ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1' Πολιτικό Τμήμα 1237/2014 (Δημοσίευση:ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ,Τράπεζα νομικών πληροφοριών Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Αριστείδη Πελεκάνο, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1.Ε. χας Λ. Κ., 2Ε. Κ. του Λ. και 3 Θ. Κ. του Λ., κατοίκων..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των Θ. Σ. και Ν. Κ. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "XXX ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2.ʼ. Τ. του Η., κατοίκου..., 3.Κ. Κ. του Κ., κατοίκου..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Τσαντίνη, ο οποίος προηγουμένως ανακάλεσε την από 2.05.2914 δήλωσή του για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, και 4.Γ. Μ. του Χ., κατοίκου..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13 Αυγούστου 2001 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 141/ΤΜ/2001 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 3156/2003 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επί της τελευταίας αποφάσεως ασκήθηκαν αναιρέσεις και εκδόθηκαν οι 208/2006 και 209/2006 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες αναίρεσαν την απόφαση του Εφετείου (3156/2006) και παρέπεμψαν την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό δικαστήριο. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την 1653/2009 απόφασή του, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την 12 Ιανουαρίου 2010 αίτησή τους και τους από 24 Φεβρουαρίου 2014 πρόσθετους αυτής λόγους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης, ανέγνωσε την από 10 Απριλίου 2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή των, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει
μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ʼρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ' αριθ. 5479Δ'/04-03-2014 έκθεση επιδόσεως, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βέροιας Σ. Δ. Κ. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (05-05-2014), επιδόθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, με την επιμέλεια των αναιρεσειόντων, στον τέταρτο των αναιρεσιβλήτων Γ. Μ. του Χ.. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, κατά την παραπάνω δικάσιμο, ούτε υπέβαλε την κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση μη παράστασης στο ακροατήριο, και επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 1653/2009 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες (ενάγοντες) με την από 10-08-2001 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, την οποία απηύθυναν κατά των αναιρεσιβλήτων (εναγομένων), ως μέλη της οικογένειας του θανόντος, Λ. Κ., ζητούσαν χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν εξ αιτίας του θανάτου του, ο οποίος επήλθε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, συνεπεία εντονότατου συναισθηματικού "στρες", το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς τους, προκλήθηκε, από την αναφερόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των αναιρεσιβλήτων, ως υπαλλήλων, προστηθέντων από την πρώτη αναιρεσίβλητη, κατά την ανατεθείσα από αυτήν υπηρεσία τους. Με την 141/ΤΠ/2002 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Βέροιας, δέχθηκε την αγωγή αυτή εν μέρει κατ' ουσίαν και υποχρέωσε τους αναιρεσίβλητους, καθένα εις ολόκληρον, να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, στην πρώτη των αναιρεσειουσών, το ποσό των 80.000 ευρώ και στον καθένα από τους δεύτερη και τρίτο εξ αυτών το ποσό των 60.