ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ



Σχετικά έγγραφα
Περιεχόµενα. 1 Εισαγωγή 4 2 Η όδευση του αγωγού σε τµήµατα 5

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη

Δάση & Πυρκαγιές: αναζητείται ελπίδα

Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

25/11/2010. Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα Χειμερινό Παρόχθια ζώνη

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

27/4/2017. Δασικά είδη μικρού περίτροπου χρόνου και Αγροδασοπονία ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΟΔΑΣΟΠΟΝΙΑ; ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΑΣΟΛΙΒΑΔΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ;

Δομή της παρουσίασης.

CYCLADIC SEMINAR. Dr. Michael Boyd Senior Research Associate at the McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge

Θ Δημοτικό Σχολείο Πάφου. «Κουπάτειο» Τάξη : Δ

Ανάλυση της δομής και της ποικιλότητας των εδαφικών κολεοπτέρων (οικογένειες: Carabidae και Tenebrionidae) σε ορεινά οικοσυστήματα

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ

Μεταπτυχιακή διατριβή. Ανδρέας Παπαευσταθίου

ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΡΑΠΤΗ. Γενική άποψη του οικισμού. Το άνοιγμα στη θέα. Η περιοχή μελέτης

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 3 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα ΕΑΡΙΝΟ

ΑΘΗΝΑ 2013 ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΥ ΥΔΑΤΟΣ (ΛYΜΑΤΩΝ) FRAMME - LIFE08 NAT/GR/ ΡΟΔΟΣ

Kεφάλαιο 11 (σελ ) Ζώνες βλάστησης

Η παλυνολογία εξετάζει την παλαιοβλάστηση τα παλαιο-περιβάλλοντα το παλαιο-κλίμα Την επίδραση του ανθρώπου (π.χ. γεωργία)

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΣΑΡΤΣΙΔΟΥ *

«ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ»

Το ερευνητικό πρόγραμμα του ΑΠΘ στο

«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων»

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ. Κωνσταντίνος Λιαρίκος. Κωνσταντίνος Λιαρίκος, Κατανοώντας το ζήτημα των αλλαγών χρήσεων γης

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ CYPRUS COMPUTER SOCIETY ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ 19/5/2007

ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Δασολόγος

Μεταπυρική Διαχείριση Δασών Ψυχρόβιων Κωνοφόρων

LIFE10 NAT/CY/ Βελτίωση της κατάστασης διατήρησης του οικότοπου προτεραιότητας 9560* στην Κύπρο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΑΖΟΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΕΠΙΟ ΠΕΥΚΗ (PINUS HALEPENSIS) ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑΤΟΪΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ»

Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β.

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΑΥΞΗΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Εργαστήριο Δομής Ξύλου. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ CLIMATOLOGY

Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι)

Μάθημα: ΥΔΡΟΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Φύλλο καταγραφής Έρευνας γης και εδάφους

ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΠΙΝΔΟΥ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ

MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Κάθε γνήσιο αντίγραφο φέρει υπογραφή του συγγραφέα. / Each genuine copy is signed by the author.

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος)

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΤΥΠΩΝ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ. Δρ. Frederic Bendali Phytoecologue ECO-CONSULTANTS S.A.

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Πέτρος Κακούρος και Αντώνης Αποστολάκης

ΥΛΗ Προστασία και Διαχείριση Περιβάλλοντος Ευριπίδου 18, Αθήνα

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

AdaptFor Προσαρμογή της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα

ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ Ο ΗΓΟΣ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΚΡΗΤΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

Φυτοτεχνικές Διευθετήσεις σε Ειδικές Περιπτώσεις

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος

ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΛΙΜΝΑΙΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΛΥΝΟΛΟΓΙΑΣ

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

Μεταπτυχιακή διατριβή Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΚΑΙ ΕΞΑΓΟΥΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΛΙΜΝΑΙΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ*

ΑΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΤΙΤΛΟΣ Συμπληρώστε τον πρωτότυπο τίτλο της Διδακτορικής διατριβής ΑΡ. ΣΕΛΙΔΩΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ

ΕΡΓΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΟΡΕΙΝΩΝ ΥΔΑΤΩΝ. Υπεύθυνος Μαθήματος Δρ. Γ. Ζαΐμης

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας. Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ.

(clusters) clusters : clusters : clusters : 4. :

THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία

Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΤΡΟΠΙΚΑ ΔΑΣΗ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ (RS) ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (G.I.S.) ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΞΥΛΟΥ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. ρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Επιστήµης Ξύλου Τµήµα Σχεδιασµού & Τεχνολογίας Ξύλου - Επίπλου

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

Comparison of Evapotranspiration between Indigenous Vegetation and Invading Vegetation in a Bog

Ταξινόμηση των λιβαδιών Το βασικό κριτήριο ταξινόμησης είναι τα κυριαρχούντα είδη φυτών διότι: είναι σημαντικότερα από οικολογική και οικονομική

Χλωριδικές μονάδες βλάστησης και συστήματα

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΒΩΝ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΥΣ ΕΥΡΩΚΩΔΙΚΕΣ

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία. Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο.

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες

Neutralization E#ects of Acidity of Rain by Cover Plants on Slope Land

MIL009 - Λίμνη ορυχείου Χονδρού Βουνού 1

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

Πτυχιακή Εργασία. Παραδοσιακά Προϊόντα Διατροφική Αξία και η Πιστοποίηση τους

Λιβάδια - Θαµνότοποι

Ελληνικοί Βιότοποι. Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

2 ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΟΡΜΟΣΠΙΤΩΝ

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

LIFE PINUS Η δομημένη προσέγγιση για την αποκατάσταση των καμένων δασών μαύρης πεύκης

HELECO 05. Αθανάσιος Νταγκούµας, Νίκος Λέττας, ηµήτρης Τσιαµήτρος, Γρηγόρης Παπαγιάννης, Πέτρος Ντοκόπουλος

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Μεταπτυχιακή εργασία : Μελέτη της εξέλιξης του προσφυγικού οικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας με χρήση μεθόδων Γεωπληροφορικής.

AIG003 - Εκβολή ρύακα Αννίτσα

Transcript:

ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ * ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Η ΑΝΘΡΑΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΛΙΜΝΑΙΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα κατάλοιπα καμένου ξύλου (από εδώ και εξής θα αναφέρονται ως κάρβουνα) που εμπεριέχονται στα αρχαιολογικά ιζήματα συνιστούν μια ξεχωριστή κατηγορία αρχαιοβοτανικού υλικού, η μελέτη του οποίου αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τη διερεύνηση της τοπικής βλάστησης και του παλαιοπεριβάλλοντος σε μια περιοχή και την αλληλεπίδραση αυτών με τις κοινωνίες του παρελθόντος (Asouti & Austin 2005; Chabal et al. 1999). Η μελέτη του αρχαιολογικού κάρβουνου (ανθρακολογία, charcoal analysis, anthracologie) έχει ήδη μια πορεία 60 χρόνων (βλ. Asouti & Austin 2005 και την εκεί βιβλιογραφία). Μέσα από την εφαρμογή της μεθοδολογίας που διαμορφώθηκε και τελειοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Montpellier II (Chabal 1988, 1992, 1994; Τhéry et al., υ. έκδ.; Vernet 1973), προέκυψαν σημαντικές παλαιοπεριβαλλοντικές μελέτες και πλήθος πληροφοριών για τις μορφές διαχείρισης της βλάστησης από τις ανθρώπινες κοινωνίες (βλ. άρθρα στους παρακάτω τόμους Dufraisse 2006; Florentino & Magri 2008; Thiebault 2002; Vernet 1992). Στη χώρα μας, αναλύσεις κάρβουνου από αρχαιολογικές θέσεις πραγματοποιήθηκαν ήδη από τη δεκατία του 60 (μεταξύ άλλων Rackham 1986; Shay & Shay 1995; Western 1964), η συστηματική όμως εφαρμογή της ανθρακολογίας ξεκίνησε κατά την τελευταία δεκαετία (μεταξύ άλλων Asouti 2003; Ntinou 2002; Psaroy 2002). Ο λιμναίος οικισμός στο Δισπηλιό Καστοριάς εντάσσεται σε αυτό το «νέο κύμα» ερευνών. Τα χαρακτηριστικά της θέσης (αφθονία κάρβουνου στα αρχαιολογικά ιζήματα και στρώματα καταστροφής) και η συστηματική συλλογή των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων παρείχαν τις βασικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της έρευνας, τα αποτελέσματα * Tμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος & Νέων Τεχνολογιών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, e-mail: Maria. Ntinou@uv.es

46 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ της οποίας είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου 1. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΛΙΚΟ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ Τα κάρβουνα (ατελής καύση του ξύλου) που βρίσκουμε στις αρχαιολογικές θέσεις είναι πολιτισμικά κατάλοιπα, δηλαδή προϊόν ανθρώπινης δραστηριότητας. Προέρχονται από την καύση ξύλων που συγκέντρωσαν οι άνθρωποι από τη φυσική βλάστηση και χρησιμοποίησαν για την παραγωγή ενέργειας σε καθημερινές δραστηριότητες (μαγείρεμα, θέρμανση, φωτισμός) αλλά και άλλες πιο εξειδικευμένες, όπως το ψήσιμο της κεραμικής, τη μεταλλουργία, την παραγωγή ξυλάνθρακα, κλπ. Ακόμη, το κάρβουνο μπορεί να είναι αποτέλεσμα εσκεμμένης ή τυχαίας καύσης ξύλινων κατασκευών, εργαλείων και άλλων στοιχείων του υλικού πολιτισμού (Chabal et al. 1999). Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κάρβουνου είναι η ιδιότητά του να διατηρεί την ανατομική δομή του ξύλου από το οποίο προήλθε, επιτρέποντας τη μικροσκοπική αναγνώριση της βοτανικής ταυτότητάς του, δηλαδή το φυτικό γένος ή είδος που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν (Chabal et al. 1999). Έτσι, από τη μικροσκοπική ανάλυση του κάρβουνου προκύπτουν κατάλογοι φυτών, τους οποίους η Ανθρακολογία, με αρωγό την αρχαιολογική έρευνα, ερμηνεύει, με στόχο να δώσει πληροφορίες για την τοπική βλάστηση γύρω από τους χώρους ανθρώπινης εγκατάστασης, τις κυρίαρχες περιβαλλοντικές και κλιματικές συνθήκες σε μια περιοχή, τις πρώτες ύλες που επιλέγουν οι άνθρωποι και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται, μεταβάλλουν και τελικά διαμορφώνουν το περιβάλλον (Chabal 1997; Dufraisse 2006; Florentino & Magri 2008; Thiebault 2002; Vernet 1992). Βασικές προϋπόθεσεις προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ανθρακολογικής μελέτης είναι: α. Η συστηματική συλλογή δειγμάτων από τα αρχαιολογικά στρώματα (Chabal 1988, 1997; Chabal et al. 1999) και β. Η διάκριση των δύο διαφορετικών κατηγοριών κάρβουνου, του διάσπαρτου στα ιζήματα και του συγκεντρωμένου σε κατασκευές, τόσο κατά την ανασκαφή όσο και κατά τη μελέτη του υλικού. Το διάσπαρτο υλικό που προέρχεται από τις καθημερινές φωτιές και το καθάρισμα τους σε όλη τη διάρκεια ανθρώπινης παρουσίας σε μια θέση/οικισμό, μας δίνει πληροφορίες για την τοπική βλάστηση και την επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή των κλιματικών παραγόντων σε αυτή (Chabal 1992, 1997). Το κάρβουνο που εντοπίζεται συγκεντρωμένο σε κατασκευές (εστίες, φούρνους, λάκους, κλπ) ή στρώματα καταστροφής μας δίνει εθνοβοτανικές πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των φυτών και την επιλογή του ξύλου για συγκεκριμένες δραστηριότητες (Chabal et al. 1999) Η ανθρακολογική μελέτη στο νεολιθικό οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς επικεντρώθηκε στον ανατολικό ανασκαφικό τομέα. Η ανασκαφή των αρχαιολογικών επιχώσεων που αρχίζουν από τα 0,40 μ. και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τα 2,20 μ., αποκάλυψε έναν οικισμό ο οποίος, με βάση τη σχετική χρονολόγηση, χρονολογείται στο τέλος της Μέσης και στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή (Σωφρονίδου 2008: 16). Το ανθρακολογικό υλικό που μελετήθηκε συγκεντρώ- 1 Το παρόν κείμενο αποτελεί μια περίληψη της ανθρακολογικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε στο νεολιθικό λιμναίο οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής (Ntinou 2002). Ευχαριστώ πολύ το διευθυντή της ανασκαφής, Ομ. Καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη που μου εμπιστεύθηκε το ανθρακολογικό υλικό και με φιλοξένησε στο Δισπηλιό από το 1996 ως το 1999 προκειμένου να ολοκληρώσω την έρευνα. Τη συμμετοχή μου σε αυτό το τεύχος του περιοδικού Ανάσκαμμα την οφείλω στην πρόσκληση της Δρ. Μαρίνας Σωφρονίδου, την οποία και ευχαριστώ θερμά.

