιστημονική προσέγγιση. Οι στόχοι της έρευνας ήταν πρώτον η αποκατάσταση του τοπίου στα παράλια της βόρειας Πιερίας κατά το ύστερο Πλειστόκαινο και κυρίως το Ολόκαινο, δεύτερον ο συσχετισμός της ιστορίας των γειτονικών μεσόγειων και παράκτιων τοπίων, και τέλος η συζήτηση ειδικότερων θεμάτων, όπως οι επιπτώσεις που επέφεραν οι αλλαγές στο τοπίο στην ορατότητα των αρχαιοτήτων, η κατανομή των προϊστορικών θέσεων και τα μικροπεριβάλλοντά τους, καθώς και η κατανομή των υδάτινων πόρων και η χρήση από τους κατοίκους των γειτονικών οικισμών. Αναφορικά με την έρευνα στο πεδίο, πραγματοποιήθηκαν έξι δειγματοληπτικές πυρηνοληψίες (Εικόνα 2) και συλλέχθηκαν 100 περίπου μέτρα ιζήματων και εδαφών, καθώς και 400 δείγματα για εργαστηριακές αναλύσεις. Τα 400 δείγματα ιζημάτων και εδαφών αναλύθηκαν στο εργαστήριο με στόχο την κατανόηση των περιβαλλοντικών συνθηκών κατά την απόθεση των ιζημάτων και των μηχανισμών της δημιουργίας των εδαφών στην περιοχή του Κορινού. Η βιοαρχαιολογική έρευνα στηρίχτηκε στη συστηματική μελέτη των δίθυρων και των γαστερόποδων οστρέων, καθώς και των οστρακωδών και των τρηματοφόρων από 53 δείγματα από έναν μόνο πυρήνα, τον πυρήνα 2 (Εικόνα 2), προκειμένου να καθοριστούν τα περιβάλλοντα απόθεσης και οι 6 π.χ. L. Karali, Shells from Prehistoric Sites in Northern Greece, στο: D.E. Bar-Yosef Mayer (επιμ.), Archaeomalacology. Molluscs in Former Environments of Human Behaviour. Proceedings of the 9th Conference of the International Council of Archaeozoology, Durham, August 2002, (Oxford 2005) 91-98. 7 Η γεωαρχαιολογική εργασία στο πεδίο και οι αναλύσεις των δειγμάτων εδαφών και ιζημάτων έγινε από την Α. Κραχτοπούλου και χρηματοδοτήθηκε από το Wiener Laboratory Geoarchaeology Fellowship. Η μελέτη των καταλοίπων μικρό- και μακρό-πανίδας έγινε από την Ρ. Βεροπουλίδου με χρηματοδότηση από το INSTAP. Ευχαριστούμε πολύ τα ερευνητικά αυτά ιδρύματα για την οικονομική στήριξη, χωρίς την οποία δε θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί η γεωαρχαιολογική και βιοαρχαιολογική έρευνα στον Κορινό. Θερμές ευχαριστίες στον κ. Μ. Μπέσιο (ΚΖ ΕΠΚΑ), τη Δρ Μ. Παππά (ΙΣΤ ΕΠΚΑ) και την κ. Φ. Αδακτύλου (ΙΣΤ ΕΠΚΑ) για τις άδειες μελέτης του αρχαιομαλοκολογικού υλικού από το Μακρύγιαλο και τα Ρεβένια και την αμέριστη υποστήριξη, καθώς και στον Ν. Βαλασιάδη για τις εικόνες και τους χάρτες. Τέλος, ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον Κ. Αθανασιάδη και τον Κ. Τομπρή για την ανεκτίμητη βοήθεια στο πεδίο και στην αποθήκη. 2
παλαιοπεριβαλλοντικές συνθήκες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μελέτη των καταλοίπων μικρο-πανίδας (δηλαδή οστρακώδη και τρηματοφόρα) αποδείχθηκε εξαιρετικά σημαντική, δεδομένου ότι έχουν πολύ συγκεκριμένες οικολογικές προτιμήσεις και συνεπώς βοηθούν στην ανασύνθεση του παλαιοπεριβάλλοντος με μεγάλη ακρίβεια. Η ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα 14 τριών δειγμάτων από τον ίδιο πυρήνα προσδιόρισε το χρονολογικό πλαίσιο της έρευνας. Αν και η συζήτηση που ακολουθεί στηρίζεται κυρίως στα αποτελέσματα της μελέτης ενός πυρήνα, του πυρήνα 2, η γεωαρχαιολογική ανάλυση των υπόλοιπων πέντε πυρήνων και ευάριθμων στρωματογραφικών τομών (Εικόνα 2), καθώς και τα δεδομένα από τις ανασκαφές των ΙΣΤ και ΚΖ ΕΠΚΑ σε αρχαιολογικές θέσεις διαφόρων περιόδων στην περιοχή του Κορινού έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες, που συμπληρώνουν την εικόνα για τη στρωματογραφία, τις παλαιοπεριβαλλοντικές συνθήκες και τη χρονολόγηση. Η συστηματική γεωαρχαιολογική έρευνα στη μεσόγεια βόρεια Πιερία εστίασε στις αλλουβιακές ιστορίες των κοιλάδων του Γερακάρη και του Αγίου Δημητρίου, δυο ρέματα που σήμερα κυλούν στα νότια και στα βόρεια της περιοχής έρευνας αντίστοιχα. 