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως άσκησαν έφεση, ως εν μέρει ηττηθέντες στη δίκη, όλοι οι διάδικοι, και ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες (ενάγοντες) την από 30-10-2002 έφεση κατά πάντων των αντιδίκων τους, ο δεύτερος των εφεσιβλήτων (πρώτος των εναγόντων), την από 20-2-2003 έφεση κατά των εναγόντων και οι λοιποί αναιρεσίβλητοι (δεύτερη, τρίτος και τέταρτος των εναγομένων), την από 25-9- 2002 έφεση, επίσης, κατά των εναγόντων, ζητώντας, για τους λόγους ειδικότερα που διαλαμβάνονται στα εφετήρια έγγραφα, η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί, προκειμένου, κατά μεν τους ενάγοντες η αγωγή τους να γίνει δεκτή στο σύνολό της, κατά δε τους εναγόμενους να απορριφθεί αυτή καθ' ολοκληρίαν. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3156/2003 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν και έγιναν τυπικά δεκτές οι άνω εφέσεις, στη συνέχεια, οι μεν εφέσεις των αναιρεσίβλητων (εναγομένων) απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν, η δε έφεση των αναιρεσειόντων (εναγόντων) έγινε δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, καθένας εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 146.735,14 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανερεσίβλητοι (εναγόμενοι), ο μεν δεύτερος, με την από 23-3-2004 αίτηση αναιρέσεως κατά των ήδη αναιρεσειόντων (εναγόντων), οι δε λοιποί, με την από 2-1-2004 αίτηση αναιρέσεως, ομοίως, κατά των εναγόντων. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν, αντίστοιχα, οι με
αριθ. 209/2006 και 208/2006 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, με τις οποίες αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, ως προς όλους τους διαδίκους, λόγω του ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε παραβίασε τα άρθρα 297, 298, 914 και 922 ΑΚ και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον κρίθηκε ότι η συμπεριφορά των εναγομένων, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη εκείνη απόφαση, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα του θανάτου του συζύγου και πατέρα των εναγόντων, Λ. Κ., παραπέμφθηκε δε ακολούθως η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο (Εφετείο Θεσσαλονίκης). Ακολούθως, με την υπ' αριθ. 1653/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (αναιρεσιβαλλομένη) έγιναν δεκτές και κατ' ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσιβλήτων (εναγομένων), και, αφού εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως προς όλους τους αναιρεσείοντες (ενάγοντες), απορρίφθηκε η αγωγή τους στο σύνολό της, ως νόμω αβάσιμη, διότι μεταξύ της εκτιθέμενης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων και του ζημιογόνου αποτελέσματος του θανάτου του συζύγου και πατέρα των εναγόντων, Λ. Κ., δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, διότι η συμπεριφορά αυτή δεν ήταν αντικειμενικά ικανή και συνεπώς πρόσφορη να επιφέρει το εν λόγω αποτέλεσμα, κατά διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης εναντιώνονται οι ηττηθέντες εφεσίβλητοι-αναιρεσείοντες με την ένδικη αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους, και με την έννοια αυτή ερευνάται στη συνέχεια. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Εξάλλου, τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει, επαγγελματική ενασχόληση μπορούν να χρησιμοποιηθούν, είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (αρθρ. 336 του Κ.Πολ.Δ.), είτε για να γίνει, μετά τη διαπίστωση της βασιμότητός των, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (αρθρ. 559 αρ.1 εδ. β' Κ.Πολ.Δ.,Ολ.ΑΠ 10/2005, ΑΠ 377/1998), μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγο αναιρέσεως, μόνο κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου (Ολ.ΑΠ 23/1988, Α.Π. 750/2003). Περαιτέρω από το άρθρο 579 παρ.1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι, αν τελεσίδικη απόφαση αναιρεθεί ολικώς, αποβάλλει κάθε ισχύ, θεωρείται ως εντελώς άκυρη και επομένως παύει αυτή να έχει την από το άρθρο 321 και επ. ΚΠολΔ ισχύ δεδικασμένου. Οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και το Εφετείο, στο οποίο
