ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΦΕΤΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Σχετικά έγγραφα
Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑ.Λ. (ΟΜΑ Α Β ) 2012 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

O Μεταπολεμικός Κόσμος

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Τα Δυτικά Βαλκάνια. Νομική βάση. Στόχοι. Ιστορικό. Μέσα

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΦΑΚΕΛΟΣ ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Διεθνής Οργανισμός είναι ένα σύνολο κρατών, που δημιουργείται με διεθνή συνθήκη, διαθέτει μόνιμα όργανα νομική προσωπικότητα διαφορετική από τα κράτη

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ. Εργασία της μαθήτριας Έλλης Βελέντζα για το πρόγραμμα ΣινΕφηβοι

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Πώς και γιατί ο Τίτο δημιούργησε την «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας»

Βασικά θέματα προς συζήτηση:

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2007

Η Γαλλική επανάσταση ( )

Οι αρχειακές συλλογές του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας

Βαλκανικά σύμμεικτα ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

Ενότητα 9 Πρώτες προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων για συγκρότηση κράτους

Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

THE ROUTE OF THE WESTERN BALKANS TOWARDS EUROPEAN UNION

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

Τα Δυτικά Βαλκάνια. Νομική βάση. Στόχοι. Γενικό πλαίσιο. Μέσα

Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Οργανικός νόµος 1900 β. Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας γ. «Ηνωµένη αντιπολίτευσις»

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( )

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Τα Δυτικά Βαλκάνια. Νομική βάση. Στόχοι. Ιστορικό. Μέσα

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

Μικρασιατική καταστροφή

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η Αγγλία και οι αποικίες της στην Αμερική.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΣΤ Ο ΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

η πορεία προς την πτώση της πρώτης δηµοκρατίας και η δικτατορία της 4 ης Αυγούστου

ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ-ΨΗΦΙΣΜΑ ΔΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΣΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

2. Η Επιτροπή του άρθρου 36 κατά τη συνεδρίασή της στις Μαΐου 2009 έλαβε υπό σημείωση το παρόν έγγραφο.

Εγκεμέν Μπαγίς: Εφικτή η επαναλειτουργία της Χάλκης

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ Α

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη «Η Ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ Εμπειρίες από την εισδοχή άλλων Βαλκανικών κρατών»

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΠΕΑΕΑ 15/10/ ΔΣΕ

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 1η Σεπτεμβρίου 2008 (OR.fr) 12594/08 CONCL 3

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Q-Cities Δίκτυο Πόλεων για την Ποιότητα, «Δραστηριότητα & Προοπτική»

Εθνική Αντίσταση Ιωάννης Νιούτσικος Διδάκτωρ Σπουδών Πολέμου King s College London

4ο ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ. «ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Ώρα για αποφάσεις» ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ HILTON PARK 7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Θα αποτελέσει η Κροατία το 28 ο μέλος της Ε.Ε.;

ΘΕΜΑ Α2 ΛΑΘΟΣ 4 ΛΑΘΟΣ 5 ΣΩΣΤΟ 6 ΛΑΘΟΣ 7

Πανελλαδικές εξετάσεις 2016

«Ο λαός συμμετείχε.. παρατάξεων» «Οι ορεινοί πλοιοκτητών»

Ενότητα 22 - Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων. Ιστορία Γ Γυμνασίου. Μακεδονομάχοι Το αντάρτικο σώμα του Μελά

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (5/2/2017)

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

Η ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ

Ένα μικρό ιστορικό της Μακεδονίας μετά το 1900

Βουλευτικές εκλογές 1996

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - I ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞEΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚHΣ EΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

ÖÑÏÍÔÉÓÔÇÑÉÏ ÈÅÙÑÇÔÉÊÏ ÊÅÍÔÑÏ ÁÈÇÍÁÓ - ÐÁÔÇÓÉÁ

Περιεχόµενα. Κεφάλαιο Πρώτο Από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο έως την παραχώρηση της Κύπρου στους Βρετανούς Πρώτο τµήµα: Η κυριαρχία των υτικών

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

ΒΑΣΙΛΗ Ι. ΦΙΛΙΑ ΤΑ ΑΞΕΧΑΣΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ( ) ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ-ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ( ) ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ( )

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥΡΚΙΑ. Αξιολογώντας το παρελθόν και το παρόν, προβλέποντας το μέλλον

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ 30 Μαρτίου 2016 ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή 6 Απριλίου 2014 ΟΜΑΔΑ Α

Το κοινό ανακοινωθέν των «28» και της Τουρκίας μετά τη Σύνοδο Κορυφής έχει ως εξής:

Ομιλία στο συνέδριο "Νοτιοανατολική Ευρώπη :Κρίση και Προοπτικές" (13/11/2009) Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Ε.

Ενότητα 13 - Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της βιομηχανικής επανάστασης

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΛΑΙΤΖΙΔΟΥ. Σελίδα 1

φιλολογικές σελίδες, ιστορία κατεύθυνσης γ λυκείου

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

ΚΥΠΡΟΣ. ακόμα υπό κατοχή ακόμα διαιρεμένη

ανάπτυξη του εργατικού κινήματος) εργατικής ιδεολογίας στη χώρα.» προσφύγων στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη».

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Λεωνιδας ΚυρΚος. Η δυναμική της ανανέωσης

Οι 13 βρετανικές αποικίες Η Αγγλία ήταν η θαλασσοκράτειρα δύναμη από τον 17 ο αιώνα ίδρυσε 13 αποικίες στη βόρεια Αμερική. Ήταν ο προορ

Ειδικότερα: Ο Εδαφικός Διακανονισμός της Συνθήκης της Λωζάννης και η Νομολογία Διεθνών Δικαιοδοτικών Οργάνων. Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛH ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ: ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ Το Τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας-Τουρκίας-Γιουγκοσλαβίας (1953-1954) στο πλαίσιο των ευρύτερων ελληνο-γιουγκοσλαβικών και ελληνο-τουρκικών σχέσεων 1949-1955 ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΦΕΤΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009 1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛH ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ: ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ Το Τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας-Τουρκίας-Γιουγκοσλαβίας (1953-1954) στο πλαίσιο των ευρύτερων ελληνο-γιουγκοσλαβικών και ελληνο-τουρκικών σχέσεων 1949-1955 ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΦΕΤΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.... 2. ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ... 3. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ... (α) Τα αίτια της ρήξης Τίτο Στάλιν... (β) Η προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με το Δυτικό Κόσμο 1 2 3 10 10 18 5. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Οι στόχοι της βαλκανικής πολιτικής των πρώτων μετεμφυλιακών κυβερνήσεων της Ελλάδας (α) Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και οι προσπάθειες εγκαθίδρυσης σταθερών πολιτικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα μέχρι την άνοδο Παπάγου το 1952 (β) Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Ν.Α.Τ.Ο. (γ) Η εξομάλυνση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών πολιτικών σχέσεων (1950-1951) 23 23 37 54 6. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Το τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο: Προσδοκίες και απογοητεύσεις του Δυτικού Κόσμου (1953-1954)... (α) Διπλωματική προπαρασκευή του Συμφώνου. (β) Η υπογραφή της «Συνθήκης Φιλίας και Συνεργασίας» της Άγκυρας (1953) και της «Συνθήκης Συμμαχίας Πολιτικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας» του Μπλέντ (1954)... 70 70 89 7. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ελληνοτουρκική κρίση και η αποδυνάμωση του Βαλκανικού Συμφώνου... 8. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.... 9. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. - Φωτογραφικό υλικό της εποχής 1949-1955 από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, Τόμος ΙΣτ - Balkanski Pakt, Zbornik dokumenata iz Αrhiva Vojniostorijskog instituta, Arhiva Ministrarsta Spoljnih poslova I Arhiva Josipa Broza Tita (1952-1960), (Resenzent Dr. Bogetić), Vojnoistoriski Institut, Beograd 2005, σσ. 722-726... 10. ΠΗΓΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..... 110 123 126 141 3

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚΕΛ = Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού ΓΕΕΘΑ = Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας ΓΕΣ = Γιουγκοσλαβικός Ερυθρός Σταυρός ΔΠ = Δημοκρατική Παράταξη ΔΣΕ = Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας ΔΣΚ = Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΑΜ = Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ΕΔΑ = Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά ΕΛΑΣ = Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός ΕΟΚΑ = Εθνική Οργάνωση Ελλήνων Αγωνιστών ΕΠΕΚ = Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου ΕΣ = Ελληνικός Συναγερμός ΕΣΣΔ = Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ΕΡΕ = Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ΙΔΕΑ = Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αγωνιστών ΚΚΒ = Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας ΚΚΓ = Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας ΚΚΕ = Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ΚΚΜ = Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας ΚΦ = Κόμμα Φιλελευθέρων ΛΕΚ = Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα ΛΚ = Λαϊκό Κόμμα ΝΑΤΟ = Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου ΝΟΦ = Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο ΟΗΕ = Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ΟΥΝΡΑ = Οργανισμός Διοίκησης Βοήθειας και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών ΠΑΕ = Πανελλήνιος Απελευθερωτικός Σύνδεσμος ΠΕΟΝ = Οργάνωση Νεολαίας της Εθναρχίας Κύπρου ΣΑ = Συναγερμός Αγροτών ΣΝΟΦ = Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο ΥΠ. ΕΞ. = Υπουργείο Εξωτερικών 4

UNSCOB = Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ στα Βαλκάνια 5

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να περιγράψει την πορεία των ελληνογιουγκοσλαβικών και ελληνο-τουρκικών σχέσεων κατά την περίοδο 1949-1955 μέχρι την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου του Μπλεντ το 1954 και να αναλύσει τους παράγοντες που καθόρισαν την εξέλιξη των σχέσεων αυτών σε συνάρτηση με τις διεθνείς και βαλκανικές εξελίξεις. Η ρήξη Τίτο- Στάλιν το 1948 και η συνακόλουθη απομάκρυνση της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ αποτέλεσαν την αφετηρία για την προσέγγιση του Τίτο από τη Δύση. Ο φόβος μιας σοβιετικής επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας καθιστούσαν την ελληνογιουγκοσλαβική συνεργασία αναγκαία κατά τα έτη 1950-1955. Ακόμη η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το Φεβρουάριο του 1952 υπήρξε σημαντική για την άμυνα της Ανατολικής Μεσογείου και ενέτεινε ακόμη περισσότερο την ανάγκη για μια ελληνο-γιουγκοσλαβο-τουρκική συνεργασία. Οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις και οι ελληνο-τουρκικές γίνονται στενότερες με την υπογραφή αρχικά της Συνθήκης της Άγκυρας το 1953 και ακολούθως της Συνθήκης του Μπλεντ το 1954. Ενδεικτική είναι η κρίση που επήλθε στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας κατά την περίοδο 1954-1955 με αντικείμενο διαμάχης το Κυπριακό το οποίο συνέβαλε στην αποδυνάμωση του Βαλκανικού Συμφώνου. Η εργασία αυτή στηρίζεται στον Τύπο της εποχής, σε αδημοσίευτο αρχειακό υλικό από το State Department, στο δημοσιευμένο βαλκανικό αρχείο Balkanski Pakt, Zbornik dokumenata iz Αrhiva Vojniostorijskog instituta, Arhiva Ministrarsta Spoljnih poslova I Arhiva Josipa Broza Tita (1952-1960), σε δημοσιευμένα σοβιετικά αρχεία, αλλά και σε διάφορες μελέτες και άρθρα σχετικά με το θέμα. Σημαντική υπήρξε και η βοήθεια του επιβλέποντος καθηγητή μου κ. Σπυρίδωνα Σφέτα, για την καθοδήγηση, την στήριξή του, τις επισημάνσεις και τις παρατηρήσεις του για την εργασία μου. Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τους υπεύθυνους στο ΙΜΧΑ (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου), οι οποίοι μου επέτρεψαν να μελετήσω μέρος του αδημοσίευτου αρχειακού υλικού του Ιδρύματος. Χριστιάνα Αριστείδου Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2009 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ O Β Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε βαθιές αλλαγές στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Το Μάϊο του 1945, με το τέλος του πολέμου, μεγάλο μέρος της Ευρώπης ήταν κατεστραμμένο. H περίοδος της ανοικοδόμησης που ακολούθησε, σημαδεύτηκε από μια νέα διεθνή τάξη στην Ευρώπη, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση να προβάλλονται ως οι κυρίαρχες Δυνάμεις της Υφηλίου, λόγω της εξασθένησης των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της ήττας του ναζισμού και του φασισμού 1. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας ήταν ιδιαίτερα στενές. Ο Στάλιν ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Τίτο ως δορυφόρο και πιστό σύμμαχό του στην προσπάθειά του να εδραιώσει τον κομμουνισμό, γι αυτό προσπάθησε με διάφορες ενέργειες να το πετύχει. Τον Απρίλιο του 1945 ο Τίτο επισκέφθηκε τη Μόσχα και υπέγραψε Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας. Οι σχέσεις έγιναν ακόμη πιο στενές, όταν το Δεκέμβριο του ιδίου έτους υπέγραψαν Συνθήκη Συμμαχίας, βάσει της οποίας η Σοβιετική Ένωση παρείχε σημαντική οικονομική βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα απέστειλε οικονομικούς και στρατιωτικούς συμβούλους 2. Ωστόσο ο Τίτο είχε διαφορετικά σχέδια σε θέματα εξωτερικής πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας. Επιθυμούσε μια αυτόνομη πολιτική στα Βαλκάνια με απώτερο στόχο το σχηματισμό μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, στην οποία η Γιουγκοσλαβία θα είχε ηγετικό ρόλο. Η δημιουργία της Ομοσπονδίας, που θα συμπεριλάμβανε τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα ήταν ένας από τους κύριους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο 3. Έτσι ο Τίτο θέλοντας να υλοποιήσει τα σχέδια του, ακολούθησε μια πιο «ανεξάρτητη» πολιτική στα Βαλκάνια. Η «υπόθεση της Τεργέστης» ήταν ένα από τα θέματα στα οποία έδωσε βαρύτητα η εξωτερική πολιτική του Βελιγραδίου. Πριν το τέλος ακόμη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, οι παρτιζάνοι του Τίτο εισέβαλαν στην περιοχή της Τεργέστης. Η ύπαιθρος (ζώνη Β ) κατοικείτο κυρίως από Γιουγκοσλάβους, ενώ η πόλη της Τεργέστης και η περιφέρεια (ζώνη Α ) από Ιταλούς. Η κατάσταση υπήρξε αρκετά πολύπλοκη, ιδιαίτερα 1 J. W.Young, H Eυρώπη του Ψυχρού Πολέμου 1945-1991. Πολιτική Ιστορία, (μτφ. Γ. Δεμερτίδης), 3 η έκδοση, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα (2003), σ.20. 2 Γ. Ε. Χρηστίδης, Τα Κομμουνιστικά Βαλκάνια. Eισαγωγή στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική στην Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία την περίοδο 1945-1989, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη (2003), σς.111-112. 3 M. Vickers, Οι Αλβανοί: Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, (μτφ. Εύα Πέππα), εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα (1997), σ.236. 7

λόγω των βρετανικών δυνάμεων, που είχαν επίσης καταλάβει την πόλη και ορισμένα άλλα σημεία. Το 1947 ο Τίτο συνθηκολόγησε με την Ιταλία προσαρτώντας ο ίδιος de facto τη ζώνη «Β» και αφήνοντας στην Ιταλία τη ζώνη «Α» 4. Ακόμη ο Τίτο επιδίωξε την αποκατάσταση των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Οι περιοχές του Batchka της Ουγγαρίας και του Banat της Ρουμανίας δόθηκαν στη Γιουγκοσλαβία με το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Οι καλές σχέσεις μεταξύ των τριών χωρών εδραιώθηκαν, γιατί στο παρελθόν μεταξύ τους δεν υπήρξαν σοβαρά προβλήματα 5. Μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα της μεταπολεμικής Ευρώπης, η θέση της Αλβανίας ήταν ιδιαίτερα επισφαλής. Οι σχέσεις της με τη Δύση είχαν ψυχρανθεί, ενώ οι ΗΠΑ υποστήριζαν σταθερά τις ελληνικές διεκδικήσεις στη νότια Αλβανία. Έτσι η Αλβανία δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεργαστεί με το Βελιγράδι, γνωρίζοντας πως ο Στάλιν είχε ήδη δώσει τη συγκατάθεσή του στον Τίτο για να επιβάλει τον έλεγχο στη χώρα αυτή. Τον Ιούλιο του 1946 οι δύο χώρες υπέγραψαν Συνθήκη Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας 6. Όσον αφορούσε την Κροατία, ο Τίτο και οι παρτιζάνοι του κατά τη διάρκεια του πολέμου έδρασαν κυρίως στις σερβικές περιοχές της σημερινής Κροατίας και Βοσνίας καθώς και στα κατεχόμενα εδάφη του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Η στρατιωτική ικανότητα και η πολιτικο-διπλωματική επιδεξιότητα του Τίτο όχι μόνο διέσωσαν χιλιάδες Κροάτες από τη μεταπολεμική εκδίκηση, αλλά μετέπειτα ενέταξαν και τη μεταπολεμική Κροατία στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία 7. Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης απευθυνόμενος στο Στάλιν πέτυχε ακόμη να εκδοθεί οδηγία από την Κομιντέρ με την οποία ανετίθετο στο ΚΚΓ η πρωτοβουλία για το Μακεδονικό. Έπειτα από αυτή τη σημαντική στήριξη, ο Τίτο ενεργοποιήθηκε ταχύτατα, αφενός για να εδραιώσει τον έλεγχο στα γιουγκοσλαβικά μακεδονικά εδάφη, και αφετέρου για να επιβάλει μακροπρόθεσμη λύση προς όφελος του κόμματος και της χώρας του 8. Ο Τίτο είχε ως κύρια γραμμή της πολιτικής του, την επιβεβαίωση της προπολεμικής θέσης ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας ανήκαν στη χωριστή σλαβική εθνότητα των Μakedonci («Μακεδόνων»). Με αυτή την ιδιότητα, μπορούσαν να ενταχθούν ισότιμα με τους Σέρβους, Κροάτες και άλλες 4 Δ. Άναλις, Βαλκάνια 1945-1960.H κατάληψη της εξουσίας, (μτφ. Ελ. Γ. Ρούσση), 1 η έκδοση, εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα (2005), σσ.67-68. 5 Αυτόθι, σ.68. 6 M. Vickers, ό.π., σσ. 236-237. 7 Α. Μιτσοτάκης, «Κροατία-Σλοβενία», στο συλλογικό έργο Βαλκάνια: Από το διπολισμό στη νέα εποχή, (επιμ. κειμένων Θ. Βερέμης), 2 η έκδοση, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα (1995), σ.522. 8 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 161. 8

γιουγκοσλαβικές εθνότητες στη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Ακόμη την ιδέα αυτή τη διεύρυνε, έχοντας ως στόχο να συμπεριλάβει και τις μακεδονικές επαρχίες της Ελλάδας και της Βουλγαρίας 9. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, ο Τίτο απέστειλε το 1943 στη σερβική Μακεδονία, τον στενό του συνεργάτη Vukmanović Tempo, ο οποίος πέτυχε στις αρχές Μαρτίου 1943 να ιδρύσει στο Tetovo το Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας 10. Τόσο τα μέλη της ΚΕ όσο και του Γενικού Επιτελείου ήταν πρώην μέλη του ΚΚΓ και κατά συνέπεια ελεγχόμενα από τον Tempo. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος του Τίτο ήταν αρχικά η βελτίωση των σχέσεων με τη σερβική Μακεδονία, η καταπολέμηση κάθε αισθήματος φιλοβουλγαρισμού και η ένταξη της περιοχής στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Ωστόσο ο μακροπρόθεσμος στόχος του, ανάλογα με τις συγκυρίες, ήταν η ένταξη τόσο του βουλγαρικού όσο και του ελληνικού τμήματος στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Επιθυμούσε, δηλαδή, τη μετατροπή του Μακεδονικού σε καθαρά γιουγκοσλαβικό ζήτημα 11. Στις 9 Σεπτεμβίου 1944, με εντολή του Στάλιν επήλθε πολιτική μεταβολή στη Βουλγαρία, με στόχο μια μελλοντική βουλγαρο-γιουγκοσλαβική προσέγγιση. Ο βουλγαρικός στρατός τότε τέθηκε υπό τις διαταγές των σοβιετικών και συμμετείχε στις επιχειρήσεις για απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας 12. Όσον αφορούσε το ζήτημα της Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις του. Η Γιουγκοσλαβία είχε προτείνει στη Βουλγαρία να ενταχθεί ως έβδομη Δημοκρατία στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία με τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις των άλλων Δημοκρατιών, γεγονός που θα σήμαινε την απορρόφηση της Βουλγαρίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η Βουλγαρία, μη θέλοντας να απολέσει την κρατική της κυριαρχία, αντιπρότεινε ένα είδος συνομοσπονδίας σε ισότιμη βάση. Οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές διαπραγματεύσεις διακόπηκαν προσωρινά, αφενός λόγω της βουλγαρογιουγκοσλαβικής διαφωνίας σχετικά με το χαρακτήρα της Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας, αφετέρου εξαιτίας των αγγλικών αντιδράσεων στο ενδεχόμενο Νοτιοσλαβικής Ένωσης, η οποία θα αποτελούσε απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας 13. Ωστόσο, όταν τον Ιούνιο του 1946 το Μακεδονικό απασχόλησε και τον ίδιο τον Στάλιν, το ΚΚΒ δεν είχε περιθώρια ελιγμών. Ο Στάλιν ενόψει της έναρξης του Συνεδρίου Ειρήνης των Παρισίων, σε συνάντηση που είχε στη Μόσχα (Ιούνιο 1946) με μια βουλγαρική 9 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σσ. 71-72. 10 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 161. 11 Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Μια επώδυνη διαδικασία, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη (2003), σσ. 156-157. 12 Σπ. Σφέτας, ό.π., σ.216. 13 Αυτόθι, σ. 217. 9

αντιπροσωπεία, ζήτησε από τη βουλγαρική πλευρά να χορηγήσει πολιτιστική αυτονομία στη βουλγαρική Μακεδονία, ανεξάρτητα αν δεν υπήρχε ακόμη μακεδονική συνείδηση στον πληθυσμό 14. Στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων η βουλγαρική αντιπροσωπεία δεν έθεσε Μακεδονικό Ζήτημα. Η βουλγαρική αντιπροσωπεία με την υποστήριξη της γιουγκοσλαβικής διεκδίκησε τη Δυτική Μακεδονία, αλλά το συνέδριο κατοχύρωσε τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα, ενώ το Μάρτιο του 1947 η Αμερική εξήγγειλε τη βοήθειά της προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν τη Βουλγαρία ιδιαίτερα επιφυλακτική στο Μακεδονικό Ζήτημα. Έτσι, στη συνδιάσκεψη του Bled, 27 Ιουλίου 1 Αυγούστου 1947, μεταξύ Βουλγαρίας Γιουγκοσλαβίας, η μόνη υποχώρηση της Βουλγαρίας ήταν η συγκατάθεσή της στη χορήγηση πολιτιστικής αυτονομίας στη βουλγαρική Μακεδονία. Οι δύο χώρες μονογράφησαν το Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας χωρίς την ενημέρωση του Στάλιν. Ο Στάλιν αντέδρασε στη μονογράφηση συμφώνου μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας καθώς δεν είχε ενημερωθεί και δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ η Συνθήκη Ειρήνης. Μόνο το Σεπτέμβριο του 1947 έδωσε τη συγκατάθεσή του στην υπογραφή του Συμφώνου, αφού είχε τεθεί πρώτα σε ισχύ η Συνθήκη Ειρήνης. Στις 27 Νοεμβρίου υπογράφτηκε το «Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας» στο Evksinovgrad 15. Την υπογραφή του βουλγαρο-γιουγκοσλαβικού «Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας» ακολούθησε και η υπογραφή άλλων παρόμοιων συμφωνιών της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας με άλλες Ανατολικές Χώρες. Ωστόσο ο Στάλιν βλέποντας αφενός στο γιουγκοσλαβικό ηγεμονισμό τη μείωση της σοβιετικής επιρροής στα Βαλκάνια και αφετέρου φοβούμενος τυχόν αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, ενόψει του Ψυχρού Πολέμου αντιτάχθηκε στην ιδέα της ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας. Έτσι στις 10 Φεβρουαρίου 1948, στη σοβιετο-βουλγαρο-γιουγκοσλαβική συνάντηση στη Μόσχα, ο Στάλιν άσκησε κριτική και στις δυο αντιπροσωπείες, αποδοκιμάζοντας, ουσιαστικά, με αυτό τον τρόπο τη γιουγκοσλαβική βαλκανική πολιτική 16. Με τον τρόπο αυτό άρχισε η διένεξη Σοβιετικής Ένωσης Γιουγκοσλαβίας, η οποία κορυφώθηκε τον Ιούνιο 1948 με την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ 17. 14 Σπ. Σφέτας, Tο Μακεδονικό και η Βουλγαρία. Πλήρη απόρρητα βουλγαρικά έγγραφα 1950-1967. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία, (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Σπ. Σφέτας), εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε, Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 19. 15 Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ό.π., σσ. 232-236. 16 J. B. Lampe, Yugoslavia as History: Twice there was a country, Cambridge University Press, Cambridge (2000), σσ. 237-238. 17 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 164. 10

Η ρήξη Τίτο-Στάλιν, το καλοκαίρι του 1948, και η εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ επηρέασε σοβαρά το Μακεδονικό και τις σχέσεις του Τίτο με τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες. Ιδιαίτερα επηρεάστηκαν οι βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις και τα σχέδια του Τίτο προσωρινά αναστάληκαν. Έτσι, με τη διένεξη της Σοβιετικής Ένωσης Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι εγκατέλειψε τα σχέδια για την ίδρυση μιας Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας. Ακόμη η ρήξη Τίτο Στάλιν έφερε αλλαγές στους συσχετισμούς των δυνάμεων και στις ισορροπίες των Βαλκανίων καθώς επηρέασε και τις σχέσεις του Τίτο με τα άλλα βαλκανικά κράτη, αφού η Βουλγαρία, η Αλβανία και η Ρουμανία πήραν το μέρος της Μόσχας 18. Στην εργασία αυτή θίγονται τα γεγονότα που ακολούθησαν τη ρήξη της Σοβιετικής Ένωσης με τη Γιουγκοσλαβία, ο ρόλος των ΗΠΑ και γενικά των Δυτικών, η κατάσταση στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο, η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952, καθώς και η πορεία για την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου του Bled το 1954 μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας Γιουγκοσλαβίας. Τέλος γίνεται αναφορά στο Κυπριακό Ζήτημα και τις επιπτώσεις που είχε στο Σύμφωνο. Στο πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ» (σσ. 10-22) θίγονται οι σχέσεις του Τίτο με τη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, η ηγεμονική βαλκανική πολιτική που ακολούθησε ο Τίτο είχε ως αποτέλεσμα τη ρήξη μεταξύ των δύο χωρών, προκαλώντας στη Γιουγκοσλαβία σοβαρά εσωτερικά προβλήματα λόγω του οικονομικού αποκλεισμού που της επέβαλε η Κομινφόρμ. Το γεγονός αυτό προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι Η.Π.Α, των οποίων οι σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία δεν ήταν μέχρι τότε καλές. Ενώ το 1948 είδαν με σκεπτικισμό και αμηχανία τα γεγονότα, αργότερα αντιλήφθηκαν ότι μια φιλοδυτική ή έστω ουδέτερη Γιουγκοσλαβία θα παρείχε σημαντικά οφέλη στην εδραίωση της αμερικανικής επιρροής στη Ν.Α Ευρώπη, κυρίως λόγω της γεωπολιτικής της θέσης. Έτσι, ξεκινά μια περίοδος στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας, αφού προηγουμένως η Γιουγκοσλαβία είχε προβεί σε χειρονομία «καλής θελήσεως» προς τους Δυτικούς με το κλείσιμο των συνόρων στους Έλληνες αντάρτες. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Οι στόχοι της βαλκανικής πολιτικής των πρώτων μετεμφυλιακών κυβερνήσεων της Ελλάδας» (σσ.23-69), διαγράφονται οι προσπάθειες εγκαθίδρυσης σταθερής πολιτικής ηγεσίας στην Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Διαγράφεται η σημαντική τριετία από τον Αύγουστο του 1949 μέχρι την άνοδο του Παπάγου στην εξουσία το Νοέμβριο του 1952. Την περίοδο εκείνη γίνονταν και οι 18 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ.164. 11

προσπάθειες αποκατάστασης των ελληνο-τουρκικών σχέσεων με τη συνδρομή των Δυτικών Δυνάμεων. Παρουσιάζονται επίσης η πορεία που ακολούθησαν οι δύο χώρες για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το Φεβρουάριο του 1952 ενίσχυσε τις προσπάθειες για πρόσδεση της Γιουγκοσλαβίας στη Δύση. Εντούτοις η εξομάλυνση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσων δεν ήταν εύκολη, διότι στις αρχές του 1950 οι Γιουγκοσλάβοι φαίνονταν διστακτικοί να αναλάβουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία για προσέγγιση με την Ελλάδα, πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών. Η άνοδος του Πλαστήρα, στις 14 Απριλίου 1950, στην εξουσία, απλοποίησε κάπως τα πράγματα και άνοιξε το δρόμο για συνεννοήσεις. Ωστόσο υπήρχαν εμπόδια, όπως το ζήτημα της επιστροφής των παιδιών του «παιδομαζώματος» και το Μακεδονικό. Στην προσπάθειά του ο Τίτο να εξασφαλίσει δυτική βοήθεια για να διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας του προέβη σε πολλές υποχωρήσεις, με σημαντικότερη τη γιουγκοσλαβική «σιωπή» σε θέματα που σχετίζονταν με το Μακεδονικό. Η παράκαμψη αυτού του σημαντικού θέματος αποτέλεσε και τη βάση για τη θεμελίωση της ελληνο-γιουγκοσλαβικής συνεργασίας στη δεκαετία του 1950. Στο τρίτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Το τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο: Προσδοκίες και απογοητεύσεις του Δυτικού Κόσμου (1953-1954)» (σσ.70-109) διαφαίνεται όλη η διαδικασία της διπλωματικής προπαρασκευής του Τριμερούς Βαλκανικού Συμφώνου του Bled (1954). Μετά την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, ενισχύθηκαν οι προσπάθειες της Αμερικής για πρόσδεση της Γιουγκοσλαβίας στη Δύση. Πέραν όμως από τις υποδείξεις της Δύσης, το συνεχές ελληνοτουρκικό ενδιαφέρον για προσέγγιση και τη δεδομένη εχθρότητα της Σοβιετικής Ένωσης προς τη Γιουγκοσλαβία, καταλυτικό ρόλο στη συγκεκριμένη περίοδο διαδραμάτισε η διένεξη Βελιγραδίου-Ρώμης σχετικά με την περιοχή της Τεργέστης. Έπειτα από συνομιλίες και ανταλλαγές επισκέψεων μεταξύ των εκπροσώπων των τριών χωρών (Ελλάδας-Τουρκίας-Γιουγκοσλαβίας), στις 28 Φεβρουαρίου του 1953 υπογράφτηκε η Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας της Άγκυρας μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας. Η Συνθήκη της Άγκυρας προέβλεπε πολιτική συνεργασία μέσω ετήσιας συνόδου των τριών Υπουργών Εξωτερικών. Συνθήκη στρατιωτικής συνεργασίας δεν υπεγράφτηκε καθώς οι Γιουγκοσλάβοι πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αρνητικές εντυπώσεις στη Μόσχα. Το Μάρτιο του 1953 ο θάνατος του Στάλιν και η νέα πολιτική «επίθεση ειρήνης» από τη Σοβιετική Ένωση δημιούργησαν νέα δεδομένα στις διεθνείς σχέσεις και προκάλεσαν ανησυχία στη Δύση. Ο φόβος πρόσδεσης της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ ενίσχυσε τις σοβιετικές προσπάθειες ώστε να επανέλθει ο Τίτο στο Σοσιαλιστικό Στρατόπεδο. Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο οι Δυτικοί άρχισαν να πιέζουν τον Τίτο για 12

στρατιωτική συνεργασία. Έτσι οι συνομιλίες επιταχύνθηκαν και στις 9 Αυγούστου 1954 υπογράφτηκε μεταξύ των τριών χωρών η Συνθήκη Συμμαχίας, Πολιτικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας στο Bled της Σλοβενίας. Στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Η ελληνοτουρκική κρίση και η αποδυνάμωση του Βαλκανικού Συμφώνου»(σσ.110-122) θίγεται το Κυπριακό πρόβλημα που αποτέλεσε και τον κυριότερο λόγο της αποδυνάμωσης του Βαλκανικού Συμφώνου. Η απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου να προσφύγει στον ΟΗΕ το 1954 για το Κυπριακό Ζήτημα, προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ύστερα από βρετανική παρότρυνση στις διαπραγματεύσεις μπήκε και η Άγκυρα. Ωστόσο, το ναυάγιο των συνομιλιών στη Διάσκεψη του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1955 και τα ανθελληνικά γεγονότα της 6 ης Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, έφεραν τη ρήξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το συνακόλουθο «πάγωμα» της βαλκανικής συνεργασίας. Επιπλέον η άνοδος στην εξουσία του Χρουστώφ, προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1953 ξεκίνησε μια πολιτική απομάκρυνσης των «σταλινικών» από την εξουσία, ενώ το 1954 το Ανατολικό Μπλοκ ήρε τον οικονομικό αποκλεισμό που είχε επιβάλει στη Γιουγκοσλαβία η Κομινφόρμ το 1948. Στη βελτίωση των σχέσεων συνέβαλε αποφασιστικά η επίσκεψη του Χρουστώφ στο Βελιγράδι και η υπογραφή της «Διακήρυξης του Βελιγραδίου» τον Ιούνιο του 1955. Ο Χρουστώφ διακήρυξε τον αμοιβαίο σεβασμό, τη μη επέμβαση της Μόσχας στα εσωτερικά ζητήματα άλλων χωρών και την άποψη ότι «ο σοσιαλισμός χτίζεται μέσω πολλών και διαφορετικών δρόμων». Το Βαλκανικό Σύμφωνο, του οποίου ο χαρακτήρας ήταν αντισοβιετικός, δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης, εφόσον ο κίνδυνος σοβιετικής επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας είχε εξαλειφθεί. Γεγονός πάντως ήταν ότι η Γιουγκοσλαβία συνέχισε να προωθεί την πολιτική συνεργασία μεταξύ των τριών χωρών. Η Γιουγκοσλαβία ακολούθησε εκείνη την περίοδο αδέσμευτη πολιτική με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της αξίας του Συμφώνου του Bled. 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ α. Τα αίτια της ρήξης Τίτο Στάλιν Οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια χαρακτηρίστηκαν από την καλλιέργεια στενών σχέσεων, οι οποίες οδήγησαν στη σύναψη του «Συμφώνου Φιλίας και Αμοιβαίας Συνεργασίας» τον Απρίλιο του 1945 στη Μόσχα καθώς και στην υπογραφή «Συνθήκης Συμμαχίας» το Δεκέμβριο του ιδίου έτους 19. Το 1945 υπήρξε το έτος της απελευθέρωσης ολόκληρης της Ευρώπης από τους Γερμανούς και της ανασυγκρότησης και διαμόρφωσης πολιτικών και κυβερνητικών σχημάτων. Έτσι στη Γιουγκοσλαβία, σε εκλογές που διενεργήθηκαν το Νοέμβριο του 1945, το Λαϊκό Μέτωπο, που ήταν ο πολιτικός φορέας των Κομμουνιστών, έλαβε περίπου το 90% των ψήφων και παγιώθηκε στην εξουσία 20. Στις 29 Νοεμβρίου 1945, η νέα Συντακτική Συνέλευση κατάργησε τη Μοναρχία και ανακήρυξε τη Γιουγκοσλαβία «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία», αποτελούμενη από έξι Δημοκρατίες και δύο Αυτόνομες περιοχές, τη Βοϊβοντίνα και το Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια, και εξέλεξε πρωθυπουργό τον Τίτο 21. Ο Τίτο μεταξύ των ετών 1945 1948 ακολούθησε εσωτερική πολιτική, όμοια με εκείνη που ίσχυε στη Σοβιετική Ένωση, εφάρμοσε το σταλινικό πρότυπο δηλαδή αστυνόμευση των πάντων 22. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών ήταν άριστες ώστε μέχρι το Μάρτιο του 1948, η Γιουγκοσλαβία να έχει ήδη αποκτήσει τη φήμη «του πιο πιστού και αφοσιωμένου συμμάχου της Σοβιετικής Ένωσης» 23. Στις 30 Ιανουαρίου 1946 ψηφίστηκε νέο σύνταγμα στη Γιουγκοσλαβία με πρότυπο το σοβιετικό του 1936. Τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου Συντάγματος ήταν: α) Η ομοσπονδιακή δομή του Γιουγκοσλαβικού κράτους. β) Ο δημόσιος χαρακτήρας των μέσων παραγωγής 24. 19 Ντ. Λιούμποντραγκ, «Γιόσιπ Μπροζ Τίτο», Ιστορικά (Τίτο: Ο παρτιζάνος που έγινε ισόβιος ηγέτης), τεύχος 259, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Αθήνα (2004), σ.13. Με την υπογραφή της Συνθήκης Συμμαχίας, η ΕΣΣΔ αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει οικονομική βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία, αποστέλλοντας παράλληλα οικονομικούς και στρατιωτικούς συμβούλους. Βλ. Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σσ. 111-112. 20 Σ. Κ. Στάθη, Γιουγκοσλαβία και Τίτο 1919-1953. Tito-Cominform και η διαφωνία του με τον Στάλιν, εκδόσεις «Εστία», Αθήνα (1980), σσ. 307-309. Το Λαϊκό Μέτωπο ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1945, από το ΚΚΓ και βρισκόταν υπό τον έλεγχό του. Συμμετείχαν οργανώσεις και άτομα που είχαν πολεμήσει με τους Παρτιζάνους στον απελευθερωτικό αγώνα. Βλ. Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σσ.73-74. 21 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σ.74. 22 Σ. Κ. Στάθη, ό.π.,σ. 333. 23 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σ.112. 24 B. Jelavich, Ιστορία των Βαλκανίων ΙΙ, 20 ος αιώνας, τομ. Β., (μτφ. Στ. Γιαννοπούλου), εκδόσεις Πολύτροπο, (επιμ. Β. Τσοκόπουλος), Αθήνα 2006, σ. 491. Η νέα Γιουγκοσλαβία οικοδομήθηκε σε ομοσπονδιακή βάση. 14

Ακόμη ο Τίτο ακολούθησε το σταλινικό οικονομικό μοντέλο, εφαρμόζοντας την κρατικοποίηση εργοστασίων, ιδιωτικών επιχειρήσεων, τραπεζών, κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας, εξοβελισμό των αστικών κομμάτων, περιορισμό του ρόλου των Εκκλησιών και γρήγορη εκβιομηχάνιση της χώρας 25. Από το 1947 άρχισε πιο έντονα να ενεργοποιείται και να εφαρμόζεται σε όλες τις πτυχές το πενταετές αναπτυξιακό πρόγραμμα με στόχο την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας 26. Την περίοδο εκείνη σκοπός της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο έλεγχος των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η προσπάθεια των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Γαλλίας και της Ιταλίας να επεκτείνουν τον κομμουνισμό στις δυτικές χώρες. Η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Γιουγκοσλαβίας, η οποία συνόρευε με τρία μη κομμουνιστικά κράτη, την Αυστρία, την Ελλάδα και την Ιταλία, εξυπηρετούσε πλήρως το μελλοντικό πολιτικό πρόγραμμα του Στάλιν, το οποίο προέβλεπε τη χρησιμοποίησή της ως κανάλι διοχέτευσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας προς Ιταλία και Αυστρία, με τελικό στόχο την επέκταση της σοβιετικής προπαγάνδας σε χώρες όπου κυριαρχούσε ο καπιταλισμός 27. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τον Στάλιν, η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να είναι κυρίως προσκολλημένη στο σοβιετικό μπλοκ και τα συμφέροντα της μιας χώρας να ταυτίζονται με τα συμφέροντα της άλλης. Το Σεπτέμβριο του 1947, αντιπρόσωποι από τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Ρουμανίας και Τσεχοσλοβακίας συναντήθηκαν στην Πολωνία με τους αντιπροσώπους των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Γαλλίας και της Ιταλίας και συγκρότησαν την Κομινφόρμ, δηλαδή το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (χωρίς τη συμμετοχή του Αλβανικού, του Κινεζικού και του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος) 28. Ως έδρα της Κομινφόρμ Κάθε δημοκρατία είχε δική της βουλή και κυβέρνηση, ωστόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα ασκούσε κυρίαρχο ρόλο. Ακόμη το Σύνταγμα του 1946, αναγνώρισε πέντε έθνη τους Σέρβους, τους Κροάτες, τους Σλοβένους, τους Μαυροβούνιους και τους «Μακεδόνες». Οι Αλβανοί αποτελούσαν μειονότητα και έτσι δεν μπορούσαν να επικαλεστούν το δικαίωμα για ξεχωριστό έθνος εντός της Γιουγκοσλαβίας. Βλ. Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σσ.76-78. 25 Γ. Κατσόβσκα- Μαλιγκούδη, Οι Σλάβοι των Βαλκανίων: Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό τους, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα (1995), σ.151. 26 Σ. Κ. Στάθη, ό.π., σ. 317. 27 Β. Σπανός, «Στρατάρχης Τίτο: Ο Εμπνευστής του ψευδομακεδονικού έθνους» στη συλλογή Μεγάλες Μορφές του Παρελθόντος, σ.72, τομ. 14 ος,, εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα (2008),. Η γεωγραφική θέση της Γιουγκοσλαβίας είχε στρατηγική σημασία, γιατί ήταν κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που εκτεινόταν πάνω στο βορειοδυτικό τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου και σε μέρος της Κεντρικής Ευρώπης. Έτσι η Γιουγκοσλαβία χώρα ταυτόχρονα Νοτιοευρωπαϊκή, Βαλκανική, Παραδουνάβιος και Μεσογειακή κατείχε σημαντική γεωστρατηγική και γεωπολιτική θέση. Βλ. Κίτσος Π., Γιουγκοσλαβία Η πολιτικοστρατιωτική θέση της Γιουγκοσλαβίας στο διεθνές σύστημα, Η αμυντική πολιτική των Βαλκανικών κρατών, (επιμέλεια Ι. Βαληνάκης), εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 1991, σ. 261. 28 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π.,σ. 491. Η Κομινφόρμ ιδρύθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, ως αντίδραση στο Δόγμα Τρούμαν. Αποτελούσε το όργανο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων, ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερος συντονισμός των δραστηριοτήτων τους. Το Βελιγράδι προοριζόταν για μόνιμη έδρα 15

ορίστηκε το Βελιγράδι και βασικός σκοπός του Στάλιν ήταν η εξεύρεση τρόπου πλήρους στρατιωτικής και οικονομικής υποδούλωσης της Γιουγκοσλαβίας, παρακάμπτοντας τον Τίτο 29. Ωστόσο, ο Τίτο είχε διαφορετικά σχέδια στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας. Επιθυμούσε μια αυτόνομη ηγεμονική πολιτική στα Βαλκάνια έχοντας ως απώτερο στόχο του το σχηματισμό μιας Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας στην οποία η Γιουγκοσλαβία θα διαδραμάτιζε ηγετικό ρόλο 30. Έτσι, από τον Ιούλιο του 1944, η Γιουγκοσλαβία άρχισε να προωθεί την πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας προσεγγίζοντας τη Βουλγαρία, και το Νοέμβριο του ιδίου έτους άρχισε την ανταλλαγή απόψεων με τη Σόφια. Η πρόταση αυτή προέβλεπε την ίδρυση Ομοσπονδίας, την οποία θα αποτελούσαν επτά Δημοκρατίες: οι έξι νεοπαγείς Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας και η Βουλγαρία 31. Η Βουλγαρία θα είχε τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τις άλλες Δημοκρατίες, πράγμα που σήμαινε την απορρόφηση της Βουλγαρίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η Βουλγαρία, για να μην απολέσει την κρατική της οντότητα, αντιπρότεινε ένα είδος συνομοσπονδίας σε ισότιμη βάση 32. Ακόμη η Βουλγαρία ζήτησε και την επιστροφή των «δυτικών επαρχιών», των πόλεων Τσάριμπροντ και Μποσίλεγραντ, που είχαν προσαρτήσει οι Σέρβοι από τη Βουλγαρία το 1920 για στρατηγικούς λόγους, ώστε να ελέγχουν τη Σόφια. Οι βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές διαφωνίες σχετικά με το χαρακτήρα της Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας και οι αγγλικές αντιδράσεις στο ενδεχόμενο νοτιοσλαβικής ένωσης, που θα απειλούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, είχαν ως αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή των βουλγαρο-γιουγκοσλαβικών διαπραγματεύσεων. 33 Τον Ιούνιο του 1946, ενόψει της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, ο Στάλιν παρενέβη στη βουλγαρο-γιουγκοσλαβική διαμάχη για το Μακεδονικό. Η Σοβιετική Ένωση παρότρυνε τους Βούλγαρους να παραχωρήσουν πολιτιστική αυτονομία στο σλαβικό πληθυσμό της βουλγαρικής Μακεδονίας με σκοπό τη μακεδονοποίησή του, αλλά τους συνέστησε να μην επιδείξουν βιασύνη στο ζήτημα της ένωσης της βουλγαρικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική, έως ότου τεθεί ζήτημα επιστροφής των «δυτικών επαρχιών» της Κομινφόρμ. Βλ. St. K. Pavlowitch, Tito: Yugoslavia s great dictator. A reassessment, Ohio State University Press, Columbus (1996), σ. 53. 29 Μ.Κ. Dziewanowski, A history of Soviet Russia, Prentice Hall Press, (third edition), New Jersey (1989), σσ. 290-291. 30 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σ. 113 31 Γ. Κατσόβσκα- Μαλιγκούδη, ό.π., σ. 343. 32 St. K. Pavlowitch, ό.π., σ. 53. 33 Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ό.π., σ.217. 16

(Τσάριμπροντ, Μποσίλεγραντ) στη Βουλγαρία. Έτσι, στις 9 Αυγούστου 1946 με απόφασή της η Δέκατη Ολομέλεια του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναγνώρισε για ακόμη μια φορά την ύπαρξη Μακεδονικού έθνους και θεώρησε τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία ως το Πεδεμόντιο της ενοποίησης της Μακεδονίας στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο, έθεσε τη διαδικασία αυτή σε συνάρτηση με την επικείμενη σύναψη συμμαχίας μεταξύ Γιουγκοσλαβίας Βουλγαρίας, καθώς και με την επιστροφή των «δυτικών επαρχιών» 34. Κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων ( Αύγουστος 1946 Φεβρουάριος 1947), η Γιουγκοσλαβία ως αντάλλαγμα για τη μέχρι τότε πολιτική της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό υποστήριξε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Δυτικής Θράκης και παραιτήθηκε από τις βουλγαρικές πολεμικές επανορθώσεις. Αλλά με απόφαση της Συνδιάσκεψης, η Δυτική Θράκη επιδικάστηκε στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η στάση της Βουλγαρίας όσον αφορούσε το Μακεδονικό να καταστεί ιδιαίτερα επιφυλακτική, εφόσον ήταν πλέον δύσκολη η εδαφική της διέξοδος στο Αιγαίο μέσω της διπλωματικής οδού 35. Γι αυτό στη βουλγαρο-γιουγκοσλαβική συνδιάσκεψη του Bled ( 27 Ιουλίου 1 Αυγούστου 1947 ) η μόνη υποχώρηση της Βουλγαρίας όσον αφορούσε το Μακεδονικό ήταν η συγκατάθεσή της για χορήγηση πολιτιστικής αυτονομίας στη βουλγαρική Μακεδονία για τη διαμόρφωση «μακεδονικής» συνείδησης στον πληθυσμό. Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης συζητήθηκαν θέματα σχετικά με την υπογραφή Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας. Ακόμη συζητήθηκε και η περίπτωση οικονομικής συνεργασίας, τελωνειακής ένωσης, αποκατάστασης της οδικής και σιδηροδρομικής επικοινωνίας καθώς και της ασφάλειας των συνόρων 36. Τον Αύγουστο του 1947 μονογραφήθηκε στο Bled «Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας», για το οποίο δεν είχε ενημερωθεί ο Στάλιν. 37 Ο Στάλιν αντέδρασε στη μονογράφηση «Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας» μεταξύ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, γιατί δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ η Συνθήκη Ειρήνης, και έτσι οι Αγγλοαμερικανοί μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το γεγονός και να ενισχύσουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα. 38 Μόνο μετά την επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης ο Στάλιν έδωσε τη συγκατάθεσή του για υπογραφή του Συμφώνου. Έτσι στις 27 Νοεμβρίου 1947 υπογράφτηκε το «Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας» στο Evksinovgrad, κατά τη 34 Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ό.π., σσ. 220-223. 35 Αυτόθι, σ. 231. 36 Αυτόθι, σ. 232. 37 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σ. 114. 38 Κ. Κεντρώτης, «Βουλγαρία» στο συλλογικό έργο Βαλκάνια: Από το διπολισμό στη νέα εποχή, (επιμ. κειμένων Θ. Βερέμης), 2 η έκδοση, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα (1995), σσ. 380-382. 17

διάρκεια της επίσκεψης γιουγκοσλαβικής αντιπροσωπείας στη Βουλγαρία. Τη βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση παρακολουθούσε στενά η σοβιετική πλευρά, φοβούμενη τυχόν μείωση της σοβιετικής επιρροής στα Βαλκάνια, αλλά και τις αγγλο-αμερικανικές αντιδράσεις σε περίπτωση που η προσέγγιση αυτή ερμηνευόταν ότι στρεφόταν κατά της Ελλάδας με την έγκριση του Στάλιν 39. Το βουλγαρο-γιουγκοσλαβικό Σύμφωνο ακολούθησε και η υπογραφή παρόμοιων συμφωνιών της Γιουγκοσλαβίας με άλλες ανατολικές χώρες. 40 Ωστόσο, το ζήτημα της αποστολής γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία με στόχο τη μελλοντική απορρόφηση της χώρας από τη Γιουγκοσλαβία και η δέσμευση της Γιουγκοσλαβίας στον ελληνικό εμφύλιο προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του Στάλιν. Ακόμη την οργή του Στάλιν προκάλεσαν και οι δηλώσεις του Δημητρώφ για μελλοντική βαλκανική και παραδουνάβια ομοσπονδία ή συνομοσπονδία, στην οποία θα μπορούσε να λάβει μέρος και η Ελλάδα ως «Λαϊκή Δημοκρατία». Ο Στάλιν δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχθεί μείωση της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη λόγω του γιουγκοσλαβικού ηγεμονισμού. Επίσης, ο Στάλιν ενόψει του ψυχρού πολέμου φοβόταν αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς, καθόσον οι ενέργειες Τίτο Δημητρώφ μπορούσαν να ερμηνευτούν ότι είχαν τη συγκατάθεση της Σοβιετικής Ένωσης. 41 Ο Στάλιν κάλεσε στη Μόσχα τον Τίτο και το Δημητρώφ, στις 10 Φεβρουαρίου 1948, για να τους επιπλήξει. Ο Τίτο απέφυγε να πάει στη Μόσχα, προαισθανόμενος τι επρόκειτο να λεχθεί και έστειλε ως αντιπροσώπους τον Καρντέλι και το Βλαντιμίρ Μπάκαριτς. Η βουλγαρική αντιπροσωπεία αποτελείτο από τον ηγέτη του Κ.Κ.Βουλγαρίας Γκεόρκυ Δημητρώφ, τον γενικό γραμματέα Τράϊκο Κοστώφ και τον πρόεδρο της Λαϊκής Δημοκρατίας Βασίλ Κολαρώφ. Στο Κρεμλίνο ο Στάλιν άσκησε οξεία κριτική τόσο στη γιουγκοσλαβική όσο και στη βουλγαρική αντιπροσωπεία και απαίτησε τη σοβιετική γνωμοδότηση για διεθνή ζητήματα που αφορούσαν και τις δύο χώρες (Γιουγκοσλαβία-Βουλγαρία) 42. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε ο Στάλιν έναντι της 39. Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ό.π., σ.236. Η συμφωνία αυτή άρχισε να υλοποιείται με τη δημιουργία «μακεδονικών» σχολείων στη Βουλγαρία, όπου δίδασκαν δάσκαλοι από τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, με την έκδοση εφημερίδων σε «μακεδονική» γλώσσα κ.λ.π. Η ρήξη Τίτο-Στάλιν και η πλήρης ευθυγράμμιση της Βουλγαρίας με την πολιτική του Στάλιν σήμαινε και το τέλος της πολιτιστικής αυτονομίας της «Μακεδονικής» μειονότητας στη Βουλγαρία. Βλ. Γ. Κατσόβσκα Μαλιγκούδη, ό.π., σσ. 343-344. 40 Σ. Κ. Στάθη, ό.π., σ. 338. 41 Σπ. Σφέτας, ό.π., σ.243. 42 Sabrina R. Ramet, The Three Yugoslavias State: Building and Legitimation, 1918-2005, Indiana University Press, Washington (2006), σ. 175. Ο Έντβαρντ Καρντέλι (1910-1979) υπήρξε ένα από τα βασικά στελέχη του Κ.Κ.Γ. Θεωρείται ως ένας από τους κύριους θεωρητικούς της ιδεολογίας του Τίτο. Από το 1948 έως το 1953 κατείχε τη θέση του υπουργού Εξωτερικών και διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην κρίση Τίτο-Στάλιν. Υπήρξε ο θεμελιωτής του συστήματος της αυτοδιαχείρισης που εφάρμοσε ο Τίτο στη Γιουγκοσλαβία μετά το 1948. Ο Μίλοβαν Τζίλας (1911-1995) ήταν ηγετικό στέλεχος του Γιουγκοσλαβικού Κόμμουνιστικού Κόμματος. Το 1940 έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Τίτο. Συμμετείχε ενεργά στο αντιστασιακό κίνημα των παρτιζάνων και στην κυβέρνηση της εθνικής ενότητας του 1945. Ο Τζίλας διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην 18

γιουγκοσλαβικής αντιπροσωπείας σχετικά με την πολιτική της για αποστολή μεραρχίας στην Αλβανία τη στιγμή που ήταν γνωστή η πολιτική των Αγγλο-Αμερικανών έναντι της Αλβανίας 43. Έτσι, άρχισε η σοβιετο-γιουγκοσλαβική διένεξη που κορυφώθηκε με την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ στις 28 Ιουνίου 1948 44. Η ρήξη εκδηλώθηκε το Μάρτιο του 1948 όταν η ΕΣΣΔ αρνήθηκε να ανανεώσει μια διμερή εμπορική συμφωνία 45 και στις 18 Μαρτίου ο στρατηγός Μπάρσωφ αρχηγός της σοβιετικής αποστολής, παρουσιάστηκε στο γραφείο του Τίτο και του ανακοίνωσε ότι αποσύρει τους στρατιωτικούς και οικονομικούς συμβούλους του από τη Γιουγκοσλαβία, επειδή είχε διαμορφωθεί εχθρικό κλίμα εναντίον του 46. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών στις οποίες εκτίθονταν τα βασικά σημεία της διαφωνίας τους. Οι επιστολές είχαν τις υπογραφές Τίτο - Καρντέλι και Στάλιν - Μολότωφ αντίστοιχα 47. Η αλληλογραφία επικεντρώθηκε σε ιδεολογικά ζητήματα όπως η οικοδόμηση του Σοσιαλισμού που έθιγε ουσιαστικά την Κομινφόρμ. Στις επιστολές η Μόσχα κατηγόρησε την ηγεσία του ΚΚΓ για ιδεολογικές παρεκκλίσεις, στηλίτευση της πολιτικής οργάνωσης του κράτους, μείωση του ρόλου του κόμματος και αστικό εθνικισμό 48. Στις απαντήσεις του ο Τίτο υπερασπιζόταν το κόμμα του για τις συγκεκριμένες κατηγορίες και δικαιολογούσε τη γιουγκοσλαβική πλευρά. Ακόμη απάντησε δηλώνοντας ότι «όσο και αν ο καθένας από εμάς αγαπά τη χώρα του σοσιαλισμού, την ΕΣΣΔ, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αγαπά λιγότερο τη χώρα του, η οποία επίσης αναπτύσσει το σοσιαλισμό» 49. Στα τέλη Ιουνίου η Κομινφόρμ σε συνεδρίασή της στο Βουκουρέστι 50 αποφάσισε την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας 51. Οι βασικές κατηγορίες ήταν οι εξής: αυτονόμηση της Γιουγκοσλαβίας από τη Σοβιετική Ένωση το 1948. Ακόμη διατέλεσε αντιπρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας και πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης. Βλ. Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σσ.115-116. 43 Σπ. Σφέτας, ό.π., σ.243. Η Αλβανία δεν είχε γίνει ακόμη δεκτή στον ΟΗΕ και έτσι οι Αγγλο-αμερικανοί δεν την αναγνώριζαν. Αν ο Τίτο εγκαθιστούσε στην Αλβανία μεραρχία, τότε τόσο η Αγγλία όσο και η Αμερική θα έλεγαν ότι είχε καταληφθεί και επομένως θα εμφανίζονταν ως υπερασπιστές της. 44 J. B. Lampe, ό.π., σ. 237. 45 Άναλις Τ. Δ., ό.π., σ. 70. 46 Robert M. Blum, «Surprised by Tito: The Anatomy of an Intelligence Failure», Diplomatic History, volume 12, no. 1, Wilmington 1988, σ. 41. 47 S. R. Ramet, ό.π., σ. 177. 48 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σ. 117. 49 B. Jelavich, ό.π., σσ. 496-497. 50 Σ. Κ. Στάθη, ό.π., σ. 357. Η καταδίκη της Γιουγκοσλαβίας έγινε στις 28 Ιουνίου 1948, ημέρα εορτής της μάχης του Κοσσυφοπεδίου. Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου δόθηκε στις 28 Ιουνίου 1389. Τα σερβικά στρατεύματα του Lazaro Hrebeljanovic, ενισχυμένα με Βούλγαρους και Αλβανούς και συνασπισμένα με τα στρατεύματα του ηγεμόνα της Βοσνίας Tritko, συγκρούστηκαν στην πεδιάδα του Κοσόβα με τα στρατεύματα του Σουλτάνου Μουράτ Α. Η μάχη έληξε με νίκη των Οθωμανών. Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου σήμαινε και το τέλος του Μεσαιωνικού Σερβικού κράτους. Βλ. John C. Campbell, Tito s separate road. America and Yugoslavia in World Politics, published by Harber and Row, New York and Evanston (1959), σ. 12. 51 J. C. Campbell, ό.π., σ. 13-14. 19