8 Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η βόρεια Πιερία είναι ένα δυναμικό γεωμορφολογικά περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μακρές περιόδους περιβαλλοντικής σταθερότητας, οι οποίες διακόπτονται από λίγες, αλλά περιστασιακά ιδιαίτερα έντονες, περιόδους περιβαλλοντικής αστάθειας, δηλαδή από επεισόδια διάβρωσης και απόθεσης ιζημάτων στις κοιλάδες των ρεμάτων. Μέχρι στιγμής έχουν αναγνωριστεί τέσσερα περιστατικά απόθεσης που χρονολογούνται στο ύστερο Πλειστόκαινο. Η απόθεση άρχισε πριν από τουλάχιστον 40 χιλιάδες χρόνια και τελείωσε πριν από 8.500 χρόνια. Κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου, και πιο συγκεκριμένα τα τελευταία 8.500 χρόνια, αποτέθηκαν οχτώ αλλούβια. Η αλλουβιακή δραστηριότητα του Ολόκαινου είχε ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση επιχώσεων με πάχος τουλάχιστον 9-11 μ. και σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο των 20 μ. Όσον αφορά στην παράλια βόρεια Πιερία, η ανάλυση της στρωματογραφίας, των ιζημάτων, των εδαφών, των καταλοίπων της μακρο- και μικρο-πανίδας στην πεδιάδα του Κορινού, αλλά και τα αποτελέσματα των ραδιοχρονολογήσεων έδειξαν ότι στην 8 Για τα αναλυτικά αποτελέσματα της γεωαρχαιολογικής έρευνας στη μεσόγεια, κεντρική βόρεια Πιερία βλ. Α. Krahtopoulou 2010 ό.π. (σημ. 4). 3
περιοχή διατηρείται μια ακολουθία ανόδου και πτώσης της στάθμης της θάλασσας που χρονολογείται στα τελευταία 10 χιλιάδες χρόνια. Στο τέλος του Πλειστόκαινου, οι λόφοι που σήμερα καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα της βόρειας Πιερίας (Εικόνα 1), δημιουργούσαν ένα ομαλό ανάγλυφο, με κλίση προς τα ανατολικά και τα νότια. Τους λόφους διέσχιζαν ρέματα που εξέβαλλαν στο Θερμαϊκό κόλπο. Η κεντρική Μακεδονία αποτελούσε τμήμα της μεγάλης παραλιακής πεδιάδας που εκτεινόταν από τη βόρεια Ανατολία μέχρι και τη Θεσσαλία. 9 Στην περιοχή του Κορινού, η επιφάνεια των εδαφών του Πλειστοκαίνου συχνά σώζεται βαθιά θαμμένη κάτω από θαλάσσια ιζήματα (Εικόνα 3, ζώνη Ι). Ωστόσο, σε υψηλότερες τοπογραφικά περιοχές στον Κορινό, όπως και στις εσωτερικές κοιλάδες της βόρειας Πιερίας, οι επιφάνειες του Πλειστόκαινου έχουν χαθεί λόγω της διάβρωσης. Το αρχαιότερο περιστατικό αλλουβιακής απόθεσης που έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα σε μια από τις εσωτερικές κοιλάδες της βόρειας Πιερίας, όπως και βορειότερα στην περιοχή των Παλιάμπελων, 10 βρίσκεται στα νότια της πεδιάδας του Κορινού. Τα ποτάμια αυτά ιζήματα έφτασαν στην περιοχή έρευνας πριν ή κατά τη διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου, με άλλα λόγια τουλάχιστον 8,5 χιλιάδες χρόνια πριν από το παρόν (8,470±75 BP: 7600-7351 π.χ.). Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας είχε ως αποτέλεσμα την κατάκλυση ενός μεγάλου τμήματος της μεγάλης πλειστοκαινικής παραλιακής πεδιάδας της κεντρικής Μακεδονίας, 11 ενώ στη βόρεια Πιερία υφάλμυρα νερά κατέκλυσαν την περιοχή του πυρήνα 2 κατά τη διάρκεια της Αρχαιότερης-Μέσης Νεολιθικής (7,260±30 BP: 5870-5690 π.