ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ-ΣΥΚΕΩΝ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 2014 Ορέστης Παπακωνσταντίνου Ζωγραφίζοντας τη λογοτεχνία Μία δράση για το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (γενικής παιδείας) στη Γ λυκείου Αίθουσα Τέχνης Νεάπολης Μάιος - Ιούνιος 2014
Για τον Ορέστη Ο Ορέστης Παπακωνσταντίνου, τελειόφοιτος του Πρότυπου Πειραματικού Λυκείου Πανεπιστημίου Μακεδονίας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1996. Από τα έξι του χρόνια άρχισε μαθήματα ζωγραφικής και για δύο χρόνια παρακολούθησε παράλληλα μαθήματα κόμικς. Η μεγάλη του αγάπη για τη ζωγραφική καθόρισε την απόφασή του να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτήν. Τον Οκτώβριο του 2013 συμμετείχε στις εισαγωγικές εξετάσεις για μαθητές με ιδιαίτερη καλλιτεχνική προδιάθεση του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., κατά τις οποίες κρίθηκε επιτυχών. Ο Ορέστης με τη ζωγραφική του δεν εικονογραφεί το λογοτεχνικό κείμενο, αλλά κρατώντας τις δικές του εικαστικές αναζητήσεις προσπαθεί να έχει ένα δημιουργικό διάλογο με αυτό. Λιτός και αφαιρετικός, κρατάει τα απαραίτητα στοιχεία. Δουλεύοντας με ακρυλικά και πλαστικά χρώματα και με ελεύθερη γραφή επιχειρεί να δώσει εκφραστικότητα μέσα από το ελάχιστο, αλλά και να υποδηλώσει την ανθρώπινη ύπαρξη σαν μια σκιά, η οποία όμως διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. 2
Αντί εισαγωγής «Η λογοτεχνία είναι σκέψη και γνώση του ψυχικού και κοινωνικού κόσμου, τον οποίο κατοικούμε. Η πραγματικότητα, την οποία η λογοτεχνία φιλοδοξεί να κατανοήσει είναι απλούστατα (αλλά συγχρόνως, τίποτα δεν είναι πιο περίπλοκο) η ανθρώπινη εμπειρία.» (Τσβετάν Τοντόροφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, Αθήνα: Πόλις, σ. 89) «Τήν μέν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν, τήν δέ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν (η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση και η ποίηση ζωγραφική που μιλάει).» (Σιμωνίδης ο Κείος, 556-468 π.χ.) «Παρ όλο που και η λογοτεχνία και η ζωγραφική είναι πλασμένες απ την ανάγκη του ανθρώπου για έκφραση αυτή η ανάγκη είναι η μάνα τους διαφέρουνε πολύ στο χαρακτήρα γιατί είναι από διαφορετικό πατέρα. Πατέρας της λογοτεχνίας είναι ο λόγος, ενώ της ζωγραφικής το φως. Αυστηρός ο πρώτος, άπιαστος και φασματικός ο δεύτερος.( )» (Έλενα Μαρούτσου, Λογοτεχνία και Ζωγραφική, δυο αδελφές με διαφορετικό χαρακτήρα, http://www.literature.gr/logotexnia-kai-zografiki-2-adelfes-mediaforetiko-xaraktira-tis-elenas-maroutsou/) Πώς είναι δυνατόν να προβεί ένας μαθητής σε έναν ριζικό μετασχηματισμό της άποψής του για τη Λογοτεχνία ως μορφή 3
Τέχνης, επανεξετάζοντας κριτικά ολόκληρο το σύστημα των νοητικών συνηθειών του; (Αντιγόνη Βλαβιανού, Λογοτεχνία Εκπαιδευτική σημασία-τρόποι προσέγγισης, Μείζον πρόγραμμα επιμόρφωσης, τομ. Ι., Π.Ι. 2011, σ. 84) Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη. (Νίκος Εγγονόπουλος, 1910-1985) Για την αντιγραφή Ελένη Χειμαριού, Φιλόλογος 4
[έργο αρ. 1] ( )Το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους ( ) έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος ( ) μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο ( ) Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι Αποκριάτικο Γεμάτο μίσος Το δέσαν και το πετάξαν στη θάλασσα Μαχαιρωμένο Μακριά σ έν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά. Μίλτου Σαχτούρη, Η Αποκριά, από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952) 5