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 47 θηκε από ανασκαφικά στρώματα τα οποία αντιστοιχούν στις τρεις πολιτισμικές φάσεις που διακρίθηκαν στον οικισμό, Α, Β και Γ από τη νεότερη στην αρχαιότερη (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002: 60), και οι οποίες αντίστοιχα χαρακτηρίστηκαν ως «χερσαία», «αμφίβια» και «λιμναία» (Καρκάνας 2002; Σωφρονίδου 2008: 16). Τα νεολιθικά στρώματα ήταν πολύ πλούσια σε ανθρακολογικό υλικό, το οποίο εντοπιζόταν κυρίως διάσπαρτο στις ανασκαπτόμενες επιχώσεις. Παράλληλα, αποκαλύφθηκε και ένα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής, σχετιζόμενο με την αρχαιότερη «λιμναία» φάση, το οποίο χαρακτηριζόταν από μεγάλη συγκέντρωση και πυκνότητα κάρβουνου, καμένων αλλά και έφυδρων ξύλων. Το ανθρακολογικό υλικό διαχωρίστηκε από τα αρχαιολογικά ιζήματα με τη μέθοδο της επίπλευσης και συγκεκριμένα από κάθε δείγμα επίπλευσης (ΝΚ) αναλύσαμε τους ξυλάνθρακες που συγκεντώθηκαν στο χοντρό εξωτερικό κόσκινο και στο βαρύ υπόλοιπο στο εσωτερικό του βαρελιού επίπλευσης. Επιπλέον συγκεντρώθηκαν δείγματα έφυδρου ξύλου από πασσάλους (κατακόρυφα στοιχεία) και οριζόντια στοιχεία τα οποία αποκαλύφθηκαν στον Ανατολικό Τομέα κατά την ανασκαφική περίοδο του 1997 με την πτώση της στάθμης της λίμνης. Η ανθρακολογική μελέτη προσανατολίστηκε σε δύο κύριους άξονες λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες που είχαν συντελέσει στη δημιουργία και την απόθεση του κάρβουνου στις νεολιθικές επιχώσεις (βλ. παραπάνω για τη ανθρακολογική μέθοδο): 1. Mελέτη της παλαιοβλάστησης γύρω από το νεολιθικό Δισπηλιό διαχρονικά (για όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού) μέσα από την ανάλυση δειγμάτων διάσπαρτου κάρβουνου και, 2. Διερεύνηση των χρήσεων της βλάστησης για την κατασκευή οικημάτων μέσα από την ανάλυση δειγμάτων ξυλάνθρακα αλλά και έφυδρων ξύλων από το στρώμα καταστροφής. Η ανάλυση του ανθρακολογικού υλικού έγινε στο Εργαστήριο του Τμήματος Προϊστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Βαλένθια στην Ισπανία και χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό μικροσκόπιο ανακλώμενου φωτός Nikon Optiphot-100, η συγκριτική συλλογή σύγχρονων δειγμάτων απανθρακωμένου ξύλου του εργαστηρίου και η σχετική βιβλιογραφία ανατομίας ξύλου (Schweingruber 1990). Λεπτομερέστερη ανάλυση και φωτογράφιση επιλεγμένων δειγμάτων πραγματοποιήθηκε με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης Hitachi S-4100 στο Εργαστήριο de Microscopia Electrónica del Servicio Central de Soporte a la Investigación Experimental (S.C.S.I.E.) του Πανεπιστημίου της Βαλένθια. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΑΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ Η νεολιθική βλάστηση Η ανθρακολογική ανάλυση 3.743 κομματιών κάρβουνου από τις νεολιθικές επιχώσεις του οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς μάς οδήγησε στη βοτανική ταύτιση των ακόλουθων τάξα: cf. Abies sp., Acer sp., Alnus glutinosa, Carpinus/Ostrya, Cornus sp., Corylus sp., Fraxinus sp., Hedera helix, Juniperus sp., Maloideae, Pinus nigra, Pistacia terebinthus, Prunus cf. amygdalus, Prunus sp., Quercus caducifolio, Rhus coriaria, Rosa sp., Salix sp., Tilia sp. και Ulmus sp. Η χλωρίδα της περιοχής περιλάμβανε μεγάλη ποικιλία πλατύφυλλων φυλλοβόλων και τρία είδη κωνοφόρων, τα περισσότερα από τα οποία είναι κοινά και στις τρεις κύριες πολιτισμικές φάσεις του οικισμού (Πίν. 1). Η παρουσία και η συχνότητα των διαφόρων τάξων στα επάλληλα στρώματα των τριών πολιτισμικών φάσεων συνθέτουν το ανθρακολογικό διάγραμμα (Εικ. 1). Τα ανθρακολογικά σύνολα (παρουσία και συχνότητα των τάξων για κάθε στρώμα) μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά των κυριότερων φυτικών

48 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ Πίν. 1: Τα τάξα που αναγνωρίστηκαν σε ανθρακολογικά δείγματα από το λιμναίο νεολιθικό οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς και η κατανομή τους στις τρεις κύριες πολιτισμικές φάσεις A, B και Γ. διαπλάσεων στο ευρύτερο περιβάλλον του νεολιθικού οικισμού διαχρονικά. Οι πληροφορίες που αντλούμε βοηθούν ώστε να ανασυνθέσουμε τις κυρίαρχες περιβαλλοντικές συνθήκες γύρω από τον οικισμό και να προσεγγίσουμε το ρόλο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη διαμόρφωση του τοπίου κατά την 6 η και 5 η χιλιετία π.χ. Η δρυς είναι το κυρίαρχο είδος (40-50%) σε όλες τις φάσεις του νεολιθικού οικισμού. Η μαύρη πεύκη, παρούσα από την αρχαιότερη οικιστική φάση, αυξάνεται σταδιακά από τα στρώματα της Φάσης Β (20%) και εξής (30%). Τα υπόλοιπα πλατύφυλλα φυλλοβόλα και οι άρκευθοι έχουν μικρή αλλά σταθερή παρουσία σε όλα τα ανθρακολογικά σύνολα. Η σύνθεση των ανθρακολογικών συνόλων του διαγράμματος μάς επιτρέπει να διακρίνουμε την παρουσία των ακόλουθων φυτικών διαπλάσεων (Εικ. 1): - Δρυοδάση στα οποία φύονταν και άλλα πλατύφυλλα φυλλοβόλα, όπως φράξοι, σφένδαμοι, φλαμουριές, γαύροι, κρανιές, φτελιές, φουντουκιές, αγριοαχλαδιές, μουρτζιές κλπ.

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 49 Εικ. 1: Το ανθρακολογικό διάγραμμα από το λιμναίο οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς. Τα ανθρακολογικά σύνολα των διαδοχικών στρωμάτων της νεολιθικής ακολουθίας δηλώνουν την παρουσία και συχνότητα των τάξα σε κάθενα από αυτά και μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά των κυριότερων φυτικών διαπλάσεων διαχρονικά.