Απόκλιση του Τίτο από τις θεωρίες Μάρξ και Λένιν, οι οποίες βασίζονταν στο διαρκή αγώνα των τάξεων. Εισχώρηση καπιταλιστικών στοιχείων στη Γιουγκοσλαβία, τα οποία εξαπλώνονταν με την ανοχή του. Ότι στη Γιουγκοσλαβία δεν υπήρχε εθνικοποιημένη καλλιεργήσιμη γη, αλλά κτηματίες και ότι υπήρχε ελευθερία στην ιδιωτική πρωτοβουλία και την καλλιέργεια αγροτεμαχίων. Ότι η Γιουγκοσλαβία ακολουθούσε μια ανεξάρτητη πολιτική πορεία μακριά από τη βοήθεια και την προστασία της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων σοσιαλιστικών καθεστώτων 52. Επομένως η ρήξη των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων αποτέλεσε και το τέλος των φιλοδοξιών του ΚΚΓ για το σχηματισμό μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Ακόμη η ρήξη επηρέασε και τις σχέσεις του Τίτο με τα άλλα βαλκανικά κράτη, καθώς η Βουλγαρία, η Αλβανία και η Ρουμανία πήραν το μέρος της Μόσχας. Έτσι οι βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις και ειδικά το Μακεδονικό τέθηκαν σε νέα βάση 53. Ακόμη και το ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική της Κομινφόρμ στο γιουγκοσλαβικό, χωρίς όμως να στραφεί έντονα κατά της Γιουγκοσλαβίας 54. Με την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας, η οικονομία της χώρας υπέστη σοβαρό πλήγμα και ο δείκτης παραγωγικότητας μειώθηκε σημαντικά. Όλες οι εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες και συμβάσεις με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και τη Σοβιετική Ένωση ακυρώθηκαν και επιβλήθηκε αργά, αλλά σταθερά, ένα είδος οικονομικού αποκλεισμού. Το πενταετές αναπτυξιακό πρόγραμμα της χώρας, που το μεγαλύτερο μέρος επιχορηγείτο από τη Σοβιετική Ένωση, υπέστη σοβαρό κλονισμό. Κάθε προγραμματισμός που συνδεόταν με το πενταετές αναπτυξιακό πρόγραμμα της χώρας διακόπηκε 55. Η Γιουγκοσλαβία έμεινε μόνη της, απομονωμένη από συμμάχους και φίλους, βαδίζοντας προς την πτώχευση. Επίσης, μια εισβολή σοβιετικών δυνάμεων φαινόταν πιθανή 56. Στόχος του Στάλιν ήταν η επιστροφή της «απομονωμένης» Γιουγκοσλαβίας στη Σοβιετική Ένωση, επειδή ήταν αδύνατο να αντέξει τέτοια οικονομική κρίση. Ωστόσο στο Ε Συνέδριο του ΚΚΕ 52 Β. Σπανός, «Στρατάρχης Τίτο: Ο εμπνευστής του ψευδομακεδονικού έθνους», ό.π., σσ. 75-76. 53 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σ. 118. Η Αλβανία υπήρξε το πρώτο Κομμουνιστικό Κράτος που επιτέθηκε κατά του Τίτο. Την 1 η Ιουλίου 1948 διακόπηκαν εντελώς οι σχέσεις των δύο χωρών, με την ακύρωση όλων των οικονομικών συμφωνιών μεταξύ τους. Η Αλβανία ζήτησε από τη Γιουγκοσλαβία να κλείσει το κέντρο πληροφοριών που διατηρούσε στα Τίρανα, ενώ δόθηκε προθεσμία 48 ωρών στο γιουγκοσλαβικό προσωπικό για να εγκαταλείψει τη χώρα. Στο εξής τα Τίρανα στήριζαν πλήρως τη Σοβιετική Ένωση. Βλ.Miranda Vickers, ό.π., σσ. 240-241. 54 Σπ. Σφέτας, ό.π., σ. 263. 55 Stephen G. Xydis, «Money for Tito», στο συλλογικό έργο What we can do in Yugoslavia?, σσ. 272-274, November 1949. 56 Σ. Κ. Στάθη, ό.π., σ. 359. 20

τον Ιούλιο του 1948 ο Τίτο, διατηρώντας σταθερή θέση απέναντι στις σοβιετικές καταγγελίες και στις προσπάθειες περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας της χώρας του, έδειξε στο Στάλιν ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον απομακρύνει από την ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας 57. 57 Stephen Clissold, Yugoslavia and the Soviet Union 1939-1973.A documentary Survey, Oxford University Press, London-New York-Toronto 1975, σ. 55. 21

β. Η προσέγγιση της Γιουγκσλαβίας με το Δυτικό Κόσμο Η ένταση στις σοβιετικο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις και η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από το σοβιετικό μπλοκ είχαν θετικό αντίκτυπο στις σχέσεις της με τη Δύση, οι οποίες κατά τη μεταπολεμική περίοδο είχαν επιδεινωθεί αρκετά εξαιτίας αρκετών γεγονότων. Η δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε με την εφαρμογή το 1946 ενός νέου νόμου για τις εθνικοποιήσεις, ο οποίος αφορούσε άμεσα την παρουσία των ξένων εταιρειών στη Γιουγκοσλαβία. Οι Αμερικανοί προσπάθησαν να εξαιρέσουν τις αμερικανικές εταιρείες που δρούσαν στη Γιουγκοσλαβία από την εφαρμογή του νόμου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η ένταση στις σχέσεις Βελιγραδίου-Ουάσιγκτον αυξήθηκε επικίνδυνα μετά την κατάρριψη ενός αμερικανικού μεταφορικού αεροπλάνου πάνω από τον εναέριο χώρο της Γιουγκοσλαβίας, τον Αύγουστο του 1946, περιστατικό που εξόργισε την αμερικανική κυβέρνηση. Ακόμη οι εδαφικές αξιώσεις της Γιουγκοσλαβίας για την περιοχή της Καρινθίας, όπου κατοικούσαν Σλοβένοι, και οι διαφορές γύρω από το ζήτημα της Τεργέστης υπονόμευσαν ακόμη περισσότερο τις αμερικανο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις 58. Υπό το πρίσμα όλων των γεγονότων που αφορούσαν τη ρήξη των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων η Δύση βρισκόταν σε αναμονή ως προς τις περαιτέρω εξελίξεις. Η ρήξη στο σοβιετικό συνασπισμό προκάλεσε αφενός ικανοποίηση στη Δύση, αφ ετέρου την επιφύλαξη ότι, εφόσον το καθεστώς του Τίτο παρέμενε πιστό στον κομμουνισμό θα ήταν πάντοτε εχθρικό προς τη Δύση και σε περίπτωση συρράξεως θα τασσόταν με την Ανατολή 59. Έτσι, Λονδίνο και Ουάσιγκτον άρχισαν να εκτιμούν ότι θα ήταν προτιμότερο να επιτραπεί στον Τίτο να καθορίσει ο ίδιος το ρυθμό προσέγγισης του με τη Δύση. Ωστόσο, από τη μεριά της η Δύση ανέμενε κάποιες χειρονομίες καλής θελήσεως, προτού προχωρήσει σε μέτρα στήριξης της Γιουγκοσλαβίας 60. Όσο η πίεση του Στάλιν προς τη Γιουγκοσλαβία αυξανόταν, τόσο η ανασφάλεια και η απόγνωση της Γιουγκοσλαβίας μεγάλωνε. Όλα αυτά τα γεγονότα ώθησαν τον Τίτο να 58 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σσ. 112-113. Το 1945, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, οι παρτιζάνοι εισέβαλαν στην περιοχή της Τεργέστης και άρχισαν να έχουν αξιώσεις στην περιοχή αυτή. Με τη Συνθήκη Ειρήνης στο Παρίσι το Φεβρουάριο του 1947, η Ιταλία ως ηττημένη υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την Τεργέστη και τη Χερσόνησο της Ιστρίας. Δημιουργήθηκε ελεύθερη περιοχή που χωρίστηκε σε δύο ζώνες. Η «Α» περιέλαβε την πόλη της Τεργέστης και την περιφέρεια και τέθηκε υπό αγγλο-αμερικανή διοίκηση, η δε «Β» ζώνη περιέλαβε την ύπαιθρο και τέθηκε υπό γιουγκοσλαβική διοίκηση. Η υπόθεση αυτή συνέβαλε στην απομάκρυνση του Τίτο από τη Δύση. Βλ. Τάσος Μ. Ηλιαδάκης, Από το Μακεδονικό στη νέα τάξη και το Σκοπιανό, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995, σσ. 116-117. Όσον αφορά την περιοχή της Καρινθίας, το Βελιγράδι έγειρε αξιώσεις σε βάρος του τμήματος της Αυστριακής επαρχίας όπου κατοικούσαν Σλοβένιοι, υποστηρίζοντας ως «μη γνήσιο» το δημοψήφισμα του 1921 από την Κοινωνία των Εθνών, με βάση του οποίου η περιοχή αυτή αποδόθηκε στην Αυστρία. Βλ. Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σ. 113. 59 Καθημερινή, 4.1.1948. 60 Β. Σπανός, «Στρατάρχης Τίτο: Ο εμπνευστής του ψευδομακεδονικού έθνους», ό.π., σ. 78. 22

στραφεί οριστικά προς τη Δύση 61. Η μεταβολή αυτή της στάσης εκ μέρους των Γιουγκοσλάβων δεν προήρθε από την επιθυμία «συμβιβασμού» με τον καπιταλισμό, αλλά ήταν συνέπεια του «μποϋκοτάζ» το οποίο εφάρμοσαν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και που βαθμιαία αυξανόταν. Η οικονομία της Γιουγκοσλαβίας είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα εκείνη την περίοδο, λόγω της ακύρωσης των εμπορικών συμβάσεων, των οικονομικών συμφωνιών και της παράδοσης πρώτων υλών στη Γιουγκοσλαβία από τα κράτη-δορυφόρους της Σοβιετικής Ένωσης 62. Οι ενέργειες αυτές ήταν φυσικό ότι θα προκαλούσαν τεράστια προβλήματα στην οικονομία της Γιουγκολαβίας, για το λόγο ότι η οικονομία της εξαρτιόταν εκείνο το διάστημα, κατά μεγάλο ποσοστό, όσον αφορούσε τις εισαγωγές και εξαγωγές της, από τα κράτη του ανατολικού μπλοκ και τη Σοβιετική Ένωση. Λάμβανε κατά 50% εισαγόμενα είδη από τα κράτη του ανατολικού μπλοκ, 80% κάρβουνο και σίδηρο και 60% πετρέλαιο από τη Σοβιετική Ένωση 63. Το σοβιετικό μπλοκ με την πολιτική που ακολούθησε έναντι της Γιουγκοσλαβίας όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτα, αλλά αντίθετα έχασε μια πολύτιμη πηγή με σπάνιες πρώτες ύλες 64. Ο αποκλεισμός της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ και οι συνακόλουθες οικονομικές συνέπειες εις βάρος της οδήγησαν τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για τους Δυτικούς 65. Τότε οι Γιουγκοσλάβοι, προκειμένου να λάβουν αμερικανική βοήθεια, προέβησαν σε χειρονομίες καλής θελήσεως. Τον Ιούλιο του 1949 ο Τίτο έφτασε στο ξεκάθαρο συμπέρασμα πως ο πολιτικός κίνδυνος ήταν μικρός, αν δεχόταν δάνεια από τη Δύση. Στις 11 Ιουλίου 1949, σε ομιλία του στην Πούλα, αναφέρθηκε στον οικονομικό αποκλεισμό της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ. Η Γιουγκοσλαβία είπε, «ότι ακόμη δεν είχε ζητήσει δάνεια από τη Δύση. Σήμερα όμως οι Γιουγκοσλάβοι είναι υποχρεωμένοι να ζητήσουν και να πάρουν ένα δάνειο, αν αυτή θελήσει να τους το δώσει». Στην ίδια ομιλία του ο Τίτο έκανε το τελικό βήμα και διακήρυξε πως έκλεινε τα γιουγκοσλαβικά σύνορα με την Ελλάδα, με το πρόσχημα ότι ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις είχαν χρησιμοποιήσει το γιουγκοσλαβικό έδαφος, δήθεν με τη συγκατάθεση γιουγκοσλάβων αξιωματικών, για να επιτεθούν στο ΔΣΕ στο Καϊμακτσαλάν, 61 J. C. Campbell, ό.π., σ. 16. 62 Σ. Κ. Στάθη, ό.π., σ.358. 63 Αυτόθι,σσ.358-359. 64 Καθημερινή, 19.6.1949. Σε άρθρο της η εφημερίδα «Μπόρμπα», απέδωσε στη Σοβιετική Ένωση τις ευθύνες της διακοπής των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Τσεχοσλοβακίας. Η πράξη αυτή θα είχε συνέπειες, όπως ανέφερε, για τον τσεχικό λαό και τους ηγέτες τους. Η διακοπή επήλθε κατόπιν αποφάσεως της Κομινφόρμ. Βλ. Καθημερινή, 19.6.1949. 65 Καθημερινή, 28.6.1949. 23

στις 5 Ιουλίου. 66 Ωστόσο, ο Τίτο προέβη σε μια σημαντική διακήρυξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του. Παραδέχτηκε ότι στράφηκε προς τη Δύση για οικονομική βοήθεια λόγω του οικονομικού αποκλεισμού του. Όπως ανέφερε, η χώρα του αποκατέστησε ήδη οικονομικές σχέσεις με ορισμένες χώρες της Δύσης και επεδίωκε τη σύναψη δανείου 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Τόνισε όμως ότι η Γιουγκοσλαβία δε θα προέβαινε σε οποιαδήποτε πολιτική παραχώρηση ως αντάλλαγμα ακόμη κι αν τα δάνεια επρόκειτο να συνδεθούν με πολιτικούς όρους. Όσον αφορούσε τις σχέσεις του με Ελλάδα, Ιταλία και Αυστρία, είπε ότι η Γιουγκοσλαβία υπήρξε σταθερή και επιθετική αντίπαλος των Δυτικών, ώστε θα ήταν παράλογο να αναμένει βοήθεια από αυτές κατά τη χρονική περίοδο που συνέχιζε την ίδια πολιτική. Συνεπώς, για να προλάβει ο Τίτο ενδεχόμενη υποβολή όρων, επιδέξια αναφέρθηκε σε αριθμό παραχωρήσεων στις οποίες ήταν διατεθειμένος να προβεί 67. Για το θέμα της Καρινθίας δήλωσε ότι η Γιουγκοσλαβία ουδέποτε επρόκειτο να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της, αλλά, κατανοώντας την παρούσα παγκόσμια κατάσταση και όντας πειθαρχημένη επρόκειτο να σεβαστεί τη διατήρηση της ειρήνης. Επιπλέον είπε ότι για την περιοχή της Τεργέστης ήταν πρόθυμος να αρχίσει διαπραγματεύσεις 68. Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, μετά την ανακοίνωση του Τίτο για το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων προς τους Έλληνες αντάρτες, δήλωσε τα εξής: «Ο Τίτο χρησιμοποίησε την αιτιολογία των συνοριακών επεισοδίων και τις κατηγορίες των ανταρτών για να δικαιολογήσει τον εαυτό του για το κλείσιμο των συνόρων προς τους αντάρτες, μέτρο το οποίο θα βοηθούσε σημαντικά την Ελληνική κυβέρνηση, και συγχρόνως για να προλάβει απόπειρες ενδεχόμενων επεισοδίων της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ, που θα τον κατηγορούσαν για συμβιβασμό με τους μοναρχοφασίστες». 69 Η πρώτη επαφή με τη Δύση έγινε μέσω της αποζημίωσης που δέχτηκε να πληρώσει η Γιουγκοσλαβία για την εθνικοποίηση των αμερικανικών περιουσιών στο εσωτερικό της χώρας. Σε αντάλλαγμα αυτής της ενέργειας, η Αμερική αποδέσμευσε από τις τράπεζές της 47.000.000 δολάρια σε χρυσό, που αποτελούσαν μέρος από το ποσό που είχε καταθέσει η βασιλική κυβέρνηση στις τράπεζές της, λίγο πριν την εισβολή των Γερμανών στη 66 E. Barker, «Γιουγκοσλαβική πολιτική προς την Ελλάδα», στο συλλογικό έργο Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο, (επιμέλεια Lars Bærentzen, Γιάννης Ο. Ιατρίδης, Ole L. Smith.), (μτφ. Α. Παρίση), εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1992, σσ. 316-317. Η δήλωση του στρατάρχη Τίτο προκάλεσε την ικανοποίηση της Ουάσινγκτον. Η δήλωση του Τίτο για το κλείσιμο των συνόρων αποτέλεσε επιτυχία της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Βλ. Καθημερινή, 12.7.1949. 67 Καθημερινή, 14.7.1949. 68 Καθημερινή, 14.7.1949. 69 E. Barker, «Γιουγκοσλαβική πολιτική», ό.π., σ.317 24

Γιουγκοσλαβία 70. Ακολούθησε η υπογραφή εμπορικής συμφωνίας ύψους 30.000.000 δολαρίων μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Μεγάλης Βρετανίας, ενώ η τράπεζα Export-Import χορήγησε δάνειο ύψους 20.000.000 δολαρίων 71. Ο πρόεδρος Τρούμαν διέθεσε, επίσης, χορηγίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων ώστε η Γιουγκοσλαβία να καταφέρει να ολοκληρώσει το πενταετές αναπτυξιακό οικονομικό της πρόγραμμα, αλλά και να ξεφύγει από τον οικονομικό αποκλεισμό που της επέβαλαν οι γείτονες και πρώην σύμμαχοί της από το ανατολικό μπλοκ 72. Η αμερικανική απόφαση να παράσχει βοήθεια και οικονομική στήριξη στον Τίτο δεν προήλθε έτσι ξαφνικά, χωρίς δισταγμούς, επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Ακόμη η αμερικανική πολιτική έναντι του Τίτο απέβλεπε στο να αποδείξει στα ανατολικά κράτη ότι ήταν έτοιμη να τα ενισχύσει να εξέλθουν της οικονομικής κρίσης, εάν απέβαλλαν την εξάρτησή τους από το Κρεμλίνο, αναλαμβάνοντας πλήρη ανεξαρτησία από τη Σοβιετική Ένωση 73. Ωστόσο η ρήξη Τίτο-Στάλιν ήρθε σε μια χρονική στιγμή, όπου ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν σε έξαρση και η Αμερική στρεφόταν όχι μόνο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και του Παγκόσμιου Κομμουνισμού. Ήταν η περίοδος εκείνη, που οι Σοβιετικοί το 1949 πραγματοποίησαν με επιτυχία την πρώτη δοκιμή της ατομικής βόμβας. Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην Άπω Ανατολή ενθάρρυνε τον Στάλιν να δώσει τη συγκατάθεσή του στον κομμουνιστή ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Β Σάνγκ να αρχίσει προετοιμασίες για την ένωση της Βόρεια Κορέας με τη Νότια, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των Δυτικών δυνάμεων 74. Οι σοβιετο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις οξύνθηκαν, όταν στις 29 Σεπτεμβρίου η Σοβιετική Ένωση κατήγγειλε το «Σύμφωνο Φιλίας» με τη Γιουγκοσλαβία. Η καταγγελία προήλθε μέσω διακοίνωσης που επιδόθηκε από τον υφυπουργό Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Αντρέι Γκρομύκο προς το Γιουγκοσλάβο Επιτετραμμένο στη Μόσχα. Αιτιολογία 70 Σ. Κ. Στάθη, ό.π., σ. 386. 71 N. V. Ganaris, The economies of the Balkan countries: Albania, Bulgaria, Greece, Romania, Turkey, and Yugoslavia, Praeger Special Studies, New York, 1982, σ. 48. 72 Henry N. Brands, «Redefining the Cold War: American Policy toward Yugoslavia, 1948-60», Diplomatic History, (ed. Michael J. Hogan), vol. 11, No.1, published by Scholary Resources Inc., Wilmington 1987, σ. 44. 73 Καθημερινή, 19.9.1949. 74 J. C. Campbell, ό.π., σ. 18. Η παροχή οικονομικής ενίσχυσης χαρακτηρίστηκε ως «παρακινδυνευμένη ενέργεια» από αρμόδιους κύκλους του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Ωστόσο το State Department θέλοντας να καταστείλει τις ανησυχίες που προκάλεσε στην αμερικανική κοινή γνώμη η διαφωνία και η γνώμη που εξέφρασε ο Αμερικανός υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Τζόνσον, εναντίον της παροχής βοήθειας προς τη Γιουγκοσλαβία, προέβη σε εξηγήσεις σχετικά με το σκοπό της Αμερικανικής ενέργειας. Με την ενέργεια αυτή, οι Η.Π.Α., πέραν από τη βοήθεια προς τον Τίτο, απέβλεπαν στο να προκαλέσουν «σωτήριες σκέψεις» και στις άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, οι οποίες γνώριζαν ήδη ότι το συμφέρον τους δε βρισκόταν στην πλήρη δεσποτία τους από τη Μόσχα. Βλ. Καθημερινή, 5.8.1949. 25

της καταγγελίας ήταν οι κατηγορίες που προέβαλε ο τέως υπουργός των Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της Ουγγρικής κυβέρνησης Λάζλο Ράικ περί δήθεν ενεργειών της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης για ανατροπή του ουγγρικού καθεστώτος. Η ενέργεια αυτή της Σοβιετικής Ένωσης οριστικοποιούσε τη ρήξη. Μετά τη διακοίνωση αυτή αναχώρησαν από το Βελιγράδι και οι πρεσβευτές των χωρών της Σοβιετικής Ένωσης 75. Οι εξελίξεις ανησύχησαν τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν απέκλειαν πλέον το ενδεχόμενο σοβιετικής επίθεσης στη Γιουγκοσλαβία. Έτσι σε υπόμνημα την 20 η Δεκεμβρίου 1949 του State Department προς τη βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον τονιζόταν η ανάγκη να ενισχυθεί οικονομικά ο Τίτο, ώστε να αντέξει τις πιέσεις από τη Σοβιετική Ένωση και να χορηγηθεί επιπλέον στρατιωτική βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης εναντίον της 76. 75 Καθημερινή, 30.9.1949. Η σοβιετική καταγγελία δεν προκάλεσε έκπληξη, ούτε στη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ούτε στο γιουγκοσλαβικό λαό. Διάφορες εχθρικές πράξεις εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης αμέσως μετά τη διάσταση Γιουγκοσλαβίας-Κομινφόρμ, είχαν καταστήσει το σύμφωνο «νεκρό γράμμα.». Βλ. Καθημερινή, 1.10.1949. 76 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών πολιτικών σχέσεων (1950-1951)», σ.622, Πρακτικά ΚΔ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου, (ανάτυπο), 30-1 Ιουνίου 2003, Θεσσαλονίκη 2004, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, σσ. 621-642. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ:Οι στόχοι της βαλκανικής πολιτικής των πρώτων μετεμφυλιακών κυβερνήσεων της Ελλάδας α.το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και οι προσπάθειες εγκαθίδρυσης σταθερών πολιτικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα μέχρι την άνοδο Παπάγου το 1952 Η τριετία που καλύπτει το τέλος του εμφυλίου πολέμου από τον Αύγουστο του 1949 μέχρι την άνοδο του Παπάγου στην εξουσία το Νοέμβριο του 1952 αποτέλεσε την αφετηρία όλων των πολιτικών εξελίξεων που σημάδεψαν την ελληνική εθνική και πολιτική ζωή ως τις μέρες μας 77. Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος τερματίστηκε στην περιοχή Γράμμου-Βίτσι. Ο Δ.Σ.Ε έδωσε την τελευταία του μάχη απομονωμένος, έχοντας μόνο τη βοήθεια της Αλβανίας και χωρίς τη δυνατότητα υποχώρησης και ανασύνταξης στο γιουγκοσλαβικό έδαφος 78. Μέχρι τότε η Γιουγκοσλαβία αποτελούσε την κύρια εξωτερική στήριξη του Δ.Σ.Ε, ο οποίος όχι μόνο ανεφοδιαζόταν από τη γείτονα χώρα, αλλά, και όποτε τα τμήματά του ήθελαν να ξεφύγουν από την καταδίωξη του Εθνικού Στρατού, κατέφευγαν στη Γιουγκοσλαβία όπου και ανασυντάσσονταν 79. Η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο-Βίτσι σηματοδοτούσε και το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά από μια δεκαετία αδιάκοπων πολέμων, κατοχής και εμφύλιας σύγκρουσης, η Ελλάδα έμπαινε σε μια νέα φάση της ιστορίας της, όπου έπρεπε να ανασυγκροτηθεί και κατόπιν να αναπτυχθεί 80. Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου τερματίστηκε ο κύριος ρόλος και προορισμός της Βουλής που είχε εκλεγεί το Μάρτιο του 1946, και της Κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας», η 77 Π. Παρασκευοπούλου, Φιλελεύθερα ανοίγματα στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο: Η άνοδος και η πτώση του Πλαστήρα, εκδόσεις Φυτράκης/Ο Τύπος Α.Ε-Σύγχρονη Ιστορία, Αθήνα (1987), σ. 5. 78 Β. Κόντης, Η περίοδος του εμφυλίου πολέμου, ό.π., σ. 157. Στις 10 Ιουλίου 1949 ο Τίτο έκλεισε τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, μετά την οριστική σύνταξη του ΚΚΕ με τη Μόσχα. H απόφαση της 5 ης Ολομέλειας του ΚΚΕ αποξένωσε το τιτοϊκό καθεστώς με καταστροφικές συνέπειες για τον αγώνα του ΔΣΕ. Η απόφαση είχε αντιγιουγκοσλαβικό χαρακτήρα και εντασσόταν στην πολιτική του ΚΚΕ να λάβει το μέρος της Μόσχας, στη διαμάχη της με το Βελιγράδι. Βλ. Δ. Γ. Κουσουλάς, Κ.Κ.Ε: Τα πρώτα τριάντα χρόνια 1918-1949, (πρόλογος Κρις Μ. Γούντχαουζ), εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα (1985), σσ. 307-308. Το Κ.Κ.Ε, κατά την πρώτη ολομέλεια, επαναδιατύπωσε τις απόψεις του σχετικά με το Mακεδονικό και αποδέχτηκε τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης «ενιαίας» Μακεδονίας, όπως η ιδέα αυτή είχε διατυπωθεί από την Κομιντέρ στο Μεσοπόλεμο και όχι όπως προβαλλόταν από το τιτοϊκό καθεστώς. Βλ. Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας: O Εμφύλιος, τόμ. Δ, εκδόσεις Πατάκη, 7 η έκδοση, Αθήνα (2005), σσ. 291-293. 79 Β. Κόντης, Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου, ό.π., σ.154. 80 Π. Παρασκευοπούλου, ό.π., σ. 5. Παρά την ήττα του ΔΣΕ και την αποτυχία της Σοβιετικής Ένωσης να διατηρήσουν οποιαδήποτε επιρροή στην Ελλάδα, ο Στάλιν πέτυχε το στόχο του, να μη χάσει την Αλβανία, η οποία με τη ρήξη Τίτο-Στάλιν στράφηκε ολοκληρωτικά προς τη Μόσχα. Εξάλλου για το Στάλιν το ελληνικό κόμμα μπορούσε να αναλωθεί, εφόσον η Ελλάδα είχε ήδη δεχτεί τη δυτική επιρροή. Βλ. Β. Κόντης, Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου, ό.π., σ. 158. 27

οποία είχε την ευθύνη για την τελευταία διετία του Εμφυλίου. Επομένως, η διενέργεια νέων εκλογών προσλάμβανε βαρύνουσα σημασία για τη νομιμοποίηση του αποτελέσματος του Εμφυλίου και ταυτόχρονα αποτελούσε τη βάση για την ανασυγκρότηση των πολιτικών κομμάτων και τη διαμόρφωση σταθερής πολιτικής εξουσίας. Οι επικείμενες εκλογές έπαιρναν τη μορφή και τα χαρακτηριστικά «πρώτων» εκλογών, δηλαδή εκλογών που πραγματοποιούνταν για πρώτη φορά μετά από μεγάλο διάστημα αναστολής των κοινοβουλευτικών θεσμών 81. Ακριβώς εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας που λάμβαναν οι νέες εκλογές έγιναν ορισμένες προσπάθειες για την αναβολή τους και το σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης με χρονικά περιορισμένη διάρκεια 82. Έτσι ξεκίνησε η ιδέα της δημιουργίας ισχυρής «μεταβατικής εξωκοινοβουλευτικής κυβέρνησης», με στόχο την ολοκλήρωση της νίκης κατά των κομμουνιστών στο εξωτερικό και την ανόρθωση της χώρας από τα ερείπια του πολέμου. Ως πρωθυπουργός προοριζόταν ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος. Στο προσκήνιο της «μεταβατικής» βρισκόταν ο ΙΔΕΑ και οι Π. Πιπινέλης, ο Σπ. Μαρκεζίνης και άλλοι πολιτικοί παράγοντες, που είχαν την εύνοια των Ανακτόρων 83. Ωστόσο στην αμερικανική πλευρά επικρατούσε αντίθετη άποψη. Σημαντικές ήταν οι δημόσιες παρεμβάσεις του Αμερικανού Πρεσβευτή Χένρυ Γκραίηντυ, ο οποίος δήλωσε ότι «οι εκλογές πρέπει να διενεργηθούν όσο το δυνατό ταχύτερα για να αποδειχτεί ότι η Ελλάδα παραμένει πιστή στις δημοκρατικές αρχές και στις δημοκρατικές μεθόδους και μάλιστα να διεξαχθούν σύντομα» 84. Οι δηλώσεις αυτές αποθάρρυναν τον Αλέξανδρο Παπάγο, ο οποίος είχε δηλώσει στα μέσα Δεκεμβρίου, ότι «η δικτατορία θα ήταν ο τάφος της χώρας». Παρόλο που ο Παπάγος εκείνη την εποχή ως αρχιστράτηγος κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και με την 81 R. Clogg, Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 170-2000, (μτφ. Λ. Παπαδάκη και Μ. Μαυρομμάτη), Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2 η έκδοση, Αθήνα (2003), σσ. 170-171. 82 Δ. Α. Δρογίδης, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία 1453-1997, εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 558. 83 Π. Παρασκευοπούλου, ό.π., σσ. 42-44. Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε το 1883 και υπήρξε στρατιωτικός και πολιτικός. Διετέλεσε αρχιστράτηγος κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, καθώς και στο τελευταίο στάδιο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Το 1952, το κόμμα του, ο Ελληνικός Συναγερμός, πήρε την πλειοψηφία στις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση. Παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι το θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1955. Βλ. Μ. Ζενέβουα, Η Ελλάς του Καραμανλή ή η Δημοκρατία δυσχερής;, (πρόλογος. Κ.Τσάτσου),εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 1972, σσ. 163-166. Ο ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) ιδρύθηκε το 1944, προτού λήξει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, όσο ακόμη η Ελληνική κυβέρνηση ήταν εξόριστη στη Μέση Ανατολή. Ο ΙΔΕΑ δημιουργήθηκε από νεαρούς αξιωματικούς, οι οποίοι επιδίωκαν να ενισχύσουν τη θέση τους έναντι των βενιζελικών αξιωματικών που είχαν αποστρατευθεί ή αποταχθεί μετά το κίνημα του 1935 και ανακλήθηκαν στην ενεργό υπηρεσία από τους Βρετανούς. Βλ. Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας: Ο Αμερικανικός παράγων, 1947-1967, (πρόλογος Λ. Καραπαναγιώτης), εκδόσεις Εστία, 19 η έκδοση, Αθήνα (2003), σ. 27. 84 Σ. Ριζάς, Οι Αμερικανοί και το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, Ιστορικά (Από τα Δεκεμβριανά στον Εμφύλιο), Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, εκδόσεις Χ.Κ. Τεγόπουλος, 15-11-2008, Αθήνα, σσ. 177-178. 28

πρόσφατη αίγλη του νικητή είχε τις καλύτερες προϋποθέσεις να επιβληθεί στη χώρα, γνώριζε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, και αυτό το γνώριζε από την Αμερική 85. Η Αμερική εκείνη την περίοδο ενδιαφερόταν στα Βαλκάνια να προσεγγίσει τον Τίτο και να τον αποσπάσει ολοκληρωτικά από την επιρροή του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Ο καλύτερος τρόπος επομένως ήταν να γεφυρωθεί αρχικά το χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Η Αθήνα αποτελούσε το μόνο δρόμο για τη δυτική προσπέλαση προς το Βελιγράδι. Αλλά η προσέγγιση Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας δεν μπορούσε να γίνει με δικτατορική ελληνική κυβέρνηση ή με κυβέρνηση που θα είχε πρωθυπουργό τον αρχιστράτηγο του Εμφυλίου Πολέμου. Έτσι και αλλιώς σε εκείνη τη φάση, η ρήξη Γιουγκοσλαβίας-Μόσχας εκδηλωνόταν κυρίως στο ιδεολογικοπολιτικό προπαγανδιστικό επίπεδο. Επομένως, έπρεπε οι Αμερικανοί που ήταν προσεκτικοί στις κινήσεις τους, να προσελκύσουν και να κερδίσουν το γιουγκοσλαβικό λαό. Πέραν από αυτό, η Αμερική εκείνη την περίοδο επιχειρούσε με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία ανασύνταξη των πολεμικών δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης, στο όνομα της ελευθερίας και της δημοκρατίας και της αποστασιοποίησης από το «σοβιετικό ολοκληρωτισμό». Για να μπορέσει να ενταχθεί και η Ελλάδα σ αυτή την ανασύνταξη, θα έπρεπε να έχει κοινοβουλευτική δημοκρατική κυβέρνηση για να μην προκαλείται η δημοκρατική ευρωπαϊκή κοινή γνώμη 86. Τα διάφορα σχέδια για την αναβολή των εκλογών όχι μόνο δεν καρποφόρησαν, αλλά η διεξαγωγή των εκλογών επισπεύσθηκε λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης Αλέξανδρου Διομήδη στις 6 Ιανουαρίου 1950 87. Αφορμή για την κυβερνητική κρίση και την επίσπευση των εκλογών υπήρξε μια περιοδεία του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, που χαρακτηρίστηκε προεκλογική από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, και ιδιαίτερα μια δήλωσή του εναντίον του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου και της πιθανολογούμενης ανάμειξής του στην πολιτική 88. Ως αντίδραση στη δήλωση του Κ. Τσαλδάρη, το Κόμμα των Φιλελευθέρων απέσυρε τους υπουργούς του από την κυβέρνηση, ενώ ο Αλέξανδρος Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του, κρίνοντας ότι η θέση του αρχιστράτηγου προϋποθέτει στενή συνεργασία με την κυβέρνηση, στηριζόμενη στην ειλικρίνεια και την ευθύτητα, κάτι το οποίο απουσίαζε. 89 85 Π. Παρασκευοπούλου, ό.π., σσ. 45-46. 86 Καθημερινή, 6.1.1950. 87 Μ. Ζενεβουά, ό.π., σ. 163. Ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Τσαλδάρης σε λόγο του στην Τρίπολη είπε τα εξής: «Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι αναμφισβήτητα πρόσφεραν υπηρεσία τινά εις τον αγώνα. Αλλά εάν προχωρήσουν και αλλαχθούν θα προξενήσουν ζημιά εις τον τόπο». Βλ. Καθημερινή, 6.1.1950. 88 Καθημερινή, 6.1.1950. 89 Καθημερινή, 7.1.1950. Οι προσεχείς εκλογές θα αποδείκνυαν, αν η Ελλάδα είχε επιστρέψει σε ομαλές συνθήκες και αν καρποφόρησε το Δόγμα Τρούμαν. Ακόμη λόγω του γεγονότος ότι οι εκλογές θα διεξάγονταν χωρίς την εποπτεία των παρατηρητών, αυτό θα συντελούσε στο ν αποδείξει αν είχαν ακολουθηθεί δημοκρατικοί μέθοδοι. Βλ. Καθημερινή, 10.1.1950. 29

Την κυβέρνηση Διομήδη διαδέχτηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον τέως πρόεδρο της Βουλής κ. Ιωάννη Θεοτόκη, στον οποίο δόθηκε από το βασιλιά το δικαίωμα της διάλυσης της Βουλής. Σκοπός της κυβέρνησης αυτής ήταν η διενέργεια των εκλογών. Η κυβέρνηση Θεοτόκη προχώρησε αμέσως στη διάλυση της Βουλής, προκήρυξε εκλογές για τις 19 Φεβρουαρίου 1950 και επεδίωξε την υιοθέτηση πλειοψηφικού συστήματος, χωρίς κομματικά ψηφοδέλτια 90. Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος προκάλεσε την αντίδραση των περισσότερων κομμάτων, τα οποία δήλωσαν ότι η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν είχε το δικαίωμα να μεταβάλει μέσω αναγκαστικού νόμου το εκλογικό σύστημα και έτσι αποφασίστηκε η διατήρησή του εν ισχύ εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής 91. Ωστόσο λόγω της καθυστέρησης που προκλήθηκε από τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το εκλογικό σύστημα αποφασίστηκε να αναβληθούν οι εκλογές για δύο βδομάδες και ορίστηκε ως νέα ημερομηνία διεξαγωγής τους η 5 η Μαρτίου 1950 92. Μετά την οριστική αναγγελία της μέρας των εκλογών και του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, με περιορισμό του αριθμού των βουλευτών στους 250, άρχισαν οι ζυμώσεις στα κόμματα για τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων. Στις 14 Ιανουαρίου 1950 το κόμμα των Προοδευτικών Φιλελευθέρων του Πλαστήρα και το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα του Εμμ. Τσουδερού συγχωνεύτηκαν σε πολιτικό συνασπισμό με αρχηγό τον στρατηγό Πλαστήρα με την επωνυμία Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ). Στη συνέχεια οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς κινήθηκαν για τη δημιουργία αριστερού εκλογικού μετώπου. Από τις κινήσεις αυτές προέκυψε η «Δημοκρατική Παράταξη» (Δ.Π.) με τη συμμετοχή των κομμάτων ΣΚ-ΕΛΔ των Σβώλου- Τσιριμώκου, Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών και του Ιωάννη Σοφιανόπουλου με τους Αριστερούς Φιλελεύθερους του Νεοκ. Γρηγοριάδη και Σταμ. Χατζημπέη 93. Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν συγκλονιστικά και ανέδειξαν ορισμένα καθοριστικά στοιχεία. Ο ελληνικός λαός καταδίκασε αποφασιστικά την πολιτική του Εμφυλίου Πολέμου και τα παλιά κόμματα που την εκφράζανε. Τα παραδοσιακά κόμματα, Λαϊκό και Κόμμα Φιλελευθέρων, υπέστησαν εντυπωσιακή φθορά, όπως επίσης και τα κόμματα της Δεξιάς, ενώ το Κέντρο παρουσίασε άνοδο. Σε αντίθεση η εκλογική επιτυχία των Αριστερών και Κεντροαριστερών δυνάμεων, ΕΠΕΚ και Δημοκρατικής Παράταξης, 90 Βήμα, 14.1.1950. 91 Αρχείο Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Στο εξής θα αναφέρεται ως Α.Ι.Μ.Χ.Α.) Records of the Department State (Στο εξής θα αναφέρεται ως R.D.S.): Relating to the Iternal affair of Greece 1950-1954, Roll 1,781.00/1-1950, No.6110, February 27 1950, confidential, Secretary Mr. Mc Chee to the Department of State. 92 Π. Παρασκευοπούλου, ό.π., σσ. 60-63. 93 C.M. Woodhouse, The story of modern Greece, Faber and Faber Press, London (1990), σσ. 260-261. 30

απέδειξε ότι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος αποδοκίμασε την πολιτική της προηγούμενης τετραετίας, δηλαδή των νικητών του Εμφυλίου 94. Αναλυτικότερα τα αποτελέσματα μετά την καταμέτρηση των ψήφων διαμορφώθηκαν ως εξής: Λαϊκό Κόμμα, με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη έλαβε 317.512 (18,8% των ψήφων και 56 έδρες). Κόμμα Φιλελευθέρων, με αρχηγό το Σοφοκλή Βενιζέλο έλαβε 291.083 (17,2% των ψήφων και 56 έδρες). Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ), με συνεργασία Νικόλαου Πλαστήρα και Εμμανουήλ Τσουδερού έλαβε 277.738 (16,4 των ψήφων και 45 έδρες). Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου έλαβε 180.185 (10,7% των ψήφων και 18 έδρες). Δημοκρατική Παράταξη (ΔΠ) έλαβε 163.824 (9,7% των ψήφων και 18 έδρες). Π.Α.Π. με αρχηγούς τους Κοτζιά, Μανιαδάκη, Τουρκοβασίλη έλαβε 137.618 (8,15% των ψήφων και 16 έδρες). Μ.Ε.Α με αρχηγούς τους Κανελλόπουλο, Σακελλαρίου, Παπαδόπουλο έλαβε 88.979 (5,3% των ψήφων και 7 έδρες). Π.Α.Ε με αρχηγό το Μπαλτατζή-Μυλωνά έλαβε 44.308 (2,6% των ψήφων και 3 έδρες). Νέο Κόμμα με αρχηγό το Σπύρο Μαρκεζίνη έλαβε 42.157 (2,5 των ψήφων και 1 έδρα). Από το αποτέλεσμα η σύνθεση της Βουλής δεν επέτρεπε το σχηματισμό ομοιογενούς κυβέρνησης, αλλά ούτε κυβέρνησης στηριζόμενης στα δύο μεγάλα κόμματα. Χρειάζονταν τουλάχιστον τρία κόμματα για να συγκροτηθεί άνετη πλειοψηφία. Έπειτα από αρκετές ταλαντεύσεις και αλλεπάλληλες μετατροπές στις συμμαχίες των κομμάτων, στις 12 Μαρτίου 1950, οι αρχηγοί του Κέντρου (Ν. Πλαστήρας, Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Ε. Τσουδερός) συνυπέγραψαν και απέστειλαν στο βασιλιά πρωτόκολλο κυβερνητικής συνεργασίας, συμφωνώντας να προτείνουν ως πρωθυπουργό το Νικόλαο Πλαστήρα 95. Υπέρ του Νικόλαου Πλαστήρα ως πρωθυπουργού ήταν και η Αμερική. Εκείνη την περίοδο η αμερικανική εξωτερική πολιτική, επιδιώκοντας την προσέγγιση Ελλάδας Γιουγκοσλαβίας, 94 Δ. Α. Δρογίδης, ό.π., σ. 558-559. Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν έδωσαν σε κανένα κόμμα σταθερό προβάδισμα για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Βλ. Αυτόθι σ. 559. Τα αποτελέσματα των εκλογών φανέρωσαν τη λαϊκή αποδοκιμασία στην πολιτική και στο κλίμα του εμφυλίου. Ήταν η καταδίκη του ιδίου του Εμφυλίου Πολέμου και εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που τον πραγματοποίησαν. Ο λαός επιθυμούσε το συμβιβασμό και τη συμφιλίωση. Βλ. David Close, Ελλάδα 1945-2004, (μτφ. Γ. Μερτίκας), εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη (2005), σ. 147. 95 Δαφνής Γρηγορίου, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα (1970), σσ. 455-456. 31

προσανατολιζόταν για μετακίνηση της εξουσίας από τη Δεξιά στις Φιλελεύθερες κεντρικές πολιτικές δυνάμεις. 96 Ωστόσο, τα Ανάκτορα επέδειξαν αντιπάθεια προς τον Πλαστήρα και δεν επιθυμούσαν να του αναθέσουν την προεδρία της κυβέρνησης. Ο σχολιαστής της εξωτερικής πολιτικής της εφημερίδας «New York Times» Σουλτσμπέργκερ, στο έργο του «Πολιτικά Παρασκήνια της εποχής μας» έγραψε: «Αθήνα, 8 Μαρτίου 1950. Σήμερα το πρωί είδα τον βασιλιά Παύλο στα Ανάκτορα. Ήταν ενοχλημένος επειδή ο Πλαστήρας κέρδισε πολλές ψήφους. Ο βασιλιάς είχε πει ότι ο Πλαστήρας ήταν ένας από τους τρεις ανθρώπους που σε καμία περίπτωση δεν θα τον καλούσε να σχηματίσει κυβέρνηση και δεν θα του έδινε ποτέ το χέρι. Ακόμη ο βασιλιάς κατηγόρησε τον Πλαστήρα ότι ήταν ο άμεσος υπεύθυνος για την καταστροφή της Μ. Ασίας το 1922. Ο Πλαστήρας ήταν συνταγματάρχης, διοικητής συντάγματος, και υποχώρησε κατά τη διάρκεια της μάχης καθιστώντας έτσι δυνατή την τουρκική διείσδυση που επιτάχυνε την ήττα» 97. Έτσι, στις 22 Μαρτίου, η πολιτική κατάσταση στη χώρα είχε λάβει απρόβλεπτη τροπή. Ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε την εντολή για σχηματισμό της κυβέρνησης στο Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος, αθετώντας τη συμφωνία με τους αρχηγούς του Κέντρου, σχημάτισε κυβέρνηση με τον Π. Κανελλόπουλο και την υποστήριξη του Λαϊκού Κόμματος. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος αποδέχτηκε τη βασιλική εντολή, τινάζοντας στον αέρα και τυπικά τη συμφωνία των τεσσάρων αρχηγών 98. Μετά την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον Σοφοκλή Βενιζέλο, η αμερικανική αντίδραση υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Ύστερα από την έντονη και δημόσια παρέμβαση του Αμερικανού πρεσβευτή Χ. Γκραίηντυ, ο οποίος απείλησε και με διακοπή της αμερικανικής βοήθειας, η κυβέρνηση Βενιζέλου, πριν καν παρουσιαστεί στη Βουλή, παραιτήθηκε 99. 96 Δ. Α. Δρογίδης, ό.π., σ. 560. Υπό την πολιτική κυριαρχία του κέντρου, έξι κυβερνήσεις είχαν ακολουθήσει η μια την άλλη. Το Κέντρο προερχόταν από παλιά αντιβασιλικά κόμματα: Φιλελεύθεροι (Σ. Βενιζέλος), ΕΠΕΚ (Πλαστήρας) και το Κόμμα του Παπανδρέου. Ο αντιβασιλισμός ήταν η κοινή τους καταγωγή και τα τρία μαζί διέθεταν την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία: 136 έδρες στις 250. Το γεγονός, όμως, ότι οι αρχηγοί τους, στα ενδότερα του συνασπισμού τους, είχαν παραμείνει κομματάρχες και αντίπαλοι, αποτέλεσε πρόβλημα στο σχηματισμό ισχυρής και βιώσιμης κυβέρνησης. Βλ. Μ. Ζενεβουά, ό.π., σ. 164. 97 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 457. 98 Βήμα, 23.3.1950. Ο Βασιλιάς Παύλος και ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχαν συμφωνήσει και είχαν πάρει τις αποφάσεις τους, ότι δηλαδή, δε θα άφηναν να μετακινηθεί η πολιτική εξουσία από τα χέρια των πολιτικών δυνάμεων που είχαν διεξαγάγει νικηφόρα τον Ελληνικό Εμφύλιο. Ιδιαίτερα δεν επιθυμούσαν να δώσουν την πρωθυπουργία στον Πλαστήρα, προς τον οποίο έτρεφαν και οι δύο το ίδιο μίσος. Βλ. Δ. Τ. Άναλις, ό.π., σσ. 193-194. 99 Βήμα, 1.4.1950. Η αμερικανική αποστολή είχε αναστείλει την έγκριση πιστώσεων προς εκτέλεση μεγάλων παραγωγικών έργων, μέχρι να αποσαφηνιστεί η πολιτική κατάσταση. Αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν δυνατή να γίνει έναρξη οποιουδήποτε νέου έργου, είτε δια διαθέσεως δραχμών είτε δια τοποθέτησης παραγγελιών για κεφαλαιουχικά αγαθά στο εξωτερικό. Βλ. Βήμα, 4.4.1950. Ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών, κ. Άτσεσον, σε δηλώσεις του τόνισε ότι ενέκρινε πλήρως τη στάση του κ. Γκραίηντυ, μολονότι η επιστολή του 32

Όλα πια έδειχναν ότι τα πολιτικά δρώμενα ακολουθούσαν άλλη πορεία. Στις 14 Απριλίου ο στρατηγός Πλαστήρας κλήθηκε στα ανάκτορα, όπου πήρε την εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση. Την επόμενη μέρα, στις 15 Απριλίου 1950, ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση του στρατηγού Πλαστήρα. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας, αντιπρόεδρος και υπουργός εσωτερικών ο Γεώργιος Παπανδρέου και υπουργός Συντονισμού ο Εμμανουήλ Τσουδερός, ενώ ο Σοφοκλής Βενιζέλος αρνήθηκε να πάρει προσωπικά μέρος στην κυβέρνηση με τη δικαιολογία ότι λόγοι υγείας τον ανάγκαζαν να πάει στο εξωτερικό για ανάπαυση 100. Την κυβέρνηση Πλαστήρα χαιρέτησε αμέσως η Αμερικανική Κυβέρνηση, ενώ τα Ανάκτορα δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν την αμερικανική επέμβαση, η οποία ανάγκασε τον Βενιζέλο να παραιτηθεί και να γίνει ο Πλαστήρας πρωθυπουργός. Παράλληλα εκδηλώθηκαν και οι πρώτες επίσημες θετικές γιουγκοσλαβικές αντιδράσεις προς την κυβέρνηση Πλαστήρα. Από αυτές έγινε φανερό ότι επιταχυνόταν η ελληνο-γιουγκοσλαβική προσέγγιση για την οποία άμεσα ενδιαφέρονταν οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Στρατάρχης Τίτο δήλωσε στη Γιουγκοσλαβική Εθνοσυνέλευση ότι, λόγω των τελευταίων εξελίξεων στην Ελλάδα θα μπορούσε να υπάρξει δυνατότητα ουσιαστικής βελτίωσης των μεταξύ τους σχέσεων 101. Εν τούτοις, η κυβέρνηση Πλαστήρα παρέμεινε στην εξουσία μόνο για τέσσερις μήνες. Με κρίσιμο ζήτημα τα «μέτρα ειρηνεύσεως» που προώθησε η κυβέρνηση (δυνατότητα αναθεώρησης των αποφάσεων των Έκτακτων Στρατοδικείων, κατάργηση του «Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρόνησου» κλπ.) και με αφορμή μια δήλωση του πρωθυπουργού στην Τήνο, τη μέρα εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου, εναντίον της θανατικής ποινής των εξόριστων αριστερών στρατιωτικών του Εμφυλίου το Κόμμα των Φιλελεύθερων απέσυρε την υποστήριξή του και ο Ν. Πλαστήρας αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 18 Αυγούστου 1950 102. προς τον κ. Βενιζέλο, δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως στο State Department και ότι ο πρεσβευτής του είχε ελευθερία κινήσεων. Βλ. Βήμα, 6.4.1950. Ο στρατάρχης Τίτο απαντώντας σε ερώτηση του ανταποκριτή της εφημερίδας «Times» του Λονδίνου, είχε δηλώσει ότι η δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας- Γιουγκοσλαβίας εξαρτιόταν από τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα και ότι μπορούσε να συνεργαστεί η χώρα του με μια κυβέρνηση η οποία θα είχε δημοκρατικό χαρακτήρα. Βλ. Βήμα, 9.4.1950. 100 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 469. 101 Π. Παρασκευοπούλου, ό.π., σσ. 95-96. 102 Η. Νικολακόπουλος, Από το τέλος του εμφυλίου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 175. Από τις αρχές Ιουνίου είχαν αρχίσει οι προσπάθειες υπονόμευσης και ανατροπής του Πλαστήρα. Το σχέδιο της ανατροπής του Πλαστήρα και της προώθησης του Παπάγου στην πρωθυπουργία, είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος. Μετά την άρνηση του στρατάρχη Παπάγου, ο στόχος των Αμερικανών - Aνακτόρων, Δεξιάς, ΙΔΕΑ και των συντηρητικών κυβερνητικών δυνάμεων ήταν πια η απομάκρυνση του Πλαστήρα από την 33

Πέραν από τις πολιτικές διαφωνίες και τις προσωπικές αντιθέσεις που οδήγησαν σε πτώση την κυβέρνηση Πλαστήρα, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε επίσης η όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, η οποία κορυφώθηκε με την έναρξη του πολέμου της Κορέας στις 26 Ιουλίου 1950. Η ραγδαία επιδείνωση των διεθνών σχέσεων και ο φόβος ότι ο πόλεμος της Κορέας θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικότερη σύρραξη είχαν άμεσες επιπτώσεις τόσο στην τοποθέτηση των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων όσο και στη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης. Έτσι, τον Ιούλιο του 1950, τόσο τα Ανάκτορα όσο και η αμερικανική πρεσβεία υποστήριξαν την ιδέα για συγκρότηση «μεταβατικής κυβέρνησης» με επικεφαλή τον Αλέξανδρο Παπάγο. Μετά από αρκετές διαπραγματεύσεις, ο Παπάγος όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά αντίθετα οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν στην πρώτη σοβαρή σύγκρουση του Παπάγου με τα Ανάκτορα 103. Η πολιτική κρίση που προκλήθηκε από την παραίτηση της κυβέρνησης Πλαστήρα κράτησε σχεδόν τρεις μήνες (18 Αυγούστου 13 Νοεμβρίου) λόγω της αδυναμίας να εξευρεθεί μια ικανοποιητική εναλλακτική λύση που να συσπειρώσει τους «εθνικόφρονες» 104. Αρχικά σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος ορκίστηκε στις 21 Αυγούστου με το πρώτο κυβερνητικό κλιμάκιο από το Κόμμα των Φιλελευθέρων και στις 28 Αυγούστου με την επιστροφή του Γ. Παπανδρέου από την Αμερική ορκίζεται και το δεύτερο κλιμάκιο, οπότε η κυβέρνηση τελικά ολοκληρώνεται ως κυβέρνηση Βενιζέλου-Παπανδρέου. Το Λαϊκό Κόμμα αποκλείστηκε αρχικά από την κυβέρνηση, ωστόσο έπειτα από εισήγησή του στο βασιλιά σχηματίστηκε τρικομματική κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Σοφοκλή Βενιζέλο και αντιπροέδρους τον Κ. Τσαλδάρη και Γεώργιο Παπανδρέου και ισομερή συμμετοχή του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του Λαϊκού Κόμματος και του Δ.Σ.Κ 105. Η κυβέρνηση Φιλελευθέρων-Λαϊκών-Παπανδρέου είχε ομοιογένεια μεγαλύτερη από την τριμερή κυβέρνηση Πλαστήρα, καλύτερη γνώση των προβλημάτων και μεγαλύτερη πρωθυπουργία και η αντικατάστασή του από άλλο αρχηγό κόμματος. Και αυτός δεν μπορούσε να ήταν άλλος από το Σοφοκλή Βενιζέλο. Bλ. C. M. Woodhouse, ό.π., σ. 261. 103 Η. Νικολακόπουλος, Από το τέλος του εμφυλίου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου, ό.π., σ. 175. Τον Ιούλιο του 1950, η κομμουνιστική Βόρεια Κορέα εισέβαλε στη φιλοδυτική Νότια. Ο Πόλεμος της Κορέας μετατόπισε το ενδιαφέρον της υφηλίου προς την Άπω Ανατολή. Οι Η.Π.Α, με πρόεδρο τον Τρούμαν, αποφάσισαν να βοηθήσουν τη Νότια Κορέα στέλνοντας εξοπλισμό. Bλ. J. W. Young, Η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου 1945-1991. Πολιτική Ιστορία, (μτφ. Γ. Δεμερτζίδης), εκδόσεις Πατάκη, 3 η έκδοση, Αθήνα 2003, σ. 49. 104 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 469-471. 105 Π. Παρασκευόπουλου, ό.π., σσ. 120-121. Από τις πρώτες πράξεις που έκανε η κυβέρνηση Βενιζέλου- Παπανδρέου ήταν να αποστείλει στην Κορέα ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Ο πόλεμος της Κορέας κράτησε ανοικτή την εμφύλια σύρραξη στην Ελλάδα και μετά τον τερματισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ένωση έριχναν στο διεθνές ψυχροπολεμικό «παιχνίδι» τους, όλες τις εφεδρικές πολιτικές δυνάμεις που διέθεταν σε κάθε χώρα και ιδιαίτερα στην Ελλάδα που είχε καταστεί πεδίο μάχης στα σύνορα των δύο παγκοσμίων μπλοκ. Βλ. Αυτόθι, σσ. 121-122. 34

κοινοβουλευτική βάση γιατί εναντίον της ήταν μόνο η ΕΠΕΚ και η Δημοκρατική Παράταξη. Παρόλα αυτά δεν έμεινε στην εξουσία περισσότερο από 51 μέρες. Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε για τις ατασθαλίες στον Οργανισμό Λιμένα του Πειραιά, που βάρυναν παράγοντες του Λαϊκού Κόμματος προκάλεσε ρήξη του κυβερνητικού σχήματος και οδήγησε στην αποχώρηση των Λαϊκών από την κυβέρνηση. Έτσι, στις 3 Νοεμβρίου 1950 η κυβέρνηση Βενιζέλου ανασχηματίστηκε, με αποχώρηση των υπουργών του Λαϊκού Κόμματος, μεταξύ των οποίων ο Σ. Στεφανόπουλος, ο Κ. Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης κ.α, οι οποίοι σχημάτισαν ανεξάρτητη κοινοβουλευτική ομάδα. Οι βουλευτές αυτοί μαζί με το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου συγκρότησαν τον Ιανουάριο του 1951 το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα (Λ.Ε.Κ) 106. Η τρίτη αυτή κυβέρνηση Βενιζέλου παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 27 Οκτωβρίου 1951 και θα μπορούσε να είχε παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αν η ευθιξία του Βενιζέλου δεν τον οδηγούσε στην απόφαση για διενέργεια νέων εκλογών. Η απόφαση των Κομμάτων του Κέντρου για διεξαγωγή νέων εκλογών το Σεπτέμβριο οφειλόταν στα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών είχαν δώσει στην Αθήνα συντριπτική νίκη στον κοινό υποψήφιο της Δεξιάς και Κεντροδεξιάς Κ. Κοτζιά, αποδεικνύοντας ότι η κυβέρνηση του Κόμματος Φιλελευθέρων και Δ.Σ.Κ εκπροσωπούσε μια μικρή μόνο μειοψηφία του εκλογικού σώματος 107. Στις 3 Μαΐου 1951 η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών για το Σεπτέμβριο του 1951. Οι εκλογές, μετά από συμφωνία των τριών κομμάτων Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ και Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού, θα γίνονταν με εκλογικό σύστημα την ενισχυμένη αναλογική 108. Ριζική αλλαγή στο πολιτικό κλίμα προκάλεσε στις 29 Μαΐου ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, όταν υπέβαλε οριστικά την παραίτησή του από τη θέση του αρχιστράτηγου, παρά τις επίμονες προσπάθειες τόσο του βασιλιά όσο και του πρωθυπουργού να τον μεταπείσουν. Διάβημα προς τον Παπάγο για να αποσύρει την παραίτησή του έκανε και η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, αλλά ο Παπάγος παρέμεινε σταθερός στην απόφασή του 109. Το απόγευμα της 30 ης Μαΐου, ύστερα από γνωστοποίηση της παραίτησης του Παπάγου, εκδηλώθηκε κίνημα από ηγετικά στελέχη του ΙΔΕΑ, τα οποία κατέλαβαν τα γραφεία του ΓΕΣ και του ΓΕΕΘΑ καθώς και το Ραδιοφωνικό Σταθμό των Αθηνών. Η 106 Η. Νικολακόπουλος, Από το τέλος του εμφυλίου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου, ό.π., σσ. 175-176. 107 Μ. Ζενεβουά, ό.π., σσ. 164-166. 108 R. Clogg, ό.π., σ. 172. 109 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 483-484. Κυβέρνηση, ανάκτορα και State Department ανησυχούσαν, γιατί φοβόντουσαν αντίδραση του ΙΔΕΑ και επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας. Βλ. Αυτόθι, σ. 482. 35