χ.) (Εικόνα 3, ζώνη ΙΙ). Τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες των ιζημάτων, καθώς και τα κατάλοιπα της θαλάσσιας πανίδας δείχνουν ότι ο ρυθμός ανόδου της στάθμης της θάλασσας ήταν σχετικά αργός. Τα ιζήματα αποτέθηκαν σε ένα ήρεμο 9 T.H. Van Andel - J.C. Shackleton, Late Paleolithic and Mesolithic coastlines of Greece and the Aegean, Journal of Field Archaeology, 9, 1982, 445-454. K. Lambeck, Sea-level change and shoreline evolution in Aegean Greece since Upper Palaeolithic times, Antiquity 70, 1996, 588-611. 10 Α. Κραχτοπούλου, Αρχαιολογία και αρχαιολογικό τοπίο, στο: Κ. Κωτσάκης - Σ. Ανδρέου - Σ. Τριανταφύλλου (επιμ.), Η Αρχαιολογία του Περιβάλλοντος (Θεσσαλονίκη, υπό δημοσίευση). 11 T.H. Van Andel - J.C. Shackleton 1982, ό.π., σημ. 9. K. Lambeck 1996, ό.π. (σημ. 9). M. Ghilardi - S. Kunesch - M. Styllas - E. Fouache, 2008 ό.π. (σημ. 2). M. Ghilardi - E. Fouache - F. Queyrel - G. Syrides - K. Vouvalidis - S. Kunesch - M. Styllas - S. Stiros, 2008 ό.π. (σημ. 2). A. Krahtopoulou 2010, ό.π. (σημ. 4). M. Ghilardi - D. Psomiadis - S. Cordier - S. Delanghe-Sabatier - F. Demorya - F. Hamidi - T. Parashou - E. Dotsika - E. Fouache, 2012, ό.π. (σημ. 5). επίσης, K.G. Vouvalidis - G.E. Syrides - K.S. Alabanakis, Holocene morphology of the Thessaloniki Bay: impact of sea level rise, Zeitschrift für Geomorphologie 137 (Supplement), 2005, 147-158. 4
εκβολικό περιβάλλον χαμηλής αλατότητας. Ενώ η στάθμη της θάλασσας συνέχισε να ανεβαίνει, αλλουβιακά ιζήματα συνέχισαν να αποτίθενται στις κατώτερες κοιλάδες των ρεμάτων, φτάνοντας μέχρι και την περιοχή του πυρήνα 2. Η παρουσία πλούσιων εκβολικών οικοσυστημάτων στην περιοχή επιβεβαιώνεται και από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, οι κάτοικοι του οικισμού στα Ρεβένια Κορινού, που χρονολογείται στην Αρχαιότερη Νεολιθική 12 και βρίσκεται σε απόσταση 5,5 χλμ από τη σημερινή ακτογραμμή και 4 χλμ από τη θέση του πυρήνα 2 (Εικόνα 1 & 2), συνέλεγαν πολύ μεγάλες ποσότητες μαλακίων του είδους Cerastoderma glaucum, που διαβιεί σε υφάλμυρα νερά, όπως αυτά που αναγνωρίστηκαν στην τοποθεσία του πυρήνα 2. 13 Η στάθμη της θάλασσας συνέχισε να ανεβαίνει δημιουργώντας ένα σχετικά αβαθή θαλάσσιο κόλπο στην περιοχή έρευνας. Η ακτογραμμή ήταν τουλάχιστον 3,5 χλμ δυτικότερα από τη σημερινή της θέση (Εικόνα 3, ζώνη ΙΙΙ και Εικόνα 4α). Γλυκό νερό και ιζήματα από τα γειτονικά ρέματα συνέχισαν να φτάνουν περιοδικά στη θάλασσα. Το παλιότερο περιστατικό απόθεσης αλλουβιακών ιζημάτων που έχει χρονολογηθεί τοποθετείται χρονικά στη μετάβαση από την Αρχαιότερη στη Μέση Νεολιθική (6,730±35 BP: 5720-5610 π.χ.). Το περιστατικό αυτό συμπίπτει χρονολογικά με αντίστοιχα που εντοπίστηκαν στις εσωτερικές κοιλάδες της βόρειας Πιερίας. Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία απόθεσης των αλλουβιακών ιζήματων στις εσωτερικές κοιλάδες ήταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια της Αρχαιότερης-Μέσης Νεολιθικής (6,900±65 BP: 5966-5643 π.χ.), και ολοκληρώθηκε πριν από την Τελική Νεολιθική (5,360±60 BP: 4339-3999 π.