παραπέμφθηκε εξ ολοκλήρου η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, ερευνά αυτή εξ υπαρχής δεσμευόμενο μόνο από τα όρια που διαγράφονται στην αναιρετική απόφαση (ΚΠολΔ 580 παρ.4, 581 παρ.2). Και στην περίπτωση αυτής της παραπομπής λόγω του κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το Εφετείο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, που είχε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δύναται να εξετάσει οίκοθεν το ορισμένο ή απαράδεκτο, ή νόμω αβάσιμο της αγωγής, εάν αυτή στερείται των απαραίτητων για τη θεμελίωσή της στοιχείων ή ασκήθηκε απαραδέκτως ή δεν στηρίζεται στο νόμο, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εκκαλών και υπό την προϋπόθεση να μην εκδοθεί γι' αυτόν επιβλαβέστερη απόφαση χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 805/2003, ΑΠ 7/2001). Εξ ετέρου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρ. 297 και 298 ΑΚ, ενώ κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ' εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216 1 ΚΠολΔ. νόμιμη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 174/2005, 831/2005, 118/2006). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημίωσης, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρ. 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της κατά ποσοστό, ως προς το οποίο η κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αφού είναι κρίση περί τα πράγματα (ΑΠ 677/2011). Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με την μορφή ειδικότερα της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η
προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, άσχετα αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού, επιτακτικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 1796/2012) Εξ άλλου πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικείμενη στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξενήσεως ζημιάς, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου αλλ' αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημιάς στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3) Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον. 4) Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημιάς. Ειδικότερα, η γένεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθώς και η κρίση του για την ύπαρξη μεταξύ ορισμένης συμπεριφοράς, αφενός, και ζημίας, αφετέρου, αιτιώδους, υπό την έννοια πρόσφορης αιτιότητας, συνδέσμου, που αποτελεί συμπέρασμα υπαγωγής περιστατικών στις νομικές έννοιες των χρηστών ηθών και του ως άνω αιτιώδους συνδέσμου, αντιστοίχως, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για παραβίαση, ευθεία ή εκ πλαγίου, των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που περιέχονται στα προαναφερόμενα άρθρα του ΑΚ. Ενώ, αντιθέτως, η δικαστική κρίση περί του ότι ορισμένη συμπεριφορά αποτέλεσε αναγκαίο όρο ζημίας (με την έννοια ότι η ζημία χωρίς αυτήν τη συμπεριφορά δεν θα είχε επέλθει) είναι, ως αναφερόμενη σε πραγματικά περιστατικά, ανέλεγκτη ακυρωτικώς (ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 137/2005). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία
τους. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι θεσπίζεται γνήσια αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος να αποκαταστήσει κάθε περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία τρίτου που προκλήθηκε από υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του προστηθέντος κατά την υπηρεσία του. Συνεπώς, νόμιμο λόγο ευθύνης του προστηθέντος συνιστά η τέλεση αδικοπραξία από τον προστηθέντα σε τρίτο, η οποία γεννά σε βάρος του προστηθέντος υποχρέωση προς αποζημίωση. Όθεν για την ευθύνη του προστήσαντος οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης, στις οποίες, όπως προεκτέθηκε, συγκαταλέγεται και ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του προστηθέντος και της ζημίας του τρίτου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής (άρθρ. 561 2 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, εξέθεταν τα εξής: Ο πρώτος των εναγομένων (τέταρτος των αναιρεσιβλήτων), με την ιδιότητα του Διευθυντή του καταστήματος. της δεύτερης των εναγομένων, Τράπεζας (πρώτη των αναιρεσιβλήτων) από το έτος 1988 ως και τις αρχές του έτους 2000, κατά παράβαση των πάγιων οδηγιών και εντολών της τελευταίας, πέτυχε να καρπωθεί μεγάλα χρηματικά ποσά με τη διάπραξη παράνομων πράξεων σε βάρος της Τράπεζας και σε βάρος τρίτων που επέλεξε ως οφειλέτες της Τράπεζας, με πλαστογραφίες, απάτες και υπεξαιρέσεις. Πιο συγκεκριμένα, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη κάποιων από τους κατοίκους των χωριών της περιφέρειας του καταστήματος, μεταξύ των οποίων και του. Ν. Ημαθίας, για τη λήψη καταναλωτικών δανείων μικρών ποσών, ύψους από 200.000 έως 1.000.000 δραχμών, τους έπειθε να υπογράφουν ασυμπλήρωτες ως προς το ποσό συμβάσεις πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, δυνάμει των οποίων τους παρέδιδε τα εν λόγω ποσά που είχαν συμφωνήσει, τα οποία ήταν μικρότερα από τα ποσά που ανέγραφε εκ των υστέρων στις συμβάσεις κατά κατάχρηση της εν λευκώ υπογραφής τους, και υπεξαιρούσε το επί πλέον. 'Ότι, στα πλαίσια της ίδιας έκνομης δραστηριότητας, έπειθε πολλούς να υπογράφουν εικονικά ως πιστούχοι και εγγυητές, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τρίτα πρόσωπα που δεν πληρούσαν, σύμφωνα με τα τραπεζικά κριτήρια τις προϋποθέσεις για χρηματοδότηση, παριστάνοντάς τους ψευδώς ότι δεν έχουν καμία ευθύνη για την αποπληρωμή της δανειακής χορήγησης, την οποία θα αναλάμβανε ο ίδιος και ο χρηματοδοτούμενος που υποκρύπτετο. Ότι σε πολλές περιπτώσεις όταν αδυνατούσε να ανεύρει εγγυητή για να υπογράψει τις άνω συμβάσεις, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση τρίτων προσώπων που γνώριζε, πλαστογραφούσε τις υπογραφές τους και τα σχετικά παραστατικά που απαιτούνταν προς τούτο. Ότι ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγόντων (ήδη αναιρεσειόντων), Λ. Κ., ήταν γνωστός στον πρώτο εναγόμενο, διότι στο κατάστημα της, όπου ήταν ο τελευταίος διευθυντής είχε καταρτίσει με τη δεύτερη των εναγομένων την 842/9-1-1998 σύμβαση πιστώσεως μέχρι του ποσού των 2.500.000 δραχμών, το οποίο με την 842.1/26-5-1999 αυξητική της πιστώσεως πράξη είχε ανέλθει στο ποσό των 5.000.000 δραχμών. Εκμεταλλευόμενος δε την γνωριμία τους ο πρώτος εναγόμενος τον έπεισε να υπογράψει, ως εγγυητής, την 882/28-9-1998 σύμβαση πιστώσεως μέχρι του ποσού των 7.000.000 δραχμών, με εικονικό πιστούχο τον Α. Π., διαβεβαιώνοντάς τον ότι καμιά ευθύνη δε θα είχε για την απόδοση στην τράπεζα της πιστώσεως. Επίσης, τον έπεισε να υπογράψει, ως εγγυητής και την 927/5-9-1999 σύμβαση χορηγήσεως καταναλωτικού δανείου, ποσού 500.000 δραχμών, το οποίο όμως στην συνέχεια ο πρώτος εναγόμενος παραποίησε, πλαστογραφώντας το έγγραφο συμβάσεως, και ανέγραψε ως χορηγηθέν δάνειο το ποσόν των 7.000.000 δραχμών. Ότι, στις αρχές Ιανουαρίου του έτους 2000, περιήλθαν σε γνώση της δεύτερης των εναγομένων,