ενέργεια αυτή είχε ως στόχο να δείξει ότι ο στρατός αναγνώριζε και εμπιστευόταν μόνο τον στρατάρχη Παπάγο και επομένως αμφισβητούσε ευθέως τη δυνατότητα τόσο της κυβέρνησης όσο και του βασιλιά να ελέγξουν το στράτευμα 110. Παρόλα αυτά, η προσπάθεια για να ανακαλέσει ο Παπάγος την παραίτησή του δεν εγκαταλείφθηκε. Ο Αμερικανός πρεσβευτής κ. Πιουριφόϋ, ο οποίος επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα, αφού κινήθηκε δραστήρια, έχοντας αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον Παπάγο, τον Βενιζέλο και τα Ανάκτορα, απέτυχε να διευθετήσει το ζήτημα 111. Το νέο πολιτικό κλίμα που δημιούργησε η παραίτηση Παπάγου καθώς και η πιθανότητα καθόδου του στις επικείμενες εκλογές οδήγησαν τον Γεώργιο Παπανδρέου να υποβάλει την παραίτησή του και το Δ.Σ.Κ να αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος τότε σχημάτισε μονοκομματική κυβέρνηση με την υποστήριξη του ΕΠΕΚ και του Λαϊκού Κόμματος, με εντολή τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών. Οι εκλογές ήταν πια γεγονός, η ημερομηνία όμως διεξαγωγής των εκλογών δεν προσδιοριζόταν όσο ακόμη παρέμεναν ανεξιχνίαστες οι προθέσεις του Παπάγου. Έτσι, στις 28 Ιουλίου, και αφού η Βουλή είχε ψηφίσει το νέο εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, ο βασιλιάς κάλεσε στα ανάκτορα τον Παπάγο ρωτώντας τον αν σκεφτόταν να πολιτευθεί στις προσεχείς εκλογές. Μετά την αρνητική δήλωση του Παπάγου ότι δεν επρόκειτο να πολιτευθεί, ο βασιλιάς έδωσε εντολή να προκηρυχθούν εκλογές 112. Με δημοσίευση του διατάγματος για διάλυση της Βουλής στις 30 Ιουλίου 1951 προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 9 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους. Το πολιτικό κλίμα των εκλογών μετατράπηκε ριζικά, μετά την ανακοίνωση του Αλέξανδρου Παπάγου να πολιτευθεί. Στην εφημερίδα Καθημερινή ο Παπάγος είχε πει: «Έχω επίγνωση της σοβαρότητας των στιγμών που διέρχεται η πατρίδα και σταθμίζοντας τις ευθύνες μου απέναντι στην ιστορία αποφάσισα να κατέλθω στον εκλογικό αγώνα. Καλώ τους Έλληνες να με εμπιστευθούν, για να απαλλαγεί η Ελλάδα από την ακυβερνησία και να αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση. Υπόσχομαι ότι θα ακολουθήσω στην πολιτική ζωή τις αρχές τις οποίες εφάρμοσα και ως στρατιώτης. Και έχω την πεποίθηση, ότι όλοι ενωμένοι στον κοινό αγώνα και μεγάλο 110 Π. Παρασκευοπούλου, ό.π., σσ. 136-137. 111 Μ. Ζενεβουά, ό.π., σ. 165. 112 Καθημερινή, 28.7.1951. Σύμφωνα με το νέο εκλογικό νόμο, τρία το πολύ κόμματα και εφόσον συγκέντρωναν το 17% του συνόλου των ψήφων ή το 20%, αν επρόκειτο για συνασπισμούς, θα μπορούσαν να λάβουν μέρος στη Β κατανομή των εκλογών. Η υιοθέτηση του νέου εκλογικού συστήματος, εξυπηρετούσε απόλυτα ορισμένες εκλογικές σκοπιμότητες. Ιδιαίτερα, εξυπηρετούσε την επιδίωξη δεξιών και κεντρώων κομμάτων να αποκλειστεί η αριστερά από την Β κατανομή, του Κόμματος των Φιλελευθέρων να εξουδετερώσει το ΔΣΚ και την επιδίωξη του Λαϊκού Κόμματος να εμποδίσει την ανάπτυξη του ΛΕΚ. Βλ. Η. Νικολακόπουλος, Από το τέλος του εμφυλίου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου, ό.π., σ. 177. 36

σκοπό, με σύμβολο τη Βασιλεία μας και στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος θα πετύχουμε την πραγματική αλλαγή που ζητά το έθνος» 113. Ο Αλέξανδρος Παπάγος, στις 6 Αυγούστου 1951, ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, στον οποίο προσχώρησαν το Λ.Ε.Κ και το Νέο Κόμμα του Μαρκεζίνη. Η δημιουργία του κόμματος αυτού αποτέλεσε την πρώτη φάση για την αναμόρφωση της κοινοβουλευτικής δόμησης της Δεξιάς και τη διαμόρφωση νέου πλέγματος εξουσίας 114. Η εμφάνιση του Ελληνικού Συναγερμού και η υιοθέτηση της ενισχυμένης αναλογικής είχαν οδηγήσει στη συσπείρωση και ανασύνταξη των πολιτικών δυνάμεων. Έτσι, αντί για πληθώρα εκλογικών σχηματισμών που είχαν παρουσιαστεί το Μάρτιο του 1950 στις εκλογές της 9 ης Σεπτεμβρίου 1951 μόνο πέντε κόμματα κατήλθαν στις εκλογές. Τα πέντε κόμματα ήταν τα εξής: Ο Ελληνικός Συναγερμός, με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπάγο. Το Λαϊκό Κόμμα, με αρχηγό τον Κ. Τσαλδάρη. Το Κόμμα Φιλελευθέρων, με αρχηγό το Βενιζέλο, στο οποίο είχαν προσχωρήσει το Κόμμα του Ζέρβα και ο Εμμανουήλ Τσουδερός μαζί με ορισμένους βουλευτές που αποχώρησαν από την ΕΠΕΚ. Η ΕΠΕΚ, με αρχηγό τον Ν. Πλαστήρα. Η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α.), με πρόεδρο το σοσιαλιστή Ιωάννη Πασχαλίδη 115. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 9 ης Σεπτεμβρίου 1951 ανέδειξαν περίπου ισοδύναμες τις δύο κύριες πολιτικές παρατάξεις με μικρή υπεροχή του Κέντρου. Ο Ελληνικός Συναγερμός αναδείχθηκε σαφώς το πρώτο κόμμα χωρίς ωστόσο να καταφέρει να επεκταθεί σημαντικά στο χώρο του Κέντρου. Αυτό όμως που πέτυχε ήταν να περιορίσει το Λαϊκό Κόμμα σε περιθωριακό ρόλο 116. Αναλυτικότερα τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Ελληνικός Συναγερμός 624.616 ψήφοι (36,53%, έδρες 114). ΕΠΕΚ 401.379 ψήφοι (23,49%, έδρες 74). Φιλελεύθεροι 325.390 ψήφοι (19%, έδρες 57). Ε.Δ.Α 180.640 ψήφοι (10,57%, έδρες 10). Λαϊκό Κόμμα 113.876 ψήφοι (6,66%, έδρες 2). Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου 35.810 ψήφοι (2,10%, έδρες 0). 113 Καθημερινή, 31.7.1951. 114 Καθημερινή, 8.8.1951. Χωρίς τη συμμετοχή του Αλέξανδρου Παπάγου δεν υπήρχε καμία ελπίδα να βγάλουν οι εκλογές αυτές τη χώρα από τη μόνιμη πολιτική κρίση και την κυβερνητική αστάθεια. 115 Η. Νικολακόπουλος, Από το τέλος του εμφυλίου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου, ό.π., σσ. 177-178. 116 Καθημερινή, 11.9.1951. 37

Συναγερμός Αγροτών 21.009 ψήφοι (1,23%, έδρες 1). ΣΚ-ΕΛΔ 3.912 ψήφοι (0,23%, έδρες 0) 117. Έχοντας ως βάση το αποτέλεσμα των εκλογών και δεδομένου ότι κανένα κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει αυτοδύναμη πλειοψηφία, ο βασιλιάς Παύλος πρότεινε το σχηματισμό κυβέρνησης των τριών κομμάτων (Ελληνικού Συναγερμού Φιλελευθέρων ΕΠΕΚ). Τόσο ο Πλαστήρας όσο και ο Βενιζέλος δέχτηκαν την πρόταση προτείνοντας μάλιστα τον Παπάγο ως Πρωθυπουργό. Ο Παπάγος αρνήθηκε και ζήτησε τη διενέργεια νέων εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα, για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μετά την άρνησή του Ελληνικού Συναγερμού να συμπράξει με τα άλλα δύο κόμματα, η πρωθυπουργία δόθηκε στις 27 Οκτωβρίου στο Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση ΕΠΕΚ Κόμματος Φιλελευθέρων. Αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών ορίστηκε ο Σοφοκλής Βενιζέλος, υπουργός Συντονισμού ο Γεώργιος Καρτάλης και εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Εθνικής Άμυνας ο ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου 118. Η κυβέρνηση Πλαστήρα παρέμεινε στην εξουσία για περίπου ένα χρόνο. Από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης ήταν η ολοκλήρωση της διαδικασίας για την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, η οποία επικυρώθηκε σχεδόν ομόφωνα το Φεβρουάριο του 1952, καθώς και η βελτίωση των ελληνο-τουρκικών και ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων 119. Ο κρίσιμος τομέας της κυβέρνησης Πλαστήρα που τελικά οδήγησε και στην πτώση της ήταν αυτός που αφορούσε τα ζητήματα για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η κυβέρνηση μετά από ταλαντεύσεις και πιέσεις ψήφισε τον Απρίλιο του 1952 το νόμο 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» σύμφωνα με τον οποίο μετατράπηκαν όλες οι θανατικές καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη, επετράπηκε η αναθεώρηση των δικαστικών αποφάσεων του Εμφυλίου και διευκολύνθηκε η απόλυση ορισμένων κατηγοριών φυλακισμένων και εξορίστων 120. Ο νόμος αυτός συνάντησε την έντονη αντίθεση του Παπάγου, ο οποίος κατήγγειλε ότι η κυβέρνηση «ανοίγει τις πύλες της Ελλάδας στον κομμουνισμό». Μέσα σ αυτή τη συντονισμένη επίθεση για κατάρρευση του κυβερνητικού σχήματος Πλαστήρα-Βενιζέλου και προώθησης του στρατάρχη Παπάγου στην εξουσία ανακαλύφθηκαν και οι ασύρματοι 117 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 490-491. Ο Παπανδρέου δεν εξελέγει ούτε ο ίδιος βουλευτής, αφού δεν είχε καταφέρει να κερδίσει έδρες. Βλ. Αυτόθι, σ. 491. 118 Δ. Α. Δρογίδης, ό.π., σ. 562. 119 Κ. Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική πολιτική 1945-1981, τομ. 2, εκδόσεις Εστία, 7 η έκδοση, Αθήνα (2007), σσ. 56-59. 120 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 495-496. 38

του ΚΚΕ στη Γλυφάδα και Καλλιθέα, γεγονός που επηρέασε αρκετά την πολιτική πορεία των πραγμάτων 121. Πέραν όμως από τα προβλήματα που αφορούσαν την εσωτερική πολιτική, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει και σημαντικά ζητήματα λειτουργίας, λόγω της κρίσης ημιπληγίας που υπέστη στις 10 Μαρτίου 1952 ο πρωθυπουργός και η οποία τον εμπόδιζε να ασκεί τα καθήκοντά του. Ακόμη μετά τη συμφιλίωση Παύλου - Παπάγου το Μάρτιο του ιδίου έτους άρχισε και η «αντίστροφη μέτρηση» για την Κυβέρνηση Πλαστήρα. Λόγω της πίεσης που άσκησαν οι Αμερικανοί στην κυβέρνηση, για να καταδικαστούν και να εκτελεστούν οι «κατάσκοποι του κομμουνισμού», έχασε και τα ερείσματα που είχε στις λαϊκές δυνάμεις ως φορέας της ειρηνευτικής και συμφιλιωτικής πολιτικής. Έτσι η κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Βενιζέλο και άρρωστο τον Πλαστήρα, σε μια απεγνωσμένη προσπάθειά της να σωθεί, προσπάθησε να εμφανιστεί το ίδιο αντικομμουνιστική όσο και η αντιπολίτευση 122. Το καλοκαίρι του 1952 δημιουργήθηκαν συνθήκες πολιτικής κρίσης λόγω της αποσκίρτησης βουλευτών του κόμματος των Φιλελευθέρων, γεγονός που αφαιρούσε από την κυβέρνηση την πλειοψηφία τους στη Βουλή. Βέβαια, παρά τις αποχωρήσεις αυτές, η κυβέρνηση δεν αντιμετώπισε το ενδεχόμενο κυβερνητικής ανατροπής, λόγω της προσχώρησης στην ΕΠΕΚ των βουλευτών Μιχάλη Κύπρου και Λεωνίδα Καραμαούνα που είχαν αποχωρήσει από την Ε.Δ.Α. Αυτή η προσχώρηση των βουλευτών της Αριστεράς στην ΕΠΕΚ, προκάλεσε την αντίδραση της Δεξιάς και των Αμερικανών, οι οποίοι κατηγόρησαν την ΕΠΕΚ για φιλοκομμουνισμό 123. Ο «εθνικόφρων» κόσμος είχε πειστεί ότι η κυβέρνηση άφησε τον κομμουνισμό να εισχωρήσει στην εθνική ζωή, εξασφαλίζοντας στον Παπάγο την υποστήριξή του. Η κυβέρνηση μη μπορώντας να αντιδράσει, αποφάσισε στις αρχές Σεπτεμβρίου 1952 να προχωρήσει στη διενέργεια εκλογών. Μετά την ψήφιση στις 4 Οκτωβρίου του εκλογικού νόμου (πλειοψηφικό σύστημα), η κυβέρνηση δημοσίευσε αμέσως το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή νέων εκλογών, οι οποίες ορίστηκαν για τις 16 Νοεμβρίου 1952. Στις 10 Οκτωβρίου η κυβέρνηση Πλαστήρα υπέβαλε την παραίτησή της 121 Βήμα, 2.5.1952. Η ύπαρξη και η λειτουργία των ασυρμάτων την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη. Η ανακάλυψη των ασυρμάτων άλλαξαν, τόσο τη μοίρα του Μπελογιάννη όσο και πολλών άλλων κομμουνιστών, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι άλλαξε την πορεία των πολιτικών πραγμάτων καθώς και της εσωτερικής ζωής της χώρας. Βλ. Π. Παρασκευόπουλου, ό.π., σσ. 175-176. 122 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 504-506. 123 Π. Παρασκευόπουλου, ό.π., σσ. 281-282. 39

και αντικαταστάθηκε από υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρόεδρο το Δ. Κιουσόπουλο, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 124. Μετά την προκήρυξη των εκλογών άρχισαν οι ζυμώσεις για ενιαία εκλογική εμφάνιση, που οδήγησε σε έντονη συσπείρωση των πολιτικών παρατάξεων. Έτσι μόνο τρεις κύριοι εκλογικοί σχηματισμοί εμφανίστηκαν στις εκλογές και αυτοί ήταν οι εξής: Ελληνικός Συναγερμός (Παπάγος), που εκπροσωπούσε το σύνολο της ενιαίας πλέον και ανασυγκροτημένης Δεξιάς. Ένωση Κομμάτων ΕΠΕΚ Κόμματος Φιλελευθέρων (Πλαστήρας-Βενιζέλος) με την οποία συνεργάστηκαν το Λαϊκό Κόμμα (Τσαλδάρης) και το ΣΚ ΕΛΔ (Αλ. Σβώλου). Ε.Δ.Α που εκπροσωπούσε το Κ.Κ.Ε 125. Ο εκλογικός θρίαμβος του Συναγερμού, πρόσφερε στον Παπάγο την απόλυτη κυριαρχία στη Βουλή, σχηματίζοντας την πρώτη σταθερή μονοκομματική κυβέρνηση στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο Παπάγος ορκίστηκε στις 19 Νοεμβρίου 1952 και τους βασικούς τομείς της πολιτικής ανέλαβαν ο Σ. Μαρκεζίνης ως υπουργός Συντονισμού, ο Σ. Στεφανόπουλος ως υπουργός Εξωτερικών και ο Π. Κανελλόπουλος ως υπουργός Εθνικής Άμυνας 126. Η αναδομημένη Δεξιά, όπως διαμορφώθηκε από το Συναγερμό και την Ε.Ρ.Ε, κυριάρχησε σχεδόν απόλυτα για δέκα χρόνια στην πολιτική ζωή. Ο Παπάγος παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1955 127. 124 Μ. Ζενεβουά, ό.π., σσ. 166-167. 125 Η. Νικολακόπουλος, Από το τέλος του εμφυλίου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου, ό.π., σσ. 182-183. 126 Ν Ψυρούκης, Η Νεοελληνική Εξωτερική πολιτική, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, σ. 251. Ο Ελληνικός Συναγερμός κέρδισε το 50% των ψήφων με 247 έδρες από τις 300. Βλ. Μ. Ζενεβουά, ό.π., σ. 167. 127 C. M. Woodhouse, ό.π., σ. 263-265. 40

β. Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Ν.Α.Τ.Ο Η δεκαετία του 1950 υπήρξε μια δεκαετία ιδιαίτερα κρίσιμη για τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και για τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας, κυρίως με το βαλκανικό περίγυρό της. Η Ελλάδα βγήκε βαριά τραυματισμένη από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και από την εμφύλια σύρραξη, καθώς και βαθιά διαιρεμένη σε πολιτικό επίπεδο, σε ένα διαιρεμένο κόσμο 128. Τα ευρωπαϊκά κράτη, με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έπρεπε να εξασφαλίσουν την επιβίωση και ανοικοδόμησή τους μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από το προπολεμικό. Η μεταμόρφωση του διεθνούς συστήματος σε διπολικό, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, και η χρήση των πυρηνικών όπλων τον Αύγουστο του 1945 έφεραν τα ευρωπαϊκά κράτη μπροστά σε μια νέα πολιτικο-στρατιωτική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ήταν υποχρεωμένα να επιβιώσουν 129. Ο «ψυχρός πόλεμος» που άρχισε ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση δημιούργησε ένα διεθνές κλίμα έντασης, όπου κυριαρχούσε ο φόβος ενός τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου 130. Στις αρχές του 1947 η Βρετανία, οικονομικά εξαντλημένη και αντιμετωπίζοντας πολύπλοκα αποικιακά προβλήματα στην Ινδία και την Παλαιστίνη, διεμήνυσε στην Ουάσιγκτον ότι δεν μπορούσε πλέον ούτε να ελέγχει ούτε να προσφέρει βοήθεια στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών θεώρησε, τότε, ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να αναλάβουν το ρόλο της Βρετανίας και να προστατεύσουν τις χώρες της Εγγύς Ανατολής από τη Σοβιετική Ένωση διαφορετικά θα έπρεπε να αποδεχτούν μια μεγαλύτερη επέκταση του κομμουνισμού 131. Το κενό, επομένως, της εξουσίας που δημιουργήθηκε, κάλυψε η Αμερική με την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν στις 12 Μαρτίου 1947, με στόχο την οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας και της Τουρκίας και την εδραίωση της δυτικής παρουσίας στην περιοχή 132. Σύμφωνα με την άποψη της Ουάσιγκτον, η εξουδετέρωση της κομμουνιστικής απειλής και η παροχή των προϋποθέσεων για κατοχύρωση της ελευθερίας τόσο σε Ελλάδα όσο και Τουρκία ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων 128 Κ. Α. Τσιούμης, Η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης (1950-1960): Πολιτικοδιπλωματικές διεργασίες και εκπαιδευτική πολιτική, εκδόσεις Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη (2006), σ. 11. 129 Γ. Γ. Βαληνάκης, Εισαγωγή στην ιστορία της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής 1949-1974, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 36. 130 J. W. Young, ό.π., σ. 20. Στο στρατόπεδο των ΗΠΑ προσχώρησαν η Δυτική Ευρώπη και γενικότερα οι Δυτικές Δημοκρατίες, ενώ στο στρατόπεδο της Σοβιετικής Ένωσης προσχώρησαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες που μόλις είχαν εγκαθιδρυθεί στην Ανατολική Ευρώπη και η Κίνα. Βλ. Γ. Γ. Βαληνάκης, ό.π., σ. 36. 131 Γ. Τσιτσόπουλος, «Οι ελληνοτουρκικές αμυντικές σχέσεις 1945-1987», στο συλλογικό έργο Βαλκάνια: Από το διπολισμό στη νέα εποχή, (επιμ. κειμένων Θ. Βερέμης), 2 η έκδοση, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα (1995), σσ. 177-178. Την περίοδο εκείνη η Βρετανία σταδιακά αποδυναμωνόταν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, παραχωρώντας όλο και περισσότερο έδαφος στις Η.Π.Α. Βλ. Κ. Α. Τσιούμης, ό.π., σ. 42. 132 Γ. Γ. Βαληνάκης, ό.π., σ. 42. 41

στο σημαντικό γεωπολιτικό κόμβο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αλλά και για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών 133. Ωστόσο, οι σχέσεις Η.Π.Α και Βρετανίας δεν ήταν πάντα φιλικές προς την Τουρκία. Η επιμονή της Τουρκίας να παραμείνει ουδέτερη κατά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και η άρνησή της να παράσχει διευκολύνσεις στην αγγλική αεροπορία την περίοδο 1943-1944 είχαν προκαλέσει την αγανάκτηση της Αγγλίας και των Η.Π.Α 134. Ακόμη και η Σοβιετική Ένωση είχε περισσότερους λόγους από τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις να είναι δυσαρεστημένη από τους αμφιλεγόμενους καιροσκοπικούς χειρισμούς της τουρκικής διπλωματίας κατά το διάστημα 1939-1945. Η επιδείνωση των τουρκο-σοβιετικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, σε συνδυασμό με τις μεταπολεμικές ηγεμονικές φιλοδοξίες του Στάλιν στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, οδήγησαν στην καταγγελία της Τουρκο-Σοβιετικής Συνθήκης Ουδετερότητας και Μη Επίθεσης του 1925. Όταν ο Μολότωφ επέδωσε νέα διακοίνωση το 1945, στην οποία διατυπώνονταν οι προϋποθέσεις για την αναβίωση της τουρκο-σοβιετικής φιλίας, οι Τούρκοι απέρριψαν τις σοβιετικές απαιτήσεις. Έκτοτε η Σοβιετική Ένωση είχε εξαπολύσει ένα σκληρό πόλεμο νεύρων, ο οποίος κλιμακώθηκε με συντονισμένες απειλητικές στρατιωτικές ασκήσεις στην περιφέρεια του Μπατούμ στα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας καθώς και στη βουλγαρική Θράκη στα δυτικά 135. Η Τουρκία στη προσπάθειά της να πείσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να τη βοηθήσουν προσανατολίστηκε προς τη φιλελευθεροποίηση του κεμαλικού καθεστώτος. Ο Ισμέτ Ινονού, ο τότε πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, σε λόγο του το 1945, είχε επισημάνει την ανάγκη ύπαρξης ενός πολυκομματικού πολιτειακού συστήματος και είχε δηλώσει ότι σύντομα θα επέτρεπε τη δημιουργία κόμματος αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1946 δημιουργήθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα (Demokrat Partisi) του Adnan 133 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 22. Ο κ. Ντην Άτσεσον είχε υπογραμμίσει σε δηλώσεις του στο Κογκρέσο ότι: «Πρέπει να χρησιμοποιούμε όλο και περισσότερο την οικονομική μας δύναμη, για να στηρίζουμε την εξωτερική μας πολιτική, για να ανακάμψουμε τον επεκτατισμό και την πολιτική διείσδυση της Σοβιετικής Ένωσης και για να δημιουργήσουμε μια βάση για πολιτική σταθερότητα και οικονομική ευμάρεια». Βλ. Αυτόθι, σ. 22. 134 Α. Αλεξανδρής, Η Ελληνοτουρκική και νατοϊκή συμμαχία (1946-1954), στο συλλογικό έργο Βαλκάνια: Από το διπολισμό στη νέα εποχή, (επιμ. κειμένων Θ. Βερέμης), 2 η έκδοση, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα (1995), σσ. 109-110. 135 Γ. Γ. Βαληνάκης, ό.π., σσ. 39-41. Τα σοβιετικά αιτήματα που περιλάμβανε η διακοίνωση τον Ιούνιο του 1945 ήταν τα εξής: (α) Επιστροφή στη Σοβιετική Ένωση των περιοχών της βορειοανατολικής Τουρκίας, Καρς και Αντραχάν. (β) Παραχώρηση ναυτικών βάσεων στην περιοχή των Στενών, με προοπτική τη χάραξη κοινής αμυντικής γραμμής και τη συνεννόηση αναφορικά με τις αναγκαίες μεταβολές στο καθεστώς των Στενών. (γ) Έναρξη διμερών τουρκο-σοβιετικών διαπραγματεύσεων, πριν από οποιαδήποτε διεθνή συνδιάσκεψη για την αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Βλ. United States Department of State, «Foreign relations of the United States», Diplomatic papers: The Conference of Berlin (The Potsdam Conference), 1945, Volume I, Washington, D.C: U.S. Government Printing Office, 1945, σ. 1017-1020. 42

Menderes, το οποίο και έλαβε μέρος στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές της Τουρκίας τον Ιούνιο του 1946 136. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον αναθεώρησε τη στάση της και αποφάσισε να επέμβει στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, μετά την έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα και την κρίση στο Ιράν το Μάρτιο του 1946. Από το καλοκαίρι του 1946, οι Η.Π.Α θεώρησαν την Ελλάδα και την Τουρκία ως μια ενιαία αμυντική μονάδα στη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Έτσι, μετά την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν το 1947, ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν είχε υπογραμμίσει έντονα τη στρατηγική ανάγκη να θεωρηθούν η Ελλάδα και η Τουρκία ως ένα σύνολο 137. Εντούτοις, παρόλο που η Ελλάδα και η Τουρκία δέχονταν πιέσεις για αποκατάσταση των σχέσεών τους, η Αθήνα παρουσιάστηκε διστακτική. Το πνεύμα φιλίας και αλληλεγγύης που είχαν ενστερνιστεί ο Βενιζέλος και ο Αταττούρκ ήταν έκδηλα εξασθενημένο λόγω της στάσης που κράτησε η Τουρκία προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου και επιπλέον λόγω της εφαρμογής καταπιεστικών οικονομικών μέτρων σε βάρος της ελληνικής μειονότητας 138. Από την άλλη πλευρά υπήρχε θετική στάση της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στο ελληνικό αίτημα για αποκατάσταση των σχέσεών τους και τη διαμόρφωση κοινών διπλωματικών προσανατολισμών. Η θετική της στάση οφειλόταν στη σοβιετική απειλή και στη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας μετά τον πόλεμο που της είχαν περιορίσει σημαντικά τα περιθώρια ελιγμών. Η Τουρκία δεν ήταν σε θέση να ζητήσει εδαφικές ανακατατάξεις στο Αιγαίο και ειδικά στα Δωδεκάνησα, γιατί μια τέτοια ενέργεια ενδεχομένως να οδηγούσε τη σοβιετική πλευρά σε παρόμοιες αξιώσεις για αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Έτσι, στις 10 Φεβρουαρίου 1947, υπογράφτηκε στο Παρίσι η Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία, σύμφωνα με την οποία τα νησιά αποδίδονταν στην Ελλάδα. Στο σχετικό συμβατικό κείμενο απαριθμούνταν, μετά από ελληνική επιμονή, μόνο τα 14 μεγαλύτερα νησιά, αν και ήταν σαφές ότι η Ελλάδα αποκτούσε την κυριαρχία σε ολόκληρη την περιοχή που μέχρι τότε ήλεγχε η Ιταλία. Ακόμη ορίστηκε ότι τα νησιά θα παρέμεναν αποστρατικοποιημένα, έπειτα από επιμονή της σοβιετικής πλευράς. Στις 31 Μαρτίου 1947, 136 Α. Αλεξανδρής, ό.π., σ. 112. Η ανυπαρξία ενός κομμουνιστικού κινήματος στην Τουρκία και η εχθρότητα των Τούρκων προς τους Σοβιετικούς, καθιστούσαν την Κυβέρνηση της Άγκυρας ικανή να προβάλλει την εικόνα μιας χώρας αποφασισμένης να αντισταθεί στο «σοβιετικό επεκτατισμό». Βλ. Αυτόθι, σ. 112. Το Δημοκρατικό Κόμμα, ο κύριος πολιτικός φορέας που αντιπαρατάθηκε στο μοναδικό κόμμα της τουρκικής πολιτικής σκηνής, προήλθε από τους κόλπους του Ρεμπουπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και υπήρξε απόλυτα ελεγχόμενο από αυτό, ιδιαίτερα σε ότι αφορούσε τους στόχους και την πολιτική του. Το Δημοκρατικό Κόμμα υιοθέτησε πιο φιλελεύθερες και φιλοδυτικές θέσεις από το Ρεμπουπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Από τα ηγετικά στελέχη του ήταν ο Celal Bayar, Adnan Menders, Fuat Köprülü και άλλοι. Βλ. Κ. Α. Τσιούμης, ό.π., σσ. 22-23. 137 Θ. Βερέμης, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, εκδόσεις Αντ. Ν. Σακκούλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 67. 138 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 51. 43

κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής τελετής στη Ρόδο, παραδόθηκε επίσημα από τις βρετανικές αρχές η διοίκηση των Δωδεκανήσων στον πρώτο Έλληνα διοικητή αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη 139. Χωρίς αμφιβολία όμως ο κυριότερος παράγοντας που οδήγησε τα δύο κράτη σε μια νέα προσέγγιση ήταν ο κοινός κομμουνιστικός κίνδυνος, καθώς και η σταδιακή προσχώρηση της Ελλάδας και της Τουρκίας στην κοινότητα των δυτικών χωρών. Η νέα αυτή προσέγγιση υπαγορεύτηκε από πολύ διαφορετικούς όρους από εκείνους της συμφωνίας Βενιζέλου- Αταττούρκ. Το 1930 στόχος της ελληνοτουρκικής φιλίας ήταν η δημιουργία μιας ισχυρής ενδοβαλκανικής συμμαχίας και η αποφυγή εμπλοκής στους συνασπισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων. Το 1947 η κατάσταση είχε αλλάξει εντελώς με το Δόγμα Τρούμαν και ο ελληνοτουρκικός χώρος μετατρεπόταν σε προπύργιο της αμυντικής ασπίδας του δυτικού κόσμου 140. Από την πλευρά της η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε άμεσα στην εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο είχε αποκαλυφθεί η απαίτηση των Αμερικανών να ηγεμονεύσουν σ όλο τον κόσμο. Η ρωσική εφημερίδα «Ισβέστια», σε κύριό της άρθρο, στις 13 Μαρτίου 1947, χαρακτήρισε το Δόγμα Τρούμαν ως «προπέτασμα καπνού για αμερικανική επέκταση» και κατηγόρησε τον Αμερικανό Πρόεδρο ότι ακολούθησε τα ίχνη του Χίτλερ, επιδιώκοντας την παγκόσμια κυριαρχία. Σύμφωνα με τη Μόσχα το Δόγμα Τρούμαν όχι μόνο αποτελούσε κίνδυνο για την ειρήνη γενικά, αλλά αποτελούσε και απειλή για την ελληνική ελευθερία και ανεξαρτησία. Αρνητική εξίσου ήταν και η αντίδραση του Τίτο, ο οποίος σε ομιλία του στη γιουγκοσλαβική βουλή είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν χρησιμεύσει ως βάση για εδραίωση του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, ενώ ταυτόχρονα κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι προσπαθούσαν να επιβάλουν στο γιουγκοσλαβικό λαό καθεστώς δυτικού τύπου 141. Στο μεταξύ, μετά τις πρώτες διεθνείς αντιδράσεις, στο Κογκρέσο υπήρξε συζήτηση σχετικά με το διάγγελμα του Αμερικανού προέδρου. Η ομιλία του Τρούμαν, στην οποία είχαν προβληθεί τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα, είχε ευνοϊκή απήχηση τόσο στο 139 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 137. 140 Βασίλειος Κόντης, «Σύντομη επισκόπηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έως την εισδοχή των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ 1952», Βαλκανική βιβλιογραφία, τομ. IV- 1975,(επιμ. Κ.Α. Δημάδης), Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 31-32. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο φάσεις της φιλίας αυτής, είχαν ως κοινό σημείο το γεγονός ότι πότε δεν υπήρξαν αποτέλεσμα αυτόβουλης ενέργειας, αλλά υπαγορεύτηκαν από ξένους παράγοντες. Η προσέγγιση Ελευθέριου Βενιζέλου και Κεμάλ Αταττούρκ ήταν αποτέλεσμα τόσο της αγγλικής πολιτικής όσο και της ιταλικής. Το 1947, πάλι, ήταν οι Αγγλο-αμερικανοί που παρότρυναν τις δύο χώρες να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους. Βλ. R. Clogg, ό.π., σσ. 178-179. 141 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 140. 44

Κογκρέσο όσο και στον αμερικανικό τύπο. Παρά τις σχετικές αντιρρήσεις, το νομοσχέδιο πέρασε εύκολα από το Κογκρέσο. Η Γερουσία ενέκρινε το νομοσχέδιο για παροχή βοήθειας στις 22 Απριλίου 1947 και η Βουλή των Αντιπροσώπων στις 8 Μαΐου 142. Ο πρόεδρος Τρούμαν υπέγραψε στις 22 Μαΐου 1947 νομοσχέδιο, το οποίο χορηγούσε 400.000.000 δολάρια ως βοήθεια. Σύμφωνα με αυτό η Ελλάδα λάμβανε 300 εκατομμύρια και η Τουρκία 100 εκατομμύρια δολάρια 143. Στις 20 Ιουνίου 1947 υπογράφτηκε η ελληνοαμερικανική σύμβαση που καθόριζε τους όρους της αμερικανικής βοήθειας, βάση του Δόγματος Τρούμαν. Ως αρχηγός της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα διορίστηκε, στις 5 Ιουνίου, ο πρώην κυβερνήτης της Νεμπράσκα Ντουάιτ Γκρίσγουωλντ (Dwight P. Griswolod) και ως συντονιστής του προγράμματος βοήθειας στην Ελλάδα και την Τουρκία ο Τζωρτζ Μακ Γκη (George Mc Ghee), ειδικός βοηθός του υφυπουργού εξωτερικών για οικονομικές υποθέσεις 144.Σύμφωνα με το State Department, η αμερικανική αποστολή όφειλε και έπρεπε να ήταν διακριτική, ώστε να μην προκαλέσει την αντίδραση και τη δυσαρέσκεια τόσο των αξιωματούχων όσο και του ελληνικού λαού 145. Ως αρχηγός της Αποστολής, ο Γκρίσγουωλντ, θα ήταν υπεύθυνος και για το πρόγραμμα στρατιωτικής βοήθειας. Η Τουρκία είχε αρνηθεί να παραχωρήσει τόσο ευρείες αρμοδιότητες στην Αμερικανική Αποστολή. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να αρνηθεί τη βοήθεια. Τότε όμως παρενέβησαν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι τόνισαν ότι η κατάσταση στις δύο χώρες ήταν διαφορετική, καθώς η Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και γι αυτό είχε ζητήσει από τις Η.Π.Α βοήθεια για αναδιοργάνωση, αίτημα το οποίο δεν είχε υποβάλει η Άγκυρα 146. Η περαιτέρω όξυνση της ψυχροπολεμικής έντασης συνέπεσε με την επιδείνωση του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Παρόλη ωστόσο τη θετική συνδρομή της ΟΥΝΡΑ και την αμερικανική δανειοδότηση, η όλη βοήθεια είχε αποδειχθεί ανεπαρκής για να καλύψει και να στηρίξει την οικονομική ανόρθωση των ευρωπαϊκών κρατών που είχαν δοκιμαστεί σκληρά. Η αποτυχία να προσδιοριστεί το μέλλον της Γερμανίας ήρθε να προστεθεί στα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης. Έτσι, ο υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α Τζωρτζ Μάρσαλ 142 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 140. 143 G. W. Hoffman, Regional Development Strategy in Southeast Europe. A comparative Analysis of Albania, Bylgaria, Greece, Romania and Yugoslavia, Praeger Publishers, New York (1965), σσ. 104-105. 144 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σσ. 24-25. 145 Αυτόθι, σσ. 24-25. 146 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 142. 45

εξήγγειλε στις 5 Ιουνίου 1947 το ομώνυμο σχέδιο για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος αποκατάστασης, που θα βοηθούσε την ευρωπαϊκή οικονομία να ορθοποδήσει 147. Το Σχέδιο Μάρσαλ (European Recovery Program) απευθυνόταν προς όλους τους Ευρωπαίους και, όταν στα τέλη Ιουνίου, ο Μολότωφ ήρθε στο Παρίσι για να συζητήσει το θέμα με το Βρετανό και Γάλλο υπουργό Εξωτερικών, Έρνεστ Μπέβιν και Ζώρζ Μπιντώ αντίστοιχα, αποχώρησε από τις συνομιλίες του Παρισιού, διαμαρτυρόμενος και δηλώνοντας ότι το Σχέδιο Μάρσαλ θα υπονόμευε την οικονομική ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών κρατών τα οποία θα γίνονταν υποχείρια των ΗΠΑ. Οι Σοβιετικοί απέρριψαν την προσφορά του Σχεδίου και το Κρεμλίνο ενέτεινε περισσότερο τον έλεγχό του στην Ανατολή 148. Η ολοκλήρωση του δυτικοευρωπαϊκού σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης και η ίδρυση της Κομινφόρμ από τους Ανατολικο-Ευρωπαίους, το Σεπτέμβριο του 1947, επιβεβαίωσαν τη διαίρεση της ηπείρου στα δύο 149. Η Ελλάδα, στην τετραετή διάρκεια της εφαρμογής του Σχεδίου Μάρσαλ, έλαβε συνολικά ως βοήθεια 1,327 εκατομμύρια δολάρια υπό μορφή δανείων, χορηγιών, κατανεμημένων σε αναλογία 55-45% για σκοπούς αντίστοιχα αναπτυξιακούς και στρατιωτικούς. Ωστόσο, τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες. Λόγω του εμφυλίου πολέμου και της σημαντικής καθυστέρησης στο βιομηχανικό τομέα, η αποκατάσταση των ρυθμών οικονομικής προόδου στην Ελλάδα δεν υπήρξε ανάλογη με τους αντίστοιχους της Δυτικής Ευρώπης 150. Τον Μάρτιο του 1948, η Αγγλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο υπέγραψαν το αμυντικό Σύμφωνο των Βρυξελλών, ως ασπίδα στον Ερυθρό Στρατό για το λόγο ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να ξεσπάσει πόλεμος 151. Οι ΗΠΑ μέσα στα πλαίσια των μαζικών προγραμμάτων οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στη Δυτική Ευρώπη κινήθηκαν ταυτόχρονα στην κατεύθυνση της 147 Θεοδωρόπουλος Β. - Μίρκος Γ. Τομαή-Κωνσταντοπούλου Φ., Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου.ψυχρός Πόλεμος Δόγμα Truman Σχέδιο Marshall (Μέσα από διπλωματικά και ιστορικά έγγραφα), τομ. 1, (= Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος), (πρόλογος Γ.Παπανδρέου), εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002, σσ. 17-22. Η U.N.R.R.A (United Nations Relief and Rehadilion Administration Οργανισμός Διοίκησης Βοήθειας και Αποκαταστάσεως Ηνωμένων Εθνών) ιδρύθηκε το 1943 από 43 κράτη που στη συνέχεια αποτέλεσαν μέλη του Ο.Η.Ε με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσει οικονομικά τις χώρες που είχαν πληγεί από τις δυνάμεις του Άξονα. Στην πραγματικότητα η ΟΥΝΡΑ ήταν όργανο στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ούνρα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα την 1 η Απριλίου του 1945 και μέσα στη διετία 1945-1947 εισήγαγε στην Ελλάδα τρόφιμα αξίας 171,9 εκατομμυρίων δολαρίων. Βλ. Ν. Ψυρούκης, ό.π., σ. 284. 148 S. Berstein- P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης Διάσπαση και ανοικοδόμηση της Ευρώπης 1919 ως σήμερα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα (1995), σσ. 180-185. 149 John W. Young, ό.π., σ. 46. 150 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σσ. 27-28. 151 W. Lafeber, America, Russia and the Cold War 1945-1985, 5 th edition, Alfred A. Knoph, New York 1985, σ. 74. 46

ανασύνταξης της στρατιωτικής άμυνας της Δύσης. Έτσι, τον Απρίλιο του 1949 δέκα ευρωπαϊκά έθνη συνυπέγραψαν στην Ουάσιγκτον μαζί με την Αμερική και τον Καναδά, το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ). Ο μηχανισμός του Αμυντικού Συμφώνου των Βρυξελλών σύντομα απορροφήθηκε από το ΝΑΤΟ, που συνέστησε ένα «Ατλαντικό Συμβούλιο», το οποίο αποτελείτο από τους υπουργούς Εξωτερικών των χωρών-μελών που θα συγκαλούνταν σε τακτική βάση προς συζήτηση και επίλυση των κοινών προβλημάτων. Οι εταίροι ήταν αρχικά δώδεκα, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Δανία, η Ισλανδία, η Ιταλία, η Νορβηγία και η Πορτογαλία. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία δεν είχαν κληθεί να συμμετάσχουν, μολονότι η Τουρκία είχε εκφράσει από νωρίς την επιθυμία της για συμμετοχή 152. Η «ομπρέλα» της αμυντικής αυτής συμμαχίας κάλυπτε το χώρο της Δυτικής Ευρώπης, του Βορείου Ατλαντικού και της Βόρειας Αμερικής και παράλληλα στα χρόνια της αρχής του Ψυχρού Πολέμου προστάτευε τα κράτη-μέλη της από κάθε εξωτερική απειλή, ενώ συγχρόνως τους πρόσφερε στρατιωτική υποστήριξη στα πλαίσια της συλλογικής ασφάλειας 153. Παράλληλα, με την άνοδο στην εξουσία του Adnan Menderes, το Μάιο 1950, δόθηκε νέα ώθηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο σαφής φιλοαμερικανικός προσανατολισμός της νέας κυβέρνησης, που υπογορεύτηκε από τις ανάγκες εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας, αποτέλεσε σαφώς μια προωθητική δύναμη για τη βελτίωση του κλίματος στις σχέσεις των δύο χωρών 154. Τον Ιούνιο του 1950 ο νέος υπουργός Εξωτερικών Fuat Köprülü και ο 152 Χ. Ζ. Σαζανίδης, Ξένοι, βάσεις και πυρηνικά στην Ελλάδα: Η Ελλάδα και οι σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις 1821-1981(Μια πολιτικοδιπλωματική και στρατιωτική θεώρηση), εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψη, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 355. Η Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού είναι Σύμφωνο Συμμαχίας, βασιζόμενο στις αρχές του άρθρου 52 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, για την ασφάλεια των μελών-κρατών με στρατιωτικά μέσα, καθώς επίσης και δια της συνεργασίας στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό τομέα. Είναι σύμφωνο αμυντικό και όχι επιθετικό και απαρτίζεται από 14 άρθρα. Βασική διάταξη, είναι η διάταξη του άρθρου 5, βάση του οποίου ορίζεται ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνούν ότι ένοπλος επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων από αυτών στην Ευρώπη ή στη Βόρειο Αμερική θεωρείται ως επίθεση εναντίον όλων και συνεπώς συμφωνούν ότι σε περίπτωση τέτοιας ένοπλης επίθεσης, έκαστος από αυτών, στην άσκησή του από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας, θα συνδράμει τα υφιστάμενα για την επίθεση σε ένα ή περισσότερα μέρη, δια της άμεσης λήψης τόσο ατομικά όσο δια συμφωνίας με τα υπόλοιπα μέρη, των μέτρων τα οποία θεωρεί αναγκαία συμπεριλαμβανομένων της χρήσης ένοπλης βίας προς αποκατάσταση και διατήρηση της ασφάλειας της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού». Η Συνθήκη αυτή δε θίγει, με οποιονδήποτε τρόπο, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, των μερών που τυγχάνουν μέλη του Ο.Η.Ε ή την πρωταρχική ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας, για την διατήρηση της Διεθνούς Ειρήνης και Ασφάλειας. Τα όργανα του Συμφώνου είναι: (α) Το Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από όλα τα Κράτη-Μέλη και (β) Η Επιτροπή Άμυνας, η οποία αποτελείται από τους Αρχηγούς των επιτελείων των Μελών-Κρατών. Επικεφαλής του Οργανισμού αυτού είναι ο Γενικός Γραμματέας. Βλ. Χ. Γ. Νικόλαος, Διεθνείς Πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες, συμφωνίες και συμβάσεις, εκδόσεις Ι. Φλώρος, 2 η έκδοση, Αθήνα 1996, σσ. 437-438. 153 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 30. 154 Κ. Α. Τσιούμης, ό.π., σ. 39. Για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας πραγματοποιήθηκαν ελεύθερες εκλογές, οι οποίες έδωσαν την εξουσία στο Δημοκρατικό κόμμα του Αντάντ Μεντερές. Η δεκαετία 47

Έλληνας πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας, σε συνάντησή τους στο Παρίσι, συμφώνησαν να εγκαινιάσουν μια αποτελεσματική ελληνοτουρκική συνεργασία σε όλους τους τομείς 155. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Σοφοκλής Βενιζέλος, αποκάλυψε ότι η Ελλάδα επιθυμούσε τη σύνταξη ενός νέου ελληνοτουρκικού συμφώνου και ότι γι αυτό είχε λάβει και την έγκριση των Αγγλοαμερικανών 156. Ο κ. Βενιζέλος σε δηλώσεις του, στην εφημερίδα το Βήμα, για τις σχέσεις με την Τουρκία είχε δηλώσει τα εξής: «Οι σχέσεις μας με τη φίλη και γείτονα Τουρκία είναι άριστες. Κατόπιν συνομιλιών, οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των Γενικών Επιτελείων Ελλάδας και Τουρκίας, αποφασίστηκε να μην υπογραφεί διμερές σύμφωνο, αλλά μάλλον ένα σύμφωνο συλλογικής ασφάλειας. Οι αντιπρόσωποί μας βρίσκονται ήδη σε στενή επαφή με τα Επιτελεία των Κρατών εκείνων που ασχολούνται με την ασφάλεια της Μεσογείου» 157. Οι διαβουλεύσεις των δύο χωρών συνεχίστηκαν σε υπηρεσιακό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο 158. Έχοντας, λοιπόν, ως στόχο τη διασφάλιση της ειρήνης και της ασφάλειας στη λεκάνη της Μεσογείου, η Τουρκία και η Ιταλία υπέγραψαν στη Ρώμη, στις 24 Μαρτίου 1950, Σύμφωνο Φιλίας. Ο κ. Σαντάκ, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, μεταβαίνοντας στη Ρώμη είχε εκφράσει την πεποίθησή του, ότι η συνθήκη αυτή θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο τις ιταλοτουρκικές σχέσεις και θα εξυπηρετούσε την υπόθεση της ειρήνης και ασφάλειας στη λεκάνη της Μεσογείου 159. Ωστόσο ένα από τα κυριότερα θέματα που απασχόλησαν τόσο τους πολιτικούς όσο και τους υπηρεσιακούς παράγοντες κατά την περίοδο των ελληνοτουρκικών συνομιλιών 1950-1952 ήταν ο συντονισμός των ενόπλων δυνάμεων ενόψει της επικείμενης πολιτικοστρατιωτικής τους ένταξης στο δυτικό αμυντικό συνασπισμό. Ήταν προφανές ότι κοινή επιδίωξη της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν η είσοδός τους στο ΝΑΤΟ, που είχε ιδρυθεί τον Απρίλιο του 1949. Έτσι ο νέος Τούρκος πρωθυπουργός ως θερμός υποστηρικτής της ένταξης της χώρας του στο ΝΑΤΟ, ακολουθώντας φιλοαμερικανικό προσανατολισμό, 1950-1960 αντιστοιχούσε ακριβώς στον ερχομό μιας νέας πολιτικής δύναμης στη χώρα και της αιφνίδιας πτώσης της, που θα προέλθει από στρατιωτικό πραξικόπημα. Βλ. Δ. Τ. Άναλις, ό.π., σσ. 200-201. 155 Κ. Α. Τσιούμης, ό.π.,σ. 40. 156 Καθημερινή, 13.10.1950. 157 Βήμα, 28.12.1950. 158 Κ. Α. Τσιουμής, ό.π., σ. 40. 159 Καθημερινή, 23.5.1950. Η εφημερίδα «Ακσάμ», σε κύριο άρθρο της, για την επικείμενη υπογραφή του ιταλο-τουρκικού Συμφώνου, παρατήρησε ότι η φιλία μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Ιταλίας αποτελούσε ισχυρό θεμέλιο ειρήνης στη Μεσόγειο. Εάν συνεργάζονταν οι τρεις αυτές χώρες, θα αποτελούσαν ισχυρό βραχίονα για τη μελλοντική ένωση της Ευρώπης. Ακόμη, Τούρκοι ιθύνοντες, θεώρησαν ότι η βελτίωση των ιταλοτουρκικών σχέσεων, λόγω της Ιταλοτουρκικής Συνθήκης Φιλίας, θα συντελούσε με τέτοιο τρόπο, ώστε η Ιταλία να υποστήριζε την εισδοχή της Τουρκίας στο Ατλαντικό Σύμφωνο. Βλ. Βήμα, 2.8.1950. 48

προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια των Η.Π.Α αποστέλλοντας μια ταξιαρχία από 4.500 άνδρες στην Κορέα. Ακριβώς στην ίδια ενέργεια προέβη και η Ελλάδα, αποστέλλοντας το 1950 ένα ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην κορεάτικη επιχείρηση του Ο.Η.Ε 160. Η χειρονομία αυτή εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους Αμερικανούς, που υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών κρατούσαν όλο το βάρος του πολέμου της Κορέας 161. Η αμερικανική στάση στο ενδεχόμενο εισόδου της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ δεν ήταν απόλυτα ξεκαθαρισμένη. Ειδικότερα τόσο η αμερικανική στρατιωτική ηγεσία όσο και οι αρχηγοί των αποστολών βοήθειας στις δύο χώρες ευνοούσαν την ένταξη, γιατί εκτιμούσαν την κατάσταση με καθαρώς στρατηγικά κριτήρια και έβλεπαν την τεράστια γεωστρατηγική αξία των δύο χωρών, για την εγκατάσταση σ αυτές προωθημένων αεροναυτικών βάσεων, από τις οποίες θα έλεγχαν την ευαίσθητη αυτή περιοχή. Ήδη την εποχή εκείνη, οι Η.Π.Α είχαν γύρω στις 450 βάσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου. Η πολιτική όμως ηγεσία του Αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας αρχικά είχε διαφορετική γνώμη και ευνοούσε την χορήγηση μονομερών εγγυήσεων προς τις δύο χώρες. Τελικά, μετά την έναρξη του Πολέμου της Κορέας και την αποστολή και από τις δύο χώρες στρατιωτικής βοήθειας, οι δύο απόψεις συντονίστηκαν, διαμορφώνοντας έτσι ενιαία αμερικανική θέση υπέρ της εισόδου της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ 162. Παρόμοια εξέλιξη σημειώθηκε και στη στάση της Βρετανίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία μετά την έναρξη του Πολέμου της Κορέας και την πετρελαϊκή κρίση, βαθμιαία απέσυραν τις αντιρρήσεις τους. Αρχικά η Βρετανία, μόλις τέθηκε το θέμα της ένταξης της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, διατύπωσε αντιρρήσεις, ιδίως για την Τουρκία. Την άποψη αυτή συμμερίστηκαν για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια και οι Σκανδιναβικές Χώρες (Νορβηγία, Δανία), η Μπενελούξ (Benelux= Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) και η Γαλλία. Η άρνηση των Βρετανών στηριζόταν πάνω στην αντίληψη ότι η Τουρκία θα έπρεπε ν αποτελέσει τον άξονα αμυντικής οργάνωσης των αραβικών κρατών της Μεσογείου (Mediterranean Defense Pact) και ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τον Καύκασο θα ήταν επικίνδυνη για τη συνοχή των Δυτικών χωρών. Οι Άγγλοι είχαν προτείνει σαν λύση στο πρόβλημα τον προσανατολισμό των δύο υποψήφιων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ προς τα στρατηγικά σχέδια της Μέσης Ανατολής παρά της 160 Α. Αλεξανδρής, ό.π., σ. 121. Για την Ελλάδα, η ένταξη της στο ΝΑΤΟ εμφανιζόταν ως ιδανική λύση για την κάλυψη του αμυντικού της προβλήματος, καθώς μετά τη λήξη του Εμφυλίου, αντιμετώπιζε τεράστια εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Βλ. Χ. Ζ. Σαζανίδης, ό.π., σ. 355. 161 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 499. 162 Χ. Ζ. Σαζανίδης, ό.π., σ. 355-356. 49

Δυτικής Ευρώπης, πιστεύοντας πως έτσι θα κατόρθωναν οι Βρετανοί να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους την παλιά ζώνη επιρροής τους 163. Παρόλη την αρχική άρνηση και αντίδραση των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ για την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού, η Άγκυρα ουδέποτε έπαψε να ανακινεί το ζήτημα της επίσημης και ανεπιφύλακτης ένταξης της Τουρκίας στο σύστημα της Βορειοατλαντικής συμμαχίας, η οποία τυπικά έφθανε μέχρι την Ιταλία 164. Των τουρκικών διαβημάτων δεν προηγήθηκαν ελληνοτουρκικές συνεννοήσεις προς την κατεύθυνση της ένταξης της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού. Παρόλο όμως που η Άγκυρα ενεργούσε με δική της πρωτοβουλία, οι Τούρκοι αρμόδιοι θεωρούσαν φυσικό ότι η εισδοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ σήμαινε αυτόματα και την ταυτόχρονη είσοδο της Ελλάδας 165. Ωστόσο, παρόλη τη θετική αλλαγή της στάσης των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, όσον αφορούσε την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού, μόνο τον Οκτώβριο του 1950 για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα και η Τουρκία κλήθηκαν να συνεργαστούν με τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ προς εκπόνηση αμυντικών σχεδίων για την περιοχή της Μεσογείου 166. Πράγματι η πρόσκληση αυτή, από το φθινόπωρο του 1950 άνοιξε το δρόμο για την πλήρη ένταξή τους. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου η παράταση του πολέμου στην Κορέα, η προπαγάνδα της Κομινφόρμ και ο φόβος μιας νέας σοβιετικής πρόκλησης, ο επανεξοπλισμός ακόμη των δορυφόρων της Μόσχας στην Ανατολική Ευρώπη, η ένταση του κλίματος ανασφάλειας στη Μέση Ανατολή και η συνακόλουθη ανάγκη στενότερης συνεργασίας με την Τουρκία υπαγόρευσαν τη λήψη δραστικών αποφάσεων. Οπωσδήποτε, η διαμόρφωση αυτής της γενικότερης συγκυρίας συναρτήθηκε με τη βαθμιαία αναγωγή της Τουρκίας σε περιφερειακό παράγοντα κομβικής σημασίας για τη διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων της Δύσης στην περιοχή. Η Άγκυρα, από την πλευρά της, εκμεταλλεύτηκε έγκαιρα και αποδοτικά την ευαισθησία των Δυτικών συμμάχων, παρουσιάζοντας το 163 Χ. Ζ. Σαζανίδης, ό.π., σ. 355-356. 164 Βήμα, 2.8.1950. Η νέα Τουρκική Κυβέρνηση, του Μεντερές, επέδειξε μεγάλη δραστηριότητα και ζήλο για την πραγματοποίηση του στόχου τους. Ήταν αποφασισμένη να διαδραματίσει ενεργητικότερο ρόλο στην οργάνωση της αμυντικής προπαρασκευής των Δυτικών και στην επίδειξη αποφασιστικής αντίστασης κατά της Σοβιετικής Ένωσης. 165 Βήμα, 2.8.1950. Η Ελλάδα σε αντίθεση με την Τουρκία, δεν είχε υποβάλει επίσημη αίτηση για συμμετοχή της στο Ατλαντικό Σύμφωνο. Εντούτοις θεωρείτο σχεδόν αναπόφευκτο ότι οποιαδήποτε απόφαση λαμβανόταν για την Τουρκία, θα εφαρμοζόταν και για την Ελλάδα. Ο λόγος που η Ελλάδα δεν είχε υποβάλει εξ αρχής επίσημη αίτηση για ένταξη της στο Ατλαντικό Σύμφωνο, αποσκοπούσε στο να αποφύγει τη δυνατότητα διπλωματικής αποτυχίας, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησής της. Βλ. Καθημερινή, 2.9.1950. 166 Καθημερινή, 5.10.1950. Η πρόσκληση αυτή ήταν εξαιρετικής σημασίας, παρόλο που δεν υπήρχαν συγκεκριμένες πληροφορίες για τις προθέσεις των Δυτικών Συμμάχων, όπως διεύρυναν το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο. 50

ενδεχόμενο να υιοθετήσει στάση ουδέτερη, αν δεν εισακουόταν η έκκλησή της να γίνει άμεσα δεκτή στο ΝΑΤΟ 167. Το Φεβρουάριο του 1951 σε λόγο του ο ηγέτης του Ρεπουπλικανικού κόμματος κ. Ντιούϊ υποστήριξε την άμεση εισδοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Ατλαντικό Σύμφωνο. Τόνισε ότι εάν η Γιουγκοσλαβία δεχόταν επίθεση από τη Σοβιετική Ένωση και υποτασσόταν, η Ελλάδα και τα Δαρδανέλλια θα περιέρχονταν υπό σοβιετικό έλεγχο και η Ανατολική Μεσόγειος θα καθίστατο «Ερυθρά θάλασσα». 168. Η επανεκτίμηση των αρνητικών επιπτώσεων από μια ενδεχόμενη επέκταση των Σοβιετικών στον ελλαδικό χώρο, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν και οι τελευταίοι δισταγμοί μεταξύ των Αμερικανών ιθυνόντων 169. Στις 16 Φεβρουαρίου 1951 ο υπουργός Εξωτερικών της Αμερικής κ. Άτσεσον σε λόγο του σχετικά με το πρόγραμμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, εξέφρασε την ελπίδα για την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στον αμυντικό συνασπισμό του Ατλαντικού Συμφώνου. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι η Ελλάδα και η Τουρκία διέθεταν έξοχη στρατιωτική συγκρότηση και υποστήριξε ταυτόχρονα την ανάγκη της εισόδου της Ισπανίας στη συμμαχία της Δύσης. Ο κ. Άτσεσον συμπλήρωσε ότι και η Γιουγκοσλαβία αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για την ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη 170. Μετά τις δηλώσεις του κ. Άτσεσον επίσημοι κύκλοι εξέτασαν προσεκτικά τη στενότερη σύνδεση της Ελλάδας, Τουρκίας και Ισπανίας ακόμη και της Γιουγκοσλαβίας με την Ατλαντική Συμμαχία. Παρουσιάστηκαν, ωστόσο, δύσκολα προβλήματα στην πραγματοποίηση της ένταξης των παραπάνω χωρών. Αναλυτικότερα: Εξετάστηκε η τυπική κανονική συμμετοχή τους, ώστε τα μέλη να αυξηθούν σε δεκατέσσερα από δώδεκα. Εξετάστηκε ο πιθανότερος τρόπος συνεργασίας στο άμεσο μέλλον, κατά τον οποίο τα 12 μέλη της Συμμαχίας θα δήλωναν ότι σε περίπτωση επίθεσης εναντίον μιας από τις παραπάνω τέσσερις χώρες ολόκληρη η Συμμαχία θα θεωρούσε ότι η επίθεση αυτή στρεφόταν εναντίον της. Ταυτόχρονα, οι παραπάνω χώρες ανέλαβαν να συντονίσουν τα σχέδιά τους με τα σχέδια της Ατλαντικής Συμμαχίας και ανέλαβαν ορισμένες υποχρεώσεις σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της Δυτικής Ευρώπης. 167 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 32. 168 Βήμα, 14.2.1951. Σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας «Το Βήμα», ο κ. Ντιούϊ είχε πει για την Ελλάδα ειδικότερα τα εξής: «Η γενναία μικρή Ελλάς, η οποία ήδη κέρδισε ένα πόλεμο εντός της τελευταίας πενταετίας, είναι αποφασισμένη να συμβάλει εκ νέου στην υπεράσπιση της ελευθερίας. Η Ελλάδα είναι πρόθυμη και δύναται να διαθέσει δέκα μεραρχίες αμέσως τώρα». 169 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 32. 170 Καθημερινή, 17.2.1951. 51