χ.). Η περιοδική απόθεση αλλουβίων θα πρέπει να ασκούσε πίεση στους φυσικούς πληθυσμούς των μαλακίων. Η μελέτη των οστρεολογικών συνόλων από δύο διαφορετικούς λάκκους στον οικισμό στα Ρεβένια Κορινού (Εικόνα 1 & 2) έδειξε ότι υπάρχουν διαφορές στο μέγεθος των οστρέων του είδους C. glaucum, χωρίς όμως να εντοπιστούν διαφορές στην ηλικία και στον ρυθμό ανάπτυξης των μαλακίων, οι 12 Μ. Μπέσιος - Φ. Αδακτύλου, Νεολιθικός οικισμός στα Ρεβένια Κορινού, ΑΕΜΘ 17 (2003), 2005, 435-440. 13 Ρ. Βεροπουλίδου, Όστρεα από τους Οικισμούς του Θερμαϊκού Κόλπου. Ανασυνθέτοντας την Κατανάλωση των Μαλακίων στη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού, (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ. 2011). R. Veropoulidou, Molluscan exploitation in the Neolithic and Bronze Age communities at the former Thermaic Gulf, North Aegean, στο: R. Laffineur G. Touchais H. Prokopiou S. Andreou (επιμ.), PHYSIS. Natural environment and human interaction in the prehistoric Aegean, 14ème Rencontre Égéenne Internationale, (Liege, υπό δημοσίευση). 5
οποίες συνήθως αποδίδονται σε εντατική εκμετάλλευση από τους ανθρώπους. 14 Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο οστρέων από τον ένα λάκκο έχει μικρότερο μέσο μέγεθος σε σύγκριση με το σύνολο από τον άλλο λάκκο. Η ερμηνεία αυτής της παρατήρησης δυσχεραίνεται από την έλλειψη απόλυτης χρονολόγησης των λάκκων. Εάν οι λάκκοι είναι σύγχρονοι, τότε το πιθανότερο είναι ότι τα μαλάκια συλλέγονταν από διαφορετικές περιοχές του εκβολικού οικοσυστήματος, όπου επικρατούσαν διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες ή διαβιούσαν φυσικοί πληθυσμοί με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Εάν οι λάκκοι δεν είναι σύγχρονοι, τότε οι διαφορές στο μέγεθος των οστρέων θα πρέπει πιθανότατα να αποδοθούν περιβαλλοντικές μεταβολές. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι αν και τα μικρότερου μεγέθους μαλάκια παρείχαν και λιγότερη ποσότητα κρέατος προς κατανάλωση, οι κάτοικοι των Ρεβενίων δε διαφοροποίησαν τις επιλογές τους ως προς τα είδη που συνέλεγαν από το υδάτινο περιβάλλον 15. Από την άλλη, οι μεταβολές που παρατηρήθηκαν στις συλλεκτικές και καταναλωτικές πρακτικές των κατοίκων του Μακρύγιαλου Πιερίας της Νεότερης Νεολιθικής, 16 που βρίσκεται 8 χλμ βόρεια από την περιοχή μελέτης (Εικόνα 1), θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης της ποιότητας των πληθυσμών μαλακίων λόγω της περιοδικής εναπόθεσης αλλουβίων στο περιβάλλον συλλογής. Η 14 Η εντατική συλλογή οστρέων μεγάλου μεγέθους για εύλογο χρονικό διάστημα είναι πιθανό να επιφέρει αδυναμία ανανέωσης των φυσικών πληθυσμών και με το πέρασμα του χρόνου να οδηγήσει σε μείωση του μεγέθους των οστρέων, βλ. C. Claassen, Shells (Cambridge 1998) 107. G.A. Waselkov Shellfish gathering and Shell Midden Archaeology, στο: M.B. Schiffer (επιμ.), Advances in Archaeological Method and Theory (San Diego 1987) 34. Η μείωση του μεγέθους των οστρέων μπορεί, όμως, να προέλθει και εξαιτίας περιβαλλοντικών μεταβολών στο φυσικό ενδιαίτημα, βλ. K.M. Wilbur - G. Owen, Growth, στο: K.M. Wilbur C. Yonge (επιμ.) Physiology of Mollusca, Vol. 1 (New York 1964) 211-242. Προκειμένου να προσδιοριστεί σε ποιες αιτίες οφείλεται η μείωση του μεγέθους, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και άλλοι παράγοντες και συγκεκριμένα η ηλικία των οστρέων και ο ρυθμός ανάπτυξης, βλ. P. Swadling, Changes Induced by Human Exploitation in Prehistoric Shellfish Populations, Mankind 10(3), 1976, 156-162. N. Milner J. Barrett J. Welsh, Marine Resource Intensification in Viking Age Europe: The Molluscan Evidence from Quoygrew, Orkney, JASc 34, 2007, 1465. 