ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ: ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΤΟΠΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΑΜΟΡΓΟΥ: ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ 1870 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΓΡΑΦΕΣ & ΤΟΥΣ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥΣ Μέσα στο πλήθος των αρχείων που έχουν συγκεντρωθεί και ταξινομηθεί στο Ιστορικό Αρχείο Αμοργού, εύκολα, νομίζω, μπορεί κανείς να αισθανθεί ότι ο όγκος του υλικού είναι τόσος, ώστε δύσκολα τιθασεύεται προκειμένου να γίνει μια μελέτη της αμοργιανής κοινωνίας. Το υλικό που έχει οργανωθεί καλύπτει ένα ευρύτατο χρονικό φάσμα, γεγονός που μάλλον επιτείνει αυτήν την εντύπωση, ότι δηλαδή μέσα στα χιλιάδες έγγραφα υπάρχουν κατακερματισμένες πολλές πτυχές της δραστηριότητας του νησιού, πλην όμως το πάζλ απαιτεί εξαντλητική υπομονή για να αρχίσει να σχηματίζει την εικόνα. Στο πλήθος των εγγράφων, όμως, βρίσκονται σωσμένα ορισμένα αρχεία κλειδιά, που μπορούν να θέσουν τις βάσεις της μελέτης της Αμοργού. Δύο τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι απογραφές και οι εκλογικοί κατάλογοι του νησιού. Η διαδικασία της ψηφιοποίησής τους φαντάζει, αρχικά, εξ ολοκλήρου μηχανιστική, καθιστώντας τον χειριστή ή τη χειρίστρια της βάσης έρμαιο αριθμών και ονομάτων, ηλικιών και επαγγελμάτων ενός άλλου αιώνα. Ευτυχώς, η δημιουργία μιας βάσης όλων αυτών των δεδομένων κρύβει την έκπληξη της γνωριμίας με τους κατοίκους του νησιού. Δουλεύοντας τις απογραφές του 1870 και 1879 και τον εκλογικό κατάλογο του 1877 ξεκίνησε αρχικά να σχηματοποιείται η εικόνα της χώρας: οι ενορίες της, που οριοθετούσαν τις γειτονιές της, η έκτασή τους, η διαδοχή τους. Άρχισαν, σταδιακά, να αναδεικνύονται οι γείτονες, η προτίμηση των παιδιών που παντρεύονταν να μένουν κοντά στους γονείς τους, η άφιξη των ετεροδημοτών από την Αιγιάλη, όπως και τα επαγγέλματα, που φανέρωναν τις δραστηριότητες και τα όρια του νησιού, καθώς και την πρωτοκαθεδρία της γεωργίας παρά το βραχώδες έδαφος των Κυκλάδων και το εντυπωσιακό εύρος της ιδιοκτησίας του μοναστηριού της Χοζοβιώτισσας. 1
Με τη δεύτερη απογραφή ήρθαν να προστεθούν οι γιοι που ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα, οι κόρες που μόνο σε λίγες περιπτώσεις βρήκαν το έρεισμα να ξεπεράσουν το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας, οι απογοητευμένοι από τα οικονομικά όρια του νησιού, που πήραν το δρόμο για άλλα μέρη του ελληνικού κράτους, περιμένοντας μετά από κάποιο διάστημα να πάρουν μαζί και τις οικογένειές τους. Η ίδια η επέκταση των κατοίκων προς τα γύρω νησιά Ηρακλειά, Κουφονήσια, Δονούσα, Σχοινούσα και η πληθυσμιακή ενίσχυση του δήμου Αμοργού από το λιμάνι της Αιγιάλης, μέσω της μαζικής εσωτερικής μετακίνησης οικογενειών. Ο εκλογικός κατάλογος του 1877 αποτέλεσε χρονολογικά μία γέφυρα ανάμεσα στις δύο παραπάνω απογραφές, επιβεβαιώνοντας την αναζήτηση από πολλούς κατοίκους μιας καλύτερης τύχης, αλλά και το δέσιμο με την πατρίδα τους, τουλάχιστον για όσο παρέμεναν εκεί τα εκλογικά τους δικαιώματα, που τους παρείχαν έναν λόγο να επιστρέφουν. Δουλεύοντας, λοιπόν, για