Όσον αφορούσε την ένταξη των παραπάνω χωρών στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν προτεραιότητα. Πρόβλημα αποτελούσε και η θέση της Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας, που βρίσκονταν στη Νότια και όχι στη Δυτική Ευρώπη. Από αυτή την άποψη δημιουργήθηκε σε ορισμένους κύκλους η εντύπωση ότι μια Μεσογειακή Συμμαχία εγγυημένη από τις Δυτικές Δυνάμεις θα ήταν η σωστή λύση 171. Τον Μάρτιο του 1951 οι εγκυρότεροι γαλλικοί κύκλοι ασχολήθηκαν γενικότερα με τα προβλήματα της άμυνας της Α. Μεσογείου. Από όλους αναγνωρίστηκε και υπογραμμίστηκε ο εξαιρετικός στρατηγικός ρόλος των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου στα αμυντικά συστήματα ολόκληρου του ελεύθερου δυτικού κόσμου και κατά συνέπεια η επιτακτική ανάγκη της συμμετοχής της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία και η ενεργή συμπαράσταση των αρμοδίων εκπροσώπων των χωρών αυτών στην κατάρτηση όλων των στρατηγικών σχεδίων που αφορούσαν την περιοχή. Η Γαλλία και η Ιταλία τάχθηκαν υπέρ της άμεσης συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και αυτό το επιβεβαίωσαν στον κ. Πολίτη 172. Στις 24 Μαρτίου 1951 ο Αμερικανός πρεσβευτής διαβεβαίωσε κατηγορηματικά τον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο ότι η Ελλάδα θα εντασσόταν στην Ατλαντική Συμμαχία και ότι, αν τα άλλα κράτη δεν συμφωνούσαν, θα δημιουργείτο ειδική Συμμαχία στην Ανατολική Μεσόγειο, που θα συνδεόταν με το Ατλαντικό Σύμφωνο. Ο κ. Πιουριφόυ τον διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της, θα είχε την πλήρη αμερικανική συμπαράσταση. Ως πρώτη εκδήλωση αυτής της συμπαράστασης θεωρήθηκε η αποστολή στην Ελλάδα τριακοσίων καταδιωκτικών αεροπλάνων 173. Ωστόσο, η παρατηρούμενη καθυστέρηση της εισδοχής της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Ατλαντικό Σύμφωνο είχε μερικές δυσάρεστες συνέπειες. Η Τουρκική Κυβέρνηση αρνήθηκε να παραχωρήσει αεροπορικές βάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν προηγουμένως δε ρυθμιζόταν το ζήτημα της εισόδου της. Ήδη, η Τουρκική Κυβέρνηση είχε αρχίσει να παρουσιάζει τάσεις ουδετερότητας, λόγω της μη ικανοποίησης του αιτήματός της, και 171 Καθημερινή, 17.2.1951. 172 Καθημερινή, 20.3.1951. Ο κ. Πολίτης, ήταν ο πρώτος Έλληνας πρεσβευτής της μεταπολεμικής Ελλάδας στην Αμερική, ο οποίος κατανόησε το αμερικανικό πνεύμα. Μέσα στο πνεύμα αυτό, οι πρεσβευτές είχαν ως έργο όχι μόνο να εργάζονται για την αμοιβαία κατανόηση των κυβερνήσεων αλλά και των λαών. Ο κ. Πολίτης ήταν και ο πρώτος μεταπολεμικός πρεσβευτής, που μιλούσε καλά την αγγλική γλώσσα. Βλ. Καθημερινή, 2.3.1951. 173 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 499. Ο τότε σύμβουλος της Ελληνικής Πρεσβείας στην Ουάσινγκτον κ. Δ. Λάμπρος είχε γράψει στο Βενιζέλο, στις 21 Μαρτίου 1951, ότι η βοήθεια που απέστειλε η Ελλάδα στον πόλεμο της Κορέας, θα συντελούσε ευνοϊκά στην ένταξη της στο ΝΑΤΟ. Δεν ήταν ακόμη σε θέση να γνωρίζει το βαθμό των αντιρρήσεων των άλλων χωρών όσον αφορούσε την ένταξη της ούτε και γνώριζε τι διαβήματα είχαν γίνει στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Ωστόσο, πίστευε ότι ήταν θέμα χρόνου. 52

αρνήθηκε συνεργασία με τις Δυτικές Δυνάμεις, μέχρι λήψης της τελικής απόφασης. Σε ανάλογη θέση βρισκόταν και η Ελλάδα, παρόλο που απέφυγε να δημιουργήσει δημόσια θόρυβο σχετικά με την εισδοχή της στο Ατλαντικό Σύμφωνο. Εντούτοις και η Ελλάδα αισθάνθηκε ότι η μονομερής αμερικανική υπόσχεση για βοήθεια προς αυτή δεν παρείχε επαρκή κάλυψη σε περίπτωση εμφάνισης εξωτερικού κινδύνου 174. Έτσι, οι Η.Π.Α άρχισαν να ηγούνται της κινήσεως για την ταχεία ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας. Οι Η.Π.Α προέβησαν σε σχετικά διαβήματα προς τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Η Αμερικανική Κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να εντάξει στο ΝΑΤΟ τις δύο αυτές χώρες με ίσους όρους 175. Τον Ιούλιο του 1951 ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Μόρρισον δήλωσε ότι η Βρετανική κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει την εισδοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο. Η επίσημη αυτή δήλωση έδειξε ότι το επίμαχο αυτό πρόβλημα εισήλθε στο στάδιο της οριστικής διευθέτησής του 176. Οι Βρετανοί, μετά τη θετική τους υποστήριξη στις δύο χώρες, είχαν αναλάβει να άρουν τις υφιστάμενες αντιρρήσεις ορισμένων μελών της Συμμαχίας για την είσοδο της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Σύμφωνο 177. Στη διάσκεψη της Οττάβας στις 17 Σεπτεμβρίου 1951 φάνηκε ότι η ένταξη των δύο χωρών είχε πλησιάσει. Έτσι στις 19 Σεπτεμβρίου 1951 η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας με ομόθυμη απόφαση, μετά την άρση των αντιρρήσεων από τη Δανική Κυβέρνηση. Εντούτοις η τυπική ένταξή τους καθυστέρησε 178. Το Πρωτόκολλο προσχώρησης των δύο χωρών υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 22 Οκτωβρίου 1951 από τους αναπληρωτές υπουργούς των χωρών-μελών 179. Ύστερα από αυτό, στη Σύνοδο του Συμβουλίου των Υπουργών που συνήλθε στις 25 Νοεμβρίου 1951 στη Ρώμη, η Ελλάδα και η Τουρκία κλήθηκαν να στείλουν παρατηρητή 180. Οι δύο παρατηρητές, ο Έλληνας Υφυπουργός Εξωτερικών κ. Αβέρωφ και ο Τούρκος 174 Βήμα, 2.5.1951. 175 Βήμα, 17.5.1951. 176 Βήμα, 19.7.1951. 177 Βήμα, 20.7.1951. 178 Καθημερινή, 20.9.1951. Η απόφαση της Δανικής Κυβέρνησης να δεχτεί την εισδοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Ατλαντικό Σύμφωνο, έγινε δεκτή με ικανοποίηση μεταξύ των αντιπροσώπων στο Συμβούλιο του Ατλαντικού. 179 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 500. Το Πρωτόκολλο, όσον αφορούσε την εισδοχή των δύο χωρών, ανέφερε ότι τα κράτη του Ατλαντικού Συμφώνου θα θεωρούσαν ότι ενδεχόμενη επίθεση εναντίον της Τουρκίας θα αποτελούσε επίθεση εναντίον όλων. Η υφιστάμενη μορφή της Συνθήκης μεταβλήθηκε, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Τουρκίας βρισκόταν στην Ασία και όχι στην Ευρώπη, όπως καθόριζε το αρχικό κείμενο του Συμφώνου. Το Πρωτόκολλο θα τίθετο σε ισχύ, όταν όλες οι χώρες-μέλη του Οργανισμού ανακοίνωναν προς την κυβέρνηση των Η.Π.Α, την εκ μέρους τους αποδοχή. Βλ. Βήμα, 20.10.1951. 180 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 500. 53

πρεσβευτής στη Ρώμη κ. Χουσεΐν Ραγκίπ Μπαγιούρ, τόνισαν ότι οι δύο χώρες ήταν αποφασισμένες για την ειρήνη και την ελευθερία σε όλους τους τομείς 181. Έπειτα από μερικούς μήνες, τον Ιανουάριο 1952, η Επιτροπή Εξωτερικών της Γερουσίας ενέκρινε ομόθυμα το Πρωτόκολλο του Συμβουλίου των αναπληρωτών του Βορειοατλαντικού Συμφώνου μέσω του οποίου προτεινόταν η εισδοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Σχετικά με την είσοδο των δύο χωρών, ο κ. Άτσεσον δήλωσε ότι «δεν πρόκειται μόνο για πρόθεση για την ασφάλεια αυτών αλλά και για τη δική μας». Πρόσθεσε ότι, ενσωματώνοντας την Τουρκία και την Ελλάδα στο Ατλαντικό Σύμφωνο, επεκτείνονταν οι συμφωνίες που κατοχύρωναν την ασφάλειά τους 182. Συγχρόνως με την ένταξη στο ΝΑΤΟ, η ελληνοτουρκική προσέγγιση ενισχύθηκε και με την επίσκεψη του κ. Βενιζέλου στην Τουρκία 183. Στις 29 Ιανουαρίου 1952, ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Βενιζέλος, με την άφιξή του, απηύθυνε το εξής μήνυμα στον τουρκικό λαό: «Ήρθα για να ενισχύσω τη φιλία η οποία έχει εγκαινιαστεί με την πολιτική των δύο ιστορικών αντρών των χωρών μας και η οποία φέρει τις υπογραφές τους. Για μένα η φιλία αυτή έχει ιερή μορφή. Αποτελεί όχι μόνο προσέγγιση των αισθημάτων των δύο εθνών, αλλά και συνάδει απολύτως με τα κοινά τους συμφέροντα» 184. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, οι δύο χώρες αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε να ενώσουν τις προσπάθειές τους για την καλύτερη εξασφάλιση της ειρήνης στην περιοχή και την προστασία των νόμιμων συμφερόντων στρατηγικών, πολιτικών και οικονομικών. Σε συνάντηση του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, Τζελάλ Μπαγιάρ με τον κ. Βενιζέλο, τονίστηκε ιδιαίτερα ότι η συγκεκριμένη περίοδος επέβαλλε τη συνεργασία Τουρκίας Ελλάδας. Ο κ. Βενιζέλος συμπλήρωσε ότι ο σκοπός του ταξιδιού του ήταν να καταστεί η ελληνοτουρκική φιλία κτήμα των δύο λαών 185. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μεταξύ Βενιζέλου Κöprülü εξετάστηκε το πρόβλημα της άμυνας της Ανατολικής Μεσογείου με τη συμμετοχή και του πρεσβευτή της Γιουγκοσλαβίας στην Άγκυρα κ.ραδοβάνοβιτς. Κατά τις συνομιλίες προτάθηκε στο Γιουγκοσλάβο πρεσβευτή η συνεργασία των τριών χωρών σε κοινά ζητήματα άμυνας που αφορούσαν την περιοχή των Βαλκανίων. Ο κ. Ραδοβάνοβιτς 181 Βήμα, 25.11.1951. 182 Καθημερινή, 16.1.1952. Η Τουρκία θα χορηγούσε τα μέσα μέσω των οποίων θα καθίστατο η ευρωπαϊκή άμυνα επιθετική και θα ήταν το μέσο, όπως προληφθεί ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος. Η Τουρκία βρισκόταν περισσότερο εκτεθειμένη στο πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης, κοντά στα πλουσιότερα διυλιστήρια του Καυκάσου και ήταν σε θέση να σταματήσει την έναρξη οποιουδήποτε σοβιετικού προγεφυρώματος, το οποίο θα δημιουργείτο στην Περσία και τις Αραβικές χώρες. Βλ. Καθημερινή, 13.1.1952. 183 Βήμα, 22.10.1952, Στην Άγκυρα, ο κ. Βενιζέλος επρόκειτο να μιλήσει εξ ονόματος ολόκληρου του πολιτικού κόσμου. Ακόμη θα ήταν και κομιστής του χαιρετιστήριου μηνύματος του Βασιλιά προς τον πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Βλ. Βήμα, 26.1.1952. 184 Βήμα, 31.1.1952. 185 Βήμα, 1.2.1952. 54

συμφώνησε όπως μεταβιβάσει την πρόταση στο στρατάρχη Τίτο 186. Ωστόσο την παρούσα χρονική στιγμή ο στρατάρχης Τίτο δεν είχε πρόθεση να εγκαταλείψει την ουδετερότητα 187. Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες ολοκληρώθηκαν με επιτυχία. Στην Άγκυρα αποφασίστηκε η τήρηση κοινής στάσης και από τις δύο χώρες στην προσεχή Διάσκεψη της Λισαβόνας και η δημιουργία μικτής ελληνοτουρκικής επιτροπής για τη ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων, όπως της αλιείας, της εξαγωγής καπνών, των εμπορικών συναλλαγών κ.α. 188. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σπουδαιότερο θέμα των συνομιλιών του κ. Βενιζέλου υπήρξε το σχέδιο στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας-Γιουγκοσλαβίας και ότι το σχέδιο μπορούσε να πραγματοποιηθεί και να εξασφαλίσει την άμυνα της περιοχής 189. Το Φεβρουάριο του 1952 και έπειτα από την επικύρωση του Πρωτοκόλλου προσχωρήσεως από τα Κοινοβούλια των 12 κρατών μελών, ο επιτετραμμένος των Η.Π.Α. στην Αθήνα, Τσαρλς Γιοστ, έδωσε πρόσκληση στην Ελληνική κυβέρνηση για να παραστεί ως ενεργό μέλος στη Σύνοδο του Συμβουλίου, που θα συνερχόταν στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας από τις 20-25 Φεβρουαρίου 190. Ταυτόχρονα με την Ελλάδα προσκλήθηκε και η Τουρκία. Η τυπική ένταξη των δύο χωρών θα γινόταν, όταν η Ελλάδα και Τουρκία ανακοίνωναν ότι αποδέχονταν τη συμμετοχή τους στην Ατλαντική Οργάνωση 191. Για τη Λισαβόνα αναχώρησε ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και Υπουργό Eξωτερικών κ. Σοφοκλή Βενιζέλο 192. Η σύνοδος της Λισαβόνας υπήρξε η σπουδαιότερη στην εικοσαετή ιστορία της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία έληξε στις 25 Φεβρουαρίου 1952, με αρκετά σημαντικά αποτελέσματα. Μέσα από τις αποφάσεις που λήφθηκαν διαμορφώθηκαν εντελώς νέες προοπτικές αποθάρρυνσης και ίσως οριστικής ματαίωσης οποιασδήποτε απόπειρας εναντίον 186 Βήμα, 2.2.1952. Η συμμετοχή του πρεσβευτή της Γιουγκοσλαβίας, ερμηνεύτηκε από τους ελληνικούς κύκλους, ως το πρώτο βήμα προς μια Τριμερή Στρατιωτική Συμφωνία. 187 Καθημερινή, 5.2.1952. 188 Βήμα, 3.2.1952. Ο Βενιζέλος, σε συνομιλία του στην Άγκυρα, ευχαρίστησε το Τουρκικό έθνος για τη βοήθεια που του δόθηκε, ώστε να πετύχει η αποστολή του. Τόνισε ότι θα στήριζε την ελληνοτουρκική φιλία και ότι αυτή θα παρέμενε υπεράνω των διαφορών που υπήρχαν μεταξύ των δύο χωρών, εκτός οποιασδήποτε υστεροβουλίας. Όσον αφορούσε το Κυπριακό, δήλωσε ότι το Ζήτημα θα λυνόταν από τον Κυπριακό λαό και την Αγγλία. Η Ελλάδα, είπε, έφερε απλά το ζήτημα ενώπιον της επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, δεδομένου ότι η Κύπρος ήταν χώρα αυτοκυβερνούμενη. Βλ. Βήμα, 3.2.1952. 189 Καθημερινή, 5.2.1952. 190 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σ. 500. 191 Καθημερινή, 16.2.1952. 192 Βήμα, 17.2.1952. Μετά το τέλος της Διάσκεψης της Λισαβόνας, ο Βενιζέλος επρόκειτο να μεταβεί στη Ρώμη όπου είχε προσκληθεί επίσημα από την Ιταλική Κυβέρνηση. Βλ. Βήμα, 19.2.1952. Στη Λισαβόνα, ο κ. Βενιζέλος συνομίλησε με τον κ. Άτσεσον, σχετικά με τα άμεσα προβλήματα της Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών της Ελλάδας. Ο κ. Άτσεσον τόνισε ότι η αμερικανική πολιτική απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στη διατήρηση και σταθεροποίηση μιας πάγιας πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης. Η Αμερική θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των εκάστοτε δυσχερειών, σε όλα γενικά τα οικονομικής και στρατιωτικής φύσεως ζητήματα. Βλ. Καθημερινή, 24.2.1952. 55

της εξωτερικής ασφάλειας και της εθνικής ανεξαρτησίας των δυτικών χωρών και γενικά των εθνών που ήταν αποφασισμένα να αγωνιστούν με όλες τους τις δυνάμεις για τη διασφάλιση της εθνικής και πολιτικής τους ελευθερίας. Η Ατλαντική Διάσκεψη προσέδωσε σάρκα και οστά στην Ατλαντική Συμμαχία και έθεσε τις βάσεις της οργάνωσης όλων των αμυντικών δυνάμεων των κρατών-μελών της, για την περαιτέρω κατοχύρωση της ασφάλειάς τους και ανάπτυξη της κοινωνικής τους ευημερίας 193. Με τον τερματισμό των εργασιών της Διάσκεψης, το Συμβούλιο του ΝΑΤΟ εξέδωσε ανακοινωθέν στο οποίο τόνιζε ότι πρωταρχικός σκοπός του ήταν η ειρήνη και ότι οι ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν με την καταβολή συντονισμένων προσπαθειών των κρατών-μελών της ατλαντικής κοινότητας, θα χρησιμοποιούνταν μόνο για την άμυνα των χωρών αυτών και την ασφάλεια των λαών τους σε περίπτωση επίθεσης 194. Στη Διάσκεψη της Λισαβόνας ολοκληρώθηκε επίσημα και η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Σύμφωνο του Ατλαντικού. Συμφωνήθηκε, ακόμη, οι κατά ξηρά δυνάμεις της Ελλάδας και της Τουρκίας να τεθούν υπό τη διοίκηση του στρατηγείου της Νότιας Ευρώπης που είχε αποφασιστεί να δημιουργηθεί. Οι αεροπορικές δυνάμεις των δύο χωρών θα υπάγονταν στο υπό ίδρυση αεροπορικό αρχηγείο Νότιας Ευρώπης, ενώ οι ναυτικές δυνάμεις των δύο κρατών θα παρέμεναν εξαρτημένες από τα εθνικά τους επιτελεία. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος χρειάστηκε να δώσει μάχη για να αποτρέψει την υπαγωγή των ελληνικών κατά ξηρά δυνάμεων υπό τον Ιταλό στρατηγό Καστιλιόνε. Ακόμη δόθηκε στον Αβερέλ Χάρριμαν ειδική επιτροπή, για τη σύνταξη συμπληρωματικής έκθεσης για τον τρόπο που έπρεπε να προσαρμοστούν οι στρατιωτικές ανάγκες με τις οικονομικές δυνατότητες της Ελλάδας 195. Η ένταξη τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε τεράστια επιτυχία και αυτό γιατί και οι δύο χώρες είχαν εξαιρετική στρατηγική σημασία. Όσο η Ελλάδα παρέμενε στο ΝΑΤΟ, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ήταν υποχρεωμένο να προβεί: (α) σε μεταφορά μονάδων στρατού ξηράς και αεροπορίας σε άλλα σημεία κοντά στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ (π.χ. Καύκασο, τα Βουλγαρικά σύνορα ή την Ουγγαρία). (β) ή στο Κεντρικό μέτωπο (Δυτ. Γερμανία). Αν η Ελλάδα διάλεγε μια πολιτική ουδετερότητας, η απομόνωση της Τουρκίας θα ήταν απόλυτη, ο έλεγχος του Αιγαίου από τη Δύση αδύνατος, η δυτική παρουσία στην Ανατολική 193 Καθημερινή, 26.2.1952. 194 Καθημερινή, 26.2.1952. 195 Χ. Ζ. Σαζανίδης, ό.π., σ. 357. 56

Μεσόγειο επισφαλής και η ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων Ανατολής-Δύσης στα άλλα ευαίσθητα σημεία της νότιας πτέρυγας επικίνδυνη. Ουσιαστικά όμως, προσέφερε και η Τουρκία στο δυτικό σύστημα ασφάλειας, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης και της προσήλωσής της στα πολιτικά ιδεώδη της Δύσης. Η γεωγραφική θέση της Τουρκίας στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, Ευρώπης, Ασίας, Αφρικής, της προσέδιδε αποφασιστικούς περιφερειακούς ρόλους στα πλαίσια της δεκαεξαμελούς Ατλαντικής Συμμαχίας. Ως άξονας της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, η Τουρκία λειτούργησε ως προστάτης του 33% των νατοϊκών συνόρων με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, καθώς μοιραζόταν με τη Σοβιετική Ένωση χερσαίες και θαλάσσιες συνοριακές γραμμές 1.200 μιλίων 196. 196 Π. Κίτσος, ό.π., σσ. 29-114. 57

γ. Η εξομάλυνση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών πολιτικών σχέσεων (1950-1951) Η βοήθεια της Γιουγκοσλαβίας προς το «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας», από την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα το 1946 μέχρι το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων για τους Έλληνες αντάρτες τον Ιούλιο του 1949, υπήρξε αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η στάση και η υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας στο ΔΣΕ κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφύλιου αποτελούσε το σοβαρότερο πρόβλημα στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις 197. Η ρήξη Τίτο Στάλιν και η συνακόλουθη ρήξη του Τίτο με την Κομινφόρμ σήμανε και το τέλος της γιουγκοσλαβικής υποστήριξης προς τον ένοπλο αγώνα κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης 198. Η ηγεσία του Κ.Κ.Ε το 1946 βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη του Τίτο, για να ξεκινήσει 199. Η διαμάχη όμως Τίτο-Στάλιν οδήγησε σε συνεννοήσεις του Τίτο με τους Δυτικούς και την Ελληνική Κυβέρνηση. Καθώς η ηγεσία των ελλήνων ανταρτών παρέμεινε πιστή στη Σοβιετική Ένωση, οι σχέσεις της με τον Τίτο μετατράπηκαν βαθμιαία από φιλικές σε εχθρικές, ιδιαίτερα μετά την αναγγελία στις 11 Ιουλίου 1949 της διακοπής της υποστήριξης προς το Κ.Κ.Ε. και του κλεισίματος των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων για τους Έλληνες αντάρτες 200. Την περίοδο εκείνη η ομαλοποίηση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων ήταν ζήτημα προτεραιότητας για τους Αγγλοαμερικάνους, ώστε μέσω Θεσσαλονίκης να μπορέσει να ενισχυθεί οικονομικά και στρατιωτικά η Γιουγκοσλαβία 201. Ωστόσο η αποκατάσταση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων δεν ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί, καθώς υπήρχε η 197 Ε. Λαγάνη, «Το παιδομάζωμα» και οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις (1949-1953). Μια κριτική προσέγγιση, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα 1996, σ. 33. 198 E. Barker, «Η Γιουγκοσλαβική πολιτική», ό.π., σ. 303. 199 Β. Σπανός, «Στρατάρχης Τίτο, Ο εμπνευστής του ψευδομακεδονικού έθνους», ό.π., σ. 85. Η Γιουγκοσλαβία είχε βοηθήσει αποφασιστικά τον αντάρτικο αγώνα, καθώς αποτελούσε το κέντρο αποστολής βοήθειας, που κατέληγε στο Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας και ήταν ο βασικός ενδιάμεσος σταθμός επαφής του Κ.Κ.Ε και των ανταρτών του με τη Σοβιετική Ένωση. 200 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 164. Το Κ.Κ.Ε είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο της Ε.Σ.Σ.Δ. καταδικάζοντας την «τιτοϊκή» αποστασία και επαναπροσδιορίζοντας την πολιτική του στο Μακεδονικό. Συγκεκριμένα, το Κ.Κ.Ε που από το 1935 είχε εγκαταλείψει το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας», υποστήριζε μέχρι την 5 η Ολομέλεια τον Ιανουάριο 1949 την πλήρη ισοτιμία των μειονοτήτων μέσα στο ελληνικό κράτος. Στη 5 η Ολομέλεια, όμως, υιοθετήθηκε το σύνθημα «Εθνική αποκατάσταση και αυτοδιάθεση του μακεδονικού λαού». Με τη νέα γραμμή στο Μακεδονικό, το Κ.Κ.Ε. επιδίωκε να εξουδετερώσει την τιτοϊκή επιρροή πάνω στο Ν.Ο.Φ. (από τα σλαβικά αρχικά των λέξεων «Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο») και τις αρνητικές συνέπειες στον αγώνα του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Βλ. Ε. Λαγάνη, ό.π., σσ. 36-37. Στις 23 Απριλίου 1945, πριν ακόμη από τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας και τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ιδρύθηκε το ΝΟF (Naroden Osloboditelen Front Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ήταν σαφές ότι μακροπρόθεσμος στόχος του NΟF, όπως και προηγουμένως του SNOF παρέμενε η συνένωση της ελληνικής Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική. Άμεση επιδίωξη του NOF ήταν η ανάπτυξη σλαβομακεδονικής εθνικής συνείδησης στους Σλαβομακεδόνες της ελληνικής Μακεδονίας, με καταπολέμηση τόσο των Σλαβομακεδόνων με ελληνική εθνική συνείδηση όσο και των φιλοβουλγαρικών στοιχείων. Βλ. Σπ. Σφέτας, «Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος»,ό.π., σσ. 160-164. 201 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π. σ. 622. 58

αμοιβαία καχυποψία που προκλήθηκε από την εγκαθίδρυση καθεστώτων διαφορετικού ιδεολογικο-πολιτικού προσανατολισμού στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και του φόβου της Ελληνικής Κυβέρνησης για επεκτατικές βλέψεις του Γιουγκοσλάβου ηγέτη σε βάρος της Ελληνικής Μακεδονίας 202. Το Foreign Office, για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης, έστειλε στο Βελιγράδι το διπλωμάτη Antony Rumbold, ο οποίος συναντήθηκε με τον υφυπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας S.Prica στις 17 Ιανουαρίου 1950. Στη συνάντησή τους, ο Prica αναφέρθηκε στην πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και κατέστησε σαφές ότι το ζήτημα της βελτίωσης των σχέσεων με την Ελλάδα εξαρτιόταν άμεσα από τη φυσιογνωμία της κυβέρνησης που θα προέκυπτε μετά τις εκλογές. Θα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα μια κυβέρνηση που δε θα διέφερε από τις παλιές, ενώ μια δημοκρατικότερη κυβέρνηση θα ήταν ένα θετικό βήμα στην πορεία της ομαλοποίησης, και αυτό γιατί διαπραγματεύσεις με μια τέτοια κυβέρνηση θα καθιστούσαν τη Γιουγκοσλαβία στόχο νέων πολιτικών επιθέσεων της Κομινφόρμ. Ο Rumbold είχε παρόμοια συνομιλία στις 18 Ιανουαρίου 1950, με τον δεύτερο υφυπουργό Εξωτερικών Leo Mates, ο οποίος επανέλαβε ότι βασική προϋπόθεση για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Ελλάδα ήταν ένα δημοκρατικότερο καθεστώς, προβάλλοντας ως δικαιολογία της γιουγκοσλαβικής εμμονής το πρόσφατο παρελθόν και τη βαλκανική κατάσταση γενικά. Έτσι μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών υπήρξε μια στασιμότητα όσον αφορούσε την ομαλοποίηση και αποκατάσταση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων 203. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 5 ης Μαρτίου 1950 δεν επέτρεπαν το σχηματισμό κυβέρνησης, γιατί κανένα κόμμα δεν είχε κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Έπειτα από αρκετές ταλαντεύσεις και μετατροπές στις συμμαχίες των κομμάτων, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, στις 23 Μαρτίου, έλαβε εντολή από το βασιλιά Παύλο να σχηματίσει κυβέρνηση. Καθ όλη τη διάρκεια των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα παρατηρητής υπήρξε η αμερικανική πλευρά, έχοντας πάντα ως γνώμονα την προοπτική των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων 204. Έτσι, στις 28 Μαρτίου, ο Αμερικανός πρέσβης Allen είχε στο Βελιγράδι συνομιλία με τον Prica με θέμα τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Ο κ. Allen, στη συνομιλία του, εξέφρασε την έκπληξή του για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης χωρίς πλειοψηφία στη Βουλή. Κατόπιν 202 Ε. Λαγάνη, ό.π., σ. 40. Οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις είχαν διακοπεί επίσημα με την ανάκληση του επιτετραμμένου της Γιουγκοσλαβίας από την Αθήνα τον Αύγουστο του 1947. 203 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σσ. 623-624. 204 Δ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 456-458. 59

αποκάλυψε στον Prica, ότι το State Department είχε δώσει οδηγίες στην αμερικανική πρεσβεία των Αθηνών να τονίσει, τόσο στο βασιλιά όσο και στους υπόλοιπους πολιτικούς παράγοντες ότι η Αμερική δεν μπορούσε να δει με συμπάθεια καμία κυβέρνηση που δεν ανταποκρινόταν στις επιθυμίες που φανέρωσαν τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών. Ο Prica είπε στον Allen ότι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε η κυβέρνηση Βενιζέλου να εξασφαλίσει πλειοψηφία ήταν με την στήριξη του Τσαλδάρη, κάτι το οποίο δε θα συνιστούσε καμία αλλαγή στην Ελλάδα, γιατί πίσω από το Βενιζέλο θα ήταν οι δυνάμεις του Τσαλδάρη. Ο Prica, ακόμη, πρόσθεσε ότι η Γιουγκοσλαβία είχε το δικαίωμα να αποφασίσει τον τρόπο συνεργασίας τους. Τόνισε ότι κυβέρνηση που δε θα διέφερε από τις κυβερνήσεις του Τσαλδάρη θα αποτελούσε εμπόδιο στη βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων 205. Ο Αμερικανός πρεσβευτής των Η.Π.Α στην Αθήνα, Henry Grady, ανησυχώντας για τη πορεία των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, εισηγήθηκε στο State Department αμερικανική παρέμβαση για ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου και επιβολή κυβερνητικού σχήματος υπό την προεδρία του Πλαστήρα. Έτσι στις αρχές Απριλίου 1950, ο Grady έστειλε στο Σοφοκλή Βενιζέλο επιστολή, όπου του εξέφραζε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση δεν είχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πράγμα που θα επηρέαζε την αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του πρεσβευτή τους απείλησαν με διακοπή της βοήθειας, εάν η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν θα υπέβαλλε την παραίτησή της 206. Ο Πλαστήρας σε συνομιλίες του με τον Επιτετραμμένο της Γιουγκοσλαβίας στην Αθήνα, Serif Sehović, επισήμανε ότι θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία, έχοντας πάντοτε τη συγκατάθεση των Αμερικανών λόγω της βοήθειας που παρείχαν στην Ελλάδα 207. Η όλη κατάσταση οδήγησε την κυβέρνηση Βενιζέλου να παραιτηθεί, στις 14 Απριλίου, και την επόμενη μέρα σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (Ε.Π.Ε.Κ.), του Κόμματος των Φιλελευθέρων και του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με Πρωθυπουργό και Υπουργό Εξωτερικών τον Πλαστήρα. Ο Σοφοκλής 205 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σσ. 624-625. 206 Φ. Οικονομίδης, «Ο Τίτο και η Ελλάδα», Ιστορικά (Τίτο: Ο παρτιζάνος που έγινε ισόβιος ηγέτης), τεύχος 259, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Αθήνα (2004), σ. 47. Στο βιβλίο του Δ. Γρηγορίου «Σοφοκλής Ελευθέριος Βενιζέλος» αναφέρονται δύο παράγραφοι της επιστολής Grady που φανερώνουν τους πολιτικούς στόχους του πρεσβευτή: «Οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι της Ελλάδας, με μεγάλη προσοχή απέχουν από κάθε απόπειρα να επηρεάσουν είτε το εκλογικό αποτέλεσμα είτε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης που να βασίζεται στην πρόσφατη εντολή του λαού. Ο αμερικανικός λαός, εντούτοις, δικαιούται να αναμένει, ότι οποιαδήποτε Ελληνική κυβέρνηση θα αξιοποιούσε τη βοήθεια στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Κατά τη γνώμη μου, μόνο μια σταθερή, ικανή κυβέρνηση που χαίρεται την υποστήριξη του λαού και της βουλής θα μπορέσει να εφαρμόσει σταθερή πολιτική». Συνεχίζοντας, ο Grady, εξέθεσε και τις απόψεις του για το οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας. «Στην Ελληνική Κυβέρνηση και Βουλή εναπόκειται η απόφαση κατά πόσον επιθυμούν να συνεχιστεί η παροχή της Αμερικανικής βοήθειας». Βλ. Δ. Γρηγορίου, ό.π., σσ. 464-465. 207 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 625. 60

Βενιζέλος αρνήθηκε να συμμετάσχει προσωπικά και το Κόμμα των Φιλελευθέρων περιορίστηκε σε σχετικά δευτερεύουσας σημασίας Υπουργεία 208. Ο Γιουγκοσλάβος διπλωμάτης Sehović, στις 20 Απριλίου 1950, επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό κ. Πλαστήρα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έδωσε την συγκατάθεσή του για τη βελτίωση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων 209. Κατόπιν ο κ.sehović αναχώρησε για το Βελιγράδι προς ενημέρωση της κυβέρνησής του 210. Αναμφίβολα αξίζει να σημειωθεί ότι από τους κυριότερους στόχους της διπλωματικής πολιτικής των Δυτικών Δυνάμεων, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την ειρήνη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ήταν η αποκατάσταση κάποιας συνεννόησης μεταξύ της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Ενώ όμως πολλά συνηγορούσαν υπέρ της προσέγγισης μεταξύ αυτών των δύο χωρών, σημαντική μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης ήταν αντίθετη. Τα δύο άμεσα προκαταρκτικά μέτρα που έπρεπε να προηγηθούν της αποκατάστασης των ομαλών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, ήταν πρώτο μια συμφωνία που θα προέβλεπε την αποκατάσταση των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών και δεύτερο την υπογραφή μιας συνοριακής συμφωνίας. Όταν θα είχαν εκπληρωθεί οι δύο αυτές προϋποθέσεις, το επόμενο βήμα θα έπρεπε να ήταν η αποκατάσταση των κανονικών διπλωματικών σχέσεων και ο αμοιβαίος διορισμός πρεσβευτών στην Αθήνα και το Βελιγράδι. Το κύριο πρόβλημα που θα έπρεπε να λυθεί για να ικανοποιηθεί η ελληνική κοινή γνώμη, επί του οποίου συμφωνούσαν τα άλλα πολιτικά κόμματα εκτός των Κομμουνιστών, ήταν το γιουγκοσλαβικό σχέδιο για τη Μακεδονία. Οι Έλληνες ζητούσαν όπως ο Στρατάρχης Τίτο προβεί σε μια κατηγορηματική δήλωση ότι δεν έτρεφε οποιεσδήποτε βλέψεις στην Ελληνική Μακεδονία και ότι προτίθετο να αναλάβει ρητή υποχρέωση ότι θα σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Αυτό ισοδυναμούσε με αποκήρυξη οποιασδήποτε σχέσης με το «σύντροφό» του Κολισέφσκυ και τους άλλους «Μακεδόνες» ηγέτες των Σκοπίων. Ως τελευταία απαραίτητη προϋπόθεση για την έστω προκαταρκτική έναρξη συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας οι Έλληνες ζητούσαν την άμεση παράδοση των Ελληνοπαίδων που είχαν απαχθεί. Μέχρι τότε οι Γιουγκοσλάβοι είχαν αρνηθεί να παραδώσουν τα παιδιά αυτά. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης και κατόπιν επανειλημμένων εκκλήσεων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού οι γιουγκοσλαβικές αρχές δήλωναν ότι δεν 208 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 175. 209 Βήμα, 20.4.1950. 210 Βήμα, 26.4.1950. 61

επρόκειτο για Ελληνόπαιδα, αλλά για «Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες», τους οποίους περιέθαλπταν, εκπαίδευαν και ανέτρεφαν κάτω από ανθρωπιστικότατες συνθήκες στη Γιουγκοσλαβία 211. Στις 22 Απριλίου 1950 διορίστηκε ο κ.popović ως ο νέος πρεσβευτής της Γιουγκοσλαβίας στην Αμερική. Ο διορισμός του θεωρήθηκε από την Ουάσιγκτον μεγάλη επιτυχία, διότι ο Popović ήταν προσωπικός φίλος του Τίτο. Ο νέος πρεσβευτής είχε ως στόχο την ενίσχυση της αμερικανικής βοήθειας, κυρίως σε καταναλωτικά αγαθά. Η ενίσχυση αυτή επρόκειτο να καθοριστεί από τη στάση της Γιουγκοσλαβίας σε ζητήματα που αφορούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες 212. Ο λόγος του Τίτο στις 27 Απριλίου 1950 στο Βελιγράδι, έδωσε σημαντική ώθηση στην αποκατάσταση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων. Ο στρατάρχης Τίτο ανακοίνωσε ενώπιον της Γιουγκοσλαβικής Εθνοσυνέλευσης ότι η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να διορίσει σύντομα πρεσβευτή στην Ελλάδα και ότι μια τέτοια συνεργασία θα ήταν μεγάλης ωφέλειας για τις δύο χώρες και θα συντελούσε σημαντικά στην ενίσχυση της ειρήνης στα Βαλκάνια 213. Οι δηλώσεις του Τίτο ακούστηκαν με ευχαρίστηση στην Αθήνα και αμέσως μετά το διορισμό του Γιουγκοσλάβου πρεσβευτή στην Αθήνα, η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε τη γιουγκοσλαβική έγκριση για το διορισμό Έλληνα πρεσβευτή στο Βελιγράδι 214. Με το λόγο του Τίτο, η Γιουγκοσλαβία έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τη Δύση, ενώ απομακρύνθηκε άλλο τόσο από τη Σοβιετική Ένωση 215. Επίσης από τους συμμαχικούς κύκλους της Βιέννης θεωρήθηκε ως σταθμός στη διαμάχη του Τίτο με τη Μόσχα και στην πορεία της Γιουγκοσλαβίας ως ανεξάρτητου κράτους 216. Την ίδια περίοδο ο Τίτο, για πρώτη φορά από τη ρήξη του με την Κομινφόρμ, έδωσε συνέντευξη σε 40 ξένους δημοσιογράφους σχετικά με τα τρέχοντα διεθνή προβλήματα. 211 Καθημερινή, 21.4.1950. Ο διορισμός πρεσβευτών θα έκανε δυνατή την έναρξη των διαπραγματεύσεων, μέσω της κανονικής διπλωματικής οδού, προς υπογραφή ενός εμπορικού συμφώνου και της ανανέωσης του Συμφώνου του 1926, μέσω του οποίου παρεχόταν στη Γιουγκοσλαβία μια ελεύθερη ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο «σύντροφος» Κολισέφσκυ ήταν ηγετικό μέλος της κυβέρνησης της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας». Βλ. Καθημερινή, 21.4.1950. 212 Καθημερινή, 23.4.1950. Στην Ουάσινγκτον παρακολουθείτο με πολλή προσοχή και ενδιαφέρον η εξέλιξη των συνομιλιών Ελλάδας Γιουγκοσλαβίας. 213 Καθημερινή, 28.4.1950. 214 Βήμα, 28.4.1950. 215 Βήμα, 28.4.1950. Οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας, είχαν ουσιαστικά διακοπεί από το Νοέμβριο του 1947, λόγω του πολέμου. Ο λόγος του Τίτο θεωρήθηκε, ως το σοβαρότερο βήμα της γιουγκοσλαβικής πολιτικής, έπειτα από τη ρήξη του με την Κομινφόρμ. Στο λόγο του ο Τίτο έκανε αναφορά και για τις σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας με την Ιταλία και την Αυστρία, δηλώνοντας ότι τα άλυτα ακόμη ζητήματα με τις χώρες αυτές (Ζήτημα Τεργέστης και Καρινθίας αντίστοιχα), δεν μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο επιδείνωσης των καλών σχέσεων, αντίθετα πίστευε ότι η αμοιβαία προσπάθεια για τη βελτίωση των σχέσεων, με βάση οικονομική ή άλλη συνεργασία, θα μπορούσε να συντελέσει σε μια ευκολότερη λύση των υφιστάμενων προβλημάτων. Βλ. Καθημερινή, 28.4.1950. 216 Βήμα, 28.4.1950. 62

Συγκεκριμένα δήλωσε ότι πίστευε πως η αποκατάσταση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων θα έλυνε και το πρόβλημα της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας. Επιπλέον πρόσθεσε ότι το μόνο μέσο επίλυσης των διαφορών ήταν ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και ότι ήταν καθήκον όλων να αναθέτουν τις διαφορές τους προς λύση στον Ο.Η.Ε, ακόμη και αν αυτό ήταν χρονοβόρο. Όσον αφορούσε τις μελλοντικές σχέσεις του με την Κομινφόρμ, ο Τίτο είπε ότι ανέμενε να συνεχιστεί η παρούσα εκστρατεία κατά της χώρας του, αλλά ότι δεν περίμενε ανοικτή επίθεση. Απάντησε ακόμη και στις κατηγορίες της Κομινφόρμ που τον ήθελαν να κατευθύνεται από τη Δύση, δηλώνοντας ότι η Γιουγκοσλαβία εφόσον δε φοβήθηκε μια μεγάλη χώρα όπως η Σοβιετική Ένωση, δεν έβλεπε το λόγο ότι θα έπρεπε να φοβηθεί τη Δύση. Τέλος αναφέρθηκε και στο πρόβλημα της Τεργέστης, λέγοντας ότι το πρόβλημα αυτό δεν είχε προτεραιότητα, γιατί ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών προέβαλε όρους που δυσκόλευαν την έναρξη των διαπραγματεύσεων 217. Ως απάντηση στις δηλώσεις του στρατάρχη Τίτο, ο κ. Πλαστήρας ανέφερε ότι ήταν ευχαριστημένος από τα όσα είχε δηλώσει ο Τίτο, και είπε ότι η Ελλάδα απέβλεπε στην αποκατάσταση της ομαλότητας στις σχέσεις των δύο χωρών και πίστευε ότι η μεταξύ τους ειρηνική συνεργασία θα τις ωφελούσε. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού και η Ελληνική Κυβέρνηση θα όριζε νέο πρεσβευτή στο Βελιγράδι 218. Έτσι, στις 10 Μαΐου, ο κ.sehović επέστρεψε στην Αθήνα όπου είχε συνάντηση με τον κ.πλαστήρα και οι δύο άντρες συμφώνησαν στην ανταλλαγή πρεσβευτών 219. Στη συνέχεια συμφωνήθηκε ότι θα λύνονταν τα κυριότερα ζητήματα, όπως η αποκατάσταση τηλεγραφικών, σιδηροδρομικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών και η λειτουργία της ελεύθερης ζώνης στη Θεσσαλονίκη, καθώς και η απόδοση των κρατούμενων Ελληνοπαίδων 220. Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου ένας μεγάλος αριθμός παιδιών έχασαν τον ένα ή και τους δύο γονείς τους. Τα παιδιά από τις εμπόλεμες ζώνες στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας έγιναν, από τις αρχές του 1948, θύματα των πολιτικών του ΚΚΕ. 217 Βήμα, 29.4.1950. Ο Τίτο δήλωσε ότι ούτε συνδιαλλαγή με τη Σοβιετική Ένωση περίμενε ούτε φοβόταν τις συνέπειες της εχθρότητας της, γιατί δεν πίστευε ότι η Σοβιετική Ένωση θα προέβαινε σε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίον του. Τόνισε ότι η διένεξη του με τη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν ζήτημα ιδεολογίας, αλλά πολιτικής και από αυτή την άποψη δεν υπήρχε λόγος να μη συνάψει φιλικές σχέσεις με τη Δύση διατηρώντας ταυτόχρονα την ιδεολογική του θέση ανέπαφη. 218 Βήμα, 29.4.1950. 219 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 626. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Το Βήμα», η αποκατάσταση ομαλών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας θα τερμάτιζε και τυπικά μια κατάσταση, η οποία αποτέλεσε στο παρελθόν πηγή ανησυχιών για τη Μεσόγειο. Ήταν γνωστό ότι ο Στάλιν ήθελε να καταστρέψει τη νόμιμη Ελληνική Κυβέρνηση, για να εξέλθει στη Μεσόγειο και ο Τίτο διαδραμάτιζε το ρόλο του «συνεργού» της Σοβιετικής Κυβέρνησης. Η Γιουγκοσλαβία δεν «εκομουνιστικοποιήθει» τελείως κατά το σοβιετικό πρότυπο και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που προκλήθηκε η ρήξη με την Κομινφόρμ. Βλ. Βήμα, 3.5.1950. 220 Καθημερινή, 10.5.1950. 63

Σύμφωνα με την αναφορά της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (UNSCOB), και το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό (ICRC), 23.696 παιδιά εγκατέλειψαν τη χώρα 221. Όσον αφορούσε τα Ελληνόπουλα η Ελληνική Κυβέρνηση μελετούσε λεπτομερώς τα υπάρχοντα στοιχεία για τον αριθμό των παιδιών που βρίσκονταν στη Γιουγκοσλαβία. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές υπηρεσίες προσπαθούσαν να εξακριβώσουν πόσων παιδιών οι γονείς βρίσκονταν στην Ελλάδα, πόσων άλλων βρίσκονταν μαζί τους στη Γιουγκοσλαβία και πόσα παιδιά ήταν σλαβομακεδονικής καταγωγής 222. Το Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων Γυναικών ανακοίνωσε ότι ο στρατάρχης Τίτο σε απάντησή του προς επιστολή του Διεθνούς Συμβουλίου Γυναικών για την επιστροφή των απαχθέντων παιδιών δήλωσε ότι ο Γιουγκοσλαβικός Ερυθρός Σταυρός ήταν επί το έργο για τη ρύθμιση του ζητήματος αυτού 223. Σχετικά με την επιστροφή των παιδιών, η γιουγκοσλαβική πλευρά ισχυρίστηκε ότι από τα 9.500 παιδιά τα 7.500 ζούσαν με τους γονείς τους στη Γιουγκοσλαβία και δεν επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Έπρεπε πρώτα να βρεθούν οι γονείς των παιδιών μέσω του Ερυθρού Σταυρού και έπειτα να αρχίσει η διαδικασία της επιστροφής 224. Η Γιουγκοσλαβία πάντα επισήμαινε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών δεν ήταν Ελληνόπουλα, αλλά Σλαβομακεδονόπουλα 225. Η κ. Μιλόσεβιτς (εκπρόσωπος του Γιουγκοσλαβικού Ερυθρού Σταυρού) βεβαίωσε ότι ο Γ.Ε.Σ. ρύθμιζε τις ενέργειές του σύμφωνα με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε, βάσει της οποίας οι ενδιαφερόμενες χώρες όφειλαν να λάβουν τα επιβαλλόμενα 221 Ristović Milan, Ένα μακρύ ταξίδι.τα παιδιά του «παιδομαζώματος» στη Γιουγκοσλαβία 1948-1960, σσ.12-13, (μτφ. Μ.Νταμπαράκης), εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη (2008). 222 Βήμα, 11.5.1950. Η θέση της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης σχετικά με τα παιδιά συνοψίζεται σ ένα φυλλάδιο που εξέδωσε ο Γιουγκοσλαβικός Ερυθρός Σταυρός (Γ.Ε.Σ.) στο Βελιγράδι το 1951, με τίτλο: «Ρωτάτε τι συμβαίνει με τα Ελληνόπουλα; Ορίστε τα γεγονότα». Σύμφωνα με το Γ.Ε.Σ. «Ενώ ο Εμφύλιος σάρωνε την Ελλάδα, χιλιάδες παιδιά, με ή χωρίς τους γονείς τους, διασχίζοντας απάτητα βουνά, γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο. Τα παιδιά αυτά άρχισαν να φτάνουν στη Γιουγκοσλαβία στις 30 Μαρτίου 1948 και συνέχισαν μέχρι τις 22 Απριλίου 1949. Το πέρασμά τους στη Γιουγκοσλαβία δεν ήταν οργανωμένο. Η φυσική και ψυχολογική κατάσταση των παιδιών περιγράφεται ως απελπιστική. Ο λαός της Μακεδονίας και ο Γ.Ε.Σ. ήταν οι πρώτοι που έτρεξαν να βοηθήσουν τα παιδιά αυτά μόλις πέρασαν τα σύνορα». Σχετικά με την εκπαίδευση των παιδιών στο φυλλάδιο του Γ.Ε.Σ. αναφέρεται ότι «αυτή γινόταν στη μητρική τους γλώσσα και ότι σε ορισμένες εστίες όπως της Bela Gkva την εκπαίδευση των παιδιών εξασφάλισαν δάσκαλοι της ίδιας εθνικότητας με τα παιδιά». Διαφορετική ωστόσο άποψη είχε η Ελληνική Κυβέρνηση, που εστίαζε την προσοχή της, όχι τόσο στις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, όσο στις προθέσεις της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας απέναντι στα παιδιά αυτά. Σύμφωνα με την Ελληνική Κυβέρνηση μόλις τα παιδιά έφτασαν στη Γιουγκοσλαβία, χωρίστηκαν από τους δικούς τους. Ο χωρισμός των γονέων από τα παιδιά αποδόθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση, στην επιθυμία του κομμουνιστικού καθεστώτος να κάνει «πλύση εγκεφάλου» στα παιδιά, καλλιεργώντας με αυτό τον τρόπο, το μίσος για την πατρίδα τους, καθώς και τα πολιτικά ιδεώδη του Κομμουνισμού. Βλ. Ε. Λαγάνη, ό.π., σσ. 52-55. Ο Αμερικανός ιστορικός Lawrence S.Witner χαρακτήρισε την αρπαγή των παιδιών ως «μια από τις πιο απαίσιες επιχειρήσεις «ψυχολογικού πολέμου» στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, που αφορούσε το χωρισμό και μερικές φορές τον εξαναγκασμό των παιδιών από τους γονείς τους». Βλ. R. Milan, ό.π., σ.21. 223 Καθημερινή, 11.5.1950. 224 Α.Ι.Μ.Χ.Α, R.D.S: Internal affairs of Yugoslavia (1950-1954), Roll.1,768.00/5.1850, No.9252, May 19 1950, American Embassy of Belgrade to Department of State, confitdential. 225 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 634. 64

μέτρα για την απόδοση των παιδιών στους γονείς τους ή στους στενότερους συγγενείς τους. Συνεχίζοντας η κ. Μιλόσεβιτς επέμενε ότι οι κατάλογοι που δόθηκαν από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ήταν εσφαλμένοι και ότι πολλών παιδιών τα μακεδονικά ονόματα είχαν εξελληνιστεί, ώστε εδημιουργείτο η εντύπωση ότι επρόκειτο για δύο παιδιά, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα με «παρεφθαρμένο» όνομα και ότι τέλος μόνο σε 123 παιδιά εξακριβώθηκε η ταυτότητα 226. Σε νέα τους συνάντηση, ο πρωθυπουργός κ.πλαστήρας και ο κ.sehović συμφώνησαν ότι έπρεπε να συγκροτηθούν δύο μικρές επιτροπές, μια στο Βελιγράδι για τη διευθέτηση των σιδηροδρομικών επικοινωνιών και μια στη Θεσσαλονίκη για τη διευθέτηση των τηλεγραφικών, τηλεφωνικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών. Αργότερα θα συγκροτείτο και τρίτη επιτροπή για τη λειτουργία της ελεύθερης γιουγκοσλαβικής ζώνης στη Θεσσαλονίκη 227. Εντούτοις η διευθέτηση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων που είχε δρομολογηθεί ανακόπηκε λόγω των δηλώσεων του υπουργού Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Edvard Kardelj 228. Κατά τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, ο κ.kardelj ανακίνησε το ζήτημα της ύπαρξης εθνικής μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα και από το διακανονισμό αυτό εξαρτιόταν και η αποκατάσταση των ομαλών σχέσεων τους. Πρόσθεσε ότι η «σημερινή κυβέρνηση οφείλει να σταματήσει τη κτηνώδη και βάρβαρη πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων έναντι των Μακεδόνων, ως ένδειξη καλής θέλησης». Ο Kardelj ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ζήτημα μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα που έπρεπε ακόμη να λυθεί. Οι «Μακεδόνες» έπρεπε να αποκτήσουν το δικαίωμα να 226 Καθημερινή, 13.5.1950. Στο άρθρο του Ι. Μιχαηλίδης Ανθρωπισμός και πολιτική Τα παιδιά του παιδομαζώματος στην Γιουγκοσλαβία, 1948-1954 παραθέτει απόσπασμα από τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε για τα παιδιά του παιδομαζώματος: «Η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. συνέστησε την επιστροφή στην Ελλάδα των Ελληνοπαίδων, που βρίσκονταν μακριά από τα σπίτια τους, εφόσον τα ίδια τα παιδιά, ο πατέρας ή η μητέρα τους ή αν έλειπαν αυτοί, ο πλησιέστερος συγγενής τους, εξέφραζαν επιθυμία για κάτι τέτοιο. Καλούσε όλα τα μέλη του Ο.Η.Ε και άλλα κράτη στην επικράτεια των οποίων βρίσκονταν αυτά τα παιδιά, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας σύστασης». Το παραπάνω απόσπασμα από το ψήφισμα 193 (ΙΙΙ)C, υιοθετήθηκε ομόφωνα στις 27 Νοεμβρίου 1948, από την 167 η Ολομέλεια του Ο.Η.Ε. και άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή ορισμένων από «τα παιδιά του παιδομαζώματος» στην Ελλάδα. Εγκαινίασε, ακόμη, και μια περίοδο έντονων διπλωματικών κινήσεων, αλληλοκατηγοριών και εντάσεων στην Ελλάδα και τις χώρες, στις οποίες είχαν εγκατασταθεί τα συγκεκριμένα παιδιά. Βλ. Ι. Μιχαηλίδης Ανθρωπισμός και πολιτική Τα παιδιά του παιδομαζώματος στη Γιουγκοσλαβία, 1948-1954, Βαλκανικά Σύμμεικτα (=περιοδική έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου), τεύχος 12-13 (2001-2002), ανάτυπο, Θεσσαλονίκη, σ. 211. 227 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 626. 228 Α.Ι.Μ.Χ.Α, R.D.S.: Internal affairs of Yugoslavia (1950-1954), Roll.1,768.00/5.1850, No.9252, Μay 19 1950, confidential, American Embassy of Belgrade to Department of State. 65

χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους στα σχολεία και οι πολιτικοί κρατούμενοι μακεδονικής καταγωγής να απελευθερωθούν 229. Οι δηλώσεις του Kardelj προκάλεσαν έκπληξη στην Αθήνα, γιατί στις προκαταρκτικές συνομιλίες δεν είχε συζητηθεί τέτοιο θέμα. Η αναφορά του υπουργού Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, με νωπές τις μνήμες του Εμφυλίου και τον αντεθνικό ρόλο των σλαβομακεδονικών οργανώσεων, προκάλεσε έντονη δυσφορία στην Αθήνα. Την καλή θέληση των Ελλήνων για ομαλοποίηση των σχέσεων ψύχραναν πάρα πολύ οι δηλώσεις του Kardelj 230. Ωστόσο ο διορισμός των πρεσβευτών κ. Παππά και κ.shehović αναμενόταν ότι θα συντελούσε στην αποκατάσταση των σχέσεων Ελλάδας Γιουγκοσλαβίας, έστω και με βραδύ ρυθμό. Οι δύο αυτοί πρεσβευτές διέθεταν την απαιτούμενη πείρα για να επιλύσουν τα προβλήματα που είχαν προκύψει από τη διαμάχη των προηγούμενων τριών ετών μεταξύ των δύο χωρών 231. Στις 19 Μαΐου 1950 πραγματοποιήθηκε η ανταλλαγή των διπλωματικών αντιπροσώπων των δύο κυβερνήσεων Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας. Η ανταλλαγή των διπλωματικών αντιπροσώπων, Παππά και Sehović, αποτελούσε ένα βήμα προς την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών 232. Την ίδια περίοδο, ο Τίτο σε λόγο του στην Προκόπιγε της Σερβίας, ανέφερε ότι «Σήμερα είμαστε η μόνη ουδέτερη και ανεξάρτητη χώρα, η οποία δεν έχει υποχρεώσεις ούτε έναντι της Ανατολής, ούτε έναντι της Δύσης. Η Δύση, είπε, αναγνώρισε την ισχύ του λαού μας και έπαψε να μας πιέζει. Η Ανατολή εξακολουθεί την πεισματική εκστρατεία της εναντίον της χώρας μας, μολονότι η εκστρατεία αυτή μέχρι τώρα αποδείχτηκε αναποτελεσματική». Περαιτέρω υπογράμμισε, ότι ο σοσιαλισμός ήταν η μόνη ορθή οδός για τη χώρα του και ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν έτοιμη να θυσιάσει και τον τελευταίο άντρα για τη διατήρηση του συστήματος αυτού. Τόνισε ακόμη ότι δεν επρόκειτο ποτέ, να πωλήσει τη χώρα του για οποιοδήποτε δάνειο 233. Παρόμοιες απόψεις με το λόγο του Τίτο, εξέφρασε και ο νέος Γιουγκοσλάβος πρεσβευτής στην Αμερική κ.vladimir Popović σε συνάντησή του με τον πρόεδρο Τρούμαν, λέγοντας ότι «ο γιουγκοσλαβικός λαός ήταν αποφασισμένος να προασπίσει την ελευθερία του, την οποία απέκτησε με τεράστιες προσπάθειες και θυσίες». Υπογράμμισε επίσης ότι οι φιλικές σχέσεις με όλα τα έθνη του κόσμου ήταν το μόνο μέσο 229 Καθημερινή, 18.5.1950. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Ι. Πολίτης πίστευε, όπως είχε δηλώσει, ότι επρόκειτο περί παρερμήνευσης του λόγου του κ.kardelj. 230 Καθημερινή, 27.5.1950. 231 Καθημερινή, 23.5.1950. Ο κ.παππά, χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους καλύτερους διπλωμάτες της Ελλάδας. 232 Βήμα, 30.5.1950. 233 Καθημερινή, 1.6.1950. 66