τράπεζας, καταγγελίες σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, και συνεπεία τούτου μεθοδεύτηκε η μετάθεσή του στο κατάστημα.., για να διευθετηθεί ο έλεγχος στο κατάστημα., όπου υπηρετούσε. Καίτοι, όμως, από τον έλεγχο αποκαλύφθηκε η έκνομη δραστηριότητά του και ότι για να επιτύχει το σκοπό του είχε εμπλέξει, εν αγνοία τους, τρίτα πρόσωπα, τα οποία εμφάνισε ως οφειλέτες της τράπεζας, με τις άνω παράνομες πράξεις που τέλεσε σε βάρος τους, η δεύτερη των εναγομένων, αρχικώς, διά των υπαλλήλων του καταστήματος και, στη συνέχεια, διά των υπαλλήλων του καταστήματος.., όπου μετέφερε τους σχετικούς φακέλους προς αποφυγή επεισοδίων, καλούσε τους φερόμενους ως οφειλέτες και τους πίεζε να αναγνωρίσουν τα επίμαχα χρέη τους προς την τράπεζα, υπό την απειλή κατάσχεσης των περιουσιακών τους στοιχείων, ενώ παράλληλα αρνούνταν να τους χορηγήσει αντίγραφα των συμβάσεων, στις οποίες αυτοί εμπλέκονταν, αν δεν αναγνώριζαν τις αντίστοιχες οφειλές τους. Ότι στα πλαίσια αυτής της τακτικής κάλεσε και τον σύζυγο και πατέρα των εναγόντων, Λ. Κ., ο οποίος επισκεπτόμενος το κατάστημα, ήρθε σε επαφή με τον υπάλληλο του καταστήματος και τέταρτο των εναγομένων (ήδη τρίτο των αναιρεσιβλήτων) Κ. Κ., ο οποίος του ανακοίνωνε ότι η οφειλή του προς την τράπεζα έχει ανέλθει σε μεγάλο ύψος και πρέπει να την αναγνωρίσει ώστε με ρύθμιση να διευκολυνθεί στην εξόφληση. Όταν δε ο Λ. Κ. διαμαρτυρήθηκε, αναφέροντας ότι οι συμβάσεις που έχει καταρτίσει με την τράπεζα δεν δικαιολογούσαν τέτοιο ύψος, και στη συνέχεια ζήτησε αντίγραφα των συμβάσεων, στις οποίες φερόταν εμπλεκόμενος, επακολούθησε λογομαχία μεταξύ τους, παρουσία του Διευθυντή του καταστήματος και τρίτου των εναγομένων (ήδη δεύτερου των αναιρεσιβλήτων), ʼ. Τ., η οποία κατέληξε σε άρνηση των άνω εναγομένων να του χορηγήσουν αντίγραφα, αν δεν αναγνώριζε τις αντίστοιχες οφειλές του προς την τράπεζα. Ότι συνεπεία του ότι ο Λ. Κ. δεν δέχθηκε να αναγνωρίσει ανύπαρκτες οφειλές του προς τη δεύτερη των εναγομένων, τράπεζα, αυτή, σε εκτέλεση των με αριθ. 276 και 279/2000 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του και, στις 7-3-2001, εξέθεσε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό την οικία του στο. Ότι, κατόπιν αυτού, στις 23-3-2001 μετέβη εκ νέου στο κατάστημα., αποφασισμένος να λάβει οπωσδήποτε αντίγραφα των συμβάσεων, στις οποίες φερόταν εμπλεκόμενος, ώστε να μπορέσει να υπερασπίσει τον εαυτό του και την περιουσία του. Οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, όμως αν και γνώριζαν ότι η οφειλή του προς την τράπεζα προερχόταν μόνον από τις ανωτέρω συμβάσεις που είχε υπογράψει πραγματικά, για να του χορηγήσουν αντίγραφα των λοιπών συμβάσεων στις οποίες φερόταν συμβαλλόμενος, του ζήτησαν προηγουμένως να τις αναγνωρίσει. Ότι τούτο εξόργισε το Λ. Κ., ο οποίος αισθάνθηκε ότι έχει πέσει θύμα εκμετάλλευσης και επακολούθησε έντονη λογομαχία μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια της οποίας του ανακοίνωσαν ότι οφείλει στην τράπεζα 85.000.000 δραχμές από 15 συμβάσεις, τις οποίες αγνοούσε. Ότι στην ανακοίνωση αυτή ο Λ. Κ. κατέρρευσε και συνοδευόμενος από ομοχωρίους του, μετέβη εξουθενωμένος στην οικία του, απ' όπου τις πρωινές ώρες της 24-3-2001 διεκομίσθη με εφίδρωση και πόνους στο στήθος στο Νοσοκομείο της Βέροιας, όπου νοσηλεύθηκε μέχρι την 1-4-2001 με διάγνωση περιορισμένης εκτάσεως έμφραγμα του μυοκαρδίου. 'Οτι, δύο ημέρες μετά την έξοδό του από το Νοσοκομείο, διακατεχόμενος από έντονο άγχος για την εξέλιξη της κατάστασης, επανήλθε, στις 3-4-2001 στο κατάστημα.. και ζήτησε από τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων να του επιδείξουν ώστε να λάβει αντίγραφα όλων εκείνων των συμβάσεων, βάσει των οποίων όφειλε στην τράπεζα το υπέρογκο ποσό των 85.000.000 δραχμών. Αυτοί, όμως, ήταν αμετάπειστοι και του έθεσαν πάλι ως προϋπόθεση να αναγνωρίσει το χρέος του από τις ανωτέρω συμβάσεις,