την ψηφιοποίηση των παραπάνω αρχείων κατέστη σαφές ότι, μέσα από τα δεδομένα τους, μπορούσε να σχηματιστεί μία αρκετά κατατοπιστική πρώτη εικόνα του δήμου της Αμοργού κατά τη δεκαετία του 1870. Και η εικόνα αυτή μπορεί να αποτελέσει έναν καλό οδηγό για τις πτυχές που μπορούν να μελετηθούν και να εμπλουτιστούν από τον όγκο όλου του υπόλοιπου υλικού. Με άλλα λόγια, από την επεξεργασία κάποιων δεδομένων μπορούμε, σχεδόν αβίαστα, να περάσουμε στον ιστορικό προβληματισμό. Τα εννιά χρόνια που χωρίζουν τις δύο απογραφές δεν αποτέλεσαν περίοδο ανάπτυξης για το νησί. Οι κάτοικοι αυξήθηκαν περίπου κατά 100 μόλις άτομα, ενώ οι αντίστοιχες απογραφές για την Σύρο παρουσίαζαν μια αύξηση του πληθυσμού κατά περίπου 4.000 άτομα σύγκριση άδικη λόγω της απόκλισης δραστηριοτήτων των δύο νησιών, πλην όμως ενδεικτική. Επιπλέον, μια λίγο πιο κοντινή ματιά στις ηλικίες των απογραφομένων του 1879 μας αποκαλύπτει μια σημαντική διαρροή πληθυσμού από το νησί. Συγκεκριμένα, ο συνολικός αριθμός των παιδιών που γεννήθηκαν μεταξύ 1870 και 1879 δηλαδή όσων το 1879 είναι μεταξύ ενός και εννέα ετών είναι 645 άτομα. Αν λάβουμε υπόψη ότι συνολικά ο πληθυσμός του νησιού φαίνεται να αυξήθηκε κατά 100 περίπου άτομα, τότε θα πρέπει να αναζητηθεί η τύχη σχεδόν 550 ανθρώπων, των οποίων η απουσία αποκλείεται να οφείλεται στο θάνατο, καθώς αντιστοιχούν σε κάτι λιγότερο από το ¼ του συνολικού πληθυσμού του δήμου 2
Αμοργού και δεν έχουμε στοιχεία για κάποια επιδημία που να έπληξε το νησί εκείνη τη δεκαετία. Μεταξύ των δύο φύλων φαίνεται να υπάρχει σχετική ισορροπία στο δήμο, με ένα ελαφρύ προβάδισμα στις γυναίκες, ενώ αναζητώντας μεταξύ των ενηλίκων τον αριθμό των παντρεμένων, είναι σαφώς μεγαλύτερος από αυτόν των ανύπαντρων τόσο στις αρχές, όσο και στα τέλη της δεκαετίας. Σε γενικές γραμμές επίσης, η βάση δε φανερώνει κάποια τάση γάμων σε μικρές ηλικίες, ενώ στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τα παιδιά φαίνεται να μην εγκαταλείπουν την οικογενειακή εστία πριν το γάμο. Αντίθετα μάλιστα, συναντάμε αρκετές περιπτώσεις παιδιών κυρίως αγοριών που μετά το γάμο γειτνιάζουν με το πατρικό σπίτι, γεγονός που δημιουργεί ένα ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα επέκτασης του οικιστικού ιστού, ιδιαίτερα μέσα στη Χώρα, ή το βαθμό διάδοσης των αγοραπωλησιών σπιτιών ή των ενοικίων. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας είναι σαφής και αναμενόμενη η επικράτηση των αναλφάβητων έναντι των εγγράμματων. Πέραν τούτου όμως, μεταξύ των δύο απογραφών υπάρχει μία επιπλέον μείωση των εγγράμματων και αύξηση των αγραμμάτων. Προκειμένου να κατανοήσουμε πληρέστερα την εξέλιξη αυτή χρήσιμο θα ήταν να αναζητηθούν από τα σχολικά αρχεία λεπτομέρειες σχετικά με τη λειτουργία των σχολείων, καθώς και να συνδυαστούν αυτές με την αναζήτηση της μορφωτικής ταυτότητας όσων μετανάστευσαν από το νησί. Θα μπορούσε τότε να είναι ασφαλέστερα τα συμπεράσματα του αν η πτώση του μορφωτικού επιπέδου των Αμοργιανών οφειλόταν σε περιορισμένο ενδιαφέρον ή περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση στα τέλη της δεκαετίας ή αν είχε να κάνει με την αποχώρηση