εξασφάλισης της ευημερίας. Ο πρόεδρος Τρούμαν απαντώντας δήλωσε ότι ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών επεδείκνυε ζωηρό ενδιαφέρον και έτρεφε αισθήματα φιλίας για τη Γιουγκοσλαβία 234. Όσον αφορούσε την πορεία της αποκατάστασης των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, αυτή γινόταν με αργό ρυθμό. Όσο υπήρχε το θέμα της μακεδονικής μειονότητας, δεν μπορούσαν να εξομαλυνθούν οι σχέσεις 235. Η μη πραγματοποίηση της επίδοσης των διαπιστευτηρίων του κ. Sehović στον βασιλιά Παύλο, στις 19 Ιουνίου, προκάλεσε αντίδραση στους διπλωματικούς κύκλους των Αθηνών. Ταυτόχρονα οι δηλώσεις του κ. Παπανδρέου στην Ελληνική Βουλή δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη των σχέσεων και προκάλεσαν την αντίδραση των Γιουγκοσλάβων. Ο κ. Παπανδρέου είχε δηλώσει ότι «δεν υφίστατο μακεδονικό πρόβλημα για την Ελλάδα» και ότι αυτό το είχαν τονίσει και άλλοι υπεύθυνοι παράγοντες πριν από αυτόν στη Βουλή. Σχετικά με τη δήλωση αυτή, η εφημερίδα «Πολίτικα» υποστήριξε ότι τα λόγια αυτά είχαν προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στη γιουγκοσλαβική κοινή γνώμη. Επίσης υποστήριξε ότι από τη δήλωση αυτή φάνηκε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δε σεβόταν τις αρχές του Ο.Η.Ε, του οποίου ο καταστατικός χάρτης υποχρέωνε κάθε χώρα-μέλος να παραχωρεί δημοκρατικά δικαιώματα στις μειονότητες και πρόσθεσε ότι η δήλωση του κ. Παπανδρέου μόνο επιζήμια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί για την ανάπτυξη των γιουγκοσλαβικών σχέσεων 236. Οι θέσεις επισήμων εκπροσώπων της Κυβέρνησης Πλαστήρα έναντι της μακεδονικής μειονότητας, αποτελούσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εξομάλυνση των σχέσεων και στην καλλιέργεια δημοκρατικών συνθηκών στην Ελλάδα 237. Ο πρεσβευτής της Γιουγκοσλαβίας κ.sehović αναχώρησε στις 24 Ιουνίου για το Βελιγράδι. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν να ενημερώσει την κυβέρνησή του για τις τελευταίες εξελίξεις, που αφορούσαν το ζήτημα της αποκατάστασης των σχέσεων. Συγκεκριμένα ο κ. Sehović επρόκειτο να ενημερώσει την Κυβέρνησή του για τη δυσμενή εντύπωση που προκάλεσαν στην Ελλάδα τόσο η αρθρογραφία των κυριοτέρων εφημερίδων του Βελιγραδίου όσον και του ραδιοφωνικού σταθμού της γιουγκοσλαβικής πρωτεύουσας 234 Καθημερινή, 6.6.1950. Ο κ.popović, επέκρινε το Κρεμλίνο ότι «επιβράδυνε» την επέκταση του κομμουνισμού και ότι είχαν αρχίσει να υιοθετούν μια πολιτική που ελάχιστα διέφερε από τον «ιμπεριαλισμό» των Ηνωμένων Πολιτειών. Βλ. Καθημερινή, 11.6.1950. Παρόλο που ορισμένοι δυτικοί κύκλοι θεωρούσαν ότι ο Δυτικός κόσμος ζήμιωνε από τις ενέργειες της αμερικανικής πολιτικής υπέρ του Τίτο, εντούτοις υπήρχαν αρκετά πλεονεκτήματα όπως η απομάκρυνση των Σοβιετικών από την Αδριατική, η εξασθένιση των κομμουνιστικών συμμοριών στην Ελλάδα, η ενδυνάμωση των θέσεων των Δυτικών Δυνάμεων στην Αυστρία σε περίπτωση πολέμου και η δημιουργία ενός ισχυρού αποσυνθετικού στοιχείου στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Βλ. Καθημερινή, 17.6.1950. 235 Καθημερινή, 21.6.1950. 236 Καθημερινή, 20.6.1950. 237 Καθημερινή, 21 6.1950. 67

για το ζήτημα της «μακεδονικής μειονότητας», ύστερα από τις δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας κ. Kardelj 238. Υπό την πίεση των γεγονότων η Ελλάδα πέρασε στη διπλωματική αντεπίθεση. Ο μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών, Ιωάννης Πολίτης, στις επίσημες συνομιλίες του με τους ξένους διπλωμάτες, αρνήθηκε την ύπαρξη μειονότητας ύστερα από τις πληθυσμιακές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην Ελληνική Μακεδονία κατά το Μεσοπόλεμο, το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Σύμφωνα με την ελληνική άποψη, όσοι δίγλωσσοι παρέμειναν είχαν ελληνική συνείδηση 239. Οι Άγγλοι ανέλαβαν να διαλευκάνουν την υπόθεση, καθώς ήταν δυσαρεστημένοι με την τροπή των πραγμάτων. Σε συνομιλία με τον Prica, ο Βρετανός Πρεσβευτής στο Βελιγράδι, Charles Peak, δήλωσε ότι η ανακίνηση του μειονοτικού θέματος στην παρούσα χρονική περίοδο ήταν μια άστοχη ενέργεια. Ωστόσο ο Prica αφού έκανε αναφορά στην ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, αναφέρθηκε στην ουσία του θέματος. Σύμφωνα με τον Prica, αν η Γιουγκοσλαβία αδιαφορούσε για τη «μακεδονική μειονότητα», τότε τη φροντίδα αυτή θα την αναλάμβανε κάποια άλλη χώρα, πράγμα που δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, ο Prica αναφέρθηκε στην ενδεχόμενη ανάληψη πρωτοβουλίας από τη Βουλγαρία, η οποία σαν μαριονέτα της Σοβιετικής Ένωσης, επρόκειτο να εμφανιστεί ως υπερασπιστής της «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Koμινφόρμ είχε άμεση σχέση και με την πολιτική που ακολούθησε το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα σχετικά με το Μακεδονικό, που χαρακτηρίστηκε ως μια σύζευξη βουλγαρικού εθνικισμού και μαρξιστικού διεθνισμού 240.Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Γκεόργκι Δημητρόφ, σε εισήγησή του στο Πέμπτο Συνέδριο του ΚΚΒ στις 19.12.1948, προσπάθησε να υπονομεύσει τη διαδικασία της «σλαβομακεδονικής εθνογένεσης» στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ενώ σχετικά με τη «μακεδονική» μειονότητα στη Βουλγαρία τόνισε ότι ήταν συνδεδεμένη πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά με το βουλγαρικό λαό. Ακόμη καταδίκασε την πολιτική της βίαιης «μακεδονοποίησης» και εκρίζωσης του βουλγαρισμoύ στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. 241 Επομένως, με τις δηλώσεις του σχετικά με τις «μακεδονικές μειονότητες», ο Kardelj ήθελε να προκαταλάβει τυχόν πρωτοβουλία της Βουλγαρίας. Επομένως κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορούσε να κατανοηθεί η στάση του Βελιγραδίου. Σε συνομιλία του ο στρατάρχης Τίτο με τον Peak, τον Αύγουστο, διευκρίνισε 238 Βήμα, 25.6.1950. 239 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 628. 240 Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ό.π., σ. 257. 241 Aυτόθι, σ. 278 68

ότι η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση δεν είχε διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας και δεν ενδιαφερόταν να αναμιχτεί στις εσωτερικές υποθέσεις της. Τόνισε όμως ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να καταλάβουν τι ισχυρό όπλο θα είχε η Κομινφόρμ και οι Βούλγαροι, αν ο Kardelj δεν ανακινούσε το ζήτημα. Συνεχίζοντας, πρόσθεσε ότι δε θα έπρεπε ούτε το ζήτημα της «μακεδονικής μειονότητας» ούτε το ζήτημα των παιδιών του παιδομαζώματος να αποτελέσουν εμπόδιο, αλλά κοινός στόχος έπρεπε να ήταν τα κοινά συμφέροντα Ελλάδας- Γιουγκοσλαβίας ως πιθανών θυμάτων μιας επίθεσης 242. Ο πόλεμος στην Κορέα το 1950, κατέστησε ακόμη περισσότερο αναγκαία τη συνεργασία Αθήνας Βελιγραδίου και τη δημιουργία ισχυρού βαλκανικού μετώπου 243. Έτσι στις 14 Αυγούστου 1950, έφτασε στην Αθήνα ο Υφυπουργός Εξωτερικών Ernest Daves με σκοπό την εξομάλυνση στις σχέσεις Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας. Συναντήθηκε πρώτα με τον πρωθυπουργό κ. Πλαστήρα και τον Υφυπουργό κ. Ι. Πολίτη. Στις συνομιλίες τους η ελληνική θέση ήταν γνωστή όσο αφορούσε το μειονοτικό ζήτημα και την επιστροφή των ελληνοπαίδων και πρότεινε ότι για να αναθερμανθεί ο ελληνο-γιουγκοσλαβικός διαλόγος έπρεπε και οι δύο πλευρές να δηλώσουν ότι δεν θα αναμειγνύονταν η μια στα εσωτερικά της άλλης 244. Από την Αθήνα ο Daves αναχώρησε για το Βελιγράδι, όπου θα είχε συνομιλίες με τους Γιουγκοσλάβους επί του ιδίου θέματος. Μετά τις πρώτες επαφές του στο Βελιγράδι, δήλωσε ότι η προσέγγιση Αθηνών-Βελιγραδίου ήταν προς το συμφέρον και των δύο πλευρών 245. Ωστόσο ο κ.daves δέχτηκε επικριτικά σχόλια από κράτη της Κομινφόρμ και πιο συγκεκριμένα από το ραδιοφωνικό σταθμό της Σόφιας, ο οποίος χαρακτήρισε τις επαφές του ως μια προσπάθεια πρόσδεσης της Γιουγκοσλαβίας στο Δυτικό μέτωπο και συγκρότησης ενός άξονα Βελιγραδίου Αθηνών Άγκυρας - Ρώμης 246. Στις 18 Αυγούστου, η κυβέρνηση Πλαστήρα οδηγήθηκε σε πτώση λόγω των δηλώσεων του στην Τήνο, στις 15 Αυγούστου. Μετά την παραίτησή του, σχηματίστηκε 242 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σσ. 623-630. Η Βουλγαρία είχε εγείρει και αυτή αξιώσεις επί της Ελληνικής Μακεδονίας. Βλ. Καθημερινή, 8.7.1950. Η Βουλγαρία του Dimitrov, μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν, κατήγγειλε τις συμφωνίες με τη Γιουγκοσλαβία, ανέστειλε την πολιτική της μακεδονοποίησης στο βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας και της εκρίζωσης του βουλγαρισμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ενώ σχετικά με τη «μακεδονική μειονότητα» στη Βουλγαρία τόνισε ότι ήταν συνδεδεμένη πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά με το βουλγαρικό λαό και μάθαινε καλά τη βουλγαρική γλώσσα. Ακόμη, αμφισβήτησε τη μονοπώληση του Μακεδονικού από τη γιουγκοσλαβική ηγεσία. Βλ. Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ό.π., σσ. 257-258. 243 Δ. Τ. Άναλις, ό.π, σ. 149. Ο πόλεμος στην Κορέα, έδειξε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε γεωγραφικά όρια και ότι δεν αποκλειόταν και το άνοιγμα ενός νέου μετώπου στα Βαλκάνια. Δηλαδή, όπως τα στρατεύματα της Βόρειας Κορέας εισέβαλαν στη Νότια, το ίδιο μπορούσε να συμβεί και με τη Γιουγκοσλαβία, να συγκεντρωθούν δηλαδή στρατεύματα στη Βουλγαρία και να εισβάλουν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Βλ. Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 631. 244 Καθημερινή, 15.8.1950. 245 Καθημερινή, 20.8.1950. 246 Καθημερινή, 15.8.1950. 69

κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Σοφοκλή Βενιζέλο 247. Παρά τη νέα σύνθεση των ελληνικών κυβερνήσεων, που ακολούθησαν, οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές διαβουλεύσεις δεν σταμάτησαν. Η αλλαγή των ελληνικών κυβερνητικών σχημάτων δεν επηρέασε την πορεία των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων. Η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία συνέχισαν ένα διπλωματικό πόλεμο νεύρων γύρω από τα γνωστά ζητήματα, αλλά ήταν πλέον φανερό ότι το «μειονοτικό» θα παρέμενε εκτός των επίσημων συνομιλιών 248. Το πρόβλημα του επαναπατρισμού των παιδιών αναφέρθηκε στη διάρκεια των συνομιλιών ανάμεσα στον Edvard Kardelj και τον Πρέσβη των ΗΠΑ George Allen με θέμα τις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Αμερικής στις 24 Αυγούστου 1950. Μιλώντας για τη βελτίωση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, ο Αμερικανός πρέσβης είπε ότι «θα ήταν οικονομικά πρόσφορο» για τη Γιουγκοσλαβία, «να διευθετήσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα και την Ιταλία».Ο Kardelj θεώρησε ότι η γιουγκοσλαβική πλευρά δεν ήταν υπέυθυνη για το γεγονός ότι οι σχέσεις με την Αθήνα δεν είχαν ομαλοποιηθεί ακόμη. Στη συνέχεια ο Kardelj πρόσθεσε ότι η Ελληνική κυβέρνηση κώφευε στην προσφορά της Γιουγκοσλαβίας να δεχθεί μια ομάδα 60 παιδιών, με το πρόσχημα ότι οι όροι που έθετε το Βελιγράδι ήταν απαράδεκτοι 249. Το Σεπτέμβριο του 1950, ο πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης κ. Ευγένιος Μπλακ τόνισε την ανάγκη παροχής βοήθειας προς τη Γιουγκοσλαβία εκ μέρους των Δυτικών Δυνάμεων, τόσο από ανθρωπιστική άποψη, όσο και από άποψη πολιτικής σκοπιμότητας. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι η Γιουγκοσλαβία τελούσε υπό πλήρη οικονομικό αποκλεισμό εκ μέρους των χωρών της Κομινφόρμ 250. Η ξηρασία του θέρους του 1950 κατέστρεψε ολοκληρωτικά την αγροτική παραγωγή και ο λαός αντιμετώπιζε το φάσμα της πείνας. Τα συναλλαγματικά αποθέματα είχαν εξαντληθεί, δεν καταβάλλονταν συχνά οι μισθοί και η βιομηχανική παραγωγή οδηγείτο προς την κατάρρευση. Εάν δεν αντιμετωπιζόταν η επισιτιστική κρίση, η οικονομική εξάντληση που θα ακολουθούσε, θα αύξανε τις πιθανότητες μιας ένοπλης επέμβασης εκ μέρους των κρατών της Κομινφόρμ, ιδιαίτερα εάν η κρίση αυτή οδηγούσε στη δημιουργία σχίσματος μεταξύ του Κομμουνιστικού 247 Β. Κόντης, «Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου», ό.π., σ. 175. Από το Λονδίνο αναγνωρίστηκε, ότι η αντικατάσταση της κυβέρνησης Πλαστήρα από το κόμμα των Φιλελευθέρων, θα μείωνε τις ελπίδες επίτευξης συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας Γιουγκοσλαβίας. Βλ. Καθημερινή, 23.8.1950. 248 Καθημερινή, 17.11.1950. 249 M. Ristovic, ό.π., σσ.194-195. Η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση είχε θέσει δύο όρους: πρώτο, η Ελληνική Κυβέρνηση ή η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού θα έπρεπε να προσκομίσουν ένα χαρτί με την υπογραφή των γονιών, ότι επιθυμούσαν πίσω τα παιδιά τους και δεύτερο, η Ελληνική Κυβέρνηση έπρεπε να δηλώσει ότι τα παιδιά πράγματι θα επέστρεφαν στους γονείς και δε θα πήγαιναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Βλ. Αυτόθι, σ.195. 250 Καθημερινή, 3.10.1950. 70

Κόμματος Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο, για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ζήτησε βοήθεια από την Αμερική, η οποία έσπευσε να χορηγήσει αμέσως δάνειο ύψους 150.000.000 δολαρίων 251. Επομένως η λειτουργία της ελεύθερης ζώνης της Θεσσαλονίκης και της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελής Θεσσαλονίκης για τη μεταφορά τροφίμων και πολεμικού υλικού, δεν επιδεχόταν καμία αναβολή. Έτσι, την πρώτη κίνηση καλής θέλησης, την έκανε η Γιουγκοσλαβία για να προσεγγίσει την Ελλάδα. Η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση, στις 6 Νοεμβρίου, άρχισε την επιστροφή των 112 Ελλήνων αιχμαλώτων που μέχρι τότε κρατούνταν σε στρατόπεδα. Από τους αιχμαλώτους οι 57 ήταν στρατιωτικοί εκ των οποίων οι 7 αξιωματικοί, και οι 55 πολιτικοί. Σε πρώτη φάση παραδόθηκαν 57 άτομα. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι, μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου και την παραλαβή τους από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, θα ανακρίνονταν από ειδική επιτροπή του ΓΕΕΘΑ για την εξακρίβωση των συνθηκών εισόδου τους στη Γιουγκοσλαβία 252. Για την επιστροφή των παιδιών ήρθε στην Αθήνα εκπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Αποστολή του Ερυθρού Σταυρού ήταν η συγκέντρωση των αιτήσεων των γονέων που ζούσαν στην Ελλάδα, ενώ τα παιδιά τους βρίσκονταν στη Γιουγκοσλαβία 253. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον Ιούνιο του 1949 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1950 είχαν διαβιβαστεί στους Ερυθρούς Σταυρούς των χωρών υποδοχής τέσσερις κατάλογοι που περιείχαν συνολικά 9.300 ονόματα. Στις 26 Νοεμβρίου 1950 επέστρεψαν στην Ελλάδα τα πρώτα 21 παιδιά από τη Γιουγκοσλαβία. Το ζήτημα των παιδιών ανατέθηκε πλέον στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Τον Οκτώβριο του 1952 ολοκληρώθηκε ο επαναπατρισμός 538 παιδιών από τη Γιουγκοσλαβία. Στο τέλος του Οκτωβρίου, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός δήλωσε ότι έφερε σε πέρας το έργο που είχε αναλάβει 254. Στις 28 Νοεμβρίου 1950 ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Σοφοκλής Βενιζέλος ανακοίνωσε την πλήρη αποκατάσταση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών διπλωματικών σχέσεων και τη μεταξύ τους ανταλλαγή πρεσβευτών 255. Το θέμα συζητήθηκε στη Βουλή, στις 30 251 Καθημερινή, 2.11.1950. 252 Καθημερινή, 7.11.1950. 253 Louis Bærentzen, «Το «παιδομάζωμα» και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας» στο συλλογικό έργο Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, (επιμέλεια.lars Bærentzen, Γιάννης Ο. Ιατρίδης, Ole L. Smith), (μτφ. Α. Παρίση), εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1992, σ. 160. 254 Ε. Λαγάνη, ό.π, σσ. 94-95. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Σοφοκλής Βενιζέλος, επί της ευκαιρίας της απόδοσης των παιδιών το Νοέμβριο 1950, μίλησε για τις ελληνο-γιουγκοσλαβικές συνομιλίες και δήλωσε ότι βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη για την αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων. Βλ. Καθημερινή, 23.11.1950. 255 Καθημερινή, 29.11.1950. 71

Νοεμβρίου, και όλα τα πολιτικά κόμματα χειροκρότησαν τη νέα εποχή στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις 256. Στο Βελιγράδι, η Ελλάδα έστειλε το Δεκέμβριο ως πρεσβευτή τον Καπετανίδη και η Γιουγκοσλαβία στην Αθήνα τον Jovanović. Αμέσως συγκροτήθηκαν Επιτροπές για την αποκατάσταση των τηλεφωνικών, τηλεγραφικών και σιδηροδρομικών επικοινωνιών 257. Με την επίδοση των διαπιστευτηρίων θα άρχιζαν και οι διαπραγματεύσεις των δύο πρεσβευτών για τον επαναπατρισμό των Ελληνοπαίδων, την αποκατάσταση των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, τη διαπραγμάτευση εμπορικής συμφωνίας και τη χρησιμοποίηση της Γιουγκοσλαβικής Ελεύθερης Ζώνης της Θεσσαλονίκης 258. Στο πρώτο μισό του 1951, οι σχέσεις είχαν πλήρως ομαλοποιηθεί. Ο Γιουγκοσλάβος πρεσβευτής Jovanović σε συνέντευξη, στις 4 Ιανουαρίου 1951, προς Έλληνες και ξένους ανταποκριτές, εξεδήλωσε την απόλυτη αισιοδοξία του για την ανάπτυξη και παγίωση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων. Διευκρίνισε ότι δεν υφίστατο οποιοδήποτε δυσεπίλυτο ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών, εφόσον εκδηλώθηκε καλή θέληση και από τις δύο κυβερνήσεις. Δήλωσε, ακόμη, ότι η χώρα δεν επεδίωκε την υπογραφή διμερούς στρατιωτικού συμφώνου, γιατί η Γιουγκοσλαβία ήταν μέλος του Ο.Η.Ε (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών), μέσω του οποίου λύνονταν όλα τα προβλήματα. Όσον αφορούσε το θέμα των Ελληνοπαίδων, είπε ότι η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ακολουθούσε την απόφαση του ΟΗΕ και ότι όλα τα παιδιά θα επέστρεφαν στους γονείς τους στην Ελλάδα, αν αυτοί τα ζητούσαν. Τέλος, δήλωσε ότι οι διεργασίες προς αποκατάσταση των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών και των τηλεπικοινωνιών είχαν ήδη αρχίσει 259. Τον Απρίλιο του 1951 η Γιουγκοσλαβία απευθύνθηκε στις Δυτικές δημοκρατίες ζητώντας τους χορήγηση όπλων και πολεμικού υλικού. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα στενότερης προσέγγισης της Γιουγκοσλαβίας προς το Δυτικό κόσμο, όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η εκδήλωση αυτή της Γιουγκοσλαβικής 256 Βήμα, 1.12.1950. Σχετικά με το μειονοτικό, ο βουλευτής Φλωρίνης, κ. Γ. Μόδης, είπε τα εξής: «Αυτοί που προέρχονται από τη Μακεδονία εξέφραζαν την ευχαρίστηση τους για το γεγονός. Αναφερόμενος στη μέχρι τότε πολιτική της Γιουγκοσλαβίας για τη Μακεδονία του Αιγαίου, είπε ότι αν υπάρχουν κάποιοι που δικαιούνται να μιλήσουν, αυτοί είναι μόνο εμείς. Έχω γεννηθεί και έχω σπουδάσει, όπως και ο κ. Σβώλος στο Μοναστήρι της σημερινής Γιουγκοσλαβίας, όπου τότε οι Σέρβοι ήταν ανύπαρκτοι». Βλ. Βήμα, 1.12.1950. Ακόμη η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας Γιουγκοσλαβίας προκάλεσε ζωηρή ικανοποίηση στην Αγγλία, γεγονός που θεώρησαν ως ένα μεγάλο βήμα προς την περαιτέρω συνεργασία των δύο χωρών. Βλ. Βήμα, 30.11.1950. 257 Καθημερινή, 5.1.1950. 258 Βήμα,21.12.1950.Ο κ.jovanović γεννήθηκε το 1912. Το 1945 υπήρξε βουλευτής της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης της Ομοσπονδίας Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και της Συνέλευσης της Δημοκρατίας της Σερβίας. Από το 1946 μέχρι το 1948 διετέλεσε υπουργός Οικονομικών της Δημοκρατίας της Σερβίας και από το 1948 μέχρι το 1950 πρέσβης της Γιουγκοσλαβίας στο Βουκουρέστι. Από τη θέση αυτή ονομάστηκε υφυπουργός των Εξωτερικών. Βλ. Βήμα, 21.12.1950. 259 Καθημερινή,5.1.1951. 72

εξωτερικής πολιτικής οφειλόταν στη συνεχιζόμενη όξυνση της κατάστασης διεθνώς και στα Βαλκάνια, της οποίας η εξέλιξη ανησυχούσε πολύ περισσότερο το Βελιγράδι, λόγω του επανεξοπλισμού των «δορυφόρων» χωρών και της διαρκούς εντεινόμενης αντιγιουγκοσλαβικής εκστρατείας της Κομινφόρμ. Τον Απρίλιο υπογράφτηκε ακόμη η εμπορική σύμβαση, ενώ παράληλα άρχισε και η συνεργασία σε διάφορους άλλους τομείς, όπως τον τουρισμό και τον αθλητισμό 260. Την περίοδο εκείνη παρέμενε μείζον ζήτημα, η ασφάλεια της Γιουγκοσλαβίας και κατ επέκταση και της Ελλάδας. Αμέσως μετά τη διευθέτηση των άμεσων πρακτικών θεμάτων, σε συνομιλία τους, ο κ. Σοφοκλής Βενιζέλος απαντώντας σε ερωτησή του Jovanović σχετικά με τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα, δήλωσε ότι θα στεκόταν στο πλευρό της Γιουγκοσλαβίας εισβάλλοντας στη Βουλγαρία. Για το λόγο αυτό, τα Γενικά Επιτελεία των δύο χωρών έπρεπε να συνεργάζονταν στενά. Ο Βενιζέλος αναφερόμενος στην Αλβανία, επισήμανε την ανάγκη διαμελισμού της Αλβανίας μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας. Την πρόταση του Βενιζέλου απέρριψε κατηγορηματικά ο Jovanović, γιατί κάτι τέτοιο αποτελούσε παραβίαση των αρχών του καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. Μετά από αυτό, ο Βενιζέλος αναδιατύπωσε τα όσα είπε, δηλώνοντας ότι δεν εννοούσε κυριολεκτικό διαμελισμό, αλλά κατά κάποιο τρόπο «ουδετεροποίηση της Αλβανίας» για να αποφευχθεί η πιθανότητα να αποτελέσει στο μέλλον υποχείριο μιας εξωβαλκανικής δύναμης για επίθεση στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Μετά την αποκατάσταση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων και της εισόδου της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το Φεβρουάριο του 1952, τόσο οι Άγγλοι όσο και οι Αμερικανοί επιθυμούσαν την ενίσχυση της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ και τη δημιουργία τριμερούς αμυντικής συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας -Τουρκίας - Γιουγκοσλαβίας 261. 260 Καθημερινή, 14.4.1951. Η Ιταλία έθεσε ως όρο για την ικανοποίηση των οικονομικών και των στρατιωτικών αιτημάτων της Γιουγκοσλαβίας, την απόδοση των ελληνοπαίδων. Η Γιουγκοσλαβία υποσχέθηκε πιστή εκτέλεση των αποφάσεων του Ο.Η.Ε, προβάλλοντας όμως την ανάγκη υποβολής της συγκεκριμένης αίτησης εκ μέρους των κηδεμόνων. 261 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σσ. 635-636. 73

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ:Το τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο: Προσδοκίες και απογοητεύσεις του Δυτικού Κόσμου (1953-1954) α. Διπλωματική προπαρασκευή του Συμφώνου Από το 1952, ειδικά μετά την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, οι Αγγλο-Αμερικανοί, θέλοντας να ενισχύσουν τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ευνόησαν τη δημιουργία μιας τριμερούς Βαλκανικής Συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας Γιουγκοσλαβίας 262. Πέραν ωστόσο από τις υποδείξεις της Δύσης, το ενδιαφέρον για τα ελληνοτουρκικά και την αμείωτη σοβιετική εχθρότητα, καταλυτικό ρόλο αυτή την περίοδο διαδραμάτισε η διένεξη Βελιγραδίου - Ρώμης στο ζήτημα της Τεργέστης 263. Το 1952, η «σύγκρουση» για την Τεργέστη κορυφώθηκε. Το Μάρτιο του 1952, έπειτα από τις εκδηλώσεις στην Ιταλία για την Τεργέστη, όπου χιλιάδες διαδηλωτές διαδήλωναν την επιθυμία τους για το θάνατο του Τίτο, καθώς και τη δυσαρέσκεια έναντι των Άγγλων και των Αμερικανών, οι Δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν να βρουν μια λύση στο ζήτημα. Σε δηλώσεις του ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας κ. Ήντεν τόνισε ότι η Μεγάλη Βρετανία ενέμενε στη δήλωση του 1948 για την προσάρτηση ολόκληρης της περιοχής της Τεργέστης από την Ιταλία. Στο Βελιγράδι τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Η εφημερίδα «Borba», όργανο του Γιουγκοσλαβικού Κ.Κ, σε κύριο της άρθρο τόνισε ότι η Γιουγκοσλαβία δε θα επέτρεπε σε τρίτους να λύσουν ζητήματα που αφορούσαν την ίδια 264. 262 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), (επιμέλεια Β. Κόντης, Γ. Μουρέλος, Κ. Παπουλίδης, Μ.Γ. Προζουμέντσικοφ, Ν. Ντ. Σμιρνόβα, Ν.Γ. Τομιλίνα), Ομοσπονδιακή Αρχειακή Υπηρεσία της Ρωσίας, Ρωσικό κρατικό αρχείο Σύγχρονης Ιστορίας, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 338. Η γεωπολιτική θέση της Γιουγκοσλαβίας παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για το λόγο ότι βρισκόταν στο σταυροδρόμι χερσαίων δρόμων που ένωναν την Ευρώπη με τη Μέση και Εγγύς Ανατολή, συγκέντρωνε ανέκαθεν το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων, που προσπαθούσαν να ελέγξουν την ΝΑ. Μεσόγειο, έχοντας ένα προγεφύρωμα στην περιοχή. Η Γιουγκοσλαβία μετά το 1948 απέκτησε περισσότερη σημασία, αφού συνόρευε με 7 κράτη, τα οποία συνδέονταν με κάποιον από τους δύο συνασπισμούς δηλ. το ΝΑΤΟ ή το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Αυτό, άλλωστε, είχε καταστήσει και τη γιουγκοσλαβική ουδετερότητα ρυθμιστή των Βαλκανικών ισορροπιών. Βλ. Π. Κίτσος, ό.π., σσ. 261-268. 263 Β. Σπανός, «Στρατάρχης Τίτο: Ο εμπνευστής του ψευδομακεδονικού έθνους», ό.π., σ. 81. Μετά το τέλος του Β.Π.Π., η γραφική αυτή παραθαλάσσια πόλη στη βορειανατολική Ιταλία, παρά την αριθμητική υπεροχή του ιταλικού στοιχείου συγκριτικά με το σλαβικό, αποτέλεσε μήλο της έριδος ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία και τον Τίτο και την ηττημένη Ιταλία. Με βάση τη Συνθήκη της Ειρήνης των Παρισίων το 1947, απολάμβανε ένα καθεστώς περίεργης ημιαυτονομίας με το όνομα, «Ελεύθερο εδαφικό Διαμέρισμα της Τεργέστης» μοιρασμένη όμως, σε δυο ζώνες. Η ζώνη «Α» περιελάμβανε την πόλη και τη βόρεια ενδοχώρα, που είχε τεθεί υπό αμερικανοβρετανική στρατιωτική διοίκηση, ενώ η ζώνη «Β» περιελάμβανε τα εδάφη νότια της αστικής περιοχής και είχε ανατεθεί στη Γιουγκοσλαβία. Η Γιουγκοσλαβία, που είχε καταλάβει την υπόλοιπη ενδοχώρα και τη Χερσόνησο της Ιστρίας, διεκδικούσε την πόλη. 264 Καθημερινή, 27.3.1952. 74

Το ζήτημα της Τεργέστης μπορούσε να δηλητηριάσει τις σχέσεις των Δυτικών με τη Γιουγκοσλαβία και να αναστείλει ή ακόμα και να ανατρέψει τα σχέδια της βορειοατλαντικής στρατηγικής στη Βαλκανική και την Α. Μεσόγειο. Εντονότατη ήταν η αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας εναντίον της συμμετοχής της Ιταλίας στην πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της ζώνης «Α» της Τεργέστης εφόσον η χώρα αυτή δεν δεχόταν οποιαδήποτε συζήτηση ή συμβιβασμό με την ενεργό συμμετοχή της στις διεξαγόμενες προς το σκοπό αυτό διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, η Γιουγκοσλαβία δεν επιθυμούσε υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες την αποχώρηση των αγγλοαμερικανικών δυνάμεων από την Τεργέστη, διότι η παρουσία τους στη νευραλγική αυτή περιοχή αποτελούσε μια σταθερή εγγύηση εναντίον οποιασδήποτε ενδεχόμενης ρωσικής επιδρομής κατά της γιουγκοσλαβικής ανεξαρτησίας 265. Μετά την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, προέκυψε αυτόματα το πρόβλημα της σύνδεσής τους με τον αμυντικό τομέα της Δυτικής Ευρώπης. Όπως είχαν μέχρι τότε τα πράγματα, το μέτωπο της Δυτικής Ευρώπης εκτεινόταν από τον Κάτω Έλβα μέσω των Βαυαρικών, Αυστριακών και Ιταλικών Άλπεων μέχρι την Αδριατική. Στα ανατολικά το νέο μέτωπο άρχιζε από το Ιόνιο πέλαγος και επεκτεινόταν κατά μήκος των ελληνικών και τουρκικών συνόρων μέχρι τον Καύκασο. Μεταξύ των δύο μετώπων παρεμβαλλόταν η Γιουγκοσλαβία, η οποία ήταν σε φανερή διάσταση με την Κομινφόρμ και την Αλβανία, η οποία αποτελούσε ένα ισχυρό ναυτικό και αεροπορικό προγεφύρωμα των Σοβιετικών στην περιοχή της Αδριατικής. Επομένως η καλύτερη λύση για να εξουδετερωθεί η απειλή να αποτελέσει η Αλβανία προγέφυρωμα της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν η σύμπραξη της Γιουγκοσλαβίας με το Δυτικό κόσμο 266. Τον Απρίλιο του 1952 παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση, σχετικά με την πολιτική προσέγγιση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας. Η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση αναγνώρισε ότι η στρατιωτική σύμπραξη με την Ελλάδα ήταν απαραίτητη σε περίπτωση 265 Καθημερινή, 29.9.1952. Ο Τίτο σχολιάζοντας τις δηλώσεις του Ιταλού πρωθυπουργού κ. Ντε Γκάσπερι στη Λισαβόνα, κατά την οποία είπε ότι η τριμερής δήλωση πρέπει να θεωρηθεί ως βάση για το διακανονισμό του ζητήματος της Τεργέστης, είπε τα εξής: «Η κυβέρνηση της Ομοσπόνδου Γιουγκοσλαβικής Λαϊκής Δημοκρατίας πάντοτε ήταν εναντίον του διακανονισμού του ζητήματος της Τεργέστης μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας, έχοντας ως βάση οποιοδήποτε «παζάρεμα» και ιδίως σε βάρος του σλοβενικού πληθυσμού της ελεύθερης πόλης, δηλαδή εις βάρος των συμφερόντων της νέας Γιουγκοσλαβίας. Παρόλο που η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση πρότεινε πολλές λύσεις, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση διακανονισμού, καμία σοβαρή λύση δεν επιτεύχθηκε.» Σύμφωνα με τον Τίτο, θα ήταν δυνατό να τροποποιηθεί το σχετικό παράρτημα της ιταλικής συνθήκης ειρήνης, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο κυβερνήτης της Τεργέστης να έχει θητεία τριετή και να υποδεικνύεται από κοινού από Γιουγκοσλάβους και Ιταλούς, ενώ ο υποδιοικητής θα ήταν Ιταλός όταν ο κυβερνήτης θα ήταν Γιουγκοσλάβος και αντίστροφα. Όσον αφορά το Διευθυντή Δημόσιας Ασφάλειας, θα ήταν δυνατό να υποδεικνύεται με κοινή συμφωνία για μια τριετία. Ο κ. Ντε Γκάσπερι όμως, απέρριψε την πρόταση αυτή, εξακολουθώντας να θεωρεί ως βάση διακανονισμού την τριμερή δήλωση. Βλ. Βήμα, 26.3.1952. 266 Καθημερινή, 30.3.1952. 75

εχθρικής επίθεσης. Ακόμη παρουσιάστηκε πρόθυμη να συνεργαστεί και με την Τουρκία προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση της ειρήνης και η απόκρουση οποιασδήποτε επίθεσης 267. Έτσι, ενώ οι ιταλο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις επιδεινώνονταν λόγω του ζητήματος της Τεργέστης, αντίθετα οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας καθημερινά βελτιώνονταν. Για το λόγο αυτό η γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση κατόπιν πολλών δισταγμών αποφάσισε να στείλει στρατιωτικό ακόλουθο στην Αθήνα. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας κ.mates χαρακτήρισε την πράξη αυτή ως πολύ σημαντική για τη διασφάλιση και διατήρηση της ειρήνης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη 268. Εν τούτοις η Γιουγκοσλαβία, κατά την παρούσα χρονική περίοδο, αποδεχόταν μόνο μια αόριστη «συνεργασία». Η άρνηση της Γιουγκοσλαβίας να συμμετάσχει στην άμυνα της Βαλκανικής περιόριζε στο έπακρο τις δυνατότητες δημιουργίας σαφούς σχεδίου άμυνας στην περιοχή. Η στάση αυτή της Γιουγκοσλαβίας επιβράδυνε τις ελληνο-τουρκικές συνομιλίες, οι οποίες είχαν αρχίσει στις 27 Απριλίου 1952. Δεδομένου ότι η στάση του Βελιγραδίου παρέμενε αμετάβλητη, οποιαδήποτε συζήτηση για το νευραλγικό σημείο της άμυνας της Δ. Θράκης δεν μπορούσε να ήταν εποικοδομητική. Έτσι η πρόοδος των συνομιλιών στην Αθήνα συνάντησε εμπόδια, τόσο από τη διστακτικότητα της Γιουγκοσλαβίας όσο και από τη βρετανική επιμονή για την ίδρυση αρχηγείου στη Μ. Ανατολή 269. Ο στρατάρχης Παπάγος, ηγέτης του Ελληνικού Συναγερμού, προέβη σε δηλώσεις στο πλαίσιο των ελληνο-ιταλικών συνομιλιών. Τόνισε ότι το ΝΑΤΟ επέβαλλε τη σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας και πως κατά τη γνώμη του, η Γιουγκοσλαβία θα έπρεπε να συνενωθεί με τις δύο αυτές χώρες, γιατί σε στιγμή εχθρικής σύρραξης θα ήταν πολύ αργά να συναφθούν συμμαχίες και να καταρτιστούν κοινά σχέδια άμυνας. Η Ελλάδα και η Τουρκία μαζί με τη Γιουγκοσλαβία θα παρέτασσαν τον ισχυρότερο ευρωπαϊκό στρατό, ο οποίος θα μπορούσε σε περίπτωση σύγκρουσης όχι μόνο να κρατήσει τις θέσεις του στα Βαλκάνια αλλά και να διευρύνει το προγεφύρωμα και να το φέρει ακόμα και μέχρι τις όχθες του Δούναβη 270. 267 Βήμα, 24.4.1952. 268 Βήμα, 27.4.1952. Παρά την επιθυμία της Γιουγκοσλαβίας να απέχει από τα διάφορα αμυντικά σύμφωνα, η αποστολή στρατιωτικού ακόλουθου στην Αθήνα φανέρωσε την πρόθεσή της να εξετάσει με τη γείτονα χώρα το ζήτημα της κοινής άμυνας των εδαφών τους. Ηταν γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη, δεν μπορούσαν να αμυνθούν αποτελεσματικά παρά μόνο εφόσον υπήρχε στενή συνεργασία μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο χωρών. 269 Καθημερινή, 29.4.1952. 270 Καθημερινή, 30.4.1952. Οι δηλώσεις του στρατάρχη Παπάγου ήταν σημαντικές, γιατί έγιναν κατά τη διάρκεια των ελληνοτουρκικών πολιτικο-στρατιωτικών συνομιλιών, για την Ατλαντική στρατηγική, που διεξάγονταν στην Αθήνα. Βλ. Καθημερινή, 30.4.1952. 76

Τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες παρακολούθησε με ζωηρό ενδιαφέρον η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση. Οι προθέσεις της όμως για το θέμα της άμυνας της Βαλκανικής δε διευκρινίστηκαν απόλυτα σ αυτές τις συνομιλίες, παρά τις επίμονες βολιδοσκοπήσεις των Ελλήνων και Τούρκων επισήμων, λόγω της μεγάλης επιφυλακτικότητας της Γιουγκοσλαβίας να μην αναλάβει επί του παρόντος ευθύνες σε ευρύτερα ή περιφερειακά Σύμφωνα. Την επιφυλακτικότητά της η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση τη δικαιολογούσε με επιχειρήματα, τα οποία αφορούσαν είτε την εσωτερική πολιτική της είτε την παρούσα διεθνή κατάσταση, μέσα στην οποία κατείχε ιδιάζουσα θέση λόγω της γεωγραφικής της θέσης και του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος που ίσχυε σ αυτή. Πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας προέβαλλε την εκκρεμότητα στην υπόθεση της Τεργέστης. Το γεγονός αυτό υποχρέωνε τη Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση να τηρεί στάση άμυνας έναντι της Ιταλίας και να αποκρούει οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική διείσδυσή της στη Βαλκανική είτε με άμεσες ενέργειές της είτε με έμμεσες επιδιώξεις της που υποβοηθούνταν από ευρύτερα ή περιφερειακά Σύμφωνα, όπως ήταν για παράδειγμα η επιμονή της να αναλάβει την ηγεσία των κατά ξηρά δυνάμεων των βαλκανικών κρατών, τα οποία μετείχαν του Βορειατλαντικού Συμφώνου. Επιπλέον η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση δεν απέδιδε μεγάλη σημασία στα περιφερειακά ή ευρύτερα Σύμφωνα, εφόσον το παρελθόν απέδειξε ότι τα δεσμευόμενα από περιφερειακά Σύμφωνα κράτη ήταν εύκολο να μην τηρήσουν τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις τους. Η Γιουγκοσλαβία πριν την ρήξη του Τίτο με την Κομινφόρμ, είχε συνυπογράψει Σύμφωνα με τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία, τα οποία μετά τη ρήξη, κατέστησαν «κουρελόχαρτα» 271. Μετά το τέλος των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, αποφασίστηκε ότι η Τουρκία θα αναλάμβανε σύντομα την πρωτοβουλία για μια πιο άμεση προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας προς το σκοπό της διεξαγωγής των συνομιλιών αναφορικά με την οργάνωση της άμυνας των ελεύθερων βαλκανικών κρατών και ιδιαίτερα για την ασφάλεια της Θράκης. Η ενότητα του μετώπου της Θράκης θα εξαρτιόταν από τη μελλοντική συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας στην οργάνωση ολόκληρης της βαλκανικής άμυνας. Υπήρχε, ωστόσο, η ελπίδα ότι εάν οι διεθνείς συνθήκες χειροτέρευαν και εκδηλωνόταν νέα σοβιετική επίθεση στα Βαλκάνια η Γιουγκοσλαβία θα αναγκαζόταν να λάβει μέρος στη βαλκανική άμυνα. Εκείνο που επιθυμούσαν να πετύχουν τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία ήταν η επίτευξη τριμερούς συνεργασίας μεταξύ των επιτελείων των τριών βαλκανικών χωρών, Ελλάδας, Τουρκίας, 271 Καθημερινή, 2.5.1952. Ο στρατάρχης Τίτο, είχε δηλώσει σε λόγο του, την 1 η Μαΐου 1952, ότι παρόλο που η Γιουγκοσλαβία, δε θα προσχωρούσε στο Ατλαντικό ή σε οποιοδήποτε άλλο Σύμφωνο, ήταν αποφασισμένη εντούτοις, να δηλώσει ότι οι λαοί που ήταν εναντίον οποιασδήποτε επίθεσης και επιζητούσαν την ειρήνη δεν έπρεπε να φοβούνται ότι σε περίπτωση πολέμου η Γιουγκοσλαβία δε θα ήταν στο πλευρό τους. 77

Γιουγκοσλαβίας, έστω και προσωρινή υπό τη μορφή της ανταλλαγής πληροφοριών. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε το πρώτο θετικό βήμα προς την ευρύτερή τους συνεργασία στο άμεσο μέλλον 272. Ωστόσο τα πρώτα θετικά σημάδια για μια τριμερή συνεργασία μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας Γιουγκοσλαβίας φάνηκαν στις αρχές Μαΐου 1952. Για πρώτη φορά σε ημιεπίσημο γιουγκοσλαβικό όργανο, η εφημερίδα «Πολίτικα» του Βελιγραδίου διατύπωσε υπαινιγμό για προθυμία διεξαγωγής επιτελικών συνομιλιών εκ μέρους της Γιουγκοσλαβίας με την Ελλάδα και την Τουρκία, εφόσον ρυθμίζονταν και τα τελευταία ζητήματα μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας 273. Λόγω της επιφυλακτικής στάσης της Γιουγκοσλαβίας για τη σύναψη τριμερούς συμφωνίας, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία, μετά τις τελευταίες ελληνοτουρκικές συνομιλίες στην Αθήνα, αποφάσισαν να υιοθετήσουν επιφυλακτική στάση έναντι του ζητήματος της συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία. Όλοι είχαν συμφωνήσει πως η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να κάνει την κίνηση για συνεργασία. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με τη Γιουγκοσλαβία αποτελούσε η Τεργέστη. Οι φιλικές σχέσεις με την Ιταλία αποτελούσαν επιθυμία της Ελλάδας και της Τουρκίας εξίσου σημαντική με την επιθυμία συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία. Συνεπώς οποιαδήποτε συνεννόηση μεταξύ των δύο και του τρίτου δεν έπρεπε να δυσαρεστήσει τον τέταρτο. Όπως διαγραφόταν η κατάσταση το ζήτημα της Τεργέστης φαινόταν προορισμένο να ματαιώσει οποιαδήποτε τετραμερή συμφωνία (Ελλάδας- Τουρκίας Γιουγκοσλαβίας Ιταλίας). Φυσικά το πρόβλημα δεν ήταν άλυτο. Εάν η Ιταλία και η Γιουγκοσλαβία παραμέριζαν για λίγο το ζήτημα αυτό, θα υπήρχαν περισσότερες ελπίδες για στενότερη και ειλικρινέστερη συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου 274. Στις 12 Μαΐου 1952 ο πρεσβευτής της Γιουγκοσλαβίας κ.jovanović, σε επίσκεψή του στον πρωθυπουργό κ. Πλαστήρα, του πρότεινε όπως γίνει ανταλλαγή βουλευτών των δύο χωρών προκειμένου να επέλθει μέσω αυτών στενότερη προσέγγιση 275. Έτσι στις αρχές 272 Καθημερινή, 4.5.1952. 273 Καθημερινή, 6.5.1952. Σε άρθρο της η εφημερίδα «Καθημερινή» ανέφερε ότι η Γιουγκοσλαβία παρέμενε επιφυλακτική σε οποιαδήποτε συμμετοχή της σε οργανωμένο σύστημα αμυντικής μορφής της Βαλκανικής περιοχής. Οι Γιουγκοσλάβοι θεωρούσαν ότι η μόνη συλλογική οργάνωση που ήταν ικανή να εγγυηθεί την παγκόσμια ασφάλεια ήταν ο Ο.Η.Ε, στον οποίο όλα τα έθνη υπερασπίζονταν τα συμφέροντα τους και μετείχαν στην άμυνα του κοινού συμφέροντος σε ισότιμη βάση. 274 Καθημερινή, 20.5.1952. 275 Βήμα, 23.5.1952. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Το Βήμα», ομάδα Ελλήνων βουλευτών επρόκειτο να επισκεφθεί τη Γιουγκοσλαβία τον Ιούνιο του 1952. Θα απαρτιζόταν από 12-15 βουλευτές από όλα τα κόμματα. 78

Ιουλίου πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, όσον αφορούσε τη φιλική συνεργασία μεταξύ του ελληνικού και του γιουγκοσλαβικού λαού. Η εφημερίδα «Borba» αναφερόμενη στην επίσκεψη της ελληνικής και τουρκικής αντιπροσωπείας στη Γιουγκοσλαβία, υπογράμμισε ότι αυτή η πολιτική της προσέγγισης μεταξύ των τριών χωρών δεν ήταν δυνατό να μη δυσαρεστήσει τη Μόσχα. Η επίσκεψη των Ελλήνων βουλευτών, την οποία θα ακολουθούσε επίσκεψη της τουρκικής αντιπροσωπείας, αποτελέσε ένα θετικό οιωνό στις σχέσεις των τριών χωρών, καθώς και μια σημαντική εκδήλωση των καλών σχέσεων γειτονίας και ένα βήμα προς την ανάπτυξη της συνεργασίας με βάση την ισοτιμία και τον αμοιβαίο σεβασμό 276. Η Γιουγκοσλαβία ήταν η μόνη χώρα που έλυσε το ζήτημα των ελληνοπαίδων σύμφωνα με την απόφαση του ΟΗΕ 277. Μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας αποκαταστάθηκαν οι αεροπορικές και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες καθώς και η ταχυδρομική, τηλεγραφική και τηλεφωνική επικοινωνία. Ακολούθησαν οι εργασίες για την αποκατάσταση της γιουγκοσλαβικής ελεύθερης ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η εμπορική αυτή σύμβαση εξυπηρετούσε τα οικονομικά συμφέροντα των δύο χωρών, γι αυτό και η επίσκεψη της ελληνικής αντιπροσωπείας σχετιζόταν και με την υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων των δύο χωρών και της παγκόσμιας ειρήνης 278. Ο στρατάρχης Τίτο, σε λόγο του στη Νύσσα, ανήγγειλε την απόφαση της χώρας του να πολεμήσει στο πλευρό της Ελλάδας και της Τουρκίας σε περίπτωση επίθεσης της Κομινφόρμ εναντίον τους. Ταυτόχρονα υπογράμμισε και το γεγονός ότι δεν υπήρχε πιθανότητα, ούτε πρόβλεψη συμβιβασμού με τη Σοβιετική Ένωση 279. Ο Τίτο συνέχισε λέγοντας ότι δεν απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στα Σύμφωνα, δεδομένου ότι ο λόγος είχε μεγαλύτερη ισχύ από την υπογραφή μιας συμφωνίας. Οι δηλώσεις του Τίτο έδειχναν την απόφαση της Γιουγκοσλαβίας να ευθυγραμμίσει την πορεία της με την πορεία όλου του Μετά την επίσκεψη των Ελλήνων βουλευτών, ο πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής θα απηύθυνε πρόσκληση προς τον πρόεδρο της Γιουγκοσλαβικής Εθνοσυνέλευσης, για να επισκέπτονταν την Ελλάδα οι εκπρόσωποί της. 276 Καθημερινή, 5.7.1952. Στις 28 Ιουνίου 1952 συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από τη ρήξη του Τίτο με την Κομινφόρμ. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν σταθερά αποφασισμένη να αντισταθεί στην πίεση του Κρεμλίνου, προχώρησε σε φιλικές σχέσεις τόσο με την Τουρκία όσο και με την Ελλάδα. Βλ. Βήμα, 2.7.1952. 277 Μ. Ristovic, ό.π., σ. 145. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 18 Νοεμβρίου 1948, ένα από τα πιο συγκεκριμένα προβλήματα με το οποίο ασχολήθηκε, ήταν η επιστροφή των παιδιών που είχαν αρπαχθεί. Στις 19 Νοεμβρίου 1948, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συνέστησε την επιστροφή των παιδιών στην Ελλάδα στις περιπτώσεις όπου «τα παιδιά, ο πατέρας ή η μητέρα ή οι πλησιέστεροι συγγενείς εξέφραζαν αυτή την επιθυμία». 278 Καθημερινή, 6.7.1952. 279 Βήμα, 8.7.1952. 79

ελεύθερου κόσμου, η οποία δεν ήθελε να μεταβληθεί σε υποχείριο της Μόσχας και των κατακτητικών σχεδίων της διεθνούς κομμουνιστικής ηγεσίας 280. Ωστόσο, η επίσκεψη των Ελλήνων βουλευτών δεν επέφερε πρόοδο στο θέμα της σύναψης συμφώνου. Παρόλη τη θερμή υποδοχή και την άριστη φιλοξενία της οποίας έτυχε η ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπία, ο Τίτο τόνισε ότι δεν ήταν ακόμη κατάλληλες οι παρούσες συνθήκες για τη σύναψη συμφώνου κοινής άμυνας, αλλά δεν απέκλεισε τη δυνατότητα σύναψης τέτοιου συμφώνου στο μέλλον 281. Την ίδια περίοδο, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη από τις αποφάσεις του ατλαντικού στρατηγείου, να διαιρέσει το νοτιοευρωπαϊκό τομέα και να θέσει τα ελληνοτουρκικά στρατεύματα υπό ημιανεξάρτητη διοίκηση. Ακόμη περισσότερο οι Ιταλοί δυσανασχετούσαν για τη διαγραφόμενη συνεργασία της Ελλάδας και της Τουρκίας με τη Γιουγκοσλαβία. Ταυτόχρονα η Ιταλία προέβη σε καθαρά συκοφαντική δυσφήμιση της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, με τον ισχυρισμό ότι οι δύο χώρες σ ένα βαθμό ήταν σύμφωνες, στο διαμελισμό και τη διανομή της Αλβανίας 282. Παρά την ιταλική δυσφορία, η ΗΠΑ συνέχισαν την προσπάθειά τους προς επίτευξει της τριμερούς συνεργασίας. Έτσι, στα μέσα Αυγούστου 1952, ο Αμερικανός Υπουργός των Στρατιωτικών κ. Παΐης συναντήθηκε στο Bled με τον στρατάρχη Τίτο πριν μεταβεί στην Τουρκία και την Ελλάδα 283. Η περιοδεία του κ. Παΐης έθεσε τις βάσεις για άμεση και ενεργή στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας προς αποτελεσματική οργάνωση της βαλκανικής άμυνας 284. Έτσι, στις 16 Σεπτεμβρίου 1952, έφτασε στην Αθήνα η γιουγκοσλαβική στρατιωτική αποστολή με στόχο τη δημιουργία προϋποθέσεων προς στενότερη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών 285. Ενώ στην Αθήνα η γιουγκοσλαβική στρατιωτική αντιπροσωπεία εξέταζε τον τρόπο και την έκταση της μελλοντικής συνεργασίας της Γιουγκοσλαβίας με την Ελλάδα για την οργάνωση της άμυνας στα Βαλκάνια, ο κ. Ήντεν βρισκόταν στο Βελιγράδι προκειμένου να συζητήσει με τον Τίτο τη δυνατότητα συνεργασίας των Δυτικών δυνάμεων με τη 280 Καθημερινή, 8.7.1952. 281 Καθημερινή, 10.7.1952. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής κ. Γοντίκας σε συνέντευξή του στο Βελιγράδι, δήλωσε ότι κατά την επίσκεψη διέκρινε στενότερη σύσφιξη των σχέσεων των δύο χωρών. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι αναμενόταν επίσκεψη Γιουγκοσλάβων συναδέλφων στην Ελλάδα. Βλ. Καθημερινή, 11.7.1952. Η επίσκεψη των Ελλήνων βουλευτών στο Βελιγράδι και η μέλλουσα επίσκεψη των Γιουγκοσλάβων στην Αθήνα αποτελούσαν προοίμιο της βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Βλ. Βήμα, 16.7.1952. 282 Καθημερινή, 29.7.1952. 283 Καθημερινή, 15.8.1952. Ο κ. Παΐης εξήγησε στον Τίτο ότι η Γιουγκοσλαβία επί του παρόντος δε λάμβανε τόση αμερικανική βοήθεια όση αρχικά είχε σχεδιαστεί να της χορηγηθεί και είπε ότι η βοήθεια αυτή θα αυξανόταν συνεχώς βάση καθορισμένου προγράμματος. 284 Καθημερινή,20.8.1952. 285 Βήμα, 17.9.1952. Έλληνες και Τούρκοι αξιωματούχοι επρόκειτο να ανταποδώσουν την επίσκεψη στη Γιουγκοσλαβία. Βλ. Καθημερινή, 18.9.1952. 80

Γιουγκοσλαβία, όχι μόνο επί των στρατιωτικών, αλλά και των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, για να καταστεί πιο εύκολη η ενσωμάτωση της Γιουγκοσλαβίας στη γενικότερη ατλαντική στρατηγική σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη 286. Οι συνομιλίες του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών κ. Ήντεν και του Τίτο τερματίστηκαν με επιτυχία και έδωσαν νέα ώθηση στην υφιστάμενη μεταξύ των χωρών τους φιλία 287. Μπορεί ο κ. Ήντεν στο Βελιγράδι να μην πέτυχε την εξεύρεση άμεσης λύσης στην ιταλογιουγκοσλαβική διαφορά για το ζήτημα της Τεργέστης, κατόρθωσε όμως να διαπιστώσει την ειλικρινή θέληση της Γιουγκοσλαβίας να συνεργαστεί, όχι μόνο με τους Βαλκάνιους γείτονές της, αλλά και με ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, δηλαδή και με την Ιταλία και την Αυστρία, για να σχηματιστεί ένα αρραγές μέτωπο από τη βόρεια Ιταλία μέχρι το Δούναβη και τον Καύκασο 288. Τις συνομιλίες Ήντεν-Τίτο ακολούθησαν οι αγγλοτουρκικές συνομιλίες του Λονδίνου μεταξύ των Βρετανών επισήμων και του πρωθυπουργού της Τουρκίας κ. Μεντερές και του υπουργού των Εξωτερικών κ. Κöprülü. Οι συνομιλίες αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν τόσο τη βρετανική όσο και τη συμμαχική επιρροή πλέον αισθητή στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ένα από τα ζητήματα των συνομιλιών ήταν ο ρόλος της Τουρκίας στο υπό συζήτηση Αρχηγείο Άμυνας της Μέσης Ανατολής, του οποίου η πραγματοποίηση καθυστερούσε λόγω των διαφορών Βρετανίας Αιγύπτου. Οι Τούρκοι επίσης έθιξαν και το ζήτημα της ικανότητας της Μ. Βρετανίας να βοηθήσει στον επανεξοπλισμό της Τουρκίας. Ο κ. Ήντεν έθεσε για ακόμη μια φορά τη σύμπραξη Αθηνών, Βελιγραδίου, Άγκυρας στη βαλκανική άμυνα. Οι αγγλοτουρκικές συνομιλίες τελείωσαν με επιτυχία αφού έγινε πλήρης και εγκάρδια ανταλλαγή απόψεων 289. Στις αρχές Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε το 6 ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας στο Ζάγκρεμπ. Στο συνέδριο αυτό, ο Τίτο οριστικοποίησε το ρήγμα της Γιουγκοσλαβίας με το Σοβιετικό συνασπισμό 290. Στο λόγο του μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε και στο ζήτημα της στρατιωτικής συνεργασίας της Γιουγκοσλαβίας με τους γείτονές της και τόνισε ότι θα έκανε το παν για την όσο καλύτερη βελτίωση των σχέσεών της 286 Καθημερινή, 18.9.1952. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Το Βήμα» στις 19.9.1952, ανέφερε ότι ο κ. Ήντεν δε μετέβει στο Βελιγράδι, για να συνάψει συμφωνία, αλλά για να ανταλλάξει απόψεις για ορισμένα σημαντικά ζητήματα και για να αντιληφθεί η Γιουγκοσλαβία τη θέση της στον κόσμο. Εξέφρασε, ακόμη, το θαυμασμό τoυ για την αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας στην Κομινφόρμ και πρόσθεσε ότι η Μεγάλη Βρετανία θα της παρείχε ότι μπορούσε περισσότερο, για να τη βοηθήσει να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ανεξαρτησία της. 287 Βήμα, 24.9.1952. 288 Καθημερινή, 24.9.1952. 289 Βήμα, 17.10.1952. 290 Καθημερινή, 2.11.1952. 81