50 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ - Δάση ψυχρόβιων κωνοφόρων με κυρίαρχο είδος τη μαύρη πεύκη και σποραδική παρουσία της ελάτης. - Φωτόφιλη, ανοικτή βλάστηση που διακρίνεται από την παρουσία της αρκεύθου, της τσικουδιάς, ειδών του γένους Prunus και ειδών της οικογένειας των Rosaceae. - Παρόχθια βλάστηση που αντιπροσωπεύεται κυρίως από σκλήθρα και ιτιές αλλά και φτελιές ή φουντουκιές κοντά σε ρέματα. Συνδυάζοντας τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής (Παυλόπουλος et al. 2009: 106 - γεωμορφολογικός χάρτης) με τις πληροφορίες που μας παρέχει η ανθρακολογική έρευνα μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις σχετικά με την κατανομή των διαφορετικών διαπλάσεων στη ευρύτερη περιοχή του νεολιθικού οικισμού. Το κυριότερο γεωγραφικό στοιχείο στην περιοχή είναι η λίμνη Ορεστιάδα. Νότια της λίμνης, όπου βρίσκεται και ο νεολιθικός οικισμός, και ανατολικά αυτής απλώνεται μια αρκετά εκτεταμένη πεδινή έκταση γύρω από τον Αλιάκμονα και τους παραποτάμους του. Η περιοχή παρουσιάζει σχετικά ομαλό ανάγλυφο που μεταβαίνει σταδιακά από τα 700 στα 1000 μ. Αντίθετα στη δυτική, βορειοδυτική και βόρεια πλευρά της λίμνης το ανάγλυφο είναι σημαντικά πιο απότομο. Εδώ, με εξαίρεση μια στενή πεδινή λωρίδα γύρω από το λίμνη, το υψόμετρο απότομα ανέρχεται στα 800-900 μ. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα μικτά δρυοδάση εκτείνονταν σε όλη την περιοχή νότια της λίμνης, φύονταν σε κοντινή απόσταση από τον οικισμό και κάλυπταν τα χαμηλά και μέσα υψόμετρα στην ευρύτερη περιοχή. Δάση ορεινών κωνοφόρων αντικαθιστούσαν σταδιακά τα δρυοδάση σε μεγαλύτερα υψόμετρα στα γύρω βουνά, αν και προς τη βορειοδυτική και βόρεια πλευρά της λίμνης η απότομη υψομετρική άνοδος πιθανότατα είχε ευνοήσει την εξάπλωση των ορεινών κωνοφόρων σε μικρή απόσταση από αυτή. Φωτόφιλη, ανοικτή βλάστηση πιθανότατα φύονταν στα χαμη- λότερα όρια των δρυοδασών. Η παρουσία της τσικουδιάς -είδος σχετικά θερμόφιλοστα ανθρακολογικά δείγματα, πιστεύουμε ότι δηλώνει την εξάπλωση των θάμνων αυτών αλλά και της ανοικτής βλάστησης την οποία αντιπροσωπεύουν, στα χαμηλότερα υψόμετρα, στο επίπεδο της λίμνης και στη μεταβατική ζώνη προς τα δρυοδάση. Συστάδες αρκεύθων θα αποτελούσαν στοιχείο του τοπίου ιδιαίτερα σε ξέφωτα και στα όρια των δασών. Τέλος, παρόχθια δενδρώδης βλάστηση φύονταν στις όχθες τις λίμνης. Σύμφωνα με τα ανθρακολογικά αποτελέσματα η βλάστηση στην ευρύτερη περιοχή του νεολιθικού οικισμού χαρακτηριζόταν από πυκνά δάση, τα οποία εξαπλώνονταν σχεδόν ως τις όχθες της λίμνης. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου από τους νεολιθικούς κατοίκους του Δισπηλιού υπήρξε συνειδητή επιλογή προκειμένου να επωφεληθούν από την ποικιλία περιβαλλόντων (ecotone) και φυσικών πόρων που παρείχε η περιοχή. Οι κοντινές στον οικισμό ανοικτές φυτικές διαπλάσεις μπορούσαν με ευκολία να μετατραπούν σε μικρά καλλιεργήσιμα χωράφια και θα προσέφεραν ιδανικούς χώρους βοσκής με χαμηλή ποώδη βλάστηση την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τα δάση δρυός και κωνοφόρων ήταν σημαντική πηγή προσπορισμού καύσιμης ύλης για τις καθημερινές δραστηριότητες και ξυλείας για τις κατά κύριο λόγο πασσαλόπηκτες κατασκευές στον οικισμό. Η παρόχθια βλάστηση παρείχε τις πρώτες ύλες για την κατασκευή οικημάτων και άλλων αντικειμένων (π.χ. καλάμια και ευλύγιστα κλαδιά ιτιάς για καλαθοπλεκτική, στέγες, δέσιμο κλπ). Τέλος, τα δρυοδάση και οι ανοικτές διαπλάσεις συντελούσαν στον εμπλουτισμό της διατροφής των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού μέσα από τη συλλογή άγριων καρπών που θα προσέφεραν σε αφθονία κρανιές, μουρτζιές, αγριοαχλαδιές, σορβιές, φουντουκιές, τσαπουρνιές, τσικουδιές κλπ (βλ. και Μαγκαφά 2002, Πίν. 1).

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 51 Χρήσεις του ξύλου στο νεολιθικό Δισπηλιό Το στρώμα καταστροφής που σχετίζεται με την αρχαιότερη «λιμναία» Φάση Γ του νεολιθικού οικισμού μας έδωσε την ευκαιρία να συγκεντρώσουμε δείγματα καμένων ξύλων αλλά και έφυδρων οριζόντιων ξύλων και πασσάλων (κατακόρυφα ξύλα) που είχαν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των υπερυψωμένων στοιχείων του οικισμού και ίσως την επιπλοσκευή (εξέδρες, τοίχοι, στέγες, αντικείμενα). Τα ανθρακολογικά δείγματα συγκεντρώθηκαν από το στρώμα καταστροφής στο τετράγωνο 3α, ενώ δείγματα έφυδρου ξύλου από πασσάλους και οριζόντια στοιχεία συγκεντρώθηκαν από όλα τα σημεία του Ανατολικού Τομέα, όπου αυτά είχαν αποκαλυφθεί με την πτώση της στάθμης της λίμνης το καλοκαίρι του 1997. Σχετικά με τη χρήση των ξύλων, μόνο για τους πασσάλους μπορούμε να ξέρουμε ποια ήταν αυτή, ενώ για τα οριζόντια στοιχεία η ακριβής θέση τους στα οικήματα/εξέδρες δεν μπορεί να προσδιοριστεί εξαιτίας της αποσπασματικότητας της διατήρησής τους. Πολύ διαφωτιστικές για την επεξεργασία του ξύλου και την ταύτιση συγκεκριμένων δομικών στοιχείων είναι οι πρόσφατες μελέτες του Χατζητουλούση (2006, 2008) σχετικά με την τεχνολογία του ξύλου στο νεολιθικό Δισπηλιό. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης ξύλου από πασσάλους και οριζόντια στοιχεία παρουσιάζονται στον Πίν. 2, ενώ στην Εικ. 2 αποτυπώνονται τα δεδομένα της ανθρακολογικής ανάλυσης από το στρώμα καταστροφής. Η ανάλυση δειγμάτων από 28 πασσάλους καταδεικνύει την προτίμηση των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού για το ξύλο κωνοφόρων, κυρίως της αρκεύθου και σε μικρότερο βαθμό της μαύρης πεύκης. Η μελέτη των κατακόρυφων ξύλων από τον Χατζητουλούση καταλήγει σε ανάλογα συμπεράσματα (2006: 376, 379 και 391). Οι άρκευθοι πιθανότατα φύονταν στις φωτόφιλες, ανοιχτές διαπλάσεις σε μικρή απόσταση από τον οικισμό. Η συστηματική επιλογή τους θα πρέπει να σχετίζεται με την εγγύτητα της παρουσίας τους στο περιβάλλον του οικισμού, με την ευκολία μεταφοράς εκεί αλλά, και με τις ιδιότητες του ξύλου τους που είναι ανθεκτικό στη σήψη (Johnson 1994). Η χρήση των αρκεύθων κυρίως για την κατασκευή των πασσάλων, οι οποίοι ήταν εκτεθειμένοι στις μεταβολές της στάθμης της λίμνης και του υδροφόρου ορίζοντα, δηλώνει ότι οι νεολιθικοί κάτοικοι του Δισπηλιού ήταν γνώστες αυτών των ιδιοτήτων. Η μαύρη πεύκη χρησιμοποιήθηκε επίσης για την κατασκευή πασσάλων, αν και σε μικρότερη κλίμακα από τις αρκεύθους. Οι κορμοί των αρκεύθων είναι σημαντικά χαμηλότεροι σε ύψος από αυτούς της μαύρης πεύκης και μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πρώτοι χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των πασσάλων θεμελίωσης των εξεδρών ενώ οι δεύτεροι για πασσάλους τοιχοδομής (Νtinou 2002: 246-7). Στο «λιμναίο» οικισμό της Φάσης Γ, όπου μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων θα πραγματοποιούνταν σε εξέδρες, ο αριθμός των πασσάλων αρκεύθου θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από εκείνο της μαύρης πεύκης, όπως φαίνεται και στον Πίν. 1. Τα οριζόντια ξύλα και τα κομμάτια κάρβουνου από τα ανθρακολογικά δείγματα, Πίν. 2: Τάξα που αναγνωρίστηκαν σε δείγματα ξύλου από πασσάλους (κατακόρυφα στοιχεία) και άλλα δομικά στοιχεία (σε οριζόντια θέση κατά την ανασκαφή).