15 Ρ. Βεροπουλίδου υπό δημοσίευση, ό.π. (σημ. 12). 16 Μ. Pappa - M. Besios, The Neolithic settlement of Makryialos in northern Greece. A preliminary report on the 1992-1995 excavations, JFieldA 26 (2), 1999, 177-195. M. Pappa, Neolithic societies: recent evidence from northern Greece, στο: H. Todorova - M. Stevanovich - G. Ivanov (επιμ.), The Struma/Strymon River Valley in Prehistory (Sofia 2007) 257-272; M. Παππά, Οργάνωση του Χώρου και Οικιστικά Στοιχεία στους Νεολιθικούς Οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ. 2008); M. Pappa - P. Halstead - K. Kotsakis - A. Boogard - R. Fraser - V. Isaakidou - I. Mainland - D. Mylona - K. Skourtopoulou - S. Triantaphyllou - C. Tsoraki - D. Urem- Kotsou - S.M. Valamoti - R. Veropoulidou, The Neolithic site of Makriyalos, northern Greece: a reconstruction of the social and economic structure of the settlement through a comparative study of the finds, στο: S. Voutsaki - S.M. Valamoti (επιμ.), Diet, Economy and Society in the Ancient Greek World Towards a Better Integration of Archaeology and Science. Proceedings of the International Conference Held at the Netherlands Institute at Athens on 22-24 March 2010, (Leuven 2013) 77-88. 6
ανάλυση του οστρεολογικού συνόλου εντόπισε διαφορά στο μέγεθος των οστρέων μεταξύ των δύο φάσεων κατοίκησης του οικισμού. Το νεότερο σύνολο (ΝΝ ΙΙ) χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση του μήκους των καταλοίπων C. glaucum, του πιο κοινού είδους μαλακίου και στις δύο φάσεις, χωρίς όμως να εντοπιστούν διαφορές στην ηλικία και στο ρυθμό ανάπτυξης 17. Παράλληλα, παρατηρήθηκε πολύ σημαντική μείωση της ποσότητας των οστρέων του είδους Ostrea edulis, που συλλέγονταν συστηματικά στην αρχαιότερη φάση κατοίκησης (ΝΝ Ι) από τις εκβολές των ρεμάτων, και ταυτόχρονα καταγράφηκε σημαντική αύξηση της συλλογής θαλάσσιων ειδών μαλακίων. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει ότι οι μεταβολές στο φυσικό εκβολικό περιβάλλον επέφεραν αλλαγές στις συλλεκτικές και καταναλωτικές πρακτικές των κατοίκων. 18 Το επόμενο περιβάλλον απόθεσης που εντοπίστηκε στην παραλιακή πεδιάδα του Κορινού χαρακτηρίζεται από τη μεταβολή του θαλάσσιου υποπαράλιου περιβάλλοντος σε υπερπαράλιο, δηλαδή σε ζώνη πολύ χαμηλού βάθους, και στη συνέχεια σε εκβολικό περιβάλλον απόθεσης (Εικόνα 3, πάνω μέρος της ζώνης ΙΙΙ και ζώνη IV & Εικόνα 4β). Η αλλαγή αυτή, που αντανακλάται σε όλες τις κατηγορίες δεδομένων, σηματοδοτεί μια φάση απόσυρσης της θάλασσας και την αρχή της δημιουργία ενός φράγματος άμμου στην εξωτερική πλευρά του κόλπου. Το πιο ογκώδες περιστατικό απόθεσης αλλουβιακών ιζημάτων στις εσωτερικές κοιλάδες της Βόρειας Πιερίας χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική (ανάμεσα στο 5,360±60 BP: 4339-3999 π.χ. και στο 5,115±60 BP: 4039-3775 π.χ.). Μια μακρά περίοδος σταθερότητας, που κράτησε τουλάχιστον 1350 χρόνια, ακολούθησε αυτή τη σημαντική φάση αποσταθεροποίησης του περιβάλλοντος. Φαίνεται ότι η απόθεση του αλλουβίου της Τελικής Νεολιθικής συνέβαλε σημαντικά στην απόσυρση της θάλασσας, στη μετακίνηση της ακτογραμμής προς τα ανατολικά και στη δημιουργία του παράκτιου φράγματος. Επιπλέον, τα ιζήματα του Αλιάκμονα και του Αξιού, όπως και του Γαλλικού και του Λουδία, που έφταναν στην ακτή και 17 ό.