πολλών εγγράμματων από το νησί, σε συνδυασμό με την αύξηση του ποσοστού των μικρών ηλικιών στο σύνολο του πληθυσμού. Ενδεικτικά είναι, επίσης, τα επαγγέλματα των κατοίκων της Αμοργού κατά τη δεκαετία του 1870. Η συντριπτική πλειοψηφία ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, με αυξητική τάση μάλιστα εντός της δεκαετίας. Οι κύριοι τομείς που απασχολούν το εργατικό δυναμικό του δήμου, πέραν της γεωργίας, είναι η επεξεργασία κατασκευές, η οικοδομή λιμάνι και οι εργάτες υπηρέτες. Κλάδοι όπως το εμπόριο, οι μεταφορές, οι υπάλληλοι κλπ έχουν μικρή παρουσία στο δήμο Αμοργού, προφανώς προσαρμοσμένη στην πληθυσμιακή έκτασή του. 3
Δύο είναι οι τομείς που κεντρίζουν την προσοχή: ο πρώτος αυτός των εργατών και υπηρετών, που σημειώνει κατακόρυφη πτώση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας. Ο δεύτερος είναι αυτός των ναυτικών επαγγελμάτων, που σημειώνει εντυπωσιακή αύξηση. Όσον αφορά τον πρώτο τομέα, η πιθανότερη απάντηση στην πτώση του αφορά τη μετανάστευση Αμοργιανών από το νησί. Μια γρήγορη επισκόπηση στον εκλογικό κατάλογο του 1877 μπορεί να επιβεβαιώσει αυτήν την τάση. Από τα περίπου 200 άτομα που στον κατάλογο αυτόν φαίνονται το 1877 να έχουν ήδη μεταναστεύσει, έχοντας διατηρήσει όμως τα δικαιώματά τους στην Αμοργό, οι εργάτες και οι υπηρέτες παρουσιάζουν ισχυρή πύκνωση, απασχολώντας συνολικά 46 άτομα, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των άλλων επαγγελμάτων, που είναι κατεξοχήν κατακερματισμένα, απασχολώντας κατά μέσο όρο 3 άτομα το καθένα. Έχουμε, επίσης, το περιθώριο να υποθέσουμε ότι αρκετοί από τους εργάτες που αναχώρησαν από το νησί, μπορεί να εξειδικεύτηκαν σε επαγγέλματα που είχαν ζήτηση στις περιοχές που τους υποδέχτηκαν. Η Αμοργός δεν παρουσιάζει κατά τη δεκαετία του 1870, για παράδειγμα, βυρσοδέψες, κωπηλάτες ή δύτες. Αμοργιανοί που μετεγκαταστάθηκαν στην Ερμούπολη ή στην Κάλυμνο όμως, δηλώνουν τα παραπάνω επαγγέλματα. Η επαγγελματική κινητικότητα αυτή, βέβαια, αφορά κατεξοχήν όσους αναχωρούσαν από το νησί, σε αντίθεση με αυτούς που παρέμεναν στην Αμοργό. Ζητούμενο παραμένει πάντως η κατηγορία των ναυτικών επαγγελμάτων. Στην απογραφή του 1870 η ύπαρξή τους είναι μηδενική, ενώ στα τέλη της δεκαετίας οι δηλωμένοι ναυτικοί ανέρχονται στους 28. Παράλληλα, στον εκλογικό κατάλογο αποτελούν ένα από τα ελάχιστα επαγγέλματα που έχουν ισχυρή παρουσία, με 30 άτομα να δηλώνουν ναυτικοί εκτός νησιού και 55 εντός. Το παραπάνω έρχεται να συνεχίσει τον προβληματισμό που υπάρχει ήδη για την Αμοργό, η οποία φαίνεται να είχε ναυτιλιακή δραστηριότητα μεν, που δε συνοδευόταν σταθερά από αντίστοιχες δηλώσεις επαγγελμάτων δε. Τα δεδομένα που μας παρέχονται από τις βάσεις δεν επαρκούν για να δώσουμε κάποια ερμηνεία, όμως μια υπόθεση παραμένει ότι οι εντυπωσιακές αυξομειώσεις στα ναυτικά επαγγέλματα, δεν έχουν να κάνουν με την άσκησή τους ή μη, αλλά με το κατά πόσο δηλώνονταν από όσους τα ασκούσαν. Μέσα από την επεξεργασία των δεδομένων του δήμου Αμοργού, αναδεικνύεται μία ακόμη πτυχή, που αφορά το γειτονικό δήμο της Αιγιάλης. Το πλήθος των ετεροδημοτών που παρουσιάζονται στις δύο απογραφές μπορεί να 4