52 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ Εικ. 2: Παρουσία και συχνότητα των διαφόρων τάξα στο στρώμα καταστροφής (ανασκαφικό τετράγωνο 3α). λόγω της αποσπασματικότητάς τους, δεν είναι δυνατό να συσχετιστούν με συγκεκριμένα στοιχεία των κατασκευών στις οποίες αρχικά ανήκαν και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τη χρήση τους. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης για την ταύτιση της βοτανικής τους ταυτότητας δείχνουν την προτίμηση των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού στη μαύρη πεύκη και τη δρυ (Πίν. 2 και Εικ. 2). Το ξύλο αυτών των ψηλόκορμων δέντρων με τους ευθείς κορμούς πιθανότατα είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των οριζόντιων δοκών των εξεδρών και για τη διαμόρφωση της στέγης. Ακόμη είναι πιθανό η αυξημένη παρουσία της μαύρης πεύκης στα ανθρακολογικά δείγματα να οφείλεται στην κατάρρευση λόγω της φωτιάς του υπέργειου τμήματος των πασσάλων τοιχοδομής. Πολλά από τα οριζόντια ξύλα μαύρης πεύκης δεν έφεραν ίχνη καύσης σε καμία τους επιφάνεια και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το είδος αυτό χρησιμοποιήθηκε και για την διαμόρφωση των δαπέδων, τα οποία καταρρέοντας στο υγρό έδαφος δεν καήκαν. Η τεχνολογική ανάλυση ξύλου καταδεικνύει την κατασκευή σανίδων κυρίως από μαύρη πεύκη. Η επιλογή του συγκεκριμένου είδους αποδίδεται στην ευκολία κατεργασίας του ή στην υψηλή ανθεκτικότητά του ως επιδαπέδιο δομικό υλικό (Χατζητουλούσης 2008: 103). Τα υπόλοιπα τάξα που αναγνωρίστηκαν στο στρώμα καταστροφής (Εικ. 2) χρησιμοποιήθηκαν σε μικρότερο βαθμό είτε ως δομικό υλικό είτε για την κατασκευή αντικειμένων και επίπλων. Τα οριζόντια ή κατακόρυφα ξύλα για τα πλέγματα των τοίχων ίσως κατασκευάζονταν από ξύλο κρανιάς (Pétrequin 1991), σανίδες ή λεπτά φύλλα από ξύλο σκλήθρων ίσως χρησιμοποιούνταν για επικάλυψη δαπέδων και τοίχων (Billamboz 1987; Johnson 1994), ξύλινα στελέχη για εργαλεία κρούσης, σφήνες και άλλα αντικείμενα ίσως κατασκευάζονταν από το ανθεκτκό στους κραδασμούς ξύλο του φράξου και το πυκνό ξύλο της σφενδάμου.

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 53 Μέσα από τη μελέτη ανθρακολογικών δειγμάτων και δειγμάτων ξύλου από το στρώμα καταστροφής διαπιστώνουμε ότι οι νεολιθικοί κάτοικοι του οικισμού χρησιμοποιούσαν τα δενδρώδη είδη που φύονταν σε διαφορετικές φυτικές διαπλάσεις στο ευρύτερο περιβάλλον του οικισμού επιλεκτικά και σε σχέση με τις κατασκευαστικές ανάγκες. Η επιλογή των φυτικών ειδών ανάλογα με τις ιδιότητες του ξύλου τους και τις διαστάσεις του, η κοπή και μεταφορά της δομικής ξυλείας στον οικισμό, η κατεργασία του ξύλου και η γνώση των χαρακτηριστικών του λιμναίου και παρόχθιου περιβάλλοντος καταδεικνύουν ψηλό τεχνολογικό επίπεδο. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ: ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Οι νεολιθικοί κάτοικοι του Δισπηλιού χρησιμοποιούσαν τις ποικίλες φυτικές διαπλάσεις της περιοχής σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού (Εικ. 3). Από το τέλος της Μέσης και σε όλη τη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής τα δρυοδάση υπήρξαν η κύρια πηγή προσπορισμού της καύσιμης ύλης. Τα ψυχρόβια κωνοφόρα με κύριο εκπρόσωπο τη μαύρη πεύκη χρησιμοποιήθηκαν ήδη από την αρχαιότερη Φάση Γ, αλλά η χρήση τους αυξάνεται σταδιακά από τη Φάση Β και εξής. Σχετικά με τη χρήση της παρόχθιας βλάστησης διαπιστώνουμε την αντίθετη τάση, δηλαδή αυξημένη χρήση κατά την αρχαιότερη φάση και σταδιακή μείωση στις Φάσεις Β και Α. Τέλος, οι ανοικτές διαπλάσεις χρησιμοποιούνται σταθερά σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού, με μεγαλύτερη όμως συχνότητα κατά τις Φάσεις Γ και Α. Τα συμπεράσματα που συνάγουμε σχετικά με τη χρήση της φυσικής βλάστησης και τις δραστηριότητες των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού είναι τα ακόλουθα: Εικ. 3: Η χρήση των διαφορετικών φυτικών διαπλάσεων διαχρονικά.