και δεν κάμφθηκαν ούτε όταν τους γνώρισε ότι εξαιτίας του επεισοδίου που έλαβε χώρα μεταξύ τους στην προηγούμενη συνάντησή τους, υπέστη καρδιακό επεισόδιο. Ότι, συνεπεία της άνω συμπεριφοράς των τρίτου και τέταρτου των εναγομένων ο Λ. Κ. περιήλθε σε κατάσταση πλήρους απόγνωσης και εντονότατου συναισθηματικού "στρες", από το οποίο, ως μόνης ενεργού αιτίας, αμέσως μόλις έφθασε στην οικία του επήλθε ο θάνατός του από οξύτατο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ότι υπαίτιοι για το θάνατο του Λ. Κ. ήταν 1) ο πρώτος των εναγομένων, ο οποίος με τις άνω παράνομες πράξεις του δολίως τον εμφάνισε έναντι της δεύτερης των εναγομένων, τράπεζας, ως οφειλέτη του υπέρογκου ποσού των 85.000.000 δραχμών, δεδομένου ότι εκ των υστέρων οι ενάγοντες διεπίστωσαν ότι, εκτός από τις άνω τρεις συμβάσεις που είχε υπογράψει πραγματικά, φερόταν ως εγγυητής και σε άλλες ένδεκα, από τις οποίες στις πέντε είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του, στις δε υπόλοιπες είχε αναγράψει ποσόν μεγαλύτερο του συμφωνηθέντος με τον Λ. Κ., κατά κατάχρηση της εν λευκώ υπογραφής του, 2) οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, οι οποίοι ενώ γνώριζαν ως υπάλληλοι του υποκαταστήματος της δεύτερης των εναγομένων ότι δεν υφίστατο στην πραγματικότητα τέτοιο χρέος του Λ. Κ. έναντι της τράπεζας, εν τούτοις, κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη τον πίεζαν εκβιαστικά να το αναγνωρίσει, αρνούμενοι σε αντίθετη περίπτωση, καίτοι είχαν υποχρέωση, να του χορηγήσουν αντίγραφα των συμβάσεων, στις οποίες ενεπλάκη, ώστε να μην μπορέσει να αντιδράσει για να υπερασπισθεί τον εαυτό του και να τον εξαναγκάσουν να πληρώσει ανύπαρκτο χρέος. Ότι για την άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των συνεναγομένων της συνυπεύθυνη ήταν και η δεύτερη των εναγομένων, ως προστήσασα αυτούς στην υπηρεσία της, και ως εκ τούτου όλοι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να αποκαταστήσουν την ψυχική οδύνη που υπέστησαν οι ενάγοντες, ως μέλη της οικογένειας του θανόντος. Ζήτησαν δε κατόπιν αυτών οι ενάγοντες, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, σε καθένα απ' αυτούς, το ποσό των 60.000.000 δραχμών. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη, με την ακόλουθη αιτιολογία: "Η άνω συμπεριφορά των εναγομένων, ανεξαρτήτως της βαρύτητας του πταίσματος αυτών και της απαξίας που είχαν οι πράξεις τους, κατέτεινε σε προσβολή των περιουσιακών αγαθών και εν γένει των οικονομικών συμφερόντων του θανόντος και δεν είχε γενικά την τάση να βλάψει την υγεία του και τη σωματική του ακεραιότητα. Δηλαδή, κατά την αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου, με βάση τα δεδομένα του χρόνου που εκδηλώθηκε η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, δεν μπορούσε η εν λόγω συμπεριφορά να προβλεφθεί ως πιθανή αιτία θανάτου από έμφραγμα του καθ' ού εστράφη, Λ. Κ. (αντικειμενική πρόγνωση). Και τούτο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πράγματι του δημιούργησε εντονότατη ψυχική και συναισθηματική φόρτιση, δεδομένου ότι στη σύγχρονη ζωή πολλοί είναι οι παράγοντες τέτοιας φόρτισης, όπως ο θάνατος προσφιλούς προσώπου, αλλά και εγκληματικές ενέργειες σε βάρος προσώπων, όπως αυτές που περιγράφουν οι ενάγοντες, δεν δύναται όμως να θεωρηθούν, κατά λογική αναγκαιότητα, ως