π. (σημ. 14). 18 Ρ. Βεροπουλίδου 2011, ό.π. (σημ. 12). R. Veropoulidou υπό δημοσίευση, ό.π. (σημ. 12). Ρ. Βεροπουλίδου, Όψεις της διατροφής και του υλικού πολιτισμού της Νεολιθικής και της Εποχής Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία: μια οστρεοαρχαιολογική προσέγγιση, στο: Ε. Στεφανή - Ν. Μερούσης - Α. Δημουλά, 1912-2012. Εκατό χρόνια έρευνας στην προϊστορική Μακεδονία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου 22-24 Νοεμβρίου 2012 (Θεσσαλονίκη 2014), 465-475. 7
μεταφέρονταν από τα θαλάσσια ρεύματα προς τα νότια συνεισέφεραν χοντρόκοκκο υλικό που βοήθησε στη δημιουργία του παράκτιου φράγματος. Η ύπαρξη του φράγματος στην παραλιακή ζώνη του Κορινού επιβεβαιώνεται από τον εντοπισμό ιζημάτων που χαρακτηρίζουν τις παραλίες και καλύπτουν τα θαλάσσια ιζήματα σε έναν από τους πυρήνες στα ανατολικά της περιοχής έρευνας, καθώς και από στρωματογραφικά και αρχαιολογικά δεδομένα. Το φράγμα πρέπει να είχε ήδη δημιουργηθεί στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (4,705±35 BP: 3090-2880 π.χ.), όταν στην περιοχή του πυρήνα 2 υπήρχε μια ρηχή λιμνοθάλασσα (Εικόνα 3, ζώνη V & Εικόνα 4γ). Η μελέτη των καταλοίπων της θαλάσσιας πανίδας δείχνει αφενός ότι η λιμνοθάλασσα δεν ήταν αποκομμένη από τη θάλασσα και αφετέρου ότι δεχόταν γλυκό νερό από τα γειτονικά ρέματα. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι πάνω στο φράγμα εντοπίστηκαν ενδείξεις κατοίκησης που χρονολογούνται στη Μέση Εποχή του Χαλκού. Η παρουσία ιζημάτων που σχετίζονται με βάλτους και σκεπάζουν τα ιζήματα της λιμνοθάλασσας μαρτυρούν μια νέα φάση απόσυρσης της θάλασσας (Εικόνα 2, ζώνη VI). Στρωματογραφικά και χρονολογικά στοιχεία από τις εσωτερικές κοιλάδες της βόρειας Πιερίας δείχνουν ότι σε κάποια χρονική στιγμή μετά την Πρώιμη-Μέση Εποχή του Χαλκού (3,765±85 BP: 2464-1940 π.χ.) τα ρέματα της περιοχής απέθεσαν ιζήματα με αποτέλεσμα την περαιτέρω μετατόπιση της ακτογραμμής προς τα ανατολικά. Στα δυτικά της λιμνοθάλασσας έχουν εντοπιστεί δύο παλαιοεδάφη που σχηματίστηκαν σε διαδοχικά περιβάλλοντα βάλτου στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (3,330±50 BP: 1740-1505 π.χ. και 3,145±55 BP: 1520-1254 π.χ. αντίστοιχα). Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι τα εδάφη αυτά σχετίζονται άμεσα με αυτά που αναγνωρίστηκαν στον πυρήνα 2. Πολύ σύντομα όμως, από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και για τουλάχιστον 1100 χρόνια, επικράτησαν συνθήκες περιβαλλοντικής σταθερότητας στην περιοχή έρευνας. Το φράγμα άμμου διατηρήθηκε και επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, όπως μαρτυρά μια εγκατάσταση της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου πάνω σε αυτό. Το ανώτερο τμήμα του πυρήνα 2 χαρακτηρίζεται από την παρουσία αλλουβιακών ιζημάτων και παλαιοεδαφών (Εικόνα 2, ζώνες VII, VII και IX). Πρέπει να τονιστεί ότι η όγκος των ιζημάτων που μετακινήθηκαν αυξήθηκε σημαντικά με αποτέλεσμα τα θαλάσσια/λιμνοθαλάσσια/βαλτώδη περιβάλλοντα, που επικρατούσαν στην περιοχή 8