παραπλανήσει το μελετητή σε μια πρώτη ανάγνωση: 676 άτομα φαίνονται ως ετεροδημότες αθροιστικά και από τις δύο απογραφές της δεκαετίας. Μόλις το 10% αυτών, όμως, προσήλθαν στο δήμο από άλλες περιοχές, εκτός Αμοργού. Όλοι οι υπόλοιποι αποτελούν εσωτερικές μετακινήσεις από την Αιγιάλη, οι οποίες έχουν αυξητική πορεία όσο πλησιάζουμε στο τέλος της δεκαετίας. Η όποια κρίση πλήττει το νησί επομένως, δεν περιορίζεται στα στενά όρια του δήμου Αμοργού και, μάλιστα, δεν λύνεται με τη διασπορά του πληθυσμού εντός του νησιού: η πλειοψηφία όσων μετακινήθηκαν από την Αιγιάλη, εντάχθηκαν μεν στο δήμο Αμοργού, δεν εγκαταστάθηκαν όμως ούτε στη Χώρα, ούτε στα Κατάπολα, αλλά στα γειτονικά νησιά Κουφονήσια, Σχοινούσα και Ηρακλειά. Το γεγονός αυτό ανοίγει μία υπόθεση για το χαρακτήρα της κρίσης που αντιμετώπιζε ο πληθυσμός της Αμοργού: την έλλειψη εδαφών για καλλιέργεια, σε έναν τόπο όπου κύρια απασχόληση των κατοίκων φαίνεται να ήταν η γεωργία. Τέλος, μέσω της επεξεργασίας των δεδομένων των απογραφών και του εκλογικού καταλόγου σχηματίζουμε μια γενική εικόνα για το χώρο στο δήμο Αμοργού. Κρίνοντας από τις δηλώσεις των επαγγελμάτων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν παρουσιάζεται κάποια έντονη κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ των γειτονιών-ενοριών της Αμοργού. Γεωργοί, υπάλληλοι, γιατροί και ιδιοκτήτες απαντώνται στις ίδιες συνοικίες, χωρίς βεβαίως να έχουμε περαιτέρω στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του καθενός. Το μόνο ίσως αξιοποιήσιμο τεκμήριο για την ευμάρειά τους θα μπορούσε να είναι η παρουσία υπηρετών στα νοικοκυριά, η οποία όμως δεν αφήνει να εντοπιστεί ιδιαίτερη απόκλιση μεταξύ των γειτονιών, τηρουμένων των πληθυσμιακών αναλογιών. Αυτό σημαίνει, ότι η πολυπληθέστερη ενορία της Μητρόπολης έχει το μεγαλύτερο αριθμό υπηρετών, ακολουθούμενη από τις ενορίες Σχοινούσας, Ηρακλειάς και Κουφονησίων, όπου ίσως η έλλειψη υποδομών θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ελαφριά πρωτιά στους υπηρέτες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, μέσα από την αναζήτηση των υπηρετών, δικαιολογείται και η όποια προσέλευση ετεροδημοτών από περιοχές εκτός νησιού. Η πλειοψηφία όσων δηλώνουν προέλευση τη Νάξο, την Ίο, τη Σαντορίνη είναι υπηρέτες, εγκατεστημένοι στα σπίτια αυτών για τους οποίους εργάζονται. Το χαρακτήρα της χωρικής κατανομής της Αμοργού, όπως περιγράφτηκε παραπάνω, επιβεβαιώνει και η αναζήτηση του μορφωτικού επιπέδου των κατοίκων κάθε γειτονιάς, μάλιστα των γυναικών εγγράμματων, ως δείκτη ευημερίας. Και σε 5
αυτήν την περίπτωση δεν εντοπίζονται ιδιαίτερες αποκλίσεις μεταξύ των συνοικιών, κρατώντας πάντα σε χαμηλό επίπεδο τα συνολικά ποσοστά εγγραμμάτων στο δήμο. Το παραπάνω παράδειγμα ανασύστασης βασικών χαρακτηριστικών της Αμοργού μέσα από την επεξεργασία τριών, μόλις, επιλεγμένων αρχείων για τη δεκαετία του 1870 δείχνει το εύρος στο οποίο μπορεί να ανοιχθεί μία έρευνα για το συγκεκριμένο νησί. Ταυτόχρονα βέβαια, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα για τη σημασία του ανοίγματος και της επεξεργασίας των τοπικών αρχείων περιοχών που κουβαλούν αρκετά ερωτηματικά. 6