ικανές και πρόσφορες, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρουν το θάνατο, και δη από έμφραγμα του μυοκαρδίου, του ευρισκομένου σε κατάσταση τέτοιας φόρτισης. Από την άλλη πλευρά, το έμφραγμα του Μυοκαρδίου, η απόφραξη δηλαδή σημαντικού καρδιακού αγγείου, που σε πολλές περιπτώσεις επιφέρει το θάνατο, και μάλιστα αιφνιδίως, χωρίς να προηγηθούν ενοχλήσεις, σε άτομα που εξωτερικά φαίνονται απολύτως υγιή, προϋποθέτει την ύπαρξη στεφανιαίας νόσου, οφειλομένης σε αρτηριοσκλήρυνση των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς και ρήξη της αθηρωματικής πλάκας των στεφανιαίων αρτηριών, η οποία μπορεί να
πυροδοτηθεί εξ αφορμής διαφόρων εξωγενών παραγόντων, όπως έντονη σωματική άσκηση, υπερβολική κατανάλωση τροφής, έλλειψη ύπνου, αλλά και έντονο ψυχολογικό "στρες", οι οποίοι είναι δυνατόν να προκαλέσουν παθοφυσιολογικές μεταβολές στον οργανισμό. Οι εξωγενείς, όμως αυτοί παράγοντες, καθεαυτοί, δεν δύνανται, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας να προκαλέσουν έμφραγμα του μυοκαρδίου, χωρίς ύπαρξη στεφανιαίας νόσου, και ως εκ τούτου πρόσφορη αιτία του θανάτου από έμφραγμα του μυοκαρδίου, είναι η νόσος και όχι οι εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι συμπτωματικά μπορεί να συντελέσουν στην εκδήλωση της ήδη υπάρχουσας νόσου, η πρόκληση και εξέλιξη της οποίας οφείλεται σε άλλους παράγοντες παθολογικούς ή μη του ίδιου του ασθενούς, όπως κάπνισμα, αρτηριακή υπέρταση, παχυσαρκία, αύξηση χοληστερόλης κλπ και όχι σε παράγοντες εξωτερικούς και άσχετους με τον ασθενή, προερχόμενους από τη συμπεριφορά τρίτων. Κατ' ακολουθίαν, μεταξύ της εκτιθεμένης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των άνω εναγομένων και του ζημιογόνου αποτελέσματος του θανάτου του συζύγου και πατρός των εναγόντων, Λ. Κ., δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η συμπεριφορά αυτή δεν ήταν αντικειμενικά ικανή και συνεπώς πρόσφορη να επιφέρει το εν λόγω αποτέλεσμα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων. Έπρεπε συνεπώς η αγωγή να απορριφθεί για έλλειψη νομίμου βάσεως. Ακολούθως το Εφετείο, αφού κατά παραδοχή των προαναφερόμενων εφέσεων των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που είχε κρίνει νόμιμη την αγωγή και στην συνέχεια τη δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν, απέρριψε αυτήν (αγωγή), ως νόμω αβάσιμη. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 919, 922 και 932 του ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε, καθόσον τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, δεν θεμελίωναν αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων, που μπορούσε να θεωρηθεί, ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και συνεπώς πρόσφορη και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το θάνατο δηλαδή του συζύγου και πατέρα των αναιρεσειόντων, ώστε να μην δικαιούνται οι τελευταίοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Επομένως, ο μοναδικός λόγος του αναιρετηρίου και μοναδικός των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι από 12-1-2010 αίτηση και οι από 24-02-2014 πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση της υπ' αριθ. 1653/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των τριών πρώτων εκ των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-01-2010 αίτηση και τους από 24-02- 2014 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθ. 1653/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των τριών πρώτων εκ των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 22 Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 5η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