54 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ 1. Τα δρυοδάση έγιναν αντικείμενο συστηματικής χρήσης σε όλες τις φάσεις του οικισμού (Εικ. 1 και 3). Πιθανότατα η κύρια δραστηριότητα ήταν η συγκέντρωση καύσιμης ύλης για τις καθημερινές ασχολίες (θέρμανση, μαγείρεμα, φωτισμός) αλλά και άλλες πιο εξειδικευμένες όπως το ψήσιμο της κεραμικής. Τα δρυοδάση βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τον οικισμό, κυρίως προς τις νοτιότερες και υψομετρικά πιο ομαλές περιοχές της λεκάνης της Καστοριάς και κατά συνέπεια η πρόσβαση σε αυτά θα πρέπει να ήταν ευκολότερη και αμεσότερη. Οι ιδιότητες του ξύλου πολλών ειδών που φύονταν στα πυκνά δρυοδάση, σίγουρα ήταν γνωστές στους νεολιθικούς κατοίκους του Δισπηλιού. Η παρουσία της δρυός, του φράξου, της κρανιάς κλπ (Εικ. 2), στο στρώμα καταστροφής της αρχαιότερης Φάσης Γ θα πρέπει να σχετίζεται με την επιλογή συγκεκριμένων ειδών για την κατασκευή οικημάτων, επιπλοσκευής και άλλων αντικειμένων. 2. Τα ψυχρόβια κωνοφόρα χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά ήδη από την αρχαιότερη οικιστική φάση (Εικ. 1 και 3). Η ανθρακολογική μελέτη και η μελέτη ξύλου από τη φάση αυτή καταδεικνύουν την επιλογή των κωνοφόρων, ιδιαίτερα της μαύρης πεύκης και της αρκεύθου, για την κατασκευή των υπερυψωμένων εξεδρών και των οικημάτων (Πίν. 2 και Εικ. 2). Κατά την πρώτη εγκατάσταση είναι πιθανό να χρησιμοποιήθηκαν τα κωνοφόρα αποκλειστικά για κατασκευαστικές δραστηριότητες, τα παράγωγα όμως της τεχνολογικής κατεργασίας του ξύλου σίγουρα ανακυκλώνονταν στις νεολιθικές εστίες. Ένα μέρος της ξυλείας που υλοτομούνταν στο δάσος μεταφέρονταν στον οικισμό χωρίς να έχει ολοκληρωθεί το στάδιο της αποκλάδωσης. Σε στρώματα της αρχαιότερης φάσης αναφέρεται η παρουσία ενός ολόκληρου μερικώς αποκλαδισμένου κορμού πεύκης καθώς και υπολειμμάτων της σχίσης αλλά και ξύλα πεύκης, αρκεύθου, ελάτης και οξιάς στη φυσική τους κατάσταση (Χατζητουλούσης 2008: 106-7). Η μεταφορά ακατέργαστης ξυλείας στον οικισμό εκτός από οικονομία χρόνου έδινε στους νεολιθικούς κατοίκους του Δισπηλιού την ευκαιρία εκμετάλλευσης όλων των παραγώγων της κατεργασίας. Η χαμηλότερη συχνότητα της μαύρης πεύκης στα ανθρακολογικά σύνολα της αρχαιότερης Φάσης Γ (Eικ. 3) ίσως οφείλεται στο ότι δεν γινόταν συστηματική συλλογή του ξύλου της για καύσιμη ύλη, αλλά απλώς χρησιμοποιούνταν τα παράγωγα της κατεργασίας του ξύλου της ως τέτοια. Η αυξημένη παρουσία της μαύρης πεύκης στις Φάσεις Β και Α (Eικ. 3) μπορεί να σχετίζεται με διεύρυνση των δραστηριοτήτων των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού προς πιο απομακρυσμένες περιοχές αλλά και με ανάπτυξη του ίδιου του οικισμού και αυξημένες ανάγκες σε δομική ξυλεία. 3. Η παρόχθια δενδρώδης βλάστηση χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού ιδιαίτερα όμως κατά την αρχαιότερη φάση (Eικ. 3). Αυτό το στοιχείο πιθανότατα σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της ίδιας της εγκατάστασης κατά την αρχαιότερη φάση. Ο «λιμναίος» οικισμός της φάσης αυτής βρισκόταν στις όχθες αλλά και μέσα στη λίμνη (Καρκάνας 2002), εν μέσω της παρόχθιας βλάστησης την οποία έπρεπε να «καθαρίσουν» προκειμένου να χτίσουν τις εξέδρες και τις καλύβες τους. Το ξύλο της ιτιάς και του σκλήθρου χρησιμοποιήθηκε στον πρώτο οικισμό ως καύσιμη ύλη και ως ξυλεία. Κατά τις Φάσεις Β και Α, η χρήση της παρόχθιας βλάστησης είναι σποραδικότερη, γεγονός που θα μπορούσαμε να το συσχετίσουμε με τη σταδιακή χέρσευση που παρατηρείται στον οικισμό (Καρκάνας 2002). Κατά τη Φάση Α, τη νεότερη χρονολογικά, καλαμιώνες, εποχιακά τέλματα και υγρολίβαδα ίσως δυσχέραιναν τη συστηματική χρήση της παρόχθιας δενδρώδους βλάστησης. Εξίσου πιθανή είναι και

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 55 η γενικότερη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού από τους λιμναίους πόρους προς τους χερσαίους. Κατά τις νεότερες φάσεις του νεολιθικού οικισμού παρατηρείται γενικότερη μείωση του αλιεύματος σε αντίθεση με την αρχαιότερη φάση και τη δεύτερη φάση κατά τις οποίες ο οικισμός μοιάζει να είναι στραμένος προς την αλιεία και τα διατροφικά της οφέλη (Θεοδωροπούλου 2008: 31). 4. Η ανοικτή βλάστηση είναι παρούσα στην περιοχή γύρω από τον νεολιθικό οικισμό σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, χρησιμοποιείται όμως με μεγαλύτερη συχνότητα κατά την αρχαιότερη φάση, γεγονός που ίσως σχετίζεται με την αρχική ανάγκη προετοιμασίας μικρών χωραφιών και κήπων γύρω από τον οικισμό και σε μικρή ακτίνα από αυτόν. Οι πεδινές περιοχές με ανοικτή βλάστηση μπορούσαν εύκολα και άμεσα να μετατραπούν σε μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις. 5. Οι δραστηριότητες των νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού δεν φαίνεται να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην τοπική βλάστηση, τουλάχιστον τέτοιες οι οποίες να δηλώνονται από αλλαγή στη σύνθεση της βλάστησης και αντικατάσταση των δρυών από άλλα είδη. Η σταδιακά συχνότερη παρουσία των ψυχρόβιων κωνοφόρων σχετίζεται μάλλον με εντατικότερη χρήση τους και όχι με αλλαγές στη βλάστηση. Τα προκαταρκτικά ανθρακολογικά αποτελέσματα από το νεολιθικό οικισμό της Αυγής, που βρίσκεται νοτιοδυτικά του Δισπηλιού και χρονολογείται στην ίδια περίπου περίοδο, καταδεικνύουν τη σημαντική παρουσία των δασών, κυρίως μαύρης πεύκης και δρυός, στην ευρύτερη περιοχή (http://www.neolithicavgi.gr). Τα ανθρακολογικά αποτελέσματα από το νεολιθικό Δισπηλιό συνάδουν με τα παλυνολογικά διαγράμματα από τη λίμνες Ορεστιάδα και Χειμαδίτιδα (Bottema 1974), σύμφωνα με τα οποία η περιφερειακή βλάστηση από το 7000 ως το 3000 π.χ. περίπου χαρακτηριζόταν από πυκνά δρυοδάση στα μέσα υψόμετρα και από δάση κωνοφόρων σε μεγαλύτερο υψόμετρο και στις πλαγιές των βουνών. Η ανθρωπογενής επίδραση γίνεται εμφανής μετά το τέλος της περιόδου, συμπίπτοντας με το τέλος της Νεολιθικής. Πρόσφατη παλυνολογική έρευνα στη λίμνη Ορεστιάδα (Κούλη 2002, 2008) παρέχει νέα στοιχεία διαπιστώνοντας ανθρωπογενή επιρροή στο άμεσο περιβάλλον του οικισμού, η οποία συμπίπτει χρονικά με τη νεολιθική κατοίκηση στην περιοχή. Οι χλωριδικές φάσεις που καταγράφονται χαρακτηρίζονται από υποχώρηση του μικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους αλλά και των κωνοφόρων και εξάπλωση της ανοικτής βλάστησης και αποδίδονται στην ένταση των γεωργοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων του οκισμού και τη συστηματική υλοτόμηση (Κούλη 2008: 143). Η απόκλιση των παλαιότερων από τα νεότερα παλυνολογικά διαγράμματα θα πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι τα δεύτερα καταγράφουν την τοπική βλάστηση σε σχέση με τον οικισμό. Το ανθρωπογενές τοπίο γύρω από τον οικισμό αποτελούνταν από ανοικτή βλάστηση, με εναλλαγές καλλιεργούμενων χώρων, λιβαδιών, θαμνωδών εκτάσεων και συστάδων από δέντρα, ενώ η μεγαλύτερη επίδραση του νεολιθικού ανθρώπου εντοπίζεται στο λιμναίο οικοσύστημα. Παρόλα αυτά, το οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής δεν επηρεάστηκε σημαντικά (Κούλη 2002: 314). 6. Τα ανθρακολογικά αποτελέσματα καταγράφουν σταθερή παρουσία και χρήση των κύριων φυτικών διαπλάσεων, των δρυοδασών. Η υπόθεσή μας σε σχέση με τις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες είναι ότι μόνο μια μικρή ζώνη δάσους επηρεάστηκε και κυρίως αυτή που γειτνίαζε με τις ανοικτές διαπλάσεις. Με βάση τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της αρχαιοβοτανικής μελέτης, η Μαγκα-