τις προηγούμενες χιλιετίες, να δώσουν τη θέση τους σε αμιγώς χερσαία περιβάλλοντα. Η απόθεση αλλουβιακών ιζημάτων μεταξύ της Κλασσικής- Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής εποχής, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της Παλαιοχριστιανικής περιόδου είχε σαν αποτέλεσμα τη γρήγορη απόσυρση της θάλασσας και τη δημιουργία της σύγχρονης παραλιακής πεδιάδας του Κορινού. Έχει ήδη διατυπωθεί η άποψη ότι τα παράλια της βόρεια Πιερίας, νότια του Κορινού, επηρεάστηκαν από παρόμοιες αλλαγές στο τοπίο. 19 Η απουσία κάποιας συστηματικής γεωαρχαιολογικής και παλαιοπεριβαλλοντικής έρευνας ωστόσο δεν επιτρέπει οριστικά συμπεράσματα για το χαρακτήρα και τη χρονολόγηση αυτών των αλλαγών. Η κατανόηση των σημαντικών αλλαγών στο τοπίο της βόρειας Πιερίας έχει άμεση επίδραση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το σύγχρονο αρχαιολογικό τοπίο της περιοχής. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι διαδοχικές μετατοπίσεις της ακτογραμμής και η δημιουργία των προσχωσιγενών πεδιάδων επηρέασαν δραματικά τη διατήρηση, την αρχαιολογική ορατότητα και τη δυνατότητα εντοπισμού των αρχαιοτήτων ανάλογα με τη θέση που είχαν στο τοπίο. Κατά συνέπεια, δεν αναμένεται να εντοπιστούν νεολιθικές θέσεις στην παραλιακή πεδιάδα του Κορινού, ενώ θέσεις της Εποχής Χαλκού και της Εποχής του Σιδήρου δεν αναμένεται να βρεθούν στο κεντρικό τμήμα της πεδιάδας το οποίο έγινε χερσαίο από την ύστερη αρχαιότητα και μετά. Επιπλέον, Παλαιολιθικές και Μεσολιθικές θέσεις που είχαν τυχόν ιδρυθεί στην μεγάλη παραλιακή πεδιάδα του τέλους του Πλειστοκαίνου παραμένουν αόρατες στην αρχαιολογική έρευνα εξαιτίας των μεγάλου πάχους επιχώσεων κατάκλυσης/απόσυρσης της θάλασσας που καλύπτουν την περιοχή. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό να εντοπιστούν άλλες προϊστορικές θέσεις στις παρυφές των παραλιακών πεδιάδων της Πιερίας, θαμμένες κάτω από θαλάσσια ή χερσαία ιζήματα. Άλλη μια σημαντική συνέπεια των αλλαγών της στάθμης της θάλασσας είναι ότι το άμεσο περιβάλλον πολλών από τις αρχαιολογικές θέσεις ήταν πολύ διαφορετικό την εποχή της κατοίκησης από αυτό που υποδηλώνει η θέση τους στο σημερινό τοπίο. Ωστόσο, τα υπάρχοντα δεδομένα για την κατανομή των οικισμών στο χώρο δεν φαίνεται να αλλάζουν σημαντικά, ενώ οι τάσεις που έχουν ήδη εντοπιστεί 20 φαίνεται 19 Μ. Μπέσιος - Α. Κραχτοπούλου 2003, ό.π. (σημ. 4). 20 Α. Krahtopoulou 2010 ό.π. (σημ. 4). 9
να ενισχύονται. Οι θέσεις που χρονολογούνται στις πρώιμες φάσεις της Νεολιθικής και βρίσκονται τόσο σε διαβρώσιμα όσο και σε προσχωσιγενή περιβάλλοντα εξακολουθούν να παραμένουν λίγες και ιδρύονται κυρίως στις πεδινά αλλά και στους λόφους της βόρειας Πιερίας. Είναι λοιπόν φανερό ότι η σπανιότατα των θέσεων της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής δεν μπορεί να αποδοθεί στις αλλαγές στο περιβάλλον. Οι σημαντικά περισσότεροι οικισμοί της Νεότερης Νεολιθικής απλώνονται τόσο στις λοφοσειρές όσο και στα πεδινά της βόρειας Πιερίας. Η συντριπτική πλειονότητα των γνωστών οικισμών της Πρώιμης και της Μέσης Εποχής του Χαλκού ιδρύονται σε παράκτια περιβάλλοντα. Οι οικισμοί της Ύστερης Εποχής του Χαλκού βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλες τις περιβαλλοντικές ζώνες της βόρειας Πιερίας, ενώ το φαινόμενο αυτό φαίνεται να ενισχύεται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Συμπερασματικά, ο συνδυασμός των λιθοστρωματογραφικών, χρονοστρωματογραφικών, βιοστρωματογραφικών και αρχαιολογικών δεδομένων δείχνει ότι το τοπίο της περιοχής έχει διαμορφωθεί από σύνθετες γεωμορφικές διαδικασίες, όπως η διάβρωση και η