με την Ελλάδα και την Τουρκία και θα προωθούσε τη δημιουργία καλύτερων συνθηκών συνεργασίας, ώστε να προστατευθεί η ειρήνη στην περιοχή αυτή της Ευρώπης 291. Ήταν αποδεδειγμένο ότι ο κοινός εξωτερικός κίνδυνος ένωνε και έφερνε πιο κοντά τους λαούς, προς την αντιμετώπιση του κοινού κινδύνου για την εσωτερική ασφάλεια και την ανεξαρτησία τους. Έτσι και οι σχέσεις Ελλάδας - Γιουγκοσλαβίας γίνονταν διαρκώς στενότερες και φιλικότερες 292. Κατά τις νέες ελληνο-γιουγκοσλαβικές συνομιλίες στο Βελιγράδι επιτεύχθηκε νέα σημαντική πρόοδος στην περαιτέρω συνεργασία τους. Ο αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής, αντιστράτηγος Ιωάννου, υπογράμμισε κατά την αναχώρησή του, το συμφέρον που παρουσίαζε η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Στο Βελιγράδι είχε μεταβεί και η τουρκική στρατιωτική αποστολή 293. Ταυτόχρονα με την επίσκεψη της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στο Βελιγράδι, πραγματοποιήθηκε και στην Αθήνα η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ με στόχο την ενίσχυση της ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας 294. Το ταξίδι του αποτέλεσε πρόσθετη απόδειξη της φιλίας που υπήρχε ήδη μεταξύ των χωρών. Ο συγχρονισμός του ταξιδιού του κ. Τζελάλ Μπαγιάρ με τη μετάβαση των στρατιωτικών αποστολών Ελλάδας και Τουρκίας στο Βελιγράδι έδιναν την εντύπωση ότι επρόκειτο να αποτελέσουν την επίσημη αρχή των διαπραγματεύσεων για τη συνομολόγηση της Βαλκανικής Συμμαχίας 295. 291 Βήμα, 4.11.1952. Στο λόγο του ο Τίτο, σε άρθρο της η εφημερίδα «Το Βήμα», ερμήνευσε τους νέους προσανατολισμούς της χώρας του έναντι της Δύσης, κατηγόρησε τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι μέσω της πολιτικής τους, αποσκοπούσαν στο διαχωρισμό του κόσμου σε σφαίρες επιρροής, κάτι το οποίο κατέστρεφε το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση. Ακόμη, κατηγόρησε τη Σοβιετική Ένωση ότι υποκίνησε τον πόλεμο κατά της Νότιας Κορέας. Στη συνέχεια, ο Τίτο τόνισε τη συμπάθειά του προς τους λαούς που αγωνίζονται για την αυτοδιάθεσή τους, εξήρε το έργο του Ο.Η.Ε και στο τέλος αναφέρθηκε στα οικονομικά προβλήματα της χώρας του, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι οι αμυντικές της δαπάνες κατά την τελευταία πενταετία είχαν ανέλθει στα τρία δισεκατομμύρια πεντακόσια οκτώ εκατομμύρια δολάρια. 292 Βήμα, 16.11.1952. Σε άρθρο της η εφημερίδα «Το Βήμα», ανέφερε ότι η ελληνο-γιουγκοσλαβική φιλία, πέρασε από πολλά στάδια μέχρι τη βελτίωσή της. Πριν από τέσσερα χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν τεταμένες. Η Γιουγκοσλαβία παρείχε τότε ηθική και υλική υποστήριξη προς τους Έλληνες Κομμουνιστές αντάρτες στην Ελλάδα και ζητούσε την ενοποίηση της Μακεδονίας του Αιγαίου, δηλαδή της Ελληνικής Μακεδονίας με τη Γιουγκοσλαβία. Στην πορεία όμως, οι Γιουγκοσλάβοι δεν έδειχναν καμία διάθεση για λύση του Μακεδονικού Ζητήματος, έπαψαν να μιλούν για εκείνο και δεν έθιξαν ούτε το ζήτημα των δικαιωμάτων της σλαβικής μειονότητας στην Ελλάδα. Μια ακόμη απόδειξη των φιλικών σχέσεων της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία ήταν η λειτουργία εκ νέου της Γιουγκοσλαβικής ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο παρέμεναν ακόμη ορισμένα άλυτα προβλήματα, που έπρεπε να ρυθμιστούν. Το σίγουρο, όμως, ήταν ότι η σχέσεις Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας καθίσταντο ολοένα και πιο στενές. 293 Καθημερινή, 2.12.1952. 294 Καθημερινή, 22.11.1952. 295 Βήμα, 22.11.1952. Η εφημερίδα «Το Βήμα» στις 28.11.1952, έγραψε ότι ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Παπάγος, σε συνέντευξή του στην τουρκική εφημερίδα «Ντουνιά» είχε δηλώσει τα εξής: «Η Τουρκία είναι η πλέον στενή και εγκάρδια φίλη και η επίσκεψη του αρχηγού Τζελάλ Μπαγιάρ ενισχύει τους δεσμούς της αμοιβαίας φιλίας, στην οποία πιστεύουμε με όλη μας την ψυχή». Ακολούθως, ο στρατάρχης Παπάγος είχε προβεί στις εξής δηλώσεις, στην εφημερίδα «Μιλλιέτ»: «Τα θεμέλια του οικοδομήματος της τουρκο-ελληνικής φιλίας είχαν τεθεί από το Βενιζέλο και τον Αταττούρκ και όπως βλέπετε σε κάθε ευκαιρία εκφραζόμαστε υπέρ της ενίσχυσης και της 82

Τη βελτίωση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων και την προώθηση της τριμερούς συμμαχίας επεδίωκε να υπονομεύσει η Ιταλία, σύμφωνα με τον Τίτο. Έτσι η Γιουγκοσλαβία στις 17 Δεκεμβρίου 1952 διέκοψε τις σχέσεις της με το Βατικανό. 296 Ο λόγος της διακοπής των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών ήταν η προσπάθεια εκ μέρους της Ιταλίας και ιδιαίτερα του Βατικανού να εξασθενίσει τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας- Τουρκίας - Γιουγκοσλαβίας. Ειδικότερα, το Βατικανό προσπαθούσε να υπονομεύσει τη διεθνή θέση της Γιουγκοσλαβίας και να παρεμποδίσει την εξασφάλιση βοήθειας από το εξωτερικό, ώστε να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα 297. Εντούτοις η επιδείνωση στις σχέσεις μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας και η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων του Βελιγραδίου με το Βατικανό προκάλεσαν ανησυχία στη Δύση. Η προσπάθεια των τριών μεγάλων Δυτικών Δυνάμεων για τη διευθέτηση του ζητήματος της Τεργέστης δεν είχε αποφέρει κανένα αποτέλεσμα. Το Βελιγράδι και η Ρώμη επέμεναν στις απόψεις τους και έτσι η Τεργέστη εξακολουθούσε να αποτελεί σημείο προστριβής των δύο κρατών. Ήταν προφανές ότι ο Τίτο δε θα δεχόταν συμβιβασμούς αναφορικά με την Τεργέστη. Επομένως το πρόβλημα αυτό θα εξακολουθούσε και στο μέλλον να δηλητηριάζει τις σχέσεις Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας. Μια τέτοια κατάσταση μπορούσε να προκαλέσει γενικότερο αντίκτυπο όχι μόνο επί του πολιτικού, αλλά και επί του στρατιωτικού πεδίου. Αλλά ασφαλώς ο Τίτο δεν επρόκειτο να διακόψει τη συνεργασία του με τη Δύση. Η διακοπή των σχέσεων με το Βατικανό, απέδειξε ότι η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν διατεθειμένη να προβεί σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις. Ωστόσο, παρά τις δυσμενείς σχέσεις Βατικανού Βελιγραδίου, η γενικότερη εντύπωση των Δυτικών ήταν ότι ο Τίτο θα επεδίωκε στενότερη συνεργασία με τις Δυτικές Δυνάμεις 298. Η πορεία προς την επίτευξη της τριμερούς συμμαχίας ολοένα έφτανε προς την υλοποίηση, παρά τη διακοπή των σχέσεων Ιταλίας Γιουγκοσλαβίας. Στις 24 Δεκεμβρίου, η καλλιέργειας αυτής της φιλίας. Πιστεύω ότι είναι απαραίτητη η συνεργασία Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας. 296 Καθημερινή, 17.12.1952. 297 Βήμα, 18.12.1952. Η εφημερίδα «Το Βήμα» στις 18.12.1952, έγραψε ότι στις 17.12.1952, η Γιουγκοσλαβία διαβίβασε μέσω των στρατιωτικών ακολούθων Ελλάδας και Τουρκίας που βρίσκονταν στο Βελιγράδι, πρόταση ότι θα ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί με τις χώρες του NATO. Αλλά ταυτόχρονα είχε διατυπώσει επιφυλάξεις για την πολιτική της Ιταλίας, η οποία ήθελε να επεκτείνει την επιρροή της στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Δαλματία. Επίσης είχε υποδείξει την ανάγκη της αύξησης των στρατιωτικών δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας στην Αυστρία. Διατύπωσε ακόμη ότι δεχόταν την τριμερή συμμαχία με την Ελλάδα και την Τουρκία και εξέφρασε την πεποίθησή της, ότι οι τρεις χώρες θα ήταν σε θέση να αποκρούσουν τους «δορυφόρους» Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία, εφόσον δε θα μετείχε στον πόλεμο η Σοβιετική Ένωση. Η διακοπή των σχέσεων με το Βατικανό, κρινόταν από τους πολιτικούς παρατηρητές ότι επρόκειτο να επηρεάσει τις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας και Ηνωμένων Πολιτειών, όπου 22 εκατομμύρια καθολικοί ασκούσαν βαρύνουσα επιρροή στην Αμερικανική Κυβέρνηση. 298 Βήμα, 19.12.1952. 83

επίσκεψη της Τουρκικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον στους πολιτικούς κύκλους των Αθηνών. Θεωρούσαν ότι θα αποτελούσε ακόμη ένα βήμα προς τη στενότερη συνεργασία μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν κάθε συμφέρον να προσεγγίσουν το Βελιγράδι, αλλά δεν μπορούσαν να αγνοήσουν ορισμένα τεχνικά ή καθαρώς πολιτικά ζητήματα. Και οι δύο αυτές χώρες ήταν μέλη του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου είχαν αναλάβει ορισμένες υποχρεώσεις έναντι του Οργανισμού αυτού. Υπό την έννοια αυτή η Ελλάδα και η Τουρκία παρακίνησαν τη Γιουγκοσλαβία να συμμετάσχει στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο 299. Οι λόγοι που ώθησαν την Ελλάδα και την Τουρκία να ζητήσουν από τη Γιουγκοσλαβία να εισέλθει στο ΝΑΤΟ ήταν πολιτικοί και στρατιωτικοί. Η εισδοχή της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ θα ενίσχυε την ειρήνη και θα περιόριζε τις πιθανότητες μεμονωμένης σύγκρουσης. Από στρατιωτικής δε πλευράς η Γιουγκοσλαβία θα λάμβανε ως μέλος του ΝΑΤΟ αναμφίβολα σημαντικότατη οικονομική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Παρά τα άπειρα πλεονεκτήματα που θα παρουσίαζε η είσοδος της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ υπήρχαν και κάποια εμπόδια που αφορούσαν την ένταξή της. Κατά πρώτο λόγο η Ιταλία θα εξέφραζε τις αντιρρήσεις της. Κατά δεύτερο, ήταν η στάση της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης, η οποία αρνείτο να υπογράψει οποιαδήποτε συνθήκη, παρόλο που η Γιουγκοσλαβία προσέγγιζε ολοένα και περισσότερο τη Δύση. Οι δυσχέρειες ήταν αρκετές, ωστόσο, η επίσκεψη της Τουρκικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία θεωρούνταν ενθαρρυντικό δείγμα 300. Την περίοδο εκείνη η Ελληνική και Τουρκική Κυβέρνηση, παράλληλα με τις διεξαγόμενες συνεννοήσεις από τους αρμοδίους στρατιωτικούς εκπροσώπους, με τους εκπροσώπους του Γιουγκοσλαβικού Επιτελείου, είχαν αναλάβει το ρόλο του μεσολαβητή για την εξομάλυνση ορισμένων διαφορών που υφίσταντο μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ιταλίας, για να διευκολυνθεί η συμμετοχή της Ιταλίας στην εφαρμογή των αμυντικών σχεδίων της Βαλκανικής και της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Προς το σκοπό αυτό απέβλεπαν οι συνομιλίες του Τούρκου υπουργού των Εξωτερικών κ. Κöprülü στη Ρώμη και 299 Καθημερινή, 21.12.1952. 300 Βήμα, 24.12.1952. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή» 21.12.1952, ο στρατηγός Ισμαήλ Χακί Τουνάμπογλου, αρχηγός της τουρκικής αντιπροσωπείας, είχε εξεφράσει κατά την άφιξή του στο Βελιγράδι, την πεποίθησή του ότι η συνεργασία ήταν προς το αμοιβαίο συμφέρον και των δύο χωρών και μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ακόμη στις 27.12.1952 η εφημερίδα «Καθημερινή», έγραψε πως ο στρατηγός Τουνάμπογλου δήλωσε, πως η συνεργασία μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας θα αποτελούσε πλήγμα εναντίον των εχθρών των τριών χωρών και γενικότερα των εχθρών της ειρήνης. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κύκλοι δεν έβλεπαν ευχάριστα το γεγονός αυτό, η τριμερής συνεργασία οδηγούσε στο σωστό δρόμο, που έπρεπε να ακολουθήσουν οι τρεις αυτές χώρες. 84

η επικείμενη επίσκεψη του στο Βελιγράδι, κατόπιν προσκλήσεως του από τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Από ελληνικής πλευράς, η μεσολάβηση επρόκειτο να ασκηθεί κατά την επίσκεψη του Ιταλού πρωθυπουργού κ. Ντε Γκάσπερι στην Αθήνα στις αρχές Ιανουαρίου 1953 301. Στις 27 Δεκεμβρίου, άρχισαν οι συνομιλίες μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και του Υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Κανελλόπουλου στην Αθήνα. Πραγματοποιήθηκε η πρώτη σύσκεψη μεταξύ των Γιουγκοσλάβων αξιωματικών και της Ελληνικής Στρατιωτικής Ηγεσίας, κατά την οποία εξετάστηκαν τα στρατιωτικά ζητήματα, τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση της στρατιωτικής συνεργασίας των δύο κρατών και της Τουρκίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ 302. Κατά τις συνομιλίες που διεξήχθησαν στην Αθήνα τέθηκαν επί τάπητος όλα τα ενδιαφέροντα στρατιωτικά ζητήματα για τις δύο χώρες. Οι συνομιλίες είχαν καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα και περιστρέφονταν στο συντονισμό των ενεργειών των δύο χωρών, για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε επιδρομής και για την προετοιμασία του εδάφους για την κοινή αμυντική οργάνωση της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας 303. Με την ολοκλήρωση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών διαπιστώθηκε η θέληση για συνεργασία, ωστόσο η υπογραφή του αμυντικού συμφώνου Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας θεωρούνταν ακόμη πρόωρη 304. Από τις αρχές του 1953 παρουσιάστηκαν όλες οι ευνοϊκές ενδείξεις, για την αποκατάσταση των σχέσεων Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας, κατόπιν της καλής θέλησης που έδειξαν και οι δύο πλευρές. Αυτό αποδείχτηκε έμπρακτα από τη διευθέτηση πολλών ζητημάτων, τα οποία παρεμπόδιζαν μέχρι τότε την ομαλή εξέλιξη των φιλικών σχέσεων των δύο χωρών. Ακόμη στις 3 Ιανουαρίου 1953, ο πρεσβευτής της Γιουγκοσλαβίας κ.jovanović σε επίσκεψη του στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών κ.στεφανόπουλο συζήτησε θέματα πολιτικοστρατιωτικής φύσης, ως συνέχεια των τελευταίων ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών στην Αθήνα 305. Στις 8 Ιανουαρίου 1953, ο Ιταλός πρωθυπουργός κ. Ντε Γκάσπερι επρόκειτο να επισκεφθεί την Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση τηρούσε στάση αυστηρής ουδετερότητας στη 301 Βήμα, 27.12.1952. 302 Βήμα, 28.12.1952. 303 Καθημερινή, 30.12.1952. Ο στρατάρχης Παπάγος, εξέφρασε την ικανοποίησή του για τις ελληνογιουγκοσλαβικές συνομιλίες και δήλωσε ότι θεωρούσε απαραίτητη τη στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών, γιατί χωρίς αυτή την τριμερή συμμαχία δε γινόταν να στηριχτεί η άμυνα στον τομέα αυτό της Ευρώπης. 304 Βήμα, 31.12.1952. 305 Καθημερινή, 4.1.1953. Τα ζητήματα που είχαν διευθετηθεί ήταν: (α) η Ελληνική Κυβέρνηση απέστειλε στη Γιουγκοσλαβία 143 Γιουγκοσλάβους οι οποίοι, κατά καιρούς, είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, (β) ο υπουργός Εσωτερικών του κράτους της σερβικής Μακεδονίας είχε καλέσει το διευθυντή της εφημερίδας «Αγαιακή Φωνή» και του συνέστησε την παύση της πολεμικής προπαγάνδας εναντίον της Ελλάδας, αλλιώς θα έκλεινε την εφημερίδα του. 85

διαφορά της Ιταλίας με τη Γιουγκοσλαβία. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να καθησυχάσει την ιταλική πλευρά με το να αποκρούσει κατηγορηματικά οποιαδήποτε νύξη περί αναστολής ή επιβράδυνσης των συνεννοήσεων με τη Γιουγκοσλαβία για την οργάνωση κοινού αμυντικού μετώπου. Ο κ. Κöprülü, Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, είχε επιφορτιστεί με μεσολαβητικό ρόλο από το ΝΑΤΟ. Αλλά η περίπτωση λύσης της ιταλο-γιουγκοσλαβικής διαφοράς αποκλειόταν. Η ρεαλιστική αντιμετώπιση του ζητήματος επέβαλε την άσκηση της πολιτικής κατευνασμού, έως ότου άλλες συνθήκες ή παράγοντες επιδράσουν ευνοϊκά στη ρύθμιση της διαφοράς. Πέραν από το θέμα της Τεργέστης, ο κ. Ντε Γκάσπερι είχε ν αντιμετωπίσει και ζητήματα οικονομικής φύσεως στις συνομιλίες του με τους Έλληνες επισήμους 306. Κατά την επίσκεψη του Ιταλού πρωθυπουργού θα συζητούνταν θέματα γενικότερου περιεχομένου και κοινού ενδιαφέροντος για τις δύο χώρες. Τα θέματα ήταν διηρεμένα σε τρεις κατηγορίες: (α) πολιτικά, (β) οικονομικά, (γ) στρατιωτικά. Στο πολιτικό επίπεδο θα επιδιωκόταν η στενότερη διπλωματική σύμπραξη των δύο χωρών εντός του οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου και η αποκατάσταση φιλικών σχέσεων που να βασίζονταν στην ύπαρξη αμοιβαίας κατανόησης και κοινωνικών συμφερόντων. Όσον αφορούσε τις εξελίξεις στις σχέσεις Ελλάδας, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και τους ενδοιασμούς από την ιταλική πλευρά, η Αθήνα και η Άγκυρα δε θα προέβαιναν σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα προκαλούσε προβλήματα σε μια φιλική και μεσογειακή χώρα όπως ήταν η Ιταλία. Από ιταλικής πλευράς τονίστηκε ότι οι επιφυλάξεις των Ιταλών για τη Γιουγκοσλαβία δεν οφείλονταν μόνο στο ζήτημα της Τεργέστης, αλλά και στον ιδεολογικό χαρακτήρα του καθεστώτος του στρατάρχη Τίτο, ο οποίος είχε διακόψει τις σχέσεις του με το Βατικανό 307. Εντούτοις η Ιταλία δεν είχε πρόθεση να αντιταχθεί στην επίτευξη τριμερούς στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας 308. 306 Καθημερινή, 7.1.1953. Η εφημερίδα «Το Βήμα» στις 10.1.1953, έγραψε πως οι Αμερικανοί καθίσταντο επιφυλακτικοί, σε οποιαδήποτε μεσολαβητική προσπάθεια της Ελλάδας μεταξύ της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας όσο αφορούσε το ζήτημα της Τεργέστης. Η αμερικανική διπλωματία απέφευγε ανάμιξή της στο ζήτημα της Τεργέστης, γιατί έκρινε ότι αυτό μπορούσε να λυθεί καλύτερα μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο ενδιαφερόμενων χωρών. 307 Καθημερινή, 8.1.1953. Όλοι οι ξένοι ανταποκριτές σε Ρώμη, Αθήνα, Άγκυρα, Βελιγράδι και Λονδίνο υπογράμμισαν τη διεθνή πολιτική σημασία της επίσκεψης του Ιταλού πρωθυπουργού στην Αθήνα. 308 Καθημερινή, 8.1.1953. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.1.1953, τα διεθνή μέσα μετέδιδαν και σχολίαζαν τις ελληνο-ιταλικές συνομιλίες. Ακόμη οι επίσημοι ελληνικοί κύκλοι διέψευσαν κατηγορηματικά τους υπαινιγμούς των ξένων εφημερίδων ότι παράλληλα διεξάγονταν μυστικές ελληνο-γιουγκοσλαβικές διαπραγματεύσεις για διανομή της Αλβανίας. Η Ελλάδα πέραν από τη διεκδίκησή της για τη Βόρεια Ήπειρο, ήταν αποφασισμένη να σεβαστεί την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Η Ελλάδα, σίγουρα, θα προέβαλλε αντίσταση σε οποιανδήποτε απόπειρα τρίτης δύναμης να κυριαρχήσει στην Αλβανία, είτε αυτή γινόταν από την Ιταλία είτε από τη Γιουγκοσλαβία. 86

Στην Αθήνα, ο κ. Ντε Γκάσπερι σε συνέντευξή του εξήγησε τη θέση της Ιταλίας έναντι της Γιουγκοσλαβίας. Δήλωσε ότι η Ιταλία ήταν πάντοτε έτοιμη να δώσει το χέρι της στη Γιουγκοσλαβία με την οποία είχε αρκετές δυνατότητες συνεννόησης και συνεργασίας για την κοινή οικονομική ευημερία. Για να μπορέσει όμως να συνεργαστεί, έπρεπε να επιτευχθεί μια δίκαια λύση της διαφοράς που υπήρχε μεταξύ τους. Όσον αφορούσε το τριμερές σύμφωνο, ο Ιταλός πρωθυπουργός είπε ότι η Ιταλία δεν είχε καμία αντίρρηση για το σύμφωνο, το οποίο θεωρούσε ότι είχε ως στόχο την ενίσχυση της άμυνας έναντι της σοβιετικής απειλής και εφόσον αυτό θα εντασσόταν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ωστόσο το Σύμφωνο, σύμφωνα με τον Ντε Γκάσπερι, άφηνε ένα κενό, το οποίο προερχόταν από την ανυπαρξία της στρατιωτικής συμφωνίας Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας. Η επίσκεψη του Ιταλού πρωθυπουργού υπήρξε χρήσιμη. Μετά την επίσκεψη στη Ρώμη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών και την ανταλλαγή απόψεων με το στρατάρχη Παπάγο και τον κ. Στεφανόπουλο, ο κ. Ντε Γκάσπερι διαπίστωσε πως η φιλία που είχε αποκατασταθεί μεταξύ Ιταλίας Ελλάδας Τουρκίας, δεν εξυπηρετούσε μόνο τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, αλλά και την υπόθεση της ειρήνης και της σταθερότητας του ελεύθερου κόσμου 309. Την περίοδο εκείνη η Αμερική επιθυμούσε τη γρήγορη οργάνωση της άμυνας του Δυτικού κόσμου, γιατί η παρατεινόμενη διαίρεση και οι δισταγμοί των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ευνοούσαν κατά μεγάλο βαθμό την πραγματοποίηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Μόσχας. Η νέα αμερικανική πολιτική επρόκειτο να επικεντρώσει την προσοχή και το ενδιαφέρον της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή με την παροχή αυξημένης στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στα κράτη εκείνης της περιοχής 310. Ο στρατάρχης Παπάγος ενόψει των έντονων πολιτικών ζυμώσεων για την επίτευξη της υπογραφής του Βαλκανικού Συμφώνου είχε δώσει μια βαρυσήμαντη συνέντευξη στην εφημερίδα Daily Telegraph. Είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα και η Τουρκία θα επιδίωκαν πολιτική συμμαχία με τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και στρατιωτική συνεννόηση, για την οποία θα ήταν πλήρως ενημερωμένο το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, στην Ιταλία δε θα δίνονταν κατ ανάγκη οι λεπτομέρειες των συνομιλιών των τριών χωρών. Αναφορικά με τις ελληνικές αξιώσεις στη Βόρεια Ήπειρο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός είπε ότι δεν υπήρχε ζήτημα εγκατάλειψης των αξιώσεων, ούτε πρόθεση αναθεώρησης των συνόρων μέσω της βίας, αλλά με ειρηνικά μέσα 309 Καθημερινή, 11.1.1953. Η υπογραφή του Συμφώνου θα προωθούσε τη χορήγηση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας, για την περαιτέρω ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων των τριών χωρών. Μολονότι η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν μέλος του ΝΑΤΟ, όλοι αναγνώριζαν την καλή πρόθεσή της να συνεργαστεί στενότερα με την Ελλάδα και την Τουρκία. Η κατάσταση στα Βαλκάνια είχε μεταβληθεί σημαντικά και η Γιουγκοσλαβία είχε ανοίξει τις πόρτες της για νέες εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις. 310 Καθημερινή, 14.1.1953. 87

εντός του πλαισίου του Συνεδρίου Ειρήνης του 1946. Ο κ. Παπάγος είχε προσθέσει ότι η κυβέρνησή του φιλοδοξούσε να εξασφαλίσει εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια 311. Στις αρχές του 1953 πραγματοποιήθηκε επίσκεψη στο Βελιγράδι των Υπουργών Εξωτερικών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Στις 19 Ιανουαρίου 1953 αναχώρησε για το Βελιγράδι ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Κöprülü, ο οποίος είχε δηλώσει ότι η επίσκεψή του στη Γιουγκοσλαβία ήταν αποτέλεσμα των καλών σχέσεων που αναπτύσσονταν σε όλους τους τομείς μεταξύ των δύο χωρών 312. Οι τουρκο-γιουγκοσλαβικές συνομιλίες διεξήχθησαν σε φιλική ατμόσφαιρα πλήρους κατανόησης και έτσι η αποστολή του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών στέφθηκε με επιτυχία. Ο Γιουγκοσλάβος υπουργός Eξωτερικών κ.popović είχε δηλώσει ότι είχαν δημιουργηθεί οι βασικές προϋποθέσεις για την τριμερή συνεργασία. Ακόμη πρόσθεσε ότι οι δύο χώρες Τουρκία και Γιουγκοσλαβία, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας είχαν αποφασίσει να συνεργαστούν μεταξύ τους, στηριζόμενες στις αμοιβαίες ανάγκες και τα συμφέροντα ασφάλειας και ειρήνης τόσο στα Βαλκάνια όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αντιθέσεις που υπήρχαν ξεπεράστηκαν και η συνεργασία είχε ως μοναδικό σκοπό τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων για την ειρήνη 313. Ωστόσο οι συνομιλίες Τίτο- Κöprülü αποτέλεσαν την κορύφωση και την τελευταία φάση των τουρκογιουγκοσλαβικών διαπραγματεύσεων, για μια στενότερη στρατιωτική και οικονομική συνεργασία 314. Επομένως μετά την άρση των επιφυλάξεων εκ μέρους της Γιουγκοσλαβίας, η σύναψη τριμερούς Βαλκανικής Αμυντικής Συμμαχίας θεωρούνταν πλέον τετελεσμένο γεγονός. Η Γιουγκοσλαβία, η οποία μέχρι τότε αρνούνταν να αναλάβει γραπτές υποχρεώσεις προς τις δύο Βαλκανικές χώρες, είχε μεταβάλει τη στάση της και είχε αφήσει να εννοηθεί ότι δε θα προέβαλλε αντίρρηση, αν η υπάρχουσα συνεργασία μεταξύ των τριών, επισφραγιζόταν με γραπτή συμφωνία. Μετά το τέλος των τουρκο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών ο κ. Κöprülü αναχώρησε για την Αθήνα 315. 311 Βήμα, 17.1.1953. 312 Μακεδονία, 21.1.1953. 313 Καθημερινή,22.1.1953. 314 Βήμα, 23.1.1953. 315 Βήμα, 24.1.1953. Ο κ. Κöprülü διαβεβαίωσε ότι οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας είχαν ωριμάσει και είχαν αρχίσει να αποδίδουν. Είχε τονίσει ότι η πολιτική της Τουρκίας και της Ελλάδας όπως και της Γιουγκοσλαβίας, ήταν πολιτική υπέρ της ειρήνης και της ασφάλειας για ολόκληρη την κοινότητα των ελεύθερων λαών της Δύσης. Βλ. Βήμα, 25.1.1953. Η εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.1.1953, σε άρθρο της έγραψε ότι αρμόδιοι ατλαντικοί παράγοντες τόνισαν ότι η εντονότατη διπλωματική κίνηση είχε ως επίκεντρο την Αθήνα. Αυτό αποδείκνυε ότι είχε ανυψωθεί το κύρος της Ελλάδας χάρις στην ισχυρή κυβέρνηση υπό το στρατάρχη Παπάγο, η οποία είχε κατορθώσει μεθοδικά να αξιοποιήσει τη σπουδαία στρατηγική θέση της Ελλάδας. Ακόμη την περίοδο εκείνη, η Ιταλία δεν αντιτίθετο στην Τριμερή Βαλκανική Συμμαχία, αλλά επιδίωκε να αποδείξει ότι χωρίς την ενεργή συμμετοχή της στην άμυνα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η άμυνα των Βαλκανίων παρέμενε «επισφαλής», γιατί σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης στα Βαλκάνια και της αποτροπής της καθόδου 88

Εντός του τριμήνου θα υπογραφόταν η συμφωνία των τριών βαλκανικών κρατών. Της υπογραφής του Βαλκανικού Συμφώνου, θα προηγείτο η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Στεφανόπουλου στο Βελιγράδι και του υπουργού Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας κ.popović στην Αθήνα και την Άγκυρα. Στη συνέχεια θα ακολουθούσε στην Αθήνα διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών και των τριών χωρών 316. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών μετά το τέλος των τουρκο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών πήγε στην Αθήνα, όπου έκανε δηλώσεις σχετικά με τις συνομιλίες του Βελιγραδίου. Δήλωσε ότι δεν έβλεπε το λόγο τήρησης πολιτικής, με την οποία θα αποκλειόταν η Ιταλία από τον αγώνα για την προάσπιση της ειρήνης. Αντίθετα, τόνισε ότι υπήρχαν ευοίωνες ενδείξεις ότι η Ιταλία θα λάμβανε μελλοντικά μέρος στη συμφωνία. Ακολούθως αναφέρθηκε στο χαρακτήρα των τουρκο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών, τονίζοντας ότι υπήρξε αμοιβαία κατανόηση, εμπιστοσύνη και καλή διάθεση 317. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του κ. Κöprülü με τους κκ. Παπάγο και Στεφανόπουλο στην Αθήνα βρίσκονταν και οι ναύαρχοι Κάρνεϋ και Μαουντμπάττεν μαζί με άλλες στρατιωτικές προσωπικότητες της συμμαχικής παράταξης. Στις συνομιλίες κατέστη σαφές, ότι η άμυνα της Θράκης θα ήταν επισφαλής χωρίς τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας στην κοινή αμυντική οργάνωση. Επομένως μια ενδεχόμενη επίθεση μέσω της Βουλγαρίας θα μπορούσε να εξουδετερωθεί μόνο με ενεργό συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας και συμμετοχή της στο τριμερές σύμφωνο 318. Με το τέλος των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, δύο επίσημες γιουγκοσλαβικές δηλώσεις έδειξαν τη μεταστροφή της γιουγκοσλαβικής πολιτικής όσο αφορούσε τη στάση της έναντι της Ιταλίας, όσο και για τη συμμετοχή της στο NATO. Η πρώτη από τις δηλώσεις είχε γίνει από το Γιουγκοσλάβο πρεσβευτή στο Παρίσι κ.prica. Ο κ.prica είχε δηλώσει ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν υπέρ κάθε συνεργασίας στο διεθνές πεδίο για την υπεράσπιση της ειρήνης, υπό τον όρο ότι η συνεργασία θα γινόταν σε πνεύμα απόλυτης ισότητας και σεβασμού της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας των κρατών. Ο των Βουλγάρων προς τα Στενά και το Αιγαίο Πέλαγος, έπρεπε η Γιουγκοσλαβία να πλευροκοπήσει αμέσως τις βουλγαρικές και τις άλλες στρατιωτικές δυνάμεις των δορυφόρων της Σοβιετικής Ένωσης. Για να μπορέσει όμως να το πραγματοποιήσει, έπρεπε η Ιταλία να ενισχύσει το γιουγκοσλαβικό μέτωπο. Αυτό όμως δεν ήταν εφικτό, αν δεν επιλύονταν οι ιταλο-γιουγκοσλαβικές διαφορές για το ζήτημα της Τεργέστης. 316 Καθημερινή, 27.1.1953. 317 Μακεδονία, 27.1.1953. 318 Καθημερινή, 28.1.1953. Ο ναύαρχος Κάρνεϋ, ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα, είχε εξαιρετικής σημασίας συνομιλίες με τους εκπροσώπους της ανώτατης ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, κατά τις οποίες εξετάστηκε η αμυντική θέση της Ελλάδας σε συνδυασμό με το όλο πρόβλημα των Βαλκανίων. Ο ναύαρχος Κάρνεϋ ευνοούσε την ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα μετά τις συνομιλίες όπου είχαν συζητηθεί όλα τα ζητήματα τα οποία ανάγονταν στη συλλογική ασφάλεια και άμυνα τόσο του βαλκανικού χώρου όσο και της Ανατολικής Μεσογείου. Βλ. Καθημερινή, 28.1.1953. 89

Γιουγκοσλάβος πρεσβευτής βεβαίωσε ότι για την προάσπιση της ειρήνης στα Βαλκάνια, η χώρα του προτίθετο να συνεργαστεί στενότερα τόσο με την Ελλάδα όσον και με την Τουρκία. Ακόμη είχε προσθέσει ότι προς το παρόν δεν τίθετο θέμα για συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας στο ΝΑΤΟ και ότι δεν ήταν αντίθετος σε κάθε οργάνωση, η οποία σκοπό είχε τη συνένωση των προσπαθειών για την εδραίωση της ειρήνης. Η δεύτερη δήλωση είχε γίνει από το ραδιοφωνικό σταθμό του Βελιγραδίου, ο οποίος μετέδωσε ότι η Γιουγκοσλαβία θα δεχόταν ευχαρίστως τη συμμετοχή της Ιταλίας σε μια Βαλκανική Συμφωνία 319. Αμέσως μετά το τέλος των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, ακολούθησε η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Στεφανόπουλου στο Βελιγράδι 320. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε εγκάρδια ατμόσφαιρα, αναγνωρίστηκε η ταύτιση των απόψεων και η ανάγκη να διευκρινιστούν οι τρόποι και οι μορφές της τριμερούς συνεργασίας, η οποία συμπεριλάμβανε και στρατιωτική συνεργασία 321. Τα αποτελέσματα των συνομιλιών των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας, κ.κ.στεφανόπουλου και Popović, υπήρξαν ικανοποιητικά. Διαφάνηκε η ύπαρξη καλής διάθεσης για τον παραμερισμό όλων των εμποδίων με στόχο την επίτευξη της συμφωνίας μεταξύ των τριών χωρών. Ακόμη προβλεπόταν ότι η συμφωνία μεταξύ των τριών χωρών θα ήταν τέτοια, ώστε δεν θα προκαλούσε την αντίδραση της Ιταλίας. Αντίθετα στη συμφωνία θα παρεχόταν η δυνατότητα της Ιταλίας να λάβει μέρος την κατάλληλη στιγμή 322. Κατόπιν, οι κ.κ. Στεφανόπουλος και Popović επισκέφτηκαν στο Μπριόνι τον στρατάρχη Τίτο. Εκεί του έθεσαν υπόψιν τα συμπεράσματα των συνομιλιών τους τόσο επί της ουσίας της πολιτικής συμφωνίας όσο και επί της μορφής που θα λάμβανε. Ο κ. Στεφανόπουλος εισηγήθηκε να μην υπογραφθεί συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας λόγω του ζητήματος της Τεργέστης και της σχέσης της Ελλάδας με την Ιταλία, καθώς οι δυο χώρες 319 Καθημερινή, 29.1.1953. 320 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 389. Ο κ. Στεφανόπουλος κατά την αναχώρησή του, δήλωσε ότι τα τρία κράτη βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της αναζήτησης μορφής και πρόσθεσε ότι μετά την επίσκεψή του στο Βελιγράδι, θα υπήρχε πλήρης αποσαφήνιση σ αυτό το ζήτημα. Ακόμη, είπε, ότι η τριμερής συνεργασία και συνεννόηση των τριών χωρών, σκοπό είχε όχι μόνο την οργάνωση μιας ζώνης ασφαλείας για την Ελλάδα, Τουρκία και Γιουγκοσλαβία, αλλά και για όλους τους ελεύθερους λαούς του κόσμου. Βλ. Βήμα, 31.1.1953. 321 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 389. Η επίσκεψη του κ. Στεφανόπουλου θεωρήθηκε ως λογική συνέχεια της επίσκεψης του Κιοπρούλου. Ταυτόχρονα αποτέλεσε και ένα ιστορικά σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξη φιλικής προσέγγισης μεταξύ των τριών βαλκανικών χωρών. Βλ. Καθημερινή, 4.2.1953. 322 Καθημερινή, 5.2.1953. 90

ήταν κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Κατά τις συνομιλίες ο κ. Στεφανόπουλος εκπροσωπούσε και την Τουρκία, έπειτα από εξουσιοδότηση του από τον κ. Κöprülü 323. Οι συνομιλίες του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στέφθηκαν με επιτυχία, γιατί σ αυτές ο Τίτο παρουσιάστηκε ως φανατικός υπέρμαχος της βαλκανικής στρατιωτικής συνεργασίας. Ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε η πρόποση του προέδρου Τίτο κατά τη διάρκεια γεύματος που είχε παραθέσει υπέρ του κ. Στεφανόπουλου. Η σημασία της πρόποσής του έγκειτο στα παρακάτω λόγια του: «Πρώτο, ότι όλοι οι λαοί των τριών χωρών αισθάνονται ότι απειλούνται από την ίδια δύναμη, δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση. Δεύτερο, ότι επιβάλλεται να σχηματιστεί ισχυρό βαλκανικό τείχος (εννοώντας το τριμερές Σύμφωνο) και ότι κάθε δισταγμός θα σημαίνει τη διάπραξη ενός μοιραίου σφάλματος. Τρίτο, ότι η ένωση των βαλκανικών κρατών εγγυάται την ασφάλεια ολόκληρου του Δυτικού κόσμου». Το σημαντικότερο ωστόσο σημείο, στη δήλωσή του, ήταν ότι «είμαστε πρόθυμοι να συνεργαστούμε με οποιανδήποτε άλλη χώρα, η οποία να έχει τις ίδιες επιδιώξεις, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η πόρτα είναι ανοικτή σε όλους τους ενδιαφερόμενους στην άμυνα εναντίον οποιασδήποτε επίθεσης, ακόμη και της Ιταλίας». Ακόμη ο Τίτο χαρακτήρισε το σύμφωνο ως καθαρά βαλκανικό, στηριζόμενο σε ισχυρούς στρατούς με υψηλό ηθικό και στερρή απόφαση, ώστε να προβάλουν σθεναρή αντίσταση κατά οποιασδήποτε επιθετικής απόπειρας 324. Ο κ. Στεφανόπουλος, απαντώντας στο λόγο του στρατάρχη Τίτο, είπε ότι η κατάσταση και οι κοινές απόψεις που είχαν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια των συνομιλιών στο Βελιγράδι δεν άφηναν καμία αμφιβολία για την πραγματοποίηση του στόχου των τριών χωρών 325. Το πολιτικό Σύμφωνο βρισκόταν εντός του πλαισίου της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Τονιζόταν ότι οι αναπληρωτές υπουργοί Εξωτερικών θα συνέρχονταν στην Αθήνα αμέσως και εκεί θα συνέχιζαν την επεξεργασία του Συμφώνου χωρίς δυσχέρειες, δεδομένου ότι κατά τις συνομιλίες των κ.κ. Στεφανόπουλου και Popović με το στρατάρχη Τίτο καθορίστηκαν με σαφήνεια οι κύριες γραμμές του Τριμερούς Συμφώνου 326. Η αναγγελθείσα ως επικείμενη συμφωνία των τριών βαλκανικών χωρών Ελλάδας, Τουρκίας 323 Μακεδονία, 6.2.1953. 324 Καθημερινή, 7.2.1953. 325 Α.Ι.Μ.Χ.Α, R.D.S.: Internal affairs of Greece (1950-1954), Roll.8, 781.13/2-953, No 511, February 9 1953, unclassified, Stefanopoulos Press Confererence to the Department of State. 326 Βήμα, 7.2.1953. 91

και Γιουγκοσλαβίας θα αποτελούσε ένα ισχυρό αμυντικό συνασπισμό υπέρ του Δυτικού κόσμου 327. Η επιτυχία των ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών και η πρόοδος του Βαλκανικού Συμφώνου είχε προκαλέσει ιδιαίτερη ικανοποίηση στην Αμερική και στην Αγγλία. Τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Βρετανοί υποστήριζαν ότι το μόνο κενό που υπήρχε στη σταθερή γραμμή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας από τις Σκανδιναβικές χώρες μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, ήταν στην περιοχή της Τεργέστης. Η ιταλο-γιουγκοσλαβική διένεξη εξακολουθούσε να αποτελεί την κύρια αδυναμία του αμυντικού συστήματος ασφάλειας στη Μεσόγειο 328. Μετά το τέλος των ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών, ο κ. Στεφανόπουλος αφού επέστρεψε στην Αθήνα, ενημέρωσε το στρατάρχη Παπάγο, τον πρεσβευτή της Τουρκίας κ. Ταράϊ, της Ιταλίας Αλεσαντρίκ, καθώς και τη βασίλισσα Φρειδερίκη για τα αποτελέσματα των συνομιλιών με τον κ.popović και τον Τίτο 329. Ακολούθως αποφασίστηκε ότι σύντομα θα άρχιζαν οι συνομιλίες των αναπληρωτών υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας, για τον καταρτισμό του Συμφώνου Φιλίας των τριών χωρών. Οι τριμερείς συνομιλίες θα διαρκούσαν δεκαπέντε μέρες από την έναρξή τους. Το κείμενο του Πολιτικού Συμφώνου επρόκειτο να μονογραφηθεί κατά την άφιξη του υπουργού Εξωτερικών κ. Popović στην Αθήνα. Η υπογραφή όμως αυτού θα γινόταν στην Άγκυρα, όπου εκεί θα μετέβαιναν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας. Οι συνομιλίες στην Αθήνα θα διεξάγονταν μεταξύ των πρεσβευτών της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας κ.κ.jovanović και Ταράϊ με το διευθυντή της Α Πολιτικής Διεύθυνσης του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών πρεσβευτή κ. Μόστρα και το Γενικό διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών κ. Τριανταφυλλάκο. Ωστόσο, παράλληλα προς τις πολιτικές συνομιλίες, θα άρχιζαν την ίδια μέρα και οι στρατιωτικές συνομιλίες στην Άγκυρα. Για το λόγο αυτό αναχώρησε για την Άγκυρα ο υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Κανελλόπουλος επικεφαλής ελληνικής αντιπροσωπείας 330. 327 Καθημερινή, 8.2.1953. Αποφασίστηκε να καταρτιστεί κοινό σχέδιο εφοδιασμού των στρατών των τριών Βαλκανικών κρατών. Οι στρατιωτικές συμφωνίες που κατά κάποιο τρόπο θα ενσωματώνονταν στην πολιτική συμφωνία θα προέβλεπαν κοινή δράση των ενόπλων δυνάμεων των τριών χωρών. 328 Μακεδονία, 9.2.1953. 329 Μακεδονία, 13.2.1953. 330 Βήμα 14.2.1953. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Ελληνικής Βουλής, ο κ. Θ. Χαβίνης, τόνισε ότι ο ελληνικός λαός πληροφορήθηκε με ευχαρίστηση την πορεία των ελληνο-γιουγκοσλαβικών συνομιλιών και υπογράμμισε την ικανοποίηση της αντιπολίτευσης για την ευώδοση των μεταξύ των δύο χωρών διαπραγματεύσεων και συνέστησε όπως ο τύπος του συμφώνου να συνδυάζει τον απόλυτο σεβασμό των ελληνικών υποχρεώσεων της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ με την κατοχύρωση της ασφάλειας της Ελλάδας και της ειρήνης του κόσμου. 92

β. Η υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας και Συνεργασίας της Άγκυρας (1953) και της Συνθήκης Συμμαχίας Πολιτικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας του Μπλέντ (1954) Στις 17 Φεβρουαρίου 1953 άρχισαν στην Άγκυρα οι τριμερείς συνομιλίες για την υπογραφή της Βαλκανικής Στρατιωτικής Συμφωνίας. Οι πολιτικές συνομιλίες των αναπληρωτών στην Αθήνα αναβλήθηκαν για μερικές μέρες, λόγω ασθένειας του τούρκου πρεσβευτή κ. Ταράϊ. Η στρατιωτική συμφωνία θα ενσωματωνόταν είτε εντός του πολιτικού Συμφώνου ή θα αποτελούσε παράρτημά του 331. Για την οριστική διατύπωση του Τριμερούς Πολιτικού Συμφώνου άρχισαν στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αθήνας, στις 19 Φεβρουαρίου 1953, οι συνομιλίες μεταξύ των αναπληρωτών Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας. Το Πολιτικό Σύμφωνο επρόκειτο να μονογραφηθεί στην Αθήνα από τους υπουργούς Εξωτερικών κ.κ. Στεφανόπουλο και Popović. Ακολούθως θα αναχωρούσαν για την Άγκυρα όπου ο Τούρκος υπουργός κ. Κöprülü θα υπέγραφε το Πολιτικό Σύμφωνο 332. Ταυτόχρονα με τις πολιτικές συνομιλίες στην Αθήνα, από την Άγκυρα μεταδιδόταν ότι οι τριμερείς στρατιωτικές συνομιλίες των υπαρχηγών των τριών χωρών συνεχίζονταν και σύντομα θα επιτυγχάνετο πλήρης συμφωνία, καθ όσον και τα τρία κράτη διακατέχονταν από ειλικρινή διάθεση για στρατιωτική συνεργασία και κοινή άμυνα 333. Με το τέλος των πολιτικών συνομιλιών στην Αθήνα, έφτασαν στην ελληνική πρωτεύουσα τόσο ο Τούρκος μόνιμος υφυπουργός των Εξωτερικών κ. Μπίρκι όσο και ο Γιουγκοσλάβος υπουργός κ.popović για τη μονογράφηση του Τριμερούς Συμφώνου 334. Το κείμενο του πολιτικού συμφώνου είχε προηγουμένως τεθεί υπόψιν του Κυβερνητικού Συντονιστικού Συμβουλίου από τον κ.στεφανόπουλο. Στο πολιτικό Βαλκανικό Σύμφωνο περιλαμβανόταν διάταξη, η οποία προέβλεπε την επιδίωξη στο μέλλον λύσεων για στρατιωτικά θέματα, και ειδική διάταξη, η οποία θα τόνιζε τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας έναντι του ΝΑΤΟ. Για το λόγο αυτό, τα πρακτικά των τριμερών στρατιωτικών συνομιλιών που είχαν διεξαχθεί στην Άγκυρα θα είχαν 331 Μακεδονία,18.2.1953. 332 Βήμα, 19.2.1953. Κατά την έναρξη των συνομιλιών, ο κ. Μόστρας εξήρε τη σημασία του Συμφώνου Φιλίας, το οποίο θα καταστούσε στενότερες τις σχέσεις μεταξύ των τριών χωρών και θα κατοχύρωνε την ειρήνη και την ασφάλεια στη Βαλκανική και στον κόσμο γενικότερα. Βλ. Βήμα, 20.2.1953. 333 Α.Ι.Μ.Χ.Α., R.D.S.: Internal affairs of Yugoslavia (1950-1954), Roll 4, 768.00 (W)/2-2053, No.8788, February 20 1953, American Εmbassy Belgrade to the Secretary of State. 334 Μακεδονία, 24.2.1953. 93

το χαρακτήρα Συμφωνιών έτσι ώστε να μην αντιμετωπιζόταν το ενδεχόμενο άμεσης υπογραφής ιδιαίτερου στρατιωτικού συμφώνου 335. Ύστερα από μικρή αναβολή μονογραφήθηκε, στις 25 Φεβρουαρίου 1953 στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, το Τριμερές Πολιτικό Σύμφωνο από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας και το μόνιμο υφυπουργό των Εξωτερικών της Τουρκίας. Πριν τη μονογράφηση είχαν γίνει δύο συσκέψεις, των υπουργών Εξωτερικών και των αναπληρωτών τους, κατά τις οποίες διατυπώθηκαν δύο ανακοινωθέντα, τα οποία αναφέρονταν στο κείμενο του τριμερούς Βαλκανικού Πολιτικού Συμφώνου και στις διεξαχθείσες τριμερείς συνομιλίες για την οριστική διατύπωσή του 336. Το πλήρες κείμενό της θα ανακοινωνόταν επίσημα, μετά την υπογραφή της στην Άγκυρα. Ωστόσο οι γενικές γραμμές του κειμένου είχαν ήδη γίνει γνωστές. Στο προοίμιο τα Συμβαλλόμενα μέρη δήλωναν την πίστη τους στις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, την επιθυμία να ζήσουν εν ειρήνη και να εδραιώσουν τις μεταξύ τους υφιστάμενες φιλικές σχέσεις. Δήλωναν ακόμη την απόφασή τους, όπως εξασφαλίσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία των λαών τους και την εδαφική τους ακεραιότητα και όπως ενώσουν τις προσπάθειές τους για την οργάνωση της άμυνας εναντίον οποιασδήποτε εξωτερικής επίθεσης, συνεργαζόμενες για κάθε ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος και ιδίως για εκείνα που αφορούσαν την άμυνά τους. Τέλος δήλωναν την πεποίθησή τους ότι προς το συμφέρον των λαών τους επιβαλλόταν η λήψη μέριμνας προς εξασφάλιση της ειρήνης και της ασφάλειας της περιοχής τους σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών 337. Με τη μονογράφηση του τριμερούς συμφώνου, ο κ. Στεφανόπουλος και ο κ.popović μετέβησαν στην Άγκυρα για να το υπογράψουν 338. Το Σύμφωνο υπογράφτηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1953 από τους υπουργούς Εξωτερικών των τριών χωρών, τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Fuad Köprülü, τον 335 Καθημερινή, 24.2.1953. 336 Μακεδονία, 24.2.1953. 337 Καθημερινή, 26.2.1953. Πριν από την αναχώρησή του για την Αθήνα και την Άγκυρα σε ανταποδοτική επίσκεψη ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας κ. Popović, αναφερόμενος στο χαρακτήρα της Συμφωνίας είχε δηλώσει: «Δεν πρέπει να διαχωρίζουμε την πολιτική από τη στρατιωτική πλευρά των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις τρεις χώρες, όταν είναι γνωστό ότι τα συμφέροντα της ασφάλειας αποτελούν τη βασική αιτία έναρξης των πολιτικών και στρατιωτικών διαπραγματεύσεων των εκπροσώπων της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας». Βλ. Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 390. 338 Καθημερινή 27.2.1953. Η σύνταξη και η υπογραφή του Συμφώνου, συνδέθηκε με την επίσκεψη στην Άγκυρα του αρχηγού της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ναύαρχου Κάρνεϋ και του αρχηγού του υπαρχηγείου Σμύρνης στρατηγού Γουάϊμαν. 94

υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Σ. Στεφανόπουλο και τον υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Κoca Popović, στην Άγκυρα 339. Η υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας και Συνεργασίας της Άγκυρας μεταξύ των τριών χωρών θεωρήθηκε ιστορικός σταθμός στις διαβαλκανικές σχέσεις. Ήταν η αρχή για την αποκατάσταση της πλήρους στρατιωτικής συνεργασίας. Καμιά από τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, πέραν από την Ιταλία λόγω της υπόθεσης της Τεργέστης, δεν προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση για τη σύναψη του Συμφώνου, το οποίο υποστηρίχτηκε ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ 340. Η Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας αποκαλείτο και «Σύμφωνο της Άγκυρας». Το Σύμφωνο της Άγκυρας πλαισιώθηκε από τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό υπαγορεύτηκε από την ανάγκη, όπως η Γιουγκοσλαβία, η οποία προς το παρόν δεν αποτελούσε μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, να μπορεί να συμμετέχει σε μια ευρύτερη περιφερειακή οργάνωση που θα απέβλεπε σε κοινή περιφερειακή άμυνα. Το Σύμφωνο της Άγκυρας βασιζόταν σε δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από τη Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της. Αποτελούσε μια περιφερειακή αμυντική οργάνωση, που άφηνε όλες τις πόρτες και τις γέφυρες ανοιχτές για τη συμμετοχή οποιουδήποτε τρίτου που πίστευε στα ίδια ιδανικά τα οποία υπηρετούσαν οι τρεις συμβαλλόμενες χώρες 341. Η Συνθήκη οριζόταν ως πενταετής, αλλά πέντε χρόνια μετά από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Άγκυρας, κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα μπορούσε να αποχωρήσει από τη Συνθήκη, εφόσον υποβαλλόταν ένα χρόνο πριν προειδοποίηση προς τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών 342. Οι διατάξεις της Συνθήκης της Άγκυρας είχαν ως εξής: Άρθρο 1 Τα συμβαλλόμενα μέρη θα συσκέπτοντο για όλα τα προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Άρθρο 2 Τα συμβαλλόμενα μέρη προτίθεντο να συνεχίσουν τις κοινές τους προσπάθειες για προστασία της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή τους, καθώς και θα επιδίωκαν την από κοινού εξέταση των προβλημάτων της ασφάλειάς τους. 339 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 61 340 Μακεδονία, 28.2.1953. 341 Καθημερινή, 1.3.1953. 342 Βήμα, 1.3.1953. 95

Άρθρο 3 Τα Γενικά Επιτελεία των συμβαλλόμενων μερών θα συνέχιζαν τη συνεργασία τους, για να υποβάλουν στις κυβερνήσεις τους συστάσεις για τα ζητήματα ασφαλείας και άμυνας και για τη λήψη συντονισμένων αποφάσεων. Άρθρο 4 Τα συμβαλλόμενα μέρη θα ανέπτυσσαν τη συνεργασία τους στο οικονομικό, στο τεχνικό και στο μορφωτικό πεδίο. Άρθρο 5 Αναλάμβαναν την υποχρέωση να λύνουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, όπως καθόριζε ο Χάρτης του Ο.Η.Ε. Άρθρο 6 Τα συμβαλλόμενα μέρη δε θα συνήπταν Συμμαχία ούτε θα συμμετείχαν σε δράση, η οποία θα στρεφόταν εναντίον ενός από τα τρία μέλη της Συμφωνίας. Άρθρο 7 Κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη απαγορευόταν να συνάψει στο μέλλον διεθνή πράξη που θα ήταν αντίθετη με τη Συνθήκη της Άγκυρας. Άρθρο 8 Η Συνθήκη της Άγκυρας δεν θα μπορούσε να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας από τη Συνθήκη του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Άρθρο 9 Από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης, κάθε κράτος, του οποίου η συνεργασία θα θεωρείτο ωφέλιμη, θα μπορούσε να προσχωρήσει σ αυτή τη Συνθήκη. 96

Άρθρο 10 Η Συνθήκη της Άγκυρας θα επικυρωνόταν από κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη 343. Οι σκοποί της Συνθήκης της Άγκυρας και τα επιτεύγματα ήταν τα εξής: (α) Αποκαθιστούσε στενή πολιτική και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των τριών Βαλκανικών χωρών, οι οποίες είχαν κοινά σύνορα είτε με τη Σοβιετική Ένωση είτε με τους δορυφόρους της και παρείχε αίσθημα μεγαλύτερης ασφάλειας στους τρεις λαούς. Αφετέρου υποχρέωνε οποιονδήποτε είχε επιθετικούς σκοπούς να σκεφτεί σοβαρά προτού ενεργήσει εναντίον τους. (β) Ενέταξε, μολονότι έμμεσα, και στρατιωτικά τη Γιουγκοσλαβία στην άμυνα του Δυτικού κόσμου του οποίου τα σύνορα προώθησε μέχρι το Δούναβη. (γ) Η άμυνα της Θράκης καθίστατο ισχυρότερη σε επίθεση εκ μέρους της Βουλγαρίας είτε μέσω αυτής, λόγω της εξασφαλισμένης δράσης του γιουγκοσλαβικού στρατού. (δ) Οι στρατιωτικές συνομιλίες της Άγκυρας είχαν περιοριστεί εντός του πλαισίου των επιτρεπόμενων από το ΝΑΤΟ υποχρεώσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Γι αυτό δε σημείωσαν ιδιαίτερη εξέλιξη, όπως έγινε στον πολιτικό τομέα. Ωστόσο, το Σύμφωνο αποτέλεσε την αφετηρία για την αποκατάσταση της στρατιωτικής συνεργασίας των τριών χωρών, η οποία θα επιτυγχανόταν σταδιακά 344. Η Ουάσιγκτον θεώρησε την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου ως «μεγάλη ήττα της Σοβιετικής πολιτικής». Η Σοβιετική Ένωση είχε τη δυνατότητα να διαιρέσει τα Βαλκάνια δεδομένου ότι και η Ιταλία αντιδρούσε στην υπογραφή του Συμφώνου. Παρόλα αυτά, οι τρεις χώρες Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία, έχοντας πίστη στην ελευθερία και με αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις, συμφώνησαν για συνεργασία, ματαιώνοντας τα σοβιετικά σχέδια. Οι συνασπισμένες δυνάμεις των τριών χωρών ήταν εξίσου αξιόλογες με τις υπόλοιπες της Δυτικής Ευρώπης. Η Συνθήκη αυτή ήταν προϊόν του αισθήματος ανασφάλειας που είχαν οι τρεις χώρες λόγω της εχθρικής στάσης που είχε υιοθετήσει η Σοβιετική Ένωση απέναντι σε καθεμία, σε διαφορετικές στιγμές στη μεταπολεμική περίοδο 345. 343 Καθημερινή, 1.3.1953. Παρόλο που το Σύμφωνο αυτό είχε τη μορφή Πολιτικής Συμφωνίας και όχι Συνθήκης για Στρατιωτική Συνεργασία, ωστόσο η στρατιωτική πλευρά του Συμφώνου ήταν κυρίαρχη και αυτό φαίνεται από το δεύτερο και τρίτο άρθρο. Βλ. Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων),ό.π., σ. 391. 344 Καθημερινή, 28.2.1953. 345 Καθημερινή, 4.3.1953. Το Βαλκανικό Σύμφωνο αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα. Δεν έπρεπε να παραγκωνιστεί το γεγονός ότι υφίστατο η ανάγκη συμπλήρωσης του Πολιτικού Συμφώνου μέσω της σύναψης Στρατιωτικού Συμφώνου, δεδομένου ότι η ελληνοτουρκική εισδοχή στο ΝΑΤΟ είχε δημιουργήσει πολύ λεπτά 97