56 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ φά (2002: 131) πρότεινε για το νεολιθικό Δισπηλιό την πρακτική της «εντατικής» καλλιέργειας μικρών χωραφιών σε άμεση γειτνίαση με τον οικισμό, στα οποία εφαρμοζόταν η αμειψισπορά και η λίπανση με ζωική κοπριά και οικιακά απορρίμματα. Η αρχαιοζωολογική μελέτη της αρχαιότερης Φάσης Γ του οικισμού δείχνει ότι η οικονομία στηριζόταν κυρίως στην εκτροφή προβάτων, ενώ η παρουσία κατσικιών, γουρουνιών και βοοειδών ήταν σποραδικότερη (Phoca-Cosmetatou 2008: 52, 60). Στοιχεία για το μέγεθος των κοπαδιών και την έκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι δύσκολο να εξάγουμε. Σύμφωνα όμως με τα υπάρχοντα δεδομένα, η μικρής κλίμακας μικτή γεωργοκτηνοτροφία συνδύαζε την καλλιέργεια μικρών εκτάσεων κοντά ή μέσα στον οικισμό με την εκτροφή μικρού αριθμού ζώων, τα οποία βοσκούσαν και λίπαιναν τις πρώτες συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της γονιμότητας των εδαφών. Λαμβάνοντας ακόμη υπόψη ότι τα ζώα που κυρίως αντιπροσωπεύονται, στην αρχαιότερη τουλάχιστον φάση, είναι τα πρόβατα, τα οποία τρέφονται με χαμήλη ποώδη βλάστηση (βλ. Τσαρτσίδου 2010), μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επίδρασή τους στη βλάστηση ήταν μικρή. Η διαχείριση του δάσους (υλοτόμηση και κλάδεμα για «κλαρί»/φύλλωμα για ζωοτροφή) θα πρέπει να είχε συνέπειες στην πυκνότητά του. Όταν το πρωτογενές «ώριμο» δάσος μετατρεπόταν κατά τόπους σε ανοικτό ή «κλαδεμένο» δάσος, ίσως τότε οι ανθρώπινες δραστηριότητες μετατοπίζονταν σε άλλα σημεία του. Η εναλλασσόμενη διαχείριση διαφορετικών περιοχών του δρυοδάσους θα έδινε τη δυνατότητα στη βλάστηση να ανακάμψει. Η απουσία ενδείξεων ανθρωπογενούς επίδρασης που αποτυπώνεται στα ανθρακολογικά σύνολα θα πρέπει να συσχετιστεί με τέτοιες πρακτικές εναλλασσόμενης διαχείρισης της φυσικής βλάστησης καθώς και με μικρής κλίμακας μικτή γεωργοκτηνοτροφία που δεν απαιτούσε συχνό καθάρισμα του δάσους για απόδοση νέων εκτάσεων σε καλλιέργεια. Η μελλοντική σύνθεση του συνόλου των αρχαιοβοτανικών και αρχαιοζωολογικών ερευνών από όλη τη νεολιθική ακολουθία του οικισμού θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις μεθόδους διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος μιας νεολιθικής κοινότητας που επιλέγει να εγκατασταθεί σ ένα ποικίλο λιμναίο οικοσύστημα. Άλλοι παράγοντες που θα πρέπει επίσης να διερευνηθούν είναι η χρονική διάρκεια κάθε φάσης και η συνεχής ή μη νεολιθική παρουσία για τα 1.000 περίπου χρόνια από το τέλος της Μέσης ως το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής.

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 57 Βιβλιογραφία Asouti, E. 2003 Wood charcoal from Santorini (Thera): New evidence for vegetation, climate and timber imports in the Bronze Age Aegean. Antiquity 77: 471-84. Asouti, E. & P. Austin 2005 Reconstructing woodland vegetation and its exploitation by past societies, based on the analysis and interpretation of archaeological wood charcoal macro-remains. Environmental Archaeology 10(1): 1-18. Billamboz, A. 1987 Le bois raconte l histoire des hommes et de la fôret. Archeologia 222: 30-8. Bottema, S. 1974 Late Quaternary Vegetation History of Northwest Greece. Groningen: University of Groningen [PhD diss.]. Chabal, L. 1988 Pourquoi et comment prélever les charbons de bois pour la période antique: Les méthodes utilisées sur le site de Lattes (Hérault). Lattara 1: 187-222. 1992 La représentativité paléo-écologique des charbons de bois archéologiques issus du bois de feu. Bull. Soc. Bot. Fr., 139, Actual. Bot. 1992-2/3/4: 213-36. 1994 Apports récents de l anthracologie à la connaissance des paysages passés: Performances et limites. Histoire & Mesure IX-3/4: 317-38. 1997 Forets et sociétés en Languedoc (Néolithique final Antiquité tardive): L anthracologie, méthode et paléoécologie. Paris: Éditions de la Maison des Sciences de l Homme. Chabal, L., L. Fabre, J.-F. Terral & I. Théry-Parisot 1999 L anthracologie. In La Botanique (C. Bourquin-Mignot, J.-E. Brochier, L. Chabal, S. Crozat, L. Fabre, F. Guibal, P. Marinval, H. Richard, J.-F. Terral & I. Théry-Parisot): 43-104. Paris: Editions Errance. Dufraisse, A. (ed.) 2006 Charcoal Analysis: New Analytical Tools and Methods for Archaeology - Papers from the Table Ronde held in Basel 2004. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1483]. Fiorentino, G. & D. Magri (eds.) 2008 Charcoals from the Past: Cultural and Palaeoenvironmental Implications - Proceedings of the Third International Meeting of Anthracology, Cavallino - Lecce (Italy) June 28 th - July 1 st 2004. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1807]. Θεοδωροπούλου, Τ. 2008 Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψαράδες και ψαρέματα στο προϊστορικό Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 2: 25-45. Johnson, H. 1994 La Madera. Editorial Blume. Καρκάνας, Π. 2002 Η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων του Δισπηλιού. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 295-302. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Κούλη, Κ. 2002 Δισπηλιό και παλυνολογία: Προσεγγίζοντας το παλαιοπεριβάλλον. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 303-15. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 2008 Βλάστηση και άνθρωπος: Η εξέλιξη του παλαιοπεριβάλλοντος του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού από την οπτική της παλυνολογίας. Ανάσκαμμα 1: 143-56. Μαγκαφά, Μ. 2002 Η αρχαιοβοτανική μελέτη του οικισμού. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