απόθεση ιζημάτων και οι αλλαγές της στάθμης της θάλασσας. Οι διαδικασίες αυτές άφησαν έντονα ίχνη τόσο στις εσωτερικές κοιλάδες όσο και στις παράκτιες πεδιάδες και επηρέασαν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε το αρχαιολογικό τοπίο και το αρχαιολογικό υλικό. Επιπλέον, έγινε σαφές ότι η χρήση των υδάτινων πόρων, όπως τα μαλάκια, αντανακλούν μια σύνθετη πολιτισμική περιβαλλοντική αλληλεπίδραση. Η συστηματική ανάλυση και χρονολόγηση των ιζημάτων και των καταλοίπων της θαλάσσιας πανίδας των υπόλοιπων πέντε πυρήνων από τον Κορινό σε συνδυασμό με τη μελέτη των οστρεοαρχαιολογικών συνόλων από άλλες ανασκαμμένες θέσεις της περιοχής θα επιτρέψει την αποκατάσταση των πλούσιων και ποικίλων παράκτιων περιβαλλόντων, όπως παραλίες, παράκτιες θίνες κλπ., που διατηρούνται στους υπόλοιπους πυρήνες και θα προωθήσει την εποικοδομητική συζήτηση όλων των θεμάτων που θίχτηκαν σε αυτή τη μελέτη. Αθανασία Κραχτοπούλου Εφορεία Αρχαιοτήτων Καρδίτσας Ρένα Βεροπουλίδου Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού 10
Summary Geoarchaeological and bioarchaeological research in coastal northern Pieria, Greece Recent geoarchaeological work in inland Pieria indicated that erosion and alluvial deposition largely shaped the landscape and the archaeological record of the region. Fresh stratigraphic, sedimentological, macro- and micro-fossil evidence, as well as radiocarbon dating, shows that the coastal zone of Pieria preserves a long record of sea level change. Combination of inland and coastal records enhances our understanding of landscape change in the area and provides a greater time depth to the discussion of landscape evolution in central Macedonia. Moreover, settlement patterns, changing settlement location and microenvironments through time, distribution and use of aquatic resources in nearby archaeological sites, are evaluated under the light of new information on ancient landscape and landscape change. 11
Κατάλογος Εικόνων 1. Χάρτης της κεντρικής Μακεδονίας. Σημειώνονται οι κύριες φυσιογραφικές ζώνες της βόρειας Πιερίας, η περιοχή έρευνας και οι αρχαιολογικές θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. 2. Η περιοχή έρευνας. Σημειώνονται τα σύγχρονα χωριά, τα Νεολιθικά Ρεβένια και οι θέσεις των πυρήνων και τον δοκιμαστικών τομών στην παραλιακή πεδιάδα του Κορινού. 3. Ο πυρήνας 2. Σημειώνονται τα κύρια περιβάλλοντα απόθεσης και οι χρονολογήσεις. 4. α) μέγιστη άνοδος της στάθμης της θάλασσας, β) υποχώρηση της στάθμης της θάλασσας και μετακίνηση της ακτογραμμής προς τα ανατολικά και γ) λιμνοθάλασσα και φράγμα άμμου. Με αχνό γκρι η σημερινή ακτογραμμή. 12
Εικόνα 1. Χάρτης της κεντρικής Μακεδονίας. Σημειώνονται οι κύριες φυσιογραφικές ζώνες της βόρειας Πιερίας, η περιοχή έρευνας και οι αρχαιολογικές θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. Εικόνα 2. Η περιοχή έρευνας. Σημειώνονται τα σύγχρονα χωριά, τα Νεολιθικά Ρεβένια και οι θέσεις των πυρήνων και τον δοκιμαστικών τομών στην παραλιακή πεδιάδα του Κορινού. 13
Εικόνα 3. Ο πυρήνας 2. Σημειώνονται τα κύρια περιβάλλοντα απόθεσης και οι χρονολογήσεις. 14
Εικόνα 4. α) μέγιστη άνοδος της στάθμης της θάλασσας, β) υποχώρηση της στάθμης της θάλασσας και μετακίνηση της ακτογραμμής προς τα ανατολικά και γ) λιμνοθάλασσα και φράγμα άμμου. Με αχνό γκρι η σημερινή ακτογραμμή. 15