[έργο αρ. 2] ( ) Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι. Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά; Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν. Όμως εκείνος καιγόταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Γινόταν ήλιος. ( ) Τάκη Σινόπουλου, Ο καιόμενος, από τη συλλογή Μεταίχμιο Β (1957) 6
[έργο αρ.3] ( ) Προχώρησα και στάθηκα ακριβώς στη μέση της κεντρικής καμάρας. Άνοιξα μια μικρή λακκούβα στο πατημένο ξερό χώμα του δαπέδου. Αλλά δεν είχα όσα χρειαζόμουν. Ούτε άλλο αίμα από το δικό μου. Χάραξα με το γιαταγάνι το λεπτό δέρμα του καρπού, κι άφησα να χυθούν μερικές σταγόνες μέσα στη λακκούβα. Ύστερα 7
κάθησα και περίμενα λέγοντας τα λόγια. Περίμενα ώρα, σαν να αντιστέκονταν οι ίσκιοι στα παρακάλια μου. Φοβόμουν μήπως δεν μπορούσαν να εισακουστούν, αφού δεν είχα τα απαιτούμενα, ή για άλλους λόγους, που εδώ μέσα θα μπορούσαν να με συντρίψουν. Τέλος, πολύ αργά, σαν ένα τυχαίο τίναγμα του βλεφάρου, οι οριζόντιες, οι κάθετες και η καμπύλη άρχισαν να τρέμουν, ώσπου άρχισαν να χύνουν τη σαφήνεια της γραμμής τους στο χώμα, ζωντανεύοντας το αναμεταξύ τους κενό. Ήρθαν οι γνώριμες φωνές ανθρώπων, των σπιτίσιων ζώων, ο ήχος του καιρού, των τραγουδιών, του κάματου, του πένθους και των εορτών. Έπειτα ήρθαν μυρωδιές του σώματος, του δέντρου, του υφάσματος, της χειμωνιάτικης φωτιάς, του θερισμένου κάμπου και των ώριμων μήλων. Αυτή πλημμύρισε το σπίτι, όπως τότε, και το γύρισε στο κόκκινο. Στο φως των μήλων είδα το χέρι της, που είχε σταματήσει στο αδράχτι, να στρίβει επιτέλους τα δάχτυλα. Και το χέρι του πατέρα, που είχε σταματήσει στο χαλινάρι, να λυγίζει επιτέλους τον καρπό.( ) Ρέα Γαλανάκη, απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (2008) 8
[έργο αρ.4] ( ) Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια... Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του. Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά. Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα. 9
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν. Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο. ( ) Αντώνη Σαμαράκη, απόσπασμα από το διήγημα Το ποτάμι, από τη συλλογή Ζητείται ελπίς (1954) 10
[έργο αρ.5] Γι αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα 11
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ Στο θάνατο κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει. Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν! Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας! Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες! Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά... Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια! Οδυσσέα Ελύτη, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, Γ, (1981) 12
[έργο αρ.6] ( ) Θέλετε θα μαι ακέραιος όλο κρέας λυσσασμένος, -κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανόςθέλετεθα μια η άχραντη ευγένεια - όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια. Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση Σύγνεφο με παντελόνια, (1915), μτφρ. Γιάννης Ρίτσος 13
[έργο αρ.7] ( ) Και επειδή φοβήθηκε Έτσι συλλογίστηκε Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει; Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες Άρχισε λοιπόν και κείνος Από πάνω να χτυπά Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας Ελένης Βακαλό, Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος, από τη συλλογή Του κόσμου (1978) 14
Θερμές ευχαριστίες στους συντελεστές του λευκώματος αυτού: Μαρία Μεχανετζίδου (μαθήτρια της Γ Λυκείου) : φωτογράφιση Κώστα Ναλμπάντη (καθηγητής χημικός) και Νίκο Τερψιάδη (καθηγητής μαθηματικός) : ψηφιακή επεξεργασία Ορέστης Παπακωνσταντίνου Ελένη Χειμαριού Απρίλιος 2014 15