58 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ Ntinou, M. 2002 El paisaje en el norte de Grecia desde el Tardiglaciar al Atlantico: Formaciones vegetales, recursos y usos. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1038]. Pétrequin, P. 1991 Construire un maison: 3000 ans avant J.-C. Paris: Editions Errance. Παυλόπουλος, Κ., Α. Σκέντος & Χ. Κοταμπάση 2009 Γεωμορφολογική χαρτογράφηση και μελέτη της ευρύτερης περιοχής Δισπηλιού λίμνης Καστοριάς. Ανάσκαμμα 3: 101-20. Phoca-Cosmetatou, N. 2008 The terrestrial economy of a lake settlement: The faunal assemblage from the first phase of occupation of Middle Neolithic Dispilio (Kastoria, Greece). Ανάσκαμμα 2: 47-68. Psarroy, A. 2002 Analyse anthracologiques préliminaires de deux gisements archéologiques: Dikili Tash (Macédoine orientale) et Rakita (Péloponnèse-nord, Patras), Grèce. Paris: Université de Paris I, Pantheón-Sorbonne [Mémoire de DEA]. Rackham, O. 1986 Appendix A: Charcoal. In Excavations at Sitagroi: A Prehistoric Village in Northeast Greece, I (ed. C. Renfrew, M. Gimbutas & E. Elster): 55-62. Los Angeles: University of California, Cotsen Institute of Archaeology [Monumenta Archaeologica, 13]. Schweingruber, F. H. 1990 Anatomie Europäischer Hölzer - Anatomy of European Woods. Bern & Stuttgart: Haupt. Shay, T. C. & J. M. Shay (with the assistance of A. Frego & J. Zwiazek) 1995 The modern flora and plant remains from Bronze Age deposits at Kommos. In Kommos I: The Kommos Region and Houses of the Minoan Town. Part 1: The Kommos Region, Ecology and Minoan Industries (ed. J. W. Shaw & M. C. Shaw): 91-162. Princeton: Princeton University Press. Sherratt, A. 1981 Plough and pastoralism: Aspects of the secondary products revolution. In Pattern of the Past (ed. I. Hodder, G. Isaac G. & N. Hammond): 261-305. Cambridge: Cambridge University Press. Σωφρονίδου, Μ. 2008 Προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστορίας: Mια πρώτη εισαγωγή. Ανάσκαμμα 1: 9-26. Théry-Parisot, I., L. Chabal & J. Chrzavzez υ. έκδ. Anthracology and taphonomy, from wood gathering to charcoal analysis: A review of the taphonomic processes modifying charcoal assemblages in archaeological contexts. Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoceology. Thiébault, S. (ed.) 2002 Charcoal Analysis: Methodological Approaches, Palaeoecological Results and Wood Uses - Proceedings of the Second International Meeting of Anthracology, Paris, September 2000. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1063]. Τσαρτσίδου, Γ. 2010 Ανάλυση φυτολίθων από ιζήματα του Δισπηλιού: Αναζητώντας τις πρακτικές διαβίωσης του προϊστορικού οικισμού. Ανάσκαμμα 4. Vernet, J.-L. 1973 Étude sur l histoire de la végétation du Sud-Est de la France au Quaternaire d ápres l étude des charbons de bois principalement. Paléobiologie Continentale IV, 1. Vernet, J.-L. (éd.) 1992 Actes du Colloque «Les charbons de bois, les anciens écosystèmes et le rôle de l Homme». Bull. Soc. Bot. Fr., 139, Actual. Bot. (2/3/4). Montpellier. Χατζητουλούσης, Στ. 2006 Το Ξύλο ως Αρχαιολογικό Υλικό στην Προϊστορία: Το Παράδειγμα του Λιμναίου Νεολιθικού Οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Διδακτορική διατριβή].

ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ 59 2008 Η τεχνολογία του ξύλου στο νεολιθικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς. Ανάσκαμμα 1: 93-123. Χουρμουζιάδη, Α. & Τ. Γιαγκούλης 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Western, A. C. 1964 Excavations in the Neolithic settlement of Knossos, 1957-60. Part I, Appendix 2. Annual of the British School at Athens 59: 239-40.

60 ΜΑΡΙΑ ΝΤΙΝΟΥ Summary Palaeoenvironment and human activities: Wood charcoal analysis at the neolithic lake-settlement at Dispilio, Kastoria Maria Ntinou Charcoal analysis results show that the Neolithic settlers at Dispilio, Kastoria, established their village in a rich environment where the following plant formations probably succeeded each other from the lake-shore to the higher elevations of the nearby mountains: Lake-shore vegetation is mainly represented by willows and alder, Open vegetation with turpentine, sumac, some Prunus species and juniper thickets would occupy open space at the edges of woodland at low elevations, Deciduous oak woodland rich in other deciduous trees such as ash, hornbeam, maple, cornelian cherry, elm, hazel, Maloideae species, etc, would grow almost from lake level to mid altitudes and would expand over most of the hilly area to the south of the lake, Mountain conifer forests with black pines and some fir would extend on the surrounding mountains, probably quite close to the lake on its western and northern sides. Oak woodland was systematically and predominantly managed by the Neolithic communities for daily, domestic uses (firewood). During the earliest Phase C, junipers and black pines were selected for their timber while oaks and other deciduous species were less so. Open vegetation and lakeshore formations, were mostly used during the earliest Phase C probably because these were the first to be integrated in the community s activities, either as areas for the establishment of platforms and lake dwellings (the lake shore) or as adequate, open spaces (open vegetation) near the village where to prepare the small plots and gardens. Mountain conifers became progressively more important during the later Phases B and A, probably as a result of the expansion of the community s activities over broader areas and/or of the need for timber due to the growth of the settlement. No significant changes can be observed in the woodland throughout the life of the Neolithic settlement. This may be explained by small scale mixed agro-pastoral practices and alternating management of different parts of the woodland that would allow it to regenerate.