Το Μάρτιο του 1953, οι σοβιετικές Μυστικές Υπηρεσίες σχεδίαζαν τη δολοφονία του Τίτο κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο. Αλλά, μετά το θάνατο του Στάλιν, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε 346. Η είδηση για το θάνατο του Στάλιν αιφνιδίασε όλο τον κόσμο και άρχισαν να διατυπώνονται, ιδίως στη Δύση, απόψεις για τα αίτια του αιφνιδίου θανάτου του. Και ενώ ο ανατολικός κόσμος βυθιζόταν σε βαρύ πένθος, ταυτόχρονα στα παρασκήνια διεξαγόταν ο πόλεμος για τη διαδοχή του Στάλιν 347. Ως πιθανοί διάδοχοι του Στάλιν αναφέρονταν οι Μολότωφ, Μαλένκωφ, Μπέρια. Ο Γκεόρκι Μαλένκωφ ήταν ο αντιπρόεδρος της Σοβιετικής Κυβέρνησης, ο Βιατσεσλάβ Μολότωφ ήταν μέλος του προεδρείου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και ο Λαυρέντι Παύλοβιτς Μπέρια, ο τρίτος κατά σειρά διάδοχος του Στάλιν, κατείχε τη θέση του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και ήταν επίσης μέλος του προεδρείου του Κόμματος 348. Ωστόσο, ο επικρατέστερος διάδοχος υπήρξε ο Μαλένκωφ, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση με αντιπροέδρους τον Μπέρια και το Μολότωφ. Ως πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ένωσης, ο Μαλένκωφ διακήρυξε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε φιλειρηνικές προθέσεις. Δήλωσε ότι στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ο κύριος σκοπός του συνίστατο στην πρόληψη της έκρηξης ενός άλλου πολέμου και στην ειρηνική συμβίωση με τις άλλες χώρες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και η Σοβιετική Κυβέρνηση πίστευαν ότι η πλέον ορθή, ουσιώδης και δίκαια εξωτερική πολιτική, ήταν η πολιτική της ειρήνης μεταξύ όλων των λαών, βασιζόμενη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Πρόσθεσε ακόμη ότι οι κυβερνήσεις έπρεπε να αντιληφθούν ότι οι λαοί διψούσαν για ειρήνη και περιφρονούσαν τον πόλεμο. Θεωρούνταν εγκληματικές οι κυβερνήσεις εκείνες που προσπαθούσαν να εξαπατήσουν τους λαούς τους 349. Με αφορμή το θάνατο του Στάλιν, ο Τσώρτσιλ ζήτησε την ταχύτερη μετάβαση του στρατάρχη Τίτο στο Λονδίνο. Ο Τίτο θεωρήθηκε ως ο πλέον αρμόδιος για να εκφέρει τη γνώμη του για τους διαδόχους του Στάλιν, τους οποίους γνώριζε προσωπικά 350. Ο στρατάρχης Τίτο κατά τις συνομιλίες του με τον πρωθυπουργό Τσώρτσιλ και τους Υπουργούς Εξωτερικών Ήντεν και Popović στο Λονδίνο, στις 17 Μαρτίου 1953, πρότεινε προβλήματα άμυνας και εφόσον η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να ενταχθεί επίσημα και ολοκληρωτικά στον Ατλαντικό συνασπισμό. 346 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 636. 347 Τάσος Βουρνάς, Ιστορίας της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας. Από τα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια ως την ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών, τομ. Ε, εκδόσεις Πατάκη, 6 η έκδοση, Αθήνα, (2004), σ. 14. 348 Βήμα, 5.3.1953. 349 Βήμα, 10.3.1953. 350 Μακεδονία, 10.3.1953. 98

όπως καταβληθεί προσπάθεια να αποσπαστούν οι χώρες-δορυφόροι της Σοβιετικής Ένωσης από την τροχιά του Κρεμλίνου με ψυχολογικό πόλεμο 351. Οι συνομιλίες του Τίτο με τον Τσώρτσιλ συνέβαλαν στην ανάπτυξη των μεταξύ των δύο χωρών φιλικών σχέσεων. Η Μεγάλη Βρετανία ανέλαβε να παρέχει εγγυήσεις σε οποιαδήποτε επίθεση δεχόταν η Γιουγκοσλαβία 352. Την περίοδο εκείνη οι τρεις χώρες επικύρωσαν το τριμερές Σύμφωνο της Άγκυρας. Στην Αθήνα η καθολική και χωρίς επιφυλάξεις επιδοκιμασία της Συμφωνίας απέδειξε σαφέστατα ότι η εθνική αντιπροσωπεία είχε πλήρη συνείδηση ότι αντιπροσώπευε πιστά τα αισθήματα του ελληνικού λαού και υπογράμμισε την ιδιαίτερη σημασία της Συμφωνίας 353. Στη Γιουγκοσλαβία ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Καρντέλι είπε ότι το Σύμφωνο της Άγκυρας αποτέλεσε το πρώτο μεταπολεμικό διεθνές σύμφωνο το οποίο υπέγραψε η Γιουγκοσλαβία, έπειτα από την «καταγγελία» όλων των πολιτικών συμφώνων που είχαν συνάψει οι χώρες της Κομινφόρμ με τη Γιουγκοσλαβία πριν τη ρήξη Τίτο Στάλιν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε σοβαρή συμβολή στην παγίωση και κατοχύρωση της ειρήνης στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ακόμη ο Καρντέλι είχε δηλώσει ότι το Σύμφωνο της Άγκυρας είχε και για την Ιταλία την ίδια σημασία, την οποία είχε και για τις χώρες που το υπέγραψαν και πρόσθεσε ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με την Ιταλία, όχι όμως να θυσιάσει τα εθνικά της συμφέροντα 354. Η νέα πολιτική «επίθεση ειρήνης» από τη Σοβιετική Ένωση και το ζήτημα της αποκατάστασης των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων προκάλεσε την ανησυχία και το έντονο ενδιαφέρον των Δυτικών. Οι ανησυχίες ενισχύθηκαν περισσότερο ύστερα από το διορισμό του νέου σοβιετικού επιτετραμμένου κ. Κιρσάνωφ στο Βελιγράδι. Εν τούτοις οι Δυτικοί τόνισαν ότι αν η Σοβιετική Ένωση επιθυμούσε τη χαλάρωση των σχέσεων, θα πρότεινε την ανταλλαγή πρεσβευτών 355. Ο στρατάρχης Τίτο όμως διακήρυξε ότι η Γιουγκοσλαβία θα παρέμενε πιστή στη Δύση, όποιες και να ήταν οι σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση. Πρόσθεσε ακόμη ότι ουδεμία βελτίωση σημείωσαν οι σχέσεις Κομινφόρμ Γιουγκοσλαβίας 356. 351 Α.Ι.Μ.Χ.Α, R.D.S.: Internal affairs of Yugoslavia (1950-1954), Roll 4, 768.00 (W)/3.2053, No.7533, March 20 1953, secret security information, American Embassy of Belgrade to Department of State. Τόσο οι αγγλογιουγκοσλαβικές συνομιλίες στο Λονδίνο, όσο και οι αγγλοαμερικανικές διαπραγματεύσεις του Καΐρου, κατέστησαν την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου το επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας. Βλ. Βήμα, 18.3.1953. 352 Καθημερινή, 21.3.1953. 353 Βήμα, 6.3.1953. 354 Καθημερινή, 24.3.1953. 355 Καθημερινή, 20.5.1953. 356 Καθημερινή,22.5.1953. 99

Ωστόσο η Σοβιετική Ένωση μελετούσε την εφαρμογή νέας φιλειρηνικότερης πολιτικής απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, με στόχο την αποδυνάμωση του αμυντικού συμφώνου, ενώ ο κορυφαίος από τους κομμουνιστές σχολιαστές Βόρις Λεοντίεφ είχε απευθύνει νέο μήνυμα ειρήνης προς τη Δύση. Οι νέοι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν ως μόνιμη κατάσταση τη διαίρεση των Βαλκανίων σε ελεγχόμενες από τη Σοβιετική Ένωση χώρες Ρουμανία, Βουλγαρία και Αλβανία και σε φιλοδυτικό συνασπισμό Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας, Τουρκίας. Είχαν σκοπό να ακολουθήσουν πολιτική προσέγγισης της Γιουγκοσλαβίας, με απώτερο σκοπό τον τερματισμό της διαίρεσης αυτής 357. Για το σκοπό αυτό η Σοβιετική Ένωση στράφηκε προς την Τουρκία δημιουργώντας μια νέα κατάσταση στη Βαλκανική περιοχή. Η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τις αξιώσεις της που είχε από το 1945 για τις ανατολικές τουρκικές επαρχίες του Καρς και του Αρνταχάν και πρότεινε την από κοινού με την Τουρκία αμυντική οργάνωση των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Ο Τούρκος υπουργός Δημοσίων Έργων όμως κ. Κεμάλ Ζεΐτογλου ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο ότι είχε ήδη επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Τουρκίας, ώστε η Τουρκία να μπορεί να χρησιμοποιεί το νερό του φράγματος του Σερντομαμπάντ στον παραμεθόριο ποταμό Άρας. Η Σοβιετική Ένωση είχε ζητήσει εκ των προτέρων την καταβολή του ποσού των 400.000 δολαρίων και η πρόταση έγινε δεκτή από την Τουρκική Κυβέρνηση 358. Η επίσκεψη του Παπάγου στην Τουρκία είχε ιδιαίτερη σημασία κάτω από τις υπάρχουσες διεθνείς συνθήκες, γιατί μετά την πρόσφατη συμβιβαστική χειρονομία της Μόσχας έναντι της Τουρκίας η Ελλάδα ανέμενε παρόμοιας φύσης πρόθεση 359. Το ταξίδι του Παπάγου στην Τουρκία υπήρξε ανταπόδοση της επίσκεψης του κ. Μεντερές στην Ελλάδα, ωστόσο είχε και ιδιαίτερη σημασία λόγω της σοβιετικής διακοίνωσης προς την Τουρκία, με την οποία επιθυμούσε αποκατάσταση φιλικών και διπλωματικών σχέσεων. Όταν οι Έλληνες 357 J.N. Westwood, Endurance and endeavour, Russian History 1812-1992, Oxford University Press, 4 th edition, London 1993, σσ. 395-396. 358 Καθημερινή, 11.6.1953. Το ζήτημα αυτό είχε παραμείνει εκκρεμές πολλά χρόνια και η επίλυσή του θεωρήθηκε από την Άγκυρα, ως προσπάθεια της Μόσχας να βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Σοβιετικής Ένωσης. Σε άρθρο της η εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.6.1953, αναφέρθηκε στις δηλώσεις του κ. Popović και του αρχηγού του Γιουγκοσλαβικού επιτελείου, οι οποίοι δήλωσαν, στις 13 Ιουνίου, ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν αποφασισμένη να αναπτύξει στενή συνεργασία σε όλους τους τομείς με τις Δυτικές δυνάμεις, ανεξαρτήτως της πορείας και της εξέλιξης των σοβιετοδυτικών διαπραγματεύσεων. Κατά τον κ.popović, ο δυτικός κόσμος δεν έπρεπε να χαλαρώσει την προσπάθεια της συστηματικής οργάνωσης της άμυνάς του, χωρίς βέβαια να κλείσει την πόρτα σε όλες τις θετικές σοβιετικές προτάσεις, κατά τη διάρκεια των σοβιετοδυτικών διαπραγματεύσεων. 359 Βήμα, 16.6.1953. 100

πληροφορήθηκαν πως οι Τούρκοι κράτησαν μυστική τη Συμφωνία από αυτούς και τους Γιουγκοσλάβους, δυσαρεστήθηκαν. Στις συνομιλίες στην Άγκυρα μεταξύ των κ.κ. Παπάγου, Στεφανόπουλου και Σιφναίου, με τους κ.κ. Μεντερές και Κöprülü διαφαινόταν η βεβαιότητα ότι η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης επρόκειτο να αποτύχει, παρόλο που επεδίωκε μέσω των προτάσεων τη διάσπαση της βαλκανικής αμυντικής συμμαχίας. Οι τρεις Βαλκανικοί Υπουργοί ήταν αποφασισμένοι όχι μόνο να διατηρήσουν, αλλά και να αναπτύξουν περισσότερο τους δεσμούς που είχαν δημιουργηθεί με το Σύμφωνο της Άγκυρας. Από γιουγκοσλαβικής πλευράς αναμενόταν με ενδιαφέρον το αποτέλεσμα των συνομιλιών της Άγκυρας. Σχετικά με τη σοβιετική διακοίνωση, η Τουρκική Κυβέρνηση δεν έδωσε καμία σημασία στη «μεγαλοπρεπή χειρονομία» της Σοβιετικής Ένωσης να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της στις περιοχές του Καρς και του Αρνταχάν στα ανατολικά σύνορα της κοντά στο Ερζερούμ. Το τουρκικό συμβούλιο χαρακτήρισε τη χειρονομία της Σοβιετικής Ένωσης ως άνευ περιεχομένου, για το λόγο ότι ήδη η Τουρκία θεωρούσε τις περιοχές αυτές τουρκικά εδάφη. Εντούτοις το ενδιαφέρον της διακοίνωσης βρισκόταν στην πρόταση για αναθεώρηση της Συνθήκης του Μοντρέ το 1936 για το καθεστώς των Στενών. Η Συνθήκη εκείνη προέβλεπε ότι σε περίοδο πολέμου τα σκάφη των εμπολέμων θα διέρχονταν από τα Δαρδανέλλια, αλλά εάν η Τουρκία βρισκόταν μεταξύ των εμπολέμων θα απαγορευόταν η διέλευση ξένων πολεμικών από τα Στενά. Η Τουρκική Κυβέρνηση αναγνώριζε ότι η αναθεώρηση της Συνθήκης ήταν επιβεβλημένη, αλλά θα έπρεπε απαραίτητα την αναθεωρημένη Συνθήκη του Μοντρέ να την υπογράψουν και να την εγγυηθούν όλες οι δυνάμεις και τα κράτη που την είχαν εγγυηθεί το 1936 360. Μέσω της έκδοσης του κοινού ανακοινωθέντος των Κυβερνήσεων Ελλάδας Τουρκίας Γιουγκοσλαβίας, πριν την επικείμενη σύνοδο των τριών υπουργών στην Αθήνα, διαφάνηκαν οι άρρηκτοι δεσμοί των τριών βαλκανικών κρατών. Οι κυβερνήσεις των τριών χωρών διακήρυξαν την ταύτιση των αντιλήψεών τους προς ενιαία αντιμετώπιση των εξελίξεων, τόσο στον πολιτικό όσο και στο στρατιωτικό πεδίο 361. Από τα σημαντικότερα βήματα της τριμερούς συμφωνίας ήταν το πρώτο συνέδριο των υπουργών Εξωτερικών στην Αθήνα από τις 7 μέχρι τις 11 Ιουλίου 1953. Η διάσκεψη των Αθηνών επρόκειτο να δώσει «σάρκα και οστά» στη συνεργασία των τριών βαλκανικών 360 Μακεδονία,17.6.1953. 361 Καθημερινή, 18.6.1953. Την ίδια περίοδο των συνομιλιών στην Άγκυρα, η Γιουγκοσλαβία συμφώνησε όπως διοριστεί σοβιετικός πρεσβευτής στο Βελιγράδι. Ο Βασίλι Αλεξέγιεβιτς Βόλκωφ ορίστηκε ως ο πρώτος πρεσβευτής της Σοβιετικής Ένωσης στο Βελιγράδι μετά τη διακοπή των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με την Κομινφόρμ. Βλ. Μακεδονία, 16.6.1953. 101

κρατών. Το στρατιωτικό Πρωτόκολλο δε θα υπογραφόταν στη σύνοδο των Αθηνών, αλλά αυτό καθόλου δε μείωνε τη σημασία της Διάσκεψης, δεδομένου ότι υπό την έγκριση της στρατιωτικής ηγεσίας του ΝΑΤΟ η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των τριών χωρών ήταν εξασφαλισμένη σε περίπτωση επίθεσης. Η τριμερής Διάσκεψη των Αθηνών έδωσε πρωτεύουσα θέση στο διπλωματικό τομέα, χωρίς βέβαια να αμφισβητήσει τη σημασία των στρατιωτικών προβλημάτων. Τα συμπεράσματα της Διάσκεψης των Αθηνών υπήρξαν τα ακόλουθα: (α) Συλλογική προσπάθεια για τη διεθνή της ενίσχυση. (β) Επιβεβαίωσαν τις φιλειρηνικές προθέσεις των χωρών τους προς τους γείτονές τους και συμφώνησαν ότι η ανεξαρτησία της Αλβανίας θα αποτελούσε σημαντικό στοιχείο για την ειρήνη και τη σταθερότητα στα Βαλκάνια. (γ) Αποφασίστηκε η ίδρυση Μόνιμης Γραμματείας για τη Συνθήκη της Άγκυρας. (δ) Τα Επιτελεία Άμυνας των τριών χωρών ανέλαβαν να μελετήσουν τις βάσεις της προώθησης της τριμερούς στρατιωτικής συνεργασίας 362. Στις αρχές του Σεπτέμβρη 1953 το ζήτημα της Τεργέστης αναζωπύρωσε την ιταλογιουγκοσλαβική διένεξη 363. Κατά τις συνομιλίες που είχε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας κ. Μπεμπλέρ με τους πρεσβευτές των τριών Δυτικών Δυνάμεων στο Βελιγράδι, καθώς και με το σοβιετικό πρεσβευτή, ζητήθηκε από τους τρεις πρεσβευτές των Δυτικών Δυνάμεων να ασκήσουν όλη τους την επιρροή στην Κυβέρνηση της Ιταλίας, για να ανακαλέσει τα έκτακτα μέτρα τα οποία πήρε στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Οι αλλεπάλληλες συναντήσεις του κ. Μπεμπλέρ με τον κ. Βαλιώφ σοβιετικό πρεσβευτή ανησύχησαν τους δυτικούς διπλωματικούς κύκλους, οι οποίοι πίστευαν ότι η σοβιετική πολιτική είχε στόχο να εκμεταλλευθεί την όξυνση των ιταλο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων και να ματαιώσει τη συνεργασία της Δύσης με τη Γιουγκοσλαβία 364. Ωστόσο, ο στρατάρχης Τίτο διαβεβαίωσε ότι η Γιουγκοσλαβία θα συνέχιζε τη συνεργασία της με τους δύο βαλκάνιους της συμμάχους Τουρκία και Ελλάδα, παρόλη την οξεία διένεξη με την Ιταλία για την Τεργέστη 365. 362 Balkanski Pakt (Ugovor o prijateljistrvu i saradnji, Ankara 28 Februar 1953, i Ugovor o savezu, političkoj saradnji i uzajamnoj pomoći, Bled 9 1954, između Federativne Narodne Republike Jugoslavije, Kraljevine Grčke i Republike Turske), Zbornik dokumenata iz Αrhiva Vojniostorijskog instituta, Arhiva Ministrarsta Spoljnih poslova I Arhiva Josipa Broza Tita (1952-1960), (Resenzent Dr. Bogetić), Vojnoistoriski Institut, Beograd 2005, σσ. 350-353. 363 Balkanski Pakt, ό.π., σ. 523. 364 Α.Ι.Μ.Χ.Α, R.D.S.: Internal affairs of Yugoslavia (1955-1959), Roll 4, 768.00(W)/9-453, No.2155, September 4 1953, American Εmbassy of Belgrade to the Secretary of State, pass to London and Comsixthflt. 365 Βήμα, 14.9.1953. 102

Από τις 12 Οκτωβρίου 1953, το ζήτημα της Τεργέστης μπήκε στην οξύτερη του φάση. Η όξυνση της κατάστασης οφειλόταν κυρίως στο λόγο που είχε εκφωνήσει ο Τίτο στα Σκόπια, στον οποίο είχε δηλώσει, ότι εάν εφαρμοζόταν η απόφαση των Αγγλοαμερικανών να αποσυρθούν από τη ζώνη «Α» της Τεργέστης, τότε θα εισέρχονταν συγχρόνως και γιουγκοσλαβικά στρατεύματα, ανεξάρτητα αν το γεγονός αυτό προκαλούσε ένοπλη σύρραξη. Ο Τίτο υπογράμμισε ότι η απόφαση της Γιουγκοσλαβίας να προστατεύσει και ενόπλως τα δικαιώματά της στην Τεργέστη ήταν αμετάκλητη. Ύστερα από τις δηλώσεις του, κάλεσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία να ανακαλέσουν την απόφασή τους και να αφήσουν τις δύο χώρες να λύσουν το ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων. Όμως, τόσο η Μεγάλη Βρετανία όσο και οι Η.Π.Α δεν είχαν σκοπό να ανακαλέσουν την απόφασή τους. Στην διένεξη αυτή επενέβηκε και η Σοβιετική Ένωση, η οποία μέχρι τότε είχε τηρήσει ουδέτερη στάση για το ζήτημα της Τεργέστης. Η Σοβιετική Κυβέρνηση εξέδωσε διακοινώσεις προς τη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α, τις οποίες κατηγορούσε ότι η απόφασή τους να εκχωρήσουν τη ζώνη «Α» στην Ιταλία ζήμιωνε τη Γιουγκοσλαβία. Ακόμη χαρακτήρισαν την απόφαση αυτή ως παραβίαση της συνθήκης ειρήνης με την Ιταλία 366. Για την αποτροπή της ρήξης και την αποφυγή ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ Γιουγκοσλαβίας Ιταλίας, η Τουρκική Κυβέρνηση υπέδειξε πως ήταν απόλυτη ανάγκη, οι τρεις Δυτικές Δυνάμεις να συγκαλέσουν Διεθνή Διάσκεψη για το διακανονισμό του προβλήματος της Τεργέστης. Η ενέργεια της Τουρκίας οφειλόταν στο γεγονός ότι η Άγκυρα ενδιαφερόταν για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή των Βαλκανίων 367. Στις 7 Ιουλίου 1953 υπογράφτηκε στο Βελιγράδι η συμφωνία για τη σύσταση Μόνιμης Γραμματείας, μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων της συνόδου των τριών βαλκανικών χωρών στην Αθήνα. Το σύμφωνο υπέγραψαν οι πρεσβευτές στο Βελιγράδι, της Ελλάδας κ. Σπύρος Καπετανίδης, της Τουρκίας κ. Αγά Ακσέλ και ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας κ.popović 368. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας αυτής ολοκληρώθηκε η δημιουργία του μηχανισμού του Βαλκανικού Συμφώνου. Στη στρατιωτική διάσκεψη του Βελιγραδίου η Ελλάδα, η Τουρκία και η Γιουγκοσλαβία πέτυχαν να συσφίξουν ακόμη 366 Καθημερινή, 17.9.1953. Την ίδια περίοδο (24.9.1953), ο κ. Παπάγος πραγματοποίησε επίσκεψη στη Ρώμη με στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας - Ιταλίας. Οι συνομιλίες των κ.κ. Παπάγου και Στεφανόπουλου με τον Ιταλό πρωθυπουργό κ. Πέλλα, είχαν ως κύριο θέμα την άμυνα της Ανατολικής Μεσογείου. Βλ. Καθημερινή, 24.9.1953. 367 Βήμα, 13.10.1953. 368 Βήμα, 18.10.1953. Την ίδια περίοδο, στις 12 Οκτωβρίου 1953, υπογράφτηκε διμερής ελληνοαμερικανική συμφωνία για παροχή ειδικών στρατιωτικών διευκολύνσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ελλάδα. Βλ. Ev.Hatzivassiliou, Greece and the Cold War.Frontline state 1952-1967, Routledge, London and New York 2006, σ. 31. Τα οφέλη από την υπογραφή της συμφωνίας ήταν σημαντικά, καθώς η Ελλάδα με τον τρόπο αυτό σταθεροποιούσε τη θέση της στο ΝΑΤΟ. Βλ. Βήμα, 14.10.1953. 103

περισσότερο τους μεταξύ τους συμμαχικούς δεσμούς και να προσδώσουν συγκεκριμένο στρατιωτικό χαρακτήρα στο συνασπισμό ο οποίος προοριζόταν να κατοχυρώσει την ασφάλεια του ελεύθερου βαλκανικού χώρου 369. Ακόμη επιτεύχθηκε καταρτισμός κοινών σχεδίων σύμπραξης για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε επίθεσης 370. Ανεξάρτητα από τις διεθνείς συνθήκες και τη σταδιακή βελτίωση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων, η γιουγκοσλαβική ηγεσία ευρισκόμενη σε μεγάλη οικονομική εξάρτηση από τη Δύση, προχώρησε το 1954 στη διεύρυνση της συνεργασίας και επεδίωξε τη μετατροπή της Συμφωνίας Φιλίας και Συνεργασίας σε Στρατιωτική Συμμαχία των τριών χωρών. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Τίτο στην Τουρκία (12-17 Απριλίου 1954), επιτεύχθηκε να μετατραπεί το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας σε Σύμφωνο Στρατιωτικής Συμμαχίας με αμοιβαίες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Οι τρεις χώρες είχαν διαπιστώσει ότι η συνεργασία των Γενικών Επιτελείων των χωρών τους προχώρησε αρκετά, ώστε η σύσταση Συμμαχίας ανάμεσα τους να καταστεί ζήτημα καθαρά τυπικό 371. Οι συνομιλίες του στρατάρχη Τίτο στην Άγκυρα ολοκληρώθηκαν επιτυχώς. Ο Γιουγκοσλάβος υπουργός Εξωτερικών κ.popović, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του, είχε δηλώσει ότι τόσο η χώρα του όσο και η Τουρκία είχαν αποφασίσει ότι το Σύμφωνο της Άγκυρας έπρεπε να εξελιχθεί σε Συμμαχία και ότι θα γίνονταν τα σχετικά διαβήματα, ώστε να υπάρξει και η υιοθέτηση από την Ελλάδα 372. Η ελληνική πλευρά χαιρέτησε την πρωτοβουλία της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας για τη μετεξέλιξη της Συμφωνίας της Άγκυρας σε Στρατιωτική Συμμαχία και πήρε αποφασιστική θέση στο να υλοποιηθεί όσο το δυνατό συντομότερο και πάντοτε υπό την έγκριση του ΝΑΤΟ 373. Μετά την επιστροφή του από την Τουρκία, ο Τίτο σε λόγο του στο Βελιγράδι προσπάθησε να δικαιολογήσει την ενέργεια αυτή της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης. «Γιατί συστήνουμε τη Συμμαχία τώρα, όταν λένε ότι στον κόσμο μειώνεται η ένταση η οποία υπήρχε; 369 Balkanski Pakt, ό.π., σ. 525-529. Το έργο της Μόνιμης Γραμματείας είχε ως εξής: (α) Να προετοιμάζει τις Διασκέψεις των τριών υπουργών Εξωτερικών, όπως προβλεπόταν από το άρθρο της Συνθήκης της Άγκυρας. (β) Να μελετά και να ενημερώνει τις τρεις κυβερνήσεις για όλα τα ζητήματα (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά, τεχνικά θέματα) (γ) Να εξετάζει και να αναζητεί τα κατάλληλα μέτρα για την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης της Άγκυρας. (δ) Να προτείνει στις Κυβερνήσεις τη σύγκληση περιοδικών Διασκέψεων ή την οργάνωση μόνιμων και προσωρινών Επιτροπών, για την εφαρμογή των σκοπών που περιείχε το άρθρο 4 της Συνθήκης της Άγκυρας. Βλ. Αυτόθι, σ.530. 370 Καθημερινή, 21.11.1953. 371 Balkanski Pakt, ό.π, σσ.630-635. 372 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 397. 373 Βήμα, 21.4.1954. 104

Όχι φυσικά, αυτή δε βρίσκεται στο ζενίθ, δεν είναι τόσο άμεσα οξυμμένη, αλλά εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο σήμερα και καμία ανάλογη εμπιστοσύνη που θα μας επέτρεπε να μην κάνουμε τα πάντα, ώστε και στο μέλλον να μπορούμε να προβλέπουμε οποιαδήποτε ενδεχόμενη απόπειρα επίθεσης κατά των χωρών μας από οποιανδήποτε πλευρά» 374. Η αλλαγή της στάσης της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης όσο αφορούσε τη μετατροπή της Τριμερούς Συμφωνίας σε Στρατιωτική Συμμαχία, παρά τη φαινομενική βελτίωση των σοβιετικογιουγκοσλαβικών σχέσεων, οφειλόταν και στο γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση με τον Χρουστώφ δεν είχαν δείξει έμπρακτες ενέργειες για την αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων, μετά τη νέα πολιτική «επίθεση ειρήνης» από τη Σοβιετική Ένωση. Στις 4 Μαΐου, ο κ.popović μιλώντας στο Κοινοβούλιο είπε ότι η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας δεν θεωρούσε τη Συμφωνία της Άγκυρας ως κάτι προσωρινό που εκμεταλλευόταν τις απαιτήσεις της στιγμής και πως στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, είχαν ωριμάσει όλες οι συνθήκες για τη μετεξέλιξη της Συμφωνίας της Άγκυρας σε επίσημη Συμμαχία 375. Ο Τίτο αναφερόμενος στην επικείμενη υπογραφή συμπληρωματικής συμφωνίας, η οποία θα είχε ως στόχο τη μετατροπή της Τριμερούς Συμφωνίας σε Στρατιωτική Συμμαχία, δήλωσε, σε συνέντευξή του στο σχολιαστή της εξωτερικής πολιτικής της εφημερίδας «New York Times» Σουλτσμπέργκερ, ότι η συμπληρωματική αυτή συμφωνία αποτελούσε το πιο βασικό τμήμα της Συμφωνίας της Άγκυρας. Αναγνώρισε επίσης ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της στρατιωτικής αντιπροσωπείας της Γιουγκοσλαβίας στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Αγγλία, οι Δυτικές χώρες έθεσαν στη γιουγκοσλαβική αποστολή το ζήτημα της εισόδου της στο ΝΑΤΟ. Γι αυτό το σκοπό, σύμφωνα με τον Τίτο, είχε έρθει ο στρατηγός Χέντρυ στη Γιουγκοσλαβία, ως ειδικός εκπρόσωπος του Γενικού Επιτελείου των Η.Π.Α. Ο Τίτο είπε ότι η άρνηση της Γιουγκοσλαβίας οφειλόταν στο γεγονός ότι ο λαός δε θα κατανοούσε ένα τέτοιο βήμα της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης και εκτός αυτού, η Σοβιετική Ένωση έβλεπε το ΝΑΤΟ ως επιθετική συμμαχία. Ωστόσο ο στρατάρχης πρόσθεσε ότι η Γιουγκοσλαβία δεν αρνιόταν μια έμμεση συνεργασία με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία μέσω του Βαλκανικού Συμφώνου, καθώς αυτή λάμβανε όπλα από τις Η.Π.Α. Με τον τρόπο αυτό, ο Τίτο ουσιαστικά παραδέχτηκε ότι η Γιουγκοσλαβία δεν μπορούσε να μη συνεργαστεί με το ΝΑΤΟ, καθώς εξαρτιόταν από τις Η.Π.Α το θέμα της παραλαβής βοήθειας 376. 374 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 397-398. 375 Balkanski Pakt, ό.π., σσ. 643-644. 376 Αυτόθι, σσ.644-646. 105

Ωστόσο ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας κ. Πιτσιόνι σε δηλώσεις του ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τις εξωτερικές υποθέσεις της Ιταλικής Βουλής, σχετικά με τη μετατροπή της Τριμερούς Βαλκανικής Συνθήκης σε Στρατιωτική Συμμαχία, υποστήριξε σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση του ιταλικού πρακτορείου ΑΝΣΑ, ότι «οι απορρέουσες από την Ατλαντική Συμμαχία υποχρεώσεις των δύο από τα μέλη του Βαλκανικού Συμφώνου απαιτούσαν, όπως τύγχαναν της συγκατάθεσης των μελών του ΝΑΤΟ για οποιανδήποτε μετατροπή του Συμφώνου αυτού σε Στρατιωτική Συμμαχία». Αλλά από αρμόδια ελληνική πηγή διευκρινίστηκε ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία, θα αποφάσιζαν με δική τους ευθύνη τη μετατροπή του Βαλκανικού Συμφώνου σε Στρατιωτική Συμμαχία και δεν είχαν την υποχρέωση να ζητήσουν εκ των προτέρων την έγκριση του ΝΑΤΟ για τη σύναψη συμμαχίας με κράτος μη μέλος 377. Στις 20 Μαΐου 1954 ο στρατάρχης Παπάγος δέχτηκε τον Επιτετραμμένο της Ιταλίας και του κατέστησε σαφές ότι η Ελληνική Κυβέρνηση επιθυμούσε να παραμείνει ουδέτερη στο ζήτημα της Τεργέστης. Μοναδική επιθυμία της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν η γρήγορη επίλυση του προβλήματος. Ο Παπάγος σε δήλωσή του προς τους New York Times είπε ότι οι τρεις βαλκανικές χώρες είχαν πρόθεση να μετατρέψουν το Σύμφωνο της Άγκυρας σε Στρατιωτική Συμμαχία. Ακόμη χαρακτήρισε αδικαιολόγητη την αντίδραση της Ιταλίας, γιατί η απόφαση των τριών χωρών όπως συνάψουν Στρατιωτική Συμμαχία, δε χρειαζόταν την έγκριση του ΝΑΤΟ, εφόσον αυτή βρισκόταν εντός του πλαισίου του Χάρτη του Ο.Η.Ε, ο οποίος επέτρεπε τη σύναψη περιφερειακών αμυντικών συμφωνιών και δε συνεπαγόταν αναγκαστικά επέκταση των στρατιωτικών υποχρεώσεων των άλλων ατλαντικών χωρών προς τη Γιουγκοσλαβία. Σε απάντησή του ο Ιταλός πρωθυπουργός κ. Μάριο Σέλμπα, δήλωσε ότι η χώρα του δε θα δίσταζε υπό την ιδιότητά της ως κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας εναντίον της στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας, εάν προηγουμένως δε διεξάγονταν συνομιλίες, στις οποίες θα λάμβανε μέρος και η Ιταλία και εάν δεν επιλύετο πρώτα το ζήτημα της Τεργέστης 378. Σημαντικό βήμα στη σύναψη στρατιωτικο-πολιτικής συμμαχίας των τριών χωρών, αποτέλεσε η επίσκεψη του Τίτο στην Ελλάδα, στις 2-5 Ιουνίου 1954. Κατά την επίσκεψη του προέδρου Τίτο στην Αθήνα, η ελληνική πλευρά εξεδήλωσε την αποφασιστικότητά της να επέλθει Τριμερής Συμμαχία το συντομότερο δυνατό, κάτι το οποίο είχε τεθεί και στην τελική διακοίνωση. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης αυτής επιτεύχθηκε συμφωνία, όπως συσταθεί η 377 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 397-398. 378 Καθημερινή, 14.5.1954. 106

Συμμαχία στην επόμενη συνδιάσκεψη των Υπουργών Εξωτερικών των τριών χωρών στο Βελιγράδι. Μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Παπάγου, οι πλευρές αποφάσισαν να συστήσουν Συμβουλευτική Συνέλευση των τριών χωρών, η οποία θα αποτελείτο από ισάριθμους βουλευτές των Κοινοβουλίων τους, οι οποίοι θα συνέρχονταν για τις συνεδριάσεις αλληλοδιαδοχικά στις τρεις χώρες 379. Στις 8 Ιουνίου 1954, ο Τούρκος πρωθυπουργός κ. Μεντερές πραγματοποίησε επίσκεψη στην Αθήνα, κατά την οποία ενημερώθηκε και για τα αποτελέσματα των ελληνογιουγκοσλαβικών συνομιλιών που διεξήχθησαν στην Αθήνα 380. Κατά την ελληνοτουρκική σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών διαπιστώθηκε πλήρης ταύτιση απόψεων, ως προς τη μετατροπή της τριμερούς Βαλκανικής Συνθήκης της Άγκυρας σε Στρατιωτική Συμμαχία 381. Στη Γιουγκοσλαβία συστάθηκε πολιτικοστρατιωτική επιτροπή στην ΟΛΔΓ, για την επεξεργασία κειμένου σχεδίου της Τριπλής Συμμαχίας με την εξής σύνθεση: Αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Α. Μπεμπλέρ, Αναπληρωτής Αρχηγός του Γενικού επιτελείου του ΓΕΣ (Γιουγκοσλαβικός Εθνικός Στρατός) Αντιστράτηγος Λ. Βούτσκοβιτς, Κρατικός Σύμβουλος στο ΥΠ.ΕΞ Ι. Τζερτζ και Σύμβουλος στο ΥΠ.ΕΞ Ντ. Νίντσιτς 382. Στο Βελιγράδι, στις 29 Ιουνίου, άρχισαν οι συνομιλίες για τον καταρτισμό της τριμερούς Βαλκανικής Συμμαχίας. Τα προσχέδια της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας ήταν πλήρη και αναφέρονταν σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεντο αυτόματα σε εφαρμογή οι διατάξεις της Συμμαχίας. Το προσχέδιο της Τουρκίας, το οποίο ήταν διατυπωμένο υπό τύπο υπομνήματος, περιελάμβανε τις γενικές γραμμές της συμφωνίας και διατύπωνε ορισμένες παρατηρήσεις ως προς την έκτασή της και ως προς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεντο αυτόματα σε εφαρμογή οι διατάξεις της Συμμαχίας. Μετά το πέρας του έργου των τριών επιτροπών στο Βελιγράδι στις 5 Ιουλίου, οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας προέβησαν στην έγκριση και τη μονογράφηση του οριστικού κειμένου της Τριμερούς Βαλκανικής Στρατιωτικής και Πολιτικής Συμμαχίας 383. 379 Καθημερινή, 21.5.1954. 380 Καθημερινή, 21.5.1954. 381 Balkanski Pakt, ό.π., σ. 644. Στις αρχές Ιουνίου 1954, ο νέος πρεσβευτής της Ιταλίας κ. Κάστο Καρούζο έφτασε στην Αθήνα. Κατά τις συνομιλίες του κ. Παπάγου και του κ. Στεφανόπουλου με τον κ. Καρούζο, τον διαβεβαίωσαν ότι η μετατροπή του Βαλκανικού Συμφώνου σε Συμμαχία, δε θα είχε αντιϊταλικό χαρακτήρα και του τόνισαν ότι οι φόβοι της Ιταλίας ήταν εντελώς αβάσιμοι και αδικαιολόγητοι. Του εξήγησαν ότι η Συμμαχία θα ενίσχυε την άμυνα και τους γενικότερους σκοπούς του ΝΑΤΟ. Η Ιταλία δεν είχε το δικαίωμα να φέρει αντιρρήσεις κατά της Βαλκανικής Συμμαχίας, εφόσον η ίδια είχε αποδεκτεί το Βαλκανικό Σύμφωνο, απότοκος του οποίου θα ήταν η Συμμαχία. Η ολοκλήρωση του Συμφώνου σε Συμμαχία δε θα μπορούσε να έχει σχέση με το θέμα της Τεργέστης ούτε και να το επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο. Βλ.Αυτόθι. Η Βρετανική Κυβέρνηση παρόλο που συμφωνούσε με τη μετατροπή του Συμφώνου σε Συμμαχία, άσκησε πίεση προς την Ελλάδα και την Τουρκία, όπως πρώτα επιλυθεί το Ζήτημα της Τεργέστης. Βλ. Βήμα, 3.6.1954. 382 Καθημερινή, 8.6.1954. 383 Καθημερινή, 9.6.1954. 107

Το σχέδιο του κειμένου της Συμμαχίας θα δινόταν για δημοσίευση ταυτόχρονα και στις τρεις κυβερνήσεις. Οι διπλωματικοί κύκλοι εξέδωσαν την πληροφορία ότι το σχέδιο της Συμμαχίας δεν επρόκειτο να επεξεργαστεί ή να τροποποιηθεί από τους τρεις υπουργούς Εξωτερικών, όταν θα συνέρχονταν στο Bled της Γιουγκοσλαβίας, στις 20 Ιουλίου, για την υπογραφή της Βαλκανικής Συμμαχίας. Ακόμη το σχέδιο της Συμμαχίας θα υποβαλλόταν στο ΝΑΤΟ από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας 384. Στο μεταξύ στις 14 Ιουλίου 1954 η Άγκυρα αιφνιδίασε τις κυβερνήσεις Αθηνών και Βελιγραδίου, όταν ζήτησε την αναβολή της υπογραφής της Βαλκανικής Συμμαχίας. Η Τουρκική Κυβέρνηση προέβαλε ως αιτίες της αναβολής δύο «διοικητικούς» λόγους: Πρώτο, ότι ο πρωθυπουργός της Τουρκίας κ. Μεντερές είχε υποστεί υπερκόπωση και είχε την ανάγκη να ξεκουραστεί και δεύτερο, γιατί επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το Συνέδριο του Τουρκικού Δημοκρατικού Κόμματος και ενδεχομένως να κρινόταν απαραίτητη η παρουσία του υπουργού Εξωτερικών κ. Κöprülü 385. Η τουρκική αντίδραση θεωρήθηκε αδικαιολόγητη τόσο από την ελληνική όσο και από τη γιουγκοσλαβική πλευρά. Η υπαναχώρηση της Άγκυρας και η αίτησή της για αναβολή της Συνόδου των Υπουργών ερμηνεύτηκε ότι οφειλόταν στην επιθυμία της Τουρκικής Κυβέρνησης, να ρυθμιστεί προηγουμένως η ιταλογιουγκοσλαβική διαφορά για την Τεργέστη 386. Η Ιταλία ήταν αρνητική, γιατί πίστευε ότι η Γιουγκοσλαβία θα ενισχύετο στρατιωτικά, εφόσον δεν είχε λυθεί το ζήτημα της Τεργέστης. Το σχέδιο της Βαλκανικής Συμμαχίας ήταν σχεδόν έτοιμο, ωστόσο υπήρχε πιθανότητα η υπογραφή του να καθυστερήσει, λόγω της έναρξης των διαπραγματεύσεων με την Ιταλία. Η στάση της Γιουγκοσλαβίας για την Τεργέστη θα γινόταν περισσότερο άκαμπτη, αν η Ιταλία προέβαλλε την αξίωση να συμμετάσχει στο Σύμφωνο ή να φέρει αντιρρήσεις για τη συνομολόγησή του 387. Κατόπιν προσωπικής παρέμβασης του στρατάρχη Παπάγου προς την Τουρκική Κυβέρνηση, αποφασίστηκε όπως οι τρεις χώρες υπογράψουν τη Συνθήκη 388.Έτσι στις 29 384 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 398. 385 Balkanski Pakt, ό.π., σ. 666-672. 386 Μακεδονία, 6.7.1954. Συγκίνηση και ενδιαφέρον προκάλεσε στις αντιπροσωπίες του Μονίμου Συμβουλίου του ΝΑΤΟ, η αναγγελία για τη μονογράφηση του προσχεδίου της Βαλκανικής Στρατιωτικής Συμμαχίας και ιδίως της απόφασης να υπογραφτεί η Συμμαχία στη Σύνοδο του Bled, τον Ιούλιο του 1954. Οι αντιπρόσωποι του ΝΑΤΟ εκτός της Ιταλίας, ουδόλως αμφισβήτησαν το δικαίωμα της Ελλάδας και της Τουρκίας να συνδεθούν μέσω Συμμαχίας με τη Γιουγκοσλαβία, αλλά επιζήτησαν να ενημερωθούν για την έκταση νέων στρατιωτικών υποχρεώσεων των οποίων θα αναλάμβαναν η Ελλάδα και η Τουρκία. Βλ. Καθημερινή, 7.7.1954. 387 Μακεδονία, 15.7.1954. 388 Βήμα, 15.7.1954. Η εφημερίδα «Μακεδονία» στις 18.7.1954, έγραψε πως ο Τίτο δε θεώρησε δικαιολογημένη την αναβολή της υπογραφής. Ο πρόεδρος Τίτο σε μήνυμά του προς τον Έλληνα πρωθυπουργό κ. Παπάγο, τόνισε ότι «δεν πείσθηκε πλήρως» από τη δικαιολογία που προβλήθηκε. 108

Ιουλίου 1954 ανακοινώθηκε επίσημα ότι οι Υπουργοί Εξωτερικών των τριών χωρών θα συνέρχονταν στο Bled στις 6 Αυγούστου 1954, για την υπογραφή της Τριμερούς Συμμαχίας. Mετά τη σύναψη της Τριμερούς θα ακολουθούσε και η αναγγελία της τελικής Συμφωνίας της Ιταλίας με τη Γιουγκοσλαβία για την Τεργέστη 389. Έτσι στις 9 Αυγούστου 1954 στο Bled της Σλοβενίας υπογράφτηκε η τελική «Συνθήκη Συμμαχίας, Πολιτικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας» ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία. Το κείμενο της Συνθήκης Στρατιωτικής Συμμαχίας διακήρυττε την αφοσίωση των τριών κρατών στις αρχές του Ο.Η.Ε και την ειρήνη. Το πλήρες κείμενο της Συνθήκης είχε ως εξής: «Τα συμβαλλόμενα μέρη διαδήλωναν εκ νέου την πίστη τους στις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και την επιθυμία τους όπως συντείνουν μέσω της συνένωσής των προσπαθειών τους, στη διαφύλαξη της ειρήνης, στην εδραίωση της ασφάλειας και στην ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας. Τα τρία βαλκανικά κράτη ήταν αποφασισμένα να εξασφαλίσουν την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία των χωρών τους σύμφωνα με τις αρχές και τις διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ακόμη ήταν αποφασισμένα τα κράτη να επεκτείνουν και να ενισχύσουν τις βάσεις φιλίας και συνεργασίας, οι οποίες είχαν τεθεί με την υπογραφή της Συνθήκης της Άγκυρας το Φεβρουάριο του 1953». Τη Συνθήκη του Bled υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών των τριών χωρών κ.κ. Κöprülü, Στεφανόπουλος και Popović. Ως πληρεξούσιοι συμφώνησαν τα παρακάτω: Άρθρο 1 Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλάμβαναν την υποχρέωση να ρυθμίσουν σύμφωνα με τις διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών μέσω ειρηνικών μέσων κάθε διεθνή διαφορά, στην οποία επρόκειτο να βρεθούν αναμεμειγμένα και να απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις, με οποιονδήποτε τρόπο από τη χρήση βίας ή απειλών. Άρθρο 2 (Συλλογική Άμυνα) Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι κάθε ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσότερων από αυτά σε οποιοδήποτε τμήμα του εδάφους τους, θα θεωρείτο ως επίθεση εναντίον όλων των συμβαλλομένων μερών, τα οποία έπρεπε να παρέχουν ατομικά ή συλλογικά βοήθεια στα μέρη που είχαν υποστεί επίθεση, λαμβάνοντας κατόπιν κοινής απόφασης όλα τα μέτρα περιλαμβανομένης και της χρήσης ένοπλης δύναμης, τα οποία θα 389 Καθημερινή, 18.7.1954. 109

έκριναν τα μέρη ως αναγκαία προς αποτελεσματική άμυνα. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλάμβαναν και την υποχρέωση να μη συνάψουν ειρήνη ή άλλη συμφωνία παρά μόνο ύστερα από προηγούμενη κοινή μεταξύ τους συμφωνία. Άρθρο 3 Για τη διασφάλιση αδιάκοπης και αποτελεσματικής υλοποίησης των στόχων του Συμφώνου αυτού, τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνταν να δίνουν βοήθεια μεταξύ τους, για τη διατήρηση και ενίσχυση των αμυντικών τους δυνατοτήτων. Άρθρο 4 (Μόνιμο Συμβούλιο) Με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή του Συμφώνου αυτού αποφασίστηκαν τα παρακάτω: (α) Ιδρύθηκε Μόνιμο Συμβούλιο αποτελούμενο από τους υπουργούς Εξωτερικών και άλλα μέρη των κυβερνήσεων των συμβαλλόμενων μερών, των οποίων η παρουσία θα εξαρτιόταν από την κατάσταση και τη φύση των ζητημάτων τα οποία θα μελετούνταν. Το Μόνιμο Συμβούλιο θα συνερχόταν δύο φορές το χρόνο. Θα μπορούσε ακόμη να συνέλθει και σε συμπληρωματικές συνόδους, όσες φορές αυτό κρινόταν αναγκαίο από τις κυβερνήσεις όλων των συμβαλλόμενων μερών. Όταν δε θα βρισκόταν σε σύνοδο το Μόνιμο Συμβούλιο, θα ασκούσε τις λειτουργίες του μέσω της Μόνιμης Γραμματείας της Συνθήκης της Άγκυρας. Η υπό του άρθρου 1, της Συνθήκης της Άγκυρας, προβλεπόμενη συνδιάσκεψη των υπουργών των Εξωτερικών αντικαταστάθηκε από το Μόνιμο Συμβούλιο. Οι αποφάσεις του Μόνιμου Συμβουλίου θα λαμβάνονταν ομόφωνα. (β) Τα Γενικά Επιτελεία των συμβαλλόμενων θα συνέχιζαν την από κοινού εφαρμογή των άρθρων 2 και 3 της Συνθήκης της Άγκυρας, λαμβάνοντας υπόψη και τις διατάξεις αυτής της Συνθήκης. Άρθρο 5 Σε περίπτωση που προέκυπτε κατάσταση που αφορούσε το άρθρο 2 αυτού του Συμφώνου, τα συμβαλλόμενα μέρη θα προέβαιναν αμέσως σε συνεννοήσεις μεταξύ τους και το Μόνιμο Συμβούλιο θα συνερχόταν προς καθορισμό των μέτρων, τα οποία θα έπρεπε να προστεθούν σε εκείνα τα οποία είχαν ήδη ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 2. 110

Άρθρο 6 Σε περίπτωση σοβαρής επιδείνωσης της διεθνούς κατάστασης και ειδικότερα σε ζητήματα που η επιδείνωση αυτή θα μπορούσε να είχε αρνητικό αποτέλεσμα, άμεσο ή έμμεσο για την ασφάλεια της περιοχής τους, τα συμβαλλόμενα μέρη θα συσκέπτονταν προς εξέταση της κατάστασης και τον καθορισμό της στάσης τους. Τα συμβαλλόμενα μέρη έπρεπε να γνωρίζουν ότι ένοπλη επίθεση εναντίον μιας από τις τρεις χώρες μπορούσε να επεκταθεί και να απειλήσει την ακεραιότητα και την ασφάλεια μίας ή περισσότερων από αυτές. Έπρεπε να γνωρίζουν ότι σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης εναντίον χώρας, στην οποία ένα ή περισσότερα από τα συμβαλλόμενα μέρη είχε κατά το χρόνο της υπογραφής της παρούσας Συνθήκης υποχρεώσεις αμοιβαίας βοήθειας, τα συμβαλλόμενα μέρη θα συσκέπτονταν ως προς τα μέτρα τα οποία θα έπρεπε να ληφθούν για αντιμετώπιση της κρίσης. Άρθρο 7 (Εις τον Ο.Η.Ε) Τα συμβαλλόμενα μέρη θα γνωστοποιούσαν στο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών την ένοπλη επίθεση, μέσω της οποίας τα μέρη αυτά θα αποτελούσαν θύματα, καθώς και τα μέτρα που είχαν ληφθεί για τη νόμιμη άμυνα. Θα έθεταν τέρμα στα μέτρα που είχαν ληφθεί ευθύς μετά την εφαρμογή των μέτρων, τα οποία αναφέρονταν στο άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε. Άρθρο 8 Τα συμβαλλόμενα μέρη επιβεβαίωσαν εκ νέου την απόφασή τους να μη μετάσχουν σε οποιονδήποτε συνασπισμό που θα στρεφόταν εναντίον ενός από αυτά και να μην αναλάβουν οποιαδήποτε υποχρέωση ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Συνθήκης του Bled. Άρθρο 9 (υποχρεώσεις προς το ΝΑΤΟ) Οι διατάξεις της παρούσας Συνθήκης δεν έθιγαν και δεν μπορούσαν να ερμηνευτούν ότι έθιγαν με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, που απορρέουν από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Άρθρο 10 Οι διατάξεις της Συνθήκης δεν έθιγαν και δεν μπορούσαν να ερμηνευτούν ότι έθιγαν με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που είχαν η Ελλάδα και η Τουρκία από τη Συνθήκη του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (1949). 111

Άρθρο 11 Το Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας της Άγκυρας, του Φεβρουαρίου του 1953, παρέμενε σε ισχύ στα σημεία που αυτό δεν τροποποιείτο από τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης. Άρθρο 12 Οι διατάξεις του άρθρου 9 της Συνθήκης της Άγκυρας (1953) θα παρέμενε και σ αυτό το Σύμφωνο με τους ίδιους όρους. Άρθρο 13 Η Συνθήκη αυτή είχε ισχύ για 20 χρόνια και εάν κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν την κατήγγειλε πριν τη λήξη της, αυτή θα παρατεινόταν μέσω σιωπηρής ανανέωσης για ένα ακόμη έτος και ούτω καθεξής. Άρθρο 14 Η παρούσα Συνθήκη θα επικυρωνόταν από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τα Συντάγματά τους. Η ισχύς της Συνθήκης άρχιζε από τη μέρα της κατάθεσης του τελευταίου επικυρωτικού οργάνου. Τα επικυρωτικά όργανα θα ήταν στη διάθεσή του Υπουργού Εξωτερικών του Βασιλείου της Ελλάδας. Η Συνθήκη θα κατοχυρωνόταν στα Ηνωμένα Έθνη. Αυτή συντάχθηκε στη γαλλική γλώσσα σε τρία όμοια αντίτυπα. Σε κάθε ένα συμβαλλόμενο μέρος παραδόθηκε ένα από αυτά 390. Η Βαλκανική Συμμαχία συνέβαλε στην ενίσχυση της άμυνας του δυτικού κόσμου και η απήχησή του στις συμμαχικές χώρες ήταν τεράστια 391. Τον Οκτώβριο του 1954 μονογραφήθηκε στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών η συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας. Τη Συμφωνία μονόγραψαν οι εκεί πρεσβευτές των χωρών κ.κ. Μπρόζιο και Βέλεμπιτ. Εκπρόσωπος της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης χαρακτήρισε τη λύση, ως ένα λογικό συμβιβασμό και μια σημαντική συμβολή στη σταθεροποίηση της Ευρώπης. Σε ολόκληρη την Ιταλία εκατοντάδες χιλιάδες σημαίες κυμάτιζαν και προετοιμάζονταν για την προσάρτηση της Τεργέστης. Ο Αμερικανός 390 Balkanski Pakt, ό.π., σ. 722-726. 391 Καθημερινή, 10.8.1954. Ο κ. Ντάλλες σε συνέντευξη Τύπου στις 10.8.1954, είχε δηλώσει ότι η κυβέρνηση των Η.Π.Α ήταν πραγματικά ικανοποιημένη και χαρούμενη για το γεγονός ότι οι τρεις χώρες πέτυχαν να συνάψουν τη Συμφωνία αυτή, εκφράζονας ταυτόχρονα την ελπίδα του ότι οι τρεις βαλκανικές χώρες μπορούσαν να διευρύνουν ακόμη περισσότερο τη συνεργασία τους. 112

πρόεδρος Αϊζενχάουερ έστειλε τα συγχαρητήριά του για τη διευθέτηση του θέματος της Τεργέστης προς τους προέδρους της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο δυσφορία για τη λύση του ζητήματος της Τεργέστης προέβαλε η Αυστρία. Ο αντιπρόεδρος της Αυστριακής Κυβέρνησης είχε δηλώσει ότι η Αυστρία δεν είχε πολιτικά συμφέροντα στην Τεργέστη, όμως τόνισε ότι η Αυστρία θα προτιμούσε η Τεργέστη να παρέμενε ως αυτόνομο, ελεύθερο κράτος, παρά να διαμοιραζόταν μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας 392. 392 Μακεδονία, 6.10.1954. Η Τεργέστη μέχρι το 1919 ανήκε στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Έτσι οι κάτοικοι της Τεργέστης εξακολουθούσαν να θυμούνται με συμπάθεια την εποχή που η πόλη ανήκε στην Αυστρία. 113

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ελληνοτουρκική κρίση και η αποδυνάμωση του Βαλκανικού Συμφώνου Στις αρχές του 1955, η Βαλκανική Χερσόνησος αποτέλεσε εστία ανησυχιών για τους Αμερικανούς και γενικότερα για τους Δυτικούς, όχι μόνο λόγω κομμουνιστικής διείσδυσης, αλλά ένεκα των αντιδραστικών και αντιδημοκρατικών μέτρων, τα οποία λαμβάνονταν από τις κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας. Η προσπάθεια της Δύσης να βοηθήσει τις τρεις χώρες να καταστούν προπύργια ασφάλειας του ελεύθερου κόσμου κινδύνευε να ατονήσει. Το δημοκρατικό επίχρισμα της Τουρκίας άρχισε να καταρρέει, η πολιτική ανοχή της Γιουγκοσλαβίας είχε αρχίσει να εξανεμίζεται και η αποφασιστικότητα της Ελλάδας να αποκτήσει την Κύπρο προκάλεσε προστριβές με την Αγγλία, την Αμερική και την Τουρκία 393. Μετά τη σύναψη της Στρατιωτικής Συμμαχίας του Bled τον Αύγουστο του 1954, οι Γιουγκοσλάβοι συνέχισαν να δηλώνουν την πίστη τους στο Βαλκανικό Σύμφωνο και εξακολουθούσαν να συνεργάζονται με τα όργανά του. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1955, η Γιουγκοσλαβία υπέγραψε την πρώτη από το 1948 εμπορική συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση διάρκειας ενός έτους και συνολικής αξίας προϊόντων 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Η Συμφωνία υπογράφτηκε κατά την επίσκεψη της κομματικής κυβερνητικής αντιπροσωπείας της ΕΣΣΔ στη Γιουγκοσλαβία. Παρόλο που η εμπορική αυτή συμφωνία εξομάλυνε τις σοβιετο-γιουσκολαβικές σχέσεις, οι Γιουγκοσλάβοι εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στο Βαλκανικό Σύμφωνο 394. H Σοβιετική Ένωση μετά από το θάνατο του Στάλιν εγκαινίασε μια νέα πολιτική για τα Βαλκάνια, η οποία φαινομενικά ήταν περισσότερο φιλική προς τη Γιουγκοσλαβία, απέβλεπε όμως ουσιαστικά στην εξάρθρωση του Βαλκανικού Συμφώνου. Ήταν προφανές ότι οι νέοι σοβιετικοί ηγέτες δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν ως μόνιμη τη διαίρεση των Βαλκανίων στον υπό σοβιετική κυριαρχία συνασπισμό της Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας και στο φιλοδυτικό συνασπισμό της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας 395. Τη θέση του πρωθυπουργού μετά το θάνατο του Στάλιν ανέλαβε ο Μαλένκωφ, 393 Καθημερινή, 4.1.1955. 394 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 402. Το ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ένωσης έναντι της Γιουγκοσλαβίας είχε αρχίσει να γίνεται πιο έκδηλο μετά την υπογραφή της Βαλκανικής Συμμαχίας τον Αύγουστο του 1954. Εντούτοις, η βελτίωση των σχέσεων Μόσχας Βελιγραδίου οφειλόταν σε γενικότερους λόγους. Η Ουάσινγκτον δεν έκρυβε τις ανησυχίες της, για την παρουσία των κομμουνιστών στη Γιουγκοσλαβία, παρά τις διαβεβαιώσεις του Τίτο ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψουν τη Δύση. Βλ. Καθημερινή, 11.1.1955. 395 Βήμα, 30.5.1953. 114

ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του Στάλιν, ενώ τη θέση του Γενικού Γραμματέα ανέλαβε ο Νικήτας Χρουστώφ που μέχρι εκείνη την περίοδο ήταν άγνωστος. Ο Μαλένκωφ ως νέος πρωθυπουργός της Σοβιετικής Ένωσης σε λόγο του μετά την κηδεία του Στάλιν δήλωσε τα εξής: «Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής μας ο κύριος σκοπός μας συνίσταται στην πρόληψη της εκρήξεως ενός νέου πολέμου και στην ειρηνική συμβίωση με τις άλλες χώρες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και η Σοβιετική Κυβέρνηση πιστεύουν ότι η πλέον ορθή, ουσιώδης και δίκαια εξωτερική πολιτική είναι η πολιτική της ειρήνης μεταξύ όλων των λαών, βασιζόμενη επί της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των πραγματικοτήτων και των γεγονότων. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αντιληφθούν ότι οι λαοί διψούν για την ειρήνη και αναθεματίζουν τον πόλεμο. Εγκληματικές είναι οι κυβερνήσεις εκείνες, οι οποίες προσπαθούν να εξαπατήσουν τους λαούς τους και να βαδίσουν εναντίον της θέλησεώς τους δια την διαφύλαξη της ειρήνης» 396. Εντούτοις ο Χρουστώφ προσπάθησε να υπερφαλαγγίσει γρήγορα την παλιά σταλινική φρουρά. Ο επικεφαλής της αστυνομίας, Λαβρέντι Μπέριγια, εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1953, με την κατηγορία ότι δήθεν δεν προέβλεψε την εξέγερση των Γερμανών εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο στις 17 Ιουνίου 1953 397. Το Φεβρουάριο του 1955, ο πρωθυπουργός Μαλένκωφ απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία με την κατηγορία ότι υπονόμευε τη βαριά βιομηχανία, η οποία αποτελούσε τη βάση της σοβιετικής οικονομίας. 398 Τον Μαλένκωφ τον διαδέχτηκε ο Ν.Α. Μπουλκάνιν, ένα άτομο που βρισκόταν υπό την επιρροή του Χρουστώφ. Ωστόσο λίγο αργότερα το 1955, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Χρουστώφ και έκτοτε υπήρξε νέα εξέλιξη στις σοβιετο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις. 399 Τον Μάιο Ιούνιο του 1955, ο Χρουστσώφ με τη συνοδεία του Μπουλκάνιν πραγματοποίησε επίσκεψη στο Βελιγράδι. Όσον αφορούσε την επίσκεψη αυτή, η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση είχε δηλώσει τα εξής: «Κατά τη διάρκεια της εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Σοβιετικής Ένωσης, τα τελευταία δυο χρόνια εμφανίστηκε η ανάγκη για τις Κυβερνήσεις τους να διευκρινίσουν ορισμένα ζητήματα, τα οποία εκκρεμούν και από την λύση τους θα καθίστατο δυνατή η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δυο εθνών, με αποτέλεσμα τη μείωση της διεθνούς εντάσεως» 400. Ακόμη ο Νικήτας Χρουστώφ σε λόγο του για την επίσκεψη που επρόκειτο να πραγματοποιήσει με τους άλλους σοβιετικούς ηγέτες στο Βελιγράδι, σε συγκέντρωση των εκπροσώπων εργατικών 396 Βήμα, 10.3.1953. 397 Σπ. Σφέτας, Στη σκιά του Μακεδονικού. Η κρίση Αθήνας Βελιγραδίου στη δεκαετία του 1960, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη (2007), σ. 14. 398 Καθημερινή, 9.2.1955. 399 Σπ. Σφέτας, Στη σκιά του Μακεδονικού, ό.π., σ.16. 400 Καθημερινή, 16.5.1955. 115

οργανώσεων όπου αναγνώρισε το γιουγκοσλαβικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, δήλωσε τα εξής: «Παραμένουμε προσηλωμένοι στην άποψη ότι οι ομαλές σχέσεις μεταξύ των κρατών οφείλουν να στηρίζονται επί της ισοτιμίας και επί της μη αναμείξεως του ενός στις υποθέσεις του άλλου. Σήμερα υφίστανται όλες οι συνθήκες οι οποίες μπορούν να εξασφαλίσουν κανονικές σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας» 401. Οι ηγέτες του Κρεμλίνου δεν είχαν σκοπό κατά την επίσκεψη τους να συζητήσουν την ιδεολογική διαμάχη, αλλά τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών και τα κοινά ζητήματα που αφορούσαν τη διεθνή κατάσταση 402. Ο Χρουστώφ στο Βελιγράδι υποσχέθηκε γενναία οικονομική βοήθεια προς τη Γιουγκοσλαβία και παρέγραψε τα χρέη της χώρας προς τη Σοβιετική Ένωση 403. Παρόλα αυτά, οι δύο αντικειμενικοί στόχοι των σοβιετικών ηγετών απέτυχαν στις συνομιλίες του Βελιγραδίου. Η Γιουγκοσλαβία δεν αποδέχθηκε τη σοβιετική πρόταση για ουδετεροποίησή της και αρνήθηκε επίσης τη μείωση της ανεξαρτησίας της. Επίσης δε βρήκε ανταπόκριση η πρότασή της για ενοποίηση όλων των Κομμουνιστικών Κομμάτων και της δημιουργίας νέας Διεθνούς, γιατί ο στρατάρχης Τίτο δε συμφώνησε να γίνει συζήτηση μεταξύ κομμάτων αλλά μεταξύ κρατών 404. Στην κοινή διακήρυξη της 2ας Ιουνίου 1955, Διακήρυξη του Βελιγραδίου (Belgadska Deklaracija), τονίστηκε η αναγνώριση και ανάπτυξη της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των λαών, όπως και ο αμοιβαίος σεβασμός και η μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις για ιδεολογικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους 405. Η Γιουγκοσλαβία, παρά τη βελτίωση των σχέσεών της με τη Σοβιετική Ένωση, αρνήθηκε να ενταχθεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, επιμένοντας στο δόγμα της ίσης απόστασης από τους δύο συνασπισμούς 406. Σύντομα όμως, στην ελληνο-γιουγκοσλαβο-τουρκική συμμαχία εμφανίστηκαν ρωγμές. Τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στην αναθέρμανση των ρωσο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, αλλά κυρίως στην έξαρση του Κυπριακού Προβλήματος. Ύστερα από το 1954-401 Καθημερινή, 19.5.1955. 402 Καθημερινή, 28.5.1955. 403 Τ. Ηλιαδάκης, ό.π., σ.114. 404 Καθημερινή 29.5.1955. 405 Σπ. Σφέτας, Στη σκιά του Μακεδονικού, ό.π.,σσ. 15-16. Πριν την άφιξη της κομματικής κυβέρνησης της αντιπροσωπίας της ΕΣΣΔ στο Βελιγράδι, στη Γιουγκοσλαβία παρευρέθηκε σε επίσκεψη φιλίας ο Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές στις 4-9 Μαίου 1955, ενώ στις 24 Μαρτίου, τη Γιουγκοσλαβία είχε επισκεφτεί ο αρχηγός του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου στρατηγός κ. Ντόβας. Βλ. Τ. Μ. Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 114. 406 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ. 638. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Έλληνα Βασιλιά Παύλου στη Γιουγκοσλαβία, στις 5-14 Σεπτεμβρίου 1955, οι Γιουγκοσλάβοι διαβεβαίωσαν τους Έλληνες πως η στάση τους έναντι του Βαλκανικού Συμφώνου, δεν επρόκειτο να μεταβληθει μετά την εξομάλυνση των σχέσεών τους με την ΕΣΣΔ. Βλ. Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 402 116

1955, το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμπεριλαμβανομένων και των αμυντικών μπήκε οριστικά στην τροχιά του Κυπριακού Ζητήματος 407. Το Κυπριακό είχε αρχίσει από τις αρχές του 1954 να κυριαρχεί όχι μόνο στις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας. Ήδη, από τα τέλη του 1953, μετά την επεισοδιακή συνάντηση του Παπάγου με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden), η κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει επίσημα το θέμα της Κύπρου στον ΟΗΕ 408. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στις 27 Απριλίου 1953 ο Μακάριος ζήτησε με επιστολή του προς τον Κυβερνήτη τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Μετά την αρνητική στάση της αποικιακής διοίκησης και με υποδείξεις της Εθναρχίας και του ΑΚΕΛ, οι Ελληνοκύπριοι αρνήθηκαν να εορτάσουν τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Σε απάντηση η αποικιακή διοίκηση έθεσε εκτός νόμου την ΠΕΟΝ, οργάνωση νεολαίας της Εθναρχίας. Όταν το αίτημα για διοργάνωση συλλαλητηρίου απορρίφθηκε από τις Αρχές, ο Αρχιεπίσκοπος κάλεσε τον ελληνοκυπριακό λαό «εις δέησιν», όπου εξεφώνησε λόγο κατά του αποικιακού καθεστώτος. Στις αρχές Αυγούστου, ο Μακάριος ζήτησε από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ την εφαρμογή της Αρχής της Αυτοδιάθεσης στην Κύπρο και δήλωσε στον στρατάρχη Παπάγο ότι, αν η Ελλάδα δεν υιοθετούσε το αίτημα, ίσως βρισκόταν άλλη χώρα να το πράξει 409. Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε υποδείξει στον Αρχιεπίσκοπο να μην ακολουθήσει τη γραμμή αυτή ενόψει των επικείμενων ελληνοβρετανικών επαφών. Όταν η Ελληνική Κυβέρνηση προσέγγισε τους Βρετανούς, κατά τη διάρκεια ανεπίσημης επίσκεψης στην Αθήνα του υπουργού Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, ο 407 Σωτήρης Βαλτέν, Ελλάδα Γιουγκοσλαβία. Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης και οι ανακατατάξεις στα Βαλκάνια 1961-1962, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σ. 11. 408 Η. Νικολακόπουλος, «Από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου εως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου», ό.π., σ.186. Το 1950 στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα. Το ξεκάθαρο και κατηγορηματικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα, έδωσε στη νέα κυπριακή ηγεσία υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ, το βάθρο να απαιτήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση μια πιο ενεργή πολιτική στο Κυπριακό. Η Ελλάδα όμως, μόλις είχε βγει από τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο. Ύστερα από μια δεκαετή ταλαιπωρία βρέθηκε το 1950 στην ανάγκη που της επέβαλε ο Εμφύλιος Πόλεμος να φροντίσει για την ασφάλειά της και να αρχίσει την προετοιμασία για την είσοδό της στο ΝΑΤΟ. Γι αυτό είχε εκείνη την περίοδο άλλες προτεραιότητες από αυτές της Λευκωσίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις ακόμη και η κυβέρνηση Παπάγου ακολουθούσαν όσον αφορά το Κυπριακό μια πιο μετριοπαθή στάση. Στηρίχτηκαν στις διμερείς διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Αγγλικής και Ελληνικής Κυβέρνησης. Η τακτική, όμως, της Ελληνικής Κυβέρνησης περί φιλικών διαπραγματεύσεων, δε φαινόταν να καρποφορεί, γιατί το Λονδίνο αντιμετώπιζε το αίτημα της Ελλάδας για φιλικές διαπραγματεύσεις με πλήρη αδιαφορία. Βλ. Μενέλαος Αλεξανδράκης - Βύρων Θεοδωρόπουλος - Ευστάθιος Λαγάκος, Το Κυπριακό 1950-1974, εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, 2 η έκδοση, Αθήνα 1987, σ. 21. 409 Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, (επιμέλεια Κρανιδιώτης Γ., Τενεκίδης Γ.), εκδόσεις Βιβλιοπωλείου Εστίας, Αθήνα 1981, σ. 172. 117

Βρετανός κατά τη συνάντηση του με τον κ. Παπάγο αρνήθηκε ακόμη και να συζητήσει το θέμα και έτσι η συνάντηση αυτή έπεισε το στρατάρχη να προσφύγει στον ΟΗΕ 410. Λίγο αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου 1953, ο Στεφανόπουλος επέδωσε στη Βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα μια διακοίνωση, στην οποία τονιζόταν ότι εάν το Λονδίνο δε συναινούσε σε διαπραγματεύσεις, η Αθήνα θα ενεργούσε μονομερώς. Μία ακόμη προσπάθεια είχε κάνει και ο Παπάγος τον επόμενο μήνα, όταν σε συνάντησή του με τον Πρέσβη Πηκ του τόνισε ότι η Ελλάδα προσέβλεπε σε μια λύση σύμφωνα με την οποία θα εισαγόταν Φιλελεύθερο Σύνταγμα στο νησί και ότι θα πραγματοποιείτο σε διάστημα 2-5 ετών δημοψήφισμα για το μελλοντικό καθεστώς του. Ωστόσο και η νέα ελληνική προσέγγιση αγνοήθηκε από το Λονδίνο 411. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, το Φεβρουάριο του 1954, είχε επισκεφτεί την Αθήνα, όπου πίεσε για ακόμη μια φορά την Ελληνική Κυβέρνηση να προσφύγει στον ΟΗΕ. Παράλληλα δύο νέες βρετανικές δηλώσεις, στη Βουλή των Λόρδων και στη Βουλή των Κοινοτήτων από το Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών Ήντεν, έκαναν σαφές ότι η Βρετανία δε θα μετέβαλλε την πολιτική της επί του Κυπριακού 412. Έτσι λόγω της αυξανόμενης πίεσης της Εθναρχίας, σε συνδυασμό με τη σταθερή άρνηση της Βρετανίας να διαπραγματευθεί, η Αθήνα οδηγείτο υπέρ της προσφυγής. Ωστόσο η Ελληνική Κυβέρνηση την περίοδο εκείνη λάμβανε ανησυχητικά μηνύματα από άλλες πλευρές. Ο Τούρκος πρωθυπουργός κ. Αντνάν Μεντερές κατά τη διέλευσή του από το αεροδρόμιο των Αθηνών είχε αρνηθεί να συζητήσει το θέμα της Κύπρου με τον Παπάγο και η Αμερικανική Κυβέρνηση διεμήνυσε στην Αθήνα ότι ήταν αντίθετη σε μια προσφυγή στον ΟΗΕ. Εντούτοις, η απόφαση για υποβολή της προσφυγής λήφθηκε στις 15 Απριλίου σε σύσκεψη του πρωθυπουργού με στενούς του συνεργάτες, μεταξύ των οποίων και οι κκ. Στεφανόπουλος και Κύρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή δε λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά από μια άτυπη σύσκεψη 413. Η απόφαση για προσφυγή στον 410 Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Η τελευταία περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο 1941-1959», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 438. 411 Μενέλαος Αλεξανδράκης - Βύρων Θεοδωρόπουλος - Ευστάθιος Λαγάκος, ό.π., σσ. 21-22. 412 Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π., σ. 172. Ο Ήντεν είχε δηλώσει στη Βουλή των Κοινοτήτων τα εξής: «Όπως έχει διευκρινιστεί στην Ελληνική Κυπριακή Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας δεν δέχεται να συζητήσει το καθεστώς της Κύπρου». Η δήλωση αυτή του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών έγινε αντικείμενο κριτικής από τον Αθηναϊκό Τύπο. Αυτό σε συνδυασμό με την επίσκεψη του Μακαρίου στην Αθήνα, προκάλεσαν βίαιες αντιβρετανικές εκδηλώσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου. Βλ. αυτόθι, σ. 173. 413 Ε. Χατζηβασιλείου, «Η τελευταία περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο 1941-1959», ό.π., σ. 438-439. Ο Αλέξης Κύρου ήταν μόνιμος αντιπρόσωπος του ΟΗΕ και από το 1954 Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο Κύρου ήταν κυπριακής καταγωγής και η παρουσία του υπήρξε καταλυτική για να πεισθεί ο Παπάγος ότι το διεθνές κλίμα ευνοούσε μια ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, με αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Βλ. αυτόθι, σ. 438. 118

ΟΗΕ, πάρθηκε έπειτα από δήλωση του Βρετανού υπουργού Αποικιών Χόπκινσον, ο οποίος είχε δηλώσει ότι: «Είχε πάντοτε γίνει αντιληπτό και αποδεκτό, ότι υπάρχουν ορισμένα εδάφη εντός της Κοινοπολιτείας, τα οποία λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους δεν μπορούν ποτέ να ελπίζουν να γίνουν πλήρως ανεξάρτητα». Με αυτές τις συνθήκες, ο Έλληνας πρωθυπουργός με έγγραφό του στις 16 Αυγούστου, ζήτησε από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να περιλάβει στην Ημερήσια Διάταξη της 9 ης Γενικής Συνέλευσης το θέμα με τον τίτλο: «Εφαρμογή, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, της Αρχής της Ισότητας των Δικαιωμάτων και της Αυτοδιάθεσης των Λαών, στην περίπτωση του λαού της Κύπρου». Στο έγγραφο αυτό, ο στρατάρχης Παπάγος εξηγούσε ότι ο πληθυσμός της Κύπρου ήταν ελληνικός από χιλιάδες χρόνια και υπογράμμισε ότι όλες οι μέχρι τότε προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων να πετύχουν την «Ένωση» με την Ελλάδα, είχαν προσκρούσει στην αρνητική στάση της Βρετανίας αναφέροντας και την κατηγορηματική δήλωση του Χόπκινσον 414. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα να συζητηθεί η ουσία του θέματος, μετά την έγκρισή του από τη Γενική Συνέλευση, η αντιπροσωπεία της Νέας Ζηλανδίας εμφανίστηκε με μια αντιπρόταση, η οποία είχε σαν τελικό αποτέλεσμα την εκτόπιση της ελληνικής πρότασης. Έτσι το τελικό κείμενο όπως εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση είχε ως εξής: «Η Γενική Συνέλευση θεωρώντας ότι επί του παρόντος δε θεωρεί σωστό να υιοθετήσει ένα ψήφισμα για το ζήτημα της Κύπρου, αποφασίζει να μη συζητήσει περαιτέρω το θέμα υπό τον τίτλο εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, της Αρχής της Ισότητας των Δικαιωμάτων και της Αυτοδιάθεσης των Λαών στην περίπτωση του πληθυσμού της νήσου Κύπρου» 415. Μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, η Βρετανική Κυβέρνηση είχε βρεθεί σε πλεονεκτικότερη θέση. Πέραν από το γεγονός ότι η ελληνική προσφυγή είχε τελικά απορριφθεί, οι Συντηρητικοί του Λονδίνου κατόρθωσαν να κερδίσουν με το μέρος τους τους Αμερικανούς και τους Τούρκους 416. Η συζήτηση στον ΟΗΕ έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να αντιταχθεί ενεργά στην ελληνική πολιτική και να εμφανιστεί διεθνώς ως 414 Μενέλαος Αλεξανδράκης - Βύρων Θεοδωρόπουλος - Ευστάθιος Λαγάκος, ό.π., σ. 22. Η απόφαση για προσφυγή στον ΟΗΕ, είχε βρει ανταπόκριση από επιφανείς διπλωμάτες και συγγραφείς, που τόνισαν ότι η Ελληνική Κυβέρνηση αγνόησε τις πιθανές επιπτώσεις της, ότι δεν ήταν ο κατάλληλος καιρός για την υποβολή της. Βλ. Ε. Χατζηβασιλείου, «Η τελευταία περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο 1941-1959», ό.π., σσ. 438-439. 415 Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π., σ. 175. 416 Μενέλαος Αλεξανδράκης - Βύρων Θεοδωρόπουλος - Ευστάθιος Λαγάκος, ό.π., σ. 23. Η Αθήνα μετά την προσφυγή προσπάθησε να εξασφαλίσει τουλάχιστον την αμερικανική ουδετερότητα. Ωστόσο, στις 16 Νοεμβρίου 1954, ο υπουργός Εξωτερικών της Αμερικής κ. Ντάλλες, είχε πληροφορήσει την Αθήνα ότι η χώρα του θα αντιτίθετο σε οποιαδήποτε απόφαση για την Κύπρο. Η αμερικανική αντιπροσωπεία υποστήριξε την αντιπρόταση της Νέας Ζηλανδίας. Βλ. Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π.,σ. 175. 119

«ενδιαφερόμενο μέρος» στο Κυπριακό 417. Επιπλέον, ακόμη και αν η προσφυγή της ελληνικής πλευράς δεν απορριπτόταν και εξασφάλιζε ένα ευνοϊκό ψήφισμα, η χρησιμότητά του ήταν αμφίβολη, καθώς οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης δεν είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα. Εξάλλου, οι δυνατότητες της Ελλάδας να πετύχει ένα θετικό ψήφισμα του ΟΗΕ ήταν περιορισμένες, τόσο επειδή η πλειοψηφία των μελών του διεθνούς οργανισμού δεν απαρτιζόταν ακόμη από πρώην αποικίες, οι οποίες θα ήταν ευαίσθητες σε παρόμοια αιτήματα, όσο και επειδή η Ελλάδα δε διέθετε ακόμη ένα επαρκές δίκτυο πρεσβειών σε όλες τις χώρες-μέλη του ΟΗΕ, ενώ σε αρκετά κράτη, κυρίως στη Λατινική Αμερική, τα συμφέροντα της Ελλάδας εκπροσωπούσε η ίδια η Βρετανία 418. Αμέσως μετά την απόρριψη του υπομνήματος, ο Μακάριος προσπάθησε να εξασφαλίσει τη θετική στάση κρατών της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής και συμμετείχε στο πρώτο Αφροασιατικό συνέδριο στο Μπαντούνγκ της Ινδονησίας, τον Απρίλιο του 1955 419. Μέσα σε αυτό το κλίμα παρουσιάστηκε σοβαρή ένταση στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας Τουρκίας, η οποία επηρέασε σημαντικά το έργο της τριμερούς Βαλκανικής Συμμαχίας και οδήγησε στην επανεξέταση του ρόλου καθενός από τα μέλη της Συμμαχίας και των βασικών σκοπών και επιδιώξεών τους. Η ένταση αυτή οφειλόταν κυρίως στη διαφορά της εκτίμησης της διεθνούς κατάστασης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την υποστήριξη εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων για ουσιώδη ζητήματα. Η διαφωνία Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας υπήρξε κυρίως το Κυπριακό Ζήτημα. Η Γιουγκοσλαβία τάχθηκε υπέρ της Κύπρου και υποστήριξε το δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης του Κυπριακού Λαού, ενώ η στάση της Τουρκίας ήταν εντελώς αντίθετη και εχθρική προς το ζήτημα αυτό και προς την ελληνική πολιτική. Η τουρκική πλευρά υποστήριξε ότι εφόσον ήταν αδύνατο να υπάρξει πλήρης ομοφωνία μεταξύ των τριών βαλκανικών κρατών όσον αφορά το Κυπριακό, η καλύτερη και πιο εποικοδομητική πολιτική θα ήταν η τήρηση αυστηρής ουδετερότητας, όπως αυτή που είχε κρατήσει η Ελλάδα στο ζήτημα της Τεργέστης 420. 417 Robert Holland, «Greek-Turkish Relations, Instanbul and British rule in Cyprus 1954-59.Some excerpts from the British public archive», Δελτίο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, τομ. 10, (=Περιοδική έκδοση του Κ.Μ.Σ), Αθήνα 1993-1994, σ. 327. 418 Ε. Χατζηβασιλείου, «Η τελευταία περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο 1941-1959», ό.π., σ. 440. 419 Αυτόθι, σ. 44. 420 Καθημερινή,15.5.1955. Το Βαλκανικό Σύμφωνο κρίθηκε ότι είχε αρχίσει να εξασθενεί, αφενός λόγω της νέας πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία εκδηλώθηκε με την «επίθεση ειρήνης» και εγκαινιάστηκε με έμπρακτες χειρονομίες, όπως η υπογραφή της Αυστριακής Συνθήκης Ειρήνης και η συνδιαλλαγή με τον Τίτο, αφετέρου δε λόγω της ελληνοτουρκικής έριδας για την Κύπρο. Βλ. Καθημερινή, 30.6.1955. 120

Από την πλευρά της η Αθήνα, πέραν από τα εξωτερικά προβλήματα, αντιμετώπισε και εσωτερικά λόγω της ασθένειας του Παπάγου προκαλώντας, έτσι, και την έναρξη του αγώνα για τη διαδοχή του μεταξύ των δύο αντιπροέδρων της κυβέρνησης, του Στεφανόπουλου και του υπουργού Εθνικής Άμυνας Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Η κατάσταση αυτή είχε δημιουργήσει σοβαρές δυσλειτουργίες στην κυβέρνηση, σε μια κρίσιμη περίοδο για το Κυπριακό 421. Μέσα στο διάστημα αυτό της ασθένειας του Παπάγου, σημειώθηκαν τρία κρισιμότατα γεγονότα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν τη μετέπειτα εξέλιξη του Κυπριακού αλλά και των ελληνοτουρκικών σχέσεων 422. Την 1 η Απριλίου 1955 άρχισε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ με εκρήξεις στη Λευκωσία, Λεμεσό, Λάρνακα και άλλες περιοχές της Κύπρου 423. Με το ξέσπασμα της ένοπλης βίας στην Κύπρο, η Συντηρητική κυβέρνηση του Λονδίνου προσπάθησε να αμυνθεί, τόσο στον αγώνα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα και της πρόθεσης της Ελληνικής Κυβέρνησης για προσφυγή στον ΟΗΕ όσο και της κριτικής της αντιπολίτευσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Βρετανική Κυβέρνηση δεν μπορούσε να παραμείνει αδρανής, γιατί αν οι συντηρητικοί του Λονδίνου δεν έπαιρναν καμία πρωτοβουλία για αντιμετώπιση της νέας κατάστασης, τότε η ελληνική πλευρά πιθανότατα να εξασφάλιζε περισσότερη υποστήριξη στη Νέα Υόρκη 424. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Βρετανική Κυβέρνηση ανέλαβε στα τέλη Ιουνίου του 1955, την πρωτοβουλία να συγκαλέσει Τριμερή Διάσκεψη (Ελλάδα Τουρκία Βρετανία) στο Λονδίνο, με αντικείμενο «τα πολιτικά και αμυντικά ζητήματα» που αφορούσαν την Ανατολική Μεσόγειο συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου 425. Τόσο η Ελληνική όσο και η Τουρκική κυβέρνηση αποδέχθηκαν χωρίς κανένα όρο τη συμμετοχή τους στην Τριμερή Διάσκεψη. Οι Κύπριοι δεν είχαν προσκληθεί για να πάρουν μέρος στη διάσκεψη. Παράλληλα ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος ζήτησε από την Ελληνική 421 Ε. Χατζηβασιλείου, «Η τελευταία περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο 1941-1959», ό.π., σ.442. Ο Παπάγος είχε αποσυρθεί το Μάρτιο του 1955 στην Ελβετία για εξετάσεις και ανάρρωση. Μετά την επιστροφή του από την Ελβετία και για έξι μήνες μέχρι το θάνατό του, ο Πρωθυπουργός ήταν σε ουσιαστική αδυναμία να ασκήσει τα καθήκοντά του. Βλ. Η. Νικολακόπουλος, «Από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου», ό.π.,σ. 189. 422 Μ. Ζενεβουά, ό.π., σελ. 169. 423 Η. Νικολακόπουλος, «Από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου», ό.π., σ. 186. Φυλλάδια της Μυστικής Ελληνοκυπριακής Οργάνωσης ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), καλούσαν τους Κυπρίους να υποστηρίξουν την αντίσταση εναντίον του αποικιακού καθεστώτος. Τα φυλλάδια έφεραν την υπογραφή «Διγενής», που ήταν το ψευδώνυμο του στρατηγού Γρίβα, αρχηγού της ΕΟΚΑ. Βλ. Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π.,σσ. 177-178. 424 Η. Νικολακόπουλος, «Από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου», ό.π.,σ. 189. 425 Ε. Χατζηβασιλείου, «Η άνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία 1954-1956», ό.π., σ. 32. 121

Κυβέρνηση να ακολουθήσει το δρόμο των Ηνωμένων Εθνών προειδοποιώντας πως οι Κύπριοι δε θα δεσμεύονταν από οποιεσδήποτε αποφάσεις της διάσκεψης, οι οποίες δε θα ικανοποιούσαν τους πόθους τους. Η κυβέρνηση των Αθηνών βρέθηκε σε δύσκολη θέση και ενώπιον σοβαρού διλήμματος. Οποιαδήποτε απόφασή της θα είχε οπωσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις. Από τη μια πλευρά αν είχαν απορρίψει την πρόσκληση, θα δυσαρεστούσαν τους συμμάχους τους Τούρκους. Πρόσθετα μια τέτοια απόφαση θα είχε αρνητικές επιπτώσεις πάνω στους περαιτέρω χειρισμούς του Κυπριακού. Κατά κύριο λόγο θα εξέθετε την Ελλάδα στα Ηνωμένα Έθνη και σε άλλα διεθνή επίπεδα ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί για μια διευθέτηση του προβλήματος και ότι απέρριψε πρόσκληση για φιλικές διαπραγματεύσεις, τις οποίες η ίδια ζητούσε στο παρελθόν. Από την άλλη πλευρά, η αποδοχή της πρόσκλησης την οδήγησε στην παγίδα που έστησε η Συντηρητική Κυβέρνηση του Λονδίνου. Η Ελλάδα αποδέχτηκε να πάρει μέρος σε μια διάσκεψη η οποία ήταν καταδικασμένη να ναυαγήσει και οι επιπτώσεις από το ναυάγιο δεν μπορούσαν παρά να ζημιώσουν την ίδια την Ελλάδα. Αποδοχή της πρόσκλησης για Τριμερή Διάσκεψη σήμαινε ότι η Αθήνα αναγνώριζε την Τουρκία σαν ενδιαφερόμενο μέρος και πιθανότατα με ίσα δικαιώματα 426. Η Τριμερής Διάσκεψη άρχισε τις εργασίες της στις 29 Αυγούστου 1955 στο Λονδίνο και μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου οδηγήθηκε σε πλήρες ναυάγιο 427. Πρώτος ομιλητής στη διάσκεψη ήταν ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Χάρολντ Μακμίλλαν. Αφού εξέθεσε το ιστορικό της Κύπρου και αναφέρθηκε στη στρατηγική της σημασία, ο κ. Μακμίλλαν κατέληξε στη θέση ότι το νησί ήταν απαραίτητο για τις στρατηγικές ανάγκες της Μεγάλης Βρετανίας, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της έναντι του ΝΑΤΟ. Για το λόγο ότι η Κύπρος αποτελούσε την καρδιά του αμυντικού συστήματος της Βρετανίας στην περιοχή, ήταν απαραίτητο να διατηρηθεί ο έλεγχος σε ολόκληρο το κυπριακό έδαφος και όχι να περιοριστεί σε μια απλά στρατιωτική βάση. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών κ. Στεφανόπουλος απάντησε στο λόγο του Βρετανού υπουργού, λέγοντας ότι η Ελληνική Κυβέρνηση ήταν ενήμερη για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή και γι αυτό αναγνώρισε την ανάγκη να κρατήσει η Βρετανία μια στρατιωτική βάση στην Κύπρο. Ο κ. Στεφανόπουλος ανέφερε ότι 426 Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π., σσ. 178-179. 427 Χ. Γ. Νικολάου, ό.π., σ. 444. 122

το ζήτημα της κυριαρχίας δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένο με θέματα άμυνας. 428 Ωστόσο η θέση της Ελλάδας στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απόλυτα μη αποφασιστική, στο βαθμό που προφορικά έγινε λόγος για αυτοδιάθεση της Κύπρου, ενώ στην πράξη συμφώνησαν για μετατροπή της σε αγγλική βάση, καθώς και παραίτησής της από την απαίτηση χορήγησης του δικαιώματος για αυτοδιάθεση. Ως απάντηση στην ελληνική αναποφασιστικότητα ήρθε η τουρκική αδιαλλαξία με ομιλητή τον κ. Ζορλού, τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών 429. Ο Ζορλού δήλωσε ότι σύμφωνα με τη θέση της κυβέρνησής του, η Κύπρος ήταν ένα νησί το οποίο υπεράνω όλων ήταν ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Τουρκίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε ήταν αδύνατος ο υπολογισμός του αμυντικού δυναμικού και της αμυντικής ικανότητας της Τουρκίας, χωρίς να ληφθεί υπόψιν η Κύπρος. Στη συνέχεια υποστήριξε ότι η Κύπρος ήταν από γεωγραφική άποψη απλά μια προέκταση της Ανατολίας. Ωστόσο από στρατιωτικής σκοπιάς η Κύπρος θα έπρεπε να ανήκει στην Τουρκία ή σε μια χώρα, η οποία θα ήταν και αυτή άμεσα ενδιαφερόμενη, όπως ήταν η Τουρκία για τις Ανατολικές χώρες που γειτόνευαν μαζί της. Ο Ζορλού δήλωσε ακόμη ότι όποια Δύναμη έλεγχε την Κύπρο, έλεγχε και τα λιμάνια της, που είχαν στρατηγική σημασία. Παρόλα αυτά, ο Ζορλού δεν προέβαλε οποιαδήποτε αξίωση ότι η Κύπρος θα έπρεπε να παραχωρηθεί στην Τουρκία. Αντίθετα διακήρυξε ότι η Κυβέρνηση του ήταν ικανοποιημένη με το διεθνές καθεστώς που υπήρχε και μόνο με αλλαγή του υπάρχοντος καθεστώτος θα έπρεπε το νησί να επανέλθει κάτω από τουρκική διοίκηση 430. Ενώ οι συζητήσεις στο Λονδίνο συνεχίζονταν, ξέσπασαν στην Τουρκία σφοδρές ανθελληνικές ταραχές με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Τα «Σεπτεμβριανά» αποτέλεσαν βαρύτατο πλήγμα για την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και προκάλεσαν θλιβερή εντύπωση στην Ελλάδα 431. 428 Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π., σσ. 180-182. 429 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ.62. 430 Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π., σσ. 180-182. Ο Φατίμ Ρουστού Ζορλού ανήκε στο διπλωματικό σώμα από το 1932. Το 1943-1945 υπήρξε Γενικός Πρόξενος της Τουρκίας στη Βηρυτό. Κατά το 1952-1957 εκπροσώπησε, ως πρώτος μόνιμος αντιπρόσωπος την Τουρκία, στο Συμβούλιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στο Παρίσι. Από το 1954 υπήρξε διαδοχικά βουλευτής, υπουργός και αντιπρόεδρος της Τουρκικής Κυβέρνησης. Από το 1957-1960 διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και το 1961 καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε από τους ηγέτες του στρατιωτικού πραξικοπήματος που ανέτρεψαν την Τουρκική κυβέρνηση. Βλ. Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ. 61. 431 Χ. Γ. Νικολάου, ό.π., σ. 444. Πρόκειται για τα ανθελληνικά συλλαλητήρια στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, τα οποία συνέβησαν την νύχτα της 6 ης προς 7 ης Σεπτεμβρίου 1955, κατά τη διάρκεια των αγγλοελληνο-τουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό ζήτημα στο Λονδίνο. Σύμφωνα με έκθεση του ελληνικού εμπορικού επιμελητηρίου της Κωνσταντινούπολης, 862 καταστήματα που ανήκαν σε Έλληνες και βρίσκονταν στα κεντρικά τετράγωνα της πόλης καταστράφηκαν ολοσχερώς, εκτός αυτού καταστράφηκαν μερικώς και λεηλατήθηκαν εκατοντάδες άλλα ελληνικά καταστήματα, τα οποία βρίσκονταν σε απομακρυσμένες συνοικίες ή προάστια. Ακόμη, κάηκαν, καταστράφηκαν ή συλήθηκαν σχεδόν όλοι οι 123

Η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου και οι ταραχές στην Τουρκία είχαν αλλάξει σημαντικά την πολιτική κατάσταση γύρω από το Κυπριακό. Η Ελλάδα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι το Κυπριακό πρόβλημα δεν ήταν τόσο απλό όσο είχαν αρχικά πιστέψει. Η όλη έκβαση φανέρωνε ότι αν οι Έλληνες συνέχιζαν την πολιτική τους για την Ένωση, θα έβρισκαν από εκείνη τη στιγμή και στο εξής μπροστά τους, τους Τούρκους. Από τη μεριά της η Τουρκία είχε κερδίσει πολλά. Με τη συμμετοχή της στη Διάσκεψη εμμέσως της αναγνωρίστηκαν δικαιώματα στην Κύπρο. Το επιχείρημα αυτό ενισχύθηκε και από τις ταραχές στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Εκείνοι όμως που ωφελήθηκαν περισσότερο από τη Διάσκεψη και τις ταραχές ήταν οι Συντηρητικοί του Λονδίνου. Για τα βρετανικά συμφέροντα η Άγκυρα αποτελούσε την καλύτερη αμυντική γραμμή. Το τουρκικό αίτημα ήταν η διατήρηση του status quo στην Κύπρο. Έτσι το Κυπριακό φαινόταν σαν μια διαφορά ανάμεσα στην Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία. Η όξυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων που ακολούθησε μετά τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, για μια ακόμη φορά έδειξε ότι η ελληνοτουρκική «φιλία» ήταν επίφοβη. Αυτή διατηρείτο χάρη στις επίμονες προσπάθειες των ΗΠΑ και της Αγγλίας να εξασφαλίζουν την τάξη σ αυτή την πτέρυγα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. 432 Την εγκαρδιότητα των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, στο πλαίσιο της Τριμερούς Βαλκανικής Συμμαχίας, τόνισε η επίσκεψη του ελληνικού βασιλικού ζεύγους στο Βελιγράδι. Οι Έλληνες βασιλείς έφτασαν στο Βελιγράδι στις 6 Σεμπτεμβρίου 1955, όπου τους υποδέχθηκαν με απρόσμενο ενθουσιασμό. 433 Η υποδοχή που δέχτηκε το βασιλικό ζεύγος από το γιουγκοσλαβικό λαό και οι επίσημες εκδηλώσεις απέδειξαν ότι τόσο ο στρατάρχης Τίτο όσο και η Κυβέρνησή και ο λαός του έτρεφαν φιλικά αισθήματα έναντι της Ελλάδας, η οποία την παρούσα χρονική περίοδο αντιμετώπιζε προβλήματα από τη «σύμμαχο» Τουρκία όσον αφορούσε το Κυπριακό. 434 Η επίσκεψη αυτή υπήρξε ανταπόδοση στην επίσκεψη του Προέδρου Τίτο στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1954. 435 Η εφημερίδα «Μπόρμπα» έγραψε ότι «η βασιλική επίσκεψη αποτελεί ισχυρή εκδήλωση της συνεργασίας δύο χωρών με διάφορα κοινωνικά συστήματα, αλλά με κοινή θέληση προς προάσπιση της ανεξαρτησίας τους».ακόμη και η εφημερίδα «Πολίτικα» έγραψε ότι «οι εκδηλώσεις συμπάθειας, με τις οποίες έγιναν ορθόδοξοι ναοί. Βλ. Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ.60. 432 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ.68. 433 Βήμα, 7.9.1955. 434 Καθημερινή, 7.9.1955. 435 Σοβιετική Ένωση και Βαλκάνια στις δεκαετίες 1950 και 1960 (συλλογή εγγράφων), ό.π., σ.68. 124

δεκτοί οι υψηλοί ξένοι, δεν απορρέουν από πρόσκαιρη πολιτική διάθεση, αλλά από την κοινή τύχη, η οποία ένωσε επανειλημμένα τα δύο έθνη κατά τις τελευταίες δεκαετίες και από τη σημερινή επιθυμία για κοινή και με την Τουρκία προσπάθεια, για δημιουργία ειρηνικού και καλύτερου μέλλοντος» 436. Ο στρατάρχης Τίτο, στις 15 Σεπτεμβρίου 1955, σε συνέντευξή του τόνισε ότι η πολιτική της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης ήταν αμετάβλητη όσον αφορούσε το δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης των λαών σε κάθε χώρα. Όσον αφορούσε το Κυπριακό, ο Τίτο είπε ότι το ζήτημα αυτό έπρεπε να τεθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε αφενός να διαφυλαχτεί η ειρήνη και η συνεργασία στα Βαλκάνια, κάτι που θα σήμαινε σταθεροποίηση στην περιοχή, και αφετέρου το ζήτημα να λυθεί σύμφωνα με την επιθυμία του κυπριακού λαού. Χαρακτήρισε θλιβερό το γεγονός ότι το πρόβλημα της Κύπρου συνδεόταν με τη Βαλκανική Συμμαχία και θα ήταν επιζήμιο στη συνεργασία, η οποία ενδεχομένως θα αποτελούσε εστία αναταραχής στα Βαλκάνια. Στη συνέντευξή του ο Τίτο αναφέρθηκε και για τα επεισόδια στην Τουρκία, λέγοντας ότι το γεγονός αυτό έθιγε και τις τρεις κυβερνήσεις και θα έπρεπε στο μέλλον να λαμβάνονταν μέτρα για την αποτροπή παρόμοιων πράξεων 437. Η ελληνική πλευρά γνώρισε νέα ήττα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1955, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αρνήθηκε να εγγράψει το Κυπριακό στην ημερήσια διάταξη. Τη βρετανική μάλιστα άποψη αυτή τη φορά υποστήριξε και η αμερικανική αντιπροσωπεία, γιατί θεωρούσε ότι η περαιτέρω συζήτηση του θέματος θα προκαλούσε περισσότερη ένταση. Αυτό το γεγονός, επίσης, λειτούργησε ανασταλτικά για το Στεφανόπουλο, ο οποίος είχε ηγηθεί της ελληνικής αντιπροσωπείας του ΟΗΕ. Ήδη το κύρος του Στεφανόπουλου είχε πληγεί, όταν κατηγορήθηκε ότι δεν είχε αποχωρήσει πλήρως από τη Διάσκεψη. Σε αυτά τα πλήγματα μεγάλο μέρος ευθύνης είχε και ο βασιλιάς Παύλος, ο οποίος δεν επιθυμούσε να προσφέρει την πρωθυπουργία στο Στεφανόπουλο αλλά στον υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η άνοδος του Καραμανλή στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1955, συνεπαγόταν σοβαρές αλλαγές στην τακτική της Αθήνας στο Κυπριακό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η κυβέρνηση Παπάγου είχε υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες του ΟΗΕ, ενώ είχε καταφέρει ουσιαστικά να ωθήσει τη Βρετανία στην αγκαλιά της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Καραμανλή επεδίωκε την Ένωση, προσπαθώντας να αποσπάσει το Λονδίνο από την Άγκυρα. Ακόμη οι κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργούς Εξωτερικών αρχικά το Σπύρο Θεοτόκη και ύστερα τον Ευάγγελο Αβέρωφ Τοσίτσα, είχαν ως κατευθυντήρια γραμμή 436 Καθημερινή, 7.9.1955. 437 Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγωνίες του λαού της, ό.π., σσ. 180-182. 125

τους, ότι οι βασικές αποφάσεις για το Κυπριακό ανήκαν στους Κυπρίους, ενώ η Αθήνα έπαιζε κυρίως το ρόλο του εντολοδόχου του κυπριακού ελληνισμού στο διεθνές πεδίο 438. Η ελληνοτουρκική διαμάχη για το Κυπριακό είχε επιπτώσεις στο Βαλκανικό Σύμφωνο, το οποίο σταδιακά ατόνησε. Ωστόσο δεν καταγγέλθηκε και έτσι de jure ίσχυε. Σε περίπτωση κινδύνου θα μπορούσαν να ζητήσουν την ενεργοποίησή του. Παρόλο που η τριπλή Συμμαχία περιέπεσε σε αδράνεια, δε χαλάρωσαν οι συμμαχικοί δεσμοί μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας 439. 438 Καθημερινή, 15.9.1955. 439 Ε. Χατζηβασιλείου, «Η τελευταία περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο 1941-1959», ό.π., σ. 444. Η ανάθεση, μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου, της εντολής για το σχηματισμό της νέας Κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, εγκαινίασε νέα περίοδο για την πολιτική ζωή της χώρας. Η διαπίστωση ότι ο υπουργός Δημοσίων Έργων είχε επιτελέσει έργο γενικής αναγνώρισης, επέδρασε καθοριστικά στην απόφαση του βασιλιά Παύλου. Παρά τις αντιδράσεις μεμονωμένων ηγετικών κυρίως παραγόντων της πολιτικής ζωής, η ανάληψη της πρωθυπουργίας αποτέλεσε προοίμιο στην ανάδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως αδιαμφισβήτητου ηγέτη στο χώρο της παράταξης του Ελληνικού Συναγερμού. Βλ. Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο - Γεγονότα και Κείμενα. Τόμος. 1 ος, (σύνταξη κειμένων Κωνσταντίνος Σβολόπουλος), έκδοση του ιδρύματος Κ. Καραμανλή, Αθήνα 2005, σ. 259. 126

ΕΠΙΛΟΓΟΣ «Από τότε που ξεκίνησε η αποσύνθεση της παγκόσμιας τάξης του 19 ου αιώνα, δεν υφίσταται πλέον κώδικας δικαίου συμπεριφοράς που να είναι παγκόσμια σεβαστός ή εφαρμόσιμος. Αυτός είναι ο παράγοντας, πηγή διαρκούς αστάθειας, που επηρέασε καθοριστικά τον κόσμο μας από τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο» 440 «Τα γεγονότα, όποια κι αν είναι η έσχατη σημασία τους, διαψεύδουν την γραμμική άποψη για την ιστορία, δηλαδή την ιδέα της ανθρώπινης ροής σαν μιας διαδικασίας προικισμένης με μια λογική, δηλαδή: με ένα πραγματικό λόγο» 441. Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συνέπεσε με τον «Ψυχρό Πόλεμο», ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1950, είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του με τον πόλεμο της Κορέας. Οι πολιτικές συγκρούσεις στις βαλκανικές χώρες, κατέστησαν τις περιοχές αυτές χώρους πολιτικο-οικονομικού πειραματισμού, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την ΕΣΣΔ 442. Στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, οι βαλκανικές χώρες της μεταπολεμικής περιόδου οριοθετήθηκαν πολιτικά από τις αγγλο-αμερικανο-σοβιετικές διπλωματικές Συμφωνίες. Η Γιουγκοσλαβία διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στα Βαλκάνια, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, κλονίστηκαν και οδηγήθηκαν σε ρήξη τον Ιούνιο 1948, λόγω της ηγεμονικής πολιτικής που ακολούθησε ο Τίτο στη Βαλκανική κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου 443. Η Γιουγκοσλαβία απομονωμένη από το κομμουνιστικό μπλοκ, με τη στήριξη των ΗΠΑ, είχε να αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα, όπως αυτό της εκβιομηχάνισης, των εθνοτήτων, της Τεργέστης και ιδιαίτερα της ασφάλειάς της, για το λόγο ότι το ενδεχόμενο σοβιετικής επίθεσης ήταν πολύ πιθανόν 444. Έτσι το 1954 η Γιουγκοσλαβία υπέγραψε μαζί με την Ελλάδα και την Τουρκία το Βαλκανικό Σύμφωνο του Bled, κατόπιν πολλών αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων και ανταλλαγής επισκέψεων. Eντούτοις με τη στάση του Βελιγραδίου και λόγω της σοβιετικής προσέγγισης, το Βαλκανικό Σύμφωνο είχε αρχίσει να ατονεί, χάνοντας ουσιαστικά την πρακτική του σημασία με την έναρξη της ελληνο-τουρκικής διένεξης στο Κυπριακό. Το Σύμφωνο δεν καταγγέλθηκε και με αυτό το τρόπο εξακολουθούσε να ισχύει 445. 440 Tibor Mende, Réflexions sur l histoire d aujourd hui, εκδόσεις Seuil, Paris 1967, σ.16. 441 Δ. Τ. Άναλις, ό.π., σ.143. 442 Αυτόθι. 443 Γ. Ε. Χρηστίδης, ό.π., σσ. 116-118. 444 J. C. Campbell, ό.π., σσ. 16-18. 445 Σπ. Σφέτας, «Η εξομάλυνση», ό.π., σ.638. 127

Το 1950 η Ελλάδα μπήκε σε μια περίοδο όπου η οικονομική της ανάπτυξη συνέπεσε με την ανοικοδόμησή της, έπειτα από δέκα χρόνια πολεμικών επιχειρήσεων. Την περίοδο αυτή, οι ΗΠΑ είχαν αναλάβει την οικονομική ανοικοδόμησή της, εξαγγέλοντας το Δόγμα Τρούμαν και στη συνέχεια το Σχέδιο Μάρσαλ. Με το Βαλκανικό Σύμφωνο η Ελλάδα μπήκε πολύ γρήγορα στην εποχή της συνεργασίας με τους γείτονές της 446. Ωστόσο την ίδια περίοδο η εμφάνιση του Κυπριακού Ζητήματος, καθόρισε την τύχη του Βαλκανικού Συμφώνου του 1954, το οποίο στη συνέχεια ατόνησε. Όσον αφορούσε την Τουρκία, για πρώτη φορά στην πολιτική της ιστορία, πραγματοποιήθηκαν φιλελεύθερες εκλογές, όπου έδωσαν την εξουσία στο Δημοκρατικό Κόμμα του Αντάν Μεντερές 447. Η δεκαετία 1950-1960 σηματοδότησε την αρχή μιας νέας πολιτικής δύναμης και περιόδου για τη χώρα. Η Τουρκία την περίοδο αυτή έχοντας παραμείνει ουδέτερη κατά τη διάρκεια του πολέμου, απειλείτο από τη Σοβιετική Ένωση. Το Δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ και η πολιτικο-διπλωματική στήριξη της Ουάσιγκτον ήταν απαραίτητα για την Τουρκία, ώστε να αντεπεξέλθει στη περίοδο του Μεσοπολέμου 448. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, η μεταπολεμική περίοδος σημαδεύτηκε από το ενδιαφέρον τόσο του Στάλιν όσο και του Τσώρτσιλ γι αυτή. Για την Βρετανική διπλωματία η Τουρκία ήταν σημαντική για το λόγο ότι αντιπροσώπευε το χώρο πρόσβασης της σοβιετικής δύναμης στη Μεσόγειο, του πετρελαίου του Ιράν και του δρόμου προς τις Ινδίες. Η Άγκυρα αποδεχόμενη το Δόγμα Τρούμαν το 1947, δεσμεύτηκε με το Δυτικό κόσμο. Με την ένταξη, το Φεβρουάριο του 1952, της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, οι δύο χώρες αποτέλεσαν τη νοτιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Το Κυπριακό Ζήτημα, όμως, προκάλεσε δυσχέρειες κλονίζοντας τις σχέσεις των δύο χωρών. Η Κύπρος ήταν πάντοτε ένα από τα βασικά «πιόνια» του πολιτικού παιχνιδιού στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Η Κύπρος ενδιέφερε πέραν από την Ελλάδα και την Τουρκία, και τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση και την Αγγλία. Χαρακτηριζόμενη ως «θέση πρωταρχικής σημασίας», αποτελούσε ένα από τα βασικά βαρόμετρα της πολιτικής έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια 449. Το 1954 η κυβέρνηση Παπάγου ήταν αυτή που ανακίνησε το Κυπριακό Ζήτημα και το έφερε ενώπιον του ΟΗΕ. Με την ισχυρή πεποίθηση ότι είχε όλο το δίκαιο με το μέρος της και ότι το αίτημά της ήταν ορθό, σίγουρη ότι όλες οι χώρες-μέλη θα ψήφιζαν κατά της αποικιοκρατίας και βέβαιη για την υποστήριξη των ΗΠΑ, η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να 446 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σσ. 43-46. 447 Χ. Ζ. Σαζανίδης, ό.π., σ. 355. 448 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σσ. 51. 449 Δ. Τ. Άναλις, ό.π., σσ. 226-227. 128

διεκδικήσει την Κύπρο. Ωστόσο η ελληνική διπλωματία, παρά την προσπάθειά της να παρουσιάσει το Κυπριακό Ζήτημα σαν μια διαφορά μεταξύ χωρών που συνδέονταν με φιλία και συμμαχίες και ως ένα γεγονός το οποίο θα μπορούσε να βλάψει τις φιλικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας, παρέβλεψε το γεγονός ότι η Αγγλία θα μπορούσε να εμπλέξει και την Τουρκία στο «διπλωματικό παιχνίδι» της Κύπρου. Το αίτημα της Ελλάδας έφερε στην επιφάνεια και τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας 450. Η αδέσμευτη πολιτική της Γιουγκοσλαβίας αποτέλεσε μια ακόμη σημαντική παράμετρο για τη λειτουργία των Συμφώνων. Ο Τίτο, παρόλο που απειλείτο από τη Μόσχα, δεν ένιωθε ιδιαίτερα ασφαλής από τις δυτικές εγγυήσεις. Εξάλλου, είχε αρνηθεί προτάσεις για ένταξη ή και συνεργασία της χώρας του με το ΝΑΤΟ. Μέσα από αυτά τα δεδομένα, γεννήθηκε η ιδέα μιας ουδετερόφιλης πολιτικής που θα υπαγόρευε προσέγγιση με χώρες του Τρίτου Κόσμου. Το Κίνημα των Αδεσμεύτων που αποκτούσε συνεχώς υποστηρικτές παγκοσμίως, εκτός του ότι ενίσχυσε το διεθνές κύρος της Γιουγκοσλαβίας, τασσόταν κατά των στρατιωτικών συνασπισμών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της αξίας του Συμφώνου του Bled 451. Το όραμα μιας γενικότερης διαβαλκανικής συνεργασίας ουδέποτε υλοποιήθηκε, παρόλο που οι κυβερνήσεις και των τριών χωρών, προκειμένου να ενισχύσουν προσωρινά την αμυντική τους ικανότητα, παραμέρισαν προσωρινά τις επιδιώξεις τους. Πράγματι, η αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας με επίκεντρο το Κυπριακό Ζήτημα, η προσχώρηση της τελευταίας στο Σύμφωνο της Βαγδάτης, η επαναπροσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τη Σοβιετική Ένωση και κατόπιν η αδέσμευτη πολιτική που ακολούθησε, κατέστησαν το Βαλκανικό Σύμφωνο του Bled, μετά το 1955, «νεκρό γράμμα» 452. 450 Αυτόθι, σσ. 229-231. 451 Π. Κίτσος, ό.π., σσ. 261-268 452 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σσ.61-62. Οι ΗΠΑ σε μια προσπάθεια τους να αποτρέψουν επέκταση της Σοβιετικής Ένωσης κατά μήκος των νοτίων συνόρων της συνέστησαν το Σύμφωνο της Βαγδάτης, χρησιμοποιώντας με αυτό τον τρόπο βρετανική επιρροή στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Το Σύμφωνο υπογράφτηκε το 1954 μεταξύ Τουρκίας, Ιράκ και Πακιστάν και έδρα του ορίστηκε η Βαγδάτη. Το σχέδιο προέβλεπε και τη συμμετοχή της Συρίας, η οποία όμως αρνήθηκε να συμμετάσχει. Ωστόσο, σύντομα φάνηκαν οι αδυναμίες του, καθώς μεταξύ των συμμάχων δεν υπήρχε κοινός σκοπός. Από την άλλη, διαφάνηκε ότι οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των λαών της Μ. Ανατολής, δεν μπορούσαν να παραμεριστούν, ώστε να αντιμετωπιστεί η σοβιετική επέκταση. Βλ. H. Kissinger, Διπλωματία (μτφ. Γιούρι Κοβαλένκο), εκδόσεις Λιβάνη- Νέα Σύνορα, Αθήνα 1995, σσ. 588-589. 129

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - Φωτογραφικό υλικό της εποχής 1949-1955 από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, Τόμος ΙΣτ. - Balkanski Pakt, Zbornik dokumenata iz Αrhiva Vojniostorijskog instituta, Arhiva Ministrarsta Spoljnih poslova I Arhiva Josipa Broza Tita (1952-1960), (Resenzent Dr. Bogetić), Vojnoistoriski Institut, Beograd 2005, σσ. 722-726. 130

Συνάντηση του Σοφοκλή Βενιζέλου (δεξιά) και του Αμερικανού πρέσβη Τζών Πιούριφοϋ (στο μέσο). Πίσω, ο Γεώργιος Μαύρος. Ο Σ. Βενιζέλος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, με την οποία η χώρα αποκτούσε, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της, επίσημη συμμαχική σχέση με τις Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης. 131

Η επίσκεψη του Ιταλού πρωθυπουργού Αλσίντε ντε Γκάσπερι στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 1953, υπήρξε πράξη συμβολική για την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων, ιδιαίτερα εφ όσον πρωθυπουργός της Ελλάδας πλέον ήταν ο νικητής του 1940, Α. Παπάγος. Από αριστερά, Α. Παπάγος, Α. Αργυρόπουλος, πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρώμη, Π. Σιφναίος, υπουργός Προεδρίας, Α. ντε Γκάσπερι, Στ. Στεφανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών και Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Α. Αλεσσαντρίνι. 132

Συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου, στην Αθήνα, το 1953. Ο Παπάγος θα λάβει την απόφαση να προσφύγει η Ελλάδα στον ΟΗΕ για το Κυπριακό, το 1954, αφού η Βρετανία θα συνεχίσει να αγνοεί τα εθνικά αιτήματα του κυπριακού ελληνισμού καθώς και τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης. 133

Την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου στην Τουρκία το καλοκαίρι του 1953 (στη φωτογραφία με τον Τούρκο ομόλογό του Αντνάν Μεντερές), επιβεβαίωσε την προσήλωση των δύο χωρών στη δυτική συμμαχία και προσέφερε νέα ώθηση στις προσπάθειες για σύμπηξη συμμαχίας τους με τη Γιουγκοσλαβία. Ωστόσο, σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα πληγούν εξαιτίας της τουρκικής στάσης στο Κυπριακό ζήτημα. 134

Ο υπουργός Εξωτερικών Στ. Στεφανόπουλος υπογράφει με τους ομόλόγους του, τον Τούρκο Κιοπρουλού και τον Γιουγκοσλάβο Πόποβιτς, το Βαλκανικό Σύμφωνο στην Άγκυρα τον Φεβρουάριο του 1953. Δεξίωση μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μπλεντ τον Αύγουστο του 1954. Από δεξιά ο Τίτο, ο Τούρκος υπουργός Κιοπρουλού, ο Έλληνας υπουργός Στ. Στεφανόπουλος και η σύζυγός του Γιουγκοσλάβου ηγέτη Γιοβάνκα. 135

Οι συμφωνίες μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας το 1953-54, δημιουργούσαν μία νέα ισορροπία δυνάμεων στα Βαλκάνια. Στη φωτογραφία, σύσκεψη στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1954, με αντικείμενο τον καταρτισμό της Συνθήκης Συμμαχίας. Αριστερά, η τουρκική αντιπροσωπεία, δεξιά η γιουγκοσλαβική υπό τους υφυπουργούς Εξωτερικών Ν. Μπιργκί και Α. Μπέμπλερ αντίστοιχα. Στο μέσο, οι Έλληνες ιθύνοντες: κατά σειρά από τα αριστερά, ο αντιστράτηγος Κ. Δόβας, ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών Α. Κύρου και ο αντιστράτηγος Θ. Παπαθανασιάδης. 136

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο δήμαρχος Λευκωσίας και εθναρχικός σύμβουλος Θεμιστοκλής Δέρβης σε αναμνηστική φωτογραφία, μετά τις συνομιλίες που είχαν στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 1954, κατά την οποία συζητήθηκε η προσφυγή της Κύπρου στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. 137

Μαχητική διαδήλωση στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 21 Δεκεμβρίου 1954, αμέσως μετά την απόρριψη της πρώτης ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ. Η σύμπλευση Βρετανών και Τούρκων κατά τη σχετική συζήτηση στη Γενική Συνέλευση του διεθνούς οργανισμού και η στάση των δυτικών συμμάχων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της ελλαδικής κοινής γνώμης, γεγονός που δημιουργούσε φόβους για ανεξέλεγκτες πλέον αντιδράσεις της. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον είχε από την αρχή καταστήσει σαφές στην Αθήνα ότι δεν θα υποστήριζε την ελληνική προσφυγή. 138

Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και (στο άκρο αριστερά) ο υπουργός Εξωτερικών Σπ. Θεοτόκης, στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1955. Η νέα ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε έντονα τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων Μακαρίου Χάρντινγκ με παρεμβάσεις της στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. 139